30 January 2019

Hiro Arikawa: Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου

Από τον Παπουτσωμένο γάτο του Σαρλ Περό μέχρι τον Μπεγκεμότ του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα) και από τον γάτο του Τσεσάιρ του Λιούις Κάρολ (Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων)  μέχρι τον Μαύρο γάτο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, οι γάτες είναι από τα πιο δημοφιλή τετράποδα που συναντάμε στη μυθοπλασία. Και όχι άδικα: είναι πανέξυπνες, παιχνιδιάρες, κατανοούν τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος, διαθέτουν θαυμαστό ένστικτο και έχουν συνειδητά επιλέξει να κρατούν υπό έλεγχο την άγρια φύση τους έτσι ώστε να μπορούν να συνυπάρχουν με τους ανθρώπους, για τους οποίους πάντα ένιωθαν οικειότητα και είχαν μαζί τους μια ιδιαίτερη σχέση.

Αυτά τα χαρακτηριστικά έχει και ο Νάνα, ο βασικός ήρωας και, εν μέρει, αφηγητής του Χρονικού ενός  πολυταξιδεμένου γάτου της Χίρο Αρικάουα. Το μυθιστόρημα της Γιαπωνέζας συγγραφέα έχει γίνει παγκόσμιο best seller και κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά με την ωραία μετάφραση, από τα αγγλικά, της Αλεξάνδρας Κονταξάκη.

Ο Νάνα είναι ένας πολύ σπάνιος γάτος γιατί είναι τρίχρωμος αρσενικός. Τα τρίχρωμα γατιά είναι σχεδόν πάντα θηλυκά, γι’ αυτό και στην Ιαπωνία πιστεύουν ότι τα αντίστοιχα αρσενικά φέρνουν μεγάλη τύχη. Ο Νάνα επιλέγει για αφεντικό του τον νεαρό Σατόρου όταν τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο και χρειάζεται άμεση φροντίδα. Από εκείνη τη στιγμή, ο Νάνα δεν είναι πια ένας αδέσποτος γάτος, αποκτά όνομα, σπίτι και έναν υπέροχο φίλο. Ο άνθρωπος και ο γάτος είναι αχώριστοι για πέντε περίπου χρόνια. Μια μέρα, εντελώς αναπάντεχα, ο Σατόρου αναγκάζεται να βρει ένα άλλο σπίτι για τον Νάνα, λόγω “αναπόδραστων περιστάσεων”, στις οποίες αποφεύγει να αναφερθεί πιο συγκεκριμένα. Ξεκινούν μαζί λοιπόν ένα ταξίδι για να συναντήσουν παλιούς φίλους του Σατόρου, αναζητώντας το επόμενο αφεντικό του γάτου. Ο Κόσκε, συμμαθητής του Σατόρου από το δημοτικό, ο Γιοσιμίνε, φίλος που απέκτησε στο γυμνάσιο, και ο Σούγκι με την Τσικάκο, συμμαθητές του στο λύκειο και, κατόπιν, συμφοιτητές του, είναι όλοι υποψήφιοι για να υιοθετήσουν τον Νάνα όταν ο Σατόρου δεν θα μπορεί πια να τον φροντίζει, για κάποιον λόγο που δεν αναφέρει όποτε τον ρωτάνε. Ωστόσο ο Νάνα δεν είναι διατεθειμένος να απομακρυνθεί από τον αγαπημένο του φίλο και καταφέρνει κάθε φορά με την πονηριά του να σαμποτάρει την όποια προσπάθεια υιοθεσίας.

Με ανεπιτήδευτη ευαισθησία, αρμονία και καθαρότητα λόγου – στοιχεία που συναντάμε πολύ συχνά στα λογοτεχνικά έργα που μας έρχονται από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου – η Χίρο Αρικάουα μας προσκαλεί να ακολουθήσουμε τον Νάνα και τον Σατόρου σ’ ένα πολύτιμο ταξίδι ζωής, αυτογνωσίας και συναισθηματικής ωρίμανσης. Καθώς οι δύο ήρωες επισκέπτονται τους παλιούς φίλους του Σατόρου, έρχεται στο προσκήνιο το παρελθόν κι έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να μάθουμε τι τον συνδέει με αυτούς τους ανθρώπους. Η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα στον Νάνα με την αφοπλιστική γατίσια οπτική και λογική, και την αντικειμενική, ουδέτερη ματιά της συγγραφέα που επεμβαίνει κατά διαστήματα για να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις και πληροφορίες σε τρίτο πρόσωπο. Οι αναδρομές στο παρελθόν δεν είναι απλώς αναμνήσεις, είναι ιστορίες που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του Σατόρου, των φίλων του, αλλά και του Νάνα.

Ο Σατόρου είναι, ουσιαστικά, ο δεύτερος πρωταγωνιστής. Είναι ένας άνθρωπος ευγενικός, υπομονετικός, με μεγαλείο ψυχής. Έχει μια θυμοσοφία και μια φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Παρ’ όλο που, κατά την παιδική του ηλικία, του συνέβη κάτι τραγικό, δεν θεωρεί ότι η ζωή του έχει φερθεί άδικα. Δέχεται τα γεγονότα όπως έρχονται και κάνει το καλύτερο που μπορεί για τον εαυτό του και τους άλλους. Σε μια αναλογία, είναι το αντίστοιχο του Νάνα. Οι δυο τους έχουν πάρα πολλά κοινά, που δεν περιορίζονται απλώς στον χαρακτήρα τους. Ο γάτος, με την αθωότητα και την πρωτογένεια της φύσης του, ενθουσιάζεται με το ταξίδι και δεν θέλει με τίποτα να χαλάσει αυτή η εκπληκτική διασκεδαστική εμπειρία με τον φίλο του. Κάθε φορά που πηγαίνουν σε ένα καινούριο, γι’ αυτόν, σπίτι, δε βλέπει την ώρα να φύγουν και πάλι για να συνεχίσουν την ατελείωτη βόλτα τους: “Ας ξαναπάρουμε τους δρόμους! […] Σ’ αυτό το τελευταίο ταξίδι, ας δούμε πολλά υπέροχα πράγματα. Ας δώσουμε όρκο ότι θα απολαύσουμε όσο περισσότερες εικόνες μπορούμε.” Απολαμβάνει τη φύση, την εξοχή, τη γνωριμία με τα ζώα που βλέπει στους μαγευτικούς αγρούς της εξοχικής Ιαπωνίας και με τα άλλα κατοικίδια που συναντά στα σπίτια, ακόμα και τη θάλασσα που τον τρομάζει.

