26 December 2018

Λίλα Κίσσα - Φραγκομίχαλου



Η Λίλα Κίσσα-Φραγκομίχαλου αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) με πτυχίο γαλλικής φιλολογίας. Συγγραφέας και εικονογράφος του φανταστικού, δημιούργησε το 2011 τον "ονειρόκοσμο" Angel Eyes, συνδυάζοντας τις κλίσεις της. Πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής το Φεβρουάριο του 2015. Το πρώτο της εικονογραφημένο μυθιστόρημα φαντασίας, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο Ι: Φύλακες κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016 και χαρακτηρίστηκε best seller. Τον Αύγουστο του 2017 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της σειράς, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο ΙΙ: Το Μονοπάτι και τον Οκτώβριο του 2018 κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο ΙΙΙ: Προορισμός. Ζει με το σύζυγο και την κόρη της στη Χίο και το μεγάλο της κίνητρο για ζωή είναι το να κάνει τους συνανθρώπους της να ονειρεύονται περισσότερο. Τη Λίλα και τις λογοτεχνικές, όσο και εικαστικές και άλλες δημιουργίες της είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά τον Οκτώβριο που μας πέρασε, στην τέταρτη κατά σειρά διοργάνωση του FantastiCon, η οποία και φέτος φιλοξενήθηκε στους χώρους της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη φανταστική λογοτεχνία;

Καταρχάς σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας και την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για το έργο μου μέσα από αυτή τη συνέντευξη. Ο χώρος του φανταστικού ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι για μένα ένα τεράστιο κομμάτι της ίδιας μου της προσωπικότητας. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι συγκεκριμένο που να με οδήγησε προς τη φανταστική λογοτεχνία, όσο πίσω στο χρόνο κι αν ανατρέξω. Όμως θυμάμαι ότι ακόμα και τα πρώτα μου μικρά, ατελή και πειραματικά διηγήματα στα χρόνια της εφηβείας είχαν σαν κυρίαρχο στοιχείο αυτό του φανταστικού. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωγραφική, αλλά εκεί πάμε ακόμα πιο πίσω, στο Δημοτικό. Όλα τα θέματα με τα οποία καταπιανόμουν ανήκαν στο φανταστικό.

Με ποια αφορμή επιλέγετε το χώρο και το χρόνο της δράσης στα βιβλία σας; Σκοπεύετε να συνεχίσετε με ανάλογη θεματολογία ή μπορεί και να πειραματιστείτε με κάτι διαφορετικό;

Αυτή τη στιγμή στην πενταλογία του Angel Eyes ο χώρος είναι πολυδιαστασιακός, όπως και το ον άνθρωπος. Ως φυσικό πεδίο έχει επιλεχθεί ένα φαντασιακό φέουδο με τα γύρω χωριά, τις λίμνες, τα δάση, τα κοντινά λιμάνια του και τα βουνά του, που θα μπορούσε να είναι μια άλλη Ρουμανία. Και απ' την άλλη μεριά έχουμε έναν άυλο χώρο, το αστρικό πεδίο, με τους παραδείσους και τις κολάσεις του, όπου δρουν οι αλλόκοσμοι πρωταγωνιστές μου. Ο χώρος είναι μεγάλος και μου δίνει άνεση κίνησης, αλλά τον επέλεξα και για έναν άλλο πρωταρχικό λόγο: ήθελα να δώσω έμφαση στο αόρατο. Σε αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις πέντε αισθήσεις μας. Να κάνω τους αναγνώστες μου να αναρωτηθούν: "Κι αν όντως υπάρχει κάτι πέρα από την ύλη;" Ως χρόνο, πάλι, έχω επιλέξει το Μεσαίωνα, πιθανότατα γιατί μου θυμίζει παραμύθι. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ταιριάζει νομίζω και σε κάτι ακόμα. Ήταν σκοτεινά χρόνια τότε, γεμάτα δεισιδαιμονίες... Και αυτό μου θυμίζει έντονα τα σκοτάδια που αντιμετωπίζουν οι χάρτινοι ήρωές μου. Μέσα από δοκιμασίες, αναζητήσεις, οδοιπορικά, γυρεύουν να φτάσουν σε μια αλήθεια και ένα φως, σαν αυτό της Αναγέννησης που ακολουθεί το Μεσαίωνα. Θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντικό παιδί του φανταστικού και θα ήθελα να το υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις. Δηλαδή δεν νιώθω ότι, για παράδειγμα, θα μου έβγαινε φυσικά να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα! Αλλά θα ήθελα να επεκταθώ στον ήδη αγαπημένο μου χώρο. Το Angel Eyes δεν είναι για μένα ένα ή δύο ή πέντε βιβλία. Είναι ένας πλήρης κόσμος ο οποίος σχηματίζεται συνεχώς, ολοένα και πιο λεπτομερώς. Μετά την ολοκλήρωση της πενταλογίας θα ακολουθήσει αυτό που ονομάζω "Το Βιβλίο των Αιώνων", το οποίο στην ουσία είναι η κοσμογονία του φανταστικού σύμπαντός μου. Αυτό το βιβλίο - του οποίου η έκταση μού είναι ακόμα άγνωστη - θα ανήκει ως είδος στο high fantasy και θα αγγίζει το επικό. Είναι αγαπημένο είδος και θα ήθελα οπωσδήποτε να βγω από τη... ζώνη ασφαλείας μου και να το τολμήσω!


Οι ήρωες και τα θέματά σας παραπέμπουν έντονα στα ιαπωνικά manga. Τι σας σας ελκύει σε αυτού του είδους την κουλτούρα; Θα μπορούσατε να φανταστείτε τους ήρωές σας να κινούνται σε έναν καθαρά ελληνικό χωροχρόνο;

Τα ιαπωνικά manga είναι μεγάλη ιστορία και λατρεία, η οποία αποτελεί και αυτή αναπόσπαστο κομμάτι μου. Η γενιά μου μεγάλωσε βλέποντας ιαπωνικά κινούμενα σχέδια ή - όπως τα λένε - anime, δίχως να ξέρουμε καν τότε εμείς σαν πιτσιρίκια τη χώρα προέλευσής τους! Όμως είχαν κάτι το μαγικό, κάτι το εθιστικό. Τα μεγάλα μάτια τους ήταν η πεπτουσία της εκφραστικότητας και οι θεματολογίες με τις οποίες καταπιάνονταν με άγγιζε με τρόπους ασύλληπτους. Ερωτευόμουν, αγωνιούσα, έκλαιγα, εμπνεόμουν... Η κουλτούρα των anime που αγάπησα με σημάδεψε. "Μην εγκαταλείπεις!", "Πάλεψε ενάντια στις προγνώσεις!", "Πόνεσε για το φίλο σου!", "Αν έκανες λάθη, ζήτα έμπρακτα συγγνώμη και ξαναξεκίνα!", "Αν απέτυχες και έπεσες, ξαναστήσου στα πόδια σου!", "Αν ερωτεύτηκες απόλυτα, ρίσκαρε τα πάντα!" είναι μόνο μερικά από τα μαθήματα που πήρα από την υπέροχη αυτή κουλτούρα και τολμώ να πω ότι ναι, με διαμόρφωσαν κιόλας ως προσωπικότητα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν οι ήρωές μου να ταιριάζουν με τον ελληνικό χωροχρόνο - δεν κάθισα ποτέ να το σκεφτώ, γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνταν η ιστορία ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένο μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά ένα είναι το βέβαιο: ακόμα και στον ελλαδικό χωροχρόνο να εκτυλισσόταν το story, οι θεματολογίες που θα άγγιζα θα παρέμεναν οι ίδιες.

Ποιες είναι οι προσωπικές σας προτιμήσεις σε βιβλία και καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες; Συμπίπτουν αποκλειστικά με τη δημιουργική σας ενασχόληση ή διαβάζετε/μελετάτε και άλλα είδη;

Από βιβλία προτιμώ κυρίως τις μελέτες που έχουν να κάνουν με τον εσωτερισμό, τη μαγεία, τη μυθολογία και όχι τόσο τα λογοτεχνικά, όμως για παράδειγμα μου αρέσουν ιδιαίτερα τα έργα του Dan Brown που συνδυάζουν πολλές φορές το story με μελέτες εσωτεριστικής θεματολογίας. Στη ζωγραφική λατρεύω τους ρομαντικούς γιατί απεικονίζουν ένταση και πάθος. Στην αρχιτεκτονική αγαπώ το γοτθικό που μου θυμίζει πόσο μικρή και ασήμαντη είμαι. Και στη μουσική, η οποία είναι και η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσής μου, με μαγεύουν είδη όπως η επική ορχηστρική, κέλτικη, το συμφωνικό metal, το power metal και λίγο το goth metal. Ακούω τη μουσική μου δυνατά, κυρίως μέσα στο αυτοκίνητο και τότε είναι που ο νους μου δομεί σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου σαν να ήταν αποσπάσματα μιας τέλειας ταινίας! Τα τελευταία χρόνια δεν προλαβαίνω να διαβάσω λογοτεχνία όσο ίσως θα ήθελα, καθότι εργάζομαι πάνω στο Angel Eyes αδιάκοπα, όμως στηρίζω Έλληνες λογοτέχνες του φανταστικού και του τρόμου, τους οποίους θεωρώ πάρα πολύ αξιόλογους.

Κατά πόσο θα λέγατε ότι σας έχουν εμπνεύσει δημιουργικά τα λογοτεχνικά και άλλα σας ενδιαφέροντα;

Όπως είπα και προηγουμένως, η μουσική είναι η νούμερο ένα πηγή έμπνευσής μου, όσο περίεργο κι αν ακούγεται! Ένας δυνατός στίχος θα μου αρκούσε για να στηρίξω πάνω του ολόκληρη ιστορία. Πίσω από τις νότες βλέπω χρώματα και φόρμες, περιβάλλοντα, φανταστικές πόλεις και επικές μάχες... Δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό, αλλά είναι μαγικό και παραδίνομαι σ' αυτό δίχως δεύτερη σκέψη. Ποιος ξέρει; Ίσως η μουσική να είναι ένα σύμπαν από μόνη της!


Εφόσον τα βιβλία σας απευθύνονται, σε αυτή τη φάση, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, γιατί επιλέξατε έναν αγγλικό γενικό τίτλο για τη σειρά των μυθιστορημάτων σας που βρίσκεται σε εξέλιξη;

Είναι λίγο αστεία η απάντησή μου για τον αγγλικό τίτλο της σειράς, είναι η αλήθεια! Αρχικά ήθελα να γράψω στα αγγλικά, όμως αν και δίδασκα τη γλώσσα μέχρι και τα 30 μου και νόμιζα ότι την κατέχω επαρκώς, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Απέχει μίλια η χρήση μιας ξένης γλώσσας, ακόμα και άριστη, από τη συγγραφή σε ξένη γλώσσα! Έτσι επανήλθα στα ελληνικά με μεγάλη μου ανακούφιση. Ο τίτλος ξέμεινε εκεί. Μου άρεσε η γραμματοσειρά και προτού το καταλάβω είχαν κυκλοφορήσει στο εμπόριο - εκεί μετά το 2015 - και κάποια προϊόντα μου με την επωνυμία "Angel Eyes Fantasy Art", οπότε και έγινε κάτι σαν brand. Και ένα τέτοιο σήμα το οποίο τυγχάνει αναγνωρισιμότητας, δεν το αλλάζει κανείς δίχως να σκεφτεί δεύτερη φορά! Δεν με ανησυχεί που είναι αγγλικός ο τίτλος. Το ελληνικό κοινό, ειδικά το νεανικό στο οποίο απευθύνομαι είναι super στα Αγγλικά! Αλλά και γενικά η Ελλάδα σαν χώρα μαθαίνει ίσως περισσότερο από κάθε άλλη παγκοσμίως ξένες γλώσσες. Σκέφτομαι τον τίτλο της σειράς στα Ελληνικά... "Αγγελικά Μάτια" ή "Τα Μάτια των Αγγέλων"... Υπάρχουν πλέον τόσοι τίτλοι με αγγέλους που μοιάζουν μεταξύ τους. Ναι, χαίρομαι τελικά που ξέμεινα με τον ξένο τίτλο!

Κάνετε κάτι πολύ πρωτότυπο: γράφετε μυθιστόρημα το οποίο εικονογραφείτε η ίδια. Το ύφος των εικόνων σας παραπέμπει σε κόμικ. Θα μπορούσατε να φανταστείτε τις ιστορίες σας σε μορφή graphic novel αντί για καθαρά μυθιστορηματική, έτσι ώστε να αναδειχθεί περισσότερο η εικόνα, μια και το στυλ της ζωγραφικής σας είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα;

Ναι, το ύφος της εικονογράφησής μου παραπέμπει στο ιαπωνικό manga-anime στυλ με ολοένα και περισσότερα στοιχεία ημιρεαλισμού όσο εκπαιδεύεται το χέρι. Και ναι, θα μπορούσα να φανταστώ το Angel Eyes σαν graphic novel, manga ή ακόμα και anime σειρά, όμως επιλέγω να αναβιώσω με τον τρόπο μου το χαμένο είδος του illustrated novel (εικονογραφημένο μυθιστόρημα), όπου το λογοτεχνικό κείμενο κυριαρχεί, για λόγους μεγέθους κυρίως. Η ιστορία είναι μεγάλη. Και δεν έχω ιδέα αν θα ήταν εφικτό καν να πάρει υπόσταση σε κάποια άλλη μορφή. Αλλά επίσης υπάρχει και άλλος ένας λόγος αρκετά σοβαρός που επέλεξα το εικονογραφημένο μυθιστόρημα ως μέσον έκφρασής μου και αυτός είναι ο εξής: να είναι τα βιβλία μου προσβάσιμα και στο κοινό που δεν διαβάζει graphic novels ή κόμικ και να φτάσει η ιστορία μου να διαβαστεί από ακόμα μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων. Όχι για χάρη των αριθμών βέβαια, αλλά για να μοιραστώ τον ονειρόκοσμό μου με περισσότερους συνανθρώπους μου!

Οι ήρωές σας κινούνται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Θα λέγατε ότι έχουν περισσότερα ρεαλιστικά ή φανταστικά στοιχεία;

Ναι, οι ηρωές μου κινούνται μεταξύ φυσικού πεδίου και αστρικού πεδίου, όμως θα έλεγα ότι το φανταστικό στοιχείο υπερισχύει. Μπορεί μετά από κάμποση ανάγνωση για παράδειγμα ο Φύλακας-άγγελος ή ο Φύλακας-δαίμονας της ιστορίας να μοιάζουν στον αναγνώστη σαν άτομα χειροπιαστά με τα οποία συναναστρέφεται η πρωταγωνίστριά μου, όμως δεν είναι! Τρανταχτό παράδειγμα ο Σεντ - ο δαίμονας του Angel Eyes που συμβολίζει το νου. Δρα στα διαυγή όνειρα της Αμόρια. Σαν φαντασίωση. "Όλα είναι μέσα στο νου σου", της λέει πολλές φορές χαρακτηριστικά, "αλλά ο νους είναι που τα κάνει και πραγματικότητα..." Είναι αλλόκοτο πράγματι το πώς μπλέκεται ο υλικός κόσμος με το φανταστικό στο Angel Eyes. Μόνο το χειροπιαστό είναι αληθινό; Το φαντασιακό είναι πράξη ή μόνο σκέψη; Ελπίζω το αναγνωστικό κοινό να παραμείνει στην ιστορία μου μέχρι το τέλος και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Πώς ανταποκρίνεται το κοινό στην ιδιαιτερότητα του ύφους σας; Τα βιβλία σας διαβάζονται κυρίως από φίλους του συγκεκριμένου είδους, ή έχετε κερδίσει και αναγνώστες με προηγουμένως διαφορετικά ενδιαφέροντα;

Αρχικά, ναι, το κοινό του φανταστικού κυρίως, αλλά και της αρκετά δυνατής manga-anime ελληνικής κοινότητας ήταν που αγκάλιασε με αγάπη τα βιβλία μου και τους ευχαριστώ από καρδιάς γι' αυτό. Όμως έχω feedback εξαιρετικά ευοίωνο και από ανθρώπους που απείχαν από αυτά τα ενδιαφέροντα. "Δεν ήξερα ότι είχα ανάγκη να διαβάσω κάτι τέτοιο", είπαν κάποιοι και άλλοι: "Ένιωσα ανακούφιση που ταξίδεψα σε έναν κόσμο φαντασίας". Με συγκίνησαν και με συγκινούν ακόμα έντονα τέτοιες ανατροφοδοτήσεις. Όταν ένα βιβλίο βγαίνει από το συρτάρι, ποτέ δεν ξέρεις μέχρι ποιον αναγνώστη θα "πετάξει" και τι θα έχει να του προσφέρει. Υπάρχουν άτομα ανάμεσα στους αναγνώστες μου που είναι καθηλωμένα στο κρεβάτι λόγω ασθένειας και βρίσκουν παρηγοριά στην ιδέα του ότι έχουμε μια ουσία, ένα αστρικό σώμα άφθαρτο που μπορεί να δράσει σε μια παράλληλη διάσταση... Γι' αυτό και μόνο είναι τόσο κρίμα να βάλω ταμπέλα στο κοινό μου.

