28 August 2019

David Pastor & Alex Pastor: Οι τελευταίες μέρες

Οι τελευταίες μέρες της Γης

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ
(LOS ÚLTIMOS DÍAS / THE LAST DAYS, 2013)
Σενάριο και σκηνοθεσία: Νταβίντ Παστόρ & Άλεξ Παστόρ


Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές γιατί, σαν θεατές ή αναγνώστες, ελκυόμαστε τόσο πολύ από τις μετα-αποκαλυπτικές ιστορίες, και τι είναι αυτό που ωθεί τους δημιουργούς να καταπιάνονται με ανάλογα θέματα. Ίσως δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, ίσως δεν υπάρχει καν απάντηση, ίσως πάλι η αιτία να πηγαίνει πολύ βαθιά πίσω στους αιώνες, στην κοινή ιστορία που δένει αναπόφευκτα το ανθρώπινο είδος από τις πρώτες μέρες της ζωής του πάνω στη Γη. Όπως και η επιστημονική φαντασία, έτσι και το θέμα μιας γενικευμένης καταστροφής που οδηγεί στο τέλος του πολιτισμού όπως το ξέρουμε, γοητεύει και θα γοητεύει τους ανθρώπους παγκοσμίως – και δεν αναφέρω τυχαία αυτές τις δύο θεματικές: τόσο το άγνωστο σύμπαν όσο και η πιθανότητα μιας επανεκκίνησης από το μηδέν της ζωής πάνω στη Γη είναι ζητήματα που τρομάζουν και συναρπάζουν ταυτόχρονα.

Στην ισπανική ταινία “Οι τελευταίες μέρες”, η ιστορία ξεκινάει in medias res, με τον πρωταγωνιστή, τον Μαρκ, νεαρό προγραμματιστή σε μια μεγάλη εταιρεία της Βαρκελώνης, να σκάβει ένα υπόγειο τούνελ μαζί με άλλους ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, αγχωτική. Είναι προφανές ότι κάτι έχει συμβεί και ο μόνος τρόπος διαφυγής είναι αυτό το τούνελ που σκάβουν όλοι μαζί, σχεδόν με νύχια και με δόντια. Όταν επιτέλους καταφέρνουν να σπάσουν τον τοίχο, διαπιστώνουν με ενθουσιασμό ότι μόλις απέκτησαν πρόσβαση στο υπόγειο δίκτυο του μετρό, γιατί όπως φαίνεται μόνο υπογείως μπορούν να κινηθούν.


Παράλληλα μέσα από φλας μπακ, παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή του Μαρκ – τη συμβίωσή του με την αγαπημένη του Χούλια, τον τρόμο του μπροστά στο ενδεχόμενο απόκτησης ενός παιδιού που τον φέρνει σε αντιπαράθεση μαζί της, την ανήσυχη περιέργειά του απέναντι στην παράξενη συμπεριφορά ενός γείτονα που έχει μήνες να βγει από το διαμέρισμά του, την αγωνία του για την επαναλαμβανόμενη αποτυχία στη διόρθωση ενός σφάλματος στον κώδικα που προσπαθεί να συντάξει στη δουλειά του, τη συνάντησή του με τον Ενρίκε, τον επονομαζόμενο “Εξολοθρευτή”, έναν ειδικό στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, που έχει έρθει στην εταιρεία για να αποφασίσει ποιος πρέπει να παραμείνει και ποιος να απολυθεί.