Αυτό το ταξίδι είναι και για τον Σατόρου μια διαδρομή συναισθηματικών αλλά και κυριολεκτικών ανακαλύψεων. Κλείνει λογαριασμούς, τακτοποιεί εκκρεμότητες, βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Ξαναβρίσκει τους φίλους του και γίνεται ο συνδετικός κρίκος που τους φέρνει και πάλι όλους κοντά. Μέσω του Σατόρου, άλλοι θα γίνουν πιο αποφασιστικοί, άλλοι λιγότερο ζηλιάρηδες, άλλοι θα μάθουν ν’ αγαπούν λίγο περισσότερο. Τόσο ο Νάνα όσο και ο Σατόρου κάνουν όλους γύρω τους καλύτερους ανθρώπους. Το όνομα του Νάνα σημαίνει εφτά – τον ονόμασε έτσι ο Σατόρου εξαιτίας του σχήματος της τσιγκελωτής ουράς του. Το εφτά είναι τυχερός αριθμός, και ο Νάνα είναι γατάκι που φέρνει τύχη. Ωστόσο και ο Σατόρου, απ’ ό,τι φαίνεται, φέρνει καλή τύχη στους φίλους του. Άλλωστε και το δικό του όνομα έχει ιδιαίτερη σημασία, θα πει σοφός, διορατικός – κάτι που τον περιγράφει απόλυτα. Μοιάζουν λοιπόν ο ένας στον άλλον, λες και ο Νάνα είναι η γατίσια εκδοχή του Σατόρου, και ο Σατόρου η ανθρώπινη εκδοχή του Νάνα.

Η Χίρο Αρικάουα μας προσφέρει μια βαθιά συγκινητική αλληγορία για τη δύναμη της ψυχής, το πραγματικό νόημα της φιλίας, την αγάπη χωρίς όρια. Η ζωή δεν έχει πάντα χαρούμενα γυρίσματα, κι αυτό είναι κάτι που τόσο ο Σατόρου όσο και ο Νάνα το ξέρουν πάρα πολύ καλά. Σημασία έχει να απολαμβάνει κανείς την κάθε μέρα και να προσπαθεί για το καλύτερο με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του.

“Αυτό ήταν το τελευταίο μας ταξίδι. Ως το τέλος του, ας δούμε πράγματα εκπληκτικά! Ας περάσουμε τον χρόνο μας απολαμβάνοντας όσο περισσότερες θεσπέσιες εικόνες μπορούμε.”

Οι όμορφες αναμνήσεις από αυτούς που αγαπάμε και από όλα τα ωραία πράγματα που έχουμε ζήσει και έχουμε δει μάς δίνουν τη δύναμη να συνεχίζουμε – κι αυτά πρέπει, εν τέλει, να κρατάμε και να τα φυλάμε πάντα στην καρδιά μας.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11485-polytaksidemenos-gatou


21 January 2019

John Connolly: Φονικό Είδος

Σε μια απομακρυσμένη περιοχή του βόρειου Μέιν, η Γκρέις Πελτιέ, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, εντοπίζεται νεκρή στο αυτοκίνητό της. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για αυτοκτονία, ωστόσο ούτε ο πατέρας της ούτε και ο πρώην γερουσιαστής Τζακ Μερσιέ, που έχει προσωπικούς λόγους να ενδιαφέρεται για την υπόθεση, έχουν πειστεί γι’ αυτό. Αναθέτουν από κοινού στον Τσάρλι Πάρκερ, πρώην αστυνομικό και νυν ιδιωτικό ντετέκτιβ, να εξετάσει τα δεδομένα, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να φτάσει στους πιθανούς δολοφόνους της κοπέλας. Στο μεταξύ, εργάτες στην περιοχή του Ιγκλ Λέικ έρχονται αντιμέτωποι με ένα μακάβριο εύρημα: έναν ομαδικό τάφο στις όχθες μια λίμνης. Τα πτώματα, από τα οποία ελάχιστα απομεινάρια έχουν πλέον διασωθεί, ανήκουν όλα στα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας, για την οποία η Γκρέις έκανε έρευνες καθώς ήταν το θέμα της διατριβής της. Αναζητώντας απαντήσεις, ο Τσάρλι Πάρκερ αρχίζει σιγά σιγά να ξεκλειδώνει έναν σκοτεινό κόσμο, απελευθερώνοντας δολοφονικές δυνάμεις που δρουν ανεξέλεγκτα, σκορπίζοντας τον θάνατο στο πέρασμά τους.

Το αστυνομικό θρίλερ Φονικό Είδος, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε δεύτερη έκδοση με την εξαιρετική μετάφραση του Πητ Κωνσταντέα, είναι η τρίτη ιστορία του Τζον Κόνολι με ήρωα τον Τσάρλι Πάρκερ. Η πρώτη φορά που ο ιδιόρρυθμος ιδιωτικός ντετέκτιβ συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό ήταν με το Κάθε Νεκρό Πράγμα (1999), το οποίο ήταν, παρεμπιπτόντως, και το πρώτο βιβλίο του  Κόνολι, ενώ φέτος πρόκειται να κυκλοφορήσει το δέκατο ένατο μυθιστόρημα της σειράς, με τον τίτλο A Book of Bones (Το Βιβλίο των Οστών). 

Ο πολυβραβευμένος Τζον Κόνολι γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1968. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και δημοσιογραφία, και έχει εκδώσει έως τώρα πολυάριθμα μυθιστορήματα, καθώς και συλλογές διηγημάτων. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι εκείνα που ανήκουν στη σειρά με ήρωα τον Τσάρλι Πάρκερ, ενώ έχει γράψει και μυθιστορήματα μυστηρίου και φαντασίας για εφήβους. Ο Κόνολι είναι συγγραφέας με μοναδικό ταλέντο και μια ιδιοφυή, γοητευτική γραφή που μαγνητίζει με την αμεσότητα και τον λυρισμό της, τη δεξιοτεχνική απόδοση του τρόμου και τις λεπτές χιουμοριστικές πινελιές όπου χρειάζεται. Στο Φονικό Είδος στήνει με απόλυτη αρτιότητα το υποβλητικό σκηνικό και την ατμόσφαιρα της ιστορίας του από τις πρώτες κιόλας φράσεις, οριοθετώντας την πεμπτουσία της. Στη συνέχεια αρχίζει να εντάσσει με μαεστρία ένα – ένα τα στοιχεία – κλειδιά, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε πιο ξεκάθαρα, ισορροπώντας πάντα, όπως τόσο καλά ξέρει, ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό, με την ύπαιθρο του Μέιν σαν καμβά και βασικό χώρο δράσης. 

