28 October 2018

Φοίβος Δεληβοριάς: Η Ταράτσα του Φοίβου

Μετά από μια σειρά επιτυχημένων παραστάσεων πέρυσι και φέτος που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το κοινό, ο Φοίβος Δεληβοριάς παρουσιάζει και την δισκογραφική εκδοχή της Ταράτσας του, σε ένα απολαυστικό CD που περιλαμβάνει χαρακτηριστικές στιγμές από το μουσικό πολυθέαμά του, με συμμετοχές από αγαπημένους του φίλους οι οποίοι έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί μαζί του στην “Ταράτσα του Φοίβου” της Ιεράς Οδού.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973, μεγάλωσε στην Καλλιθέα, και είχε για δάσκαλό του στην κιθάρα τον Ορφέα Περίδη. Είναι ένας καλλιτέχνης που από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση καθιέρωσε ένα πολύ ιδιαίτερο μουσικό στίγμα και αποτελεί έναν από τους πιο αγαπητούς και αντιπροσωπευτικούς τραγουδοποιούς της γενιάς του. Από το 1989 που κυκλοφόρησε, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών, τον πρώτο του δίσκο, την “Παρέλαση”, στον ιστορικό “Σείριο” του Μάνου Χατζιδάκι, έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχουν αλλάξει και πολλά, ωστόσο ο εμπνευσμένος τραγουδοποιός μένει πιστός στα αρχετυπικά σημεία αναφοράς του (τον Ζορζ Μπρασένς, τον Διονύση Σαββόπουλο μεταξύ άλλων) και με το ξεχωριστό συνθετικό – ερμηνευτικό ύφος του, βασισμένο στην μπαλάντα και την παρλάτα, αφηγείται με αυτοσαρκασμό, καυστικό χιούμορ αλλά και την ευαισθησία και την οικειότητα που μεταδίδει με τόση φυσικότητα η όμορφη φωνή του, ιστορίες καθημερινές βασισμένες σε εμπειρίες δικές του ή των φίλων του, σε θέματα που του κινούν το ενδιαφέρον, σε ό,τι παρατηρεί να συμβαίνει στον κόσμο γύρω του.

Με ιδιαίτερη ματιά στο στιχουργικό κομμάτι, στις μελωδίες που επιλέγει για να επενδύσει τους χαρακτηριστικούς στίχους του και στην αμεσότητα με την οποία τους ερμηνεύει, και το ανήσυχο πνεύμα του να μην περιορίζεται, έχει εκφραστεί καλλιτεχνικά μέσα από προσωπικές δουλειές αλλά και συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως τα Ημισκούμπρια, η Αρλέτα, ο Παύλος Παυλίδης (πρώην frontman του συγκροτήματος Ξύλινα Σπαθιά), αλλά και ο Θανάσης Βέγγος. 

Βασική του έμπνευση για την υλοποίηση της πρωτότυπης ιδέας που πήρε μορφή κάτω από την γενική ονομασία “Η Ταράτσα του Φοίβου”, ήταν τα παλιά αναψυκτήρια και η μαγευτική ποικιλία των θεαμάτων που προσέφεραν. Ο Φοίβος οραματίστηκε ένα ιδανικό αναψυκτήριο, όπως θα ήθελε να το δει να ζωντανεύει, όπου “μια χορεύτρια αλλάζει μπροστά σου καθώς προχωράς, […] ένας κωμικός πίνει μελαγχολικός ένα ηδύποτο πριν βγει να κάνει να γελάσει το θηρίο που ‘χει μέσα του, […] οι μουσικοί παίζουν επίτηδες αλλιώς μια κατάληξη για να εκνευρίσουνε τη ντίβα […]”, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στο βιβλιαράκι του CD, ανασυνθέτοντας με την περιγραφή αυτή το κλίμα ενός πάρκου αναψυχής που έρχεται από περασμένες δεκαετίες. Είναι εικόνες που ανήκουν σε άλλες εποχές – ο Φοίβος ομολογεί ότι δεν τις έχει δει με τα μάτια του, ωστόσο με τη δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας μπορεί όχι μόνο να τις φανταστεί αλλά και να τις αναδημιουργήσει από την αρχή, έτσι όπως τις ονειρεύεται. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός ρόλος του καλλιτέχνη, του κάθε δημιουργού, να πραγματοποιεί τις σκέψεις του, να δίνει ζωή στη φαντασία του, να υλοποιεί τα όνειρά του, όλα εκείνα που όσοι δεν έχουν αυτή την ικανότητα, τα αφήνουν απλώς μέσα στο μυαλό τους.

