26 February 2020

Vladimir Pištalo: Τέσλα, το πρόσωπο πίσω από τη μάσκα

Ο Νίκολα Τέσλα γεννήθηκε στο Σμίλιαν της Κροατίας το 1856, το τέταρτο από τα πέντε παιδιά (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) της οικογένειάς του. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του μια γυναίκα λαϊκή, χωρίς μόρφωση αλλά με βαθιά σοφία ζωής και πολλές δεξιότητες. Ο ίδιος έλεγε συχνά ότι σ’ εκείνη χρωστούσε μεγάλο μέρος των ικανοτήτων του καθώς και τη φωτογραφική του μνήμη. Σπούδασε με υποτροφία Μηχανική - Μηχανολογία και Φυσική στο πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας και παρ’ όλο που δεν αποφοίτησε ποτέ, αφοσιώθηκε στην επιστήμη της Φυσικής για όλη του τη ζωή. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν θα ήταν αυτός που είναι χωρίς τον Νίκολα Τέσλα. Ήταν ένα πνεύμα πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο μέτρο, κάτι που μάλλον το είχε αντιληφθεί και ο ίδιος πολύ νωρίς, και ίσως ήταν αυτός ένας από τους λόγους που η ζωή που είχε επιλέξει να ζήσει ήταν σχεδόν ασκητική. Οι εφευρέσεις του καλύπτουν ένα τεράστιο και πολυποίκιλο φάσμα και ανάμεσά τους είναι το πολυφασικό ρεύμα, το περιστρεφόμενο μαγνητικό πεδίο, η τηλεγεωδυναμική τεχνολογία, τα μαχητικά VTOL (αεροσκάφη κάθετης απογείωσης και προσγείωσης), η ασύρματη μεταφορά ενέργειας, ακόμα και όπλα όπως η τορπίλη, η θανατηφόρα Τηλεδύναμη με την ακτίνα υψηλής ενέργειας που μπορούσε ακόμα και να προκαλέσει σεισμό αλλά την κατέστρεψε προτού πέσει στα χέρια ακατάλληλων ανθρώπων, καθώς και μια σειρά από συσκευές οι οποίες έχουν πάρει και επίσημα το όνομά του, όπως το πηνίο Τέσλα (ένας μετασχηματιστής συντονισμού που παρήγαγε εναλλασσόμενο ρεύμα) και ο ταλαντωτής Τέσλα (μια παλινδρομική γεννήτρια ηλεκτρισμού). Δεν κατάφερε να πάρει την πατέντα για πολλές από τις εφευρέσεις του, όμως δεν τον ενδιέφερε. Συνέχιζε την έρευνα ασταμάτητα, κοιμόταν ελάχιστα έως καθόλου, πειραματιζόταν αδιάκοπα σε πείσμα των καιρών που δεν συμβάδιζαν με το φουτουριστικό του όραμα, αλλά και διάφορων ανταγωνιστών που είτε έβαζαν στον δρόμο του εμπόδια, είτε εποφθαλμιούσαν τις εφευρέσεις του.

Η ποιητική βιογραφία του βραβευμένου Σέρβου συγγραφέα Βλάντιμιρ Πίσταλο, σε εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Γκούβη, ακολουθεί την πορεία του εκκεντρικού, μεγαλοφυούς εφευρέτη από τα παιδικά του χρόνια στο πατρογονικό χωριό μέχρι τον μοναχικό θάνατό του σ’ ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης το 1943, με μια αντισυμβατική αφήγηση που αποτελείται από σύντομα κεφάλαια – επεισόδια από τη ζωή του. Παιδικά βιώματα, η σχέση με τους γονείς, η φοιτητική ζωή, αγαπημένοι παιδικοί φίλοι και συμφοιτητές που πέρασαν από τη ζωή του για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα σαν υποστηρικτές ή και συνοδοιπόροι στις έρευνές του, θάνατοι που τον στιγμάτισαν, συναντήσεις με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες αλλά και γνωριμίες με καλλιτέχνες, επιστημονικές επιτυχίες και αντιπαλότητες, όλα καδραρισμένα τέλεια μέσα σε κεφάλαια – βινιέτες, γραμμένα τόσο όμορφα, σαν λεπτοδουλεμένα κοσμήματα, με δύναμη και ευαισθησία ταυτόχρονα, αντικατοπτρίζοντας την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του Νίκολα Τέσλα.

