25 December 2020

JD Salinger: Ο Φύλακας στη Σίκαλη

Σε μια κλινική της Καλιφόρνια, ο δεκαεφτάχρονος Χόλντεν αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν την αποβολή του από το περίβλεπτο σχολείο του στην Πεννσυλβάνια και την απόφασή του να φύγει νωρίτερα από την προγραμματισμένη μέρα, για να γυρίσει στη Νέα Υόρκη. Θέλοντας να αποφύγει την αντιπαράθεση με τους γονείς του, περιπλανιέται στην χειμωνιάτικη πόλη όπου διάφορες συναντήσεις ανασκαλεύουν αναμνήσεις από το παρελθόν, γίνονται αφορμή για δυσάρεστα επεισόδια και αινιγματικές εξομολογήσεις, φέρνουν στην επιφάνεια άγχη και αγωνίες, αλλά πάνω απ’ όλα σκιαγραφούν την δική του ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία. Ο Χόλντεν έρχεται από μία ευκατάστατη οικογένεια, με πατέρα μεγαλοδικηγόρο· έχει μια μικρότερη αδερφή, τη Φοίβη, κι έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Ντι Μπι, που είναι επιτυχημένος συγγραφέας. Είχε κι έναν μικρότερο αδελφό, τον Άλλι, που πέθανε από λευχαιμία τρία χρόνια πριν. Η μόνη πραγματική του φίλη είναι η Τζέιν, έχει όμως πολύ καιρό να τη δει. Ο Χόλντεν σκοπεύει να πάει να ζήσει με τον Ντι Μπι στην Καλιφόρνια όταν θα βγει από την κλινική, για να ξεφύγει από όλα όσα τον βασανίζουν: βιώνει μια μακρά περίοδο πένθους μετά τον θάνατο του Άλλι, κατατρύχεται από εφιάλτες του παρελθόντος, φοβάται να συμφιλιωθεί με την σεξουαλικότητά του, ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να διαφυλάξει όση αθωότητα του έχει απομείνει, αρνούμενος να προχωρήσει προς μια επώδυνη ενηλικίωση. 

Γραμμένο το 1951, το μυθιστόρημα του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» έχει ταυτιστεί κυρίως με την επαναστατικότητα της εφηβείας - αυτός όμως ο χαρακτηρισμός είναι εξαιρετικά μονομερής, τόσο για την πολυεπίπεδη ιστορία του όσο και για τον ακόμα πιο περίπλοκο (αντι)ήρωά του. Εξάλλου ο Σάλιντζερ, παρά την νεαρή ηλικία του πρωταγωνιστή του, δεν προόριζε το βιβλίο του για το εφηβικό κοινό. Κι αν ο Χόλντεν Κόλφιλντ θεωρείται σύμβολο της ανήσυχης εφηβείας, ο χαρακτήρας του είναι τόσο πολυσύνθετος που πραγματικά θα τον αδικούσε η κατάταξη σε μία μόνο κατηγορία λογοτεχνικού ήρωα. Και η ιστορία του είναι μια αγωνιώδης διαδρομή, με πρώτο επίπεδο το κυριολεκτικό ταξίδι από την Πεννσυλβάνια στη Νέα Υόρκη και τέλος στην Καλιφόρνια, και δεύτερο και πιο σημαντικό το μεταφορικό τρενάκι του τρόμου όπου οι συναισθηματικές μεταπτώσεις και οι ψυχολογικές εντάσεις εναλλάσσονται με αναμνήσεις που δεν λένε να τον αφήσουν ήσυχο.

Ο Σάλιντζερ είχε μια ιδιότυπη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και έναν τρόπο γραφής εξαιρετικά μοντέρνο για τον καιρό του. Στον «Φύλακα στη Σίκαλη» ακολουθεί μια ιδιόμορφη συνειρμική μορφή αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, με τον νεαρό πρωταγωνιστή και αφηγητή να χρησιμοποιεί αφειδώς  την αργκό και γενικότερα ένα ύφος πολύ προχωρημένο για τα δεδομένα της λογοτεχνίας της εποχής. Ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα και του χάρισε αναπάντεχη δημοσιότητα, η οποία δεν ήταν πάντα θετική και τον έκανε να απομακρυνθεί από τον κόσμο και να αρνείται οποιουδήποτε είδους προβολή πέρα από την δημοσίευση των έργων του. Ένα κομμάτι του εαυτού του σίγουρα υπάρχει μέσα στον Χόλντεν – είχα πάντα την αίσθηση ότι έτσι κι αλλιώς ήταν ο αγαπημένος του ήρωας: αντικοινωνικός, βαριεστημένος και κυνικός στην επιφάνεια, στην ουσία όμως είναι ένα παιδί ευαίσθητο, τρομοκρατημένο και μπερδεμένο, που επιλέγει επίτηδες ακατάλληλα άτομα για παρέα, ανεγκέφαλους ανθρώπους που δεν τον καταλαβαίνουν, ακριβώς γιατί δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει ό,τι πραγματικά τον βασανίζει.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ, με το εμβληματικό κόκκινο κυνηγετικό καπέλο, είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ψυχογραφημένος υποδειγματικά από τον ιδιοφυή Σάλιντζερ. Είναι αντισυμβατικός, όχι όμως επειδή βιώνει μια δύσκολη εφηβεία – τουλάχιστον, όχι κυρίως γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα οικειοποιείται την περσόνα του επαναστατημένου έφηβου γιατί αυτή η ιδιότητα είναι κοινωνικά αποδεκτή. Προβάλλει δηλαδή αυτή την εικόνα γιατί μπορεί εύκολα να κρυφτεί πίσω της. Είναι όλο αντιφάσεις και η σκέψη του κάνει συνεχώς άλματα. Αν και ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη, ζει οριακά στο περιθώριο της κοινωνίας και την παρατηρεί από μακριά. Είναι ευφυέστατος στον τρόπο που επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του, είναι διανοούμενος αλλά αρνείται να το παραδεχτεί. Υποτίθεται ότι μισεί τους ανθρώπους, ωστόσο αποζητά τη συντροφικότητα. Δέχεται να να τον επισκεφθεί μια κοπέλα ελαφρών ηθών, όμως η παρουσία της του προκαλεί αποστροφή. Εκνευρίζεται με τον φαντασμένο συγκάτοικό του στο σχολείο, ταυτόχρονα όμως τον τραβάει το ωραίο παρουσιαστικό του. Παραδέχεται πως είναι ψεύτης, προειδοποιώντας έμμεσα πως όσα αφηγείται μπορούν ίσως και να ερμηνευθούν πέρα και πίσω από το προφανές.