Με αυτό το σκεπτικό λοιπόν καλεί τους φίλους του – τραγουδιστές, τραγουδοποιούς, μουσικούς, ηθοποιούς – και στήνει παραστάσεις – γιορτές μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγίας και κεφιού. Από την vintage αισθητική των αφισών, που παραπέμπουν στα πόστερς των περιπλανώμενων θιάσων και θυμίζουν τα καραβάνια των θαυματοποιών και των μάγων, μέχρι το στήσιμο των παραστάσεων και τις επιλογές των τραγουδιών, το όλο εγχείρημα είναι μια πρόποση στις απαρχές των μουσικών θεαμάτων της σύγχρονης εποχής, και την ίδια στιγμή ένα μεγάλο πάρτι, αφορμή για αναμνήσεις και αναπολήσεις. 

Αν και οπωσδήποτε μια μουσική παράσταση λειτουργεί διαφορετικά στον φυσικό της χώρο, όπου ο θεατής απολαμβάνει τις μελωδίες και τις ερμηνείες σε συνδυασμό και με το θέαμα, με το CD μπορεί, ως ακροατής αποκλειστικά, να επικεντρωθεί στο ηχητικό κομμάτι και να αφήσει τη φαντασία του να δημιουργήσει εικόνες – αυτό δηλαδή που έκανε αρχικά και ο Φοίβος Δεληβοριάς, όταν οραματιζόταν το “χειροποίητο πολυθέαμά” του. 

Το χορταστικό CD που έχουμε στα χέρια μας μάς βάζει στην ατμόσφαιρα των παραστάσεων αυτών με επιλογές από τις μουσικές συναντήσεις του Φοίβου. Τραγούδια δικά του, ερμηνευμένα από τον ίδιο μαζί με συναδέλφους του (το “Θέλω να σε ξεπεράσω” με την Μαρίνα Σάττι και τις Fones της), αναπάντεχες διασκευές παλιών λαϊκών κομματιών (η τζαζ εκτέλεση του “Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα” από την Ελεωνόρα Ζουγανέλη), πρωτότυπα τραγούδια από νέους, πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες στους οποίους ο Φοίβος Δεληβοριάς έδινε βήμα καθ’ όλη τη διάρκεια των παραστάσεων, συμμετοχές βετεράνων του χώρου (Δήμητρα Γαλάνη, Διονύσης Σαββόπουλος, Αργύρης Μπακιρτζής) απρόβλεπτα ντουέτα (το “Atene” του Ρενάτο Καροζόνε με τον Φοίβο και τον Λάκη Παπαδόπουλο) – απ’ όλα έχει η “Ταράτσα του Φοίβου”, μαζί και ένα χιουμοριστικό medley, συγκινητικό φόρο τιμής στις αξέχαστες, παλιές διαφημίσεις της ελληνικής τηλεόρασης, με τον τίτλο, τι άλλο, “Διάλειμμα για διαφημίσεις”.

Στο CD συμμετέχουν επίσης οι: Κωστής Μαραβέγιας, Άγγελος Παπαδημητρίου, Σπύρος Γραμμένος, Μάρθα Φριντζήλα, Δημήτρης Μυστακίδης, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Πάνος Μουζουράκης, Νατάσσα Μποφίλιου, Αλεξάνδρα Μαρκοπούλου, Ελβίρα Δαλόγλου, Άννη Θεοχάρη, Έλσα Λουμπαρδιά, Νεφέλη Φασούλη, και μια μεγάλη ομάδα ταλαντούχων μουσικών, καλλιτεχνικών και τεχνικών συντελεστών.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10835-taratsa-foivou2

13 October 2018

Στέφανος Κορκολής: Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω

“Σαν έξαφνα, / ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί / αόρατος θίασος να περνά / με μουσικές εξαίσιες, με φωνές...” - στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη που πλέον θεωρούνται – και είναι – εμβληματικοί, έρχονται από τα περασμένα και συναντούν την καλλιτεχνική ευφυΐα του Στέφανου Κορκολή, σε μια συγκινησιακή, αρμονική συνύπαρξη ποίησης και μουσικής.

Είναι μεγάλη πρόκληση για έναν μουσικοσυνθέτη να καταπιαστεί με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενός ποιητή του οποίου η ιδιομορφία της έκφρασης, σε συνδυασμό με την θεματολογία του αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο την αναπτύσσει, τον έχουν κατατάξει σε μία ξεχωριστή θέση, όχι μόνο όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αλλά και παγκοσμίως.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το sui generis πνεύμα του Αλεξανδρινού συνδέεται με μια σύγχρονη μουσική προσέγγιση. Ο Καβάφης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές στο παρελθόν – από τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι τον Γιάννη Σπανό και από την Λένα Πλάτωνος μέχρι τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, οι συνθέτες από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα έχουν κατά καιρούς επενδύσει μουσικά την ποίησή του. Ωστόσο το έργο του Στέφανου Κορκολή “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” είναι μία από τις ελάχιστες φορές όπου η ποίηση του Καβάφη αντιμετωπίζεται σαν πρωτογενές υλικό προς μελοποίηση, με απόλυτο σεβασμό πάντα προς το ιδιάζον ύφος του, και έμφαση στην ανασύνθεση μιας περασμένης εποχής, με αποτέλεσμα τα τραγούδια που προκύπτουν να είναι ακριβώς αυτό: τραγούδια με όλη τη σημασία της λέξης, με μελωδίες υψηλών προδιαγραφών, οι οποίες εντούτοις σου μένουν στο μυαλό και σε παρακινούν να τις σιγοτραγουδήσεις.

