20 December 2018

Η ναυτοσύνη στο έργο του Πιερ Λοτί όπως αποτυπώνεται στη νουβέλα “Ένας Γέρος”


Συγγραφέας – ταξιδιώτης, ένας περιπλανώμενος που επισκεπτόταν μέρη μακρινά, γοητευμένος από τους άγνωστους στον δυτικό κόσμο πολιτισμούς – αυτός ήταν ο Πιερ Λοτί, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση και όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο, αλλά και όσον αφορά την προσωπικότητά του. Ευφυής και ασυμβίβαστος, τολμούσε να πραγματοποιεί ό,τι πιο απίθανο συνελάμβανε με το μυαλό του. Είχε διαμορφώσει δωμάτια του σπιτιού του με βάση διάφορα πολιτιστικά ύφη και τεχνοτροπίες – γιαπωνέζικο, γοτθικό, τουρκικό στιλ. Στις σάλες αυτές διοργάνωνε θεματικές βραδιές με ανάλογες μεταμφιέσεις.

Υπάρχουν φωτογραφίες του όπου είναι ντυμένος, μεταξύ άλλων, Άραβας, Φαραώ, Κινέζος αυτοκράτορας – για να αναφέρω μερικές από τις πιο συμβατικές του μεταμφιέσεις. Υπάρχει επίσης πίνακας του Ανρί Ρουσό που τον απεικονίζει με τούρκικο φέσι. Τον χαρακτήριζε μια ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής του εκκεντρικότητα, και μια πολύ ιδιαίτερη εφευρετικότητα. Το εξωτικό στοιχείο κυριαρχεί στα έργα του, ενώ εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζει και η θάλασσα στις ιστορίες του. Στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, “Η Κυρία Χρυσάνθεμο”, ιστορία στην οποία βασίστηκε η μεταγενέστερη “Μαντάμ Μπατερφλάι”, ο ρόλος της θάλασσας είναι καθοριστικός: είναι ο παράγοντας που φέρνει κοντά τους δύο πρωταγωνιστές.

Πίστευε ότι η θάλασσα ήταν μοίρα του και προορισμός του. Ένας συγγενής του, έλεγε, ήταν μέλος του πληρώματος στη φρεγάτα “Μέδουσα”, το πολεμικό πλοίο που ναυάγησε το 1816 ενώ ταξίδευε με προορισμό τη Σενεγάλη. Είναι το ίδιο δραματικό περιστατικό που τόσο συγκλονιστικά έχει αναπαραστήσει ο πρωτοπόρος ζωγράφος του Ρομαντισμού Τεοντόρ Ζερικό στον περίφημο πίνακά του “Η σχεδία της Μέδουσας”. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν αυτό που ενέπνευσε το πασίγνωστο παραδοσιακό γαλλικό τραγουδάκι “Ήταν ένα μικρό καράβι”.

Αλλά και σε διάφορα άλλα ιστορικά ναυτικά επεισόδια έλεγε ο Λοτί ότι συμμετείχαν συγγενείς και πρόγονοί του. Αυτό το παρελθόν τον στοίχειωνε, τον έκανε να αισθάνεται έναν πολύ ισχυρό δεσμό με τη θάλασσα. Ο αδελφός του υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό, έτσι λοιπόν ο Λοτί είχε ένα επιπλέον έναυσμα για να ακολουθήσει και ο ίδιος ανάλογη σταδιοδρομία. Ήθελε να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει όσο περισσότερα εξωτικά μέρη μπορούσε.

Σπούδασε στη ναυτική σχολή της Βρέστης και είχε γρήγορη και εντυπωσιακή εξέλιξη στην καριέρα του. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπως στην διεθνή εκστρατεία εναντίον της Επανάστασης των Μπόξερς στην Κίνα το φθινόπωρο του 1900. Ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα ύστερα από παρότρυνση συναδέλφων του που είχαν διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιό του. Περιέγραφε εκεί παράξενες εμπειρίες του από την Κωνσταντινούπολη. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε ανώνυμα το 1879 με τον τίτλο Αζιγιαντέ, και ήταν μια ερωτική ιστορία με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμπνευση μάλλον μια γυναίκα που γνώρισε σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Τουρκία.

Στη συνέχεια έγραψε το βιβλίο που τον έκανε πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, Ο γάμος του Λοτί. Εκεί περιγράφει πώς απέκτησε το όνομα Λοτί – το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Λουί Μαρί Ζιλιέν Βιο. “Λοτί” τον βάφτισαν οι ιθαγενείς της Πολυνησίας όταν πρόφερε λάθος τη λέξη roti – το  όνομα ενός κόκκινου λουλουδιού της πατρίδας τους.