Αυτή η δυαδικότητα άλλωστε τον χαρακτήριζε σ’ όλη του τη ζωή – από τη μια ήταν ο ανθρώπινος Νίκολα, με τις αδυναμίες και τα μυστικά που δεν εμπιστευόταν σε κανέναν, και από την άλλη «ο ημίθεος Τέσλα» που χειριζόταν την ηλεκτρική ενέργεια σαν να ήταν δεύτερη φύση του και άφηνε τον  ηλεκτρισμό να περνάει από μέσα του σαν να ήταν το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Ο Νίκολα πέρασε την πρώτη παιδική του ηλικία στη σκιά του χαρισματικού μεγαλύτερου αδελφού του Ντάνε, το καμάρι της οικογένειας, στον οποίο οι γονείς είχαν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες. Ένα ξαφνικό ατύχημα θα κόψει απότομα το νήμα της ζωής του Ντάνε στην τρυφερή ηλικία των δεκαέξι, και η τραγική ανάμνηση του θανάτου του θα κυνηγάει τον Νίκολα σ’όλη του τη ζωή, καθορίζοντας πολλές φορές ακόμα και σημαντικές για εκείνον αποφάσεις. «Τα βαθιά, σκοτεινά, ζεστά και πονεμένα μάτια του […] Ντάνε» τον ακολουθούσαν παντού, κυριαρχούσαν στα όνειρα, τους εφιάλτες, τα οράματά του. Ο θάνατος του Ντάνε «έδεσε» τον Νίκολα μαζί του σαν να του είχε κάνει μαύρη μαγεία. Ήταν λες και έπαιρνε μια ιδιότυπη, σκοτεινή ενέργεια μέσα από αυτή τη μυστική επικοινωνία με τον νεκρό αδερφό του. Την ενέργεια αυτή τη μετουσίωνε σε έρευνες μέσα από την παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, με τα οποία επίσης έμοιαζε να έχει μια ιδιαίτερη επικοινωνία.

Ζούσε μακριά από τη ζωή, αλλά και μέσα σ’ αυτήν. Μια εποχή εθίστηκε στον τζόγο – μια συνήθεια που έγινε και η αιτία να διακόψει οριστικά τις σπουδές του. Ωστόσο πάντα γύριζε στην επιστήμη και το εργαστήριό του. Δεν τον συγκινούσε το εφήμερο γιατί έβλεπε πολύ μακριά και είχε πάντα το βλέμμα του στραμμένο στα στοιχεία της φύσης. «Είμαι πιστός στα φυσικά στοιχεία», έλεγε, «που σε κάθε στιγμή μπορούν ν’ αλλάξουν τη σημασία όλων των πραγμάτων». Είχε μια ακαταμάχητη γοητεία που, σε συνδυασμό με τον απόμακρο, μυστηριώδη χαρακτήρα του, έλκυε το αντίθετο φύλο – εκείνος όμως δεν ένιωθε απλώς αδιαφορία για τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά και απώθηση. Κάποια στιγμή στη ζωή του γνώρισε μια γυναίκα, την Καταρίνα Τζόνσον, σύζυγο ενός καλού του φίλου, για την οποία ίσως ένιωσε κάτι λίγο διαφορετικό, όμως κι εκείνη την έβλεπε πλατωνικά, και ήταν κυρίως πνευματική η σύνδεση που ένιωθε μαζί της.

Το 1884 πήγε στην Αμερική για να εργαστεί με τον Τόμας Έντισον, κι ενώ ήταν ενθουσιασμένος μ’ αυτή την προοπτική, η συνεργασία με τον διάσημο συνάδελφό του ήταν σκέτη απογοήτευση. Ο Έντισον έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον μειώνει, κι ενώ δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε να εφαρμόσει τις πρωτοποριακές του ιδέες, επιχειρούσε να τις εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος, για να κερδίσει δόξα και χρήμα. Αντίθετα, στο πρόσωπο του Τζορτζ Γουέστινχαουζ, ο Τέσλα βρήκε έναν θερμό υποστηρικτή και συνεργάτη. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε εντατικά, έχοντας σαν αποκλειστικό ενδιαφέρον την επιστήμη και τις εφευρέσεις του. Στον αγώνα του για την καθιέρωση του οικονομικότερου και ασφαλέστερου εναλλασσόμενου ρεύματος βρήκε πολλά εμπόδια – ανταγωνιστές που επιβουλεύονταν και πολλές φορές έκλεβαν τις πατέντες του, οικονομικά συμφέροντα που δεν του επέτρεπαν με τίποτα να προωθήσει κάτι που θα προσέφερε στον κόσμο τα οφέλη του ηλεκτρισμού σε πολύ χαμηλότερη τιμή ή ακόμα και δωρεάν – και αντιμετώπισε ακόμα και τον χλευασμό από «αξιότιμους» συναδέλφους του. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιήσει τον εαυτό του σαν πειραματόζωο για να αποδείξει δημόσια ότι το εναλλασσόμενο ρεύμα δεν είναι επικίνδυνο, και να κλείσει τα στόματα των εχθρών του.