Ο «Φύλακας στη Σίκαλη» κινείται σε ρεαλιστικά μονοπάτια, ωστόσο οι προεκτάσεις της ιστορίας του πάνε πολύ μακριά. Ξεκάθαρες εικόνες εναλλάσσονται με σύμβολα και αλληγορίες, κομμάτια της αφήγησης μοιάζουν με κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση ενός γρίφου. Στον τίτλο του βιβλίου, ο Σάλιντζερ παίζει με την ορολογία του μπέιζμπολ, κι αυτός ο συσχετισμός μόνο τυχαίος δεν είναι. Ο «φύλακας» της ελληνικής απόδοσης είναι ο «catcher» στο πρωτότυπο, όρος του μπέιζμπολ που σημαίνει τον λήπτη, τον πιο σημαντικό αμυντικό παίκτη που φυλάει την αρχική βάση και πιάνει τις ρίψεις με ένα ειδικό γάντι. Ένα τέτοιο γάντι είχε και ο Άλλι, που ήταν λήπτης στη δική του ομάδα, και συνήθιζε να γράφει στίχους από ποιήματα στο εσωτερικό μέρος. Από τότε που ο Άλλι πέθανε, ο Χόλντεν το έχει συνεχώς μαζί του. Όχι μόνο επειδή δεν έχει ξεπεράσει τον θάνατο του αδελφού του, αλλά και γιατί ο Άλλι συμβολίζει τη δική του χαμένη αθωότητα. Φαντάζεται ότι στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού ενώ μπροστά του απλώνεται ένα χωράφι με σίκαλη όπου, σαν σε μια ονειρική αναπαράσταση ενός αγώνα μπέιζμπολ, παίζουν ανέμελα πολλά μικρά παιδιά. Μόλις κάποιο πάει να πέσει στον γκρεμό, εκείνος επεμβαίνει και το σώζει την τελευταία στιγμή. Σημειολογικά, ο Χόλντεν είναι εξ ορισμού ο φύλακας των παιδιών: το επίθετό του στα αγγλικά (Caulfield) είναι σύνθεση των λέξεων caul, που είναι ο υμένας που προστατεύει τα έμβρυα, και field που σημαίνει χωράφι. Ταυτίζεται, δηλαδή, κατά μία έννοια με τον Άλλι ο οποίος ήταν λήπτης στο μπέιζμπολ και «έσωζε» τις ρίψεις όπως ο ίδιος σώζει τα παιδιά, αλλά στην ουσία είναι και ο Χόλντεν ένα από τα παιδιά αυτά, και ο δικός του φύλακας είναι ο Άλλι.

Η εξέλιξη της αφήγησης του Χόλντεν είναι περίπλοκη: σκέψεις μπλέκονται με αναμνήσεις, εικόνες γύρω του γεννούν συνειρμούς. Κάνει αναδρομές στο παρελθόν, θυμάται πρόσωπα από τα οποία έχει απομακρυνθεί, όπως η Τζέιν, η καλή του φίλη που θα μπορούσε να είναι η θηλυκή εκδοχή του. Βλέπει γνωστούς, πιάνει κουβέντα με αγνώστους, συναντάει τη Φοίβη κρυφά από τους γονείς του γιατί έχει ανάγκη την ανεπιτήδευτη σοφία της. Η εικόνα του χωραφιού της σίκαλης με τα παιδιά είχε προκύψει όταν παρερμήνευσε ένα ερωτικό ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς σαν παιδικό τραγουδάκι. Δηλαδή η παιδική αθωότητα έρχεται σε αντιπαράθεση με τη σεξουαλική αφύπνιση η οποία, για τον Χόλντεν, φαίνεται να έχει τελεστεί προ πολλού με κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τρόπο. Όταν λοιπόν φοράει το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο, έχει διττή υπόσταση: είναι μεν το παιδί με την αθωότητά του, αλλά ταυτόχρονα ενδύεται τον φύλακα και αποκτά μια άτυπη υπερδύναμη που τον κάνει συναισθηματικά άτρωτο. Το καπέλο άλλωστε, σαν αντικείμενο αλλά και λόγω χρώματος, παραπέμπει στην Κοκκινοσκουφίτσα, αρχετυπική αλληγορία για την απειλή της αθωότητας. Ωστόσο ο Χόλντεν είναι την ίδια στιγμή και ο κυνηγός του παραμυθιού που έρχεται να σώσει τον συναισθηματικά (και ίσως και σωματικά) κακοποιημένο εαυτό του από κάθε λογής «λύκους». Στο παρελθόν, είχε γίνει μάρτυρας μιας τραγωδίας όταν ένας συμμαθητής του έπεσε από το παράθυρο ύστερα από ένα επεισόδιο με κάποιους νταήδες, μια ανάμνηση που ενισχύει ακόμα περισσότερο το θέμα της πτώσης παιδιών στο κενό. Στο παρόν, γλιτώνει ο ίδιος την τελευταία στιγμή από έναν επίδοξο «λύκο» που έχει τη μορφή ενός παλιού του καθηγητή. 

Η ιστορία του «Φύλακα στη Σίκαλη» είναι μια εξομολογητική αφήγηση με άπειρες νοηματικές αφετηρίες και ακόμα περισσότερες διακλαδώσεις και απολήξεις. Και στην ουσία δεν έχει κατάληξη· είναι μια εκτεταμένη εισαγωγή, γεμάτη γρίφους και αινίγματα, γι’ αυτό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει όταν ο Χόλντεν βγει από την κλινική. Παράλληλα είναι μια κατάδυση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής που τελικά παραμένει ανεξιχνίαστη. Κάθε φορά που ανατρέχεις στην ιστορία του Χόλντεν, σε διαφορετικές περιόδους και ηλικίες της ζωής σου, σίγουρα θα ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο, κάτι που δεν αντιλήφθηκες παλιότερα, κάτι που το προσπέρασες κι όμως είχε μεγάλη σημασία. Στην καινούρια αυτή έκδοση, η Αθηνά Δημητριάδου, με την έξοχη μετάφρασή της, έχει αποδώσει άψογα το ιδιαίτερο ύφος του βιβλίου, περίτεχνα όπου χρειάζεται και λιτά όπου η περίσταση το επιβάλλει, με την αμεσότητα της αυθόρμητης αφήγησης να κυριαρχεί μεν, αλλά σε απόλυτη ισορροπία με τη ροή και την ουσία του κειμένου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTXO τον Δεκέμβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/15496-filakas-sikali

3 December 2020

Στρατής Βογιατζής: Χίος, Τόπος Εντός

Όταν ακούς το όνομα της Χίου, σου έρχονται άπειρα πράγματα στο μυαλό. Η μαστίχα και οι σκίνοι, τα μανταρίνια και οι λεμονανθοί, οι πορτοκαλιές και οι τουλίπες, τα αρχοντικά με τα μαγγανοπήγαδα, τα καστροχώρια, οι παπαρούνες και τα κυκλάμινα. Αλλά και τοποθεσίες που το όνομά τους κουβαλάει μια ιδιαίτερη φόρτιση: ο Ανάβατος, η επιβλητική καστροπολιτεία του βορρά, ο Κάμπος, τα Μαστιχοχώρια, το Κάστρο της πόλης, τα Νοτιόχωρα, τα Βορειόχωρα. Ιστορικά γεγονότα που έχουν ρίξει βαριά τη σκιά τους στο νησί και που οι συνέπειές τους δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί, όπως το πέρασμα ξένων κατακτητών, οι λεηλασίες, οι σφαγές, η προσφυγιά. Η Χίος είναι ένα νησί με χαρακτήρα, όπως άλλωστε και όλα τα νησιά της πατρίδας μας, όμως έχει και κάτι που την καθιστά μοναδική. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου έναν πίνακα ζωγραφικής, ο οποίος συμπεριλαμβάνει στοιχεία από πολλές και διαφορετικές τεχνικές – κλασικές, σύγχρονες, φουτουριστικές – αλλά με έναν μαγικό τρόπο όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία συνδέονται, συνδυάζονται και δένουν αρμονικά μεταξύ τους. 

Η Χίος είναι το νησί των ναυτικών. Είναι η ιστορία της και οι άνθρωποί της, η αρχιτεκτονική και η ύπαιθρός της. Τα σπίτια στο Πυργί με τα περίτεχνα μοτίβα στους εξωτερικούς τοίχους, τα σχεδόν απόρθητα χωριά-κάστρα του Νότου, το Κάστρο με τα δρομάκια που χάνονται ανάμεσα στα απροσπέλαστα τείχη και καταλήγουν αναπάντεχα σε μια μικρή, πολύχρωμη πλατεία, οι μυρωδάτες εκτάσεις με τα μαστιχόδεντρα που ανάμεσά τους, τον παλιό καιρό, παραφύλαγαν οι Αγεραγίες – οι πονηρές νεράιδες του Κάμπου - , η ονειρική παραλία στο Λιθί όπου καραδοκούν σμήνη από σφήκες, τα καραβάκια που πηγαινοέρχονται καθημερινά από το λιμάνι στην απέναντι ακτή, τη Μικρασία, πηγαινοφέρνοντας επισκέπτες και από τις δύο πλευρές μαζί με αναμνηστικά, μνήμες και συναισθήματα. 

