20 January 2018

Λήδα Παναγιωτοπούλου: Η Γκρέτα και το κίτρινο λουλούδι

Τα παραμύθια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη χρήση συμβόλων, τα οποία λειτουργούν σαν ένα μέσο, άλλοτε ποιητικό και άλλοτε πιο άμεσο, για να διατυπωθούν έννοιες και να διοχετευτούν μηνύματα διαχρονικά και παγκόσμια. Άλλωστε ο συμβολισμός πάντα ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στη λογοτεχνία. Μέσα από τα σύμβολα και την αλληγορία, εξετάζονται ζητήματα που αφορούν ανθρώπους, καταστάσεις, συναισθήματα, διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και γενικότερα θέματα που αφορούν τις μεμονωμένες κοινωνίες αλλά και τον κόσμο στο σύνολό του.

Στα λαϊκά παραμύθια, η χρήση αυτού του μέσου γινόταν αυθόρμητα, καθώς οι άνθρωποι, ζώντας πολύ κοντά στη φύση, είχαν άμεση επαφή με ό,τι σχετιζόταν μ᾽ αυτήν: ζώα, λουλούδια, φυσικά φαινόμενα επιστρατεύονταν πολύ συχνά σαν σύμβολα στις λαϊκές αφηγήσεις, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο που είτε ήταν εξίσου συμβολικό, είτε τοποθετούνταν σε μια πιο ρεαλιστική βάση. Αλλά και αν πάμε ακόμα πιο πίσω, στους μύθους του Αισώπου κυριαρχούσε το συμβολικό στοιχείο, με έμφαση στον ανθρωπομορφισμό των ζώων.

Στη μεταγενέστερη και τη σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά, ο συμβολισμός είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται ευρέως, καθώς έτσι το εκάστοτε θέμα γίνεται πιο προσιτό για τους μικρούς αναγνώστες και, ενίοτε, πιο συναρπαστικό. Είναι επίσης πιο εύκολο, με αυτόν τον τρόπο, να κατανοήσουν τα παιδιά αόριστες έννοιες, συναισθήματα και ιδέες που, εκ των πραγμάτων, δεν έχουν μια μορφή χειροπιαστή και επιπλέον μπορεί και να μην τους είναι ακόμα οικεία.

Στο παραμύθι της Η Γκρέτα και το κίτρινο λουλούδι, η Λήδα Παναγιωτοπούλου, φιλόλογος, συγγραφέας και διευθύντρια της αίθουσας τέχνης ‘Χρυσόθεμις’, χρησιμοποιεί μια σειρά από εύστοχους συμβολισμούς και αλληγορικές σκηνές για να περάσει τα θετικά της μηνύματα σχετικά με τις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και με την αντίληψή μας για ό,τι υπάρχει γύρω μας.

Η Γκρέτα είναι μια σκυλίτσα που ζει σε κάποια γειτονιά μαζί με ένα κορίτσι. Δεν είναι φυσικά τυχαία η επιλογή του συμβόλου που αντιπροσωπεύει η Γκρέτα: ο σκύλος, από τα προϊστορικά χρόνια φίλος του ανθρώπου, συμβολίζει την πίστη, την αφοσίωση και την απεριόριστη στοργή – από την άλλη, πάλι, σαν ζώο, διαθέτει το ένστικτο της περιέργειας και της αναζήτησης.

Παρασύρεται από ένα πολύχρωμο εξωτικό πουλί με εντυπωσιακά φτερά και γεννιέται μέσα της η επιθυμία να ταξιδέψει μαζί του για να γνωρίσει άλλους τόπους. Το πουλί, σαν σύμβολο ελευθερίας, προοπτικής και δύναμης, προσφέρει στην Γκρέτα μια εναλλακτική εμπειρία ζωής. Η Γκρέτα κάποια στιγμή υποκύπτει στο κάλεσμα της περιέργειας και αφήνει πίσω της για λίγο το κορίτσι, το οποίο παραμένει ανώνυμο μέχρι το τέλος της ιστορίας.

