31 March 2017

Βασίλης Κουτσιαρής & Γιάννης Διακομανώλης: Χιονισμένη Πλατεία


Έχει πάντα επιπρόσθετο ενδιαφέρον όταν ένας συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας είναι παράλληλα και εκπαιδευτικός και καταπιάνεται με θέματα που αφορούν άμεσα τα παιδιά αλλά και την οικογένεια, κατ’ επέκταση. Χάρις στο αντικείμενο της δουλειάς του, δε μπορεί παρά να γνωρίζει από πρώτο χέρι πολλές εκφάνσεις της συμπεριφοράς του παιδιού, αλλά και να είναι σε θέση να κατανοεί από μέσα ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που μπορεί να την επηρεάζουν ή ακόμα και να την κατευθύνουν.

Ο Βασίλης Κουτσιαρής και ο Γιάννης Διακομανώλης, εκπαιδευτικοί και οι δύο, συνυπογράφουν το βιβλίο με τον ατμοσφαιρικό τίτλο «Χιονισμένη Πλατεία» ο οποίος λειτουργεί σαν ένα σημαινόμενο με πολύ περισσότερες έννοιες και ερμηνείες. Ο μικρός ήρωάς τους, ο Αντρέας, έχει μια ασύστολη επιρρέπεια στο ψέμα – λέει καθημερινά ψέματα χωρίς, φαινομενικά, να έχει λόγο, για να αποφύγει κάτι ή απλά για να δημιουργήσει κατάσταση, να γελάσει εις βάρος των φίλων του και να προκαλέσει προβλήματα στους γονείς του με το φιλικό και ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον.

Η αιτία που υποκινεί αυτή τη συμπεριφορά δεν είναι σαφής, γιατί ο ίδιος έχει επιλέξει να μην είναι ειλικρινής με τους γονείς του κι έτσι προτιμά να ζει μέσα στην αμφιβολία αντί να κάνει μια συζήτηση που θα ξεκαθάριζε τα πάντα. Με άλλα λόγια, η ανασφάλειά του τον οδηγεί σε μία υποκριτική στάση η οποία αναπόφευκτα τον ωθεί στο να αρχίσει να λέει ψέματα με μεγάλη ευκολία. Διατηρεί έτσι έναν ιδιότυπο έλεγχο στο περιβάλλον του, ακόμα και στους φίλους του, καθώς με τον τρόπο αυτό χειρίζεται τους πάντες, οδηγώντας τους με μαθηματική ακρίβεια σε λάθος συμπεράσματα και εμπλέκοντάς τους σε δύσκολες καταστάσεις που προξενούν άλλα, μεγαλύτερα προβλήματα.

Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβει μέσα του ένα ψέμα, και πόσο παραπλανητική μπορεί να είναι η αλήθεια; Και τα δύο ισχύουν – άλλωστε πρόκειται για έννοιες που δεν διαχωρίζονται πάντα με την ίδια ευκολία, και ενδέχεται κάποιες φορές να ταυτίζονται. Όταν, ας πούμε, ένα παιδί λέει ένα ψέμα, μπορεί και εν μέρει να το πιστεύει για κάτι αληθινό. Από την άλλη, αυτό που βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια μπορεί και να μην είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται. Δεν είναι επομένως και τόσο απλό το να δείξει κανείς σε ένα παιδί ότι το να λέει ψέματα δεν είναι σωστό. Πόσο συχνά άλλωστε δεν καταφεύγουμε όλοι σε μικρά, «λευκά» ψέματα, ή και σε κατά συνθήκην ψέματα, μέσα στην καθημερινότητά μας. Επομένως το να κάνεις ένα παιδί να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα ανώδυνα ψέματα κι εκείνα που μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες, δεν είναι μια ιδιαίτερα εύκολη διαδικασία.

Ο Αντρέας καταφεύγει σε ψέματα της δεύτερης κατηγορίας – και του είναι αδύνατο να σταματήσει να τα λέει. Οι γονείς του, για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, επιλέγουν έναν τρόπο με αμφίβολη αποτελεσματικότητα, ο οποίος επιπλέον επιστρατεύει μέσα τα οποία, με τη σειρά τους, δεν είναι και τόσο έντιμα και, επιπλέον, εμπεριέχουν το στοιχείο της παραπλάνησης. Μ’ αυτή την έννοια, η μέθοδος της αντιμετώπισης της προβληματικής συμπεριφοράς του παιδιού είναι, οριακά, εξίσου προβληματική, καθώς βασίζεται σε κάτι μη αληθινό και ενίοτε ψευδαισθητικό. Τίποτα τελικά δεν έχει μόνο μία πλευρά – ακόμα και η χιονισμένη πλατεία έχει διττή υπόσταση: είναι και αληθινή και μη πραγματική – συμβολική. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο ο ρόλος της είναι καταλυτικός.