Ο Τσάρλι Πάρκερ αφηγείται την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο, επομένως βλέπουμε κι εμείς τον υπαρκτό κόσμο με τον ασυνήθιστο τρόπο με τον οποίο εκείνος τον αντιλαμβάνεται. Η διαίσθησή του τού επιτρέπει να βλέπει τα γεγονότα πριν συμβούν ή να γίνεται μάρτυρας ενώ συμβαίνουν, χωρίς να είναι ο ίδιος εκεί. Χάρις στην συναισθησία του, αντιλαμβάνεται αλλαγές στον χώρο γύρω του που περνούν απαρατήρητες από τους άλλους. Όταν για παράδειγμα εισβάλλει ένα κακό στοιχείο, ο Τσάρλι νιώθει τον αέρα να αλλοιώνεται. Κάποια στιγμή που γυρίζει σπίτι του ενώ το έχουν παραβιάσει, χωρίς ακόμα να ξέρει τι έχει συμβεί ή αν όντως έχει συμβεί κάτι, έχει την αίσθηση ότι στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου και της ατμόσφαιρας έχουν μετατοπιστεί. Είναι αλαφροΐσκιωτος, βλέπει φαντάσματα και επικοινωνεί με τους νεκρούς, οι οποίοι του στέλνουν μηνύματα και τον καθοδηγούν. Είναι σαν ένας ενδιάμεσος που συνδέει τον κόσμο των ζωντανών με την αόρατη διάσταση των νεκρών, ένας άγγελος που τιμωρεί τους κακούς, καθοδηγούμενος από εκείνους που αποσπάστηκαν βίαια από τη ζωή. Εσκεμμένα το μεταφυσικό – υπερφυσικό στοιχείο μένει ασαφές: δεν ξέρουμε ποτέ αν ο κόσμος των σκιών που μπορεί και βλέπει ο Τσάρλι υπάρχει όντως ή είναι αποκύημα της φαντασίας του. Απόρροια, ίσως, της τραγωδίας που έχει βιώσει στο παρελθόν και τον έχει τσακίσει ανεπανόρθωτα, ίσως μια απελπισμένη προσπάθεια  να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Τσάρλι μοιάζει να μην ανήκει εντελώς στον κόσμο που τον περιβάλλει. 

Ο ήρωας του Κόνολι είναι μοναχικός, ελαφρώς αντικοινωνικός, με ελάχιστους φίλους οι οποίοι, ωστόσο, του είναι πιστοί μέχρι το κόκαλο και για τους οποίους νοιάζεται πολύ περισσότερο απ’ όσο αφήνει να φανεί. Η Ρέιτσελ, η κοπέλα του, είναι μια ήρεμη, εξισορροπητική δύναμη στη ζωή του. Οι συνεργάτες του, ο Λούις, πληρωμένος δολοφόνος υψηλών προδιαγραφών, και ο Έιντζελ, υπερταλαντούχος διαρρήκτης, είναι οι άνθρωποι που εμπιστεύεται, που του συμπαραστέκονται, που τον προστατεύουν ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή, αν χρειαστεί. Η έρευνα του Τσάρλι είναι επίπονη και εξαιρετικά επικίνδυνη, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους δικούς του ανθρώπους. Σύντομα διαπιστώνει ότι οι ρίζες του κακού είναι καλά κρυμμένες στο μακρινό παρελθόν, και οι απολήξεις τους είναι γραπωμένες στο παρόν, αναζητώντας απλώς μια αφορμή, ένα στραβοπάτημα, ένα “κάλεσμα” για να ξεπεταχτούν, παγιδεύοντας όλο και περισσότερα θύματα στον φονικό τους ιστό. Ο μόνος τρόπος να εξολοθρευτεί το κακό είναι κατά πρόσωπο, σε μια αναμέτρηση όπου ο Τσάρλι, μαζί με τον φύλακα άγγελό του, θα αναλάβουν τον ρόλο των εντεταλμένων τιμωρών του.

“Ζούμε σ’ έναν κόσμο – κερήθρα”, λέει σιβυλλικά στον πρόλογο ο Κόνολι, συνδέοντας άμεσα και αμετάκλητα την ιστορία του με έναν ισχυρό συμβολισμό, ο οποίος στην πορεία θα αποκαλύψει κι άλλες πτυχές, κι άλλες εκδοχές, ακόμα πιο τρομακτικές από εκείνες που αρχικά υποψιαζόμαστε. Ο Τσάρλι πραγματοποιεί μια κάθοδο στον Άδη καθώς σιγά σιγά μπαίνει όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του κόσμου – κερήθρας, ξεσκεπάζοντας παράλληλα τα μύχια της ψυχής ανθρώπινων πλασμάτων που μόνο κατ’ επίφαση ανήκουν στην ανθρώπινη ράτσα: οι σκέψεις τους, οι πράξεις τους, η όψη τους, η ύπαρξή τους η ίδια, παραπέμπουν σε κάτι άλλο, κάτι φρικιαστικά αλλόκοσμο, κάτι που τους συνδέει με πλάσματα που η φύση εξόπλισε με φονικά ένστικτα και μέσα, με σκοπό απλώς να τα βοηθήσει να επιβιώσουν, ωστόσο στα χέρια ανθρώπων τα μέσα αυτά γίνονται εργαλεία δολοφονικών πράξεων. Η δυνατή εικονοπλασία με τα έντομα, τα ερπετά και τα τρωκτικά εντείνει τη αίσθηση ότι κάτω από την φλούδα του ορατού κόσμου ζει και κινείται ένας άλλος – αόρατος, σκοτεινός, επικίνδυνος. Ιδίως τα έντομα κυριαρχούν, είτε σαν αθώα πλάσματα που απλώς περιφέρονται στον αέρα, είτε σαν δολοφονικά όπλα στα χέρια διεστραμμένων ανθρώπων, είτε σαν αθέλητα κομμάτια εικαστικών εγκαταστάσεων που κόβουν την ανάσα, είτε βρίσκοντας την τρομακτική αντιστοιχία τους σε ανθρώπους με τους οποίους μοιάζουν να συσχετίζονται. Ο Κόνολι καθηλώνει περιγράφοντας με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα σκηνικά των φόνων, συγκινεί με τον λυρισμό και την ευαισθησία του στις οραματικές συναντήσεις του Τσάρλι με τους αόρατους οδηγούς του, δημιουργεί ένα κλίμα τρόμου απόλυτα εμβυθιστικό.