Οι όροι εδώ αντιστρέφονται: το ζώο έχει όνομα, ταυτότητα και προσωπικότητα και η αφήγηση, αν και γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, είναι από την δική του οπτική. Η κοπέλα αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο στοιχείο και, κατ’ επέκταση, τη σταθερότητα και τη λογική, και ο ρόλος της περιορίζεται στον τρόπο με τον οποίο την βλέπει και την αντιμετωπίζει η Γκρέτα. Από την πλευρά της η σκυλίτσα, όσο κι αν είναι αφοσιωμένη στην αφεντικίνα της και να την αγαπάει, την βλέπει σαν μια ανώνυμη οντότητα, γι’ αυτό και εκείνη ορίζεται ως ‘το κορίτσι’.

Η Γκρέτα παραπαίει ανάμεσα στην αγάπη της για το κορίτσι και τη λαχτάρα της να ξαναγυρίσει στα ωραία μέρη που επισκέφτηκε με το εξωτικό πουλί, να ξαναδεί το παράξενο κίτρινο λουλούδι που, χωρίς να είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό εξωτερικά, διαθέτει μια σπάνια γοητεία και γίνεται απίστευτα όμορφο όταν το παρατηρήσεις πιο προσεκτικά και δεις το υπέροχο φως που βγάζει και ενώνεται με τις αχτίδες του ήλιου. Το λουλούδι δρα σαν ένα σύμβολο καταλυτικό και καθοριστικό. Το κίτρινο χρώμα του αντιπροσωπεύει τη χαρά, την καθαρότητα, την αισιοδοξία, αλλά και τις αναμνήσεις.

Η Γκρέτα, με την αγνότητα της ψυχής της, έχει την ικανότητα να διακρίνει αυτή την ομορφιά. Αυτόματα θυμάται την κοπέλα, και την ομορφιά της δικής της ψυχής. Η Γκρέτα θέλει να μοιραστεί όλα αυτά τα ωραία πράγματα που γνώρισε με το κορίτσι,  συμβολίζοντας εδώ τη δοτικότητα, την ανιδιοτέλεια και την προσφορά. Θέλει να γυρίσει πίσω στο κορίτσι, αλλά δεν ξεχνάει το κίτρινο λουλούδι. Θέλει εξίσου να επισκεφθεί ξανά εκείνα τα μέρη και να το ξαναδεί, και μάλλον κάποτε θα το κάνει. Κάποια στιγμή θα βρει την ισορροπία ανάμεσα στις δικές της ανάγκες και επιθυμίες και την έμφυτη αίσθηση της αφοσίωσης προς το κορίτσι.

Η Λήδα Παναγιωτοπούλου ξεδιπλώνει την αλληγορική ιστορία της με απλότητα και γρήγορους ρυθμούς, μεταδίδοντας διακριτικά τόσο τα συναισθήματα που διέπουν τις σκηνές, όσο και τα μηνύματα που επιχειρεί να διοχετεύσει. Οι απαλές γραμμές που χαρακτηρίζουν τις ζωγραφιές του Νίκου Οικονομίδη, άλλοτε ασπρόμαυρες και άλλοτε έγχρωμες, συνοδεύουν αρμονικά την αφήγηση, συνδυάζοντας κλασικό και μοντέρνο ύφος. Προσελκύουν την προσοχή τόσο όσο χρειάζεται για να πέσει το μάτι του αναγνώστη και να σταθεί σε αυτές, διατηρώντας ωστόσο παράλληλα την έμφαση στο κείμενο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8889-greta-louloudi

10 January 2018

Stephen Chbosky: Θαύμα


Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Ρ. Τζ. Παλάσιο, η ταινία ‘Θαύμα’ του Στίβεν Τσμπόσκι, δημιουργού της πιο πρόσφατης κινηματογραφικής απόδοσης του παραμυθιού ‘Η Ωραία και το Τέρας’, είναι ένα συναισθηματικό ταξίδι, που με συγκινησιακή φόρτιση και απλά μέσα έκφρασης μέσα από ένα άμεσο σκηνοθετικό ύφος, αναδεικνύει την αναγκαιότητα της αποδοχής του διαφορετικού, θέτοντας σαν πλαίσιο τις οικογενειακές αξίες.