Ο Νίκολα έβλεπε την επιστήμη της Φυσικής σαν τη μελέτη της ζωής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητα και τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Από πολύ μικρός, είχε ήδη θέσει όλες του τις αισθήσεις στην υπηρεσία της φύσης. «Από την αρχή μάζευε αυτό που ο Έμερσον ονόμαζε εσωτερικό φως». Αντιλαμβανόταν τον κόσμο γύρω του διαισθητικά και με το ένστικτο. Η σκέψη του λειτουργούσε συντονισμένη με τις αισθήσεις του, ήταν σαν ο ίδιος να αποτελούσε έναν «διάμεσο» ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπους, μέσω της ηλεκτρικής ενέργειας. Λες και ήταν και ο ίδιος ένα στοιχείο της φύσης, που ταυτιζόταν με την ηλεκτρική ενέργεια – την απόλυτη δύναμη που κινεί τα πάντα. «Άκουγε τη μουσική όλων των πλασμάτων». Από τότε ακόμα που, σαν μικρό παιδί, κατασκεύασε έναν κινητήρα που τον κινούσαν χρυσόμυγες, από τότε που είδε τη χιονόμπαλα που έφτιαξε να μεταμορφώνεται σε χιονοστιβάδα, από τότε που ο ηλεκτρισμός εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του σαν μια χρυσή πλάκα όταν χάιδεψε την πλάτη ενός γάτου, η σχέση του με τη φύση και τα φαινόμενά της έγινε κάτι σαν κινητήρια δύναμη για τη ζωή και τη σκέψη του. «Η φύση είναι μια μεγάλη γάτα», σκέφτηκε. «Ποιος να τη χαϊδεύει τάχα;» Η γάτα είναι ένα πλάσμα που επανέρχεται συχνά σαν αλληγορική εικόνα ή σύμβολο στη βιογραφία του Τέσλα. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, ούτε και το ότι συσχέτισε από την αρχή τη φύση με τη γάτα: όπως η γάτα είναι εφτάψυχη, έτσι και η φύση ξαναγεννιέται, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, του οποίου η ζωή είναι ένας μονόδρομος χωρίς επιστροφή. Και τα περιστέρια που τόσο αγαπούσε και τα τάιζε στα πάρκα, τιμώντας τη μνήμη της μητέρας του που του έλεγε ότι πρέπει να τα ταΐζει «για τις ψυχές», εμφανίζονται εξίσου συχνά από ένα σημείο και πέρα. Τα περιστέρια ήταν μέρος μιας μαγικής παράστασης όπου όλα τα φυσικά φαινόμενα ελέγχονταν από την ευφυΐα ενός ανθρώπου που ήξερε πώς να τα ορίζει. Ο Νίκολα Τέσλα, «ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον κεραυνό», αγαπούσε τη μοναξιά, πίστευε πως τις ώρες που είναι κανείς μόνος του, έρχονται στο μυαλό του οι καλύτερες ιδέες. «Το μυαλό μας», έλεγε, «είναι απλά ένας δέκτης. Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να το συντονίσουμε με το σύμπαν». Το εργαστήριό του ήταν ένας μικρόκοσμος του σύμπαντος, και ο Νίκολα Τέσλα ήταν ο μάγος του σύγχρονου κόσμου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/diafora/13778-tesla

