22 January 2021

Charlie Mackesy: Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο

Μέσα σ’ ένα ονειρικό τοπίο, αποτυπωμένο στο χαρτί άλλοτε με ασπρόμαυρες εικόνες και άλλοτε με απαλούς χρωματικούς τόνους, ένα μικρό αγόρι συνομιλεί διαδοχικά με έναν τυφλοπόντικα, μια αλεπού και ένα άλογο, πλάσματα που συναντάει καθώς χαράζει τον δικό του δρόμο στη ζωή, αποκομίζοντας εμπειρίες και συναισθήματα. Είναι μια πορεία αλληγορική αλλά και κυριολεκτική, στη διάρκεια της οποίας το παιδί μαθαίνει να εκτιμά σημαντικές αξίες που σχετίζονται με τη συνύπαρξη στην ευρύτερη κοινωνία, όπως είναι η καλοσύνη, η ευγένεια, η αλληλεγγύη, αλλά και άλλες που έχουν να κάνουν με τον εαυτό του καθενός προσωπικά, όπως η επιμονή στην πραγμάτωση των στόχων και η ικανότητα του να μπορεί κανείς να μαθαίνει από τις δυσκολίες, να μην τις αφήνει να τον απογοητεύουν και να τις χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο για μια καινούρια αρχή.

Το κάθε ένα από αυτά τα πλάσματα έχει και κάτι διαφορετικό να προσφέρει στο παιδί. Ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη και δεν μπορεί να δει με τα μάτια, μπορεί ωστόσο να αισθάνεται και να διαισθάνεται ό,τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Η αλεπού, γνωστή για την πονηριά της, είναι παράλληλα ένα πλάσμα πανέξυπνο που μηχανεύεται συνεχώς τεχνάσματα για να μπορέσει να επιβιώσει. Το άλογο, ζώο αρχοντικό που από τα πολύ παλιά χρόνια συντροφεύει τον άνθρωπο, κουβαλάει μια δική του σοφία, χάρη στην ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοημοσύνη του, τη σωματική δύναμη και την προσαρμοστικότητά του.

Ο Τσάρλι Μάκεσι, δημιουργός του πανέμορφου αλληγορικού παραμυθιού Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος σε εξαιρετική μετάφραση της Άννας Παπασταύρου, είναι ένας καλλιτέχνης πολυπράγμων, που συνεχώς ψάχνει και ανακαλύπτει καινούρια πράγματα. Γεννήθηκε στο Νορθάμπερλαντ της Αγγλίας, έναν πολύ κρύο χειμώνα, όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. Κατά βάση αυτοδίδακτος, αφού δεν φοίτησε σε κάποια σχολή Καλών Τεχνών, μαθήτευσε ωστόσο για τρεις μήνες κοντά σε έναν ζωγράφο προσωπογραφιών στην Αμερική, κι εκεί έμαθε τα πάντα για την ανατομία. Εργάστηκε ως σκιτσογράφος για την εφημερίδα The Spectator, ενώ εικονογραφούσε βιβλία για τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Αργότερα άρχισε να εκθέτει τη δουλειά του σε γκαλερί και να γίνεται ευρύτερα γνωστός ως αυτόνομος καλλιτέχνης. Έχει πάθος με τη μουσική και για ένα διάστημα εμπνεόταν συστηματικά από την τζαζ και γκόσπελ σκηνή της Νέας Ορλεάνης.

Το έναυσμα για να ξεκινήσει το όμορφο ταξίδι της παρέας αυτού του βιβλίου ήταν μια συζήτηση που είχε ο ίδιος με έναν φίλο του σχετικά με το θάρρος και τη γενναιότητα. Ήταν μονάχα δυο απλές κουβέντες, στις οποίες έδωσε αμέσως σχήμα και μορφή, πλάθοντας ταυτόχρονα τους χαρακτήρες του αγοριού και του αλόγου. Στη συνέχεια προστέθηκαν και οι υπόλοιποι ήρωες και ακολούθησε μια σειρά από εικόνες, τις οποίες ο Μάκεσι ανέβαζε στο Instagram. Είχαν τόση ανταπόκριση, ώστε ήταν πια θέμα χρόνου να τον προσεγγίσει ένας εκδοτικός οίκος. Έτσι, οι εικόνες αυτές συνέθεσαν μια ιστορία μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου με vintage αισθητική που θυμίζει παλιότερες εποχές.