Δεν επεκτείνομαι σε περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά την υπόθεση, γιατί οι συγγραφείς έχουν εντάξει στην πλοκή ένα εύρημα ιδιαίτερα πρωτότυπο και καίριο, πάνω στο οποίο στηρίζεται η εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό που μπορώ να πω, ωστόσο, είναι ότι ο τρόπος που χειρίζονται το θέμα τους είναι πολύ ακριβής και το τέχνασμα αυτό της πλοκής λειτουργεί αποτελεσματικά και με απόλυτη επιτυχία. Δανειζόμενοι στοιχεία από κινηματογραφικές ταινίες αλλά και την τρέχουσα πραγματικότητα, δημιουργούν ένα σύγχρονο παραμύθι με πολλά επίπεδα και προεκτάσεις, που κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον, ενώ χάρις στη δομή της αφήγησης, με τις αναδρομές στο παρελθόν να παρεμβάλλονται στη ροή της εξιστόρησης, καταφέρνουν να κρατήσουν ανυποψίαστο τον αναγνώστη του βιβλίου για την ανατροπή που του επιφυλάσσουν.

Η πολύ όμορφη εικονογράφηση της Σάντρας Ελευθερίου ζωντανεύει χαρακτηριστικές σκηνές από την ιστορία, με τις ασπρόμαυρες εικόνες να υπαινίσσονται διακριτικά την υπερσκέλιση του αληθινού από το μη πραγματικό, και το αντίστροφο. Το βιβλίο συμπληρώνει ένα κατατοπιστικό σημείωμα της ψυχολόγου Μαρίας Δρόσου σχετικά με τα ψέματα στην παιδική ηλικία και την αντιμετώπισή τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/6734-xionismeni-plateia

30 March 2017

Η δική μου Δάφνη


Δεν είναι πολλά αυτά που θα ήθελα πραγματικά να θυμάμαι από τα χρόνια του σχολείου στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, ωστόσο εκείνο που μάλλον δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ είναι το ίδιο το σχολικό κτίριο - ένα αχανές και φουτουριστικό για την εποχή του συγκρότημα χτισμένο στο λόφο κάτω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ακριβώς στα σύνορα Δάφνης και Νέου Κόσμου.

Το τεράστιο αυτό κτιριακό συγκρότημα, που όλοι το ήξεραν τότε σαν 'τα σχολεία της Δάφνης' ακριβώς γιατί ήταν πάνω στα σύνορα των δήμων, ήταν σχεδιασμένο με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και στέγαζε τότε τρία σχολεία. Ένα απ' αυτά ήταν και το δικό μου, το 43ο Γυμνάσιο-Λύκειο Αθηνών, η είσοδος του οποίου βρισκόταν στην κορυφή σχεδόν της ανηφόρας η οποία οδηγούσε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και που έφερε τη μυθιστορηματική ονομασία 'οδός Ασπρογέρακα' - το καθημερινό ανέβασμα αυτής της ανηφόρας μάς φαινόταν κανονικός Γολγοθάς.

Χτισμένο στη θέση ενός γηπέδου που ανήκε στις ομάδες Φοίβος και Θρίαμβος του Νέου Κόσμου, ήταν αρχικά Γυμνάσιο Θηλέων προτού μετατραπεί σε Ενιαίο Λύκειο με την κατάργηση του διαχωρισμού των σχολείων σε αρρένων και θηλέων στα τέλη της δεκαετίας του '70. Είχε μια εξαιρετικά περίπλοκη και δαιδαλώδη αρχιτεκτονική -  γεμάτο διαδρόμους και σκάλες που οδηγούσαν σε άλλες πτέρυγες, στις περισσότερες από τις οποίες η είσοδος φραζόταν αποθαρρυντικά με κάτι πανύψηλες καγκελόπορτες πίσω από τις οποίες έβλεπες σκάλες που κατέβαιναν σε άγνωστα υπόγεια, άλλους διαδρόμους που έβγαζαν σε αίθουσες που δεν χρησιμοποιούνταν ποτέ. Υπήρχε και μία τέτοια πόρτα που συνέδεε το δικό μας σχολείο με ένα από τα άλλα δύο, το 3ο Γυμνάσιο Δάφνης, και άνοιγε ένα Σαββατοκύριακο το χρόνο, ώστε να έχουμε κι εμείς πρόσβαση στην αίθουσα εκδηλώσεων του άλλου σχολείου όπου παραδοσιακά γινόταν το ετήσιο Πολιτιστικό Διήμερο - συνήθως μια θεατρική παράσταση την πρώτη μέρα, και μουσιοκοχορευτική εκδήλωση τη δεύτερη.