1 February 2020

Θοδωρής Γκόνης – Φώτης Σιώτας: Τα δεύτερα, γιατί κουράστηκαν τα πρώτα

«Τώρα μόνο τα δεύτερα θέλω να τραγουδώ / δεν είναι που τρελάθηκα / είναι που σε ζητώ». Μόνο τα δεύτερα, λοιπόν, γιατί κουράστηκαν τα πρώτα: τα δεύτερα λόγια, οι δεύτερες σκέψεις, οι συλλογισμοί στο πίσω μέρος του μυαλού, οι αγωνίες της καρδιάς. Έρχεται το συναίσθημα και περνάει μπροστά από τη λογική. Ο άλλος μας εαυτός, ο κρυφός, οι μύχιες επιθυμίες. Όλα όσα ήταν στο παρασκήνιο, όσα λούφαζαν σε κάποια γωνιά της ψυχής και του μυαλού, περιμένοντας να έρθει η δική τους ώρα για να βγουν στην επιφάνεια. Λέξεις, επικλήσεις, αναμνήσεις, αναπολήσεις – κομμάτια από την πορεία της ζωής μας με τις καλές και τις κακές στιγμές της.

Η συλλογή τραγουδιών του Φώτη Σιώτα σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη «Τα δεύτερα (γιατί κουράστηκαν τα πρώτα)» ξεκινάει με ένα υποβλητικό ορχηστρικό κομμάτι όπου κυριαρχούν στοιχεία της δυτικής μουσικής αλλά στην κατάληξη γεμίζει με ανατολίτικα γυρίσματα. Αυτό είναι και το γενικότερο κλίμα των τραγουδιών, που είναι μεν λαϊκότροπα, με ρυθμούς και μελωδίες με χρώμα γνήσια ελληνικό, αλλά η ορχήστρα που συνοδεύει στο φόντο διαθέτει έναν χαρακτήρα βαθιά λυρικό, χάρη στις λεπτοδουλεμένες ενορχηστρώσεις και την άρτια συμμετοχή λαϊκών και παραδοσιακών οργάνων.

Ο Θοδωρής Γκόνης, ποιητής και πεζογράφος με μακρά θητεία στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και στιχουργός και σκηνοθέτης με πλούσιο και ιδιαίτερα σημαντικό έργο, έγραψε τους στίχους αυτούς στον δρόμο, όπως λέει χαρακτηριστικά στο σημείωμά του, «αποθηκευμένα στη μνήμη ενός οδοιπόρου που γράφει ό,τι ακούει, ό,τι βλέπει και καταλαβαίνει ζωντανά, με το αυτί, με την καρδιά και με το μάτι και όχι πάνω στο χαρτί.» Εμπειρίες λοιπόν, εικόνες περαστικές, διαπιστώσεις υπαρξιακές, συνθέτουν ένα σύνολο όπου κυριαρχεί η αρμονία και η ισορροπία. Αρμονία όχι μόνο με την κυριολεκτική σημασία, την αρμονία της μουσικής, αλλά και όσον αφορά την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που βγάζουν τα τραγούδια αυτά. Και ισορροπία επίσης συναισθηματική, αλλά και από άποψη τεχνική: τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο σαν κεφάλαια ενός βιβλίου, όπου στο καθένα μπορεί να αλλάζει το κλίμα αλλά υπάρχει ο κοινός παρονομαστής, ο οποίος στην περίπτωση αυτή είναι η ομάδα των δημιουργών, των ερμηνευτών και των μουσικών – ένα άρτιο σύνολο που τα μέλη του αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά από την αρχή μέχρι το τέλος.

Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο – η ορχήστρα έπαιζε ζωντανά στο στούντιο συνοδεύοντας τους τραγουδιστές. Αυτό ήταν και το όνειρο του Φώτη Σιώτα, και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Δεξιοτέχνης βιολιστής, μουσικός με δυνατό ένστικτο και μεγάλο ταλέντο, ο Φώτης Σιώτας είναι επίσης εξαιρετικός τραγουδιστής. Όντας για χρόνια συνεργάτης του Μανώλη Φάμελλου, έχει ερμηνεύσει μοναδικά τραγούδια με ιδιαίτερο ηχόχρωμα, όπως είναι το παραδοσιακό «Καληνύχτα» από την Κάτω Ιταλία και οι συμμετοχές του στη «Μαύρη Αγάπη» του Φάμελλου. Εδώ ωστόσο μοιράζεται το ερμηνευτικό κομμάτι και με άλλους τραγουδιστές που επίσης ξεχωρίζουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Την Ιουλία Καραπατάκη με τη γνήσια αλλά καλοδουλεμένη λαϊκή χροιά, τον Γιάννη Διονυσίου με την εκφραστικότητα και το βάθος της ερμηνείας που ξεδιπλώνει εντυπωσιακά στον αμανέ τού «Ο περιττός ο άνθρωπος», τη Δήμητρα Γαλάνη με τη γλυκιά, υποβλητική φωνή της, τον Σωκράτη Μάλαμα με τον χαρακτηριστικό αντρίκειο δυναμισμό που θυμίζει άλλες εποχές.