Τα πάντα ανατρέπονται όταν αρχίζει και επιβεβαιώνεται μέσω της τηλεόρασης η φήμη ότι μια παράξενη πανδημία έχει ήδη αρχίσει να χτυπάει τον πληθυσμό της Γης με τη μορφή, αρχικά, μιας ιδιαίτερα σφοδρής κρίσης πανικού που κάνει τον εκάστοτε φορέα αυτού του αδιευκρίνιστου ιού να αναπτύσσει μια ακραία αγοραφοβία η οποία έχει σαν συνέπεια τον σχεδόν ακαριαίο θάνατό του με το που θα βρεθεί σε εξωτερικό χώρο. Καθώς τα κρούσματα του “Πανικού”, όπως βαφτίζεται η πανδημία, αρχίζουν να εκδηλώνονται στο κοντινό του περιβάλλον, ο Μαρκ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα προβλήματα της δουλειάς και τη ρήξη στη σχέση του με τη Χούλια ενώ παράλληλα ζει με το άγχος μην τυχόν ο “Εξολοθρευτής” αποφασίσει την απόλυσή του. Αναπάντεχα, ωστόσο, πέφτει και ο ίδιος θύμα του ιού ενώ βρίσκεται στην εταιρεία, και παγιδεύεται εκεί μαζί με άλλους συναδέλφους του αλλά και τον Ενρίκε, που είχαν την ίδια ατυχία.


Η αρχική αντιπάθεια ανάμεσα στον Μαρκ και τον Ενρίκε παραμερίζεται προσωρινά όταν αποφασίζουν να συνεργαστούν καθώς ο πρώτος έχει στη διάθεσή του έναν φακό και ο δεύτερος ένα GPS, απαραίτητα εξαρτήματα για να μπορέσουν μαζί να διασχίσουν το δαιδαλώδες υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο και να φτάσουν ο Μαρκ στο διαμέρισμά του για να βρει τη Χούλια και ο Ενρίκε σε κάποιον άλλον προορισμό για τον οποίο μιλάει αόριστα προς το παρόν. Ενώ από πάνω τους η Βαρκελώνη ερημώνει και διαλύεται και ο κόσμος, που έχει εγκλωβιστεί στα υπόγεια, στα διαμερίσματα και στα εμπορικά κέντρα, αγριεύει όλο και περισσότερο, η αναγκαστική συμπόρευση του Μαρκ και του Ενρίκε περνάει από σαράντα κύματα, ωστόσο, καθώς αναγκάζονται να αγωνιστούν για την επιβίωσή τους, μια πολύ δυνατή σχέση φιλίας αρχίζει να ανθίζει ανάμεσά τους.


“Οι τελευταίες μέρες” δεν είναι μια συνηθισμένη δυστοπική ταινία. Δεν έχει τέρατα, μεταλλαγμένους εχθρούς, όπλα μαζικής καταστροφής ή ατρόμητους πολεμιστές. Εδώ, η αιτία που προκαλεί την καταστροφή του πλανήτη είναι η ακραία μορφή μιας ανθρώπινης αντίδρασης που όμως αποκλείει κάθε παραγωγική ή δημιουργική δραστηριότητα και απαγορεύει την επαφή με τον έξω κόσμο. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να παραμείνουν κλεισμένοι μέσα, σε όποιο μέρος τους χτύπησε ο ιός ή στον κοντινότερο κλειστό χώρο που μπόρεσαν να εντοπίσουν. Είναι πλέον αναγκασμένοι να αντικρίζουν τον ήλιο μόνο μέσα από παράθυρα, αφού η άμεση έκθεση στο φως του είναι θανατηφόρα. Αυτό σημαίνει ότι το εξωτερικό περιβάλλον εγκαταλείπεται στην τύχη του και η πόλη παύει να υφίσταται με την οικεία της μορφή. Στους δρόμους της Βαρκελώνης περιφέρονται ελάφια ανάμεσα σε τρακαρισμένα ή παρατημένα αυτοκίνητα, αρκούδες κόβουν βόλτες μέσα σε εκκλησίες. Οι άνθρωποι χάνουν σταδιακά την συνείδησή τους και την συναίσθηση της υπόστασής τους και δεν διστάζουν να καταφύγουν στην ακραία βία προκειμένου να κρατήσουν για τον εαυτό τους προμήθειες, πολύτιμα εργαλεία ή καταφύγια που δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν με άλλους.