Ακολούθησαν πολλά άλλα έργα, με βασικό κοινό άξονα το εξωτικό στοιχείο, τα οποία πάντα εμπλούτιζε με προσωπικές του εμπειρίες. Από τους τίτλους και μόνο των έργων του μπορούμε να καταλάβουμε πόση γοητεία ασκούσαν πάνω του οι εξωτικοί πολιτισμοί. Αναφέρω ενδεικτικά:

Οι τρεις γυναίκες της Κάσμπας
Η Ιαπωνία το φθινόπωρο
Στο Μαρόκο
Το φάσμα της Ανατολής
Ιερουσαλήμ
Οι τελευταίες μέρες του Πεκίνου
Προς το Ισπαχάν
Ένας προσκυνητής του Άνγκορ

και πολλά άλλα.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη ναυτοσύνη ο Πιερ Λοτί, καθώς είχε πάθος με τα μακρινά ταξίδια, με τις εξερευνήσεις άγνωστων περιοχών. “Στο μέλλον η γη δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον”, συνήθιζε να λέει. “Θα είναι από τη μια άκρη ως την άλλη ομοιόμορφη και δεν θα έχει νόημα πια να επιχειρήσει κανείς να ταξιδέψει οπουδήποτε.” Γι’ αυτό και ο ίδιος ήθελε να προλάβει να πάει παντού, σε όλο τον κόσμο. Και κατέγραφε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια αυτά μέσα στις ιστορίες του.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο και βίωνε τις εμπειρίες του δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθεί και στα έργα του, κάτι που έχει να κάνει με την πλοκή των ιστοριών, το ύφος της γραφής, αλλά και τις ευφυείς και μοντέρνες τεχνικές που υιοθετούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και, πιο πρόσφατα, την τηλεόραση.

Στον “Ψαρά της Ισλανδίας” (1886), χαρακτηριστικό μυθιστόρημά του με ναυτική θεματολογία όπου εξιστορεί τη ζωή των Ισλανδών ψαράδων, καταφέρνει να αποδώσει με τον γραπτό λόγο τις τεχνικές των Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων της εποχής του.

Στο άλλο του σημαντικό ναυτικό μυθιστόρημα, “Ο αδερφός μου ο Υβ”  (1883), έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξερευνά την ανδρική φιλία με έναν τρόπο αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, μέσα από την σχέση του αφηγητή με έναν Βρετόνο ναύτη, τον Ιβ Κερμαντέκ. Παράλληλα περιγράφει με ζωηρά χρώματα τη ζωή των ναυτικών στα καράβια αλλά και τη στεριά.

Τη νουβέλα “Ένας γέρος” τη δημοσίευσε το 1884. Είναι μια σύντομη ψυχογραφία ενός ηλικιωμένου θαλασσόλυκου, πλούσια ωστόσο σε εικόνες και, κυρίως, συναισθήματα. Χώρος δράσης της, καθόλου τυχαία, μια απόμερη παραθαλάσσια τοποθεσία. Εκεί ζει ο Ζαν Κερβελλά, συνταξιούχος ναυτικός, που έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι, έχοντας περάσει σχεδόν όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Η καθημερινότητά του στην στεριά είναι λιτή, χωρίς συγκινήσεις ή απρόοπτα. Το ακριβώς αντίθετο από τη ζωή στα καράβια. Περνούν μπροστά από τα μάτια του σκηνές και στιγμιότυπα από το παρελθόν με σκηνικό ή φόντο πάντα το θαλασσινό τοπίο – είτε πρόκειται γι’ αυτό που επανέρχεται στις αναμνήσεις του, είτε γι’ αυτό που αντικρίζει από το ταπεινό του σπίτι.

Κάποια στιγμή στο μακρινό του παρελθόν παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Ήταν ο ένας και μοναδικός δεσμός του με τον κόσμο της στεριάς. Ωστόσο ακόμα και τότε τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τη θάλασσα. Αυτό είχε συνέπειες άμεσες αλλά και σε βάθος χρόνου, όπως φάνηκε αργότερα. Και ήταν οι συνέπειες αυτές μη αναστρέψιμες, ανεπανόρθωτες: η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και χρόνια αργότερα έχασε και την αγαπημένη του κόρη – την πρόλαβε ζωντανή στις τελευταίες της στιγμές, γυρίζοντας από ένα ταξίδι. Από τότε είχε τη φωτογραφία της μικρής από την πρώτη της μετάληψη, τοποθετημένη μέσα σε μια κορνίζα με κοχύλια. Και πάλι δηλαδή, όπως δείχνουν μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτήν, η θάλασσα κυριαρχεί, ακόμα και σε ό,τι έχει να κάνει με την οικογενειακή ζωή του.