Ήταν κατασκευασμένο σε διάφορα επίπεδα τα οποία συχνά διασταυρώνονταν μεταξύ τους. Για να πας σε ορισμένες αίθουσες έπρεπε να κατεβείς μία και δύο σκάλες, κι ενώ τυπικά κατέβαινες στο υπόγειο, στην ουσία ήταν κάτι σαν δεύτερο ισόγειο, αφού δίπλα ακριβώς από τις αίθουσες υπήρχε ένας διάδρομος με κάγκελο αντί για τοίχο κι ένα στενόμακρο παρτέρι κατά μήκος του απ' έξω, στην οδό Γράμμου, τον δρόμο που κατέβαινε από την πάνω πλευρά. Οι υπόλοιπες αίθουσες ήταν μοιρασμένες σε ορόφους με μπαλκόνια, ενώ πέρα από τις άπειρες πτέρυγες του συνόλου του συγκροτήματος, το δικό μας σχολείο είχε κι αυτό δύο πτέρυγες: η κάτω πτέρυγα στέγαζε το Λύκειο και μέρος του Γυμνασίου και η πάνω το υπόλοιπο Γυμνάσιο. Οι πτέρυγες αυτές ενώνονταν μεταξύ τους με ένα είδος γαλαρίας πάνω στην οποία ήταν το γραφείο των καθηγητών, το Χημείο (για την ακρίβεια, η αίθουσα που χρησιμοποιούνταν σαν Χημείο, γιατί το πραγματικό Χημείο, η πραγματική αίθουσα δηλαδή που προοριζόταν για Χημείο με βάση τα κατασκευαστικά σχέδια του κτιρίου, παρέμενε κλειστή) και μία-δύο αίθουσες ακόμα. Η κάθε αυλή (τις οποίες λέγαμε 'η πάνω' και 'η κάτω' αυλή) είχε το δικό της γυμναστήριο -  ήταν δύο μεγάλες αίθουσες με διαλυμένα στρώματα και ξεχαρβαλωμένα όργανα γυμναστικής, ενώ και στις δύο υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σε μια σκάλα η οποία με τη σειρά της οδηγούσε σε μία κλειδωμένη πόρτα - λογικά πίσω απ' αυτή την πόρτα ήταν το κανονικό αποδυτήριο, αλλά εμείς χρησιμοποιούσαμε γι' αυτή τη δουλειά τις ίδιες τις σκάλες.

Από ένα σημείο των μπαλκονιών της κάτω πτέρυγας φαινόταν μια τρίτη αυλή που δεν έμοιαζε με τις άλλες δύο, καθώς είχε γύρω γύρω σκαλοπάτια που κατέβαιναν σε χαμηλότερο επίπεδο. Αν και υπήρχαν  αίθουσες και διάδρομοι που έβλεπαν σ' αυτήν, δεν υπήρχε πρόσβαση καθώς κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα συναντούσες μια καγκελόπορτα που θα σου έκλεινε το δρόμο. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για αυλή, αλλά πισίνα, εξ ου και τα σκαλιά -  είπαμε... το κτίριο είχε ευρωπαϊκές προδιαγραφές... Φυσικά δεν είχε ποτέ την τύχη να τη γεμίσουν με νερό κι ευτυχώς δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως πισίνα.

Υπήρχε και μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα κοντά στην είσοδο του κτιρίου η οποία αποτελούσε ένα από τα πάμπολλα άλυτα μυστήρια της εποχής, ως τη στιγμή που ένας καθηγητής μας ανακοίνωσε πως θα μας πήγαινε στις 'Σεϋχέλλες' και άνοιξε αυτή ακριβώς την πόρτα για να μας δείξει τι κρυβόταν από πίσω - όχι φυσικά κάποιος τροπικός παράδεισος με φοινικόδεντρα, αλλά ένα σκονισμένο και ημισκότεινο χάος από σακιά γεμάτα παλιά διαγωνίσματα και εκθέσεις, κιβώτια με άλλα χαρτιά, παλιές καρέκλες και θρανία, μικρότερες πόρτες και άλλους διαδρόμους. Από τότε η ονομασία 'Σεϋχέλλες' ακολουθούσε αυτό το κομμάτι του κτιρίου μέχρι που η δική μου τάξη τέλειωσε το Λύκειο και ακολούθησε άλλους δρόμους, λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστικούς από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του σχολικού συγκροτήματος.

Για καιρό η Δάφνη ήταν συνυφασμένη στο μυαλό μου με τα χρόνια του σχολείου, και μάλλον εξαιτίας αυτής της ταύτισης δεν ενδιαφέρθηκα περισσότερο γι' αυτή την περιοχή, κι ακόμα λιγότερο όταν βρέθηκα στα Νότια προάστια, φαινομενικά αρκετά μακριά από κει. Για καμιά δεκαετία περίπου συνέχισε να είναι συνδεδεμένη αποκλειστικά μ' αυτό το κομμάτι, ώσπου κάποια στιγμή μπήκε ξανά στη ζωή μου, αυτή τη φορά με το τρένο - για την ακρίβεια με το μετρό, αφού ήταν ο πιο κοντινός σταθμός στην περιοχή μου, και άρχισε ν' αποτελεί αν όχι απαραίτητο, τουλάχιστον σημαντικό σημείο αναφοράς στις διαδρομές μου προς το κέντρο.