Η αρχοντική Βαρκελώνη μετατρέπεται σε ένα απέραντο νεκροταφείο έμψυχων όντων και άψυχων αντικειμένων, παραδομένη στα στοιχεία της φύσης και τις εναλλαγές των εποχών. Η πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή είναι πια σαν ένα βομβαρδισμένο τοπίο όπου η ανθρώπινη ζωή παύει να έχει αξία. Πρώην φιλήσυχοι πολίτες οργανώνονται σε συμμορίες που ληστεύουν και λεηλατούν. Τα υλικά αγαθά δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης, ενώ απλά αντικείμενα όπως ο φακός ή το GPS, τα οποία, στην συνηθισμένη καθημερινότητα, μπορεί να μην υπολογίζονται καν ή να θεωρούνται δεδομένα, γίνονται ξαφνικά εργαλεία ζωτικής σημασίας, που αξίζει ακόμα και να σκοτώσει κανείς για να τα διεκδικήσει.


Μέσα σ’ αυτές τις ασυνήθιστα επικίνδυνες συνθήκες, ο Μαρκ προσπαθεί να διατηρήσει την ανθρωπιά και την ψυχραιμία του απέναντι στις ακρότητες που συναντάει στο δύσκολο ταξίδι του. Ο Ενρίκε, από την άλλη, αποστασιοποιείται σταδιακά από τον ρόλο του ψυχρού “Εξολοθρευτή” και αφήνει να βγει στην επιφάνεια ο αληθινός, καλός εαυτός του. Οι δυο τους ανακαλύπτουν στην πορεία ότι όχι μόνο μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να δολοφονήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά και ότι η σχέση τους εξελίσσεται ολοένα και προς το καλύτερο, σαν μια σύνδεση πατέρα – γιου ή μεγαλύτερου – μικρότερου αδερφού, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον άτυπο εμφύλιο που φουντώνει καθημερινά γύρω τους.


Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές μετα-αποκαλυπτικές ταινίες, έτσι και στις “Τελευταίες μέρες” ο ψυχολογικός τρόμος υπερισχύει, αν και δεν λείπουν ορισμένες πραγματικά αξέχαστες σκηνές δράσης και αγωνίας. Η ταινία είναι εξαιρετικά κινηματογραφημένη, με έμφαση στα μουντά χρώματα που θυμίζουν ξεβαμμένες φωτογραφίες. Το υποβλητικό της κλίμα ενισχύεται από τις καθηλωτικές εικόνες της κατεστραμμένης Βαρκελώνης και από τη συναισθηματική ένταση των δύο πρωταγωνιστών, τον νεαρό Κιμ Γκουτιέρεθ και τον βετεράνο Χοσέ Κορονάδο, που έχουν απίστευτη χημεία μεταξύ τους. Οι σκηνές στο υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο, πνιγμένες στο σκοτάδι, αναδίδουν έναν εφιαλτικό αέρα αβεβαιότητας που δεν είναι μια απλή, γενική αίσθηση αλλά οφείλεται στις εχθρικές διαθέσεις άλλων εγκλωβισμένων που καραδοκούν με τα όπλα στα χέρια.