Κεντρικός άξονας της δράσης είναι ο Όγκι Πούλμαν, ένα παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί με πολλαπλές παραμορφώσεις στο πρόσωπο. Ο Όγκι, ερμηνευμένος με ευαισθησία και εκφραστικότητα, παρά το έντονο και ιδιαίτερα ρεαλιστικό μακιγιάζ, από τον εντεκάχρονο Τζέικομπ Τρεμπλέι, πάσχει από το το σύνδρομο Treacher-Collins, μια σπάνια ασθένεια που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι μια σειρά από δυσμορφίες σε όλο το κεφάλι (αυτιά, μάτια, ζυγωματικά, σαγόνι), αν και δεν κατονομάζεται στην ταινία ούτε και στο βιβλίο. Το αποτέλεσμα είναι η όψη του Όγκι να καθίσταται αποθαρρυντική για τον κοινωνικό περίγυρο και να μεταμορφώνεται σε έναν τοίχο τον οποίο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να γκρεμίσει για να δει αυτό που πραγματικά είναι ο Όγκι: ένα πανέξυπνο παιδί με χρυσή καρδιά που δεν διαφέρει σε τίποτα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του.

Αφού πέρασε σχεδόν όλη του την παιδική ηλικία μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού του, με την μητέρα του Ίζαμπελ (υπέροχη όπως πάντα η Τζούλια Ρόμπερτς) να του παρέχει όλη την απαραίτητη μόρφωση, φτάνει κάποια στιγμή η μέρα που ο Όγκι πρέπει να πάει στο σχολείο. Επομένως, να βγει στην κοινωνία, να συγχρωτιστεί με άλλους ανθρώπους, με άτομα της ηλικίας του, να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί. Είναι όμως έτοιμη η κοινωνία να αποδεχτεί το διαφορετικό; Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κάτι τόσο εμφανές. Ο Όγκι πρέπει να καταβάλει διπλή και τριπλή προσπάθεια για να γίνει συμπαθής, καθώς όλοι τον λένε ‘τέρας’ και ‘πανούκλα’. Πράγματα αυτονόητα για τα άλλα παιδιά, ο Όγκι είναι αναγκασμένος να τα αποδεικνύει καθημερινά (π.χ., ότι είναι καλός μαθητής ή ότι του αρέσει ο ‘Πόλεμος των Άστρων’).

Στον αντίποδα του Όγκι βρίσκεται η αδερφή του Βία (τον ρόλο της αποδίδει με τρυφερότητα η δεκαεξάχρονη Ιζαμπέλα Βίντοβιτς), ένα κορίτσι στην εφηβεία που λατρεύει τον αδερφό της και ενώ συνειδητοποιεί πολλές φορές ότι οι γονείς της στρέφουν όλη τους την προσοχή σ’ εκείνον δίνοντας ελάχιστη σημασία στις δικές της ανάγκες, δεν ένιωσε ποτέ μνησικακία για τον Όγκι. Αναγκασμένη να ζει σε ιδιάζουσες συνθήκες από πολύ μικρή – από τότε δηλαδή που γεννήθηκε ο Όγκι – η Βία αναγκαζόταν να παίρνει αποφάσεις μόνη της, κάτι που την βοήθησε να ωριμάσει πολύ νωρίς. Ήταν πάντα ‘το κοριτσάκι με τη μεγαλύτερη κατανόηση’, όπως της έλεγαν οι γονείς της.

Οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί των Πούλμαν έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στο να μεγαλώσει ο Όγκι σαν ένα φυσιολογικό παιδί. Έχοντας και τη συνεχή, ουσιαστική στήριξη του πατέρα του Νέιτ (ο μάλλον υποτιμημένος Όουεν Ουίλσον είναι εδώ σε πολύ καλή φάση κι έχει εξαιρετική χημεία με τα υπόλοιπα μέλη της κινηματογραφικής του οικογένειας), περιβαλλόταν πάντα από αγάπη και στοργή. Τα δύσκολα αρχίζουν όταν πηγαίνει στο σχολείο, και καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της συναναστροφής με άλλα παιδιά, τα οποία δεν είναι πάντα διατεθειμένα να τον αντιμετωπίσουν φιλικά. Η ζωή στο σχολείο δεν θα είναι εύκολη, ωστόσο μετά από μια σειρά δοκιμασίες, πρακτικές και συναισθηματικές, ο Όγκι θα γίνει όχι μόνο αποδεκτός, αλλά και ιδιαίτερα αγαπητός γι’ αυτό που είναι.