Από το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα αφιερωμένο στο πανέμορφο νησί του Βορείου Αιγαίου, το οποίο αποτυπώνει όλες αυτές τις εικόνες και ακόμα περισσότερες, με μια πολύ ξεχωριστή ματιά, μέσα από τον φακό του φωτογράφου Στρατή Βογιατζή. Το λεύκωμα περιλαμβάνει έναν μεγάλο όγκο φωτογραφιών που επικεντρώνονται στα τοπία του νησιού, σε εικόνες των χωριών και της εξοχής, αλλά και σε στοιχεία εσωτερικής και εξωτερικής αρχιτεκτονικής. Περίτεχνα αρχοντικά, εμπορικά καταστήματα με αντικείμενα και εργαλεία άλλων εποχών, διακοσμητικές λεπτομέρειες σε εσωτερικούς χώρους σπιτιών, υποβλητικά βουνά, μυστηριακές εκτάσεις της υπαίθρου πνιγμένες στο πράσινο, στενοί δρόμοι ανάμεσα σε σειρές από σπίτια, πέτρινες σκάλες, ορεινοί όγκοι και επιβλητικές ακτές, εναλλάσσονται και συνομιλούν σχηματίζοντας τη συνολική εικόνα ενός τόπου με μια ομορφιά άγρια και ανεπιτήδευτη, που σου δίνει την αίσθηση ότι, για να τον γνωρίσεις καλύτερα, πρέπει να τον αφήσεις να σου το επιτρέψει. 

Αν και οι άνθρωποι απουσιάζουν από την πλειοψηφία των φωτογραφιών, το ανθρώπινο στοιχείο είναι σχεδόν πάντα παρόν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άλλωστε η Χίος είναι ένας τόπος που δεν “βουλιάζει” από κόσμο όπως συμβαίνει στα κατ’ εξοχήν τουριστικά νησιά. Η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς όλες τις εποχές του χρόνου, και απλά προσαρμόζεται όταν είναι αναγκαίο, χωρίς όμως να αλλοτριώνεται ή να χάνει το νησί στοιχεία από την ταυτότητά του. Η Χίος παραμένει αυτό που ήταν πάντα: τρεις διαφορετικές γεωγραφικές ιδιοσυγκρασίες που η μία οδηγεί στην άλλη σε μια αδιάλειπτη διαδρομή από τον ορεινό, απόκρημνο βορρά στον ευωδιαστό, καταπράσινο Κάμπο του κέντρου κι από κει στον πεδινό, ευπρόσιτο νότο.

Ο Στρατής Βογιατζής γεννήθηκε στη Χίο το 1978, σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες καθώς και κοινωνική ανθρωπολογία. Έχει λάβει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί πέντε βιβλία του και ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ που έχουν βραβευθεί σε εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ. Το 2011 ξεκίνησε, μαζί με μια ομάδα δημιουργών και ερευνητών, το Caravan Project, μια δράση με πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, η οποία έχει σκοπό την καταγραφή ανθρώπινων ιστοριών και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων. Εκτός από φωτογράφος, είναι σκηνοθέτης και ανθρωπολόγος – δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι στήνει τις εικόνες του σαν πλάνα από ταινία, και στη συνέχεια τις συλλαμβάνει με τον φακό του σαν στιγμές στον χρόνο.  Δεν μιλάμε πλέον για στατικές φωτογραφίες που απλώς δείχνουν ένα αρχοντικό, μια αψίδα, ένα λιβάδι με παπαρούνες, ένα περιβόλι με μανταρινιές, ένα δέντρο σε μια αμμουδιά. Καθώς ο χρόνος περνάει, αφήνει πίσω του εικόνες που διαρκούν για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου προτού χαθούν εντελώς. Αυτές ακριβώς οι εικόνες αποτυπώνονται στις φωτογραφίες, αιχμαλωτίζοντας φευγαλέες στιγμές που πολλές φορές περνούν από το οπτικό μας πεδίο κι ακόμα κι αν προλάβουμε να τις δούμε με τα μάτια, δεν προλαβαίνουμε να τις συνειδητοποιήσουμε. Αργότερα αντικρίζουμε το ίδιο τοπίο, το οποίο μπορεί να έχει αλλάξει αλλά εμείς ίσως να μην καταλάβουμε τη διαφορά, ώσπου να ανατρέξουμε στη φωτογραφία και να το διαπιστώσουμε.

Το λεύκωμα περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο εισαγωγικό σημείωμα του φωτογράφου, με τίτλο “Το πνεύμα του τόπου”, με σημαντικές και διαφωτιστικές σκέψεις του σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται τη φωτογραφική απεικόνιση ενός τόπου, σε αντιδιαστολή αλλά και συνάρτηση με την απεικόνιση του τοπίου. Γενικά ο τόπος και το τοπίο είναι δύο έννοιες που κυριαρχούν στις φωτογραφίες, με τη μία να συμπληρώνει την άλλη με περισσότερους από έναν τρόπους. Τις ίδιες αυτές έννοιες σχολιάζει στο σημείωμα “ Ένα κρίσιμο γιώτα” ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής MOMus – ΜΦΘ, ενώ ο Μανώλης Βουρνούς, αρχιτέκτων ΕΜΠ, στο κείμενό του “Διαδρομές αρχιτεκτονικής” αναφέρεται στην ιστορία της χιώτικης αρχιτεκτονικής. Ο διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου Δημήτρης Τσούχλης αναλύει τη γεωγραφία της Χίου στο κομμάτι “Τοπία (του) τόπου”, και η φιλόλογος και δρ. Θεατρολογίας Στέλλα Τσιροπινά, στο “Βουβό κουβεντολόι μιας γεωγραφίας περαστικής” εστιάζει στην συνύπαρξη ανθρώπων και χώρων στις φωτογραφίες. Τον πρόλογο της έκδοσης, η οποία είναι δίγλωσση (ελληνικά και αγγλικά), υπογράφει ο Γιώργος Χατζηνικολάου, πρόεδρος του ΔΣ του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, ενώ οι μεταφράσεις των κειμένων στα αγγλικά είναι της Νερίνας Κιοσέογλου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2020

24 November 2020

Γιούλι Τσε: Πρώτη του έτους

Ιδιότυπο ψυχολογικό θρίλερ, που εξελίσσεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, το μυθιστόρημα της Γιούλι Τσε “Πρώτη του έτους” εξερευνά τις έννοιες της μνήμης και των παιδικών τραυμάτων με έναν τρόπο αντισυμβατικό και, συχνά-πυκνά, αναπάντεχο. Ο κεντρικός ήρωάς της, ο Χένινγκ, είναι επιμελητής βιβλίων σε εκδοτικό οίκο της Γερμανίας και όταν ξεκινάει η αφήγηση, τον βρίσκουμε μαζί με την οικογένειά του – τη γυναίκα του και τα δύο τους μικρά παιδιά – στο Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων, για τις διακοπές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Είναι πολύ δεμένος με τη Λούνα, την μικρότερη αδερφή του, η οποία ζει μια μποέμικη ζωή και αποτελεί ένα μελανό σημείο στη σχέση του Χένινγκ με τη γυναίκα του καθώς η τελευταία δεν την συμπαθεί ιδιαίτερα, παρ’ όλα αυτά, η ζωή του φαίνεται σχεδόν ιδανική, και ο ίδιος έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος. Όμως κάτι τον βασανίζει εδώ και χρόνια χωρίς να μπορεί ούτε να το εντοπίσει ούτε να το εξηγήσει, και αυτό το κάτι τον ταλαιπωρεί κατά διαστήματα με κρίσεις πανικού που οριακά θέτουν σε κίνδυνο τις οικογενειακές  ισορροπίες.