Πέρα από τα δευτερεύοντα θέματα που θίγονται με τρόπο αλληγορικό στην ταινία, όπως είναι η οικολογική καταστροφή που ο ίδιος ο άνθρωπος προκαλεί συνεχώς στο περιβάλλον με ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες επανόρθωσης ή η έλλειψη επικοινωνίας, η ιστορία εστιάζει κυρίως και με τρόπο ιδιαίτερα συγκινητικό στις ανθρώπινες σχέσεις, τη δύναμη της φιλίας και της αγάπης. Ο Μαρκ και ο Ενρίκε καταφέρνουν να μην αλλοτριωθούν, και το ίδιο διαπιστώνουμε αργότερα και για τη Χούλια. Κάπου μέσα στην καταστροφή, ανθίζει δειλά η ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να ξαναφτιαχτεί από την αρχή. Με μεγάλο κόστος βέβαια, και αργούς ρυθμούς, αλλά τελικά δεν χάθηκαν όλα. Με τα τελευταία συγκινητικά πλάνα αντιλαμβανόμαστε ότι, καθώς αγωνιζόμαστε για το παρόν, πάντα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας στραμμένα στο μέλλον, γιατί εκεί κρύβεται το κλειδί για την αναγέννησή μας.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Αύγουστο του 2019
https://www.fractalart.gr/oi-teleytaies-meres-tis-gis/

20 August 2019

Jordan Scott: Το παιχνίδι της αποπλάνησης

Το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι ο πόθος

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗΣ
(CRACKS, 2009)
Σενάριο: Μπεν Κουρτ, Καρολάιν Ιπ, Τζόρνταν Σκοτ
Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Σκοτ


Σ’ ένα απομονωμένο οικοτροφείο της δεκαετίας του ‘30, στην ειδυλλιακή ορεινή ύπαιθρο ενός μικρού νησιού της Βρετανίας, η χαρισματική και εκκεντρική δεσποινίς Γκρίμπεν (Εύα Γκριν), ή δεσποινίς Τζι, όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι μαθήτριές της, έχει αναλάβει μια επίλεκτη ομάδα κοριτσιών τα οποία προπονεί στις καταδύσεις στην κοντινή λίμνη. Η Πόπι (Ίμοτζεν Πουτς), η Λίλι (Έλι Ναν), η Ρόζι (Ζόι Κάρολ), η Φάζι (Κλέμι Νταγκντέιλ), η Λόρελ (Αντέλ Μακ Καν) και, κυρίως, η Ντάι (Τζούνο Τεμπλ), αρχηγός της ομάδας και αγαπημένη μαθήτρια της δεσποινίδας Τζι, έχουν έναν πολύ δυνατό συναισθηματικό δεσμό με την καθηγήτριά τους, την οποία λατρεύουν τυφλά, ενώ εκείνη φαίνεται ότι είναι σε θέση να τις χειραγωγεί με το γάντι, με προκάλυμμα την ποιητική ευφράδεια και την αιθέρια εμφάνισή της. Η δεσποινίς Τζι δεν εκπαιδεύει απλώς τα κορίτσια στις καταδύσεις, τους μιλάει για τη φιλοσοφία, τον έρωτα, τις εμπειρίες της ζωής. Μέσα στο περιορισμένο περιβάλλον που ζουν, η καθηγήτρια με το ελεύθερο πνεύμα και τις τολμηρές απόψεις είναι η μοναδική τους χαραμάδα προς τον έξω κόσμο (εδώ εντοπίζουμε και την πιο προφανή από τις πολλές ερμηνείες που έχει και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, που σημαίνει χαραμάδες, ρωγμές, ραγίσματα). Τις διδάσκει ότι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι ο πόθος κι ότι μέσω αυτού μπορούν να κατακτήσουν τον κόσμο. Οι καταδύσεις, τους λέει, είναι σαν το πέταγμα - ας σπάσουν λοιπόν τα δεσμά τους και ας αφήσουν μόνο τον αέρα να τις συγκρατεί.


