13 October 2018

Στέφανος Κορκολής: Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω

“Σαν έξαφνα, / ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί / αόρατος θίασος να περνά / με μουσικές εξαίσιες, με φωνές...” - στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη που πλέον θεωρούνται – και είναι – εμβληματικοί, έρχονται από τα περασμένα και συναντούν την καλλιτεχνική ευφυΐα του Στέφανου Κορκολή, σε μια συγκινησιακή, αρμονική συνύπαρξη ποίησης και μουσικής.

Είναι μεγάλη πρόκληση για έναν μουσικοσυνθέτη να καταπιαστεί με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενός ποιητή του οποίου η ιδιομορφία της έκφρασης, σε συνδυασμό με την θεματολογία του αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο την αναπτύσσει, τον έχουν κατατάξει σε μία ξεχωριστή θέση, όχι μόνο όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αλλά και παγκοσμίως.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το sui generis πνεύμα του Αλεξανδρινού συνδέεται με μια σύγχρονη μουσική προσέγγιση. Ο Καβάφης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν – από τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι τον Γιάννη Σπανό και από την Λένα Πλάτωνος μέχρι τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, οι συνθέτες από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα έχουν κατά καιρούς επενδύσει μουσικά την ποίησή του. Ωστόσο το έργο του Στέφανου Κορκολή “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” είναι μία από τις ελάχιστες φορές όπου η ποίηση του Καβάφη αντιμετωπίζεται σαν πρωτογενές υλικό προς μελοποίηση, με απόλυτο σεβασμό πάντα προς το ιδιάζον ύφος του, και έμφαση στην ανασύνθεση μιας περασμένης εποχής, με αποτέλεσμα τα τραγούδια που προκύπτουν να είναι ακριβώς αυτό: τραγούδια με όλη τη σημασία της λέξης, με μελωδίες υψηλών προδιαγραφών, οι οποίες εντούτοις σου μένουν στο μυαλό και σε παρακινούν να τις σιγοτραγουδήσεις.

Ο Στέφανος Κορκολής έχει κατά καιρούς πειραματιστεί με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Έχοντας από μικρός επιδείξει το εξαιρετικό του ταλέντο στο πιάνο, απομνημονεύοντας και στη συνέχεια αναπαράγοντας κομμάτια κλασικής μουσικής από τα τέσσερά του μόλις χρόνια, εμπλούτισε στη συνέχεια τις γνώσεις του με σπουδές που περιελάμβαναν το περίφημο Conservatoire de Paris, καθώς και την παρακολούθηση σεμιναρίων από συνθέτες του βεληνεκούς του Άστορ Πιατσόλα.

Η μουσική του παιδεία καλύπτει ένα ευρύτατο πεδίο ειδικοτήτων, όπως ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας, σύνθεση μουσικής κινηματογράφου, με την δεξιότητά του στο πιάνο να κυριαρχεί σε όλες τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Έχει έως τώρα ηχογραφήσει προσωπικούς δίσκους με δικές του συνθέσεις, σε πολλούς από τους οποίους έχει και τον ρόλο του ερμηνευτή ή συνερμηνευτή, και εκτελέσεις κλασικών έργων, έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους και έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.

Με το “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” στρέφεται στην μελοποιημένη ποίηση, επιλέγοντας ως πρώτη ύλη τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Τα δύο CD που αποτελούν αυτό το πολύ προσεγμένο και καλαίσθητο άλμπουμ φιλοξενούν 22 συνολικά κομμάτια – 13 τραγούδια και 9 ορχηστρικά – στα οποία οι μουσικές γραμμές συνδυάζουν τη ρετρό μελωδία με τη σύγχρονη, το κλασικό στοιχείο εναλλάσσεται με το λαϊκό, και παρελθόν και παρόν συναντώνται σε ένα νοητό σημείο, εκεί όπου η υψηλή τέχνη υφίσταται χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς.

Ο Στέφανος Κορκολής, με την άνεση και την ευχέρεια που του προσφέρει η αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική του παιδεία, παίζει κυριολεκτικά στα δάχτυλα το κάθε μουσικό ύφος και δεν διστάζει να πειραματιστεί. Τα 12 ποιήματα που έχει μελοποιήσει στο πρώτο CD, συν μία εναλλακτική εκδοχή του ενός από αυτά, αποκαλύπτουν έναν μουσικό που έχει το σπάνιο ταλέντο να εκφράζεται  μέσα από μια πολυσχιδή συνθετική προσωπικότητα.

Κάποτε επιλέγει τον κλασικό ρυθμό των τριών τετάρτων, όπως στο δραματικό “Μακριά”, το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ, που λειτουργεί σαν εισαγωγή συνδέοντας το τότε με το τώρα. Άλλοτε επιστρατεύει το τανγκό, όπως στην περίπτωση του δωρικού “Κρυμμένα”, με την λιτή ενορχήστρωση να αφήνει τον στίχο να κυριαρχεί. Αποτίει ωστόσο φόρο τιμής και στο καθαρόαιμα λαϊκό ζεϊμπέκικο, όπως συμβαίνει στο “Ένας Γέρος”, με τα εννέα όγδοα του ρυθμού να εικονογραφούν το ποίημα, χρωματίζοντας την ασπρόμαυρη αφήγηση, με το “σχέδιο” σιγά σιγά να αποκτά στέρεα περιγράμματα και να μετατρέπεται σε ταμπλό βιβάν όπου, καθώς η ορχήστρα εναλλάσσεται με το δραματικό πιάνο, σαν να διακρίνουμε ανεπαίσθητες κινήσεις – στο τέλος η παγωμένη εικόνα ίσως και να ζωντανέψει.