Ο Στέφανος Κορκολής έχει κατά καιρούς πειραματιστεί με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Έχοντας από μικρός επιδείξει το εξαιρετικό του ταλέντο στο πιάνο, απομνημονεύοντας και στη συνέχεια αναπαράγοντας κομμάτια κλασικής μουσικής από τα τέσσερά του μόλις χρόνια, εμπλούτισε στη συνέχεια τις γνώσεις του με σπουδές που περιελάμβαναν το περίφημο Conservatoire de Paris, καθώς και την παρακολούθηση σεμιναρίων από συνθέτες του βεληνεκούς του Άστορ Πιατσόλα.

Η μουσική του παιδεία καλύπτει ένα ευρύτατο πεδίο ειδικοτήτων, όπως ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας, σύνθεση μουσικής κινηματογράφου, με την δεξιότητά του στο πιάνο να κυριαρχεί σε όλες τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Έχει έως τώρα ηχογραφήσει προσωπικούς δίσκους με δικές του συνθέσεις, σε πολλούς από τους οποίους έχει και τον ρόλο του ερμηνευτή ή συνερμηνευτή, και εκτελέσεις κλασικών έργων, έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους και έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικές ταινίες.

Με το “Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω” στρέφεται στην μελοποιημένη ποίηση, επιλέγοντας ως πρώτη ύλη τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Τα δύο CD που αποτελούν αυτό το πολύ προσεγμένο και καλαίσθητο άλμπουμ φιλοξενούν 22 συνολικά κομμάτια – 13 τραγούδια και 9 ορχηστρικά – στα οποία οι μουσικές γραμμές συνδυάζουν τη ρετρό μελωδία με τη σύγχρονη, το κλασικό στοιχείο εναλλάσσεται με το λαϊκό, και παρελθόν και παρόν συναντώνται σε ένα νοητό σημείο, εκεί όπου η υψηλή τέχνη υφίσταται χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς.

Ο Στέφανος Κορκολής, με την άνεση και την ευχέρεια που του προσφέρει η αξιοθαύμαστη καλλιτεχνική του παιδεία, παίζει κυριολεκτικά στα δάχτυλα το κάθε μουσικό ύφος και δεν διστάζει να πειραματιστεί. Τα 12 ποιήματα που έχει μελοποιήσει στο πρώτο CD, συν μία εναλλακτική εκδοχή του ενός από αυτά, αποκαλύπτουν έναν μουσικό που έχει το σπάνιο ταλέντο να εκφράζεται  μέσα από μια πολυσχιδή συνθετική προσωπικότητα.

Κάποτε επιλέγει τον κλασικό ρυθμό των τριών τετάρτων, όπως στο δραματικό “Μακριά”, το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ, που λειτουργεί σαν εισαγωγή συνδέοντας το τότε με το τώρα. Άλλοτε επιστρατεύει το τανγκό, όπως στην περίπτωση του δωρικού “Κρυμμένα”, με την λιτή ενορχήστρωση να αφήνει τον στίχο να κυριαρχεί. Αποτίει ωστόσο φόρο τιμής και στο καθαρόαιμα λαϊκό ζεϊμπέκικο, όπως συμβαίνει στο “Ένας Γέρος”, με τα εννέα όγδοα του ρυθμού να εικονογραφούν το ποίημα, χρωματίζοντας την ασπρόμαυρη αφήγηση, με το “σχέδιο” σιγά σιγά να αποκτά στέρεα περιγράμματα και να μετατρέπεται σε ταμπλό βιβάν όπου, καθώς η ορχήστρα εναλλάσσεται με το δραματικό πιάνο, σαν να διακρίνουμε ανεπαίσθητες κινήσεις – στο τέλος η παγωμένη εικόνα ίσως και να ζωντανέψει.

Εξίσου δυναμική και υποβλητική με τη μουσική, η ερμηνεία της Σοφίας Μανουσάκη χαρίζει στα ποιήματα – τραγούδια την ευαισθησία και τον λυρισμό που πολλές φορές υπάρχει στην ποίηση του Καβάφη αλλά δεν φαίνεται πάντα με την ανάγνωσή της.