Η ιδιότυπη αυτή σχέση εξάρτησης διαταράσσεται με την άφιξη της Φιάμα (Μαρία Βαλβέρδε), μιας κοπέλας από την Ισπανία, που πρόκειται να ενταχθεί στην ομάδα καταδύσεων και την οποία τα κορίτσια παίρνουν ρητή εντολή από την διευθύντρια να καλοδεχτούν. Η Φιάμα είναι αριστοκράτισσα, με μια ιδιαίτερη ομορφιά και εκλεπτυσμένους τρόπους. Παρ’ όλο που είναι πέρα για πέρα προσγειωμένη, καλοσυνάτη και προσιτή, τα κορίτσια την παίρνουν με στραβό μάτι από την πρώτη στιγμή. Στη συνάντηση ωστόσο της ομάδας για την προπόνηση στις όχθες της λίμνης, η Φιάμα αποδεικνύεται μεγάλο ταλέντο στις καταδύσεις καταφέρνοντας έτσι να εντυπωσιάσει τα κορίτσια, τα μικρότερα από τα οποία φτάνουν στο σημείο ακόμα και να την συμπαθήσουν.


Αμετακίνητη στην άποψή της, φαινομενικά τουλάχιστον, παραμένει η Ντάι, γιατί έχει έναν πολύ σοβαρό προσωπικό λόγο: με το ταλέντο και την ανεπιτήδευτη γοητεία της, η Φιάμα δεν εντυπωσίασε μόνο τα κορίτσια, αλλά και τη δεσποινίδα Τζι, η οποία αρχίζει να δείχνει όλο και μεγαλύτερη εύνοια στη νεοφερμένη κοπέλα. Παρ’ όλο που ουσιαστικά δεν αδικεί καμία από τις άλλες, η συναισθηματική μετατόπιση της αδυναμίας της στη Φιάμα έχει σαν αποτέλεσμα να νιώσει η Ντάι θιγμένη και παραγκωνισμένη, με την απλή αντιπάθεια που ένιωθε αρχικά για τη Φιάμα να δίνει τη θέση της προοδευτικά στο μίσος, πυροδοτώντας μια σειρά από γεγονότα με τραγική κατάληξη.


Σκηνοθετημένο αριστοτεχνικά από την Τζόρνταν Σκοτ (είναι η κόρη του Ρίντλεϊ Σκοτ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο), το “Cracks” βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Σίλα Κόλερ, διατηρώντας το δυνατό κεντρικό θέμα και ευτυχώς αφαιρώντας διάφορα στοιχεία που το αποδυναμώνουν, όπως τις χρονικές μεταπηδήσεις που απουσιάζουν εντελώς από την ταινία (στο βιβλίο συναντάμε τις ηρωίδες ενήλικες πια, και η αφήγηση της ιστορίας γίνεται με τη μορφή των αναδρομών στο παρελθόν).


Ο βασικός χώρος δράσης, το οικοτροφείο, είναι ένα επιβλητικό κτίριο μέσα σε μια καταπράσινη εξοχή. Είναι ένα ίδρυμα που διοικείται με αυστηρότητα, κάτι που δεν είναι τόσο εμφανές στη γενικότερη εικόνα ή στις καθημερινές δραστηριότητες όπου φαίνεται να υπάρχει μια σχετική ελευθερία κινήσεων, όσο στις ψυχαναγκαστικές λεπτομέρειες. Πρέπει, ας πούμε, όλοι, από τις μαθήτριες μέχρι το προσωπικό, να έχουν μόνο πέντε αντικείμενα πάνω στα κομοδίνα τους. Τα κορίτσια που μένουν εκεί υποτίθεται πως έχουν έρθει για λίγο, όμως όλες τους με τον καιρό μένουν στα αζήτητα. Αποκαλύπτεται σιγά σιγά ότι είναι παιδιά ανεπιθύμητα για τον έναν ή τον άλλο λόγο, που οι οικογένειές τους τα παράτησαν εκεί και σύντομα ξέχασαν την ύπαρξή τους. Οι πιο τυχερές μπορεί και να λάβουν κανένα πακέτο με δώρα αραιά και πού, ενώ περιμένουν μάταια τους δικούς τους να έρθουν να τις πάρουν ή έστω να τις επισκεφθούν.