Τι γνώμη έχετε για τη φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα σήμερα;

Η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα... Αυτό το ερώτημα μού έχει τεθεί αρκετές φορές και πάντα αναρωτιέμαι με μια σχετική λύπη το ίδιο ακριβώς πράγμα: Πώς κατέληξε η φαντασία και η λογοτεχνία της στη χώρα μας να είναι μια πορεία μόχθου για τους συγγραφείς του είδους; Πώς είναι δυνατόν να πασχίζουμε για την αναγνώριση; Πώς είναι δυνατόν να είμαστε στην προσπάθεια εδραίωσης ενός είδους που θεωρώ απόλυτα συνυφασμένο με τον ελλαδικό χώρο; Μοιάζουμε σαν να αντιγράφουμε μια τάση του εξωτερικού, ενώ στην πραγματικότητα το φανταστικό υπάρχει μέσα μας από τα αρχαία χρόνια. Η πλούσια ελληνική μυθολογία, οι τοπικοί παραδοσιακοί μύθοι, ακόμα και οι απλές αλλόκοτες ιστορίες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας στα χωριά τι είναι, αν όχι φανταστικό; Τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ τα πράγματα από κοντά, όμως, διαπιστώνω με μεγάλη μου χαρά ότι το φανταστικό ως είδος στην Ελλάδα παίρνει σιγά σιγά, χάρη και στο μεράκι και την αγάπη των φίλων του, τη θέση που πρέπει να έχει. Μεγαλώνει, σαν υπέροχο παιδί που είχε βάναυσα ξεχαστεί και γίνεται όμορφο και αξιαγάπητο από όλους... Και αποχαιρετώντας σας, θα αφήσω και ένα από τα αγαπημένα μου παιδιά να σας πει κάτι, γιατί τα λέει καλύτερα! "Ξέχνα το φυσιολογικό που προσπαθούν να σε κάνουν και γίνε το ασύλληπτο για το οποίο προορίζεσαι."

Ευχαριστούμε πολύ!

Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά.


Η συνέντευξη παραχωρήθηκε δι' αλληλογραφίας από τη Λίλα Κίσσα-Φραγκομίχαλου στη Μάριον και τη Βερίνα Χωρεάνθη και πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (26.12.18).


21 December 2018

Φίλια Δενδρινού: Αχ, τα καημένα τα άλιαστα

Αν υπάρχει κάτι που μένει αναλλοίωτο στους αιώνες – και ισχύει αυτό για κάθε έθνος – είναι η παράδοση, όπως μας έχει κληροδοτηθεί από τις προηγούμενες γενιές. Μπορεί να μην είναι πάντα εμφανές στην καθημερινότητά μας, καθώς οι ρυθμοί και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει δραματικά, ωστόσο εξακολουθούμε, και ευτυχώς, να είμαστε συνεχώς σε επαφή με τη λαϊκή μας παράδοση με διάφορους έμμεσους τρόπους. Μια λαϊκή παροιμία που θα χρησιμοποιήσουμε, για παράδειγμα, διάφορες εκφράσεις που λέμε και προέρχονται από τα δημοτικά τραγούδια, δείχνουν πόσο ριζωμένα είναι μέσα μας τα στοιχεία που αποτελούν μέρος του ευρύτερου χώρου των παραδόσεων του τόπου μας. 

Με το “Αχ, τα καημένα τα άλιαστα”, η Φίλια Δενδρινού, ηθοποιός, θεατρολόγος – θεατροπαιδαγωγός, πραγματοποιεί ένα αξιόλογο και εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα: να συνδέσει, αρχικά στη σκηνή του θεάτρου και στη συνέχεια μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου βιβλίου της, τα υπέροχα λαϊκά μας παραμύθια με τα δημοτικά τραγούδια και την ποίηση, αλλά και με τους αρχαίους μύθους. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει συγκεντρωμένο όλο το κυρίως αλλά και το συμπληρωματικό υλικό μιας σειράς από αφηγηματικές παραστάσεις βασισμένες στα λαϊκά παραμύθια, τις οποίες ξεκίνησε η Φίλια Δενδρινού το Ιούλιο του 2016.

Μελετώντας με μεγαλύτερη προσοχή τις επιμέρους συνισταμένες των παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών, θα διαπιστώσουμε ότι και τα δύο όντως έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τις ιστορίες της μυθολογίας μας. Στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, ο ζωντανός Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω την νεκρή Ευρυδίκη, στην παραλογή “Το τραγούδι του νεκρού αδερφού”, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα παγκοσμίως, ο νεκρός Κωνσταντίνος ανεβαίνει στη γη για να πραγματοποιήσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του, φέρνοντάς της την μονάκριβη κόρη που είναι παντρεμένη στην ξενιτιά. Τόσο στους μύθους όσο και στα παραμύθια η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, κάποιες φορές και σε συνύπαρξη. Δεν είναι πάντα ευδιάκριτο το όριο που χωρίζει την πραγματικότητα από τον άυλο κόσμο. Κάποιες φορές το τέλος είναι καλό, άλλοτε πάλι οι λύσεις που δίνονται μπορεί να φαίνονται τραγικές, ωστόσο αν το καλοσκεφτούμε, ίσως είναι και οι μοναδικές. Άραγε αν ο Ορφέας δεν κοιτούσε πίσω του και έβγαινε αισίως από τον Κάτω Κόσμο με την Ευρυδίκη θα τους περίμενε ένα ευτυχισμένο τέλος ή θα τους στοίχειωναν για πάντα οι μνήμες της Ευρυδίκης από τον κόσμο των νεκρών; Αν ο Κωνσταντίνος δεν κατάφερνε να βρει την Αρετή, θα ξαναγύριζε άπραγος στον Κάτω Κόσμο ή θα ήταν καταδικασμένος να περιπλανιέται σαν φάντασμα στον κόσμο των ζωντανών, δεμένος από την κατάρα της μητέρας του; Η Ευρυδίκη και ο Κωνσταντίνος ανήκουν στην κατηγορία των ηρώων τους οποίους η Φίλια Δενδρινού  τόσο συγκινητικά χαρακτηρίζει στο βιβλίο της “άλιαστα πλάσματα”. Νέοι, όμορφοι, καταδικασμένοι ωστόσο να παραπαίουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Όπως άλλωστε, σε ένα άλλο επίπεδο, και η Περσεφόνη – ίσως ακόμα πιο τραγική περίπτωση, αφού τον μισό χρόνο χαιρόταν τη ζωή και τον άλλο μισό την έπνιγε το σκοτάδι του Κάτω Κόσμου. 

Τα παραμύθια διαθέτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τα καθιστούν ιδανικό υλικό για αξιοποίηση στις παραστατικές τέχνες. Η πλούσια φαντασία, οι ζωντανές εικόνες, οι αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι, αλλά και θεματολογικά: η μόνιμη αντιπαράθεση του καλού με το κακό, η έντονη και σημαντική για την πλοκή συμμετοχή της φύσης, η συνύπαρξη του ρεαλισμού με το μεταφυσικό στοιχείο και, κατά συνέπεια, η συνδιαλλαγή των ανθρώπων με τις νεράιδες, τις λάμιες και τα υπόλοιπα πλάσματα του φανταστικού κόσμου. Διαθέτουν επίσης θεατρικότητα η οποία δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς τα παραμύθια είναι φύσει προορισμένα για να τα αφηγηθούν. Η Φίλια Δενδρινού επιλέγει δύο παραμύθια, το “Η Πεντάμορφη και ο Κύκνος” και το περισσότερο γνωστό “Πούλια και Αυγερινός”, τα οποία διασκευάζει εντάσσοντας στην αφήγηση αποσπάσματα από παραλογές (αυτούσια ή προσαρμοσμένα) και στίχους από ποιήματα. Κοινά χαρακτηριστικά των δύο παραμυθιών είναι η έμφασή τους στη δύναμη της αγάπης (της συντροφικής και της αδελφικής), και το γεγονός ότι και στα δύο πρωταγωνιστούν κοπέλες που κάνουν τα αδύνατα δυνατά, στην κυριολεξία, για να βρουν ή να σώσουν η μία τον αγαπημένο της και η άλλη τον αδελφό της. Τόσο ο σύντροφος της Πεντάμορφης  όσο και ο Αυγερινός, ο αδελφός της Πούλιας, είναι δεμένοι με μάγια που τους κάνουν να αλλάζουν μορφές. Κάνοντας μια γρήγορη ρεαλιστική ερμηνεία, θα λέγαμε ότι αυτό σημαίνει πως παράγοντες έξω από τη θέληση και τις δυνάμεις τους ορίζουν, ουσιαστικά, τη ζωή τους. Η Πεντάμορφη στην πρώτη περίπτωση και η Πούλια στην δεύτερη είναι αποφασισμένες να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο, όσο ανυπέρβλητο κι αν φαίνεται, ώστε να ξανασμίξουν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Το τέλος και στις δύο ιστορίες είναι διφορούμενο και, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σχεδόν στα παραμύθια που κρύβουν τόσα πολλά νοήματα μέσα στα απλά τους λόγια, μπορεί να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους.

Με αφηγηματική δεξιοτεχνία παρεμβάλλονται στις ιστορίες  αποσπάσματα από ποιήματα του Κωστή Παλαμά, του Γεωργίου Δροσίνη, του Γεωργίου Βιζυηνού, του Διονυσίου Σολωμού, και δένουν μαζί τους αρμονικά. Είναι γνωστή η επίδραση των δημοτικών τραγουδιών, των μύθων και των παραμυθιών στο έργο των ποιητών αυτών, και από άποψη τεχνική αλλά και όσον αφορά τη θεματολογία, και εδώ υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο. Μέσα στα πλαίσια του θεατρικού δρώμενου, η αφήγηση του παραμυθιού εναλλάσσεται με τα αποσπάσματα αυτά καθώς και με τα σπαράγματα από παραλογές και μοιρολόγια. Το κάθε ένα από τα δύο παραμύθια μεταλλάσσεται ουσιαστικά σε μια εκτενή σύνθεση η οποία αποτελείται από όλα αυτά τα διαφορετικά αλλά τόσο συναφή και συγγενικά μεταξύ τους στοιχεία.

Ακόμα και αποσυνδεδεμένο από τις παραστάσεις, το “Αχ, τα καημένα τα άλιαστα” λειτουργεί εξαιρετικά και σαν αυτόνομο βιβλίο. Η μυστηριακή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα παραμύθια, η μαγεία τους, είναι έτσι κι αλλιώς δεδομένες, και αποδίδονται με ακρίβεια μέσα από τις λεπτοδουλεμένες, γεμάτες ευαισθησία και ανεπιτήδευτη ποιητικότητα, διασκευές – αφηγηματικές αποδόσεις της Φίλιας Δενδρινού. Τονίζεται ο λυρισμός του εν μέρει ρεαλιστικού, εν μέρει φανταστικού κόσμου όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες, αλλά και η τραγικότητα των ηρώων, η οποία λες και γεννιέται μαζί τους και συμπορεύεται στη διάρκεια της ζωής τους ύπουλα, δίνοντας μόνο ανεπαίσθητες υπόνοιες της παρουσίας της, αφήνοντάς τους να πιστεύουν για διαστήματα ότι είναι ευτυχισμένοι. Τα διακριτικά, ασπρόμαυρα σχέδια της Σουζάνας Παπαχρήστου, που θυμίζουν γκραβούρες, παραπέμπουν στις παλιές εικονογραφήσεις βιβλίων με παραμύθια, με την απαραίτητη, ωστόσο, μοντέρνα οπτική. Συνολικά το έργο αυτό προβάλλει την διαχρονικότητα των παραμυθιών και την δυναμική που μπορούν να έχουν ως μέρη καλλιτεχνικών / διαδραστικών δραστηριοτήτων, υπενθυμίζοντάς μας παράλληλα πόσο σημαντικά είναι για τη ζωή μας: μάς φέρνουν πίσω στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, ωστόσο ως ενήλικες είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε πολύ περισσότερο τον συμβολικό τους χαρακτήρα και να αναζητήσουμε ερμηνείες σε ένα δεύτερο επίπεδο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2018https://diastixo.gr/kritikes/diafora/11248-dendrinou-ax-kahmena-aliasta

20 December 2018

Η ναυτοσύνη στο έργο του Πιερ Λοτί όπως αποτυπώνεται στη νουβέλα “Ένας Γέρος”


Συγγραφέας – ταξιδιώτης, ένας περιπλανώμενος που επισκεπτόταν μέρη μακρινά, γοητευμένος από τους άγνωστους στον δυτικό κόσμο πολιτισμούς – αυτός ήταν ο Πιερ Λοτί, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση και όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο, αλλά και όσον αφορά την προσωπικότητά του. Ευφυής και ασυμβίβαστος, τολμούσε να πραγματοποιεί ό,τι πιο απίθανο συνελάμβανε με το μυαλό του. Είχε διαμορφώσει δωμάτια του σπιτιού του με βάση διάφορα πολιτιστικά ύφη και τεχνοτροπίες – γιαπωνέζικο, γοτθικό, τουρκικό στιλ. Στις σάλες αυτές διοργάνωνε θεματικές βραδιές με ανάλογες μεταμφιέσεις.

Υπάρχουν φωτογραφίες του όπου είναι ντυμένος, μεταξύ άλλων, Άραβας, Φαραώ, Κινέζος αυτοκράτορας – για να αναφέρω μερικές από τις πιο συμβατικές του μεταμφιέσεις. Υπάρχει επίσης πίνακας του Ανρί Ρουσό που τον απεικονίζει με τούρκικο φέσι. Τον χαρακτήριζε μια ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής του εκκεντρικότητα, και μια πολύ ιδιαίτερη εφευρετικότητα. Το εξωτικό στοιχείο κυριαρχεί στα έργα του, ενώ εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζει και η θάλασσα στις ιστορίες του. Στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, “Η Κυρία Χρυσάνθεμο”, ιστορία στην οποία βασίστηκε η μεταγενέστερη “Μαντάμ Μπατερφλάι”, ο ρόλος της θάλασσας είναι καθοριστικός: είναι ο παράγοντας που φέρνει κοντά τους δύο πρωταγωνιστές.