Η Σοφία Μανουσάκη, μια πολύ νέα τραγουδίστρια με εντυπωσιακό, ωστόσο, βιογραφικό – έχει ερμηνεύσει τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, συνοδευόμενη από το πιάνο του Στέφανου Κορκολή, σε δύο άλμπουμς που κυκλοφόρησαν το 2015 και το 2016 – διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη χροιά, και η φωνή της, ζεστή και ταυτόχρονα ρωμαλέα, δίνει έναν διακριτικά θεατρικό τόνο που ταιριάζει απόλυτα στο αφηγηματικό / παραστατικό ύφος του Καβάφη. Χαρακτηριστικά δείγματα της ερμηνείας της, οι δύο διαφορετικές εκδοχές του “Επέστρεφε” όπου αναδεικνύονται οι ερμηνευτικές της αποχρώσεις, με τη φωνή της πότε να αφήνει χώρο στην ορχήστρα και πότε να της επιβάλλεται, ανάλογα με το συναίσθημα του κάθε στίχου.

Εμπνευσμένα από τις ιστορίες που αφηγούνται τα αντίστοιχα ποιήματα, τα ορχηστρικά του δεύτερoυ CD είναι, κατά κάποιον τρόπο, η μουσική έκφανσή τους. “Η μουσική είναι η λογοτεχνία της καρδιάς. Αρχίζει εκεί που τελειώνει ο λόγος”, είχε πει ο Λαμαρτίνος. Κάπως έτσι λοιπόν οι μελωδίες που κατακλύζουν το δεύτερο CD μοιάζουν να απαντούν στα ποιήματα που καλούνται να αποδώσουν με τις νότες. Αποδεσμεύοντας τις συνθέσεις του από τους περιορισμούς που αναπόφευκτα επιβάλλει η παρουσία των στίχων, ο Κορκολής επιδεικνύει κι εδώ μια πολύπλευρη μουσική ταυτότητα, ανάλογη με εκείνη του πρώτου CD.

Στους “Τρώες” το επικό κλίμα βρίσκεται σε αρμονία με τις ανατροπές στα γυρίσματα και την ευφυή χρήση της χορωδίας σε συνοδευτικό ρόλο. Στις  “Φωνές” κυριαρχεί το στοιχείo της μελαγχολίας που τονίζεται από το σόλο του πιάνου. Το δραματικά νοσταλγικό “Μέρες του 1903” κορυφώνεται νότα με τη νότα. Στο “Ιωνικόν”, η υπέροχη μελωδία μοιάζει να είναι μια ευφυής μείξη παραδοσιακής μουσικής και μελωδίας αρχαιοελληνικού τύπου, με τον απόηχό της να βρίσκεται σε διάλογο με τον “Εφιάλτη της Περσεφόνης” του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα σημείωμα του Καβάφη παραμονές του θανάτου του γίνεται η αφορμή για μια υποβλητική ελεγεία, για τον ύστατο αποχαιρετισμό στο “29 / 4 / 1933”.

Ο Στέφανος Κορκολής, ως εκπρόσωπος της εποχής μας, συνομιλεί με τον ποιητή από το παρελθόν, με τα διαφορετικά στοιχεία της μουσικής του να συναντούν όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη: την ελληνικότητα, το κοσμοπολίτικο υπόβαθρο, τον ιδιαίτερο ερωτισμό, τους εθνικούς προβληματισμούς, τα αρχαιοελληνικά μοτίβα. Η σύγχρονη ματιά και αντίληψη του συνθέτη ενισχύει την άφθαρτη αξία του ποιητή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την διαχρονικότητα του συνολικού αυτού μουσικού έργου και αφήνοντάς το ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Στο άλμπουμ συμμετέχουν η Καμεράτα του Δημοτικού Ωδείου Βόλου υπό τη διεύθυνση του Ιωακείμ Μπαλτσαβιά, η Συμφωνική Ορχήστρα Λάρισας υπό την διεύθυνση του Χρήστου Κτιστάκη, η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Σάββα Ρακιντζάκη, το Φωνητικό Σύνολο En-Chor, η Πολυφωνική Χορωδία Πάτρας υπό την διεύθυνση του Σταύρου Σολωμού και της Αρετούσας Νικολοπούλου και η Παιδική – Νεανική Χωρωδία “Μουσικοί Ορίζοντες” υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Μπέλας Λιονάκη.

Το συνοδευτικό βιβλίο του άλμπουμ περιλαμβάνει τα ποιήματα στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση των Έντμουντ Κίλι, Ρέι Ντάλβεν και Φίλιπ Σέραρντ, σημειώματα του συνθέτη, της ερμηνεύτριας, του παραγωγού Αντώνη Παπαβομβολάκη, του κριτικού και ιστορικού μουσικής Γιώργου Β. Μονεμβασίτη και του ποιητή και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου.


