24 March 2019

Τίτος Πατρίκιος – Ανδρέας Κατσιγιάννης: Πολιορκημένος χρόνος

Η ποίηση πάντα ήταν και θα είναι η αδελφή της μουσικής. Είτε έμμετρα είτε ελευθερόστιχα, τα ποιήματα εμπεριέχουν ρυθμό και μελωδία και η μετατροπή τους σε τραγούδια είναι κάτι σαν μια φυσική εξέλιξη. Ένα ποίημα είναι σαν μια πεταλούδα. Γεννιέται μέσα στο κουκούλι – το μυαλό του ποιητή. Όταν έρχεται η στιγμή να πάρει τον δρόμο της έκφρασής του, σπάει το κουκούλι και αποτυπώνεται στο χαρτί. Από εκεί και πέρα “ανεξαρτητοποιείται”, φεύγει από τον δημιουργό του και πετάει ελεύθερο, όπως η πεταλούδα. Όμως, σε αντίθεση με την πεταλούδα, ένα ποίημα δεν είναι εφήμερο. Μπορεί να ζήσει στην αιωνιότητα – ακόμα και να έχει πολλές ζωές. Μια από αυτές τις πολλές ζωές είναι η μελοποιημένη μορφή του. Όταν ένα ποίημα γίνεται τραγούδι, είναι σαν να ξαναγεννιέται. Ό,τι έχει εκφράσει ο ποιητής με τη γραφή του, το εξελίσσει ο συνθέτης εντάσσοντάς το μέσα σε μια μελωδία. Και στη συνέχεια έρχεται ο ερμηνευτής, σαν συνδετικός κρίκος, να τραγουδήσει το ποίημα ενώνοντάς το με την μουσική έκφανσή του.

Το βιβλίο-cd “Πολιορκημένος Χρόνος” αποτελεί μια ευτυχή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκυρία όπου ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, ο Τίτος Πατρίκιος, συναντά έναν νέο συνθέτη, τον Ανδρέα Κατσιγιάννη. Μια παρέα εκλεκτών ερμηνευτών, οι Γιάννης Κότσιρας, Γιώργος Περρής, Γιώργος Νταλάρας, Μίλτος Πασχαλίδης, Φοίβος Δεληβοριάς, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και Απόστολος Μόσιος, συμπληρώνουν αυτή την εξέχουσα συνάντηση, την τόσο ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη.

Ο Τίτος Πατρίκιος καλύπτει με τη ζωή και τη δημιουργία του ένα μεγάλο κομμάτι του 20ου αιώνα και συνεχίζει και τώρα στον 21ο να είναι ακμαίος και παραγωγικός. Γεννημένος Ιωάννης-Βαπτιστής το 1928, αποκτώντας στη συνέχεια το όνομα Βαπτιστής-Τίτος, μεγάλωσε μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια: οι νησιώτες γονείς του αλλά και οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας του ήταν ηθοποιοί. Είναι από τους ανθρώπους εκείνους που τα έχουν δει όλα και τα έχουν ζήσει όλα, έχουν βιώσει από πρώτο χέρι γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας. Αλλά και το μακρινό του παρελθόν έχει μεγάλη σημασία: όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό σημείωμα της Ελένης Αντωνιάδου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο-cd, ο Κεφαλλονίτης προπάππους του μετέφερε με το καράβι του εφόδια στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Στη συνέχεια η ζωή του σηματοδοτείται από αλλεπάλληλα γεγονότα που αφήνουν αναπόφευκτα το στίγμα τους. Αντίσταση, εξορίες, διωγμοί, ακραίες καταστάσεις (είχε καταδικαστεί σε θάνατο το 1944 από συνεργάτες των Γερμανών, με την εκτέλεσή του να ματαιώνεται την τελευταία στιγμή), έντονη πολιτική δραστηριότητα, αλλά και μια γεμάτη ζωή, κοινωνικά και δημιουργικά, διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να χρωματίζουν τον καμβά της ζωής του. Όλη αυτή η πλούσια εμπειρία, το παρελθόν, όλα όσα έζησε, περνούν άλλοτε πιο άμεσα και άλλοτε πιο φιλτραρισμένα στην ποίησή του.

Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, μουσικός με σημαντική προσωπική δισκογραφία και πολλές συμμετοχές, μελοποιεί εφτά ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, που καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονικό φάσμα, ενώ άλλα οχτώ τα απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής με τον συνθέτη να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο. Είτε πρόκειται για πολιτικό σχόλιο, είτε για ερωτική εξομολόγηση, είτε για αναδρομή στο παρελθόν, είτε για κοινωνικό προβληματισμό, το κάθε ποίημα και το κάθε τραγούδι προσθέτει κάτι ακόμα στη συνολική σύνθεση η οποία, όταν ολοκληρώνεται, φωτίζεται από όλα αυτά τα τόσο σημαντικά, αναπόσπαστα στοιχεία της και είναι σαν να συμπληρώνεται ένας χάρτης – ο χάρτης της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης νόησης.