Πίστευε ότι η θάλασσα ήταν μοίρα του και προορισμός του. Ένας συγγενής του, έλεγε, ήταν μέλος του πληρώματος στη φρεγάτα “Μέδουσα”, το πολεμικό πλοίο που ναυάγησε το 1816 ενώ ταξίδευε με προορισμό τη Σενεγάλη. Είναι το ίδιο δραματικό περιστατικό που τόσο συγκλονιστικά έχει αναπαραστήσει ο πρωτοπόρος ζωγράφος του Ρομαντισμού Τεοντόρ Ζερικό στον περίφημο πίνακά του “Η σχεδία της Μέδουσας”. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν αυτό που ενέπνευσε το πασίγνωστο παραδοσιακό γαλλικό τραγουδάκι “Ήταν ένα μικρό καράβι”.

Αλλά και σε διάφορα άλλα ιστορικά ναυτικά επεισόδια έλεγε ο Λοτί ότι συμμετείχαν συγγενείς και πρόγονοί του. Αυτό το παρελθόν τον στοίχειωνε, τον έκανε να αισθάνεται έναν πολύ ισχυρό δεσμό με τη θάλασσα. Ο αδελφός του υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό, έτσι λοιπόν ο Λοτί είχε ένα επιπλέον έναυσμα για να ακολουθήσει και ο ίδιος ανάλογη σταδιοδρομία. Ήθελε να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει όσο περισσότερα εξωτικά μέρη μπορούσε.

Σπούδασε στη ναυτική σχολή της Βρέστης και είχε γρήγορη και εντυπωσιακή εξέλιξη στην καριέρα του. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπως στην διεθνή εκστρατεία εναντίον της Επανάστασης των Μπόξερς στην Κίνα το φθινόπωρο του 1900. Ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα ύστερα από παρότρυνση συναδέλφων του που είχαν διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιό του. Περιέγραφε εκεί παράξενες εμπειρίες του από την Κωνσταντινούπολη. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε ανώνυμα το 1879 με τον τίτλο Αζιγιαντέ, και ήταν μια ερωτική ιστορία με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμπνευση μάλλον μια γυναίκα που γνώρισε σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Τουρκία.

Στη συνέχεια έγραψε το βιβλίο που τον έκανε πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, Ο γάμος του Λοτί. Εκεί περιγράφει πώς απέκτησε το όνομα Λοτί – το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Λουί Μαρί Ζιλιέν Βιο. “Λοτί” τον βάφτισαν οι ιθαγενείς της Πολυνησίας όταν πρόφερε λάθος τη λέξη roti – το  όνομα ενός κόκκινου λουλουδιού της πατρίδας τους.

Ακολούθησαν πολλά άλλα έργα, με βασικό κοινό άξονα το εξωτικό στοιχείο, τα οποία πάντα εμπλούτιζε με προσωπικές του εμπειρίες. Από τους τίτλους και μόνο των έργων του μπορούμε να καταλάβουμε πόση γοητεία ασκούσαν πάνω του οι εξωτικοί πολιτισμοί. Αναφέρω ενδεικτικά:

Οι τρεις γυναίκες της Κάσμπας
Η Ιαπωνία το φθινόπωρο
Στο Μαρόκο
Το φάσμα της Ανατολής
Ιερουσαλήμ
Οι τελευταίες μέρες του Πεκίνου
Προς το Ισπαχάν
Ένας προσκυνητής του Άνγκορ

και πολλά άλλα.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη ναυτοσύνη ο Πιερ Λοτί, καθώς είχε πάθος με τα μακρινά ταξίδια, με τις εξερευνήσεις άγνωστων περιοχών. “Στο μέλλον η γη δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον”, συνήθιζε να λέει. “Θα είναι από τη μια άκρη ως την άλλη ομοιόμορφη και δεν θα έχει νόημα πια να επιχειρήσει κανείς να ταξιδέψει οπουδήποτε.” Γι’ αυτό και ο ίδιος ήθελε να προλάβει να πάει παντού, σε όλο τον κόσμο. Και κατέγραφε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια αυτά μέσα στις ιστορίες του.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο και βίωνε τις εμπειρίες του δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθεί και στα έργα του, κάτι που έχει να κάνει με την πλοκή των ιστοριών, το ύφος της γραφής, αλλά και τις ευφυείς και μοντέρνες τεχνικές που υιοθετούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και, πιο πρόσφατα, την τηλεόραση.

Στον “Ψαρά της Ισλανδίας” (1886), χαρακτηριστικό μυθιστόρημά του με ναυτική θεματολογία όπου εξιστορεί τη ζωή των Ισλανδών ψαράδων, καταφέρνει να αποδώσει με τον γραπτό λόγο τις τεχνικές των Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων της εποχής του.

Στο άλλο του σημαντικό ναυτικό μυθιστόρημα, “Ο αδερφός μου ο Υβ”  (1883), έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξερευνά την ανδρική φιλία με έναν τρόπο αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, μέσα από την σχέση του αφηγητή με έναν Βρετόνο ναύτη, τον Ιβ Κερμαντέκ. Παράλληλα περιγράφει με ζωηρά χρώματα τη ζωή των ναυτικών στα καράβια αλλά και τη στεριά.

Τη νουβέλα “Ένας γέρος” τη δημοσίευσε το 1884. Είναι μια σύντομη ψυχογραφία ενός ηλικιωμένου θαλασσόλυκου, πλούσια ωστόσο σε εικόνες και, κυρίως, συναισθήματα. Χώρος δράσης της, καθόλου τυχαία, μια απόμερη παραθαλάσσια τοποθεσία. Εκεί ζει ο Ζαν Κερβελλά, συνταξιούχος ναυτικός, που έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι, έχοντας περάσει σχεδόν όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Η καθημερινότητά του στην στεριά είναι λιτή, χωρίς συγκινήσεις ή απρόοπτα. Το ακριβώς αντίθετο από τη ζωή στα καράβια. Περνούν μπροστά από τα μάτια του σκηνές και στιγμιότυπα από το παρελθόν με σκηνικό ή φόντο πάντα το θαλασσινό τοπίο – είτε πρόκειται γι’ αυτό που επανέρχεται στις αναμνήσεις του, είτε γι’ αυτό που αντικρίζει από το ταπεινό του σπίτι.

Κάποια στιγμή στο μακρινό του παρελθόν παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Ήταν ο ένας και μοναδικός δεσμός του με τον κόσμο της στεριάς. Ωστόσο ακόμα και τότε τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τη θάλασσα. Αυτό είχε συνέπειες άμεσες αλλά και σε βάθος χρόνου, όπως φάνηκε αργότερα. Και ήταν οι συνέπειες αυτές μη αναστρέψιμες, ανεπανόρθωτες: η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και χρόνια αργότερα έχασε και την αγαπημένη του κόρη – την πρόλαβε ζωντανή στις τελευταίες της στιγμές, γυρίζοντας από ένα ταξίδι. Από τότε είχε τη φωτογραφία της μικρής από την πρώτη της μετάληψη, τοποθετημένη μέσα σε μια κορνίζα με κοχύλια. Και πάλι δηλαδή, όπως δείχνουν μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτήν, η θάλασσα κυριαρχεί, ακόμα και σε ό,τι έχει να κάνει με την οικογενειακή ζωή του.

Ως στεριανός, συνταξιούχος πια, εξακολουθεί να διατηρεί τη θαλασσινή του αύρα, τα στοιχεία εκείνα που τον συνδέουν με τον κόσμο των καραβιών: η γκριζόλευκη γενειάδα, τα χρυσά σκουλαρίκια, τον κάνουν να μοιάζει με τους ναυτικούς που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα του είναι εντυπωσιακή, επιβλητική. Μοιάζει με μια γερασμένη θάλασσα με ανθρώπινη μορφή. Σαν μια παλιά θαλασσογραφία που με τα μουντά χρώματά της αναδίνει μια συνταρακτική αίσθηση νοσταλγίας. Ο Ζαν Κερβελλά κουβαλάει μαζί του όλες τις μνήμες από το θαλασσινό του παρελθόν. Μοιάζει να μην ανήκει καν στον κόσμο μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένος να ζήσει από εδώ και πέρα.

Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με τον ίδιο τρόπο που κυλούν οι μέρες για τον Ζαν Κερβελλά: με μια φαινομενική ηρεμία κάτω από την οποία, ωστόσο, παραφυλάει για να ξεσπάσει η τρικυμία. “Η καρδιά του ανθρώπου” έχει πει ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ “μοιάζει πολύ με τη θάλασσα: έχει τις τρικυμίες της, έχει τις παλίρροιές της και τα βάθη της, έχει και τα μαργαριτάρια της.” Και μοιάζει πάρα πολύ η ψυχοσύνθεση του Ζαν Κερβελλά με τη θάλασσα. Έχοντας αποσυρθεί από τα καράβια, ζει σε ένα σπίτι που “το σφυροκοπούσαν οι ζέφυροι, οι μαύρες κακοκαιρίες, τα μπουρίνια των ισημεριών ή οι χειμωνιάτικες καταιγίδες”. Μήπως άραγε αυτό είναι κάτι που το αποζητούσε για την ζωή του μακριά από τη θάλασσα; Θα έλεγε κανείς ότι ζώντας στη στεριά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ίσως και να είχε καμιά φορά την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε ένα καράβι στη μέση ενός αφιλόξενου ωκεανού, με τα στοιχεία της φύσης να μαίνονται ανελέητα γύρω του. Καταστάσεις που σίγουρα είχε βιώσει πολλές φορές όντας εν ενεργεία ναυτικός, οι οποίες, παρά την επικινδυνότητά τους, όταν έγιναν μέρος των αναμνήσεών του έμειναν καταγεγραμμένες σαν περιπέτειες συναρπαστικές.

Τώρα βρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έζησε, και νιώθει καταδικασμένος να περάσει από εδώ και στο εξής έναν βίο αδιάφορο, χωρίς συγκινήσεις. Και είναι πράγματι σαν καταδίκη η ζωή του ναυτικού στη στεριά. Όσοι έχουμε ναυτικούς στο κοντινό περιβάλλον μας, το ξέρουμε καλά: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν στη στεριανή ζωή. Κάθε φορά που βρίσκονται σε στέρεο έδαφος, είναι έξω από τα νερά τους στην κυριολεξία – ένα κομμάτι του εαυτού τους, η σκέψη τους, είναι πάντα εκεί έξω στο υδάτινο στοιχείο.

Ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους ναυτικούς και τη θάλασσα εμπεριέχει κάτι μαγικό. Είναι σαν να τους δένει κάτι για πάντα μαζί της. Ο Ζαν Κερβελλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ζωή του ουσιαστικά σταματάει από τη στιγμή που συνταξιοδοτείται, καθώς από εκεί και πέρα η επαφή που έχει με την “αιώνια αγαπημένη του” είναι μόνο οπτική: βλέπει τη θάλασσα από μακριά και θυμάται όσα έζησε εκεί, αλλά και όσα σχετίζονται με εκείνες τις περασμένες εποχές. Και καθώς είναι πλέον μόνος και άπραγος, έρχονται και τον στοιχειώνουν οι θλιβερές αναμνήσεις της αποτυχημένης οικογενειακής ζωής, αναμνήσεις περιορισμένες πια σε ελάχιστα αντικείμενα – αναθήματα. Εκεί ανατρέχει κατά διαστήματα, αλλά κι αυτά ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις, μαζί με τον ίδιο τον γέρο ναυτικό καθώς περνάει ο καιρός.

Περιγράφει χαρακτηριστικά ο Λοτί:

“Οι ώρες του ύπνου του δεν περιείχαν ωστόσο τ’ αλλοτινά ταραγμένα όνειρα. Ήταν απλώς αναθυμήσεις χώρου και ήλιου. Ήταν μεγάλα κυανά κενά μπροστά του ή μάλλον μεταβαλλόμενες εκτάσεις, όπως είναι τα μακρινά βάθη των υδάτων. Και στο πρώτο πλάνο διαγραφόταν πάντοτε κάποια πολύ κοντινή λεπτομέρεια αρματωσιάς ή αρμποραδούρας, μια αντένα, ένα άρμενο ή ξάρτια. Στο βάθος του μυαλού του που αλάργευε, οι τελευταίες αυτές εικόνες τού είχαν απομείνει απ’ τη νεότητά του, που την πέρασε στις κόφες ή ίσως τού έρχονταν από ακόμα πιο παλιά μέσω μιας μυστηριώδους μετάδοσης από τους ναυτικούς σαν κι αυτόν προγόνους του.” (σ. 48)

Τα όνειρα λοιπόν μπλέκονται με τις αναμνήσεις, γίνονται ένα συνονθύλευμα από εικόνες μιας άλλης εποχής, αγαπημένης του αλλά τόσο μακρινής.

Ο Πιερ Λοτί ήταν ακόμη στην ενεργό δράση όταν έγραψε την ιστορία του Ζαν Κερβελλά. Ταξίδευε, γνώριζε συνεχώς καινούρια μέρη και ήθη. Παρ’ όλα αυτά μέσα στο κείμενό του διαφαίνεται μια αδιόρατη αίσθηση ανησυχίας από την οπτική του αντικειμενικού αφηγητή. Ξέροντας την μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα και τα ταξίδια, θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε ότι με αυτόν τον τρόπο εξέφραζε πάνω απ’ όλα τη δική του αγωνία για τα χρόνια που θα έρχονταν - χρόνια κατά τα οποία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ταξιδεύει.

Η μελαγχολία που καταλαμβάνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα τον Ζαν Κερβελλά δεν έχει να κάνει τόσο με την προχωρημένη ηλικία και τις τραγικές αναμνήσεις όσο με τη νοσταλγία για τη θάλασσα. Είναι ένα συναίσθημα που δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει μέχρι το τέλος της ζωής του, που εντείνεται καθώς περνά ο καιρός. Υπομένει την ανιαρή καθημερινότητα περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα περάσει στην άλλη διάσταση. Ο Λοτί, με την διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, ίσως και να φοβόταν ότι κάτι ανάλογο θα του συνέβαινε στο μέλλον. Μπορεί να είχε αποκτήσει αξιώματα στην πορεία του, να ήταν ένας διακεκριμένος αξιωματικός, όμως κάτω από όλα αυτά παρέμενε ναυτικός – και κυρίως, στην ψυχή. Και σαν γνήσιος ναυτικός, ήξερε πως θα του ήταν αδύνατον να φανταστεί τη ζωή του μακριά από τη θάλασσα.

“Φέρε τις και τις δύο στο μυαλό σου, τη θάλασσα και τη στεριά”, λέει ο Χέρμαν Μέλβιλ στον Μόμπι Ντικ. “Δεν βρίσκεις ότι υπάρχει μια παράξενη αναλογία με κάτι από τον εαυτό σου; Όπως αυτός ο τρομακτικός ωκεανός περικυκλώνει την εύφορη γη, έτσι και κάπου μέσα στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει ένα νησί, όπως η Ταϊτή, γεμάτη με ηρεμία και χαρά, που, ωστόσο, περιτριγυρίζεται από όλα τα τέρατα του μισού κόσμου που γνωρίζουμε. Ο Θεός να σε φυλάει! Έτσι και ξεμυτίσεις από αυτό το νησί, δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να γυρίσεις.”


Ομιλία που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θίνες για τον Πιερ Λοτί στο MatchPoint (Πλατεία Βικτωρίας) στις 19 Δεκεμβρίου 2018.