Η κριτική δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10731-kavafhs-korkolhs

3 October 2018

James Baldwin: Το δωμάτιο του Τζοβάνι

«Στέκομαι στο παράθυρο αυτού του μεγάλου σπιτιού στον νότο της Γαλλίας καθώς πέφτει η νύχτα, η νύχτα που με οδηγεί στο πιο τρομερό πρωινό της ζωής μου.»

Ποιητικό, ρεαλιστικό, με έναν ιδιαίτερο και άγριο τρόπο γοητευτικό, το ξεκίνημα της αφήγησης στο «Δωμάτιο του Τζοβάνι» του Τζέιμς Μπόλντουιν εν μέρει προϊδεάζει και εν μέρει παραπλανά για τις επιμέρους συνταρακτικές λεπτομέρειες της ιστορίας που ο Ντέιβιντ – ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής – πρόκειται να μας εξομοληγηθεί.

Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε το 1924 μέσα σε μία δυσλειτουργική οικογένεια (ο βιολογικός του πατέρας έκανε χρήση ναρκωτικών, ο ιερέας πατριός του τού φερόταν με ιδιαίτερη σκληρότητα). Καθώς ήρθε από νωρίς σε επαφή με τα βιβλία, ανακάλυψε από την εφηβεία του ακόμη το πάθος του για το γράψιμο. Όντας Αφρο-αμερικανός και ομοφυλόφιλος, και έχοντας ήδη γράψει ένα βιβλίο – το «Φώναξέ το στα βουνά» (Go Tell It On The Mountains, 1953) - επικεντρωμένο στα προβλήματα των Αφρο-αμερικανών στο Χάρλεμ, αποφάσισε στο δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Δωμάτιο του Τζοβάνι», που εκδόθηκε το 1956, να ασχοληθεί μόνο με το θέμα της ομοφυλοφιλίας, έχοντας αποκλειστικά λευκούς ήρωες. «Σ’ εκείνη τη φάση της ζωής μου», ανέφερε, κοιτώντας πίσω, σε μία συνέντευξη του 1980, «δεν μου ήταν δυνατό να χειριστώ και το άλλο μεγάλο φορτίο, το ‘ζήτημα των Μαύρων’. Ήδη το σεξουαλικό – ηθικό πλαίσιο ήταν μεγάλος βραχνάς. Μου ήταν αδύνατο να θίξω και τα δύο αυτά θέματα μέσα στο ίδιο βιβλίο. Δεν υπήρχε χώρος.»

Στο «Δωμάτιο του Τζοβάνι», η ιστορία που διαδραματίζεται στο Παρίσι δανείζεται στοιχεία από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες. Το 1948 είχε καταφύγει και ο ίδιος στη γαλλική πρωτεύουσα, απογοητευμένος από τη ρατσιστική αντιμετώπιση των Αμερικανών απέναντι στους Μαύρους. Ήθελε να αποστασιοποιηθεί από τις σχετικές προκαταλήψεις και να είναι σε θέση να γράψει και για κάτι διαφορετικό, που να μην αντλεί και πάλι το θέμα του από το Αφρο-αμερικανικό μοτίβο. Στο Παρίσι γνώρισε και ερωτεύτηκε έναν νεαρό Ελβετό, τον Λούσιεν Χαπερσμπέργκερ, ο οποίος παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα βυθίζοντας τον Τζέιμς στην απελπισία. Ωστόσο από τη σχέση του αυτή αλλά και τη ζωή του στο Παρίσι εκείνη την εποχή, άντλησε υλικό για το «Δωμάτιο του Τζοβάνι», ένα μυθιστόρημα που, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην παραπάνω συνέντευξη, τελικά δεν μιλάει τόσο πολύ για την ομοφυλοφιλία, όσο για το τι μπορεί να πάθει κανείς όταν φοβάται τόσο πολύ ώστε καταλήγει να μη μπορεί να αγαπήσει κανέναν.

Ο ήρωας και αφηγητής, ο Ντέιβιντ, είναι ‘ένας Αμερικανός στο Παρίσι’. Εμφανίσιμος, ξανθός, λίγο ψυχρός αλλά προφανώς ιδιαίτερα γοητευτικός, γύρω στα εικοσιπέντε με εικοσιεφτά. Η πρώτη ομοφυλοφιλική εμπειρία που είχε στην εφηβεία του τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει την σεξουαλική του ταυτότητα, αλλά ταυτόχρονα τον γέμισε ενοχές, καθώς του ήταν αδύνατο να αποδεχτεί τον εαυτό του. Φεύγοντας, χρόνια αργότερα, από το σπίτι του και την Αμερική – σε σχεδόν απόλυτη ταύτιση εδώ με τον Μπόλντουιν, γιατί ασφυκτιούσε τόσο σε οικογενειακό όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο – προσπαθεί να βρει τον εαυτό του, αλλά ουσιαστικά από τον εαυτό του είναι που θέλει να ξεφύγει. Μακριά από την οικογενειακή εστία, μακριά από την πατρίδα του, είναι και παραμένει ξένος κατά βάθος. Καταλήγει, αναπόφευκτα, πάλι στον εαυτό του. Αναπτύσσει έναν εγωκεντρισμό που τον κάνει να μην νοιάζεται πραγματικά για κανέναν. Περιτριγυρίζεται από διάφορους τύπους αμφιβόλου ηθικής που του καθιστούν σαφές ότι θέλουν να τους δώσει κάτι πολύ συγκεκριμένο – κάτι που κολακεύει τον εγωισμό του, ωστόσο βλέπει τους ανθρώπους αυτούς με περιφρόνηση καθώς τον φέρνουν αντιμέτωπο με μια πτυχή του εαυτού του που θέλει να καταπνίξει. 