Οι μορφές είναι ταυτόχρονα αφηρημένες και δυνατές – χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά με εύπλαστα, σκούρα περιγράμματα που τραβούν το βλέμμα. Το κείμενο είναι γραμμένο με ειλικρίνεια και αμεσότητα, και θίγει σημαντικά ζητήματα με απλό τρόπο που δίνει τροφή για σκέψη. Ο τυφλοπόντικας εκμυστηρεύεται στο αγόρι πώς έμαθε να ζει στο παρόν: «Βρίσκω ένα ήσυχο μέρος, κλείνω τα μάτια κι ανασαίνω». Η ομορφιά και η σοφία κρύβονται στα μικρά, καθημερινά πράγματα και ο καθένας από μας το μυστικό της προσωπικής του ευτυχίας το έχει μέσα του. Όταν το αγόρι ρωτάει το άλογο πότε φάνηκε πιο δυνατό, εκείνο απαντάει: «Όταν τόλμησα να δείξω την αδυναμία μου». Γιατί η αποδοχή του εαυτού μας όπως είναι, αποτελεί το πρώτο βήμα για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Αν κάποιος μισεί τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει κανέναν άλλον. Και πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει ποτέ να χάνει κανείς την αισιοδοξία του και την αγάπη για τη ζωή: «Όταν έρχονται τα μαύρα σύννεφα, εσύ να προχωράς».

Καθόλου τυχαία το παιδί, που εκπροσωπεί τους ανθρώπους, συναναστρέφεται τρία πλάσματα που ζουν στη φύση. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη φύση για να είναι ένα ολοκληρωμένο ον και από τότε που έχασε την επαφή μαζί της, άρχισε να χάνει ταυτόχρονα και μέρος από την ανθρωπιά του. Όταν ζούσε κοντά στην εξοχή, νοιαζόταν για τα ζώα που είχε στη φροντίδα του, για τη γη και τους καρπούς της. Αργότερα απομακρύνθηκε από όλα αυτά, περιορίστηκε στον εαυτό του και άρχισε ν’ αδιαφορεί για το περιβάλλον. Το άλογο, ο τυφλοπόντικας και η αλεπού αντιπροσωπεύουν τη φύση και όλα όσα ο Ch Mackesyάνθρωπος έχει αποκλείσει από τη ζωή του, τα οποία όμως έχουν πολύ μεγάλη σημασία και ο ίδιος τα έχει ανάγκη πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζει. Το παιδί παίρνει μαθήματα ζωής μέσα από τη σοφία αυτών των πλασμάτων, την οποία θα χρησιμοποιήσει στη ζωή του, καθώς χάρη σ’ αυτήν θα γίνει και το ίδιο σοφότερο, ανακαλύπτοντας πτυχές του εαυτού του και του μυαλού του που ίσως δεν υποψιαζόταν καν ότι διέθετε.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2021

15 January 2021

Σπύρος Καρυδάκης: Χ.Τ. 1985 μ.Χ. μια νέκυια

Η ιστορία του Χρήστου Τσουτσουβή είναι λίγο-πολύ γνωστή: αντιστασιακός κατά της Χούντας των συνταγματαρχών, έγινε μέλος του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα κατά τη Μεταπολίτευση και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ίδρυσε την Αντικρατική Πάλη, οργάνωση που συνδέθηκε με ένοπλες τρομοκρατικές δράσεις. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικές δυνάμεις στις 15 Μαϊου του 1985, στην περιοχή του Γκύζη. Ο άνθρωπος αυτός, με την τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, είναι με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ήρωας του βιβλίου του Σπύρου Καρυδάκη «Χ.Τ. 1985 μ.Χ. μια νέκυια». Είναι ο αφηγητής σε εικοσιτέσσερις «ραψωδίες», όσες και τα γράμματα του αλφαβήτου, που όλες τιτλοφορούνται «Νέκυια» και συνοδεύονται από το αντίστοιχο γράμμα, από το α ως το ω.

Ο Σπύρος Καρυδάκης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1961, έχει εξασκήσει πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα, και είναι ποιητής και συγγραφέας. Έως τώρα έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, και μεταφράσεις αρχαιοελληνικών και γερμανικών ποιημάτων, και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις με διηγήματα.

Η Νέκυια είναι η λ’ ραψωδία της Οδύσσειας, η οποία αφηγείται την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, εκεί όπου ο ομηρικός ήρωας συναντά, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του και ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, αλλά βασικός του σκοπός είναι να μιλήσει με τον μάντη Τειρεσία για να του φανερώσει το μέλλον. Μια από τις σημασίες της λέξης «νέκυια», άλλωστε, υποδήλωνε ακριβώς αυτό: μια μαγική τελετή για την επίκληση του πνεύματος ενός νεκρού από τον Άδη, ο οποίος θα έδινε χρησμούς για το μέλλον. Μια άλλη της ερμηνεία, ωστόσο, είναι η επιτάφια τελετή. Έχοντας αυτά κατά νου, και βλέποντας το εξώφυλλο του βιβλίου του Σπύρου Καρυδάκη, ίσως και να πάει το μυαλό σε κάτι διαφορετικό. Η συμπερίληψη, στον τίτλο, των αρχικών «Χ.Τ.» και της χρονιάς 1985 δίνει κάποια στοιχεία, ωστόσο η εικόνα του χεριού που ρίχνει σποράκια από ρόδι παραπέμπει σε αρχαίες, τελετουργικές σπονδές που συνδέονταν με ταφικά έθιμα.