Το οικοτροφείο είναι ένα είδος καθαρτηρίου για τα κορίτσια – όπως και για τη δεσποινίδα Τζι της οποίας το αδιευκρίνιστο και μάλλον όχι και τόσο καθαρό παρελθόν φαίνεται πως είναι στενά συνδεδεμένο με αυτό το μέρος. Βρίσκονται εκεί σε μια κατάσταση επίπλαστης αρμονίας και αδράνειας, περιμένοντας κάτι που, ουσιαστικά, δεν ξέρουν καν τι είναι και που για τις περισσότερες μάλλον δεν πρόκειται να έρθει ποτέ. Σ’ αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, που ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το οικοτροφείο βρίσκεται πάνω σε ένα νησί, άρα απομακρυσμένο από την βρετανική ενδοχώρα, άρα χωρίς άμεσες ευκαιρίες διαφυγής, η Ντάι έχει διεκδικήσει και αποκτήσει αδιαμφισβήτητη εξουσία, ούσα η αρχηγός της ομάδας καταδύσεων και η αγαπημένη μαθήτρια της δεσποινίδας Τζι. Στην πραγματικότητα ωστόσο είναι ένα κορίτσι εξαιρετικά ανασφαλές και ευαίσθητο, κάτι που κρύβει εντέχνως ακόμα και από τις πιο κοντινές της φίλες, και αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχει μάθει για να επιβάλλεται αλλά και να επιβιώνει.


Στο αντίθετο άκρο, η Φιάμα είναι ήρεμη και ισορροπημένη, ξεχωριστή χωρίς να κάνει τίποτα το ιδιαίτερο. Ουσιαστικά είναι το πνεύμα της που την κάνει να διαφέρει, κι αυτό αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά της. Τα κορίτσια δεν μπορούν να το κατανοήσουν, όμως το αντιλαμβάνονται με το ένστικτο κι αυτό ασυναίσθητα γεννά μέσα τους τη ζήλια και την αντιπάθεια. Η δεσποινίς Τζι, από την άλλη, το κατανοεί απόλυτα και δεν αργεί να γοητευτεί από τη Φιάμα. Υπάρχουν αρκετές αναλογίες ανάμεσα στο “Cracks” και τον “Άρχοντα των Μυγών” του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, με πιο κυρίαρχο το θέμα της στοχοποίησης και απομόνωσης του διαφορετικού ατόμου. Μόνο που στον “Άρχοντα των Μυγών” ο διαφορετικός ήταν ο παχουλός και ατσούμπαλος Πίγκι, τον οποίο χλεύαζαν τα άλλα παιδιά λόγω της αστείας, κατά τη γνώμη τους, όψης του, ενώ εδώ η όμορφη και χαρισματική Φιάμα γίνεται αντικείμενο ζήλιας και μίσους όχι τόσο λόγω της εμφάνισής της αλλά κυρίως λόγω της εσωτερικής της γοητείας που την κάνει να ξεχωρίζει και να κερδίζει τις εντυπώσεις.


Όμως έχει κι αυτή την αδυναμία της: υποφέρει από οξύ άσθμα, και είναι καταδικασμένη να πηγαίνει παντού με την εισπνευστική συσκευή κρεμασμένη στο λαιμό της. Ωστόσο ούτε κι αυτό είναι αρκετό για να της προσδώσει, στα μάτια των άλλων κοριτσιών, έστω και την παραμικρή υποψία “θνητότητας”. Εξακολουθούν να την βλέπουν σαν ένα πλάσμα ανώτερο απ’ αυτές, και γι’ αυτό επιδιώκουν συνεχώς να την ταπεινώνουν ή να την περιγελούν. Από την άλλη η Φιάμα φαίνεται να βρίσκει ευχαρίστηση σε μικρά πράγματα που για τις άλλες ήταν πάντα δεδομένα, αλλά που εκείνη είχε στερηθεί λόγω των απαιτήσεων που υπαγόρευε η κοινωνική της θέση: ένας πίνακας ή ένα βάζο με λουλούδια είναι αρκετά για να την κάνουν να χαμογελάσει. Αυτό δηλαδή που ουσιαστικά ξενίζει στη συμπεριφορά της Φιάμα είναι ότι δεν έχει καμία προσποίηση. Αν και ήταν ένα μικρό σκάνδαλο που την έφερε στο οικοτροφείο, είναι διάφανη σαν καθρέφτης και τα όποια μυστικά της δε φαίνεται να έχουν επηρεάσει στο ελάχιστο την καθαρότητα της ψυχής της. Και είναι η ίδια ένας καθρέφτης, μέσα στον οποίο οι άλλοι βλέπουν την αλήθεια για τον εαυτό τους, κάτι που δεν είναι πάντα και για όλους ευχάριστο.