7 December 2018

Pierre Loti: Ένας Γέρος

“Η καρδιά του ανθρώπου μοιάζει πολύ με τη θάλασσα: έχει τις τρικυμίες της, έχει τις παλίρροιές της και τα βάθη της, έχει και τα μαργαριτάρια της.” 
Βίνσεντ Βαν Γκογκ

Ο Ζαν Κερβελλά είναι συνταξιούχος ναυτικός. Έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι κοντά σε μια απόκρημνη ακτή, αφού πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας στη θάλασσα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Περνούν μπροστά από τα μάτια του σκηνές, επεισόδια, στιγμιότυπα από το παρελθόν με σκηνικό ή φόντο το θαλασσινό τοπίο. Η ζωή του κρύβει μια μεγάλη τραγωδία, για την οποία μαθαίνουμε καθώς ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις του, με σημείο αναφοράς πάντα τη θάλασσα. Η δημιουργία οικογένειας κάποια στιγμή στη ζωή του ήταν ο ένας και μοναδικός συνδετικός κρίκος με τον κόσμο της στεριάς. Ωστόσο ακόμα και τότε τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τη θάλασσα, κάτι που αναπόφευκτα είχε συνέπειες άμεσες αλλά και σε βάθος χρόνου, όπως φάνηκε αργότερα. Και ήταν οι συνέπειες αυτές μη αναστρέψιμες, ανεπανόρθωτες. Ουσιαστικά βέβαια η μεγαλύτερη τραγωδία του είναι ότι αναγκάζεται να μείνει μακριά από τη θάλασσα για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ακόμα και στη στεριά, διατηρεί τη θαλασσινή του αύρα και υπόσταση, τα στοιχεία εκείνα που τον συνδέουν με τον κόσμο των καραβιών: η γκριζόλευκη γενειάδα, τα χρυσά σκουλαρίκια, τον φέρνουν συνεχώς πίσω στις εποχές που νοσταλγεί και τον κάνουν να μοιάζει με τους ναυτικούς που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες ή καρτ ποστάλ, σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα του είναι εντυπωσιακή, επιβλητική. Κουβαλάει μαζί του όλες τις μνήμες από το θαλασσινό του παρελθόν, μοιάζει να μην ανήκει στον κόσμο μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένος να ζήσει από εδώ και πέρα.

Με φόντο μια απόμερη, παραθαλάσσια τοποθεσία, ο Πιερ Λοτί στήνει το σκηνικό της σύντομης αλλά τόσο πλούσιας σε εικόνες και συναισθήματα ψυχογραφίας του με κεντρικό άξονα τον ηλικιωμένο θαλασσόλυκο Ζαν Κερβελλά και κινητήρια δύναμη τον δεσμό του με τη θάλασσα. Οι περιγραφές των σκηνών που διαδέχονται η μία την άλλη χαρακτηρίζονται από ηρεμία κάτω από την οποία, ωστόσο, παραφυλάει για να ξεσπάσει η τρικυμία. Έχοντας αποσυρθεί από τα καράβια, ο Ζαν Κερβελλά ζει σε ένα σπίτι που “το σφυροκοπούσαν οι ζέφυροι, οι μαύρες κακοκαιρίες, τα μπουρίνια των ισημεριών ή οι χειμωνιάτικες καταιγίδες”. Μήπως άραγε αυτό είναι κάτι που το αποζητούσε για την ζωή του μακριά από τη θάλασσα; Θα έλεγε κανείς ότι ζώντας στη στεριά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ίσως και να είχε καμιά φορά την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε ένα καράβι στη μέση ενός αφιλόξενου ωκεανού, με τα στοιχεία της φύσης να μαίνονται ανελέητα γύρω του. Καταστάσεις που σίγουρα είχε βιώσει πολλές φορές όντας εν ενεργεία ναυτικός, οι οποίες, παρά την επικινδυνότητά τους, όταν έγιναν μέρος των αναμνήσεών του έμειναν καταγεγραμμένες σαν περιπέτειες συναρπαστικές. 

Τώρα λοιπόν βρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έζησε, και νιώθει καταδικασμένος να περάσει από εδώ και στο εξής έναν βίο αδιάφορο, χωρίς συγκινήσεις. Και είναι πράγματι σαν καταδίκη η ζωή του ναυτικού στη στεριά. Όσοι έχουμε ναυτικούς στο κοντινό περιβάλλον μας, το ξέρουμε καλά: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν στη στεριανή ζωή. Κάθε φορά που βρίσκονται σε στέρεο έδαφος, είναι έξω από τα νερά τους στην κυριολεξία – ένα κομμάτι της ψυχής, του μυαλού, του εαυτού τους είναι πάντα εκεί έξω στο υδάτινο στοιχείο. Ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους ναυτικούς και τη θάλασσα εμπεριέχει κάτι μαγικό, είναι σαν κάτι να τους δένει για πάντα μαζί της. Ο Ζαν Κερβελλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ζωή του ουσιαστικά σταματάει από τη στιγμή που συνταξιοδοτείται, καθώς από εκεί και πέρα η επαφή που έχει με την “αιώνια αγαπημένη του” είναι μόνο οπτική: βλέπει τη θάλασσα από μακριά και θυμάται όσα έζησε εκεί, αλλά και όσα σχετίζονται με εκείνες τις περασμένες εποχές. Και καθώς είναι πλέον μόνος και άπραγος, έρχονται και τον στοιχειώνουν οι θλιβερές αναμνήσεις της αποτυχημένης οικογενειακής ζωής, αναμνήσεις περιορισμένες πια σε ελάχιστα αντικείμενα – αναθήματα στα οποία ανατρέχει κατά διαστήματα και τα οποία ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις, μαζί με τον ίδιο τον γέρο ναυτικό καθώς περνάει ο καιρός.

Κατ’ εξοχήν συγγραφέας εξωτικών μυθιστορημάτων, ο Πιερ Λοτί (1850 – 1923) δημοσίευσε τη νουβέλα “Ένας γέρος” το 1884, ωστόσο δεν ήταν αυτή η μοναδική φορά που η θεματολογία του είχε να κάνει με τη ναυτοσύνη. Σε όλη του τη ζωή, είχε ιδιαίτερη αγάπη για τη θάλασσα, τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις άγνωστων περιοχών – συνήθιζε μάλιστα να λέει ότι στο μέλλον η γη θα καταντούσε ομοιόμορφη και δεν θα είχε νόημα πια να ταξιδεύει κανείς αφού όλα τα μέρη θα ήταν ίδια. Επηρεασμένος από το παρελθόν της οικογένειάς του – ήταν πεπεισμένος ότι ένας συγγενής του ήταν πάνω στη φρεγάτα “Μέδουσα” όταν ναυάγησε το 1816 ενώ ταξίδευε με προορισμό τη Σενεγάλη (πρόκειται για το δραματικό περιστατικό που τόσο συγκλονιστικά έχει αναπαραστήσει ο Ζερικό στον περίφημο πίνακά του “Η σχεδία της Μέδουσας”) καθώς και ότι διάφοροι άλλοι πρόγονοί του είχαν συμμετάσχει σε ιστορικά ναυτικά επεισόδια – αλλά και από τον αδελφό του που υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε στη συνέχεια και ο ίδιος ανάλογη σταδιοδρομία. Ήθελε να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει όσο περισσότερα εξωτικά μέρη μπορούσε, και χάρη στο επάγγελμα που επέλεξε να υπηρετήσει, κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του.

Ήταν ευφυής, με εκκεντρική προσωπικότητα, έβλεπε μπροστά από την εποχή του και τολμούσε να πραγματοποιεί ό,τι απροσδόκητο συνελάμβανε με το μυαλό του: φωτογραφιζόταν με ανατολίτικα ρούχα, είχε διαμορφώσει δωμάτια του σπιτιού του με βάση διάφορα πολιτιστικά ύφη και τεχνοτροπίες, στα οποία διοργάνωνε θεματικές βραδιές με ανάλογες μεταμφιέσεις. Την αγάπη του για τη θάλασσα, τα μεγάλα ταξίδια, τους άγνωστους και εξωτικούς πολιτισμούς την εξέφραζε συχνά μέσα από τα κείμενά του. Στον Λοτί άλλωστε ανήκει και η πρωτότυπη ιστορία της πολύ μεταγενέστερης Μαντάμ Μπατερφλάι, όπως την αφηγήθηκε στο μυθιστόρημά του “Η κυρία Χρυσάνθεμο”. 

Αν και ήταν ακόμη στην ενεργό δράση όταν έγραψε το “Ένας Γέρος”, ίσως και να ήθελε μέσα από αυτή την ιστορία να εκφράσει τη δική του ανησυχία για τα χρόνια που θα έρχονταν αναπόφευκτα κάποια στιγμή κατά τα οποία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ταξιδεύει. Η μελαγχολία που καταλαμβάνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα τον Ζαν Κερβελλά δεν έχει να κάνει τόσο με την προχωρημένη ηλικία και τις τραγικές αναμνήσεις  όσο με τη νοσταλγία για τη θάλασσα. Απλώς υπομένει τη ζωή του περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα περάσει στην άλλη διάσταση. Κάτι ανάλογο δηλαδή που ο Λοτί, με την διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, ίσως και να φοβόταν για τον μελλοντικό εαυτό του.

Η πολύ αξιόλογη, εξόχως ποιητική μετάφραση της ελληνικής έκδοσης ανήκει στον Φοίβο Ι. Πιομπίνο, ο οποίος έχει γράψει και την εισαγωγή αλλά και το λεπτομερέστατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον χρονολόγιο που συνοδεύει το κείμενο, όπου αναγράφονται σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν ανά τον κόσμο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του Πιερ Λοτί.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11146-enas-geros-loti

27 November 2018

Βασίλης Κουτσιαρής: Πορτοκαλάδα Σλουρπ! & Δεν θα σε πειράξει κανείς,

Με δύο διαφορετικά αλλά εξίσου καίρια και διαχρονικά θέματα που αφορούν (και) τα παιδιά, την ανεξέλεγκτη περιέργεια και την ύπαρξη ή μη των ορίων της αδελφικής αγάπης, καταπιάνεται στα δύο τελευταία του βιβλία ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Βασίλης Κουτσιαρής.

Την περιέργεια και την επιθυμία για το “απαγορευμένο” σχολιάζει εύστοχα και διασκεδαστικά στο χιουμοριστικό “Πορτοκαλάδα Σλουρπ!”, μέσα από την ιστορία ενός μικρού ανώνυμου αφηγητή ο οποίος, παρακινημένος από την ακατανίκητη λαχτάρα του να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό – την πορτοκαλάδα με το ανθρακικό, στην προκειμένη περίπτωση – προκαλεί άθελά του μια αλυσίδα καταστάσεων και αντιδράσεων που πολύ γρήγορα ξεφεύγουν από τον έλεγχό του και διογκώνονται δυσανάλογα με την βαρύτητα της δικής του πράξης.

Με γλαφυρότητα, γρήγορο ρυθμό και καλόγουστο χιούμορ, ο συγγραφέας βάζει αρχικά σε πρώτο πλάνο τον μικρό ήρωα και στη συνέχεια τον τοποθετεί στο κέντρο των γεγονότων που προκλήθηκαν εξαιτίας της δικής του παρορμητικής συμπεριφοράς. Μέσα στον μικρόκοσμο του παιδιού, οι μπάμιες που αναγκάζεται να φάει φαντάζουν σαν ανυπόφορη αγγαρεία, κανονικό βασανιστήριο. Από την άλλη, το να απολαύσει κρυφά απ’ όλους την πορτοκαλάδα με το ανθρακικό παίρνει μέσα στο μυαλό του διαστάσεις ανδραγαθήματος. Πόσο έτοιμος όμως είναι να αντιμετωπίσει τις αναπάντεχες συνέπειες όταν αποφασίσει να πάει ενάντια στην “εξουσία” και να κάνει το δικό του;

Η συνειδητοποίηση ότι οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο στο κοινωνικό μας περιβάλλον έρχεται, τις περισσότερες φορές, μέσα από γκάφες που κάνουμε όταν είμαστε παιδιά. Μέχρι να συμβεί αυτό, θεωρούμε ότι είμαστε μονάδες ανεξάρτητες από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο μικρός πρωταγωνιστής του “Πορτοκαλάδα Σλουρπ!” παίρνει το μάθημά του με τρόπο που δεν χωράει αμφισβήτηση, και είναι σίγουρο ότι θα το σκεφτεί πάρα πολύ την επόμενη φορά που θα μπει στον πειρασμό να κάνει κάποια ατασθαλία.

Οι πολύχρωμες, ολοζώντανες εικόνες της Ναταλίας Καπατσούλια, με έμφαση στα καρτουνίστικα, εκφραστικά πρόσωπα συμβάλλουν τα μέγιστα στο παιχνιδιάρικο κλίμα του βιβλίου, η ιστορία του οποίου ωστόσο, παρά την ανάλαφρη προσέγγιση του θέματος, περνάει μηνύματα άμεσα και ουσιαστικά.

Σε τελείως άλλο κλίμα, αλλά εξίσου εύστοχο, το “Δεν θα σε πειράξει κανείς” ξαφνιάζει με τον άμεσο και βαθύτατα συγκινητικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα. Με λέξεις σχεδόν μετρημένες, κείμενα σύντομα σε κάθε σελίδα όπου τίποτα δεν περισσεύει, ο Ματίας, ο ατίθασος γάτος που κάνει συνεχώς σκανταλιές, μάς συστήνεται χωρίς περιστροφές. Η αφήγηση εξελίσσεται σε ήρεμο τόνο, ωστόσο αρχίζεις σύντομα να αναρωτιέσαι τι μπορεί να έχει στο μυαλό του και γιατί έχει βαλθεί να ξυρίσει όλη τη γούνα του. Με την ίδια απλότητα, έρχεται αναπάντεχα και η απάντηση, η οποία μπορεί και να σοκάρει, με την καλή έννοια, όποιον δεν έχει υποψιαστεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πού το πήγαινε ο συγγραφέας.

Ο Κουτσιαρής επιλέγει τη γάτα για να αντιπροσωπεύσει το ατίθασο παιδί με την χρυσή καρδιά, εντάσσοντας σε αυτό το δυνατό σύμβολο πολλά στοιχεία που αξίζει να επισημανθούν. Είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι η γάτα επέλεξε μόνη της να παραμείνει κοντά στον άνθρωπο, και είναι ένα ζωάκι με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χωρίς να απαρνείται την άγρια φύση της (ας μην το ξεχνάμε: η γάτα δεν εκπαιδεύεται ούτε και εξημερώνεται – είναι απλά προσαρμοστική και απολαμβάνει τη συντροφιά), είναι φιλική, δένεται με τον άνθρωπο και διαθέτει πολύ ξεχωριστή νοημοσύνη και οξυμένο ένστικτο. Είναι διακριτική και δεν την ενδιαφέρει να εκδηλώνει τα συναισθήματά της μόνο και μόνο για να γίνεται αρεστή, καθώς ξέρει κάθε φορά πότε είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να τα δείξει.

Κάπως έτσι λοιπόν και ο Ματίας κρατάει καλά φυλαγμένη μέσα του την απέραντη αγάπη που νιώθει για το αδελφάκι του και δεν τον νοιάζει και τόσο που οι σκανταλιές του είναι αυτές που κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Ξέρει ο ίδιος πως όταν έρθει η ώρα, θα κάνει αυτό που πρέπει και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο, και αυτό του φτάνει.

Κι εδώ η εικονογράφηση, της Κατερίνας Βερούτσου αυτή τη φορά, παίζει ρόλο καθοριστικό. Χρώματα έντονα αλλά ονειρικά, με τα μάτια του Ματίας να κυριαρχούν με την θλιμμένη προσμονή τους, και την τρυφερότητα των γραμμών να προσδίδει ευαισθησία στις εικόνες που αγκαλιάζουν το κείμενο σε κάθε σελίδα και που δίνουν υπαινικτικά όσα στοιχεία χρειάζεται ώστε να προετοιμάσουν το έδαφος για την τελική αποκάλυψη χωρίς να την προδίδουν.