Οι επτά ερμηνευτές που έχουν αναλάβει να καλύψουν το τραγουδιστικό μέρος δεν προέρχονται όλοι από τον ίδιο χώρο, ούτε ανήκουν και στην ίδια γενιά. Αυτή η διαφοροποίηση συμβάλλει στο να τονίζεται κάθε φορά και κάτι διαφορετικό μέσα από το εκάστοτε μελοποιημένο ποίημα. “Ένα ποίημα”, λέει ο Ρόμπερτ Φροστ, “ξεκινάει σαν ένας κόμπος στο λαιμό, μια αίσθηση ενοχής, μια νοσταλγία, μια ερωτική απουσία”. Έτσι λοιπόν κι εδώ φωτίζεται πότε μια πιο ευαίσθητη πλευρά (“Έφερες ξανά τις μπόρες / Του θαλασσινού φθινοπώρου / που ξέπλεναν την σκόνη / Από το πρόσωπό μου”, Γυναίκα, με τον Γιώργο Περρή), πότε μια πιο εξομολογητική (“Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου / Λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτώ”, Πρόφαση, με τον Μίλτο Πασχαλίδη), πότε μια πιο αισθαντική (“Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει / Το πρόσωπο με τ’ ατίθασα μαλλιά του”, Υμνώ το σώμα, με τον Φοίβο Δεληβοριά). Κυριαρχεί η αίσθηση της αναπόλησης στο Τρεις Πόλεις (Γιάννης Κότσιρας): “Με γυναίκες σε τρεις πόλεις μίλησα με γλώσσες που ήξερα ή μάθαινα / Γυναίκες που έριχναν το φως τους / Την κάθε πόλη βύθιζαν στην ερημιά / Την κάθε πόλη σκοτεινή την έκαναν”. Σαν να είχε προβλέψει το μέλλον, σχολιάζει επίσης: “Δεν ξέρω μουσική, μονάχα να μιλώ” - και να που τα λόγια του τώρα βρήκαν τη μουσική. Η διάθεση γίνεται ελαφρώς σαρκαστική στις Συνεπαφές (Λαυρέντης Μαχαιρίτσας): “Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν άλλα πια ν’ αποκαλύψουν / Άπληστο κι έρημο προφασίζονται το σμίξιμο σωμάτων”. Όπως και στο Έρωτας και πολιτική (Απόστολος Μόσιος): “Η πιο δημοκρατική στιγμή / είναι του αμοιβαίου / ελάχιστα ετεροχρονισμένου οργασμού”. Στο γραμμένο στην εξορία Τέλος του καλοκαιριού (Γιώργος Νταλάρας) συνδέεται η αγωνία με τη νοσταλγία για τον άνθρωπο που έμεινε πίσω (“Δεν βλέπεις τον δρόμο που ξεκινάει πριν από μας / Που συνεχίζεται πέρα από μας / Ζούμε σε μια φωτιά που καίει και μέσα και έξω”). Η μεταμόρφωση των ποιημάτων του Τίτου Πατρίκιου σε τραγούδια από τον Ανδρέα Κατσιγιάννη είναι μοναδική. Οι εξαίσιες μουσικές αγκαλιάζουν τα υπέροχα ποιήματα λες και ήταν αυτός εξαρχής ο προορισμός και των δύο.

Ανάμεσα στα τραγούδια, οι δωρικές απαγγελίες του ποιητή συγκινούν με την αυθεντικότητα και την ειλικρίνειά τους – είναι σαν να παρακολουθείς έναν γονιό να παίρνει στην αγκαλιά του το παιδί του, με μιαν αγάπη απλή, απεριόριστη, πρωτογενή. Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου είναι υψηλή, αλλά γραμμένη με λόγια απλά, απόλυτα κατανοητά – γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο προσιτή. Αυτή είναι μία από τις τόσο σημαντικές αρετές της. Στα κομμάτια αυτά, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης παίζει στο πιάνο αυθόρμητες, θαυμάσιες μελωδίες, συνοδεύοντας διακριτικά αλλά ιδανικά τον λόγο που άλλοτε σχολιάζει την μυθολογία και την ιστορική μνήμη (Η πύλη των λεόντων), άλλοτε τη σημασία της στιγμής, της μνήμης που μένει και συντηρείται (Υπόγειο τραίνο), την αληθινή ομορφιά που παραμένει στις αναμνήσεις όσο κι αν η επιφάνεια φθείρεται (Ρόδα αειθαλή), μια απλή αλλά τόσο ουσιαστική διαπίστωση (“Πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται / Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς”, Το δύσκολο), οικείες ή αναπάντεχες καλοκαιρινές εικόνες, με περιπαιχτική, ακόμα και αυτοσαρκαστική διάθεση (“Έτσι καθώς το πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι / λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα / για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά - / άσε να δούμε και για παραπέρα”, Άλλο ένα καλοκαίρι), τη δυσκολία των αποχωρισμών κάθε είδους (Οδός Δερβενίων), τη ματαιότητα της ύπαρξης (Πολιορκημένος χρόνος), τις απώλειες και τις συνέπειές τους (“Πίσω απ’ την πλάτη μου / στέκεται ακοίμητος και μ’ ελέγχει / των πρώτων χρόνων μου ο εαυτός”, Οι μάρτυρες).

“Ζω όσο έχω και μια μέρα μέλλον. / Παίζω με κάποια δόση σιγουριάς / ακόμα και για μετά τον θάνατό μου.” Τα τόσο σημαντικά αυτά λόγια του Τίτου Πατρίκιου μοιάζουν να συνοψίζουν την πορεία της ζωής του. Βλέπω στο βιβλίο τη φωτογραφία του στην τρυφερή ηλικία των έξι χρόνων και αναρωτιέμαι αν αυτό το παιδί με τα φωτεινά χαμογελαστά μάτια μπορούσε να φανταστεί έστω και στο ελάχιστο την μετέπειτα εξέλιξή του. Η εικόνα αυτή τραβάει αμέσως το βλέμμα και αυτόματα θέτει σε μία εντελώς διαφορετική βάση το πώς θα αντιληφθεί κανείς την μελωδική αλληλουχία των ποιημάτων που ακολουθούν το ένα το άλλο, με το τραγούδι να διαδέχεται την απαγγελία σε έναν αρμονικό, λυρικό διάλογο. Έχω την αίσθηση πως αυτό το χαμογελαστό παιδί με την τόσο δυνατή παρουσία υπάρχει ακόμα μέσα στον ποιητή και είναι αυτό που τον παρακινεί συνεχώς να δημιουργεί, να ταξιδεύει, να ονειρεύεται.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2019
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/11853-patrikios-katsigiannis-xronos