H Γιούλι Τσε γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974 και εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 2002, για το οποίο και βραβεύτηκε. Από τότε έχει εκδώσει πάνω από δέκα μυθιστορήματα, καθώς και δοκίμια και φιλοσοφικά κείμενα. Από τον Ιανουάριο του 2019, είναι επίτιμη δικαστής στο συνταγματικό δικαστήριο του Βρανδεμβούργου.

Γραμμένο κατά κύριο λόγο στον ενεστώτα χρόνο, το κείμενο δίνει την αίσθηση του “εδώ και τώρα” -  η αφήγηση δεν γίνεται, ως συνήθως, στο παρελθόν αλλά στο άμεσο παρόν, άρα όλα είναι ακόμα θολά, τίποτα δεν έχει διαλευκανθεί, κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει και τι θα αποκαλυφθεί και ο ήρωας ζει στάσιμος, σαν μέσα σε τέλμα. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον προς το παρόν: κοιτώντας πίσω, η παιδική του ηλικία έχει άπειρα κενά σημεία, ερωτηματικά, διαστρεβλωμένες μνήμες. Όμως ούτε μπροστά μπορεί να πάει μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο στο μυαλό του και να μπουν στη σειρά τα σκόρπια θραύσματα που έρχονται και παρέρχονται, σαν κομμάτια παζλ που αιωρούνται στο κενό χωρίς να μπορούν ποτέ να ενωθούν για να σχηματίσουν μια πλήρη εικόνα. Την πρώτη μέρα του χρόνου, μέσα στο ηφαιστειακό τοπίο, άγριο και συνάμα ηρεμιστικό, ο Χένινγκ κάνει με το ποδήλατό του μια ανάβαση στο βουνό ενώ ταυτόχρονα, σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, καταδύεται στα βάθη της μνήμης του για να ανασύρει γεγονότα από την παιδική ηλικία που σημάδεψαν τον ίδιο αλλά και την αδερφή του. Κάτι στην περιοχή αυτή του φαίνεται ανατριχιαστικά οικείο, και δεν είναι τόσο αυτά που βλέπει, όσο η αίσθηση που του δίνει ο περιβάλλων χώρος. Με έμφαση στη λεπτομέρεια, και συχνά φλας μπακ σε στιγμιότυπα από τις προηγούμενες μέρες των διακοπών καθώς ο Χένινγκ συνεχίζει την ανάβαση στο βουνό, η Γιούλι Τσε προετοιμάζει το έδαφος αρχικά για την κορύφωση της ιστορίας και στη συνέχεια για την ανατροπή που φέρνει τη λύση του μυστηρίου.

Το ατού της ιστορίας, ωστόσο, δεν είναι αυτή καθαυτή η αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά η διεκπεραίωσή της. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: το πρώτο ασχολείται με το παρόν, το δεύτερο με το παρελθόν, και το τρίτο πάλι με το παρόν, πλέον μετά τη λύση του μυστηρίου. Το τελευταίο μέρος είναι πολύ σύντομο, σε αντίθεση με τα δύο πρώτα που έχουν παρόμοια έκταση. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς ο ήρωας χρειάζεται να “σκάψει” πολύ βαθιά και πολύ μακριά για να βρει την εικόνα αυτή που θα πυροδοτήσει το ξεκλείδωμα των αναμνήσεών του. Η ανάβαση στο βουνό είναι εξουθενωτική και χρονοβόρα, όμως είναι ο μόνος τρόπος που έχει στη διάθεσή του, και από καθαρό ένστικτο τον ακολουθεί. Οι πρώιμες αναμνήσεις, λέει ο ίδιος συχνά, βασίζονται σε φωτογραφίες και αφηγήσεις άλλων. Όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι αξιόπιστα στο εκατό τοις εκατό. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν μόνο μια στιγμή, δεν λένε τίποτα απολύτως για την εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Από την άλλη οι αφηγήσεις μπορεί να είναι λειψές, υπερβολικές, μεροληπτικές, ακόμα και ψεύτικες. Εξαρτάται από το πόσο εμπιστευόμαστε τον άνθρωπο που μας εξιστορεί γεγονότα από το παρελθόν μας, για το αν και πόσο θα θεωρήσουμε πως όπως μας τα λέει, έτσι και συνέβησαν. Πολλές φορές ο άλλος δεν το κάνει εσκεμμένα – κι εκείνος έχει εξίσου παραποιημένες μνήμες με μας. Άλλες φορές πάλι κάποιος μπορεί να εκμεταλλευτεί το ότι δεν θυμόμαστε κάτι καλά, για να πλάσει μια δική του εκδοχή της αλήθειας. Είτε γιατί τον συμφέρει περισσότερο, είτε για να αποφύγει βαθύτερες εξηγήσεις. Όμως πόσο σκόπιμο είναι τελικά να προφυλάσσει κανείς τα παιδιά από την αποκάλυψη μιας αλήθειας που μπορεί στιγμιαία να τους κοστίσει, όμως σε βάθος χρόνου θα τα έχει απαλλάξει από ανασφάλειες και ψυχολογικά τραύματα;

Μπορεί το βιβλίο να είναι “το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ γραμμένο για ενήλικες”, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο, ωστόσο στην ουσία πρόκειται για μια ιστορία που βασίζεται στη ραχοκοκαλιά του παραμυθιού κυρίως, καθώς η ατμόσφαιρα του ψυχολογικού τρόμου δημιουργείται περισσότερο από τις αντιδράσεις των ηρώων και πολύ λιγότερο από την όποια απειλή. Άλλωστε κάτι που για έναν ενήλικα είναι ίσως μια διαχειρίσιμη κακοτυχία, για ένα παιδί μπορεί να πάρει εφιαλτικές, τερατώδεις διαστάσεις. Παραμυθικά στοιχεία είναι διάσπαρτα στην αφήγηση, πολύ διακριτικά τις περισσότερες φορές, αυτό όμως που εσκεμμένα ξεχωρίζει είναι τα σπίτια: αναφορές σε μεγάλα σπίτια, που αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, σε αντιδιαστολή με τις αναφορές σε μικρά σπιτάκια, που παραπέμπουν στο παραμύθι – όπως το σπιτάκι της μάγισσας στην ιστορία του Χάνσελ και της Γκρέτελ, που είναι και το προκείμενο. Η γραφή της Γιούλι Τσε είναι δυνατή, δωρική και υποβλητική, κάτι που αποδίδεται εξαιρετικά στα ελληνικά χάρις στην θαυμάσια μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού. 

Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/15309-proti-tou-etous

12 October 2020

Ιωάννα Μπαμπέτα: Φίλες χωρίς αρχή και τέλος

Ειρήνη και Ναταλία, Ναταλία και Ειρήνη. Φίλες από πολύ παλιά, για την ακρίβεια από τότε που άρχισε ο κόσμος για τις δυο τους. Η Ειρήνη και η Ναταλία είναι μαζί από τη στιγμή που αντίκρισαν για πρώτη φορά το φως, αφού οι μητέρες τους, παιδικές φίλες κι εκείνες, γέννησαν την ίδια μέρα. Μεγάλωσαν η μια δίπλα στην άλλη, σαν αδερφές – σαν δίδυμες αδερφές, καθώς έχουν και γενέθλια μαζί. Είναι πολύ διαφορετικές, αλλά έχουν μάθει ν’ αγαπούν η μια την άλλη γι’ αυτό ακριβώς που είναι. Δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωριστά. Μέχρι που τρυπώνει ανάμεσά τους το πονηρό διαβολάκι της ζήλιας.