Σίγουρα οι πιο ψαγμένοι αναγνώστες θα υποψιαστούν τις συνειδητές ή υποσυνείδητες πηγές έμπνευσης του Κόνολι – έρχονται απόηχοι από τα Φαινόμενα, το ανυπέρβλητο θρίλερ του Ντάριο Αρτζέντο, ή το Απαγορευμένο, το εμβληματικό διήγημα του Κλάιβ Μπάρκερ σε ορισμένες σκηνές – ωστόσο ο Κόνολι έχει το ταλέντο να μετουσιώνει τις επιρροές του σε κάτι ολοκληρωτικά δικό του, να εντάσσει τα γνώριμα σημεία αναφοράς στο μαγευτικά ανατριχιαστικό σύμπαν που τόσο αριστοτεχνικά δημιουργεί. Το Φονικό Είδος είναι ένα αριστουργηματικό ψυχολογικό θρίλερ που σε στοιχειώνει, με όλη τη σημασία της λέξης.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2019

16 January 2019

Σκέψεις του κ. Λίντζι για το “Αρχέτυπο Άσμα” (Nicholas Vachel Lindsay)



Επιλογή & Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Ο Nicholas Vachel Lindsay (Νίκολας Βέιτσελ Λίντζι, 1879-1931) ήταν ένας ιδιοφυής, χαρισματικός και πρωτοπόρος ποιητής, πεζογράφος και ιδιότυπος τραγουδοποιός, ο οποίος είχε συλλάβει μια ιδιαίτερα μοντέρνα και ριζοσπαστική για την εποχή του μέθοδο παρουσίασης των ποιημάτων του, απαγγέλλοντάς τα σε δημόσιους χώρους με ύφος και ερμηνεία που παρέπεμπαν σε θεατρικό δρώμενο. Επιπλέον συνήθιζε να εικονογραφεί τα έργα του με οραματικά σχέδια που ζωγράφιζε ο ίδιος. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα μικρό δοκίμιο που δημοσίευσε στο ιστορικό Αμερικανικό περιοδικό Poetry, A Magazine of Verse, στο τεύχος 4 του τέταρτου τόμου (1914), “απαντώντας” σε ερώτημα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Στο ίδιο τεύχος είχε δημοσιευτεί και το εκτενές ποίημά του “Ο Χορός των Πυροσβεστών”, στο οποίο αναφέρεται στο δοκίμιο. Ένα μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό κομμάτι από την ποιητική αυτή σύνθεση έχω συμπεριλάβει εδώ. Όπως φαίνεται και στο απόσπασμα, υπάρχουν σκηνοθετικές οδηγίες για την ερμηνεία των στροφών και των ενοτήτων. Τα σχέδια που συνοδεύουν τη μετάφραση είναι επιλεγμένα από τις εικονογραφήσεις του, χαρακτηριστικά του ύφους και της μοναδικής τεχνοτροπίας του.

Πρόσφατα στο Σικάγο, ο κ. Γέιτς με ρώτησε: “Τι να κάνουμε για να φέρουμε ξανά στην ποίηση το αρχέτυπο άσμα;” Βρίσκω τον ορισμό αυτού που ο κ. Γέιτς χαρακτηρίζει “αρχέτυπο άσμα στην ποίηση”, στον τελευταίο τόμο του Καθ. Έντουαρντ Μπλις Ριντ για την Αγγλική στιχουργική. Στο κεφάλαιό του για τον ορισμό του στίχου αναφέρει: “Σύμφωνα με τους Έλληνες, το ‘Άσμα’ ήταν ένας καθολικά περιεκτικός όρος. Συμπεριελάμβανε το σιγοτραγούδισμα της παραμάνας προς το παιδί, … το μισοτραγουδιστό μουρμουρητό του ναύτη, την επίσημη ωδή του ποιητή. Σε όλα τα Ελληνικά ποιήματα, ακόμα και στις χορωδιακές ωδές, η μουσική ήταν η θεραπαινίδα του στίχου… ο ίδιος ο ποιητής συνέθετε τη συνοδεία. Ο Ευριπίδης είχε επικριθεί γιατί ο Ιοφών… τον είχε βοηθήσει να επενδύσει κάποιες από τις τραγωδίες του”.

Περιγράφεται εδώ ένας τύπος της Ελληνικής τεχνικής που επιβιώνει στο Αμερικανικό βοντβίλ, όπου στον κάθε στίχο τα δύο τρίτα είναι μιλητά και το ένα τρίτο τραγουδιστό, ενώ η συνολική παρουσίαση, συμπεριλαμβανομένων της μουσικής και της απαγγελίας, εξαρτάται κατά πολύ από την αυτοσχεδιαστική ικανότητα και το ένστικτο του ερμηνευτή.


Υποβάλλω με σεβασμό τον “Χορό των Πυροσβεστών” σαν ένα πείραμα κατά το οποίο επιχειρώ να συνδέσω αυτή τη μορφή του βοντβίλ με τον πρόγονό της: τον αρχετυπικό Ελληνικό μισο-τραγουδιστό στίχο. Σε αυτή την περίπτωση, το ένα τρίτο της μουσικής πρέπει να το προσθέσει, ακούγοντας το ένστικτό του, ο αναγνώστης. Πρέπει δηλαδή να γίνει κι αυτός ένας Ιοφών. Και μπορεί εύκολα να γίνει Ιοφών αν αντιμετωπίσει το κομμάτι με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε την Υψηλότερη Φαντασία του Βοντβίλ. Τα καίρια σημεία είναι: μεγάλη προσοχή στο κρίσιμο γύρισμα στη μέση του κομματιού, και λεπτοδουλεμένη απόδοση του πρώτου μισού της δεύτερης ενότητας, για να τονιστεί η ξαφνική αντίθεση με το δεύτερο μισό, όπου ο επιθανάτιος ψίθυρος του Αληθινού Έρωτα – και, αν θέλετε, όλων των ωραίων πραγμάτων – πνίγεται μέσα στον θόρυβο των πνευστών: “Αλλά η κραυγή του πνίγεται από τον περήφανο μαέστρο.”

Το πρώτο μισό της τρίτης ενότητας, μαζί με την παράθεση, μπορεί να απαγγελθεί σε έναν ημιεπίσημο τόνο. Στη συνέχεια έρχεται η τελική κλαγγή των μηχανών.

Το “Μονοπάτι της Σάντα Φε” είναι άλλο ένα παρεμφερές πείραμα.

Οι μεγάλες γενικές αντιθέσεις ανάμεσα στις βασικές ενότητες θα πρέπει να είναι ο κανόνας  αυτών των πρώτων προσπαθειών για αυτοσχεδιασμό. Ο συγγραφέας ελπίζει ότι μετά από δύο ή τρεις αναγνώσεις, ο κάθε στίχος θα υποβάλλει τη δική του ξεχωριστή προσθήκη μελωδίας στον ερμηνευτή, ο οποίος θα έχει πλέον συνηθίσει τις ρυθμικές εναλλαγές. Αφήστε τον να επιλέξει αυθόρμητα τι θέλει να απαγγείλει και τι να τραγουδήσει.

Ο πραγματικός Χορός των Πυροσβεστών έλαβε χώρα στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις στις 13 Νοεμβρίου του 1913. Το απλόχωρο Οπλοστάσιο της Εθνοφρουράς του Ιλινόις γέμισε με πυροσβέστες και τις συνοδούς τους.