20 March 2019

Murder Ballads: Τα αιματοβαμμένα παραμύθια του Nick Cave


Τον περασμένο Φεβρουάριο συμπληρώθηκαν 23 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του Murder Ballads, του κλασικού πλέον άλμπουμ των Nick Cave and The Bad Seeds. Ο Νικ Κέιβ, ένας σύγχρονος βάρδος, εμβληματική προσωπικότητα στη μουσική σκηνή παγκοσμίως, διάσημος για τα επικά, αφηγηματικά τραγούδια του, ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής (εκτός από μουσικός, είναι επίσης συγγραφέας και ζωγράφος, έχει γράψει σενάρια και έχει παίξει σε ταινίες) που επηρέασε και ενέπνευσε όσο λίγοι τους μεταγενέστερούς του καλλιτέχνες, και όχι μόνο από τον χώρο της μουσικής, έτρεφε πάντα μια ιδιαίτερη αδυναμία στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θέμα το οποίο έχει αναπτύξει άπειρες φορές στους ευφυείς στίχους του. Από την εποχή ακόμα του From Her To Eternity (1984), του Your Funeral… My Trial (1986) και του Tender Prey (1988), φτάνοντας μέχρι το The Good Son (1990), το Henry’s Dream (1992) και το Let Love In (1994) αλλά και στο πολύ μεταγενέστερο The Lyre of Orpheus (2004), οι περιθωριακοί, σχεδόν μυθιστορηματικοί, ήρωες του Νικ Κέιβ περιφέρονται μέσα στο μεθύσι και την απελπισία, κατατρεγμένοι από τύψεις, κατειλημμένοι από μανίες, διψασμένοι για εκδίκηση, εξαπολύουν κατάρες, δεν ξεχνούν ωστόσο να προσευχηθούν μήπως και γίνει κανένα θαύμα και σωθούν από την Κόλαση την τελευταία στιγμή.

Μετά από τις ξέφρενες εποχές των Boys Next Door και των Birthday Party (των πρώτων συγκροτημάτων του), ο Αυστραλός Νικ Κέιβ συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από υπερταλαντούχους βιρτουόζους μουσικούς που ήταν ταυτόχρονα και εκπληκτικοί τραγουδιστές, με ευρύτατο πεδίο δραστηριοτήτων και γνώσεων, κάποιοι από τους οποίους προέρχονταν από σημαντικότατα συγκροτήματα της εποχής. Σ’ αυτή την πολυπολιτισμική παρέα του έδωσε το όνομα The Bad Seeds, εμπνευσμένος από το καλτ θρίλερ του Μέρβιν Λερόι The Bad Seed (στην κυριολεξία Ο κακός σπόρος ή Το κακό βλαστάρι – αποδόθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Καταραμένη σπορά) το οποίο βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του Γουίλιαμ Μαρτς. Ο Νικ ανέκαθεν γοητευόταν από τις διαβολικές προσωπικότητες, επομένως η Ρόντα, η σατανική μικρή ηρωίδα της ταινίας δε θα μπορούσε να μην τον ιντριγκάρει. Οι Bad Seeds δεν ήταν ποτέ ένα συγκρότημα με την κλασική έννοια – ήταν κυρίως ένα μουσικό σχήμα που κατά καιρούς εξελισσόταν, άλλαζε σύνθεση και πειραματιζόταν συνεχώς. Την εποχή των Murder Ballads, οι Bad Seeds ήταν έξι: ο Μικ Χάρβεϊ, παιδικός φίλος του Νικ και συνοδοιπόρος του από τα παλιότερα συγκροτήματά του, πρωτίστως κιθαρίστας αλλά και με τέλεια γνώση πολλών άλλων οργάνων, ο πιανίστας συμπατριώτης τους Κονγουέι Σάβατζ, ο επίσης Αυστραλός μπασίστας και κιθαρίστας Μάρτιν Π. Κέισι, πρώην μέλος των Triffids, ο Γερμανός Μπλίξα Μπάργκελντ, frontman και κιθαρίστας του θρυλικού συγκροτήματος Einstürzende Neubauten, ο Ελβετός Τόμας Γουάιλντερ, ντράμερ των Die Haut, και ο Αμερικανός με ελληνική και ιταλική καταγωγή Τζιμ Σκλαβούνος, ο οποίος έχει στο βιογραφικό του μια μακρά λίστα συνεργασιών.



Πολύ πριν το Murder Ballads αρχίσει να μορφοποιείται στο μυαλό του, ο Νικ βρισκόταν σε περιοδεία στη Γερμανία και ένα βράδι τον πήρε ο ύπνος στον χώρο της πισίνας ενός ξενοδοχείου. Το επόμενο πρωί ξύπνησε ζαλισμένος από το ποτό, από μια παρέα Γερμανών που έκαναν τις διακοπές τους και είχαν στήσει ένα ιδιαίτερα θορυβώδες πάρτι παραδίπλα. Καθώς ένιωθε εξαντλημένος, δεν μπορούσε να σηκωθεί και να πάει μέχρι το δωμάτιό του, κι έτσι έμεινε εκεί κι άρχισε να γράφει ένα τραγούδι με ήρωες τους Γερμανούς που διασκέδαζαν χαλώντας τον κόσμο. Τους έδωσε ονόματα, έκανε και την περιγραφή τους και μετά σημείωσε για τον καθένα τον ιδανικό τρόπο δολοφονίας. Αυτό που ξεκίνησε σαν μια αυθόρμητη αντίδραση για να βγάλει το άχτι του εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα επίσημο ημερολόγιο όπου ο Νικ καταχωρούσε όλους εκείνους που τον εκνεύριζαν στη διάρκεια των ταξιδιών του, και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για ένα από τα τραγούδια που θα συμπεριλαμβάνονταν στην πορεία στο Murder Ballads: το O’Malley’s Bar, ένα επικό χρονικό, διάρκειας σχεδόν 15 λεπτών, που αφηγείται μια σειρά από τελετουργικές δολοφονίες σε ένα μπαρ. Παρ’ όλο που το θέμα του O’Malley’s Bar συγγένευε με πολλά από τα τραγούδια των Bad Seeds, ταυτόχρονα η αφηγηματική του δυναμική το έκανε αυτόματα να ξεχωρίζει στα σημεία, κι έτσι ο Νικ αναζητούσε, όπως έχει πει χαρακτηριστικά, το κατάλληλο περιβάλλον για να το εντάξει. Ωστόσο ήταν ο Μπλίξα που του έδωσε το ουσιαστικό έναυσμα για τη δημιουργία ενός δίσκου που θα περιείχε αποκλειστικά “murder ballads” - αν και το Henry’s Dream, που είχε προηγηθεί, είχε πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να το εντάξουν σ’ αυτή την κατηγορία, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας προάγγελος για τo Murder Ballads.