Το όνομά της, άκρως συμβολικό, σημαίνει φλόγα, θέτοντάς την αυτόματα σε αντίθεση με το στοιχείο στο οποίο ξεδιπλώνει το ταλέντο της: το νερό. Η Φιάμα αγαπάει το νερό, ωστόσο βουτώντας στην παγωμένη λίμνη το άσθμα της χειροτερεύει, όπως σε αντιστοιχία η φλόγα σβήνει όταν έρθει σε επαφή με το νερό. Παρεμπιπτόντως είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και η σημειολογία των ονομάτων γενικότερα: το όνομα της Ντάι ακούγεται ακριβώς όπως το ρήμα die (πεθαίνω). Τα άλλα κορίτσια λέγονται Ρόζι (τριαντάφυλλο), Πόπι (παπαρούνα), Λόρελ (δάφνη), Λίλι (κρίνο) – ονόματα λουλουδιών και φυτών. Το κανονικό όνομα της Φάζι είναι Περσεφόνη, που κι αυτό σχετίζεται με τα λουλούδια αφού η συνονόματή της ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας απήχθη από τον βασιλιά του Κάτω Κόσμου ενώ μάζευε λουλούδια και στη συνέχεια καθιερώθηκε ως θεά της Άνοιξης, μεταξύ άλλων.


Ο ερχομός της Φιάμα στο οικοτροφείο γίνεται η αφορμή για ν’ αρχίσει να ραγίζει και η αψεγάδιαστη εικόνα που είχαν τα κορίτσια για την δεσποινίδα Τζι (άλλη μία από τις ερμηνείες που έχει ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας): οι εξωτικές περιπέτειες που τους εξιστορούσε σαν εμπειρίες της ζωής της αποδεικνύεται ότι ήταν αποσπάσματα από βιβλία που είχε μάθει απ’ έξω, ενώ δεν είχε ποτέ σκοπό να στείλει την καταδυτική ομάδα της να αγωνιστεί απέναντι σε άλλες. Ζει τη δική της προσωπική απελευθέρωση μέσα από τα μαθήματα των καταδύσεων, ωστόσο παραμένει εγκλωβισμένη μέσα στα στενά όρια του οικοτροφείου εξαιτίας της δειλίας και της αγοραφοβίας της, ενώ η επαναστατική της διάθεση εξαντλείται στο να πηγαίνει κρυφά τα κορίτσια για νυχτερινό κολύμπι. Όταν μπαίνει στο προσκήνιο η Φιάμα, η εμμονή που η δεσποινίς Τζι αποκτά μαζί της ξυπνάει μέσα της συναισθήματα που αδυνατεί να διαχειριστεί και την οδηγεί στο να χάσει τον έλεγχο του εαυτού της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Φτάνει στο σημείο να διαβάλλει το κορίτσι, για να κατευθύνει τις εξελίξεις όπως την εξυπηρετεί καλύτερα. Στο ολέθριο αυτό σχέδιο εμπλέκει και την Ντάι, η οποία, αφοσιωμένη απόλυτα στην καθηγήτριά της, ούτε κατά διάνοια δεν την αμφισβητεί – κι όταν η αλήθεια λάμψει μπροστά της, δυστυχώς θα είναι πια πολύ αργά.