Ο Χορός των Πυροσβεστών (Απόσπασμα)

ΙI

(Αργά και απαλά – με τον τρόπο μιας ληθαργικής, υπαινικτικής μουσικής)

Παιχνιδιάρικα, χαρούμενα,
Λικνίζεται ο μαέστρος
Αλλάζοντας την ένταση
Του ρυθμού της άγριας μπάντας.
Με μια κόκκινη, βασιλική
Ευθυμία,
Ένα κουβάρι ήχων
Και μια συγκοπή,
Με κύκλους και στροφές
Απ’ άκρη σ’ άκρη,
Μάστορας των ονείρων,
Περήφανος σαν παγώνι.
Σαν άρχοντας των εύθραυστων
Ανθών της απόλαυσης,
Οδηγεί τη συνείδηση
Πίσω μέσα στη νύχτα.
Ονειρεύεται πως είναι στρατιώτης
Με τα φτερά και τα σπιρούνια του,
Και λεβέντες νέοι
Υπακούν στις διαταγές του,
Μαστιγώνοντας τις λογικές
Σκέψεις που μισεί,
Ενώ τους οδηγεί πίσω
Στις πύλες της ονειρούπολης.
Πώς μπορούν οι βαριεστημένοι
Χορευτές να ξέρουν
Ότι τα κόκκινα όνειρα έρχονται
Όταν τα καλά όνειρα φεύγουν;
“Αυτή είναι η νύχτα του έρωτα”
Χτυπήστε τις ασημένιες καμπάνες της χαράς,
“Η νύχτα του έρωτα,”
Χτυπήστε τις ασημένιες καμπάνες της χαράς.
Μέλι και κρασί –
Μέλι και κρασί:
Παίξτε σιγανά τώρα, βιολιά,
Παίξτε, παίξτε σιγανά:
Φύσα απαλά, ξύλινη φλογέρα,
Γλυκά και αργά.
Σαν παπαρούνες του μεσονυχτίου
Ανθίζουν οι αγαπημένες.
Τα μάτια τους αστραποβολούν δύναμη,
Τα χείλια τους είναι άλαλα.
Όλο και πιο γρήγορος
Γίνεται ο παλμός τους
Αν και τώρα πιο απαλά
Το τύμπανο χτυπά:
“Μέλι και κρασί,
Μέλι και κρασί.”
Είναι ο χορός των πυροσβεστών –
Είναι ο χορός των πυροσβεστών.

(Να ακουστεί σαν ψίθυρος)

“Με σφάζουν,”
Φωνάζει ο Αληθινός-Έρωτας,
Εκεί στη σκιά.
“Και πεθαίνω,”
Φωνάζει ο Αληθινός-Έρωτας,
Εκεί που κουρνιάζει.
“Όταν έρχονται τα όνειρα της φωτιάς,
Τα σοφά όνειρα χάνονται.”

“Αλλά η κραυγή του πνίγεται
Από τον περήφανο μαέστρο.
Και τώρα ηχούν μεγάλα γκονγκ
Διαπεραστικά, δυνατά,
Και τα τύμπανα κροτούν,
Και κρύβουν την ντροπή
Με έναν συριγμό και ένα στροβίλισμα
Στο όνομα του νεκρού Έρωτα.
Κόκκινο και βυσσινί
Και άλικο και τριανταφυλλί,
Μαγικές παπαρούνες
Ανθίζουν οι αγαπημένες.
Το άλικο μένει
Όταν φεύγει το τριανταφυλλί κοκκίνισμα,
Και ο Έρωτας κουρνιάζει
Σε έναν μαρμάρινο τάφο.
“Είναι η νύχτα της καταστροφής,”
Χτυπήστε τις καμπάνες της καταστροφής,
“Νύχτα της καταστροφής,”
Χτυπήστε τις καμπάνες της καταστροφής.
Αφουγκραστείτε τα φλάουτα, ακόμα παίζουν χαρούμενα –
“Είναι μια φεγγαρόλουστη βραδιά μέσα στην άνοιξη του χρόνου.”


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Ιανουάριο του 2019
http://fractalart.gr/nicholas-vachel-lindsay/

9 January 2019

Κυριάκος Χαλκόπουλος


Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος φοίτησε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Εργάζεται ως μεταφραστής κλασικής λογοτεχνίας (Εκδόσεις Οξύ, Εκδόσεις Αρχέτυπο). Έχει παρουσιάσει κύκλους σεμιναρίων για τη Φιλοσοφία και για θέματα κλασικής λογοτεχνίας σε δημοτικές βιβλιοθήκες και ιδιωτικά κέντρα πολιτισμού. Έχει αρθρογραφήσει, επί σειρά ετών, για θέματα πολιτισμού στην εφημερίδα Μακεδονία της Θεσσαλονίκης. Έργα του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα περιοδικά Λόγου (Δέκατα, Ένεκεν, Ίαμβος, Εντευκτήριο κ.ά.). Έχει συνεργαστεί με τις Εκδόσεις Ανάτυπο, από τις οποίες κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Η Χρυσαλίδα. Τον Κυριάκο Χαλκόπουλο είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά στην περσινή διοργάνωση του FantastiCon, η οποία πραγματοποιήθηκε για τέταρτη συνεχή χρονιά στις αρχές του Οκτωβρίου που μας πέρασε, στους χώρους της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη φανταστική λογοτεχνία;

Παρ’ όλο που ένα προσωπικό μου έργο, η συλλογή διηγημάτων Η Χρυσαλίδα, είχε παρουσιαστεί από τους εκδότες ως “φανταστική λογοτεχνία”, εγώ δεν θα έλεγα πως ο χαρακτηρισμός αυτός είναι τόσο εύστοχος – διότι συνήθως με τον όρο “φανταστικό” εννοεί κανείς κάτι πιο ανεξέλεγκτο (ή ίσως ακόμα και αυθαίρετο) από το είδος της λογοτεχνίας που με απασχολεί… Εάν μου ζητούσε κανείς να εντάξω το δικό μου έργο σε κάποιον λογοτεχνικό τύπο, θα έλεγα ότι τα περισσότερα από τα διηγήματά μου είναι αλληγορικά, και πως στο κέντρο της πλοκής εμφανίζονται έντονοι συμβολισμοί. Για παράδειγμα, σε ένα μικρό διήγημα από τη συλλογή Η Χρυσαλίδα, ο αφηγητής είναι κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, με μια κλειδωμένη πόρτα πίσω του και μια σκάλα που έχει καταρρεύσει μπροστά του. Τα αντικείμενα στα έργα μου συχνά είναι πιο πολύ σύμβολα παρά κάτι στον υλικό χώρο…

Πώς επιλέγετε τον χώρο και τον χρόνο της δράσης στα βιβλία σας;