Τα αυθεντικά murder ballads αποτελούν ένα πολύ σημαντικό παρακλάδι της δυτικής παραδοσιακής μουσικής, και έχουν τις απαρχές τους στον 17ο αιώνα. Είναι τραγούδια που είτε ανήκουν σε άγνωστους δημιουργούς είτε αποδίδονται σε λαϊκούς ποιητές, τα οποία εξιστορούν εγκλήματα πάθους και εκδίκησης. Κατά κανόνα, αν και όχι αποκλειστικά, πρόκειται για αληθινά περιστατικά που για διάφορους λόγους απέκτησαν θρυλικές διαστάσεις – τόσες ώστε να φτάσουν στο σημείο να εμπνεύσουν τη λαϊκή μούσα.


Ο Νικ μελέτησε εντατικά την Αμερικανική παραδοσιακή μουσική και τελικά αποφάσισε να διασκευάσει για το άλμπουμ δύο λαϊκά murder ballads: το Stagger Lee, που αφηγείται μια δολοφονία σε ένα σαλούν του Σεν Λούις την παραμονή των Χριστουγέννων του 1895, σε μία εκδοχή όπου ο Νικ και οι Bad Seeds αφήνουν εντελώς αχαλίνωτη τη δημιουργική τους φαντασία και η οποία συνοδευόταν και από ένα ιδιαίτερα προχωρημένο για την εποχή του βίντεο κλιπ, και το Henry Lee, μια τραγική ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα όπου μια κοπέλα μαχαιρώνει μέχρι θανάτου το αγόρι που αγαπάει γιατί δεν τη θέλει, και στη συνέχεια ρίχνει το πτώμα σε ένα πηγάδι με τη βοήθεια των συγγενών της. Η διασκευή του Νικ είναι ένα υπέροχο ντουέτο με την Πόλι Τζιν Χάρβεϊ, η οποία τόσο εμφανισιακά όσο και ερμηνευτικά είναι ούτε λίγο ούτε πολύ το alter ego του. Η τρίτη διασκευή του άλμπουμ είναι το Death Is Not The End του Μπομπ Ντίλαν, που ερμηνεύουν σαν επίλογο όλοι οι συντελεστές και οι συμμετέχοντες και έρχεται με τον χαρούμενο, καθησυχαστικό του τόνο να ισορροπήσει κάπως τις σκοτεινές ιστορίες που έχουν προηγηθεί.

Είναι εμφανέστατα μακάβρια η θεματολογία των τραγουδιών, ωστόσο ο Νικ, γνωστός για το κατάμαυρο χιούμορ του, καταφέρνει ακόμα και αυτές τις ιστορίες να τις κάνει ν’ ακούγονται διασκεδαστικές. Η ηχογράφηση του Murder Ballads ήταν για τους Bad Seeds, όπως έχει πει ο Κονγουέι, μια διαδικασία που τους έφερνε ευφορία και ευθυμία κάθε φορά που έμπαιναν στο στούντιο. Το εξώφυλλo του άλμπουμ, ένα χειμωνιάτικο τοπίο του Ζαν Φρεντερίκ Σνάιντερ, φέρνει στο νου εικόνες από παραμύθια τα οποία, με τη σειρά τους, είναι άλλη μια αγαπημένη πηγή έμπνευσης του Νικ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εικόνες που συνοδεύουν τους στίχους των τραγουδιών στο βιβλιαράκι του άλμπουμ είναι δανεισμένες από παλιά βιβλία με παραμύθια και τραγούδια για παιδιά. Άλλωστε η βία που τόσο συχνά συναντάμε στις ιστορίες του Νικ είναι σχεδόν πάντα παρούσα και στα παραμύθια.



Δεν απέχει και πολύ από ένα στοιχειωμένο παραμύθι η αφήγηση της Λορέτα, της σατανικής δεκαπεντάχρονης στο The Curse of Millhaven που σακάτεψε τη μικρή της πόλη με τα σαδιστικά, δολοφονικά της ένστικτα, ωστόσο είναι μια ζωηρή και φασαριόζικη απαρίθμηση των κατορθωμάτων της καθώς οδηγείται αμετανόητη στο ψυχιατρείο. Στο άκρο αντίθετο της Λορέτα, η Μέρι Μπέλοουζ, η πρωταγωνίστρια του The Kindness of Strangers που έφυγε από το σπίτι της για να δει τη θάλασσα, πέφτει στα χέρια ενός αγύρτη και το τέλος της είναι τραγικό, κάτι που προδιαγράφεται από το ξεκίνημα του τραγουδιού με την νοσταλγική μελωδία που θυμίζει αμυδρά το Goodnight Irene, άλλο ένα εμβληματικό παραδοσιακό Αμερικάνικο τραγούδι.

Αν η Λορέτα και η Μέρι Μπέλοουζ είναι ο διάβολος και ο άγγελος αντίστοιχα, η Crow Jane, η ταπεινωμένη ηρωίδα του ομότιτλου τραγουδιού, μοιάζει να είναι ένας συνδυασμός και των δύο: ένας άγγελος που έγινε διάβολος και μεθόδευσε την εκδίκησή της ξεπαστρεύοντας σχεδόν τον μισό πληθυσμό της πόλης της, παίρνοντας κυριολεκτικά το αίμα της πίσω για να τιμωρήσει όσους της έκαναν κακό. Το υποβλητικό Song of Joy με τον πένθιμο ρυθμό είναι από μόνο του ένα ψυχολογικό θρίλερ σε μορφή τραγουδιού, με τον αφηγητή να επικαλείται τον Τζον Μίλτον ενώ περιγράφει πώς έχασε την οικογένειά του από κάποιον μανιακό που, όπως διαφαίνεται από ένα σημείο και πέρα, μάλλον ήταν τελικά ο ίδιος. Ο πρωταγωνιστής του Lovely Creature, αντίθετα, δεν μιλάει καθόλου με γρίφους όταν διηγείται πάνω από μια δυσοίωνη, ύπουλα φουρτουνιασμένη υπόκρουση πώς δολοφόνησε την αξιολάτρευτη αγαπημένη του που είχε τα μαλλιά στολισμένα με κορδέλες και φορούσε πράσινα γάντια.