Το γκρίζο, άχαρο και πολλές φορές μελαγχολικό της τοπίο, που τα μεσημέρια του καλοκαιριού έβραζε από τη ζέστη και τα χειμωνιάτικα απογεύματα έμοιαζε με ασπρόμαυρη βουβή ταινία, είναι τώρα γεμάτο ζωή, χρώμα και έντονες εικόνες. Ο σταθμός της Δάφνης, με την αποβάθρα του κάτω από την πλατεία Καλογήρων, συγκεντρώνει έναν πολύ μεγάλο όγκο επιβατών καθημερινά, ενώ τα τελευταία χρόνια αποτελεί το τέρμα δώδεκα με δεκαπέντε λεωφορειακών γραμμών και διερχόμενο σταθμό πολλών ακόμα. Η πλατεία, χωρισμένη σε δύο τμήματα, δεξιά κι αριστερά της κεντρικής οδού, είναι ένα από τα πιο κεντρικά σημεία των νοτίων προαστίων, ένα μεγάλο σταυροδρόμι όπου συναντιούνται λεωφόροι, δρόμοι και παράδρομοι από όλες τις κοντινές περιοχές. Σε πολύ κοντινή απόσταση, ο Υμηττός επιβάλλει την παρουσία του στην περιοχή, χαρίζοντάς της παράλληλα λίγη από τη δροσιά του τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.

Το όνομα της πλατείας προήλθε από την ομώνυμη περιοχή στην οποία ανήκει, αλλά δεν έχει σχέση, όπως ίσως φαντάζεται κανείς με μοναστήρι. Στην περιοχή ζούσαν τέσσερα αδέλφια με μεγάλη περιουσία - τους ανήκε μια αρκετά μεγάλη έκταση - αλλά παρά την οικονομική τους επιφάνεια, έμειναν ανύπαντροι ως το τέλος της ζωής τους, απομονωμένοι σ' ένα μοναχικό σπίτι, αφού τότε η περιοχή ήταν πολύ αραιοκατοικημένη, σχεδόν ερημική. Οι κάτοικοι του Μπραχαμίου που τους ήξεραν, τους έλεγαν 'οι καλόγεροι'.


Ο σταθμός, παρ' όλο που μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ήταν ο τερματικός της γραμμής, είναι σχετικά μικρός - ωστόσο κρύβει μια πολύ ιδιαίτερη πτυχή. Στο πρώτο επίπεδο, μια εκτενής μακέτα προστατευμένη με τζάμι και μια βιτρίνα που καλύπτει σχεδόν έναν τοίχο προβάλλουν τα ευρήματα της ανασκαφής που έγινε κατά την κατασκευή του σταθμού, και τα οποία όχι μόνο μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπων εκεί από τα αρχαία χρόνια, αλλά και την ιστορική απόδειξη ότι η Δάφνη είναι από τους πιο αρχαίους κατοικημένους δήμους της Αττικής: τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά ακόμα χρόνια. Τμήματα από αγροικίες, τείχη, πηγάδια, αγγεία, μικροαντικείμενα καθημερινής οικιακής χρήσης και η βόρεια πλευρά της κοίτης ενός ρέματος αποτελούν τα πιο σημαντικά ευρήματα της ανασκαφής.

Στη θέση που βρίσκεται η Δάφνη, πάνω σε τμήμα της αρχαίας οδού Αθηνών - Σουνίου, βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Αλωπεκής, τόπος καταγωγής του Σωκράτη και του Αριστείδη του Δίκαιου. Η περιοχή είναι περιτριγυρισμένη από τους λόφους του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού, του Αγίου Γεωργίου και της Ζωοδόχου Πηγής, έχοντας άνοιγμα προς τη θάλασσα από τη μεριά του Φαλήρου, στα νότια. Μέχρι τη δεκαετία του '50, οπότε πήρε το σημερινό όνομά της πιθανότατα εμπνευσμένο από τις δάφνες που υπήρχαν τότε στην περιοχή, ονομαζόταν Κατσιπόδι - μια ονομασία για την οποία δίνονται διάφορες ερμηνείες. Οι πιο τυπικές κάνουν λόγο για μεσαιωνική τοπωνυμία που παραπέμπει είτε στα κτήματα της οικογένειας Κατσιπόδη ή στον Κατσίμπεη, διοικητή της περιοχής την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ωστόσο λαϊκές μαρτυρίες δίνουν μια διαφορετική εκδοχή: επειδή οι βοσκοί πήγαιναν εκεί τα ζώα τους για να πιουν νερό στα πηγάδια της περιοχής, οι κάτοικοι έβρισκαν συχνά πατήματα κυρίως από κατσίκες, κι έλεγαν 'της κατσίκας το πόδι' κι έτσι προέκυψε το όνομα Κατσιπόδι. Όπως για τις περισσότερες ονομασίες περιοχών της Αθήνας που συνδέονται με κάτι, μπορεί να ισχύουν όλα τα παραπάνω ή κανένα απ' αυτά. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία της πόλης - όλα αυτά τα μυστικά που κρύβει και που θέλει ή δεν θέλει να ανακαλύψεις.