Ο χρόνος είναι συνήθως αδιευκρίνιστος. Τα περισσότερα κείμενά μου δεν εμφανίζουν ενδείξεις για την εποχή στην οποία συμβαίνουν – συνήθως η τεχνολογία απουσιάζει, ή είναι σχετική με τις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο χώρος είναι πρωτίστης σημασίας για εμένα, διότι αποτελεί ένα από τα κύρια αντικείμενα που αποκτούν συμβολική σημασία στα έργα μου: για παράδειγμα, σε ένα διήγημά μου (Το αντικείμενο των ονείρων) ο χώρος βρίσκεται κυρίως στα όνειρα (ο αφηγητής βλέπει μια σειρά από όνειρα, και ψάχνει εκεί ένα περίεργο αντικείμενο μέσα στους άγνωστους διαδρόμους τους), σε ένα άλλο διήγημά μου ο χώρος αποτελεί πιθανότατα μια ψευδαίσθηση, διότι ο αφηγητής μοιάζει να μπερδεύει την αλήθεια με την πλάνη. Αλλά σε μερικά κείμενά μου υπάρχει και ένας συγκεκριμένος χώρος: το περιβάλλον του πανεπιστημίου του Έσσεξ, στο οποίο σπούδασα… Σκεφτείτε πως στα όνειρα τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν δεν είναι υλικά, αλλά κάτι που κρύβει τους ακόμα αθέατους χώρους του ονείρου, και άρα υπάρχουν εκεί για λόγους πολύ συγγενικούς με εκείνους που βρίσκονται πίσω από τα τεχνάσματα που δημιουργούν οι λογοτέχνες· άλλωστε ο Μπόρχες είχε κάποτε ισχυριστεί πως “η λογοτεχνία δεν είναι παρά ένα κατευθυνόμενο όνειρο”.

Κατά πόσο θα λέγατε ότι σας έχουν εμπνεύσει δημιουργικά τα λογοτεχνικά και άλλα σας ενδιαφέροντα;

Σε απόλυτο βαθμό – θέλω να πω ότι συνήθως ανακαλύπτω τι θα γράψω στη συνέχεια, με αφορμή κάποια απρόσμενη προσθήκη που συμβαίνει να κάνω σε ένα κείμενο ενώ το γράφω. Πέραν από τα αμιγώς λογοτεχνικά ενδιαφέροντα υπάρχουν δύο άλλα κύρια, που συνδέονται με το γράψιμό μου: μια ερασιτεχνική ενασχόληση με τα μαθηματικά (κυρίως με τα αρχαία μαθηματικά, με αφορμή τις φιλοσοφικές μου σπουδές) και μια μικρή εξοικείωση με την αρχιτεκτονική (κυρίως των μεσαιωνικών χρόνων).

Ποιες είναι οι προσωπικές σας αναγνωστικές προτιμήσεις; Συμπίπτουν αποκλειστικά με τη δημιουργική σας ενασχόληση ή διαβάζετε/μελετάτε και άλλα είδη;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, συμπίπτουν απόλυτα. Διαβάζω λίγους συγγραφείς. Έχω όμως διαβάσει όλο το έργο τους. Με ενδιαφέρουν οι λογοτέχνες που έγραψαν συμβολικά ή αλληγορικά, κυρίως οι Ευρωπαίοι ρομαντικοί του 19ου αιώνα, αλλά και μερικοί σημαντικοί καλλιτέχνες του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Στην πραγματικότητα ο πιο “σύγχρονος” λογοτέχνης που διαβάζω και ξαναδιαβάζω είναι ο Μπόρχες – με άλλα λόγια, όντως, διαβάζω ελάχιστους, αλλά νομίζω πως βρήκα σε αυτούς κάτι που με βοηθάει να σχηματίσω τις δικές μου σκέψεις.

Έχετε ασχοληθεί εντατικά με το έργο του Φραντς Κάφκα. Τι σας ελκύει ιδιαίτερα στον συγκεκριμένο συγγραφέα;

Οπωσδήποτε ο Κάφκα είναι ο μοναδικός που έγραψε τόσο αλληγορικά – τουλάχιστον στον χώρο της λογοτεχνίας. Στη φιλοσοφία υπήρχε ο Ηράκλειτος, ενώ ο Μπόρχες είχε πει σε μια ομιλία του πως μπορεί να θεωρηθούν ως πρόδρομοι του Κάφκα οι Ελεάτες φιλόσοφοι (ο Παρμενίδης και ο Ζήνων). Ο Κάφκα απέκτησε τεράστια σημασία για μένα κυριολεκτικά από την πρώτη στιγμή που διάβασα λίγες γραμμές του. Ήταν στην τρίτη Λυκείου – είχα διαβάσει σε ένα βιβλιοπωλείο τις πρώτες σελίδες του Πύργου. Έχω εξετάσει όλο του το έργο, τα ημερολόγια, τα γράμματα και αρκετές βιογραφίες του. Έχω επίσης μεταφράσει δώδεκα διηγήματα του – ήταν η πρώτη μετάφραση που έκανα, το 2017, για τις εκδόσεις Αρχέτυπο (Ο Νηστευτής & άλλα διηγήματα).

Η θεματολογία της βορειοευρωπαϊκής, κυρίως, φανταστικής λογοτεχνίας δεν έχει πολλές, άμεσα εμφανείς τουλάχιστον, συγγένειες με την ελληνική. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα χαρακτηριστικά της που γοητεύουν τόσο τους Έλληνες συγγραφείς και αναγνώστες;

Εξαρτάται από το τί εννοεί κανείς όταν μιλάει για “φανταστική λογοτεχνία”. Νομίζω ότι στη χώρα μας υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον για ορισμένα είδη της “φανταστικής” λογοτεχνίας, που όμως συχνά αναγνωρίζονται ως παραλογοτεχνία. Οι περισσότεροι άνθρωποι που μιλούν για φανταστική λογοτεχνία εννοούν με τον όρο τρία διακριτά είδη: τη λογοτεχνία τρόμου, την επιστημονική φαντασία και τη λεγόμενη “επική” φαντασία. Θα έλεγα πως υπάρχουν συγγένειες με κάποια αρχαία ελληνικά έργα – ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα, για παράδειγμα, έγραψε την όμορφη σάτιρα “Αληθής ιστορία”, που συχνά την αναφέρουν ως το πρώτο διήγημα επιστημονικής φαντασίας· διότι η δράση τοποθετείται σε ξένους πλανήτες. Η ένατη ραψωδία της Οδύσσειας (η άφιξη του Οδυσσέα στο νησί των Κυκλώπων) μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της λογοτεχνίας τρόμου. Επική φαντασία, από την άλλη, δεν υπάρχει στην αρχαία Ελλάδα ακριβώς όπως στην αγγλοσαξονική παράδοση, αλλά οι – κατά τη γνώμη μου – σοβαροί λογοτέχνες του είδους (προσωπικά μπορώ να σκεφτώ μόνο έναν: τον Λόρδο Ντάνσανυ – αλλά δεν είμαι λάτρης του είδους, οπότε η γνώμη μου μάλλον αδικεί άλλους) είχαν φανερές επιρροές από την αρχαία Ελλάδα και τη μόρφωσή τους, που περιείχε πολλά θέματα από τον αρχαίο ελληνισμό. Στις μέρες μας πιο γνωστοί είναι συγγραφείς λιγότερο – πάλι εκφράζω προσωπική γνώμη – καλλιτεχνικοί, όπως ο Τόλκιν (επική φαντασία) και ο Στήβεν Κινγκ (τρόμος), αλλά αυτό δεν σημαίνει πως συνολικά το “φανταστικό” δεν έχει σύνδεση με την κλασική λογοτεχνία, τον ρομαντισμό, τον συμβολισμό και τη γοτθική λογοτεχνία.