Το τραγούδι που έγινε περισσότερο γνωστό από το Murder Ballads ήταν το Where The Wild Roses Grow, το ντουέτο του Νικ με την ποπ τραγουδίστρια και συμπατριώτισσά του Κάιλι Μινόγκ η οποία, αν και ερχόμενη από έναν τελείως διαφορετικό μουσικό χώρο, έχαιρε πάντα της εκτίμησής του. Ο Νικ ήθελε από καιρό να συνεργαστεί με την Κάιλι και έγραψε την αξέχαστη, τραγική ιστορία της Ελάιζα Ντέι με εκείνη στο μυαλό του και κύρια έμπνευσή του το Down In The Willow Garden, ένα παραδοσιακό murder ballad με θέμα τη δολοφονία μιας κοπέλας από τον εραστή της σε έναν κήπο με ιτιές. Πολλοί τότε επέκριναν τον Νικ για την επιλογή της Κάιλι, ωστόσο το αποτέλεσμα τον δικαίωσε σε αρκετά μεγάλο βαθμό – κυρίως επειδή, χάρις στον επαγγελματισμό της, η Κάιλι ακολούθησε και αναπαρήγαγε με ευλάβεια το demo που της είχαν στείλει για οδηγό, όπου ο Μπλίξα συνόδευε τον Νικ, ερμηνεύοντας το δικό της μέρος του τραγουδιού. Αυτό το απλό ακουστικό demo, που συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή B-Sides & Rarities, με την Ελάιζα Ντέι του Μπλίξα, “αλλόκοτη”, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος και “τρομακτικά ανατριχιαστική”, σύμφωνα με τον Νικ, να ακούγεται σαν να έρχεται κατευθείαν από τον κόσμο των πνευμάτων, είναι μία εξωπραγματικά όμορφη εκδοχή του τραγουδιού, απαραίτητο συμπλήρωμα για το άλμπουμ, αν και δεν ανήκει στην επίσημη λίστα των περιεχομένων του.


Ο Νικ είχε αναφέρει κάποτε ότι ο σκοπός του με το Murder Ballads ήταν να εκνευρίσει τον κόσμο, ωστόσο το άλμπουμ αυτό έγινε τελικά το πιο δημοφιλές του συγκροτήματός του. Αν και μπορεί κανείς να βρει, μέσα στην εκτενή δισκογραφία του Νικ και της μπάντας του, άλμπουμς που είναι πιο αντισυμβατικά, πιο ανατρεπτικά, ίσως και πιο αλλόκοσμα, στην ουσία το Murder Ballads είναι αυτό που περικλείει μέσα του τον κόσμο των Bad Seeds, εκείνης κυρίως της εποχής. Ο Κονγουέι πέθανε πέρσι, ο Μικ, ο άνθρωπος – ορχήστρα, και ο Μπλίξα, ο “ομορφότερος άντρας στον κόσμο”, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Νικ, δεν είναι πια μέλη της θρυλικής μπάντας, οι Bad Seeds ως ένα αρκετά διαφορετικό σχήμα συνεχίζουν ασταμάτητα να πειραματίζονται και να εξελίσσονται. Ωστόσο το Murder Ballads, μέσα στην καίρια χρονική συγκυρία που υλοποιήθηκε, με την πλέον ιδανική σύνθεση των Bad Seeds, οι οποίοι ήταν στην απόλυτη ακμή τους, είναι ένα σπάνιο διαμάντι της σύγχρονης μουσικής παραγωγής και έχει αφήσει ήδη μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη για το μέλλον.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάρτιο του 2019
https://www.fractalart.gr/murder-ballads/

16 March 2019

Jules Barbay d' Aurevilly: Η κόκκινη κουρτίνα

Η εκκεντρικότητα που χαρακτήριζε την προσωπικότητα του Ζυλ Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ αποτυπώθηκε και στο έργο του με έναν πολύ ιδιαίτερο, καθ’ όλα αντισυμβατικό τρόπο. Οι ήρωές του φαίνονται αρχικά συνηθισμένοι, κάποιες φορές και καθημερινοί. Στην πορεία, ένα γεγονός – τυχαίο ή μη – φέρνει στην επιφάνεια μια κρυμμένη πλευρά τους, η οποία σταδιακά κερδίζει έδαφος και κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα. Ο Ωρεβιγύ παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του με ενδιαφέρον, και τον αποτύπωνε στις ιστορίες του μέσα από μια διαφορετική, αναπάντεχη τις περισσότερες φορές, οπτική. Συγγραφέας, κριτικός, εκπρόσωπος του κινήματος του Ρομαντισμού, ο Ζυλ Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ γεννήθηκε το 1808 στο Σαιν-Σωβέρ-λε-Βικόντ, κοινότητα της Μανς και σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Καέν. Όντας φιλελεύθερος και άθεος κατά την νεανική του ηλικία, στα πρώτα του κείμενα παρουσίαζε τη θρησκεία σαν ένα στοιχείο που παρεισφρέει στις ανθρώπινες υποθέσεις μόνο και μόνο για να περιπλέκει και να διαστρεβλώνει πράγματα και καταστάσεις. Τα επόμενα χρόνια, επηρεασμένος από τις συναναστροφές του, ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αν και ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής του δεν υπήρξε ποτέ.

Από το 1852 και μετά διέγραψε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πορεία στον χώρο της διανόησης, με τις κριτικές του στην εφημερίδα Le Pays να κάνουν αίσθηση και να ασκούν μεγάλη επιρροή. Ήταν αυτός που συνέβαλε στο να επανέλθει στο προσκήνιο ο Μπαλζάκ και να εκτιμηθεί εκ νέου το έργο του, ενώ προώθησε με επιτυχία τον Μποντλέρ, τον Μπαλζάκ και τον Φλομπέρ. Στο πρόσωπό του, ο Ρομαντισμός βρήκε έναν ιδανικό εκφραστή των πιο ακραίων στοιχείων του, γι’ αυτό και ο Ωρεβιγύ ήταν το αγαπημένο παιδί των παρακμιακών του fin-de-siècle. Είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του την περσόνα ενός δανδή, υιοθετώντας ένα αριστοκρατικό στιλ, ενώ φρόντιζε να αφήνει υπόνοιες για ένα μυστηριώδες παρελθόν με αρχοντικές καταβολές. Στην πραγματικότητα ωστόσο καταγόταν από μια συνηθισμένη μεγαλοαστική οικογένεια της επαρχίας και τα νεανικά του χρόνια ήταν μάλλον συμβατικά. Τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν στα κείμενά του ήταν κατά κανόνα τολμηρά – κυρίως ιστορίες μυστηρίου που εξερευνούσαν τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων και των ηρωίδων του, χωρίς απαραίτητα να αναζητούν ή να δίνουν μια ξεκάθαρη εξήγηση.