«Και τότε κάποιος που πρώτη μου φορά έβλεπα βγήκε μες απ’ τα σκοτάδια και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Έμοιαζε με μούμια ή με ζόμπι […] ενός πλάσματος που περπατάει ενώ είναι ήδη νεκρό. […] Λαμπύριζε μέσα στο αχνό φως. Τα αραιά, μαύρα μαλλιά ήτανε πηγμένα στο λάδι, χτενισμένα προς τα μπρος και κρέμονταν βαριά. Τα βλέφαρα γυάλιζαν από τη μάσκαρα, το στόμα ήταν αγριεμένο απ’ το κραγιόν. Το πρόσωπο ήταν άσπρο, δεν του ‘χε μείνει σταγόνα αίμα, από κάποιο μέικ απ που ‘χε βάλει.»

Αυτός ο άνθρωπος που εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του στο παριζιάνικο καταγώγιο, με όλη την υπερβολή που αγγίζει τη γελοιότητα, η «φανταχτερή πριγκίπισσα», όπως τον χαρακτηρίζει που στη συνέχεια «απομακρύνθηκε, πετώντας φλόγες, μέσα στο πλήθος», τον αναγκάζει να δει μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό μια γκροτέσκα εικονογράφηση του καταπιεσμένου του εαυτού. Είναι μια σκηνή αναπάντεχη τη στιγμή που συμβαίνει, οι εικόνες που δημιουργεί είναι τόσο ζωντανές που είναι λες και ο Ντέιβιντ βιώνει μέσα στα λίγα αυτά λεπτά έναν εφιάλτη που γίνεται πραγματικότητα μπροστά στα μάτια του.

Αντίθετα ο Τζοβάνι, ο όμορφος, εντυπωσιακός Ιταλός μπάρμαν που τον φλερτάρει στην αρχή διακριτικά ώσπου να τον διεκδικήσει δυναμικά, αντιπροσωπεύει όλα αυτά που ο αφηγητής μας επιθυμεί αλλά φοβάται να αποδεχτεί. Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα ήθελε να ζήσει ελεύθερα με κάποιον που αγαπάει, και ο Τζοβάνι εκπροσωπεί αυτή την ελευθερία, το αδάμαστο πνεύμα που αδιαφορεί για τα κοινωνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Ο Ντέιβιντ θα ήθελε να είναι και ο ίδιος έτσι, αλλά έχει θέσει τόσους περιορισμούς στον εαυτό του, ώστε του είναι αδύνατο ακόμα και να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Τζοβάνι τον φιλοξενεί στο μικρό του δωμάτιο και από τη στιγμή που ο Ντέιβιντ μπαίνει εκεί μέσα, γίνεται και η προσγείωση στην πραγματικότητα. Ο Ντέιβιντ έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και βρίσκεται μπροστά στο αναπόφευκτο όσο και αδυσώπητο δίλημμα να αποδεχτεί επιτέλους ή να απορρίψει την αληθινή του φύση. Ωστόσο είναι ανίκανος να κάνει είτε το ένα είτε το άλλο, κυρίως από δειλία και επειδή δεν ξέρει ουσιαστικά τι θέλει, και η καταπίεση την οποία έχει επιβάλει στον εαυτό του εδώ και χρόνια, έχει ουσιαστικά νεκρώσει τα αισθήματά του.

Γιατί όμως ο Μπόλντουιν επιλέγει το δωμάτιο σαν το βασικό του σημείο αναφοράς; Σαν θέμα που επανέρχεται, το δωμάτιο κουβαλάει μια σειρά από συμβολισμούς ο οποίοι έχουν έναν κοινό παρονομαστή: συνδέονται με το μυστικό, το κρυφό, το υποσυνείδητο, με κάτι που υποβόσκει χωρίς, στην ουσία, να πάψει ποτέ να υφίσταται.