Αφήνοντας χώρο και (κινηματογραφικό) χρόνο τόσο στους κεντρικούς του ήρωες όσο και στους εξίσου σημαντικούς δευτεραγωνιστές του, ο Τσμπόσκι (ο οποίος, σημειωτέον, εκτός από σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι και συγγραφέας) πετυχαίνει και διατηρεί μέχρι το τέλος τις ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα της ταινίας. Βασικό του σημείο αναφοράς είναι βέβαια ο Όγκι και η εξέλιξη της δικής του ιστορίας, ωστόσο ρίχνει το βλέμμα του και σε όλους εκείνους τους χαρακτήρες που συνδέονται μαζί του άμεσα ή έμμεσα και που τον επηρεάζουν ή επηρεάζονται απ’ αυτόν. 

Έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε πώς είναι η καθημερινότητα της Βία και όλα τα θέματα που αντιμετωπίζει – την καλή της φίλη Μιράντα (Ντανιέλ Ρόουζ Ράσελ) που ξαφνικά σταμάτησε να της μιλάει χωρίς λόγο, τον Τζάστιν (Νάτζι Τζέτερ), έναν συμμαθητή της με καλλιτεχνική φύση που της ξυπνάει το ερωτικό συναίσθημα – καθώς επίσης και να γνωρίσουμε καλύτερα τον σχολικό περίγυρο του Όγκι που αποτελείται από τον ελαφρώς εκκεντρικό αλλά καλοσυνάτο και δίκαιο διευθυντή κύριο Κωλαράκη (Μάντι Πατίνκιν), τους καθηγητές, με βασικότερο συμπαραστάτη του Όγκι τον αντισυμβατικό κύριο Μπράουν (Νταβίντ Ντιγκς) και, κυρίως, τους συμμαθητές του: καλοπροαίρετα παιδιά που παραμένουν ανεπηρέαστα από προκαταλήψεις και επιδιώκουν να γίνουν φίλοι του, αλλά και τους αναπόφευκτους νταήδες που τον κοροϊδεύουν και τον προσβάλλουν με κάθε ευκαιρία. 

Τα στιγμιότυπα που αφορούν κάποια από αυτά τα πρόσωπα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς δείχνουν ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τα ζόρια και τα μυστικά του, τα οποία κουβαλάει συνεχώς και πολλές φορές αναγκάζεται να καλύπτει είτε πίσω από μια προσποιητή συμπεριφορά είτε με ψέματα. Ο κακομαθημένος Τζούλιαν (Μπράις Γκέισαρ) που δεν αφήνει τον Όγκι σε χλωρό κλαρί, είναι στην ουσία θύμα της συμπεριφοράς της αυταρχικής και υπερφίαλης μητέρας του. Ο λόγος που η Μιράντα αποφεύγει τη Βία σχετίζεται με ένα δικό της σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα το οποίο σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή είχε προσπαθήσει να καλύψει λέγοντας ψέματα, και στη συνέχεια εγκλωβίστηκε σ’ αυτά και δεν είχε πώς να απαλλαγεί. Ο Τζακ Ουίλ (Νόα Τζουπ), που από την αρχή δείχνει τον καλό και ειλικρινή του χαρακτήρα, πέφτει κι αυτός κάποια στιγμή θύμα των περιστάσεων, βάζοντας σε κίνδυνο τη φιλία του με τον Όγκι. 

Κοντολογίς, όλοι έχουν προβλήματα, όπως και ο Όγκι – η μόνη διαφορά είναι ότι το πρόβλημα του Όγκι είναι προφανές, κι ενώ οι άλλοι μπορούν απλά να κρύβουν ό,τι τους απασχολεί με το να μην αναφέρονται σ’ αυτό, η μόνη λύση που έχει ο Όγκι για να καλύψει το πρόβλημά του είναι να φοράει το αγαπημένο του κράνος του αστροναύτη, και όταν περπατάει στην αυλή του σχολείου και όλοι τον κοιτάζουν και τον σχολιάζουν κοροϊδευτικά, να φαντάζεται ότι γυρίζει από μια διαστημική αποστολή και το πλήθος τον ζητωκραυγάζει. 