Είστε παράλληλα και μεταφραστής, κατά κανόνα μέσα στο πεδίο των ενδιαφερόντων σας. Θα μεταφράζατε ευχαρίστως κάτι δημοφιλές αλλά ασύμβατο με τη δική σας αισθητική;

Όχι. Διότι δεν νομίζω πως θα ήταν καλό το αποτέλεσμα… Θεωρώ ότι αν ο μεταφραστής δεν θεωρεί όμορφο το έργο που μεταφράζει τότε είναι ασύνετο να περιμένει κανείς ο αναγνώστης να πάρει στα χέρια του την καλύτερη δυνατή μετάφραση. Οι μεταφράσεις μου είναι στον χώρο της κλασικής λογοτεχνίας. Φυσικά εξετάζω άλλες προτάσεις, αλλά πρώτα πρέπει να δω το έργο – εάν δεν ξέρω τον συγγραφέα – ώστε να είμαι σίγουρος ότι μπορώ να ωφελήσω αντί να βλάψω με τη μετάφραση μου.

Ασχολείστε επίσης με τη δημιουργία τρισδιάστατων μοντέλων και παιχνιδιών μέσα στο σύμπαν της φανταστικής λογοτεχνίας. Έχετε σκεφτεί να δώσετε περισσότερη έμφαση στη δραστηριότητα αυτή ή να τη συνδυάσετε ακόμα πιο έντονα με το συγγραφικό σας έργο;

Η δημιουργία τρισδιάστατων μοντέλων είναι χρήσιμη στην ανάπτυξη της φαντασίας – έστω υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και εμένα με βοήθησε. Πέραν τούτου έμαθα αρκετά στοιχεία αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, αλλά και καθαρά γεωμετρικού. Καθώς ανήκω στη γενιά που άρχισε να έχει υπολογιστές από αρκετά μικρή ηλικία, είχα γοητευθεί από τα παιχνίδια στους υπολογιστές, από το παράξενο και σχηματικό τους περιβάλλον και τις ισορροπίες του. Αυτή την αίσθηση νομίζω ότι τη μεταφέρω κατά καιρούς και σε λογοτεχνικά μου κείμενα.

Πώς ανταποκρίνεται το κοινό στην ιδιαιτερότητα του ύφους σας; Τα βιβλία σας διαβάζονται κυρίως από φίλους του συγκεκριμένου είδους, ή έχετε κερδίσει και αναγνώστες με προηγουμένως διαφορετικά ενδιαφέροντα;

Συνήθως διαβάζονται από άτομα μεγαλύτερα σε ηλικία από εμένα… Έχω ακούσει διάφορες γνώμες για τα κείμενά μου. Πάντως θεωρώ πως είναι θετικό ότι έχω ένα προσωπικό ύφος, διότι (όπως είπε ο Μποντλέρ, σε ένα γράμμα του στον Φλομπέρ) “το κυριότερο είναι – να μη μοιάζεις με τον γείτονα σου” – δηλαδή το σημαντικότερο για έναν λογοτέχνη είναι να μην τον συγχέουν με άλλους.


Τι γνώμη έχετε για τη φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα σήμερα;

Νομίζω πως είναι θετικό ότι παρουσιάζει τόσα νέα έργα. Όπως σημείωσα απαντώντας και σε προηγούμενα ερωτήματά σας, δεν θα έλεγα πως εγώ συνδέομαι κύρια με αυτό το είδος, αλλά αρκετοί αξιόλογοι συγγραφείς εκφράζονται μέσα από αυτό. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα εμφανιστούν ακόμα περισσότερα έργα, και ίσως και κάποιο ιδιαίτερα σημαντικό.

Ευχαριστούμε πολύ!

Ευχαριστώ πολύ και εγώ για τις όμορφες ερωτήσεις σας.


Η συνέντευξη παραχωρήθηκε δι' αλληλογραφίας από τον Κυριάκο Χαλκόπουλο στη Μάριον και τη Βερίνα Χωρεάνθη και πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal

6 January 2019

Ηλίας Μάστορης: Τα βελούδινα σκοτάδια

Μια ιδιαίτερα σημαντική και αξιόλογη στιγμή στην καλλιτεχνική πορεία του Ηλία Μάστορη, μουσικού και στιχουργού από τη Βοιωτία, είναι το άλμπουμ Τα Βελούδινα Σκοτάδια. Είχε προηγηθεί το θαυμάσιο ορχηστρικό ταξίδι Ο Ήχος της Πόλης, όπου ο Ηλίας Μάστορης, με την ιδιότητα του συνθέτη, απέδωσε με μελωδίες την ψυχή πόλεων του κόσμου με ιδιαίτερη σημασία. Στα ‘Βελούδινα Σκοτάδια’ περιορίζει τον εαυτό του κυρίως στον ρόλο του στιχουργού: έχει γράψει τη μουσική σε τρία από τα δεκατέσσερα κομμάτια και εμπιστεύεται τη μελοποίηση των υπόλοιπων στίχων του στον Μιχάλη Τερζή, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη, τον Μανόλη Ανδρουλιδάκη, τον Στάθη Γκότση, τον Κώστα Τρουμπούκη, τον Γιώργο Ζωγράφο και τον Αντώνη Παπαγγελή.

Είναι πολύ ενθαρρυντικό το ότι εξακολουθούν να πέφτουν στα χέρια μας ολοκληρωμένες δισκογραφικές δουλειές. Όσο ωραίο και αυτόνομο και αν είναι ένα μεμονωμένο κομμάτι, αποκτά άλλη διάσταση αν το δούμε μέσα στο σύνολο από το οποίο προέρχεται. Ένα CD μουσικής είναι όπως ένα βιβλίο – αφηγείται μία ή περισσότερες ιστορίες. Πολλές φορές οι ιστορίες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται ή απαντούν η μία στην άλλη. Οι ιστορίες που ξεδιπλώνονται μέσα από τα Βελούδινα σκοτάδια έχουν ως κοινό παρονομαστή τον στιχουργό – αφηγητή, ο οποίος κάθε φορά αλλάζει υπόσταση: ο Μανώλης Μητσιάς, η Ηρώ Σαϊα, ο Χάρης Μακρής, ο Πάνος Παπαϊωάννου, η Σοφία Παπάζογλου, ο Θανάσης Βούτσας, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Ερωφίλη, ο Δημήτρης Μπάκουλης και ο Γιάννης Λεκόπουλος ερμηνεύουν υπέροχα τις μουσικές ιστορίες του Ηλία Μάστορη, ιστορίες γεμάτες ευαισθησία, συγκίνηση αλλά και προβληματισμούς.