H Κόκκινη Κουρτίνα είναι ένα από τα έξι εκτενή διηγήματα τρόμου και μυστηρίου που απαρτίζουν τη συλλογή Οι Γυναίκες του Διαβόλου. Σε όλα πρωταγωνιστούν γυναίκες που καταφεύγουν σε πράξεις εγκληματικές, τολμηρές ή μη αποδεκτές κοινωνικά – μπορεί και όλα αυτά μαζί. Αν και το βιβλίο αυτό θεωρείται το αριστούργημα του Ωρεβιγύ, όταν πρωτοεκδόθηκε προκάλεσε σάλο. Κρίθηκε επικίνδυνο για την ηθική και κατηγορήθηκε για βλασφημία και χυδαιότητα. Απαντώντας στις κατηγορίες, ο Ωρεβιγύ ισχυρίστηκε με διάθεση (αυτο)σαρκασμού ότι, σαν καλός Χριστιανός που ήταν, ήθελε απλώς να συμβολίσει τη μάχη του καλού με το κακό. Η Αλμπερτίν, η ηρωίδα της Κόκκινης Κουρτίνας, δεν διαπράττει κάποιο έγκλημα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ωστόσο η συμπεριφορά της είναι σε εγκληματικό βαθμό αινιγματική και αλλοπρόσαλλη, με απροσδόκητες συνέπειες, κυρίως και πρωτίστως για την ίδια.

Ο Ωρεβιγύ ξετυλίγει την αφήγηση με τη μέθοδο της διήγησης μέσα στη διήγηση: δεν είναι ο αφηγητής του, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, αλλά ένας παλιός του γνωστός, τον οποίο συναντάει τυχαία σε μία ταξιδιωτική άμαξα, και που, με αφορμή την αναγκαστική στάση σε μια σκυθρωπή και ανιαρή πόλη, του εξομολογείται μια ιστορία που τον έχει στοιχειώσει από τα νεανικά του χρόνια. Ο Υποκόμης ντε Μπρασάρ, ο φίλος του αφηγητή, ένας “ωραίος ηλικιωμένος” αξιωματικός, ο οποίος στα νιάτα του δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος, γοήτευε γυναίκες και άντρες και εξακολουθεί να διατηρεί τη γοητεία του χρόνια αργότερα, επαναφέρει στη μνήμη του την μυστηριώδη Αλμπερτίν, κόρη του ζευγαριού που τον φιλοξενούσε την εποχή που, στα δεκαεφτά του χρόνια, ενώ μόλις είχε αποφοιτήσει από την Στρατιωτική Σχολή, τον κάλεσαν να παρουσιαστεί και να αναλάβει υπηρεσία σ’ αυτή την πόλη. Η Αλμπερτίν, ή Αλμπέρτ, όπως τη φώναζαν χαϊδευτικά, ήταν μια όμορφη, πανέξυπνη κοπέλα, που δεν μιλούσε πολύ αλλά όταν το έκανε, το λεξιλόγιό της ήταν προσεγμένο και τα σχόλιά της ουσιαστικά. Έμοιαζε να μην έχει σχέση, ούτε εμφανισιακά ούτε ιδιοσυγκρασιακά, με τους γονείς της, δύο συμπαθείς αλλά εντελώς συμβατικούς και οριακά βαρετούς αστούς.

Ο Υποκόμης γοητεύτηκε από την παρουσία της αλλά η αδιαφορία της τον αποθάρρυνε και τον απομάκρυνε, μέχρι που η απρόβλεπτη Αλμπερτίν άρχισε απροειδοποίητα να τον προσεγγίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερα τολμηρό. Όταν εκείνος ανταποκρίθηκε και αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα, η Αλμπερτίν τον έβαλε και πάλι στον πάγο. Δεν θα τη λέγαμε ακριβώς μοιραία γυναίκα, πάντως σίγουρα ήταν μια γυναίκα που ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις σχέσεις της, να κινεί τα νήματα όπως και όταν επιθυμούσε εκείνη. Ο χαρακτηρισμός “γυναίκα-αράχνη” ίσως να της ταίριαζε περισσότερο, ωστόσο δεν ξέρουμε τι ακριβώς ξύπναγε μέσα της αυτά τα ένστικτα ή ποια ήταν τα κίνητρά της. Υπάρχει εξάλλου και το πρίσμα της χρονικής απόστασης, που πολλές φορές διαστρεβλώνει τις αναμνήσεις και τους δίνει μια άλλη διάσταση. Η εφιαλτική ανατροπή που συνέβη στην ιστορία του Υποκόμη με την Αλμπερτίν ήταν αυτή που καθόρισε τις μνήμες του που αφορούσαν την κοπέλα, και κυρίως το ότι οι μετέπειτα εξελίξεις ήταν και παρέμειναν ένα θολό τοπίο, με τις αναπόφευκτες αμφιβολίες που προέκυψαν να αποτελούν στην ουσία ένα μυστήριο ίσως πιο ανατριχιαστικό από το γεγονός αυτό καθεαυτό.