«Μπορείς να καταλάβεις πολλά για έναν άνθρωπο από τα παπούτσια του», λέει σε κάποια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Όγκι πάντα κοιτούσε χαμηλά, και παρατηρούσε πράγματα που για τους άλλους ήταν αδιάφορα. Όμως τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού του πάντα ήταν στραμμένα ψηλά – εξ ου και η αγάπη του για το διάστημα. Ο Όγκι βρήκε το θάρρος και βγήκε στην κοινωνία, είδε και την καλή και την άσχημη πλευρά της, μπορεί κάποια στιγμή να απογοητεύτηκε και να έχασε την πίστη του στον εαυτό του και τους ανθρώπους, ωστόσο με υπομονή και επιμονή κατάφερε να επιβληθεί με την προσωπικότητά του αδιαφορώντας για ο,τιδήποτε θα τον κρατούσε δέσμιο των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων.

Το ‘Θαύμα’ είναι μια ταινία που συγκινεί βαθιά σχεδόν από το πρώτο λεπτό, και σε αφήνει με μια γλυκιά αίσθηση αισιοδοξίας. Περνάει τα τόσο σημαντικά και θετικά μηνύματά της διακριτικά και με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να βρει κανείς σημεία ταύτισης, ανεξάρτητα από το αν το θέμα τον αφορά ή όχι, είτε σε προσωπικό είτε σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 28 Δεκεμβρίου. Το ομώνυμο βιβλίο της Ρ. Τζ. Παλάσιο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. 



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2018
http://diastixo.gr/allestexnes/kinimatografos/8781-wonder

3 January 2018

Λιάνα Σακελλίου: Όπου φυσά γλυκά η αύρα

Νύχτα σε νησί, με τον αέρα να βουίζει πάνω από μια έρημη ακτή, κι ένα αμυδρό φως να δημιουργεί έναν αχνό φωτεινό κύκλο, μέσα στον οποίο ίσα που διακρίνονται ανθρώπινες, φασματικές μορφές. Αυτή η εικόνα μου ήρθε στο μυαλό μόλις έπιασα στα χέρια μου την ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου Όπου φυσά γλυκά η αύρα και άρχισα να διαβάζω τα εξαιρετικά και πολύ ιδιαίτερα αφηγηματικά ποιήματά της. Και ήταν μια εικόνα που με ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, ακόμα και όταν έφτασα στο τέλος. Ο κόσμος των ποιημάτων της είναι μαγευτικός και ταυτόχρονα τόσο αληθινός και οικείος. Αν έχεις μνήμες από νησί, γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικός. Αλλά και αν δεν έχεις, η ποιήτρια, όντας και η ίδια μέρος αυτού του κόσμου, σε κάνει κοινωνό του με τρόπο μαγικό και σου τον συστήνει με αμεσότητα, συγκίνηση και νοσταλγία.

Στο ποίημά του On the grasshopper and cricket, ο Τζον Κιτς λέει, The Poetry of earth is never dead (Η ποίηση της γης δεν πεθαίνει ποτέ). Παραφράζοντας λίγο τον στίχο, θα έλεγα, η ποίηση που αναδύεται από έναν τόπο δεν πεθαίνει ποτέ. Η ποίηση που αφορά ανθρώπους που πέρασαν από έναν τόπο και άφησαν το στίγμα τους είτε μέσα από μαρτυρίες είτε από αντικείμενα ή γεγονότα που είχαν μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία, αυτή η ποίηση με τον διαχρονικό και ενίοτε ιστορικό της χαρακτήρα, μένει πάντα ζωντανή.

Ο τόπος χαρακτηρίζεται από τους ανθρώπους του, αποκτά υπόσταση και ζωή μέσα από την καθημερινότητά τους, τις περιπέτειές τους, τις δημιουργίες τους. Οι άνθρωποι αφήνουν το αποτύπωμά τους που μένει ανεξίτηλο, και κάθε νέα γενιά, κάθε νέα εποχή, προσθέτει και κάτι δικό της και μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, σχηματίζεται ο χάρτης των ανθρώπων που έζησαν κατά καιρούς σε ένα μέρος, διαμορφώνοντας την ανθρωπογεωγραφία τους, με τα ήθη, τα έθιμα, όλα τα χαρακτηριστικά της.