«Φίλες χωρίς αρχή και τέλος» λέγεται το τελευταίο βιβλίο της Ιωάννας Μπακιρτζή – Μπαμπέτα, διανθισμένο με τις χαριτωμένες, ασπρόμαυρες εικόνες της Ράνιας Βαρβάκη, και καταπιάνεται με το ευαίσθητο θέμα της παιδικής φιλίας. Οι δύο ηρωίδες της, η Ειρήνη – που είναι και η αφηγήτρια – και η Ναταλία αρχικά στάθηκαν τυχερές, καθώς είχαν η μία την άλλη από τα πρώτα δευτερόλεπτα της ζωής τους. Στη συνέχεια μεγάλωσαν μαζί, συζητούσαν τα πάντα μεταξύ τους, δεν είχαν μυστικά η μία από την άλλη. Καθώς όμως πλησίαζαν προς την εφηβεία, κι επομένως η κάθε μία άρχισε να διαμορφώνει τη δική της ξεχωριστή προσωπικότητα, κάπου ξεκίνησε να γίνεται πιο περίπλοκη και η κοινή τους πορεία. Διαφορετικοί χαρακτήρες και ταμπεραμέντα, με ενδιαφέροντα που δεν ταίριαζαν πάντα, ωστόσο η σχέση τους παρέμενε, στη βάση της, ουσιαστική γιατί τις συνέδεε η βαθιά φιλία τους. Το πρώτο ερωτικό σκίρτημα έρχεται να αναστατώσει για τα καλά τις λεπτές αυτές ισορροπίες με τη μορφή του Νικόλα, ενός συμμαθητή τους ο οποίος δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη Ναταλία όταν εκείνη σπάει το χέρι της. Η Ειρήνη, που είχε κάνει παρέα μαζί του στο παρελθόν κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής κατασκήνωσης, αισθάνεται προδομένη – όχι τόσο από εκείνον, όσο από την καλύτερή της φίλη. Και η ίδια όμως έχει για κάτι να «απολογηθεί»: δεν είχε αναφέρει ποτέ στη Ναταλία τίποτα για εκείνο το καλοκαίρι στην κατασκήνωση. 

Δεν είναι πάντα εύκολο να εξελίσσονται αρμονικά οι ανθρώπινες σχέσεις, είτε ανάμεσα σε ενήλικες είτε ανάμεσα σε παιδιά. Αντίθετα, είναι απίστευτα εύκολο να δηλητηριαστεί η σκέψη μας από υποψίες βασισμένες πολλές φορές σε παραπλανητικές ενδείξεις, και να στοχοποιήσουμε ακόμα κι ένα πολύ αγαπημένο μας πρόσωπο. Η αμφιβολία και η καχυποψία βρίσκουν πολύ άνετα και ιδιαίτερα ύπουλα τον δρόμο τους στον ψυχισμό των ανθρώπων, και είναι ικανές να καταστρέψουν ανεπανόρθωτα σχέσεις χρόνων. Πόσο μάλλον όταν φορέας τους είναι ένα παιδί, που δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει και εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη γνώμη και την αποδοχή των άλλων. Η Ειρήνη, καθ’ όλα σίγουρη για τον εαυτό της, με καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με τον «κακό» της εαυτό, ο οποίος επιμένει να καλλιεργεί τα ζιζάνια που φέρνουν στην επιφάνεια το άγνωστο για εκείνη μέχρι τότε συναίσθημα της ζήλιας. Εκεί που η Ναταλία ήταν «όμορφη, ευγενική, αξιαγάπητη, η καλύτερη φίλη», από τη μια στιγμή στην άλλη έγινε «εγωίστρια, βαρετή, πολυλογού, η χειρότερη φίλη». Η Ειρήνη ρίχνει όλο το βάρος της ευθύνης στην φίλη της, γιατί αρνείται να παραδεχτεί ότι η πηγή όλων είναι η δική της ανασφάλεια. 

Η συγγραφέας είναι δοκιμασμένη σε διάφορα είδη λογοτεχνίας για παιδιά, ωστόσο βιβλία σαν κι αυτό, που εστιάζουν στον εσωτερικό κόσμο των παιδιών, είναι το δυνατό της σημείο. Αγκαλιάζει το θέμα της με γλαφυρότητα και ευαισθησία, και αναπτύσσει την αφήγησή της με φρεσκάδα και αυθορμητισμό, μπαίνοντας στη θέση της μικρής ηρωίδας της απλά και ανάλαφρα, σκιαγραφώντας την ψυχοσύνθεσή της με αγάπη και τρυφερότητα, χωρίς την παραμικρή επιτήδευση. Ένα πολύ γλυκό, όμορφο βιβλίο που με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά του σίγουρα έχει να προσφέρει πολλά στα παιδιά των ηλικιών όπου απευθύνεται, αλλά – γιατί όχι; - και σε μεγαλύτερους αναγνώστες. Όλους μας μάς κατατρύχουν κατά καιρούς αρνητικά συναισθήματα, τα οποία πολλές φορές μας κάνουν να φερόμαστε παιδιάστικα και ανώριμα. Η ιστορία της Ειρήνης και η αναπόφευκτη πνευματική της ωρίμανση, η οποία φυσικά δεν έρχεται ανώδυνα, δείχνει τον δρόμο προς την αυτογνωσία και έναν τρόπο για να ξεπερνάει κανείς την ανασφάλεια και τη ζήλια που πολλές φορές ξεκινάνε από εμάς τους ίδιους και δεν μας αφήνουν ούτε να δούμε καθαρά αλλά ούτε και να ευχαριστηθούμε τίποτα. Μέσα από την συναισθηματική εξέλιξη της Ειρήνης, μαθαίνουμε κι εμείς να τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας. Είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία, γιατί μιλάει κατευθείαν στην καρδιά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/15043-archi-telos

28 September 2020

Άντι Σέπερντ: Το αγόρι που μεγάλωνε δράκους

 Όταν ο μικρός Τόμας βρίσκει στον κήπο του παππού του ένα άγνωστο δέντρο με παράξενους καρπούς, δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα γίνει η αιτία να αποκτήσει το πιο ξεχωριστό κατοικίδιο που είχε ποτέ παιδί: έναν αξιολάτρευτο μικροσκοπικό δράκο που λαμπυρίζει και χωράει στην τσέπη του. Φυσικά η συνύπαρξη με ένα τόσο ιδιαίτερο κατοικίδιο μέσα σε ένα σχετικά συμβατικό σπίτι δεν είναι και η πιο εύκολη υπόθεση. Όχι μόνο πρέπει να προσέχει να μην γίνει αντιληπτός ο δράκος του από τους γονείς του, όχι μόνο έχει την έγνοια μην τυχόν και η πανέξυπνη και παρατηρητική μικρή αδελφή του, που έχει στο μεταξύ καταλάβει τα πάντα, ξεφουρνίσει τίποτα κατά λάθος μέσα στα ακατάληπτα λογάκια της, όχι μόνο είναι ανάγκη να μάθει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα όσο γίνεται περισσότερα για τους δράκους και τις συνήθειές τους, αλλά επιπλέον έχει ν’ αντιμετωπίσει και τους… κακούς της υπόθεσης: τον στριμμένο γείτονα του παππού του που είναι συνεχώς εξοργισμένος με τους πάντες και τα πάντα, και ιδίως με τον ίδιο τον Τόμας, και τον Λίαμ, τον νταή συμμαθητή του που δεν χάνει ευκαιρία να τον κοροϊδέψει και να τον φοβερίσει. Ευτυχώς έχει σταθερούς συμπαραστάτες τους τρεις καλούς του φίλους, τον Τεντ, την Κατ και τον Κάι, στους οποίους αναγκάζεται κάποια στιγμή να εξομολογηθεί το μεγάλο του μυστικό, αλλά και τον καλοκάγαθο παππού του, που τον υπεραγαπάει.