Παρ’ όλο που η ιστορία είναι σχετικά σύντομη, ο Ωρεβιγύ την αναπτύσσει με ακρίβεια, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστηριακή. Ήταν άραγε τυχαίο ή ένα παιχνίδι της μοίρας το ότι η άμαξα έκανε αναγκαστική στάση κοντά στο σπίτι όπου ο Υποκόμης είχε γνωρίσει την Αλμπερτίν πριν από τριάντα χρόνια; Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, ο Ωρεβιγύ τοποθετεί τους δύο αυτούς χαρακτήρες - άξονες στις θέσεις που τους αντιστοιχούν, ωστόσο το τι αντιπροσωπεύουν δεν είναι απόλυτα καθορισμένο. Από τη μια ο Υποκόμης φαίνεται να ανήκει στον ρεαλιστικό κόσμο, είναι γήινος, ευθύς, ανοιχτό βιβλίο. Από την άλλη η Αλμπερτίν, ένα πλάσμα που μοιάζει αλλόκοσμο, με ένα ταμπεραμέντο ασυνήθιστο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, είναι σαν να κατευθύνεται από δυνάμεις πέρα από την ανθρώπινη φύση. Σε κάποιο οριακό σημείο της ιστορίας ωστόσο, ο Υποκόμης αρχίζει να την ζωγραφίζει, και τότε εκείνη εμφανίζεται μπροστά του. Είναι σαν να την επικαλέστηκε με μαγεία, λες και μέσω της ζωγραφιάς η Αλμπερτίν υπάκουσε σε κάποιο κάλεσμα υπερφυσικό. Ίσως τελικά κι εκείνος να είχε μέσα του δυνάμεις που δεν τις γνώριζε, που δεν υποψιαζόταν καν την ύπαρξή τους. Και ίσως και η Αλμπερτίν, που μέχρι ενός σημείου έδειχνε να ορίζει τη μοίρα της απόλυτα, να έκρυβε μέσα της μια αδύναμη πλευρά, η οποία μπορεί και να συνετέλεσε στην ανατροπή που συνέβη. Όπως και στις περισσότερες ιστορίες του Ωρεβιγύ, έτσι κι εδώ το μεταφυσικό στοιχείο υπάρχει, κάποιες στιγμές που είναι πολύ έντονο, αλλά δεν είναι αυτό που κυριαρχεί εν τέλει. Περισσότερο επιστρατεύεται σαν μια αλληγορία του μυστηρίου της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Η πολύ καλή μετάφραση είναι της Ελένης Γ. Γύζη, ενώ στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα του Ανδρέα Στάικου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2019 
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11790-kokkinh-koyrtina

5 March 2019

André Aciman: Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

Όπως έχει πει σε συνέντευξή του ο Αντρέ Ασιμάν, ξεκίνησε να γράφει το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου ενώ δούλευε πάνω σ’ ένα άλλο, “δύσκολο”, όπως το χαρακτήρισε, μυθιστόρημα, το οποίο ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό και τον είχε κουράσει. Στο ενδιάμεσο, άρχισε να γράφει μια ιστορία, ξεκινώντας από την περιγραφή της ιταλικής εξοχής, προσφέροντας στον εαυτό του ένα ευχάριστο ιντερμέδιο κατά τη διάρκεια της συγγραφής του άλλου βιβλίου. Ωστόσο σύντομα διαπίστωσε ότι η διαδικασία αυτή όχι μόνο τον χαλάρωνε και τον ευχαριστούσε αλλά και το κείμενο που είχε μπροστά του δεν άργησε να πάρει τη μορφή ενός ανεξάρτητου μυθιστορήματος. Μέσα σε τέσσερις μήνες, ήταν έτοιμο.

Ο Αντρέ Ασιμάν είναι καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και εξειδικεύεται στη διδασκαλία των έργων του Μαρσέλ Προυστ και της Θεωρίας της Λογοτεχνίας. Έχει γράψει μελέτες, δοκίμια, νουβέλες και μυθιστορήματα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1951, από Σεφαραδίτες γονείς ιταλικής και τουρκικής καταγωγής. Στο σπίτι του μιλούσαν κυρίως γαλλικά, καθώς επίσης και ιταλικά, ελληνικά, ισπανοεβραϊκά και αραβικά. Όσο ζούσε στην Αίγυπτο, φοιτούσε σε αγγλικά σχολεία και όταν ο πατέρας του εξασφάλισε την ιταλική υπηκοότητα για την οικογένεια, ο Αντρέ με τη μητέρα και τον αδελφό του εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη, ενώ ο πατέρας του πήγε στο Παρίσι. Τελικά η οικογένεια επανενώθηκε στην Αμερική το 1968.

Το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2007, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 2017, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Όταν η ιστορία του βιβλίου σχηματιζόταν ακόμα στο μυαλό του Αντρέ Ασιμάν, οι αρχικοί πρωταγωνιστές της ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Στην πορεία ωστόσο, ο Ασιμάν συνειδητοποίησε ότι ένα κοινωνικά αποδεκτό ζευγάρι θα είχε να αντιμετωπίσει πολύ λιγότερα έως ελάχιστα εμπόδια στη σχέση του. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψαν ο Έλιο και ο Όλιβερ, οι δύο ήρωες που συναντούν για πρώτη φορά ο ένας τον άλλον στην ιταλική ύπαιθρο και η γνωριμία τους θα καθορίσει στη συνέχεια όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ο Όλιβερ, Αμερικανός μεταπτυχιακός φοιτητής που γράφει ένα βιβλίο για τον Ηράκλειτο, πηγαίνει να μείνει για έξι εβδομάδες στην Ιταλία, στο σπίτι ενός καθηγητή Πανεπιστημίου όπου συνηθίζουν κάθε χρόνο να φιλοξενούν ξένους φοιτητές που βρίσκονται λίγα στάδια πριν από τη δημοσίευση των συγγραμμάτων τους, προσφέροντάς τους έτσι πρακτική αλλά και ηθική υποστήριξη. Ο Έλιο, ο δεκαεφτάχρονος γιος του καθηγητή, νιώθει να ελκύεται από τον γοητευτικό επισκέπτη, κι ενώ αρχικά έχει την αίσθηση ότι κι εκείνος ανταποκρίνεται, στην πορεία η στάση του Όλιβερ τον μπερδεύει και τον γεμίζει αμφιβολίες. Καθώς περνούν οι μέρες, κι ενώ συγκεκριμένα όνειρα που βλέπει τις νύχτες μοιάζουν πιο αληθινά από την πραγματικότητα, ο Έλιο προσπαθεί με διάφορους τρόπους να προσεγγίσει τον Όλιβερ, παρερμηνεύοντας συχνά τις αντιδράσεις του, με τη δική του εμμονή να χτυπάει πολλές φορές κόκκινο. Η σχέση τους θα περάσει από πολλά στάδια και θα δοκιμαστεί με διάφορους τρόπους, ιδιαίτερα επίπονους για τον Έλιο, ο οποίος βρίσκεται στο κατώφλι της ενήλικης ζωής και προσπαθεί να βρει τη θέση του στον έξω κόσμο.