Το “Cracks” είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ κατά βάση, αψεγάδιαστο τόσο αισθητικά όσο και τεχνικά, ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά από την αρχή μέχρι το τέλος, με μια εμβυθιστική ατμόσφαιρα την οποία υποστηρίζουν στο έπακρο οι τρεις βασικές πρωταγωνίστριες (Έβα Γκριν, Τζούνο Τεμπλ, Μαρία Βαλβέρδε) με τις τόσο διαφορετικές αλλά απόλυτα εναρμονισμένες ερμηνευτικές προσεγγίσεις τους, σε εξαιρετικό συντονισμό μεταξύ τους. Τα κοντινά κάδρα τους είναι σαν ζωντανοί πίνακες, από όπου περνούν δεκάδες αποχρώσεις συναισθημάτων. Οι ηρωίδες δεν θα μπορούσαν να βρουν τελειότερες ενσαρκώσεις, ιδίως όσον αφορά τη Τζούνο Τεμπλ, κόρη του Άγγλου σκηνοθέτη Τζούλιεν Τεμπλ, που γίνεται η Ντάι με μια ανατριχιαστική ακρίβεια, αλλά και την Έβα Γκριν που όσο πανέμορφη είναι, άλλο τόσο τρομακτική φαίνεται καθώς η δεσποινίς Τζι φλερτάρει συνεχώς και όλο και περισσότερο με την παράνοια. Κανένα πλάνο δεν πάει χαμένο, οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη σαν κομμάτια ενός λεπτοδουλεμένου κεντήματος. Οι εξωτερικές λήψεις είναι ονειρικές αλλά έχουν μονίμως έναν δυσοίωνο αέρα, προμηνύοντας με μια διακριτική επιμονή τις επερχόμενες δραματικές εξελίξεις.


Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να αδικήσω το βιβλίο, αλλά και σε σχέση με όσα ανέφερα γι’ αυτό παραπάνω, η ταινία είναι κατά πολύ ανώτερη, σε βαθμό μάλιστα που να μπορεί να σταθεί εντελώς αυτόνομα σαν πρωτότυπο έργο. Εννοείται φυσικά ότι ένα καλό αποτέλεσμα βασίζεται σε μια καλή πρώτη ύλη (υπάρχουν στο βιβλίο σκηνές μεγάλης δυναμικής, συμπεριλαμβανομένης και κάποιας που έχει αποδοθεί διαφορετικά στην ταινία και που δεν αναφέρω σ’ αυτό το άρθρο γιατί είναι από τις πιο κρίσιμες όσον αφορά τις ανατροπές της ιστορίας), ωστόσο αυτό που έκανε η Τζόρνταν Σκοτ με τη συγκεκριμένη κινηματογραφική διασκευή, και με τη συνδρομή φυσικά των σεναριογράφων της, είναι ότι εντόπισε και συγκέντρωσε τα πιο δυνατά, τα πιο σκοτεινά, τα πιο ουσιαστικά και περίπλοκα στοιχεία του βιβλίου και πάνω σ’ αυτά έστησε το έργο της με υψηλή καλλιτεχνική άποψη, χωρίς καμία επιτήδευση. Οι ηρωίδες απέκτησαν νέα υπόσταση μέσα από την αναζωογονητική οπτική της, κυρίως επειδή αποδεσμεύτηκαν εντελώς από τον ενήλικο εαυτό τους που βλέπουμε στο βιβλίο, ενώ ακριβώς χάρις σ’ αυτήν την αποδέσμευση το τελευταίο μέρος μένει πιο ελεύθερο, πιο ανοιχτό σε πιθανές εξελίξεις, αλλά και πολύ πιο δυνατό και συγκλονιστικό από μόνο του σαν κατάληξη.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Αύγουστο του 2019
https://www.fractalart.gr/cracks/