29 June 2017

Βασίλης Κουτσιαρής: Μ' Αγαπάς, Μπαμπά;


Αν και ίσως περισσότερο επίκαιρο από ποτέ, το θέμα της ατομικής διαφορετικότητας σε όλους τους τομείς εξακολουθεί να είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα λεπτό, ιδίως σε ότι έχει να κάνει με παιδιά. Στις ομάδες που αποτελούνται από μικρές ηλικίες, και ιδιαίτερα στο σχολείο, οποιασδήποτε μορφής ‘απόκλιση’ μπορεί εύκολα να αποτελέσει στόχο εμπαιγμών, που πολλές φορές οδηγεί στην περιθωριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό του ατόμου.

Λέγοντας ‘απόκλιση’, νοείται οτιδήποτε ξεφεύγει από τα γενικώς αποδεκτά στερεότυπα – είτε αυτό αφορά κάτι που είναι προφανές, όπως μια εμφανισιακή λεπτομέρεια (ένα σπάνιο χρώμα μαλλιών, ας πούμε) ή ένας τρόπος ομιλίας, είτε κάτι που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά έχει να κάνει με την ουσία της προσωπικότητας του ατόμου, για παράδειγμα: υψηλή ευφυία, νοητική στέρηση, μια συνήθεια ή σεξουαλική προτίμηση. Όσο κι αν η κοινωνία μας θέλει να πιστεύει ότι έχει προχωρήσει κι ότι είναι έτοιμη ν’ αποδεχτεί τα πάντα, πρακτικά έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.

Οι κοινωνικές προκαταλήψεις δεν εξαντλούνται μόνο σε προφανείς εκφάνσεις του ‘διαφορετικού’, αλλά επεκτείνονται και στην καθημερινότητά μας, ακόμα και στις οικογενειακές και φιλικές μας σχέσεις. Εύκολα θα χαρακτηρίσουμε κάποιον με τρόπο διόλου κολακευτικό επειδή, για παράδειγμα, είναι πολύ ευαίσθητος ή ακόμα κι επειδή μπορεί να είναι περισσότερο έξυπνος από τη χρυσή μετριότητα που η κοινωνία μπορεί να ανεχτεί.

Ο Βασίλης Κουτσιαρής σκύβει με ευαισθησία και ποιητικότητα σ’ αυτό το θέμα και το γενικότερο πλαίσιό του, μέσα από ένα τρυφερό, αλληγορικό παραμύθι, επιστρατεύοντας καίριους συμβολισμούς για να περάσει το μήνυμά του.

Σε έναν εξοχικό δρόμο, μια σειρά από δέντρα μεγαλώνουν με τη φροντίδα ενός ανθρώπου, ο οποίος τα περιποιείται όλα με την ίδια αγάπη. Ωστόσο ένα από τα δέντρα είναι διαφορετικό στην όψη, κι αυτό το κάνει να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη ομάδα. Αν και η ιδιαιτερότητα της ‘κατασκευής’ του δεν στερεί τίποτα από την προσωπικότητά του, δέχεται διάφορα περιπαικτικά και περιφρονητικά σχόλια, καθώς όλοι στέκονται στο γεγονός ότι διαφέρει και κανείς δεν φαίνεται να προσέχει ότι χάρις σ’ αυτό ακριβώς είναι κάποιες φορές σε πολύ καλύτερη θέση από τους ‘κανονικούς’ άλλους.

«[…]Την επόμενη μέρα, όπως κάθε μέρα σχεδόν, κατέφτασαν. Οι πεταλούδες μου! Πανέμορφες, η καθεμιά τους ξεχωριστή! Με μοβ, άσπρα, κίτρινα φτερά. Μπερδεύονταν στα κλαδιά μου και αρχίζαμε τα παιχνίδια. Οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Τα υπόλοιπα δέντρα φιλοξενούσαν τους αετούς και τα γεράκια. Κάθονταν στις κορφές των κλαδιών τους και τους διηγούνταν ιστορίες από τους τόπους που επισκέπτονταν. Τι βαρεμάρα! σκεφτόμουν κάθε φορά που τους έβλεπα. Όταν με κοίταζαν μάλιστα, κουνούσα κοροϊδευτικά τα φύλλα μου.»