Είναι πάρα πολύ σημαντικό για τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τέτοιου είδους βιβλία, τα οποία συνδυάζουν τη σοβαρότητα των θεμάτων με την απλή, άμεση προσέγγιση. Είναι ευχάριστα αισθητικά, εξαιρετικά καλογραμμένα, χωρίς διδακτισμούς ή περιττολογίες και χωρίς να καταφεύγουν σε τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Διαβάζοντάς τα, τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να ευαισθητοποιηθούν και να προβληματιστούν με τρόπο που δεν αντιτίθεται στην ηλικία τους, καθώς παίρνουν από αυτά ερεθίσματα που τους είναι οικεία είτε από το οικογενειακό είτε από το σχολικό περιβάλλον. Μπορούν έτσι να βρουν εύκολα σημεία ταύτισης και να συνειδητοποιήσουν θέματα και έννοιες που θα βρουν μπροστά τους στον δρόμο προς την πνευματική αλλά και συναισθηματική ενηλικίωσή τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/11061-portokalada-slourp-koutsiarhs

20 November 2018

Καρατζάογλαν: Ο σεβντάς για την Ελίφ

Είναι συγκινητική και θαυμαστή η ομορφιά της λαϊκής ποίησης. Φτάνει να σκεφτούμε τα δημοτικά τραγούδια, τόσο πλούσια σε εικόνες, συναισθήματα και νοήματα. Η λαϊκή καλλιτεχνική έκφραση διακατέχεται από έναν αυθορμητισμό και μια αγνότητα που κάνουν τα έργα της να μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, χωρίς περιττολογίες ή στημένα μέσα εντυπωσιασμού. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη λαϊκή ποίηση παγκοσμίως και διαχρονικά, δεν γνωρίζει σύνορα ούτε φυλετικούς ή τοπικούς διαχωρισμούς, γι’ αυτό και όταν ακούμε ένα δημοτικό τραγούδι μιας άλλης χώρας, για παράδειγμα, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα του, μας συγκινεί το ίδιο. Είναι γιατί οι λαοί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν υποφέρει το ίδιο από εθνικά μίση και πολέμους, οι άνθρωποι πάντα αναζητούν την αγάπη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης – είναι κοινές οι ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων, κοινοί και οι αγώνες αλλά και οι καθημερινές χαρές.

Σαν συνέχεια των δημοτικών προφορικών παραδόσεων, οι λαϊκοί ποιητές που έζησαν ανά τους αιώνες έχουν αφήσει μια εξίσου σημαντική και πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά. Κάτι που, φυσικά, ισχύει για όλα τα έθνη, όλους τους λαούς. Ο Καρατζάογλαν, ή Σιμαΐλ, ή Χαλίλ, ή Χασάν, ήταν ένας Τούρκος λαϊκός ποιητής του 17ου αιώνα που αγαπούσε πολύ τις γυναίκες. Ήταν ένας καλοκαμωμένος μελαχρινός άντρας με εκφραστικά μάτια. Έπαιζε σάζι και τραγουδούσε τα ποιήματα που έγραφε ο ίδιος, αφιερωμένα στις γυναίκες που του είχαν κλέψει την καρδιά. Περιπλανιόταν σε πόλεις και χωριά της Ανατολίας, έφτασε μέχρι τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο, με τους απλούς αλλά τόσο συγκινητικούς του στίχους να τον κάνουν όλο και περισσότερο γνωστό και αγαπητό, μετατρέποντάς τον με τον καιρό σε έναν θρύλο. 

Σε κάποιο από αυτά τα ταξίδια του, περνώντας έξω από έναν κήπο με τριανταφυλλιές, διέκρινε ανάμεσα στα πανέμορφα λουλούδια με το υπέροχο άρωμα που τον είχε εκστασιάσει, την εκτυφλωτικά όμορφη φιγούρα μιας κοπέλας. Καθώς ήταν και επιρρεπής στα σκιρτήματα του έρωτα, ένιωσε ευθύς κεραυνοβολημένος. Αυθόρμητα άρχισε να τραγουδάει, τραβώντας την προσοχή της κοπέλας η οποία είχε γίνει, αναπάντεχα, η Μούσα του. Τον πλησίασε και στάθηκε για να τον ακούσει να λέει το τραγούδι του μέχρι το τέλος και τότε έκανε να φύγει. Εκείνος φοβήθηκε ότι μπορεί και να μην την ξαναέβλεπε ποτέ, και βιάστηκε να τη σταματήσει, παρακαλώντας την να του πει το όνομά της. Η κοπέλα γύρισε και ψιθύρισε “Ελίφ”.

Δεν ξέρουμε φυσικά αν έτσι ακριβώς έγινε η πρώτη μοιραία συνάντηση του Καρατζάογλαν με την Ελίφ. Είναι μια ιστορία που τη γνωρίζουν και την αφηγούνται σε όλη την Τουρκία, οπωσδήποτε με την απαραίτητη προσθήκη γοητευτικών λεπτομερειών που προσδίδουν ακόμα μία μυθιστορηματική πτυχή στην ήδη περιπετειώδη ζωή του. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο έρωτας του Καρατζάογλαν για την Ελίφ έγινε η αφορμή να γεννηθεί ένα βαθιά ερωτικό και ταυτόχρονα συγκινητικά τρυφερό ποίημα εμπνευσμένο από εκείνη και αφιερωμένο σ’ αυτήν. Είναι ένας ύμνος στην κοπέλα που τον μάγεψε, στην ομορφιά της, στον έρωτα που ο αισθαντικός λαϊκός ποιητής νιώθει γι’ αυτήν.

“Πέφτει ανάερα το χιόνι κι ενώ θαμπώνει
Ελίφ Ελίφ πέρ’ απόμακρα λαλεί
Η τρελή καρδιά μου πώς βαλαντώνει
Τους δρόμους παίρνει κι Ελίφ Ελίφ παραμιλεί.”

Περιγράφει την καλή του με κάθε λεπτομέρεια, και σε κάθε λεπτομέρεια ξεχειλίζει και ο έρωτας που νιώθει γι’ αυτήν:

“Της Ελίφ τα φρύδια είναι κοντυλένια και σμιχτά
Το λακκάκι εκειδά στο στήθος με κεντά
Τ’ αλαβάστρινά της χέρια πένα και χαρτί κρατούν
Όταν γράφει Ελίφ Ελίφ κι εκείνα λαλούν.”

Και κλείνει το ποίημά του εκφράζοντας με τρόπο σχεδόν αφοριστικό την αφοσίωσή του σ’ αυτήν:

“Εγώ ο Καρατζάογλαν, σκλάβος σου θενά γίνω
Άλλες αγάπες στην καρδιά μου δε χωρούν
Του γιλέκου τα κορδόνια ξελύνω
Ελίφ Ελίφ κι ετούτα λαλούν.”

Ο έρωτάς του για την Ελίφ δεν πέρασε απαρατήρητος από κανέναν. Σύντομα διάφορες σχετικές φήμες έφτασαν και στ’ αυτιά του άντρα της, αναγκάζοντας τον Καρατζάογλαν να φύγει από την πόλη με πόνο ψυχής. 

Ωστόσο η Ελίφ δεν ήταν η μόνη θηλυκή ύπαρξη που τον ενέπνευσε. Σ’ όλη του τη ζωή μαγευόταν από τις γυναίκες και τις εξυμνούσε μέσα από τα ποιήματά του. Αργότερα ερωτεύτηκε τη Σούνα, την κόρη ενός άρχοντα τον οποίο είχε γνωρίσει τυχαία κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού ποίησης. Ο Καρατζάογλαν ζήτησε να συμμετάσχει και όπως ήταν αναμενόμενο, τους μάγεψε όλους με τα τραγούδια του και ανακηρύχθηκε νικητής. Ο άρχοντας έγινε μέντοράς του και τον καλούσε συχνά στην έπαυλή του για να απαγγέλλει τα ποιήματά του και να τραγουδάει τα τραγούδια του. Σε κάποια από αυτές τις επισκέψεις, γνώρισε και τη Σούνα, η οποία τον γοήτευσε αμέσως. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ασυγκίνητη, του ζήτησε μάλιστα να της γράψει ένα ποίημα, αποκλειστικά για εκείνη. Κι αυτός δεν της χάλασε το χατίρι. Παραδόξως ο άρχοντας, παρά την αρχική συμπάθεια που είχε για τον Καρατζάογλαν, εξοργίστηκε όταν έμαθε για τη σχέση τους και τον έκλεισε τη φυλακή. Η Σούνα τον βοήθησε να δραπετεύσει, όμως αρνήθηκε να τον ακολουθήσει καθώς δεν ήθελε να στερηθεί τα πλούτη της οικογένειάς της.

Ο Καρατζάογλαν δεν πτοήθηκε. Συνέχισε τις περιπλανήσεις του συνθέτοντας ποιήματα και ποτέ δεν ήταν μόνος για πολύ. Όλο και κάποια όμορφη κοπέλα θα βρισκόταν στο δρόμο του, για την οποία εκείνος με τη σειρά του θα εκφραζόταν με το ίδιο πάθος. 

“Γόησσα, που κρυφολιώνω για τα μάτια τα μελιά σου
Δείξε μου την ομορφιά σου, ήρθα να τη δω
Το φιλί σου, λένε, γιαίνει κάθε πόνο
Είν’ αλήθεια, αγάπη μου; - να ρωτήσω ήρθα.”

Δεν αφήνει όμως αμέτοχη τη φύση, η οποία συμπάσχει μαζί του καθώς ανυπομονεί να δει την καλή του:

“Ο κόσμος μου όλος χάθηκε, λέει ο Καρατζάογλαν
Σε πέλαγο άγριο η καρδιά μου παραδέρνει
Αχ, αεράκι της αυγής, γλυκοχαράζει
Μ’ αλίμονο, η λυγερή αγάπη μου δε φάνηκε.”

Τη φύση επιστρατεύει και για να εκφράσει με γλαφυρότητα τα βάσανα της αγάπης:

“Στον ουρανό της σα γεράκι όπως πετούσα
Στο πέλαγό της σαν πέρδικα όπως γλιστρούσα
Στον ποταμό του Παραδείσου της όπως ξεδιψούσα
Ξόβεργες μου έστησε σ’ άνυδρες πηγές.”

Η δουλειά του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Δημήτρη Χουλιαράκη, ο οποίος υπογράφει και το ιδιαίτερα κατατοπιστικό και απολαυστικό επίμετρο, είναι εξαιρετική. Έχει μεταφράσει από τα τουρκικά τα ποιήματα, αποδίδοντας με ευαισθησία και ευστοχία τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, με έμφαση πότε στην κυριολεκτική και πότε στην αλληγορική / συμβολική τους σημασία. Αλλά και το βιβλίο, σαν εικόνα, είναι άρτιο, με το γαλάζιο εξώφυλλο το οποίο στολίζει ένας τρυφερός πίνακας του Ομέρ Φαρούκ Αταμπέκ: ο λαϊκός ζωγράφος έχει συνθέσει μια υδατογραφία πάνω σε φύλλο δέντρου, όπου ο λαϊκός τραγουδιστής – ποιητής απεικονίζεται με το σάζι του, να τραγουδάει για την καλή του που τον ακούει συγκινημένη μέσα σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό τοπίο το οποίο αναπαρίσταται μινιμαλιστικά με πολύχρωμα λουλούδια και φυτά. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει απόλυτα τη ζωή και την έμπνευση του Καρατζάογλαν.

Από το 1997, ο τάφος του λειτουργεί σαν μαυσωλείο. Βρίσκεται σε έναν λόφο που φέρει το όνομά του,  σε ένα χωριό της περιφέρειας όπου πιστεύεται ότι έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του. 

“Έγινα στάχτη, πέθανα, λέει ο Καρατζάογλαν
Ό,τι λογής αποκοτιά υπήρχε, εγώ την έκανα
Κι αφού τριγύρισα, βγήκα για να σ’ ανταμώσω
Μα εσύ στ’ αντάμωμα δεν ήσουνα.”

Οι συμπατριώτες του ωστόσο, οι άνθρωποι της Ανατολίας, δεν πιστεύουν ότι πέθανε – θεωρούν ότι με τα θαυμάσια ποιήματά του, από τα οποία έχουν διασωθεί πάνω από πεντακόσια, εξασφάλισε την αθανασία και ξεγέλασε τον θάνατο. Και κατά μία έννοια έχουν δίκιο, αφού τα έργα μένουν πίσω, κρατώντας ζωντανούς τους δημιουργούς τους στην αιωνιότητα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11014-o-sventas-gia-thn-elif

17 November 2018

Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Μπελ Ρεβ Live

Το διπλό CD “Μπελ Ρεβ” της Νατάσσας Μποφίλιου αποτελεί την δισκογραφική κατάθεση μιας σειράς ζωντανών μουσικών παραστάσεων με τον ίδιο τίτλο, που η αξιόλογη τραγουδίστρια πραγματοποίησε μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες της Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμο Ευαγγελάτο μέσα στο 2017 και το 2018. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2017 στο Διογένης Studio, ωστόσο η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι από την περασμένη άνοιξη (συγκεκριμένα από τις 24 και 31 Μαρτίου), οπότε και πραγματοποιήθηκαν για έναν περιορισμένο αριθμό ημερομηνιών στο Gazi Live.

Αναμφισβήτητα μια από τις πιο χαρισματικές ερμηνεύτριες της νέας γενιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου έχει την ικανότητα να ξεδιπλώνει το ταλέντο της με εντυπωσιακή άνεση και αμεσότητα στις ζωντανές εμφανίσεις και τις συναυλίες. Κάποιοι τραγουδιστές αποδίδουν καλύτερα στο στούντιο, άλλοι είναι καλύτεροι στο live, η Νατάσσα Μποφίλιου, ωστόσο, είναι εξίσου εξαιρετική και στα δύο. Αυτό οφείλεται φυσικά στην δυνατή, εκφραστική φωνή της με το σπάνιο ηχόχρωμα, στην συναισθηματική συμμετοχή της στα τραγούδια που ερμηνεύει, στην θεατρικότητα της ερμηνείας της. Γεννημένη στην Αθήνα, με σπουδές στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής αλλά και κάτοχος πτυχίου πιάνου και θεωρίας από το Εθνικό Ωδείο, ξεκίνησε την καριέρα της συμμετέχοντας σε συναυλίες του Χρόνη Αηδονίδη. Το 2005 παρουσίασε την πρώτη δική της προσωπική δισκογραφική δουλειά (“Εκατό μικρές ανάσες”), και αμέσως έκανε αίσθηση τόσο με τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχε συναισθηματικά στις ερμηνείες της, αλλά και με την ποιότητα των τραγουδιών της. Εξακολουθεί μέχρι σήμερα, ύστερα από εννιά προσωπικούς δίσκους, πολλές συμμετοχές και αξιομνημόνευτες live εμφανίσεις και συναυλίες, να διαθέτει ένα φανατικό κοινό και να συγκινεί με τις μοναδικές της ερμηνείες.

Τα τραγούδια της, τα περισσότερα σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, πάντα μελωδικά και αισθαντικά, συνήθως μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγίας και αστικής μελαγχολίας, συνδυάζουν την αμεσότητα με την υψηλή αισθητική, τόσο όσον αφορά τους στίχους όσο και τη μουσική. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, ταλαντούχος στιχουργός με σπουδές στο θέατρο, έχει συνδέσει την καλλιτεχνική του πορεία με την Νατάσσα Μποφίλιου και έχει γράψει γι’ αυτήν στίχους που έχουν ένα ξεχωριστό ύφος και στίγμα. Αντίστοιχα και ο Θέμης Καραμουρατίδης, συνθέτης με πλούσιο βιογραφικό του οποίου οι συνθέσεις διαθέτουν ένα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο ύφος και πάντα βρίσκουν την ιδανική ερμηνεύτρια στη φωνή και το πρόσωπο της Νατάσσας Μποφίλιου, συνεργάζεται με την τραγουδίστρια από την αρχή σχεδόν της καριέρας της. Οι τρεις τους έχουν δημιουργήσει, ουσιαστικά, ένα μουσικό συγκρότημα το οποίο μοιάζει περισσότερο σαν μια παρέα καλών φίλων που συζητάνε, γελάνε, αναπολούν, συγκινούνται, θυμώνουν, χαίρονται, μελαγχολούν, και όλα αυτά τα εκφράζουν μέσα από τα τραγούδια τους και τα μοιράζονται με το κοινό. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και το μεγάλο ταλέντο τους, δεν είναι τυχαίο που αγαπήθηκαν τόσο πολύ από το κοινό. Εκπέμπουν μια οικειότητα, μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα αλλά από περιωπής – είναι κάτι που το αντιλαμβάνεται κανείς όχι μόνο αν έχει την τύχη να τους παρακολουθήσει σε ζωντανή εμφάνιση, αλλά και απλώς ακούγοντας τα τραγούδια τους.