Ως στεριανός, συνταξιούχος πια, εξακολουθεί να διατηρεί τη θαλασσινή του αύρα, τα στοιχεία εκείνα που τον συνδέουν με τον κόσμο των καραβιών: η γκριζόλευκη γενειάδα, τα χρυσά σκουλαρίκια, τον κάνουν να μοιάζει με τους ναυτικούς που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα του είναι εντυπωσιακή, επιβλητική. Μοιάζει με μια γερασμένη θάλασσα με ανθρώπινη μορφή. Σαν μια παλιά θαλασσογραφία που με τα μουντά χρώματά της αναδίνει μια συνταρακτική αίσθηση νοσταλγίας. Ο Ζαν Κερβελλά κουβαλάει μαζί του όλες τις μνήμες από το θαλασσινό του παρελθόν. Μοιάζει να μην ανήκει καν στον κόσμο μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένος να ζήσει από εδώ και πέρα.

Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με τον ίδιο τρόπο που κυλούν οι μέρες για τον Ζαν Κερβελλά: με μια φαινομενική ηρεμία κάτω από την οποία, ωστόσο, παραφυλάει για να ξεσπάσει η τρικυμία. “Η καρδιά του ανθρώπου” έχει πει ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ “μοιάζει πολύ με τη θάλασσα: έχει τις τρικυμίες της, έχει τις παλίρροιές της και τα βάθη της, έχει και τα μαργαριτάρια της.” Και μοιάζει πάρα πολύ η ψυχοσύνθεση του Ζαν Κερβελλά με τη θάλασσα. Έχοντας αποσυρθεί από τα καράβια, ζει σε ένα σπίτι που “το σφυροκοπούσαν οι ζέφυροι, οι μαύρες κακοκαιρίες, τα μπουρίνια των ισημεριών ή οι χειμωνιάτικες καταιγίδες”. Μήπως άραγε αυτό είναι κάτι που το αποζητούσε για την ζωή του μακριά από τη θάλασσα; Θα έλεγε κανείς ότι ζώντας στη στεριά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ίσως και να είχε καμιά φορά την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε ένα καράβι στη μέση ενός αφιλόξενου ωκεανού, με τα στοιχεία της φύσης να μαίνονται ανελέητα γύρω του. Καταστάσεις που σίγουρα είχε βιώσει πολλές φορές όντας εν ενεργεία ναυτικός, οι οποίες, παρά την επικινδυνότητά τους, όταν έγιναν μέρος των αναμνήσεών του έμειναν καταγεγραμμένες σαν περιπέτειες συναρπαστικές.

Τώρα βρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έζησε, και νιώθει καταδικασμένος να περάσει από εδώ και στο εξής έναν βίο αδιάφορο, χωρίς συγκινήσεις. Και είναι πράγματι σαν καταδίκη η ζωή του ναυτικού στη στεριά. Όσοι έχουμε ναυτικούς στο κοντινό περιβάλλον μας, το ξέρουμε καλά: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν στη στεριανή ζωή. Κάθε φορά που βρίσκονται σε στέρεο έδαφος, είναι έξω από τα νερά τους στην κυριολεξία – ένα κομμάτι του εαυτού τους, η σκέψη τους, είναι πάντα εκεί έξω στο υδάτινο στοιχείο.

Ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους ναυτικούς και τη θάλασσα εμπεριέχει κάτι μαγικό. Είναι σαν να τους δένει κάτι για πάντα μαζί της. Ο Ζαν Κερβελλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ζωή του ουσιαστικά σταματάει από τη στιγμή που συνταξιοδοτείται, καθώς από εκεί και πέρα η επαφή που έχει με την “αιώνια αγαπημένη του” είναι μόνο οπτική: βλέπει τη θάλασσα από μακριά και θυμάται όσα έζησε εκεί, αλλά και όσα σχετίζονται με εκείνες τις περασμένες εποχές. Και καθώς είναι πλέον μόνος και άπραγος, έρχονται και τον στοιχειώνουν οι θλιβερές αναμνήσεις της αποτυχημένης οικογενειακής ζωής, αναμνήσεις περιορισμένες πια σε ελάχιστα αντικείμενα – αναθήματα. Εκεί ανατρέχει κατά διαστήματα, αλλά κι αυτά ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις, μαζί με τον ίδιο τον γέρο ναυτικό καθώς περνάει ο καιρός.