«Το αγόρι που μεγάλωνε δράκους» είναι το πρώτο βιβλίο της Βρετανίδας Άντι Σέπερντ, ενώ σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά και η συνέχειά του, «Το αγόρι που ζούσε με δράκους». Γεννημένη στο Έσεξ, η Άντι Σέπερντ είχε από μικρή το μυαλό της γεμάτο ιδέες καθώς, όπως λέει η ίδια, για εκείνη τα πάντα ήταν ιστορίες που περίμεναν να συμβούν. Έχει τον δικό της προσωπικό δράκο, τον οποίο έχει ονομάσει Γκλιντ, που της φέρνει έμπνευση όταν τη χρειάζεται και καμιά φορά της δίνει λύσεις μέσα από τα όνειρά της. 

Η ιστορία ξεδιπλώνεται με έξυπνο χιούμορ και η πλοκή εκτυλίσσεται μέσα από καθημερινά ευτράπελα  που επικεντρώνονται στις αγωνιώδεις προσπάθειες του Τόμας να κρατήσει την ύπαρξη του δράκου μυστική από τον οικογενειακό και κοινωνικό του περίγυρο. Ο δράκος δεν είναι ένα κατοικίδιο σαν όλα τα άλλα – απαιτεί ιδιαίτερη, πιο εξειδικευμένη φροντίδα, ενώ η παρουσία του έχει συνέπειες που άλλοτε είναι αστείες, άλλοτε καταστροφικές, άλλοτε είναι και τα δύο. Όμως ούτε ο Τόμας είναι ένα συνηθισμένο παιδί: όταν ήταν πολύ μικρός, είχε ζήσει μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, κάτι που αναπροσάρμοσε ριζικά τις συνθήκες της ζωής της ευρύτερης οικογένειάς του, και όχι χωρίς συνέπειες. Η φαντασία εισβάλλει στην καθημερινότητά του όταν βρίσκεται να έχει υπό την προστασία του τον μικρό δράκο, τον οποίο βαφτίζει Λάμπη εξαιτίας των λαμπερών φολίδων στο δέρμα του. Η ζωή του γίνεται συναρπαστική από τη μια στιγμή στην άλλη, και ανακαλύπτει και πράγματα για τον εαυτό του που δεν τα ήξερε καν. Η δράση από ένα σημείο και πέρα είναι καταιγιστική, ιδίως από τη στιγμή που η παρέα του Τόμας μαθαίνει το μυστικό του και, στη συνέχεια, μπλέκουν στην ιστορία και άλλοι δράκοι, που ο καθένας είναι διαφορετικός, με τη δική του προσωπικότητα.

Ισορροπώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μαγικό στοιχείο, η ιστορία του Τόμας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια δυνατή υπενθύμιση σχετικά με το πόσο σημαντική είναι η φαντασία στη ζωή μας, αλλά και πόσο αναγκαίο είναι να μην ξεχνάμε ποτέ το παιδί που κρύβεται μέσα μας. Άλλωστε, όπως λέει και ο Τόμας, για να μπορέσεις να αποκτήσεις έναν δράκο, πρέπει να το θέλεις πραγματικά - το να το θέλεις, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τον βρεις και να τον βάλεις στη ζωή σου. Ο δράκος του γεννήθηκε μέσα από τον καρπό ενός παράξενου δέντρου, το οποίο σε άλλη περίπτωση, αν είχε φυτρώσει σε άλλον κήπο, μπορεί και να το είχαν ξεριζώσει. Με άλλα λόγια, αν κάτι φαίνεται ασυνήθιστο, δεν σημαίνει πως πρέπει να το εξαφανίσουμε. Όλοι και όλα έχουν θέση στον κόσμο μας, και όταν περνάει από το χέρι μας, καλό είναι να δίνουμε ευκαιρίες, είτε έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, είτε με δράκους, γιατί πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.

Στο παιχνιδιάρικο κλίμα της ιστορίας κινούνται και οι χαριτωμένες, ασπρόμαυρες εικόνες της πολυβραβευμένης εικονογράφου Σάρα Όγκιλβι, ενώ η ολοζώντανη, ρέουσα μετάφραση είναι της Βούλας Αυγουστίνου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/14951-agori-drakoys

22 September 2020

Μπεθ Φέρι: Το Σκιάχτρο

Η φιλία μπορεί να γεννηθεί εκεί που δεν το περιμένει κανείς, εκεί όπου φαίνεται αδύνατο να υπάρξει. Το Σκιάχτρο, ο αντισυμβατικός και απρόσμενος πρωταγωνιστής της πολύ όμορφης και συγκινητικής ιστορίας της Μπεθ Φέρι, στέκεται μόνο του στη μέση ενός χωραφιού, ακίνητο στη θέση του, παραδομένο σε κάθε είδους καιρικές συνθήκες και υπομένει τα πάντα χωρίς διαμαρτυρία. Έχει αποδεχτεί τον προορισμό του και κάνει κάθε μέρα το καθήκον του. Τα πουλιά ξέρουν ότι πρέπει να μένουν μακριά του και τα ζώα δεν το πλησιάζουν ποτέ. Ώσπου μια μέρα ένα τραυματισμένο κοράκι βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του. Το Σκιάχτρο το περιθάλπει για όσο καιρό χρειάζεται, το φροντίζει με αγάπη ώσπου να γίνει καλά και να μπορέσει και πάλι να πετάξει. Έρχεται λοιπόν αυτή η μέρα, και το κοράκι φεύγει. Δεν θα ξεχάσει όμως ποτέ το Σκιάχτρο και την καλοσύνη του, και θα επιστρέψει επιφυλάσσοντάς του μια υπέροχη έκπληξη.

Το Σκιάχτρο, σαν «αντικείμενο» αλλά και σαν θέμα, συναντάται συχνά στα παραμύθια και τις ιστορίες για παιδιά. Όντας κάτι που χρησιμοποιείται για φόβητρο ενώ στην ουσία είναι ένα άκακο κατασκεύασμα που αποτελείται από τα πιο ευτελή και αθώα υλικά, είναι ένα από τα ισχυρά σύμβολα που επιστρατεύονται σε μια αφήγηση, υποδηλώνοντας την άδολη φύση των ανθρώπων που για τον έναν ή τον άλλο λόγο ζουν παραγκωνισμένοι από το κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον, αυτό το «πλάσμα» που ουσιαστικά είναι μια απομίμηση ανθρώπου, μια καρικατούρα, είναι το ακριβώς αντίθετο από την σκληρότητα και την κακία που μπορεί να νιώσει η ανθρώπινη ψυχή. Παράλληλα το κοράκι, εξ ορισμού συνδυασμένο με αρνητικά πράγματα για τους ανθρώπους, είναι ωστόσο ένα πανέμορφο πλάσμα, όπως όλα τα πλάσματα της φύσης. Το Σκιάχτρο και το κοράκι συνδέονται κάτω από αντίξοες συνθήκες, και δίνουν άτυπα έναν σιωπηλό όρκο φιλίας, ο οποίος δεν είναι απλά μια τυπική συμφωνία, αλλά κάτι ιδιαίτερα ουσιαστικό, που αντέχει στον χρόνο, καθώς αργότερα το κοράκι θα έρθει να ανταποδώσει την καλοσύνη του Σκιάχτρου και με το παραπάνω, επισφραγίζοντας έτσι τη φιλία τους. 