Από την άλλη, το δωμάτιο στην κυριολεκτική του έκφανση, αυτή του ιδιωτικού χώρου κατοικίας, αποτελεί τη χειροπιαστή απεικόνιση όλων εκείνων των στοιχείων που, για τον Ντέιβιντ, είναι εξίσου θελκτικά όσο και τρομακτικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ντέιβιντ έχει κατά κάποιο τρόπο δαιμονοποιήσει το δωμάτιο καθώς σε αυτό συγκεντρώνονται όλες του οι φοβίες αλλά και οι προκαταλήψεις. Ο Ντέιβιντ φοβάται την κοινωνική απόρριψη, αλλά πρώτα απ’ όλα απορρίπτει ο ίδιος ένα ζωτικό κομμάτι του εαυτού του. Μέσα στον ιστό της υποκρισίας όπου έχει εκούσια μπλεχτεί, παρασέρνει και την Έλα, την αρραβωνιαστικιά του. 

Η Έλα, βασικό πρόσωπο της ιστορίας παρά την παρατεταμένη απουσία της, έρχεται να φέρει τον Ντέιβιντ αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με το προαναφερθέν δίλημμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Έλα δεν είναι μια τυπική γυναίκα. Είναι λίγο αγοροκόριτσο, με τα κοντά μαλλιά και την χαλαρή συμπεριφορά της. «[...] σ᾽εκείνη την αγορίστική στάση της [...]», αναφέρει κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ, μια υπόνοια, μια ένδειξη ότι ο βασικός λόγος που την «επέλεξε» ήταν γιατί, προφανώς, του θύμιζε κάτι που τον έλκυε. Σημειολογικά, η παρουσία της Έλα έχει και μία άλλη, συμβολική υπόσταση. Το όνομά της στο πρωτότυπο κείμενο είναι Hella, που αυτόματα φέρνει στο μυαλό τη λέξη Hell, που σημαίνει Κόλαση. Αν και η ίδια η Έλα, σαν άτομο, απέχει πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί αναλόγως – είναι ένας χαρακτήρας που γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής καθώς η ιστορία εξελίσσεται – το όνομά της και η σημειολογία του χτυπούν ένα καμπανάκι, σαν να προειδοποιούν τον Ντέιβιντ ότι αν τελικά παντρευτεί την Έλα πιστεύοντας ότι έτσι θα καταπνίξει όποιες άλλες επιθυμίες, η ζωή και των δύο θα είναι το αντίθετο του Παραδείσου. Ωστόσο και η Έλα, μέσα στην αντισυμβατικότητά της, άθελά της συνοψίζει όλα τα κοινωνικά στερεότυπα που εξακολουθούν να ισχύουν αιώνες τώρα. «Υποθέτω ότι το μόνο πράγμα που θέλω είναι ένας άντρας που θα γυρίζει κάθε βράδυ στο σπίτι κοντά μου. […] Θέλω να αρχίσω να κάνω παιδιά. Κατά μία έννοια, είναι το μοναδικό πράγμα που είμαι ικανή να κάνω.» Ενώ, ειρωνικά, είχε προφανώς καλλιτεχνικές τάσεις αφού είχε πάει στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική, τις οποίες παράτησε όταν το ενδεχόμενο ενός γάμου φάνηκε στο προσκήνιο.

Θα λέγαμε ωστόσο ότι η Έλα είναι απλώς μια παράπλευρη απώλεια. Η συνειδητοποίηση της αλήθειας για εκείνη μπορεί να είναι επώδυνη, είναι όμως και λυτρωτική. Το πραγματικό και άμεσο θύμα αυτής της ιστορίας είναι ο Τζοβάνι, ο οποίος εξαιτίας της απόρριψης και της μετέπειτα εγκατάλειψης από τον Ντέιβιντ και αδυνατώντας, εξαιτίας μιας οικογενειακής τραγωδίας του παρελθόντος, να συμφιλιωθεί και ο ίδιος με τον εαυτό του, θα γίνει ο αυτουργός μιας αποτρόπαιας πράξης που θα σημάνει και την αρχή του τραγικού τέλους του.

Μέσα από την μονομερή αφήγηση του Ντέιβιντ, ο Μπόλντουιν σκιαγραφεί τους ήρωές του με προσοχή, κάπως αποστασιοποιημένα, υιοθετώντας την ψυχρή, απόμακρη οπτική του αφηγητή του. Είναι σημαντικό να έχουμε συνεχώς υπ’ όψιν μας, διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικά δυνατό και πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα, ότι βλέπουμε τα γεγονότα από τη σκοπιά ενός μόνο ανθρώπου – και μάλιστα ενός ανθρώπου με σύγχυση συναισθημάτων – άρα δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι για την αντικειμενικότητά του. Ο Μπόλντουιν ουσιαστικά μάς εκθέτει τον ήρωα – αφηγητή του, και τον αφήνει στην δική μας κρίση. Η αφήγησή του είναι δωρική αλλά εμπλουτισμένη με λυρικές εξάρσεις και υπέροχες περιγραφές. Αποδίδει τέλεια τη σκοτεινή διαδρομή του κεντρικού ήρωά του αλλά και την αίσθηση ότι ο Ντέιβιντ δεν μπορεί να χωρέσει μέσα στο σώμα του. H εξαιρετική μετάφραση της Τερέζας Βεκιαρέλλη συμβάλλει τα μέγιστα στην μετάδοση της ατμόσφαιρας του μυθιστορήματος, πιστή στο συγκρατημένα δραματικό ύφος του κειμένου.