Εξίσου δυναμική και υποβλητική με τη μουσική, η ερμηνεία της Σοφίας Μανουσάκη χαρίζει στα ποιήματα – τραγούδια την ευαισθησία και τον λυρισμό που πολλές φορές υπάρχει στην ποίηση του Καβάφη αλλά δεν φαίνεται πάντα με την ανάγνωσή της.

Η Σοφία Μανουσάκη, μια πολύ νέα τραγουδίστρια με εντυπωσιακό, ωστόσο, βιογραφικό – έχει ερμηνεύσει τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνοδευόμενη από το πιάνο του Στέφανου Κορκολή, σε δύο άλμπουμς που κυκλοφόρησαν το 2015 και το 2016 – διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη χροιά, και η φωνή της, ζεστή και ταυτόχρονα ρωμαλέα, δίνει έναν διακριτικά θεατρικό τόνο που ταιριάζει απόλυτα στο αφηγηματικό / παραστατικό ύφος του Καβάφη. Χαρακτηριστικά δείγματα της ερμηνείας της, οι δύο διαφορετικές εκδοχές του “Επέστρεφε” όπου αναδεικνύονται οι ερμηνευτικές της αποχρώσεις, με τη φωνή της πότε να αφήνει χώρο στην ορχήστρα και πότε να της επιβάλλεται, ανάλογα με το συναίσθημα του κάθε στίχου.

Εμπνευσμένα από τις ιστορίες που αφηγούνται τα αντίστοιχα ποιήματα, τα ορχηστρικά του δεύτερoυ CD είναι, κατά κάποιον τρόπο, η μουσική έκφανσή τους. “Η μουσική είναι η λογοτεχνία της καρδιάς. Αρχίζει εκεί που τελειώνει ο λόγος”, είχε πει ο Λαμαρτίνος. Κάπως έτσι λοιπόν οι μελωδίες που κατακλύζουν το δεύτερο CD μοιάζουν να απαντούν στα ποιήματα που καλούνται να αποδώσουν με τις νότες. Αποδεσμεύοντας τις συνθέσεις του από τους περιορισμούς που αναπόφευκτα επιβάλλει η παρουσία των στίχων, ο Κορκολής επιδεικνύει κι εδώ μια πολύπλευρη μουσική ταυτότητα, ανάλογη με εκείνη του πρώτου CD.

Στους “Τρώες” το επικό κλίμα βρίσκεται σε αρμονία με τις ανατροπές στα γυρίσματα και την ευφυή χρήση της χορωδίας σε συνοδευτικό ρόλο. Στις  “Φωνές” κυριαρχεί το στοιχείo της μελαγχολίας που τονίζεται από το σόλο του πιάνου. Το δραματικά νοσταλγικό “Μέρες του 1903” κορυφώνεται νότα με τη νότα. Στο “Ιωνικόν”, η υπέροχη μελωδία μοιάζει να είναι μια ευφυής μείξη παραδοσιακής μουσικής και μελωδίας αρχαιοελληνικού τύπου, με τον απόηχό της να βρίσκεται σε διάλογο με τον “Εφιάλτη της Περσεφόνης” του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα σημείωμα του Καβάφη παραμονές του θανάτου του γίνεται η αφορμή για μια υποβλητική ελεγεία, για τον ύστατο αποχαιρετισμό στο “29 / 4 / 1933”.

Ο Στέφανος Κορκολής, ως εκπρόσωπος της εποχής μας, συνομιλεί με τον ποιητή από το παρελθόν, με τα διαφορετικά στοιχεία της μουσικής του να συναντούν όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη: την ελληνικότητα, το κοσμοπολίτικο υπόβαθρο, τον ιδιαίτερο ερωτισμό, τους εθνικούς προβληματισμούς, τα αρχαιοελληνικά μοτίβα. Η σύγχρονη ματιά και αντίληψη του συνθέτη ενισχύει την άφθαρτη αξία του ποιητή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την διαχρονικότητα του συνολικού αυτού μουσικού έργου και αφήνοντάς το ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Στο άλμπουμ συμμετέχουν η Καμεράτα του Δημοτικού Ωδείου Βόλου υπό τη διεύθυνση του Ιωακείμ Μπαλτσαβιά, η Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας υπό την διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Σάββα Ρακιντζάκη, το Φωνητικό Σύνολο En-Chor, η Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας υπό την διεύθυνση του Σταύρου Σολωμού και της Αρετούσας Νικολοπούλου και η Παιδική – Νεανική Χωρωδία “Μουσικοί Ορίζοντες” υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Μπέλας Λιονάκη.

Το συνοδευτικό βιβλίο του άλμπουμ περιλαμβάνει τα ποιήματα στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση των Έντμουντ Κίλι, Ρέι Ντάλβεν και Φίλιπ Σέραρντ, σημειώματα του συνθέτη, της ερμηνεύτριας, του παραγωγού Αντώνη Παπαβομβολάκη, του κριτικού και ιστορικού μουσικής Γιώργου Β. Μονεμβασίτη και του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου.


Η κριτική δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10731-kavafhs-korkolhs