Στο κυρίως υλικό του “Μπελ Ρεβ” ακούμε την Νατάσσα Μποφίλιου σε κάποια από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα τραγούδια της καριέρας της, χάρις στα οποία το κοινό την γνώρισε και την αγάπησε (Το μέτρημα, Οι μέρες του φωτός, Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει, Βαβέλ, Οι τελευταίες μέρες, Εν λευκώ, μεταξύ άλλων), ενώ αποδίδει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο το Nel giardino dell’ amore του Χοσέ Φελισιάνο, που έρχεται από τέλη της δεκαετίας του ‘60, γεφυρώνοντας έτσι το παρελθόν με το παρόν στο μουσικό αυτό ταξίδι. Τα κομμάτια έχουν επιλεγεί με γνώμονα την δυναμική τους σε μια ζωντανή παράσταση και λειτουργούν άψογα και σαν συνολικό ακρόαμα, ξεκινώντας με τις αργές, υποβλητικές ρετρό νότες του intro Belle Reve, το οποίο σύντομα δίνει τη σκυτάλη στο τρυφερά αισιόδοξο, αντίστοιχό του, Όμορφο Όνειρο, ένα τραγούδι που δημιουργεί το πιο κατάλληλο κλίμα για τις μελωδικές ιστορίες που διαδέχονται η μια την άλλη στη συνέχεια, άλλες πιο χαρούμενες, άλλες κάπως θλιμμένες, αλλά όλες εξίσου γοητευτικές, δημιουργημένες και ερμηνευμένες με ταλέντο, κέφι και αγάπη.

Στο CD συμπεριλαμβάνεται και η ενότητα Diesi In Concert, με εφτά κομμάτια, κυρίως διασκευές, που ηχογραφήθηκαν στο στούντιο του Δίεση 101,3 στις 22 Φεβρουαρίου 2018, στα πλαίσια του εορτασμού του ραδιοφωνικού σταθμού για τα 20 χρόνια παρουσίας του στα ερτζιανά. Το Χάθηκε το φεγγάρι του Σταύρου Ξαρχάκου και το Μάημ’ Μάημ’ του Πάνου Τζαβέλα είναι δύο στιγμές που αξίζει να προσεχτούν περισσότερο, καθώς αναδεικνύουν με έναν τρόπο διαφορετικό την εκφραστικότητα και το εύρος της ερμηνευτικής της γκάμας της Μποφίλιου.

Οι ενορχηστρώσεις είναι του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος συνοδεύει την Νατάσσα Μποφίλιου παίζοντας πιάνο, μαζί με μια ομάδα εξαιρετικών μουσικών και την υπέροχη Ορχήστρα Εγχόρδων “Μπελ Ρεβ”.


Η κριτική δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10972-karamouratidhs-mpifiliou

28 October 2018

Φοίβος Δεληβοριάς: Η Ταράτσα του Φοίβου

Μετά από μια σειρά επιτυχημένων παραστάσεων πέρυσι και φέτος που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το κοινό, ο Φοίβος Δεληβοριάς παρουσιάζει και την δισκογραφική εκδοχή της Ταράτσας του, σε ένα απολαυστικό CD που περιλαμβάνει χαρακτηριστικές στιγμές από το μουσικό πολυθέαμά του, με συμμετοχές από αγαπημένους του φίλους οι οποίοι έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί μαζί του στην “Ταράτσα του Φοίβου” της Ιεράς Οδού.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973, μεγάλωσε στην Καλλιθέα, και είχε για δάσκαλό του στην κιθάρα τον Ορφέα Περίδη. Είναι ένας καλλιτέχνης που από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση καθιέρωσε ένα πολύ ιδιαίτερο μουσικό στίγμα και αποτελεί έναν από τους πιο αγαπητούς και αντιπροσωπευτικούς τραγουδοποιούς της γενιάς του. Από το 1989 που κυκλοφόρησε, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών, τον πρώτο του δίσκο, την “Παρέλαση”, στον ιστορικό “Σείριο” του Μάνου Χατζιδάκι, έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχουν αλλάξει και πολλά, ωστόσο ο εμπνευσμένος τραγουδοποιός μένει πιστός στα αρχετυπικά σημεία αναφοράς του (τον Ζορζ Μπρασένς, τον Διονύση Σαββόπουλο μεταξύ άλλων) και με το ξεχωριστό συνθετικό – ερμηνευτικό ύφος του, βασισμένο στην μπαλάντα και την παρλάτα, αφηγείται με αυτοσαρκασμό, καυστικό χιούμορ αλλά και την ευαισθησία και την οικειότητα που μεταδίδει με τόση φυσικότητα η όμορφη φωνή του, ιστορίες καθημερινές βασισμένες σε εμπειρίες δικές του ή των φίλων του, σε θέματα που του κινούν το ενδιαφέρον, σε ό,τι παρατηρεί να συμβαίνει στον κόσμο γύρω του.

Με ιδιαίτερη ματιά στο στιχουργικό κομμάτι, στις μελωδίες που επιλέγει για να επενδύσει τους χαρακτηριστικούς στίχους του και στην αμεσότητα με την οποία τους ερμηνεύει, και το ανήσυχο πνεύμα του να μην περιορίζεται, έχει εκφραστεί καλλιτεχνικά μέσα από προσωπικές δουλειές αλλά και συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως τα Ημισκούμπρια, η Αρλέτα, ο Παύλος Παυλίδης (πρώην frontman του συγκροτήματος Ξύλινα Σπαθιά), αλλά και ο Θανάσης Βέγγος. 

Βασική του έμπνευση για την υλοποίηση της πρωτότυπης ιδέας που πήρε μορφή κάτω από την γενική ονομασία “Η Ταράτσα του Φοίβου”, ήταν τα παλιά αναψυκτήρια και η μαγευτική ποικιλία των θεαμάτων που προσέφεραν. Ο Φοίβος οραματίστηκε ένα ιδανικό αναψυκτήριο, όπως θα ήθελε να το δει να ζωντανεύει, όπου “μια χορεύτρια αλλάζει μπροστά σου καθώς προχωράς, […] ένας κωμικός πίνει μελαγχολικός ένα ηδύποτο πριν βγει να κάνει να γελάσει το θηρίο που ‘χει μέσα του, […] οι μουσικοί παίζουν επίτηδες αλλιώς μια κατάληξη για να εκνευρίσουνε τη ντίβα […]”, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο βιβλιαράκι του CD, ανασυνθέτοντας με την περιγραφή αυτή το κλίμα ενός πάρκου αναψυχής που έρχεται από περασμένες δεκαετίες. Είναι εικόνες που ανήκουν σε άλλες εποχές – ο Φοίβος ομολογεί ότι δεν τις έχει δει με τα μάτια του, ωστόσο με τη δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας μπορεί όχι μόνο να τις φανταστεί αλλά και να τις αναδημιουργήσει από την αρχή, έτσι όπως τις ονειρεύεται. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός ρόλος του καλλιτέχνη, του κάθε δημιουργού, να πραγματοποιεί τις σκέψεις του, να δίνει ζωή στη φαντασία του, να υλοποιεί τα όνειρά του, όλα εκείνα που όσοι δεν έχουν αυτή την ικανότητα, τα αφήνουν απλώς μέσα στο μυαλό τους.

Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν καλεί τους φίλους του – τραγουδιστές, τραγουδοποιούς, μουσικούς, ηθοποιούς – και στήνει παραστάσεις – γιορτές μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγίας και κεφιού. Από την vintage αισθητική των αφισών, που παραπέμπουν στα πόστερς των περιπλανώμενων θιάσων και θυμίζουν τα καραβάνια των θαυματοποιών και των μάγων, μέχρι το στήσιμο των παραστάσεων και τις επιλογές των τραγουδιών, το όλο εγχείρημα είναι μια πρόποση στις απαρχές των μουσικών θεαμάτων της σύγχρονης εποχής, και την ίδια στιγμή ένα μεγάλο πάρτι, αφορμή για αναμνήσεις και αναπολήσεις. 

Αν και οπωσδήποτε μια μουσική παράσταση λειτουργεί διαφορετικά στον φυσικό της χώρο, όπου ο θεατής απολαμβάνει τις μελωδίες και τις ερμηνείες σε συνδυασμό και με το θέαμα, με το CD μπορεί, ως ακροατής αποκλειστικά, να επικεντρωθεί στο ηχητικό κομμάτι και να αφήσει τη φαντασία του να δημιουργήσει εικόνες – αυτό δηλαδή που έκανε αρχικά και ο Φοίβος Δεληβοριάς, όταν οραματιζόταν το “χειροποίητο πολυθέαμά” του. 

Το χορταστικό CD που έχουμε στα χέρια μας μάς βάζει στην ατμόσφαιρα των παραστάσεων αυτών με επιλογές από τις μουσικές συναντήσεις του Φοίβου. Τραγούδια δικά του, ερμηνευμένα από τον ίδιο μαζί με συναδέλφους του (το “Θέλω να σε ξεπεράσω” με την Μαρίνα Σάττι και τις Fones της), αναπάντεχες διασκευές παλιών λαϊκών κομματιών (η τζαζ εκτέλεση του “Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα” από την Ελεωνόρα Ζουγανέλη), πρωτότυπα τραγούδια από νέους, πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες στους οποίους ο Φοίβος Δεληβοριάς έδινε βήμα καθ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων, συμμετοχές βετεράνων του χώρου (Δήμητρα Γαλάνη, Διονύσης Σαββόπουλος, Αργύρης Μπακιρτζής) απρόβλεπτα ντουέτα (το “Atene” του Ρενάτο Καροζόνε με τον Φοίβο και τον Λάκη Παπαδόπουλο) – απ’ όλα έχει η “Ταράτσα του Φοίβου”, μαζί και ένα χιουμοριστικό medley, συγκινητικό φόρο τιμής στις αξέχαστες, παλιές διαφημίσεις της ελληνικής τηλεόρασης, με τον τίτλο, τι άλλο, “Διάλειμμα για διαφημίσεις”.

Στο CD συμμετέχουν επίσης οι: Κωστής Μαραβέγιας, Άγγελος Παπαδημητρίου, Σπύρος Γραμμένος, Μάρθα Φριντζήλα, Δημήτρης Μυστακίδης, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Πάνος Μουζουράκης, Νατάσσα Μποφίλιου, Αλεξάνδρα Μαρκοπούλου, Ελβίρα Δαλόγλου, Άννη Θεοχάρη, Έλσα Λουμπαρδιά, Νεφέλη Φασούλη, και μια μεγάλη ομάδα ταλαντούχων μουσικών, καλλιτεχνικών και τεχνικών συντελεστών.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10835-taratsa-foivou2

13 October 2018

Στέφανος Κορκολής: Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω

“Σαν έξαφνα, / ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί / αόρατος θίασος να περνά / με μουσικές εξαίσιες, με φωνές...” - στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη που πλέον θεωρούνται – και είναι – εμβληματικοί, έρχονται από τα περασμένα και συναντούν την καλλιτεχνική ευφυΐα του Στέφανου Κορκολή, σε μια συγκινησιακή, αρμονική συνύπαρξη ποίησης και μουσικής.

Είναι μεγάλη πρόκληση για έναν μουσικοσυνθέτη να καταπιαστεί με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενός ποιητή του οποίου η ιδιομορφία της έκφρασης, σε συνδυασμό με την θεματολογία του αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο την αναπτύσσει, τον έχουν κατατάξει σε μία ξεχωριστή θέση, όχι μόνο όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αλλά και παγκοσμίως.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το sui generis πνεύμα του Αλεξανδρινού συνδέεται με μια σύγχρονη μουσική προσέγγιση. Ο Καβάφης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν – από τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι τον Γιάννη Σπανό και από την Λένα Πλάτωνος μέχρι τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, οι συνθέτες από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα έχουν κατά καιρούς επενδύσει μουσικά την ποίησή του. Ωστόσο το έργο του Στέφανου Κορκολή “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” είναι μία από τις ελάχιστες φορές όπου η ποίηση του Καβάφη αντιμετωπίζεται σαν πρωτογενές υλικό προς μελοποίηση, με απόλυτο σεβασμό πάντα προς το ιδιάζον ύφος του, και έμφαση στην ανασύνθεση μιας περασμένης εποχής, με αποτέλεσμα τα τραγούδια που προκύπτουν να είναι ακριβώς αυτό: τραγούδια με όλη τη σημασία της λέξης, με μελωδίες υψηλών προδιαγραφών, οι οποίες εντούτοις σου μένουν στο μυαλό και σε παρακινούν να τις σιγοτραγουδήσεις.

Ο Στέφανος Κορκολής έχει κατά καιρούς πειραματιστεί με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Έχοντας από μικρός επιδείξει το εξαιρετικό του ταλέντο στο πιάνο, απομνημονεύοντας και στη συνέχεια αναπαράγοντας κομμάτια κλασικής μουσικής από τα τέσσερά του μόλις χρόνια, εμπλούτισε στη συνέχεια τις γνώσεις του με σπουδές που περιελάμβαναν το περίφημο Conservatoire de Paris, καθώς και την παρακολούθηση σεμιναρίων από συνθέτες του βεληνεκούς του Άστορ Πιατσόλα.

Η μουσική του παιδεία καλύπτει ένα ευρύτατο πεδίο ειδικοτήτων, όπως ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας, σύνθεση μουσικής κινηματογράφου, με την δεξιότητά του στο πιάνο να κυριαρχεί σε όλες τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Έχει έως τώρα ηχογραφήσει προσωπικούς δίσκους με δικές του συνθέσεις, σε πολλούς από τους οποίους έχει και τον ρόλο του ερμηνευτή ή συνερμηνευτή, και εκτελέσεις κλασικών έργων, έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους και έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.

Με το “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” στρέφεται στην μελοποιημένη ποίηση, επιλέγοντας ως πρώτη ύλη τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Τα δύο CD που αποτελούν αυτό το πολύ προσεγμένο και καλαίσθητο άλμπουμ φιλοξενούν 22 συνολικά κομμάτια – 13 τραγούδια και 9 ορχηστρικά – στα οποία οι μουσικές γραμμές συνδυάζουν τη ρετρό μελωδία με τη σύγχρονη, το κλασικό στοιχείο εναλλάσσεται με το λαϊκό, και παρελθόν και παρόν συναντώνται σε ένα νοητό σημείο, εκεί όπου η υψηλή τέχνη υφίσταται χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς.

Ο Στέφανος Κορκολής, με την άνεση και την ευχέρεια που του προσφέρει η αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική του παιδεία, παίζει κυριολεκτικά στα δάχτυλα το κάθε μουσικό ύφος και δεν διστάζει να πειραματιστεί. Τα 12 ποιήματα που έχει μελοποιήσει στο πρώτο CD, συν μία εναλλακτική εκδοχή του ενός από αυτά, αποκαλύπτουν έναν μουσικό που έχει το σπάνιο ταλέντο να εκφράζεται  μέσα από μια πολυσχιδή συνθετική προσωπικότητα.