Αυτό το πλατύφυλλο δέντρο με τα ανοιχτά κλαδιά, που διέφερε από τα άλλα του είδους του, είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί αυτές τις όμορφες πεταλούδες, κάτι που τα άλλα δε μπορούσαν να κάνουν, κι ακριβώς επειδή αυτό ήταν πέρα από τα αναμενόμενα, πέρα από τα στερεότυπα δηλαδή, δεν έμπαιναν στον κόπο να δουν το όλο θέμα από την άλλη του πλευρά. Τους αρκούσε που εκείνο το δέντρο, το ένα και μοναδικό, ήταν διαφορετικό κι αυτό ήταν αρκετό για να το καταδικάσουν στην απομόνωση. Και το ίδιο έκανε και ο άνθρωπος που φρόντιζε τα δέντρα, ο ‘πατέρας’ τους.

Ωστόσο αυτή η ιδιαιτερότητα είναι που θα βοηθήσει κάποια κρίσιμη στιγμή το δέντρο να σώσει τη ζωή του ‘πατέρα’ του. Και τότε μόνο εκείνος θα καταλάβει πόσο λάθος στάση είχε κρατήσει όλο τον προηγούμενο καιρό.

Τα μηνύματα είναι πολλά, και περνάνε με έναν τρόπο διακριτικό και συνάμα εύστοχο, χωρίς άσκοπους διδακτισμούς. Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή των δέντρων γι’ αυτούς τους συμβολισμούς.

Ο άνθρωπος πάντα είχε και θα έχει άρρηκτη σχέση με τη γη, με το χώμα. Τα δέντρα έχουν ρίζες βαθιά στη γη που δεν είναι εύκολο να κοπούν – όπως και η σχέση γονιού-παιδιού. Σε μια σκηνή με πολύ νόημα και ιδιαίτερη σημασία για όλη την ιστορία, ο ‘πατέρας’ κόβει τα κλαδιά του δέντρου σε μια προσπάθεια να το κάνει ίδιο με όλα τα υπόλοιπα, αλλά διαπιστώνει ότι αυτό δεν είναι λύση. Εκείνος είναι που πρώτος το μετανιώνει, γιατί στο βάθος, στο υποσυνείδητο, ξέρει ότι το καθήκον του είναι να αποδεχτεί και να αγαπήσει το ‘παιδί’ του γι’ αυτό που είναι, χωρίς να προσπαθήσει να το αλλάξει.

Η διαφορετικότητα, σε όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται και ό,τι κι αν αφορά, είναι που κάνει τους ανθρώπους ξεχωριστούς και τους δίνει κοινωνική ταυτότητα και μοναδικότητα. Ο ‘πατέρας’ του δέντρου συνειδητοποίησε ότι κόβοντας τα κλαδιά του ‘παιδιού’ του, του στέρησε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητάς του, κι αυτό είχε αντίκτυπο όχι μόνο στο ίδιο, αλλά και στον περίγυρό του.

Η συγκινητική και δυνατή αυτή ιστορία ζωντανεύει ιδανικά με τις πολύ όμορφες εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Ιούνιο του 2017
http://fractalart.gr/m-agapas-mpampa/

28 June 2017

Alice Brière-Haquet: Η κυρία Άιφελ


Ο πύργος του Άιφελ κατασκευάστηκε μέσα σε δύο χρόνια, από το 1887 μέχρι το 1889, με σκοπό να παρουσιαστεί στην επετειακή Διεθνή Έκθεση το 1889 για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο μηχανικός Γουστάβος Άιφελ εμπνεύστηκε το σχήμα του πύργου από το Παρατηρητήριο Latting της Νέας Υόρκης – έναν ξύλινο πύργο ο οποίος χαρακτηρίστηκε αργότερα ‘ο πρώτος ουρανοξύστης’ της πόλης. Το 1885, όταν ο Άιφελ παρουσίασε τα σχέδιά του για την κατασκευή του δικού του πύργου στην Ένωση Πολιτικών Μηχανικών, ανέφερε ότι ο πύργος αυτός θα συμβολίζει τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, αλλά και τον αιώνα της Βιομηχανίας και της Επιστήμης, ο οποίος ήρθε χάρις στα μεγάλα επιστημονικά κινήματα του 18ου αιώνα αλλά και στην Επανάσταση του 1789, ως φόρος τιμής στην οποία θα κατασκευαζόταν.

Αυτά είναι με πολύ λίγα λόγια τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στην δημιουργία του ιστορικού αυτού πύργου, ο οποίος αποτελεί σήμα κατατεθέν του Παρισιού, αλλά και της Γαλλίας κατ’ επέκταση. Η Alice Brière-Haquet, ωστόσο, θέλησε να δώσει μία διαφορετική ερμηνεία για την κατασκευή του Πύργου του Άιφελ, εμπλέκοντάς τον σε μια ιστορία αγάπης και αφοσίωσης. Η συγγραφέας, η οποία έχει διδάξει λογοτεχνία σε γυμνάσια για δώδεκα χρόνια, παίρνει πολλές ελευθερίες και αυτοσχεδιάζει σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό, χρησιμοποιώντας μεν το όνομα του μηχανικού Άιφελ και τις πραγματικές ιδιότητές του (ήταν όντως μηχανικός που κατασκεύαζε γέφυρες, για παράδειγμα), αλλά παραλλάσσοντας τους λόγους για τους οποίους κατασκεύασε τον περίφημο πύργο.