Η ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου Όπου φυσά γλυκά η αύρα, είναι εμπνευσμένη από τον Πόρο, εστιασμένη στο νησί και θεματολογικά αφιερωμένη σ’ αυτό. Μέσα από τα θεματικά ποιήματά της, που όλα γυρίζουν πίσω σε άλλες εποχές, ανασυντίθεται μια μεγάλη και πολυσύνθετη τοιχογραφία ανθρώπων, ηθών, γεγονότων.

Ο εύηχος και ατμοσφαιρικός τίτλος της συλλογής ακούγεται σαν τραγούδισμα, είναι σαν να σε τυλίγει όντως με την αύρα και τους θαλασσινούς ήχους του όμορφου νησιού, του συνδυασμένου για την ποιήτρια με μνήμες, μαρτυρίες, προσωπικές υποσχέσεις. Η εικόνα στο εξώφυλλο, η φωτογραφία της Elena Sheehan που δείχνει ένα λευκό καλό φόρεμα (ίσως νυφικό;) μέσα σε ζελατίνα, αντιπροσωπεύει όλες αυτές τις αναμνήσεις, τις πολύτιμες και μοναδικές, που όλοι μας έχουμε και πρέπει να διαφυλάσσονται και να μένουν κλεισμένες κάπου μέσα μας σαν σημείο αναφοράς. Ή απλά για να μας συνδέουν με το παρελθόν, με τόπους και οικείους ανθρώπους που αγαπήσαμε, αλλά και που γνωρίσαμε μέσα από το έργο τους ή από αφηγήσεις άλλων και δικές τους μαρτυρίες.

Το εξώφυλλο είναι ασπρόμαυρο, σαν τις παλιές φωτογραφίες. Όλοι μας έχουμε παλιές φωτογραφίες, που πολλές φορές απεικονίζουν πρόσωπα που δεν τα ξέρουμε, προγόνους μακρινούς. Κοιτάζοντάς τις, είναι σαν να συνδεόμαστε με το παρελθόν, με τις ρίζες μας. Διαβάζοντας τα ποιήματα της Λιάνας Σακελλίου, είναι σαν να ξεφυλλίζουμε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Και βλέποντάς τις μία μία, μαθαίνουμε τις γοητευτικές ιστορίες τους.

Ο χρόνος επιτέλους δικός μας.
Ακούω με προσοχή τις ιστορίες των άλλων.
Γύρω μας ερημιά.
(Εις Άδου κάθοδος)

Η ποιήτρια ακούει τις ιστορίες, τις αφουγκράζεται και τις μετουσιώνει σε  ποίηση. Ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι μικρά αφηγήματα, ή εικόνες μέσα σ’ ένα φωτογραφικό λεύκωμα, βρίσκουν όμως μια ιδανική έκφραση μέσα από τον ποιητικό λόγο, παίρνουν μια άλλη διάσταση – απευθύνονται στο συναίσθημα του αναγνώστη, τον ωθούν να ανατρέξει σε δικές του ανάλογες αναμνήσεις και παραστάσεις.

Οι ήρωές της, άλλοτε καθημερινοί και άλλοτε εξέχοντες, κάποιοι συγγενικά της πρόσωπα, έχουν εξίσου ουσιαστικό ρόλο. Δίνεται η ίδια συναισθηματική βαρύτητα και στον ζωγράφο που:

βάφει την κρήνη, τα κελιά
σαν ιταλική αγροικία κυανά,
στη σκεπή ρίχνει την πρασινάδα
τριανταφυλλένια η κόρη
ο άγγελος μαβής με λύρα
και όσο διαρκεί η μουσική
ανοίγει τον κρίνο
η πηγή
(Ο Παρθένης επισκέπτεται το μοναστήρι)

Αλλά και στον μετανάστη που μας αφηγείται την πολυτάραχη ιστορία της ζωής του:

Ταξίδεψα πίσω στον Νέο Κόσμο.
Δεν περιπλανήθηκα.
Στο ίδιο μέρος ταβερνιάρης.
Έγινα στοιχειό
και κανείς δεν μ’ έβλεπε
για να με σώσει.
(Με θέα τη θάλασσα)