Μια διαδρομή που κάνω συχνά είναι αυτή από τα νότια προς την περιοχή κοντά στον Άγιο Ιωάννη στη Βουλιαγμένης, που λέγεται Πυριτιδαποθήκη του Μετς - προφανώς κατάλοιπο και ανάμνηση πολεμικών εποχών. Η διαδρομή αυτή, αποκλειστικά πάνω σε λεωφόρους, καλύπτει ένα χαρακτηριστικό μέρος του Μπραχαμίου και της Δάφνης και, παρά τη σχετικά μικρή έκτασή της, περιλαμβάνει εναλλαγές τοπίων που συνήθως συναντά κανείς σε εθνικές οδούς: μια χαράδρα με το ρέμα, σπίτια χτισμένα ακριβώς πάνω στην κοίτη, παλιές σκάλες και δρομάκια, τμήματα με γιαπιά και παλιές πολυκατοικίες στο βάθος, σχολεία, πάρκα, πυκνοχτισμένα κομμάτια, στενούς παράδρομους που σου επιτρέπουν να ρίξεις μια κλεφτή ματιά σε αυλές άλλων εποχών, μια ψαραγορά πάνω σε κατηφορικό πλακόστρωτο που λες και βγήκε από παλιά γκραβούρα, νεότερα κτίρια στη σειρά, και φτάνοντας κάπου στον τελικό προορισμό μου, ο Άγιος Ιωάννης με το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Πλανά.


Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη είναι χτισμένη πάνω στην πλατεία όπου τώρα βρίσκεται και ο σταθμός του μετρό. Ακριβώς απέναντι από την είσοδό της βρίσκεται ένας σχεδόν κατακόρυφος λόφος με πολύ και πυκνό πράσινο, που τόσο το κόψιμο όσο και το μέγεθός του δημιουργεί την εντύπωση ότι δε βρίσκεται στην καρδιά της πόλης αλλά κάπου μακριά στην εξοχή. Η αρχική εκκλησία, που ανήκε στο μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Κυνηγού Υμηττού, χτίστηκε τον 15ο αιώνα, μια εποχή κατά την οποία όλη η γύρω περιοχή ήταν ακατοίκητη και γύρω από τον ναό υπήρχαν μόνο εκτάσεις με χωράφια. Γι' αυτό και ο ναός ονομαζόταν Άγιος Ιωάννης του Αγρού, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία βρισκόταν εκεί κοντά ένα καφενείο όπου συγκεντρώνονταν οι κυνηγοί που σύχναζαν στην περιοχή, και το έλεγαν 'Καφενείο των Κυνηγών'. Από κει πήρε το νέο προσωνύμιό του ο ναός και λέγεται μέχρι σήμερα Άγιος Ιωάννης Κυνηγός.

Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού που είχε ήδη ξεκινήσει με την έλευση των προσφύγων από τη Μικρασία αλλά και τη γενικότερη ανάπτυξη της περιοχής, επέτειναν την ανάγκη για την καλύτερη οικοδόμηση της περιοχής και την ύπαρξη μεγαλύτερης εκκλησίας. Ξεκίνησε τότε η κατασκευή της νέας εκκλησίας και ο σχεδιασμός της λεωφόρου Βουλιαγμένης.  Λέγεται μάλιστα ότι τα σκαπτικά μηχανήματα που άνοιγαν το δρόμο, πάθαιναν ζημιά ή έσβηναν όποτε επιχειρούσαν να κατεδαφίσουν τον παλιό ναό, από τον οποίο διασώθηκε τελικά μόνο το Άγιο Βήμα που θεωρείται πλέον επίσημα βυζαντινό μνημείο και φυλάσσεται αυτούσιο σε ειδική κρύπτη πίσω από την εκκλησία, πάνω στη λεωφόρο Βουλιαγμένης και δίπλα στην προτομή του Αγίου Νικολάου του Πλανά, ο οποίος ήταν ο πρώτος εφημέριος τον καιρό που ο ναός έγινε ενοριακός.