Η Μπεθ Φέρι είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων από τη Νέα Υόρκη και, όπως λέει η ίδια, το «σκιάχτρο» είναι μία από τις αγαπημένες της λέξεις, και πολύ θα ήθελε να έχει ένα στον κήπο της, παρ’ όλο που δεν το χρειάζεται. Η ιδέα για την ιστορία αυτή γεννήθηκε στο μυαλό της κάποια στιγμή που σκέφτηκε ότι εφόσον υπάρχουν σκιάχτρα, λογικά θα πρέπει να υπάρχουν και τρομαγμένα κοράκια, επομένως ήταν μια πρόκληση να σκεφτεί τι θα γινόταν αν προέκυπτε αναπάντεχα μια φιλία μεταξύ τους. Το βιβλίο δεν εξετάζει μόνο το νόημα της φιλίας και της αλληλεγγύης, αλλά και το πώς μπορεί το καθήκον να συνυπάρξει με την ανθρωπιά. Όσο κι αν ακούγεται παράταιρο αυτό το τελευταίο, μιας και οι ήρωες δεν είναι άνθρωποι, φτάνει να σκεφτούμε ότι τα παραμύθια μας κατευθύνουν με τους συμβολισμούς και τις αλληγορικές τους εικόνες να κάνουμε τις συσχετίσεις μας και να ανακαλύπτουμε τις αντιστοιχίες τους με ό,τι συμβαίνει στις ανθρώπινες κοινωνίες. Μπορεί το Σκιάχτρο να είχε καθήκον να κρατάει τα κοράκια μακριά, μόλις όμως αντιλήφθηκε ότι το συγκεκριμένο κοράκι είχε ανάγκη, δεν δίστασε να προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά του.

Η τρυφερή ιστορία, γραμμένη με λυρικούς στίχους και σε ωραία απόδοση από την Μάρω Ταυρή, πλαισιώνεται από τις πανέμορφες εικόνες των Τέρι και Έρικ Φαν, εικονογράφων με ένα πολύ ξεχωριστό, παραμυθένιο ύφος που συνδυάζει άψογα το ονειρικό με το ρεαλιστικό στοιχείο. Η εναλλαγή των εποχών, αλλά και οι αλλαγές που επιφέρουν ο χρόνος και οι καιρικές συνθήκες στο Σκιάχτρο, αποδίδονται με τις ανάλογες χρωματικές παλέτες και τις αποχρώσεις τους, μέσα σε μαγευτικά τοπία που δείχνουν σχεδόν τρισδιάστατα χάρις στην αρμονική χρήση των χρωμάτων που χαρακτηρίζουν κάθε εποχή -το «ξηρό» κίτρινο για το καλοκαίρι, το μελαγχολικό γκρι-λευκό για τον χειμώνα, το ανθισμένο πράσινο για την άνοιξη- ενώ μικρές λεπτομέρειες δίνουν επιπλέον ζωντάνια στην κάθε εικόνα: λευκές πεταλούδες, μια πασχαλίτσα, ροζ λουλούδια ξεπετάγονται μέσα από το γρασίδι, τονίζοντας την αναγέννηση που φέρνει ο ερχομός της άνοιξης, σε αντίθεση με το χειμωνιάτικο τοπίο όπου η έλλειψη αντίστοιχων στοιχείων υπογραμμίζει τη ναρκωμένη φύση.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2020

11 September 2020

Κιμ Χίλγιαρντ: Η Μυρτώ και το βουνό

Η Μυρτώ είναι ένα μικροσκοπικό πλασματάκι: μια… μύγα! Κι όμως έχει βάλει σκοπό να πραγματοποιήσει τρία μεγάλα σχέδια: να σκαρφαλώσει ένα βουνό, να οργανώσει ένα δείπνο, και να γίνει φίλη με έναν καρχαρία. Για έναν άνθρωπο, το πρώτο είναι σχετικά απλό, το δεύτερο πανεύκολο, το τρίτο μάλλον ανέφικτο. Για μια μύγα, πάλι, τα πράγματα είναι προφανώς πιο δύσκολα για ό,τι κι αν βάλει στο μυαλό της. Η Μυρτώ ωστόσο είναι αποφασισμένη, και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση βάζει μπρος το πρώτο και ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιό της: να βρει ένα βουνό και να το σκαρφαλώσει.

Οι δικοί της την αποθαρρύνουν συνεχώς, όμως εκείνη δεν ακούει κανέναν. Ακολουθεί τις επιθυμίες της και πιστεύει μόνο τον εαυτό της. Βρίσκει το ιδανικό βουνό και ξεκινάει την αναρρίχηση. Δεν είναι καθόλου εύκολη η διαδρομή. Όχι μόνο λόγω των πρακτικών και τεχνικών δυσκολιών, αλλά και εξαιτίας όλων εκείνων που συναντάει στο δρόμο της και που έχουν βάλει παρόμοιο στοίχημα με τον εαυτό τους. Άλλοι την κοροϊδεύουν γιατί μπορεί να μην είναι τόσο δυνατή, άλλοι επειδή δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένη. Κάποια στιγμή απογοητεύεται και σκέφτεται μέχρι και να τα παρατήσει. Όμως σύντομα ξαναβρίσκει το κουράγιο και την αισιοδοξία της, αρχίζει και κάνει χαρούμενες σκέψεις κάθε φορά που νιώθει να ζορίζεται και δεν το βάζει κάτω. 

«Η Μυρτώ και το βουνό» είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψε και εικονογράφησε η Βρετανίδα Κιμ Χίλιαρντ, η οποία έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος, παρουσιάστρια αλλά και φωνητική ηθοποιός. Είναι μια μικρή, χαρούμενη αλλά απόλυτα ουσιαστική ιστορία που επικεντρώνεται σε ένα θέμα που απασχολεί αν όχι όλους, τους περισσότερους ανθρώπους: τα όνειρα που βρίσκουν προσκόμματα στην πορεία της πραγματοποίησής τους επειδή σχεδόν πάντα όλο και κάποιος θα πει το αποθαρρυντικό του λογάκι. Είτε από ζήλια, είτε από άγνοια, είτε πολλές φορές εντελώς μηχανικά, ο κοινωνικός περίγυρος φαίνεται να μην αποδέχεται εύκολα ό,τι ξεφεύγει από τα τετριμμένα ή τα αναμενόμενα. Κάπως έτσι και η Μυρτώ, αυτό το τόσο δα πλασματάκι με τα μεγάλα όνειρα, αποφασίζει να κάνει κάτι που φαντάζει αδιανόητο για τα δικά της μέτρα. Αν και αντιμετωπίζει αρνητισμό και αποδοκιμασία όταν ανακοινώνει τα σχέδιά της, δείχνει αποφασιστικότητα και γενναιότητα δυσανάλογη του μεγέθους της, και κοιτάζει μόνο μπροστά.

Πολλά μηνύματα αισιοδοξίας, αλλά και τροφή για σκέψη προσφέρει η μικρή Μυρτώ. Το βουνό, φυσικά, έχει και τη συμβολική του σημασία, καθώς αντιπροσωπεύει όλα αυτά που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε, δυσάρεστα ή ακόμα και ευχάριστα, και φαίνονται αρχικά εξαιρετικά δύσκολα. Στην περίπτωση της Μυρτώς, το βουνό είναι και κυριολεκτικό. Δεν ξεκινάει από τα εύκολα η μικροσκοπική φτερωτή πρωταγωνίστρια της ιστορίας. Πηγαίνει κατευθείαν να κατακτήσει την κορυφή του στόχου της. Άλλωστε είναι γνωστό ότι όταν καταφέρεις το πιο δύσκολο, όλα τα άλλα μετά σου φαίνονται παιχνιδάκι. 