Ο λόγος της Λιάνας Σακελλίου είναι απλός και στιβαρός, λυρικός και συνάμα ρωμαλέος. Τα ποιήματά της είναι πλημμυρισμένα από συναισθήματα που όμως διοχετεύονται με έναν τρόπο κάθε άλλο παρά τυπικό ή αναμενόμενο. Είναι ποιήματα που και αξίζει και επιβάλλεται να διαβαστούν πολλές φορές, καθώς η κάθε καινούρια ανάγνωση μπορεί να φέρει στην επιφάνεια μια νέα λεπτομέρεια, μια νέα αναφορά, να δημιουργήσει μια καινούρια εικόνα, να φωτίσει μια άλλη οπτική γωνία. Η ποιήτρια αγαπάει τον τόπο για τον οποίο γράφει, αγαπάει τους ανθρώπους που σχετίζονται με αυτόν, και με την ίδια αγάπη περιβάλλει και τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να κάνει τις περιγραφές της. Και δημιουργεί με τις λέξεις αυτές συνθέσεις με υψηλή αισθητική και ποιητική αξία. Διαθέτει την ευθύτητα και τον άμεσο συμβολισμό του Τ. Σ. Έλιοτ, συνδυάζοντας την περιγραφικότητα με την αλληγορία:

Τι είναι λοιπόν το σπίτι αυτό;
Τα νούφαρα στη στέρνα
τόσο κοντά, τόσο κοντά στη θάλασσα;
Και τόση άμμος
και τόσα ονόματα
έχει μια σκάλα
ένα λυχνάρι
κι εξαρτάται από τηλέφωνα
η άφιξή της;
(Γαλήνη – Ο τελευταίος πορθμός)

Το μεσογειακό στοιχείο είναι έντονο, καθώς και οι επιρροές από τη Δύση. Όλα τα επιμέρους στοιχεία εναρμονίζονται τέλεια και εναλλάσσονται στους στίχους και τις στροφές αποτυπώνοντας εικόνες, συναισθήματα, αναπολήσεις, όνειρα, κυριολεκτικά και νοερά ταξίδια. Συχνά η φύση επιστρατεύεται για να παραλληλιστεί με τις εσωτερικές, και όχι μόνο, αναζητήσεις του ανθρώπου:

Αντί για την πόλη
ζω ελεύθερος στα κωνοφόρα.
Κι όπως οι αφηγήσεις
καταλήγουν σε συμπέρασμα,
έχουν ένα νόημα,
βραδιάζει
και φτάνω κάτω από το φύλλωμα
στον βυθό.
(Παλάτια)

Η ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε έξι ενότητες με πολύ χαρακτηριστικούς για το περιεχόμενο και με δυνατούς συμβολισμούς τίτλους: Το Αθάνατο Νερό, Πηγές, Χρώματα Εμπιστοσύνης, Με Θέα Τη Θάλασσα, Παλάτια, Εργόχειρο Ιδιωτικής Αξίας. Διαβάζοντας τα ποιήματα, ακόμα κι αν δεν έχεις επισκεφθεί το νησί του Πόρου, βλέπεις μπροστά σου τα μέρη, τα σπίτια, την εξοχή. Τα αρώματα του λεμονοδάσους ενώνονται με την αύρα της θάλασσας και δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηριακή, μια μυσταγωγία στην οποία συμμετέχεις με όλες σου τις αισθήσεις. Η ομορφιά του τόπου και η γοητεία των ανθρώπων του αποτελούν ένα πρώτης τάξεως υλικό, που συχνά γίνεται πηγή έμπνευσης και δημιουργίας:

Τα ρόδια μας έγιναν πίνακες
(Το μοίρασμα των καρπών)

Είναι και τα ποιήματα ζωντανοί πίνακες ζωγραφικής, υπέροχες ελαιογραφίες – μια σειρά από απεικονίσεις προσώπων και περιστατικών. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετά ποιήματα η θεματολογία έχει να κάνει με τη ζωγραφική. Μαζί με τη θάλασσα και το υδάτινο στοιχείο γενικότερα, είναι από τα θέματα που συναντάμε πιο συχνά στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή.