Ο Ασιμάν επιλέγει να βάλει τον Έλιο στον ρόλο του αφηγητή, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στον νεαρό πρωταγωνιστή του, ο οποίος εξιστορεί με νοσταλγία, ντελικάτο χιούμορ και συγκίνηση τα γεγονότα που άφησαν πάνω του ανεξίτηλα τα σημάδια τους, με όλη τη φόρτιση που φέρνουν αναπόφευκτα οι γλυκές αναμνήσεις. Ο Ασιμάν σκιαγραφεί με ακρίβεια την ψυχοσύνθεση του Έλιο, ταυτίζεται μαζί του στο εκατό τοις εκατό, και το αποτέλεσμα είναι ένα θαυμάσιο, άρτιο μυθιστόρημα ενηλικίωσης με όλα τα στοιχεία που το κάνουν υποδειγματικό. Ο ήρωάς του ψάχνει ένα νόημα στη ζωή του και βρίσκεται σε ένα κρίσιμο στάδιο αναζήτησης  σε όλα τα επίπεδα: ο Έλιο είναι ένα παιδί με πολλά ενδιαφέροντα, προέρχεται από σπίτι διανοούμενων, έχει γνώσεις, αγαπάει τη μουσική, έχει ταλέντο στο πιάνο. Νιώθει να ελκύεται από τις κοπέλες που ξέρει, αλλά δεν είναι σίγουρος ότι αυτό που αισθάνεται είναι κάτι ουσιαστικά ερωτικό ή αν απλώς αποτελεί μέρος της “τελετουργίας” που θα τον οδηγήσει στην οριστική αποδοχή της σεξουαλικής του ταυτότητας. Όπως σε όλες τις ιστορίες ενηλικίωσης, έτσι κι εδώ συμβαίνει ένα γεγονός που αποτελεί το ξεκίνημα μιας ιδιαίτερα δύσκολης και πολλές φορές οδυνηρής συναισθηματικής διαδρομής: το γεγονός αυτό είναι, για τον Έλιο, η γνωριμία του με τον Όλιβερ, που από τη στιγμή που συμβαίνει, σαρώνει τα πάντα στη ζωή και την καθημερινότητα του Έλιο. Καθοριστικό σημείο στα μυθιστορήματα ενηλικίωσης είναι η στιγμή της αφύπνισης, που συμβαίνει κάποια στιγμή στη ζωή του ήρωα, κάνοντάς τον να πάρει αποφάσεις ή να αναλάβει δράση. Η αφύπνιση έρχεται για τον Έλιο σε τρία στάδια: στο πρώτο, συνειδητοποιεί μέσα από ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο ότι ο Όλιβερ βρίσκεται ακριβώς στην ίδια συναισθηματική συχνότητα μ’ αυτόν. “Είχαμε βρει τα αστέρια, εσύ κι εγώ. Και αυτό δίνεται μόνο μια φορά”, λέει χαρακτηριστικά ο Έλιο όταν κάποια στιγμή, πολύ αργότερα, έχει πλέον φτάσει στην πνευματική ωριμότητα. Στο τέλος της μέρας, δεν έχει σημασία σε ποιο φύλο ανήκει ο άνθρωπος που αγαπάς. Φτάνει να είναι το άλλο σου μισό. Στο δεύτερο στάδιο της αφύπνισης, η ολοκλήρωση της σχέσης του με τον Όλιβερ φέρνει τον Έλιο αντιμέτωπο με τον εαυτό του και τους φόβους του, κάτι που ωστόσο δεν θα του είναι και τόσο εύκολο να το διαχειριστεί. Το τρίτο στάδιο έρχεται κάποια χρόνια αργότερα, όταν είναι πια σε θέση να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του.

Πέρα από την τεχνική αρτιότητά του, ωστόσο, το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με ευαισθησία, υπέροχο λυρικό ύφος, νεανική δροσιά και φρεσκάδα και τον αγνό αυθορμητισμό μιας εξομολογητικής αναπόλησης. Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι αναφορές σε ποιητές, συγγραφείς, φιλοσόφους και ζωγράφους, καθώς και οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές σχετίζονται με τη διανόηση και την τέχνη και είναι παιδιά με ευφυΐα και καλλιέργεια.

Η φωτεινή ιταλική ύπαιθρος, το ηλιόλουστο μεσογειακό καλοκαίρι με την ασύγκριτη ομορφιά, έχουν διττό ρόλο: από τη μια αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για την τρυφερή ιστορία του Ασιμάν, και από την άλλη εμπνέουν τον Έλιο για να συνδέει το κάθε τι στο περιβάλλον γύρω του με τον Όλιβερ, έχοντας έτσι μια παρακαταθήκη αναμνήσεων, από φόβο ότι δεν θα είναι σε θέση να πορευτεί στη ζωή του χωρίς αυτόν. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, γίνεται διακριτικά μια μετάβαση από την άπλα, το φως και τη ραθυμία της υπαίθρου σε χώρους περιορισμένους που ωστόσο σφύζουν από ζωή και δραστηριότητα, όταν στο τρίτο μέρος η δράση μεταφέρεται στη Ρώμη. Στη συνέχεια, καθώς τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους, οι χώροι γύρω από τους δύο ήρωες γίνονται πιο συγκεκριμένοι, με όρια πολύ πιο ξεκάθαρα. Αργότερα, όταν η εξοχή έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, είναι και δεν είναι όπως την ήξεραν στο παρελθόν. Όπως συμβαίνει και με τους δύο πρωταγωνιστές, ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει, απλώς το πέρασμα του χρόνου δεν την έχει αφήσει ούτε κι εκείνη εντελώς ανεπηρέαστη.

Η έξοχη μετάφραση του Νίκου Α. Μάντη, πιστή στο ύφος και το κλίμα, υπηρετεί με απόλυτο σεβασμό την γοητευτική, συναισθηματικά φορτισμένη αφήγηση.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11738-fwnazeis-onoma