ΠΗΓΕΣ:
Αττικό Μετρό
43ο Γυνμνάσιο Αθηνών
Δήμος Δάφνης
Γιάννης Καιροφύλας: “Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων”, Εκδόσεις Φιλιππότη 1995
 
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2013 των Εκδόσεων Φιλιππότη



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάρτιο του 2017
http://fractalart.gr/i-diki-mou-dafni/

24 March 2017

Γιώτα Λιβάνη: Πάνω από όλα φαντασία


Eίναι άραγε εύκολο για ένα παιδί να κατανοήσει τη διαδικασία σύλληψης και συγγραφής μιας απλής ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος; Το πρωτότυπο και χαριτωμένο βιβλίο της Γιώτας Λιβάνη «Πάνω από όλα φαντασία» επιχειρεί με απλό και εύληπτο τρόπο να εξοικειώσει τις μικρές ηλικιακά αναγνωστικές ομάδες μ’ αυτό το ουσιαστικά περίπλοκο και πολυδιάστατο πεδίο.

Αν και το τελικό αποτέλεσμα της έμπνευσης ενός συγγραφέα μπορεί να είναι ιδιαίτερα συνεκτικό και ευρύ, ο βασικός καμβάς πάνω στον οποίο αναπτύσσει τις ιδέες του αποτελείται από πολύ συγκεκριμένα στοιχεία: μία ιδέα (ή και περισσότερες, κατά περίπτωση), επιλεγμένοι ήρωες που μπορούν να την εξυπηρετήσουν στην όποια εξέλιξή της, και μια γερή δόση φαντασίας – ειδικά όταν μιλάμε για ιστορίες που απευθύνονται σε παιδιά, η φαντασία είναι συστατικό ζωτικής σημασίας, ανεξάρτητα από το πόσο ρεαλιστικό ή μη είναι το θέμα που πραγματευόμαστε.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, γι’ αυτό και η αρχή της ιστορίας μας πρέπει να είναι δυνατή, συναρπαστική και να κινεί αμέσως το ενδιαφέρον. Να θέλει ο αναγνώστης να διαβάσει τη συνέχεια, να έχει περιέργεια για την εξέλιξή της. Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην παράμετρο της φαντασίας, γιατί αυτή είναι που αποτελεί το πλέον σημαντικό συστατικό της δημιουργικότητας. «Η πρωτογενής φαντασία», είχε πει ο S.T. Coleridge, «είναι η ζωτική δύναμη και ο πρωταρχικός φορέας της συνολικής αντίληψης του ανθρώπινου μυαλού». Ξεκινώντας λοιπόν από κει, αφήνοντας το μυαλό να ταξιδέψει ελεύθερο και κάνοντας συσχετισμούς και συνδυασμούς ιδεών, προσώπων και καταστάσεων, γεννιέται σιγά σιγά η κάθε φανταστική ιστορία και ζωντανεύει τόσο μέσα από τις λέξεις που την αφηγούνται, όσο και μέσα από τις εικόνες που, τυχόν, τη συνοδεύουν.

Η επιλογή του ήρωά μας είναι εξίσου σημαντική, καθώς αυτός είναι που θα σηκώσει στους ώμους του το βάρος της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα θα είναι κι αυτός που θα την προχωρά και θα την εξελίσσει μέσα από τις πράξεις και τις αποφάσεις του, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό και δεν εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες. Ο τόπος και ο χρόνος δράσης έχουν το δικό τους ρόλο, καθώς επίσης και μία ή περισσότερες ανατροπές οι οποίες, σε καίρια στιγμή, θα επανακεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ίσως δώσουν και μια νέα διάσταση στα γεγονότα που περιγράφονται.

Και φυσικά το τέλος, εξίσου σημαντικό με την αρχή, είναι ένα δομικό στοιχείο που μπορεί να απογειώσει το θέμα μας – γι’ αυτό και η σύνθεση και η παρουσίασή του πρέπει να γίνονται με υπολογισμό όλων των παραμέτρων της ιστορίας μας.

Το βιβλίο της Γιώτας Λιβάνη είναι γραμμένο έτσι ώστε να διευκολύνει τους πολύ μικρούς αναγνώστες να μπουν στο κλίμα της δημιουργικής διαδικασίας, παίρνοντας ερεθίσματα από το απλό, καθημερινό τους περιβάλλον: μέχρι και ένα συνηθισμένο αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει τη βάση και την έμπνευση για μια απίθανη ιστορία, φτάνει να επιστρατεύσει κανείς τη φαντασία του και να μην προσπαθήσει να την περιορίσει. Ο/η εικονογράφος, που υπογράφει με τα αρχικά Ρ.Κ., χρησιμοποιεί έναν έξυπνο συνδυασμό ασπρόμαυρων και έγχρωμων εικόνων για να τονίσει τη δύναμη της φαντασίας και τις άπειρες δυνατότητες και προοπτικές που προσφέρει.