Στη δική της φανταστική εκδοχή, ο Άιφελ εμπνεύστηκε τον πύργο από την αγαπημένη του, η οποία ήταν βαριά άρρωστη και χρειαζόταν καθαρό αέρα. «Κι αν έφτιαχνες γραμμές ουράνιες για τρένα, / να κάνουμε στα σύννεφα ταξίδια ονειρεμένα;» λέει στον Άιφελ η καλή του. Έτσι, λέει η Brière-Haquet, ο Άιφελ κλείνεται στο γραφείο του για να σκεφτεί και αποφασίζει να φτιάξει έναν πύργο τόσο ψηλό που να φτάνει μέχρι τα σύννεφα, ώστε να προσφέρει στην αγαπημένη του αυτό που είχε τόσο ανάγκη για να γίνει καλά.

Διατηρώντας ένα μικρό μέρος της πραγματικότητας (η πραγματική γυναίκα του Άιφελ ήταν όντως άρρωστη – πέθανε μάλιστα σε πολύ νεαρή ηλικία, αν και πολλά χρόνια πριν την δημιουργία του πύργου από τον σύζυγό της), η συγγραφέας αλλάζει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου της (η κυρία Άιφελ αναφέρεται στην ιστορία ως Κάτια, ενώ στην πραγματικότητα την έλεγαν Μαργκερίτ), κι έτσι αποσυνδέει ως ένα βαθμό την ιστορική αλήθεια από τη δική της φανταστική ιστορία. Ουσιαστικά ο πύργος του Άιφελ λειτουργεί ως σύμβολο, και θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε μεγάλο μνημείο ή, αν το πάμε ακόμα παραπέρα, ο,τιδήποτε φαινομενικά ακατόρθωτο – είτε πρόκειται για αντικείμενο είτε για ενέργεια – που είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος προκειμένου να εκφράσει την απεριόριστη αγάπη του σε κάποιο άλλο άτομο ή ακόμα και σε μια ιδέα.

Η ιστορία είναι γραμμένη σε στίχους με μέτρο και ομοιοκαταληξία, τους οποίους έχει αποδώσει με ευαισθησία η συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη, και συνοδεύεται από ιδιότυπα ασπρόμαυρα σχέδια, όπου το μόνο άλλο χρώμα είναι το ροζ, σε πολύ επιλεγμένες επιφάνειες και κυρίως στα μάγουλα των δύο ηρώων. Η εικονογράφος Csil εναρμονίζει το τρυφερά χιουμοριστικό στιλ της με το κείμενο, ενώ οι εικόνες της πολλές φορές κυριαρχούν, συνδυάζοντας με πολύ ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο τις απλές γραμμές με την περιπλοκότητα των σχεδίων.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/7329-i-kyria

10 June 2017

Ιωάννα Μπουλντούμη: Ούτε ψύλλος στον κόρφο

Η Λίζα Ρούμπεν, διάσημη πρωταγωνίστρια της τηλεόρασης, επισκέπτεται τον έμπειρο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαντιγιέ για να του αναθέσει την διερεύνηση μιας υπόθεσης εκβιασμού με στόχο την ίδια. Οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη για την ιδιότροπη και φαντασμένη σταρ, και κυρίως για τον υπεράνω υποψίας διπλωμάτη αρραβωνιαστικό της. Πρόκειται για άλλο ένα βιβλίο από τη σειρά «Γραφείο Αστυνομικών Ερευνών Ηρακλή Πουαντιγιέ» της Ιωάννας Μπουλντούμη, μια διασκεδαστική και γεμάτη χιούμορ ιστορία (έχουν προηγηθεί: «Λείπει η γάτα, χορεύουν τα φαντάσματα», «Σαν το σκύλο με τη γάτα» και «Σκυλίσια ζωή») η οποία  απευθύνεται μεν σε παιδιά, διαβάζεται ωστόσο ευχάριστα και από μεγαλύτερες ηλικίες, ακόμα και από ενήλικες.