Σαν μια συλλογή μουσικών αφηγημάτων λοιπόν, τα Βελούδινα Σκοτάδια κεντρίζουν το ενδιαφέρον από εκεί που πέφτει πρώτα το μάτι: την εικόνα του εξωφύλλου. Η φωτογραφική σύνθεση της Μαρίας Κοσσυφίδου, με την ασπρόμαυρη φιγούρα ενός κοριτσιού που παίζει με ένα τόπι – φεγγάρι μέσα σε ένα πρασινοκίτρινο εξοχικό τοπίο, θυμίζει τα όνειρα που βλέπουμε, όπου οι μορφές και τα σχήματα δεν είναι ξεκάθαρα και μπορούν να ερμηνευθούν με διάφορους τρόπους. Πολλές φορές χρειάζεται να ανατρέξουμε σε μνήμες, σε εικόνες από το παρελθόν για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τα όνειρά μας. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τα βελούδινα σκοτάδια. Είναι, ουσιαστικά, τα σκοτάδια της ψυχής. Δεν ξέρουμε τι κρύβουν, ωστόσο τα νιώθουμε τόσο οικεία – γι’ αυτό άλλωστε είναι και βελούδινα. Είναι η εντελώς δική μας ‘κρυψώνα’ όπου βρισκόμαστε με τον εαυτό μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτόν, εκφραζόμαστε ελεύθερα, κάνουμε τις εσωτερικές μας αναζητήσεις. Εκεί κρύβονται οι φόβοι, οι επιθυμίες, τα ανομολόγητα μυστικά. Οι έρωτες του παρελθόντος, οι αγωνίες, οι ανησυχίες μας. Ίσως και πράγματα που μας πονάνε, αλλά κι αυτά είναι μέρος της βιωμένης μας ζωής. Τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να απορριφθεί, καθώς όλα μαζί μάς πάνε μπροστά, μας εξελίσσουν. 

Μας προδιαθέτει το εξώφυλλο για τραγούδια – ιστορίες που προσφέρονται για πολλές ακροάσεις και απευθύνονται σε πολλές και διαφορετικές διαθέσεις. Λαϊκά ή λαϊκότροπα κατά βάση, αφήνουν ωστόσο χώρο και για πιο λυρικές, έντεχνες στιγμές. Το πολυσύνθετο Του σχοινοβάτη η αγωνία που ξεκινάει το CD, φόρος τιμής στην ρεμπέτικη κληρονομιά μας, είναι σε πρώτο επίπεδο ένα καθαρόαιμο λαϊκό κομμάτι, ωστόσο μέσα στους στίχους του, αλλά και στον τίτλο, γίνεται αναφορά στην Μαρίκα Νίνου η οποία ήταν ακροβάτις προτού γίνει ‘τρανή αρτίστα’. Αναπάντεχα το δεύτερο κομμάτι στρέφεται σε άλλη κατεύθυνση, μιλάει για την ‘άλλη πλευρά του φεγγαριού’ που δεν έχει ζωή: οι Ανθρώπινες Πλημμύρες είναι ένας αργός, υποβλητικός μονόλογος για όλες εκείνες τις κρυφές γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης όπου σχεδόν ποτέ δεν πέφτει ούτε το ελάχιστο φως. Αρχίζει από κει και πέρα η έκφραση να γίνεται πιο προσωπική, πιο εξομολογητική, πιο περίπλοκη (Το δωμάτιο, Στη μοιρασιά του κούκου, Κρυφή μου παραζάλη), ενώ σε δευτερεύοντα ρόλο παρεμβάλλονται και γενικότεροι προβληματισμοί (Στην άδεια πόλη). Η εξέλιξη των τραγουδιών φτάνει σε ένα εντυπωσιακό, δυναμικό κρεσέντο στο Ενός λεπτού φασαρία, ένα επιβλητικό εμβατηριακό βαλς με απαισιόδοξη, ελαφρώς (αυτο)σαρκαστική διάθεση αλλά όχι χωρίς ένα θετικό μήνυμα στο τέλος: ‘Τούτη τη νύχτα μη μασάς / θα φύγει θα περάσει / τις Θερμοπύλες να κρατάς / και ας σε έχουνε κουράσει’. Στη συνέχεια έρχονται στο προσκήνιο οι αναμνήσεις (Της μνήμης τα θλιμμένα) και οι ενδόμυχες σκέψεις (Η Γέννα, Οι θυρίδες του δόλου, Σπασμένα μου φτερά). Και λίγο πριν την κατάληξη, ο αφηγητής κάνει έναν απολογισμό ζωής με άξονα την καλλιτεχνική αναζήτηση η οποία δεν τελειώνει ποτέ (Η δική μου Μούσα). Στης Ήττας τα τοπία είναι που ο αφηγητής κατονομάζει ευθέως τα βελούδινα σκοτάδια, κι εκεί συνεχίζει την αναζήτηση η οποία ωστόσο περνάει πια και σε έναν άλλο, καλά προφυλαγμένο νοητό χώρο συναισθημάτων, για να κλείσει, στον Απόμαχο, μέσα σε τρεις στίχους, τους δικούς του δαίμονες που τον γυρνάνε πίσω σε κάποια ακαθόριστη παιδική ηλικία – εν μέρει πραγματική, κυριολεκτική, η οποία στ’ αλήθεια υπήρξε, ωστόσο υφίσταται και σε ένα επίπεδο συμβολικό – συναισθηματικό: ‘Μικρός κρυβόμουν στα καλάμια / για να γλιτώσω από τη Λάμια / την παιδική μου την ψυχή’.

Τα Βελούδινα Σκοτάδια του Ηλία Μάστορη συνδιαλέγονται με ήχους και εικόνες, συνθέτουν μουσικά τοπία άλλοτε οικεία και άλλοτε πρωτόγνωρα. Δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πολύ ξεχωριστή και συναισθηματική, μια διαδρομή με πολλά και διαφορετικά μονοπάτια. Καταλήγουν ωστόσο αναπόφευκτα στο φως, στην κάθαρση που φέρνει η έκφραση μέσα από την τέχνη, την καλλιτεχνική δημιουργία. Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι και η παραγωγή, και εξαιρετική η ομάδα των μουσικών που συνοδεύουν τους ερμηνευτές.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2019https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/11331-mastoris-beloudina-skotadia-xwreanthi