Εννοείται φυσικά ότι η ουσιαστική εξοικείωση για το παιδί έρχεται με την συστηματική πρακτική ενασχόληση, είτε πρόκειται για ακρόαση (αν το παιδί είναι μικρό, οπότε κάποιος άλλος του διαβάζει βιβλία), είτε για άμεση αναγνωστική διαδικασία, είτε για την προσωπική δημιουργική απασχόλησή του - ωστόσο εδώ δίνονται κάποιες σημαντικές πρώτες βάσεις για να έρθει σε επαφή με το όλο θέμα και να κατανοήσει αυτά τα απλά αλλά τόσο θεμελιώδη στοιχεία. Εξάλλου ακόμα και η πιο περίπλοκη διαδικασία, αν απογυμνωθεί από τα επιπρόσθετα χαρακτηριστικά της, για βάση της πάντα έχει έναν απλό σκελετό – οι μακροσκελείς μαθηματικές εξισώσεις βασίζονται στις τέσσερις απλές πράξεις, ακόμα και τα πιο περίτεχνα μουσικά κομμάτια έχουν για σημείο εκκίνησης τις εφτά νότες του πενταγράμμου. Κατανοώντας το αυτό κανείς, φτάνοντας στο σημείο να κατέχει αυτή τη γνώση, είναι στη συνέχεια σε θέση να αναπτύξει τα βασικά στοιχεία με όποιον τρόπο τον εκφράζει καλύτερα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/6693-pano-apo-ola-fantasia

12 March 2017

Ευγένιος Τριβιζάς: Τσιμπιτσούξ και Τσιμπινέλα

Η ευφάνταστη, πρωτότυπη και τόσο ξεχωριστή πένα του Ευγένιου Τριβιζά μας χαρίζει αυτή τη φορά ένα πανέξυπνο, πολύχρωμο παραμύθι με θέμα την διαφορετικότητα και την κοινωνική αποδοχή, δοσμένο ανάλαφρα, με τη γνωστή περιγραφική δεινότητα και το υψηλού επιπέδου χιούμορ του πολυγραφότατου και αγαπημένου συγγραφέα. 

Ο μικρός σκαντζόχοιρος Τσιμπιτσούξ περιπλανιέται σ’ ένα πολύχρωμο δάσος που μοιάζει να έχει βγει από κάποιο όνειρο, αναζητώντας μια «θεραπεία» για την μεγάλη λύπη που νιώθει. Αυτό που πρέπει να κάνει, του έχει πει ο σοφός παπαγάλος Πιρπιρίνος Πλουμ Πλουμ Παπαρδελίνος, είναι να βρει κάποιον να τον πάρει αγκαλιά και να του δώσει ένα, δύο, τρία, τέσσερα φιλιά. Μ’ άλλα λόγια, η λύση στο πρόβλημά του είναι να βρει ένα πλάσμα που θα μπορέσει να τον αγαπήσει απεριόριστα, διώχνοντας μακριά την ανασφάλεια και τη θλίψη του. Ο Τσιμπιτσούξ αρχίζει την αναζήτηση μέσα στο δάσος, κι ενώ αυτό που ψάχνει είναι τόσο απλό, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να το βρει.

Η «εκφοβιστική» εμφάνισή του κρατάει μακριά τα υπόλοιπα πλάσματα που είναι μεν πρόθυμα να του μιλήσουν, αλλά δεν είναι διατεθειμένα να τον πλησιάσουν περισσότερο, από φόβο μήπως τραυματιστούν από τα αγκάθια του. Για τον σκαντζόχοιρο, τα αγκάθια είναι ένα δεδομένο, κάτι που δεν χρειάζεται να επεξηγήσει, αφού έχει γεννηθεί μ’ αυτά για να μπορεί να αμύνεται. Αυτή η σημαντική πληροφορία δεν απασχολεί τους υπόλοιπους – κανείς δεν αναζητά την αιτία αυτής της σωματικής - γενετικής λεπτομέρειας, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να μην κινδυνεύσουν. Από τη στιγμή που κάτι δεν τους αφορά άμεσα, παύει να τους απασχολεί. Κι αν αυτό φέρνει στο μυαλό λιγότερο ή περισσότερο την κοινωνία των ανθρώπων, είναι πέρα για πέρα γνωστό ότι τα παραμύθια, τόσο τα κλασικά όσο και τα σύγχρονα, τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα μοντέρνα, πάντα περνάνε μηνύματα πολύ πιο ουσιαστικά και βαθιά, πέρα και κάτω από το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης που αφορά το πεδίο της φαντασίας.

Μέσα στο ονειρικό αυτό περιβάλλον, ο μικρός σκαντζόχοιρος μοιάζει με ξένο σώμα, μόνο και μόνο εξαιτίας της αγκαθωτής του ράχης. Ακόμα και η Νέλλη, το άσπρο κουνέλι, είναι φίλη με τη Μαλιμπού την αλεπού, παρ’ όλο που τυπικά αυτά τα δύο ζώα δε μπορούν να συνυπάρξουν – ωστόσο είναι πολύ πιο εύκολο να πλησιάσουμε και να συναναστραφούμε κάποιον που θεωρητικά θα μπορούσαμε να τον φοβόμαστε αλλά εμφανισιακά δεν έχει κάτι αποτρεπτικό, παρά κάποιον που είναι ακίνδυνος αλλά, κατά κάποιον τρόπο, τον «αδικεί» η εμφάνισή του – τον εντάσσει, ας πούμε, σε μια κατηγορία που αυτόματα τον καθιστά επικίνδυνο και τον καταδικάζει στην κοινωνική απομόνωση.