Άλλοτε πάλι, οι πρωταγωνιστές θυμίζουν τους καλυμμένους με λάβα κατοίκους της Πομπηίας. Σαν tableaux vivants, ίσως και μέρη σκηνικών που έχουν παγώσει στον χρόνο. Κλεισμένα μέσα στον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής ή απεικονισμένα στον καμβά ή το χαρτί, κέρδισαν μια θέση στην αθανασία. Σαν σκόρπιες σελίδες ενός παλιού ημερολογίου, που ανακαλύπτεις κρυμμένο σε μια σοφίτα, με χωμένα ανάμεσα στα φύλλα του ξεραμένα λουλούδια και μικρά ενθύμια – μικρά αλλά τόσο πολύτιμα. Πρόσωπα περνούν πίσω από τα παραπετάσματα που ανεμίζουν στα ανοιχτά παράθυρα. Έρχονται στο μυαλό εικόνες που έχουμε δει σε καρτ-ποστάλ ή σε ταινίες εποχής. Φθινοπωρινές βόλτες σε παραλίες με τον αέρα να αναταράζει την άμμο, περιπλανώμενοι θίασοι τσίρκων με παλαιστές, ακροβάτες, θαυματοποιούς.

[…] γλαδιόλες, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα
κι η παραλία με κόσμο, άρματα
και ορχήστρες και κατεβάζαμε
καρέκλες απ’ τα σπίτια και να!
η ευωδιαστή παρέλαση
(Ανθεστήρια)

Και παρακάτω στο ίδιο ποίημα, η ομορφιά, η ευαισθησία, η συγκίνηση κυριαρχούν:

Τα κύματα μπερδεύεις με τον ουρανό –
Χειμώνας ήδη, παίζεις με τα χρωματιστά
μολύβια και με ρωτάς, πετάω ή κολυμπώ;
Φτιάχνεις ξανά το δρόμο, σου απαντώ,
με τ’ άνθη.

Άλλοτε οι εικόνες ξεφεύγουν, γίνονται ονειρικές ή ακόμα και οραματικές:

Τον ζωγράφο συνοδεύουν πλάσματα του βυθού
Και τα μαλλιά του πράσινα μακραίνουν
(Merci pour le beau séjour)

Άλλοτε πάλι, με άλλες αφορμές, οι στίχοι γίνονται εσωτερικές εξομολογήσεις:

Έχεις το θάρρος να μετρήσεις τώρα
τους ανθρώπους που αγάπησες;
(Το βιβλίο επισκεπτών της)

Ενώ μέσα από μια θαλασσινή εικόνα, η αλληγορία και η πικρή διαπίστωση ταυτίζονται οριστικά και αμετάκλητα:

Ο βυθός έχει αλλάξει.
Αυτά έχουν πια χαθεί.
(Στιλπνό)

Ωστόσο όλα καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή:

Πρόσωπα εναλλασσόμενα αφηγούνται κουβέντες
που έγιναν στο ίδιο μέρος από ανθρώπους που έχουν φύγει.
(Cadenza)

Και κάπως έτσι, ‘όπως φυσά γλυκά η αύρα’ στον Αργοσαρωνικό, φέρνοντας τις μυρωδιές από άλλες εποχές και τις μνήμες από ανθρώπους των οποίων η προσωπική, ιδιαίτερη αύρα πλανιέται ακόμα στο νησί, κλείνει ένα ταξίδι νοερό μεν αλλά τόσο ζωηρά παρουσιασμένο. Η Αρτσία, η Κάρμεν, ο Σκαρλάτος, ο Παρθένης, ο Σπυρίδων, η Ειρήνη, η Ματίνα, η Νίνα, δεν άφησαν ποτέ τον τόπο αυτόν. Εξακολουθούν να περιφέρονται σαν άυλες μορφές στα μέρη όπου έζησαν και τα οποία είναι φορτισμένα με την παρουσία και την ανάμνησή τους.

Έχοντας όλοι και όλα σαν οριστική επισφράγιση τη μητέρα, που είναι, στην ουσία, η ίδια η ζωή:

Στην Ανατολή βρήκα χαλιά με το
Δέντρο της Ζωής υφασμένο μέσα τους.
Ήταν μηλιά εκείνο.
Είχε στρογγυλούς κόκκινους καρπούς.

Κάτω απ’ το παχύ φύλλωμά του
Βρισκόταν πάντα η μητέρα μου.
(Το Δέντρο της Ζωής)


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/8751-opou-fisa-glika-i-avra