Τραγούδια – μικρές ιστορίες που μιλούν στον καθένα με τρόπο διαφορετικό, τραγούδια – μυστικά που προσφέρονται για εξομολόγηση σε κάποιον αγαπημένο («Να είν’ ο κόσμος δροσερός / να καίει σαν καμίνι / το ξέρω απ’ την αγάπη μας /η στάχτη μας θα μείνει», Να είμαι κάτω απ’ τη μουριά), πότε μελαγχολικά («Έχω αγιάτρευτη πληγή / και περπατώ μαζί της / πάντα μαζί μα μοναχή / λέει την προσευχή της», Προσευχή), πότε παιχνιδιάρικα («Η Καρδίτσα όταν κλειδώσει / μη φοβάσαι να σε δώσει / αποκλείεται / Είναι νόμος είναι κράτος / είναι καιομένη βάτος / ετελείωσε», Στην Καρδίτσα), εξέχουσα θέση έχει ωστόσο το θαλασσινό στοιχείο, το τόσο χαρακτηριστικό αυτό ελληνικό θέμα, είτε με την κυριολεκτική είτε με την αλληγορική του σημασία («Καβούρι είμαι στο βράχο / και μαύρος αχινός / τ’ αγκάθι μου για σένα / λουλούδι και ανθός», Μαύρος αχινός, «Αν είν’ η ανάμνηση νησί / εσύ είσαι το νησί μου / το κάστρο μου είσαι το κλειδί / η θέα, η μουσική μου», Το νησί μου).

Αξίζει ωστόσο να σταθούμε και στη σημειολογία του πολύ ιδιαίτερου εξωφύλλου, και τη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Σηργάνου. Μέσα σε μια κουζίνα που παραπέμπει είτε σε παλιότερες δεκαετίες είτε σε επαρχιακό σπίτι, ο Φώτης Σιώτας και η Ιουλία Καραπατάκη κάθονται σε ένα άδειο τραπέζι, ντυμένοι με τα ίδια ρούχα, ανέκφραστοι με την πρώτη ματιά αλλά, αν τους παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, με μια αδιόρατη αύρα μελαγχολίας. Μοιάζουν ακινητοποιημένοι, παγωμένοι στον χρόνο. Αυτή η εικόνα σε συνδυασμό με το «σπάσιμο» του τίτλου – οι δύο πρώτες λέξεις (τα δεύτερα) είναι τοποθετημένες κάτω από τη φωτογραφία μαζί με έναν αστερίσκο που παραπέμπει στο οπισθόφυλλο όπου ο υπόλοιπος τίτλος (γιατί κουράστηκαν τα πρώτα), με πλάγια γράμματα, σαν υποσημείωση, συνυπάρχει με τα περιεχόμενα και μια λεπτομέρεια που φαίνεται και δεν φαίνεται στην φωτογραφία του εξωφύλλου – είναι σαν να εικονογραφεί τη «δήλωση» του τίτλου. Οι πρωταγωνιστές της εικόνας είναι σαν ρέπλικες του εαυτού τους, οι εναλλακτικές, δεύτερες (με την καλή έννοια) εκδοχές τους που αναλαμβάνουν δράση όταν οι ίδιοι «αποσύρονται». Ή πάλι θα μπορούσε να είναι και το ακριβώς αντίθετο: να είναι αυτοί που βλέπουμε οι αυθεντικοί που περιμένουν στην αναμονή όσο οι εναλλακτικοί τους εαυτοί τους εκπροσωπούν στον κόσμο.

Κάπως έτσι υποδηλώνεται και η διττή υπόσταση των τραγουδιών, η λαϊκή / παραδοσιακή και η έντεχνη. Και κάπως έτσι τα δεύτερα γίνονται πρώτα και εκφράζουν τα πιο βαθιά, τα πιο ουσιαστικά συναισθήματα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2020
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/13618-deytera