Οι ήρωες είναι ζώα με ανθρώπινη συμπεριφορά και ιδιότητες, αλλά τα χαρακτηριστικά του είδους του καθενός δεν απουσιάζουν – το αντίθετο, μάλιστα, εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο του μύθου και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του. Για παράδειγμα, η γάτα, αν και μιλάει και φέρεται σαν άνθρωπος, δεν έχει χάσει την έμφυτη περιέργειά της, και επιπλέον την επιστρατεύει όποτε οι συνθήκες το απαιτούν. Ο ανθρωπομορφισμός των ζώων στην λογοτεχνία πάει αιώνες πίσω – με τον Αίσωπο και τους περίφημους μύθους του, τον Αριστοφάνη, τα μεταγενέστερα δημοτικά τραγούδια, τα λαϊκά παραμύθια, τις παραβολές, τον συναντάμε στα παραμύθια του Άντερσεν, των αδελφών Γκριμ, του Σαρλ Περό, ενώ καταλαμβάνει μια μεγάλη μερίδα στον χώρο των κινουμένων σχεδίων, των κόμικς και των τρισδιάστατων μέσων καλλιτεχνικής έκφρασης. Επιπλέον, πρόκειται για μια ιδιαίτερα διαδεδομένη τεχνική στην παιδική λογοτεχνία ειδικότερα, που τυγχάνει και εξαιρετικής αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό για το οποίο προορίζεται.

Η συγγραφέας πλάθει ένα σουρεαλιστικό σύμπαν που κλείνει το μάτι στη νουάρ μυθοπλασία, επιχειρώντας να την επανατοποθετήσει σε μια βάση πιο ανάλαφρη και εύληπτη – κάτι που επίσης αποτυπώνεται με καλαισθησία στις ασπρόμαυρες με κόκκινες λεπτομέρειες εικόνες της Κατερίνας Χαδουλού. Οι τετράποδοι πρωταγωνιστές δραστηριοποιούνται με ανθρώπινες ιδιότητες σε μια φανταστική κοινωνία με ανάλογα χαρακτηριστικά. Ο Ηρακλής Πουαντιγιέ είναι σκύλος Δαλματίας και είναι ντετέκτιβ, ενώ βοηθός του είναι η Αγαθή, μια γάτα. Διόλου τυχαία η επιλογή των ονομάτων, με τον Ηρακλή Πουαντιγιέ να παραπέμπει στον διάσημο λογοτεχνικό ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό, και την Αγαθή στην δημιουργό του, Αγκάθα Κρίστι.

Εξίσου σημειολογικά και αναλογικά λειτουργούν και οι ιδιότητές τους σε σχέση με το είδος τους, αφού ο ντετέκτιβ δε θα μπορούσε παρά να είναι το λαγωνικό που οσμίζεται τα πάντα, ενώ η βοηθός του, η αθόρυβη, διακριτική, ανεξάρτητη γάτα, ερευνά όσα δε φαίνονται και σε κάποια σημεία κινεί τα νήματα, όπως η συνονόματή της συγγραφέας των αστυνομικών ιστοριών κατευθύνει τα βήματα του ντετέκτιβ ήρωά της. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στις εικόνες: το επίθετο μιας από τις βασικές ηρωίδες είναι Ρούμπεν, όνομα που παραπέμπει στο ρουμπίνι και κατ’ επέκταση στο κόκκινο χρώμα, το οποίο κυριαρχεί στα ασπρόμαυρα σχέδια, τονίζοντας διακριτικά το κλίμα χιουμοριστικού μυστηρίου της ιστορίας.

Αν και η βάση του αφηγήματος είναι απλή, διαφαίνεται σε πολλά σημεία η ευχέρεια της συγγραφέως στη χρήση έξυπνων αναφορών και λογοπαιγνίων, κάτι που προσδίδει μια ξεχωριστή ταυτότητα στο βιβλίο. Είναι έξυπνο χωρίς να είναι εξυπνακίστικο, γιατί η περιγραφή των ευτράπελων καταστάσεων γίνεται φυσικά, μέσα στη ροή του κειμένου, και είναι απόλυτα συνταιριασμένη με το γενικότερο ύφος και πνεύμα της ιστορίας. Οι τετράποδοι ήρωες της Μπουλντούμη εύκολα βρίσκουν αντιστοιχία με ανθρώπινους τύπους – από την άλλη, πάλι, ενώ φαινομενικά ανταποκρίνονται σε ορισμένα στερεότυπα, η συμπεριφορά τους δεν είναι πάντα η αναμενόμενη, ανατρέποντας τόσο τον εαυτό τους όσο και τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/7196-oute-psilos-ston-korfo