Ανέφερα στην αρχή ότι το ξεκίνημα του βιβλίου εν μέρει προϊδεάζει και εν μέρει παραπλανά. Προϊδεάζει γιατί μεν σε βάζει στο δραματικό κλίμα της ιστορίας, από την άλλη εσκεμμένα παραπλανά κάνοντάς σε να πιστεύεις ότι ο αφηγητής σκοπεύει να βάλει τέλος στη ζωή του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό. Το τέλος του Τζοβάνι, και με τον τρόπο με τον οποίο συντελείται, έχει έναν εξαιρετικά συμβολικό χαρακτήρα. Με τον θάνατό του, είναι σαν να πεθαίνει και ένα κομμάτι του Ντέιβιντ, ο αληθινός εαυτός του, αυτός που με τόση αγωνία και απελπισία προσπαθούσε, σε ένα μεταφορικό επίπεδο, να «σκοτώσει» ο ίδιος όλη του τη ζωή. Και προς το τέλος, επανέρχεται και πάλι στην αρχική σκηνή, όπου στέκεται μπροστά στο παράθυρο ενός μεγάλου σπιτιού (σε αντίθεση με το μικρό και ταπεινό δωμάτιο του Τζοβάνι), του σπιτιού που επρόκειτο να στεγάσει την παρωδία οικογένειας που ήθελε να δημιουργήσει με την Έλα κοροϊδεύοντας και εκείνη αλλά και, πάνω απ’ όλα, τον εαυτό του, και συμμετέχει, με τον τρόπο του, σαν σε νοερή τελετουργία, στην πορεία του Τζοβάνι προς το τέλος του.

«Το πρόσωπο του Τζοβάνι αιωρείται μπροστά μου σαν απρόσμενο φεγγάρι μια σκοτεινή, κατασκότεινη νύχτα. Τα μάτια του – τα μάτια του λάμπουν σαν μάτια τίγρης, κοιτάζουν κατευθείαν μπροστά, παρακολουθούν το πλησίασμα του τελευταίου του εχθρού, οι τρίχες του κορμιού του ορθώνονται.»

Είναι κάτι σαν όραμα, σαν μια πνευματική αποκάλυψη. Μια εικόνα που, αν και δεν την βλέπει με τα ίδια του τα μάτια, την σχηματίζει με την σκέψη του με απόλυτη ακρίβεια. Όσο και να θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν, τόσο αυτό όσο και ο Τζοβάνι θα είναι πάντα κομμάτι του εαυτού του και της ζωής του και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα τον ακολουθούν παντού. 

Το «Δωμάτιο του Τζοβάνι» είναι ένα εξομολογητικό μυθιστόρημα. Είναι μια ιστορία συναισθηματικά φορτισμένη, που επιστρατεύει στοιχεία ρεαλισμού αλλά και ονειρικά για να μιλήσει για την προσωπική τραγωδία ενός ανθρώπου που είναι ανίκανος να αγαπήσει – κάτι που, σε ευρύτερο επίπεδο, αφορά τον κάθε άνθρωπο που δεν μπορεί να αποδεχτεί τον εαυτό του. Ο Μπόλντουιν στέκεται χωρίς προκατάληψη απέναντι στον συναισθηματικά ανώριμο ήρωά του και φωτίζει εκείνες τις πλευρές του που μας κάνουν να κατανοήσουμε ως ένα βαθμό την στάση του απέναντι στη ζωή και τους άλλους. Αν θα τον δικαιολογήσουμε, είναι μια άλλη ιστορία. Το μόνο σίγουρο είναι, καθώς η αφήγησή του φτάνει στο τέλος της και τον αφήνουμε να περπατάει στον δρόμο, με τον άνεμο να παρασέρνει προς το μέρος του τα κομματάκια από το σημείωμα που αφορούσε την τελευταία πράξη της ζωής του Τζοβάνι, το οποίο λίγο πριν είχε ο ίδιος σκίσει, ότι ο Ντέιβιντ πάντα θα κουβαλάει μέσα του το δωμάτιο – στην πραγματικότητα, όσο κι αν προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό του, δεν βγήκε και μάλλον ούτε θα καταφέρει ποτέ να βγει απ’ αυτό.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2018https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/10653-to-dwmatio-tou-tzovani