Δεν είναι εύκολο να καταγράφονται γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας μέσω της μυθοπλασίας, καθώς κάτι τέτοιο επιβάλλει έναν ικανό βαθμό αποστασιοποίησης ώστε τα γεγονότα αυτά καθαυτά να ανεξαρτητοποιούνται από τον αρχικό τους περιβάλλοντα χρόνο και χώρο. Ένα τέτοιο εγχείρημα εμπεριέχει επίσης ένα μεγάλο ρίσκο, καθώς οι μνήμες μπορεί να είναι σχετικά πρόσφατες όσον αφορά τόσο τα εμπλεκόμενα μέρη όσο και το σύνολο της κοινωνίας. Δεν παύει ωστόσο να έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν ο χειρισμός του θέματος γίνεται με την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση που χαρακτηρίζουν την προσέγγιση του Σπύρου Καρυδάκη. Και οι παραπομπές στο Ομηρικό έπος και την Αρχαία Ελλάδα γενικότερα, καθόλου τυχαίες δεν είναι, και το «διαφορετικό» που ανέφερα παραπάνω, αποδεικνύεται τελικά απρόσμενα συγγενικό με το θέμα του βιβλίου.

Στο κατεξοχήν λογοτεχνικό επίπεδο, ο συγγραφέας δανείζει τα δικά του εκφραστικά μέσα στον ήρωά του, ο οποίος μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και ξεδιπλώνει μια σειρά από σκέψεις, φιλοσοφικές αναζητήσεις και αναμνήσεις, την ημέρα που πρόκειται να είναι και η τελευταία της ζωής του. Σαν να έχει προβλέψει το μέλλον του, περνάει κυριολεκτικά και απόλυτα συνειδητά τη ζωή του μπροστά από τα μάτια του - αυτό που λένε ότι γίνεται αυθόρμητα όταν κάποιος είναι κοντά στον θάνατο. Η νέκυια λοιπόν με την έννοια της μαγικής τελετής είναι εδώ μια αμφίδρομη διαδικασία: ο συγγραφέας «καλεί» τον νεκρό ήρωά του και ο ήρωάς του μιλάει μέσω αυτού. Γίνεται δηλαδή ο συγγραφέας ένα είδος μέντιουμ (με την κυριολεκτική έννοια του διάμεσου) για να δώσει φωνή σε κάποιον που πλέον ανήκει στον κόσμο των νεκρών.

Ο ήρωάς του δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά του και κάλλιστα θα μπορούσε να είναι συμβολική η παρουσία του η οποία είναι έτσι κι αλλιώς φασματική και κινείται ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, όπως εξάλλου ήταν και όλη του η ζωή, σαν απόρροια των επιλογών του. Ανήκει στο περιθώριο και έχει έναν τρόπο σκέψης που δεν συνάδει με τα κοινωνικά στερεότυπα και δεδομένα. Έχει επομένως ένα επιπλέον ενδιαφέρον να εμβαθύνει κανείς λίγο περισσότερο και στην άλλη πλευρά, εκεί όπου ισχύουν διαφορετικοί κανόνες, έξω από την συνηθισμένη καθημερινότητα και τους επίσημους νόμους, πρόκειται ωστόσο για άγραφους όρκους τους οποίους, όσοι ανήκουν στην πλευρά αυτή, τηρούν με απόλυτη συνέπεια και πίστη στον εκάστοτε σκοπό. Ο άνθρωπος αυτός θυμίζει μισθοφόρο της αρχαιότητας, και μέχρι ένα σημείο ο τρόπος που μιλάει και όσα λέει παραπέμπουν έντονα σ’ αυτή την εικόνα. Έχει τα ιδανικά του τα οποία ακολουθεί με σεβασμό, έχει κι ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τους συντρόφους του καθώς τους συνδέουν τόσα πολλά. Για να φτάσει άλλωστε κανείς στο σημείο να ξεπεράσει τα κοινωνικά όρια και να ενταχθεί σε μια περιθωριακή παρακρατική ομάδα, εκεί από όπου σπάνια έως ποτέ μπορεί να υπάρξει γυρισμός, σημαίνει ότι είναι αποφασισμένος να παραμείνει πιστός στον σκοπό του μέχρι το τέλος, χωρίς μεταστροφές ή πισωγυρίσματα.

Πρόκειται για ένα κείμενο πολύ ξεχωριστό, με μια ιδιαίτερη γοητεία και λογοτεχνική αξία, που μέσα από το πρίσμα της μυθοπλασίας αναδεικνύει διαφορετικά επίπεδα της πραγματικότητας τα οποία συμπληρώνουν τα καταγεγραμμένα γεγονότα. Ο Σπύρος Καρυδάκης διατηρεί σε όλη την αφήγηση ένα ύφος στιβαρό και συνάμα βαθιά λυρικό, εναλλάσσοντας την ξεκάθαρη, χωρίς περιστροφές εξιστόρηση με κομμάτια γεμάτα συναισθηματισμό, που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές και συγκινούν με την αμεσότητα, την πρωτογένεια και την λανθάνουσα ποιητικότητά τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2021
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/15583-nekyia