Αναπάντεχα, το πλάσμα που τελικά θα χαρίσει απλόχερα την αγάπη του στον Τσιμπιτσούξ δεν ανήκει στο δικό του είδος, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Κάποιοι θα θυμούνται το καρτούν του Tex Avery «Little ‘Tinker» όπου ο ήρωας, ένας καλόκαρδος ασβός, περιφερόταν μόνος καθώς όλοι τον απέφευγαν εξαιτίας της φυσικής δυσάρεστης μυρωδιάς του. Κι εκεί που είχε απογοητευτεί, βρήκε έναν άλλο ασβό, θηλυκό, και μαζί βρήκε και την αγάπη. Αν όμως ο ήρωας του Avery περιορίστηκε στο δικό του κοινωνικό χώρο, ο μικρός σκαντζόχοιρος του Τριβιζά γίνεται ο καλύτερος και πιο αγαπημένος φίλος ενός καθ’ όλα ανθρώπινου πλάσματος, ενός κοριτσιού. Η Τσιμπινέλα, μια κοπέλα που ζει στο χωριό των Φακίρηδων, δεν ξενίζεται από τα αγκάθια του Τσιμπιτσούξ γιατί και ή ίδια είναι συνηθισμένη να περιβάλλεται από αιχμηρά αντικείμενα και φυτά – κάκτους, τσουκνίδες, τριανταφυλλιές με τα αγκάθια τους – ενώ και το φόρεμά της είναι φτιαγμένο από πευκοβελόνες, καθώς και το βραχιόλι της από πινέζες. Κατά συνέπεια, ο Τσιμπιτσούξ δεν της φαίνεται επικίνδυνος ή απωθητικός, αλλά συμπαθητικός και αξιολάτρευτος, αυτό δηλαδή που πραγματικά είναι. Η εξοικείωση φέρνει την συμπάθεια και η συμπάθεια οδηγεί στη φιλία. Από τη στιγμή που η Τσιμπινέλα παίρνει τον Τσιμπιτσούξ υπό την προστασία της και γίνονται αχώριστοι φίλοι, ο μικρός σκαντζόχοιρος βρίσκεται στο στοιχείο του: ονειρεύεται ελεύθερα ξιφίες, κοιμάται σε κρεβάτι από μοσχοκάρφια, μ’ άλλα λόγια είναι ο εαυτός του, ο μοναδικός, αυθεντικός εαυτός του. 

Υπάρχει χώρος για όλους, μας λέει αυτή η σουρεαλιστικά όμορφη ιστορία, φτάνει κανείς να έχει τα μάτια, το μυαλό και την καρδιά του ανοιχτά για να καταφέρει να τον βρει. Γιατί πολλές φορές τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα περιμένουμε, και τα καλά μπορεί να έρθουν από κει που υποψιαζόμαστε λιγότερο.

Το κείμενο ρέει, τρυφερό και συνάμα απολαυστικό και διασκεδαστικό, διανθισμένο με έξυπνα λογοπαίγνια. Άλλωστε είναι γνωστή η μαεστρία του Ευγένιου Τριβιζά με τον λόγο και η ικανότητά του να συνδυάζει το ρεαλισμό με την παραμυθική φαντασία. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι και η σημειολογία των ονομάτων (για παράδειγμα, ο σκαντζόχοιρος λέγεται Τσιμπιτσούξ – αν σε τσιμπήσει με τα αγκάθια του, το τσίμπημα θα τσούξει, η Νέλλη - το κουνέλι κάνει ρίμα, όπως και η Μαλιμπού - η αλεπού) καθώς και η επιστράτευση των ζώων που τόσο συχνά συναντάμε στα παραμύθια – ο λαγός, η αρκούδα, ο σκίουρος, η αλεπού – σε συνάρτηση και με άλλα, όχι τόσο διαδεδομένα – θα λέγαμε και εξωτικά, σε σχέση με το σύμπαν των παραμυθιών, όπως ο ρινόκερος ή η λιμπελούλα. 

Ενώ το παραμυθικό στοιχείο υπάρχει διάχυτο, τα μηνύματα της ιστορίας, που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες, είναι πάντα σαφή και ξεκάθαρα. Οι λιτές, χαριτωμένες και γεμάτες τρυφερότητα και χρώμα εικόνες της Λίζας Ηλιού ζωντανεύουν με τον καλύτερο τρόπο τη φαντασιακή – εικονοπλαστική πλευρά, με την έντονη παρουσίασή τους να δένει στέρεα και αρμονικά με την αφήγηση από την αρχή μέχρι το τέλος.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2017