Κάποτε επιλέγει τον κλασικό ρυθμό των τριών τετάρτων, όπως στο δραματικό “Μακριά”, το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ, που λειτουργεί σαν εισαγωγή συνδέοντας το τότε με το τώρα. Άλλοτε επιστρατεύει το τανγκό, όπως στην περίπτωση του δωρικού “Κρυμμένα”, με την λιτή ενορχήστρωση να αφήνει τον στίχο να κυριαρχεί. Αποτίει ωστόσο φόρο τιμής και στο καθαρόαιμα λαϊκό ζεϊμπέκικο, όπως συμβαίνει στο “Ένας Γέρος”, με τα εννέα όγδοα του ρυθμού να εικονογραφούν το ποίημα, χρωματίζοντας την ασπρόμαυρη αφήγηση, με το “σχέδιο” σιγά σιγά να αποκτά στέρεα περιγράμματα και να μετατρέπεται σε ταμπλό βιβάν όπου, καθώς η ορχήστρα εναλλάσσεται με το δραματικό πιάνο, σαν να διακρίνουμε ανεπαίσθητες κινήσεις – στο τέλος η παγωμένη εικόνα ίσως και να ζωντανέψει.

Εξίσου δυναμική και υποβλητική με τη μουσική, η ερμηνεία της Σοφίας Μανουσάκη χαρίζει στα ποιήματα – τραγούδια την ευαισθησία και τον λυρισμό που πολλές φορές υπάρχει στην ποίηση του Καβάφη αλλά δεν φαίνεται πάντα με την ανάγνωσή της.

Η Σοφία Μανουσάκη, μια πολύ νέα τραγουδίστρια με εντυπωσιακό, ωστόσο, βιογραφικό – έχει ερμηνεύσει τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνοδευόμενη από το πιάνο του Στέφανου Κορκολή, σε δύο άλμπουμς που κυκλοφόρησαν το 2015 και το 2016 – διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη χροιά, και η φωνή της, ζεστή και ταυτόχρονα ρωμαλέα, δίνει έναν διακριτικά θεατρικό τόνο που ταιριάζει απόλυτα στο αφηγηματικό / παραστατικό ύφος του Καβάφη. Χαρακτηριστικά δείγματα της ερμηνείας της, οι δύο διαφορετικές εκδοχές του “Επέστρεφε” όπου αναδεικνύονται οι ερμηνευτικές της αποχρώσεις, με τη φωνή της πότε να αφήνει χώρο στην ορχήστρα και πότε να της επιβάλλεται, ανάλογα με το συναίσθημα του κάθε στίχου.

Εμπνευσμένα από τις ιστορίες που αφηγούνται τα αντίστοιχα ποιήματα, τα ορχηστρικά του δεύτερoυ CD είναι, κατά κάποιον τρόπο, η μουσική έκφανσή τους. “Η μουσική είναι η λογοτεχνία της καρδιάς. Αρχίζει εκεί που τελειώνει ο λόγος”, είχε πει ο Λαμαρτίνος. Κάπως έτσι λοιπόν οι μελωδίες που κατακλύζουν το δεύτερο CD μοιάζουν να απαντούν στα ποιήματα που καλούνται να αποδώσουν με τις νότες. Αποδεσμεύοντας τις συνθέσεις του από τους περιορισμούς που αναπόφευκτα επιβάλλει η παρουσία των στίχων, ο Κορκολής επιδεικνύει κι εδώ μια πολύπλευρη μουσική ταυτότητα, ανάλογη με εκείνη του πρώτου CD.

Στους “Τρώες” το επικό κλίμα βρίσκεται σε αρμονία με τις ανατροπές στα γυρίσματα και την ευφυή χρήση της χορωδίας σε συνοδευτικό ρόλο. Στις  “Φωνές” κυριαρχεί το στοιχείo της μελαγχολίας που τονίζεται από το σόλο του πιάνου. Το δραματικά νοσταλγικό “Μέρες του 1903” κορυφώνεται νότα με τη νότα. Στο “Ιωνικόν”, η υπέροχη μελωδία μοιάζει να είναι μια ευφυής μείξη παραδοσιακής μουσικής και μελωδίας αρχαιοελληνικού τύπου, με τον απόηχό της να βρίσκεται σε διάλογο με τον “Εφιάλτη της Περσεφόνης” του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα σημείωμα του Καβάφη παραμονές του θανάτου του γίνεται η αφορμή για μια υποβλητική ελεγεία, για τον ύστατο αποχαιρετισμό στο “29 / 4 / 1933”.

Ο Στέφανος Κορκολής, ως εκπρόσωπος της εποχής μας, συνομιλεί με τον ποιητή από το παρελθόν, με τα διαφορετικά στοιχεία της μουσικής του να συναντούν όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη: την ελληνικότητα, το κοσμοπολίτικο υπόβαθρο, τον ιδιαίτερο ερωτισμό, τους εθνικούς προβληματισμούς, τα αρχαιοελληνικά μοτίβα. Η σύγχρονη ματιά και αντίληψη του συνθέτη ενισχύει την άφθαρτη αξία του ποιητή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την διαχρονικότητα του συνολικού αυτού μουσικού έργου και αφήνοντάς το ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Στο άλμπουμ συμμετέχουν η Καμεράτα του Δημοτικού Ωδείου Βόλου υπό τη διεύθυνση του Ιωακείμ Μπαλτσαβιά, η Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας υπό την διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Σάββα Ρακιντζάκη, το Φωνητικό Σύνολο En-Chor, η Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας υπό την διεύθυνση του Σταύρου Σολωμού και της Αρετούσας Νικολοπούλου και η Παιδική – Νεανική Χωρωδία “Μουσικοί Ορίζοντες” υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Μπέλας Λιονάκη.

Το συνοδευτικό βιβλίο του άλμπουμ περιλαμβάνει τα ποιήματα στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση των Έντμουντ Κίλι, Ρέι Ντάλβεν και Φίλιπ Σέραρντ, σημειώματα του συνθέτη, της ερμηνεύτριας, του παραγωγού Αντώνη Παπαβομβολάκη, του κριτικού και ιστορικού μουσικής Γιώργου Β. Μονεμβασίτη και του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου.


Η κριτική δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10731-kavafhs-korkolhs

3 October 2018

James Baldwin: Το δωμάτιο του Τζοβάνι

«Στέκομαι στο παράθυρο αυτού του μεγάλου σπιτιού στον νότο της Γαλλίας καθώς πέφτει η νύχτα, η νύχτα που με οδηγεί στο πιο τρομερό πρωινό της ζωής μου.»

Ποιητικό, ρεαλιστικό, με έναν ιδιαίτερο και άγριο τρόπο γοητευτικό, το ξεκίνημα της αφήγησης στο «Δωμάτιο του Τζοβάνι» του Τζέιμς Μπόλντουιν εν μέρει προϊδεάζει και εν μέρει παραπλανά για τις επιμέρους συνταρακτικές λεπτομέρειες της ιστορίας που ο Ντέιβιντ – ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής – πρόκειται να μας εξομοληγηθεί.

Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε το 1924 μέσα σε μία δυσλειτουργική οικογένεια (ο βιολογικός του πατέρας έκανε χρήση ναρκωτικών, ο ιερέας πατριός του τού φερόταν με ιδιαίτερη σκληρότητα). Καθώς ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα βιβλία, ανακάλυψε από την εφηβεία του ακόμη το πάθος του για το γράψιμο. Όντας Αφρο-αμερικανός και ομοφυλόφιλος, και έχοντας ήδη γράψει ένα βιβλίο – το «Φώναξέ το στα βουνά» (Go Tell It On The Mountains, 1953) - επικεντρωμένο στα προβλήματα των Αφρο-αμερικανών στο Χάρλεμ, αποφάσισε στο δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Δωμάτιο του Τζοβάνι», που εκδόθηκε το 1956, να ασχοληθεί μόνο με το θέμα της ομοφυλοφιλίας, έχοντας αποκλειστικά λευκούς ήρωες. «Σ’ εκείνη τη φάση της ζωής μου», ανέφερε, κοιτώντας πίσω, σε μία συνέντευξη του 1980, «δεν μου ήταν δυνατό να χειριστώ και το άλλο μεγάλο φορτίο, το ‘ζήτημα των Μαύρων’. Ήδη το σεξουαλικό – ηθικό πλαίσιο ήταν μεγάλος βραχνάς. Μου ήταν αδύνατο να θίξω και τα δύο αυτά θέματα μέσα στο ίδιο βιβλίο. Δεν υπήρχε χώρος.»

Στο «Δωμάτιο του Τζοβάνι», η ιστορία που διαδραματίζεται στο Παρίσι δανείζεται στοιχεία από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες. Το 1948 είχε καταφύγει και ο ίδιος στη γαλλική πρωτεύουσα, απογοητευμένος από τη ρατσιστική αντιμετώπιση των Αμερικανών απέναντι στους Μαύρους. Ήθελε να αποστασιοποιηθεί από τις σχετικές προκαταλήψεις και να είναι σε θέση να γράψει και για κάτι διαφορετικό, που να μην αντλεί και πάλι το θέμα του από το Αφρο-αμερικανικό μοτίβο. Στο Παρίσι γνώρισε και ερωτεύτηκε έναν νεαρό Ελβετό, τον Λούσιεν Χαπερσμπέργκερ, ο οποίος παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα βυθίζοντας τον Τζέιμς στην απελπισία. Ωστόσο από τη σχέση του αυτή αλλά και τη ζωή του στο Παρίσι εκείνη την εποχή, άντλησε υλικό για το «Δωμάτιο του Τζοβάνι», ένα μυθιστόρημα που, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην παραπάνω συνέντευξη, τελικά δεν μιλάει τόσο πολύ για την ομοφυλοφιλία, όσο για το τι μπορεί να πάθει κανείς όταν φοβάται τόσο πολύ ώστε καταλήγει να μη μπορεί να αγαπήσει κανέναν.

Ο ήρωας και αφηγητής, ο Ντέιβιντ, είναι ‘ένας Αμερικανός στο Παρίσι’. Εμφανίσιμος, ξανθός, λίγο ψυχρός αλλά προφανώς ιδιαίτερα γοητευτικός, γύρω στα εικοσιπέντε με εικοσιεφτά. Η πρώτη ομοφυλοφιλική εμπειρία που είχε στην εφηβεία του τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει την σεξουαλική του ταυτότητα, αλλά ταυτόχρονα τον γέμισε ενοχές, καθώς του ήταν αδύνατο να αποδεχτεί τον εαυτό του. Φεύγοντας, χρόνια αργότερα, από το σπίτι του και την Αμερική – σε σχεδόν απόλυτη ταύτιση εδώ με τον Μπόλντουιν, γιατί ασφυκτιούσε τόσο σε οικογενειακό όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο – προσπαθεί να βρει τον εαυτό του, αλλά ουσιαστικά από τον εαυτό του είναι που θέλει να ξεφύγει. Μακριά από την οικογενειακή εστία, μακριά από την πατρίδα του, είναι και παραμένει ξένος κατά βάθος. Καταλήγει, αναπόφευκτα, πάλι στον εαυτό του. Αναπτύσσει έναν εγωκεντρισμό που τον κάνει να μην νοιάζεται πραγματικά για κανέναν. Περιτριγυρίζεται από διάφορους τύπους αμφιβόλου ηθικής που του καθιστούν σαφές ότι θέλουν να τους δώσει κάτι πολύ συγκεκριμένο – κάτι που κολακεύει τον εγωισμό του, ωστόσο βλέπει τους ανθρώπους αυτούς με περιφρόνηση καθώς τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια πτυχή του εαυτού του που θέλει να καταπνίξει. 

«Και τότε κάποιος που πρώτη μου φορά έβλεπα βγήκε μες απ’ τα σκοτάδια και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Έμοιαζε με μούμια ή με ζόμπι […] ενός πλάσματος που περπατάει ενώ είναι ήδη νεκρό. […] Λαμπύριζε μέσα στο αχνό φως. Τα αραιά, μαύρα μαλλιά ήτανε πηγμένα στο λάδι, χτενισμένα προς τα μπρος και κρέμονταν βαριά. Τα βλέφαρα γυάλιζαν από τη μάσκαρα, το στόμα ήταν αγριεμένο απ’ το κραγιόν. Το πρόσωπο ήταν άσπρο, δεν του ‘χε μείνει σταγόνα αίμα, από κάποιο μέικ απ που ‘χε βάλει.»

Αυτός ο άνθρωπος που εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του στο παριζιάνικο καταγώγιο, με όλη την υπερβολή που αγγίζει τη γελοιότητα, η «φανταχτερή πριγκίπισσα», όπως τον χαρακτηρίζει που στη συνέχεια «απομακρύνθηκε, πετώντας φλόγες, μέσα στο πλήθος», τον αναγκάζει να δει μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό μια γκροτέσκα εικονογράφηση του καταπιεσμένου του εαυτού. Είναι μια σκηνή αναπάντεχη τη στιγμή που συμβαίνει, οι εικόνες που δημιουργεί είναι τόσο ζωντανές που είναι λες και ο Ντέιβιντ βιώνει μέσα στα λίγα αυτά λεπτά έναν εφιάλτη που γίνεται πραγματικότητα μπροστά στα μάτια του.

Αντίθετα ο Τζοβάνι, ο όμορφος, εντυπωσιακός Ιταλός μπάρμαν που τον φλερτάρει στην αρχή διακριτικά ώσπου να τον διεκδικήσει δυναμικά, αντιπροσωπεύει όλα αυτά που ο αφηγητής μας επιθυμεί αλλά φοβάται να αποδεχτεί. Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα ήθελε να ζήσει ελεύθερα με κάποιον που αγαπάει, και ο Τζοβάνι εκπροσωπεί αυτή την ελευθερία, το αδάμαστο πνεύμα που αδιαφορεί για τα κοινωνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Ο Ντέιβιντ θα ήθελε να είναι και ο ίδιος έτσι, αλλά έχει θέσει τόσους περιορισμούς στον εαυτό του, ώστε του είναι αδύνατο ακόμα και να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Τζοβάνι τον φιλοξενεί στο μικρό του δωμάτιο και από τη στιγμή που ο Ντέιβιντ μπαίνει εκεί μέσα, γίνεται και η προσγείωση στην πραγματικότητα. Ο Ντέιβιντ έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και βρίσκεται μπροστά στο αναπόφευκτο όσο και αδυσώπητο δίλημμα να αποδεχτεί επιτέλους ή να απορρίψει την αληθινή του φύση. Ωστόσο είναι ανίκανος να κάνει είτε το ένα είτε το άλλο, κυρίως από δειλία και επειδή δεν ξέρει ουσιαστικά τι θέλει, και η καταπίεση την οποία έχει επιβάλει στον εαυτό του εδώ και χρόνια, έχει ουσιαστικά νεκρώσει τα αισθήματά του.

Γιατί όμως ο Μπόλντουιν επιλέγει το δωμάτιο σαν το βασικό του σημείο αναφοράς; Σαν θέμα που επανέρχεται, το δωμάτιο κουβαλάει μια σειρά από συμβολισμούς ο οποίοι έχουν έναν κοινό παρονομαστή: συνδέονται με το μυστικό, το κρυφό, το υποσυνείδητο, με κάτι που υποβόσκει χωρίς, στην ουσία, να πάψει ποτέ να υφίσταται.

Από την άλλη, το δωμάτιο στην κυριολεκτική του έκφανση, αυτή του ιδιωτικού χώρου κατοικίας, αποτελεί τη χειροπιαστή απεικόνιση όλων εκείνων των στοιχείων που, για τον Ντέιβιντ, είναι εξίσου θελκτικά όσο και τρομακτικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ντέιβιντ έχει κατά κάποιο τρόπο δαιμονοποιήσει το δωμάτιο καθώς σε αυτό συγκεντρώνονται όλες του οι φοβίες αλλά και οι προκαταλήψεις. Ο Ντέιβιντ φοβάται την κοινωνική απόρριψη, αλλά πρώτα απ’ όλα απορρίπτει ο ίδιος ένα ζωτικό κομμάτι του εαυτού του. Μέσα στον ιστό της υποκρισίας όπου έχει εκούσια μπλεχτεί, παρασέρνει και την Έλα, την αρραβωνιαστικιά του. 