Περιγράφει χαρακτηριστικά ο Λοτί:

“Οι ώρες του ύπνου του δεν περιείχαν ωστόσο τ’ αλλοτινά ταραγμένα όνειρα. Ήταν απλώς αναθυμήσεις χώρου και ήλιου. Ήταν μεγάλα κυανά κενά μπροστά του ή μάλλον μεταβαλλόμενες εκτάσεις, όπως είναι τα μακρινά βάθη των υδάτων. Και στο πρώτο πλάνο διαγραφόταν πάντοτε κάποια πολύ κοντινή λεπτομέρεια αρματωσιάς ή αρμποραδούρας, μια αντένα, ένα άρμενο ή ξάρτια. Στο βάθος του μυαλού του που αλάργευε, οι τελευταίες αυτές εικόνες τού είχαν απομείνει απ’ τη νεότητά του, που την πέρασε στις κόφες ή ίσως τού έρχονταν από ακόμα πιο παλιά μέσω μιας μυστηριώδους μετάδοσης από τους ναυτικούς σαν κι αυτόν προγόνους του.” (σ. 48)

Τα όνειρα λοιπόν μπλέκονται με τις αναμνήσεις, γίνονται ένα συνονθύλευμα από εικόνες μιας άλλης εποχής, αγαπημένης του αλλά τόσο μακρινής.

Ο Πιερ Λοτί ήταν ακόμη στην ενεργό δράση όταν έγραψε την ιστορία του Ζαν Κερβελλά. Ταξίδευε, γνώριζε συνεχώς καινούρια μέρη και ήθη. Παρ’ όλα αυτά μέσα στο κείμενό του διαφαίνεται μια αδιόρατη αίσθηση ανησυχίας από την οπτική του αντικειμενικού αφηγητή. Ξέροντας την μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα και τα ταξίδια, θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε ότι με αυτόν τον τρόπο εξέφραζε πάνω απ’ όλα τη δική του αγωνία για τα χρόνια που θα έρχονταν - χρόνια κατά τα οποία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ταξιδεύει.

Η μελαγχολία που καταλαμβάνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα τον Ζαν Κερβελλά δεν έχει να κάνει τόσο με την προχωρημένη ηλικία και τις τραγικές αναμνήσεις όσο με τη νοσταλγία για τη θάλασσα. Είναι ένα συναίσθημα που δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει μέχρι το τέλος της ζωής του, που εντείνεται καθώς περνά ο καιρός. Υπομένει την ανιαρή καθημερινότητα περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα περάσει στην άλλη διάσταση. Ο Λοτί, με την διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, ίσως και να φοβόταν ότι κάτι ανάλογο θα του συνέβαινε στο μέλλον. Μπορεί να είχε αποκτήσει αξιώματα στην πορεία του, να ήταν ένας διακεκριμένος αξιωματικός, όμως κάτω από όλα αυτά παρέμενε ναυτικός – και κυρίως, στην ψυχή. Και σαν γνήσιος ναυτικός, ήξερε πως θα του ήταν αδύνατον να φανταστεί τη ζωή του μακριά από τη θάλασσα.

“Φέρε τις και τις δύο στο μυαλό σου, τη θάλασσα και τη στεριά”, λέει ο Χέρμαν Μέλβιλ στον Μόμπι Ντικ. “Δεν βρίσκεις ότι υπάρχει μια παράξενη αναλογία με κάτι από τον εαυτό σου; Όπως αυτός ο τρομακτικός ωκεανός περικυκλώνει την εύφορη γη, έτσι και κάπου μέσα στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει ένα νησί, όπως η Ταϊτή, γεμάτη με ηρεμία και χαρά, που, ωστόσο, περιτριγυρίζεται από όλα τα τέρατα του μισού κόσμου που γνωρίζουμε. Ο Θεός να σε φυλάει! Έτσι και ξεμυτίσεις από αυτό το νησί, δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να γυρίσεις.”


Ομιλία που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θίνες για τον Πιερ Λοτί στο MatchPoint (Πλατεία Βικτωρίας) στις 19 Δεκεμβρίου 2018.