Η Έλα, βασικό πρόσωπο της ιστορίας παρά την παρατεταμένη απουσία της, έρχεται να φέρει τον Ντέιβιντ αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με το προαναφερθέν δίλημμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Έλα δεν είναι μια τυπική γυναίκα. Είναι λίγο αγοροκόριτσο, με τα κοντά μαλλιά και την χαλαρή συμπεριφορά της. «[...] σ᾽εκείνη την αγορίστική στάση της [...]», αναφέρει κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ, μια υπόνοια, μια ένδειξη ότι ο βασικός λόγος που την «επέλεξε» ήταν γιατί, προφανώς, του θύμιζε κάτι που τον έλκυε. Σημειολογικά, η παρουσία της Έλα έχει και μία άλλη, συμβολική υπόσταση. Το όνομά της στο πρωτότυπο κείμενο είναι Hella, που αυτόματα φέρνει στο μυαλό τη λέξη Hell, που σημαίνει Κόλαση. Αν και η ίδια η Έλα, σαν άτομο, απέχει πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί αναλόγως – είναι ένας χαρακτήρας που γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής καθώς η ιστορία εξελίσσεται – το όνομά της και η σημειολογία του χτυπούν ένα καμπανάκι, σαν να προειδοποιούν τον Ντέιβιντ ότι αν τελικά παντρευτεί την Έλα πιστεύοντας ότι έτσι θα καταπνίξει όποιες άλλες επιθυμίες, η ζωή και των δύο θα είναι το αντίθετο του Παραδείσου. Ωστόσο και η Έλα, μέσα στην αντισυμβατικότητά της, άθελά της συνοψίζει όλα τα κοινωνικά στερεότυπα που εξακολουθούν να ισχύουν αιώνες τώρα. «Υποθέτω ότι το μόνο πράγμα που θέλω είναι ένας άντρας που θα γυρίζει κάθε βράδυ στο σπίτι κοντά μου. […] Θέλω να αρχίσω να κάνω παιδιά. Κατά μία έννοια, είναι το μοναδικό πράγμα που είμαι ικανή να κάνω.» Ενώ, ειρωνικά, είχε προφανώς καλλιτεχνικές τάσεις αφού είχε πάει στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική, τις οποίες παράτησε όταν το ενδεχόμενο ενός γάμου φάνηκε στο προσκήνιο.

Θα λέγαμε ωστόσο ότι η Έλα είναι απλώς μια παράπλευρη απώλεια. Η συνειδητοποίηση της αλήθειας για εκείνη μπορεί να είναι επώδυνη, είναι όμως και λυτρωτική. Το πραγματικό και άμεσο θύμα αυτής της ιστορίας είναι ο Τζοβάνι, ο οποίος εξαιτίας της απόρριψης και της μετέπειτα εγκατάλειψης από τον Ντέιβιντ και αδυνατώντας, εξαιτίας μιας οικογενειακής τραγωδίας του παρελθόντος, να συμφιλιωθεί και ο ίδιος με τον εαυτό του, θα γίνει ο αυτουργός μιας αποτρόπαιας πράξης που θα σημάνει και την αρχή του τραγικού τέλους του.

Μέσα από την μονομερή αφήγηση του Ντέιβιντ, ο Μπόλντουιν σκιαγραφεί τους ήρωές του με προσοχή, κάπως αποστασιοποιημένα, υιοθετώντας την ψυχρή, απόμακρη οπτική του αφηγητή του. Είναι σημαντικό να έχουμε συνεχώς υπ’ όψιν μας, διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικά δυνατό και πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα, ότι βλέπουμε τα γεγονότα από τη σκοπιά ενός μόνο ανθρώπου – και μάλιστα ενός ανθρώπου με σύγχυση συναισθημάτων – άρα δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για την αντικειμενικότητά του. Ο Μπόλντουιν ουσιαστικά μάς εκθέτει τον ήρωα – αφηγητή του, και τον αφήνει στην δική μας κρίση. Η αφήγησή του είναι δωρική αλλά εμπλουτισμένη με λυρικές εξάρσεις και υπέροχες περιγραφές. Αποδίδει τέλεια τη σκοτεινή διαδρομή του κεντρικού ήρωά του αλλά και την αίσθηση ότι ο Ντέιβιντ δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στο σώμα του. H εξαιρετική μετάφραση της Τερέζας Βεκιαρέλλη συμβάλλει τα μέγιστα στην μετάδοση της ατμόσφαιρας του μυθιστορήματος, πιστή στο συγκρατημένα δραματικό ύφος του κειμένου.

Ανέφερα στην αρχή ότι το ξεκίνημα του βιβλίου εν μέρει προϊδεάζει και εν μέρει παραπλανά. Προϊδεάζει γιατί μεν σε βάζει στο δραματικό κλίμα της ιστορίας, από την άλλη εσκεμμένα παραπλανά κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι ο αφηγητής σκοπεύει να βάλει τέλος στη ζωή του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό. Το τέλος του Τζοβάνι, και με τον τρόπο με τον οποίο συντελείται, έχει έναν εξαιρετικά συμβολικό χαρακτήρα. Με τον θάνατό του, είναι σαν να πεθαίνει και ένα κομμάτι του Ντέιβιντ, ο αληθινός εαυτός του, αυτός που με τόση αγωνία και απελπισία προσπαθούσε, σε ένα μεταφορικό επίπεδο, να «σκοτώσει» ο ίδιος όλη του τη ζωή. Και προς το τέλος, επανέρχεται και πάλι στην αρχική σκηνή, όπου στέκεται μπροστά στο παράθυρο ενός μεγάλου σπιτιού (σε αντίθεση με το μικρό και ταπεινό δωμάτιο του Τζοβάνι), του σπιτιού που επρόκειτο να στεγάσει την παρωδία οικογένειας που ήθελε να δημιουργήσει με την Έλα κοροϊδεύοντας και εκείνη αλλά και, πάνω απ’ όλα, τον εαυτό του, και συμμετέχει, με τον τρόπο του, σαν σε νοερή τελετουργία, στην πορεία του Τζοβάνι προς το τέλος του.

«Το πρόσωπο του Τζοβάνι αιωρείται μπροστά μου σαν απρόσμενο φεγγάρι μια σκοτεινή, κατασκότεινη νύχτα. Τα μάτια του – τα μάτια του λάμπουν σαν μάτια τίγρης, κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά, παρακολουθούν το πλησίασμα του τελευταίου του εχθρού, οι τρίχες του κορμιού του ορθώνονται.»

Είναι κάτι σαν όραμα, σαν μια πνευματική αποκάλυψη. Μια εικόνα που, αν και δεν την βλέπει με τα ίδια του τα μάτια, την σχηματίζει με την σκέψη του με απόλυτη ακρίβεια. Όσο και να θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, τόσο αυτό όσο και ο Τζοβάνι θα είναι πάντα κομμάτι του εαυτού του και της ζωής του και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα τον ακολουθούν παντού. 

Το «Δωμάτιο του Τζοβάνι» είναι ένα εξομολογητικό μυθιστόρημα. Είναι μια ιστορία συναισθηματικά φορτισμένη, που επιστρατεύει στοιχεία ρεαλισμού αλλά και ονειρικά για να μιλήσει για την προσωπική τραγωδία ενός ανθρώπου που είναι ανίκανος να αγαπήσει – κάτι που, σε ευρύτερο επίπεδο, αφορά τον κάθε άνθρωπο που δεν μπορεί να αποδεχτεί τον εαυτό του. Ο Μπόλντουιν στέκεται χωρίς προκατάληψη απέναντι στον συναισθηματικά ανώριμο ήρωά του και φωτίζει εκείνες τις πλευρές του που μας κάνουν να κατανοήσουμε ως ένα βαθμό την στάση του απέναντι στη ζωή και τους άλλους. Αν θα τον δικαιολογήσουμε, είναι μια άλλη ιστορία. Το μόνο σίγουρο είναι, καθώς η αφήγησή του φτάνει στο τέλος της και τον αφήνουμε να περπατάει στον δρόμο, με τον άνεμο να παρασέρνει προς το μέρος του τα κομματάκια από το σημείωμα που αφορούσε την τελευταία πράξη της ζωής του Τζοβάνι, το οποίο λίγο πριν είχε ο ίδιος σκίσει, ότι ο Ντέιβιντ πάντα θα κουβαλάει μέσα του το δωμάτιο – στην πραγματικότητα, όσο κι αν προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό του, δεν βγήκε και μάλλον ούτε θα καταφέρει ποτέ να βγει απ’ αυτό.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/10653-to-dwmatio-tou-tzovani

18 September 2018

Κλαίρη Καμπάνη: Χονιαχάκα, ο μικρός λύκος

 Είναι γνωστή η σοφία των Ινδιάνων, καθώς και τα βαθιά φιλοσοφικά μηνύματα που περνάνε μέσα από τα παραμύθια τους. Αν και προέρχονται από μια άλλη, πολύ μακρινή εποχή, δεν παύουν να είναι πάντα επίκαιρα – ίσως μάλιστα στις μέρες μας να είναι και πιο επίκαιρα από ποτέ. Η θεματολογία τους είναι πολυποίκιλη, με ιστορίες γεμάτες συμβολισμούς και αλληγορίες, με τη φύση και τα στοιχεία της να παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό – και πολλές φορές ακόμα και πρωταρχικό – ρόλο. Οι απέραντες κοιλάδες, τα ψηλά βουνά, τα ορμητικά ποτάμια, οι ήρεμες λίμνες, τα απόκρημνα φαράγγια, ζώα με ξεχωριστά χαρίσματα και χαρακτηριστικά, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες ή τα βουβάλια, είναι στοιχεία που συναντάμε συχνά στα ινδιάνικα παραμύθια, με τον ανθρώπινο παράγοντα να κουβαλάει τον δικό του συμβολισμό.

Τα ινδιάνικα παραμύθια αποτελούν μια μοναδική παράδοση παγκοσμίως που σχετίζεται με πολλές και διαφορετικές φυλές, κάθε μία από τις οποίες είχε διαμορφώσει τις αφηγήσεις της σε άμεση συνάρτηση με τον χώρο στον οποίο ζούσε. Για παράδειγμα τα παραμύθια των φυλών που ζούσαν σε μέρη ορεινά διαφέρουν κατά πολύ από εκείνων που διέμεναν σε πεδιάδες. Καθοριστικός παράγοντας επίσης ήταν και το αν και κατά πόσο το μέρος όπου ζούσαν ήταν γόνιμο. Ωστόσο, όντας κυρίως κυνηγοί – αν και υπήρχαν φυλές που ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία και τις υδατοκαλλιέργειες – έρχονταν πολύ συχνά σε επαφή με την άγρια καρδιά της φύσης, με αποτέλεσμα οι λαϊκές τους ιστορίες να εμπεριέχουν πολύ έντονα ανάλογα στοιχεία – όπως την απόδοση μαγικών ιδιοτήτων σε τοποθεσίες και ζώα που, για διάφορους λόγους, ήταν συνυφασμένα με κάτι ιερό.

HΚλαίρη Καμπάνη, δημιουργός του παιδικού εργαστηρίου Θεατρικά Παραμυθοφτιάγματα, εμπνέεται από ένα τέτοιο παραμύθι, έναν λαϊκό Ινδιάνικο μύθο, και αφηγείται με ζωντάνια και ευαισθησία την ιστορία του μικρού Ινδιάνου Χονιαχάκα.

«Χονιαχάκα» θα πει «μικρός λύκος» - είναι ένα όνομα που του το έδωσαν επειδή γεννήθηκε μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι, με τους λύκους στο μεγάλο βουνό να είναι πολύ ανήσυχοι. Το πεπρωμένο λοιπόν του μικρού Χονιαχάκα ήταν συνδεδεμένο με τους λύκους από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθε στον κόσμο – ωστόσο αυτό ήταν κάτι που μάλλον δεν τον απασχολούσε όταν ήταν παιδάκι. Αντίθετα, δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, έκανε συνεχώς σκανταλιές και ζαβολιές, εξαπατούσε τους φίλους του ώστε να έρχεται πρώτος στους διαγωνισμούς για να εντυπωσιάζει τον μεγάλο αρχηγό.

Μέχρι που ήρθε κάποια στιγμή η ώρα να φύγει για το βουνό. Αυτό ήταν μέρος μιας τελετουργικής διαδικασίας ώστε να μπορέσει να γίνει κάποτε μεγάλος κυνηγός. Αν και ο αρχηγός, ξέροντάς τον καλά, ανησυχούσε μ’ αυτή την προοπτική, δεν είχε άλλη επιλογή από τον να στείλει τον Χονιαχάκα στο μεγάλο βουνό. Εκεί, μόνος του ανάμεσα στα ιερά πνεύματα, είχε σαν αποστολή να ανακαλύψει τον εαυτό του και ενηλικιωθεί συναισθηματικά. Ακόμα κι αυτό όμως ο μικρός και ατίθασος Ινδιάνος το έβλεπε σαν μία ακόμα πρόκληση, σαν έναν ακόμα διαγωνισμό που έπρεπε να κερδίσει πάση θυσία για να βγει και πάλι πρώτος ανάμεσα στα παιδιά της φυλής του.

Είναι πολλές οι εκπλήξεις που του επιφυλάσσει αυτή η εμπειρία, από την οποία έχει να μάθει τόσα πολλά. Το κάνει όμως στ’ αλήθεια αυτό το ταξίδι; Ή μήπως πρέπει πρώτα να προετοιμαστεί με κάποιον τρόπο ώστε να πάει στο μαγικό βουνό όταν θα έχει ήδη κατανοήσει την αξία της σημαντικής αυτής διαδικασίας; Πολλές φορές χρειάζεται να δούμε ένα σημάδι για να καταλάβουμε αν κάτι κάνουμε λάθος, αν πρέπει να αλλάξουμε τακτική. Και συχνά τέτοιου είδους σημάδια έρχονται κρυμμένα μέσα στα όνειρά μας. Κάπως έτσι και ο μικρός Χονιαχάκα θα καταφέρει να δει καθαρά ενώ είναι ακόμα καιρός, και θα ξεκινήσει για το ταξίδι της ενηλικίωσής του όταν θα είναι πια ουσιαστικά έτοιμος για να το κάνει. 

Η ουσιαστική αλλαγή ξεκινάει από μέσα μας, είναι σα να μας λέει η ιστορία του Χονιαχάκα. Αν ο μικρός Ινδιάνος είχε πάει στο βουνό κουβαλώντας μαζί του όλη την αλαζονεία και τον εγωισμό του, η όλη μυητική διαδικασία δεν θα είχε κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ή, σε μια ακόμα χειρότερη περίπτωση, θα είχε συνέπειες καταστροφικές, τόσο για τον ίδιο όσο και για το χωριό του. Οι λύκοι που τον συνόδευσαν στην είσοδό του στη ζωή είναι που τελικά τον βοηθούν να βρει τον δρόμο του. 

Ο λόγος της Κλαίρης Καμπάνη είναι λιτός και καθαρός, επί της ουσίας. Η συγγραφέας εστιάζει στο μήνυμα του παραμυθιού με έναν τρόπο που κεντρίζει το ενδιαφέρον και δημιουργεί όμορφες, ατμοσφαιρικές εικόνες με τις περιγραφές της. Συνοδεύει ωστόσο το κείμενό της και με τις δικές της, κυριολεκτικές εικόνες – πολύχρωμες, πρωτότυπες, με απαλές αλλά ταυτόχρονα δυνατές γραμμές, ενώ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο φόντο που κυριαρχεί κάθε φορά: το χωριό με τα γαλήνια χρώματα, το επιβλητικό γαλάζιο βουνό, το πυκνό, καταπράσινο δάσος, η υποβλητική πανσέληνος, δίνουν στην κάθε δισέλιδη εικόνα έναν τόνο πολύ χαρακτηριστικό που ταιριάζει απόλυτα με τη σκηνή την οποία εικονογραφούν.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2018