Η συγγραφέας παρακολουθεί την ηρωίδα της με αγάπη και την κατευθύνει μέσα από τις γλυκύτατες εικόνες που η ίδια έχει φιλοτεχνήσει. Η Μυρτώ αναπαρίσταται σαν μια μικρή μαύρη κουκίδα, μέσα σε τοπία και σκηνικά με πολλές αντιθέσεις. Τα σχήματα και τα αντικείμενα ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες ανάλαφρα, χωρίς περιοριστικά περιγράμματα, με απαλά χρώματα και επιφάνειες, ζωηρά χρώματα εκεί που χρειάζεται, πιο «ήρεμα» όπου το κείμενο το επιβάλλει, αλλά πάντα σταθερά, στέρεα, συμπαγή. «Η Μυρτώ και το βουνό» αφηγείται μια απλή ιστορία, μικρή σαν την ηρωίδα της, αλλά με μεγάλο νόημα, που μπορεί να πει πολλά με λίγα ουσιαστικά λόγια.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/14845-myrto-voyno

17 July 2020

Τζάνι Ροντάρι: Ο Αόρατος Τονίνο

Και τι δε θά’ δινε ο Τονίνο για να γίνει αόρατος! Να μην τον βλέπει ο δάσκαλος στην τάξη, να πειράζει τους συμμαθητές του χωρίς να τον παίρνουν είδηση, να βρίσκει θέση στο τρόλεϊ. Και να που μια μέρα η ευχή του γίνεται πραγματικότητα. Επιτέλους γίνεται αόρατος κι αρχίζει να απολαμβάνει όλα όσα του προσφέρει αυτή η νέα συνθήκη. Για πόσο όμως θα μπορεί να επωφελείται απ’ αυτήν; Είναι όντως θετικό να ζει κανείς αόρατος μέσα σε ένα πολυμελές σύνολο;

Η ανάγκη για ανεξαρτησία και αυτονομία ξεκινάει από τη στιγμή που το παιδί συνειδητοποιεί τον εαυτό του και αναζητά τη θέση του μέσα στην κοινωνία. Δεν είναι εύκολο, όταν κάποιος είναι σε πολύ μικρή ηλικία, να επιβληθεί σ’ έναν κόσμο ενηλίκων, όπως είναι η οικογενειακή εστία, ή σε ένα περιβάλλον όπου αναγκάζεται να υπακούει σε εντολές και να ακολουθεί ένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, όπως είναι το σχολείο. Καθώς το παιδί δεν έχει ακόμα διαμορφώσει την προσωπικότητά του, ούτε και έχει ανακαλύψει τις δυνατότητες και τα ταλέντα που θα το κάνουν να διακριθεί και να αποκτήσει ξεχωριστή οντότητα, καταφεύγει στην “εύκολη” λύση: να εξαφανιστεί. Ο Τονίνο χαίρεται αρχικά με την καινούρια αυτή κατάσταση. Είναι κάτι που ευχόταν συνεχώς, και να που καμιά φορά οι ευχές πραγματοποιούνται. Σ’ έναν κόσμο μαγικό, βέβαια, όπως είναι η φαντασία των παιδιών, αλλά και το σύμπαν που ο μοναδικός Τζάνι Ροντάρι ήξερε να δημιουργεί με τις ιστορίες του.

Ο Τζάνι Ροντάρι (1920-1980), από τους πλέον φημισμένους συγγραφείς παιδικών βιβλίων και τιμημένος με το βραβείο Άντερσεν το 1970, έχει προσφέρει στην παιδική λογοτεχνία μερικά από τα πιο αξιόλογα και διαχρονικά έργα, παραμύθια, ιστορίες αλλά και πρωτότυπα παιδαγωγικά εγχειρίδια, γραμμένα πάντα με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Τα κείμενά του χαρακτηρίζουν η εφευρετικότητα και η αμεσότητα των νοημάτων, η δημιουργικά διαδραστική χρήση της γλώσσας, η λιτή, φυσική έκφραση αλλά και το χιούμορ και το φαντασιακό στοιχείο που εμπλέκεται σε καθημερινές καταστάσεις πότε με πιο ξεκάθαρο και πότε με πιο συμβολικό τρόπο. Ο Αόρατος Τονίνο εκδόθηκε το 1980 και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1990 με τον τίτλο Αντωνάκης ο Αόρατος. Στην καινούρια έκδοση που έχουμε στα χέρια μας αυτή τη στιγμή, η πολύ όμορφη μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου. 

Η μοντέρνα, ευφάνταστη εικονογράφηση έχει φιλοτεχνηθεί από τον Αλεσάντρο Σάνα, έναν από τους πιο δημοφιλείς και σημαντικούς σύγχρονους εικονογράφους παιδικών βιβλίων στην Ιταλία. Σχεδόν τα πάντα μοιάζουν να είναι σε κίνηση: άνθρωποι, αντικείμενα, στοιχεία της φύσης μοιάζουν να βρίσκονται στη διαδικασία εκτέλεσης μιας χορευτικής παράστασης. Οι εντυπωσιακές φιγούρες με τα φωτεινά χρώματα έρχονται σε αντίθεση με τη μορφή του Τονίνο, όπως ο εικονογράφος την έχει αποδώσει με ένα απλό περίγραμμα από μικρές τελείες που μοιάζει με τις μαγικές εικόνες που συμπληρώνονται σιγά σιγά όταν ενώνεις αριθμούς μεταξύ τους με γραμμές. Μόνο τα μαλλιά του έχουν μια πιο συνεκτική μορφή, και μπορεί η κλίση τους προς τα επάνω να υποδηλώνει την ανάγκη του παιδιού για απελευθέρωση, αλλά από την άλλη το έντονο χρώμα τους και οι σταθερές γραμμές τους υπαινίσσονται το κομμάτι εκείνο του εαυτού του που θέλει να παραμείνει μέσα στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον σαν ένα υπαρκτό και ενεργό μέλος.

Γιατί μόλις πραγματοποιηθεί το όνειρό του και γίνει αόρατος, τι του μένει πια να λαχταρήσει; Τίποτα απολύτως. Διαπιστώνει ότι το να είναι κανείς αόρατος μπορεί μεν να έχει τα καλά του, όμως τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα. Ο ηλικιωμένος κύριος που κάθεται στο παγκάκι και ζει τη ζωή του αθέατος από τους συνανθρώπους του μάλλον έχει πολλά να του πει γι’ αυτό. Μέσα στην κοινωνία κυκλοφορούν πολλοί “αόρατοι” άνθρωποι. Άλλοτε επειδή οι ίδιοι έχουν επιλέξει να ζουν στο περιθώριο, άλλοτε επειδή το σύνολο τους έχει για κάποιο λόγο απομονώσει. Όπως και να έχει, είναι μια κατάσταση που ακόμα κι αν είναι ευχάριστη για όποιον την αποζητά, έρχονται στιγμές που η αρνητική της πλευρά έρχεται στην επιφάνεια καθώς η επιθυμία για συντροφικότητα και επικοινωνία αναπόφευκτα θα κάνει την εμφάνισή της.

Ο Τονίνο είναι ένα συνηθισμένο παιδί, και όπως όλα τα παιδιά θέλει να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του. Να οριοθετήσει τον χώρο του και να κινείται μέσα σ αυτόν όπως επιθυμεί. Όμως δεν θ’ αργήσει να καταλάβει αφ’ ενός ότι η συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους συνεπάγεται και υποχωρήσεις από όλους, και αφ’ ετέρου ότι όλα τα μέλη ενός συνόλου είναι σημαντικά και αξίζουν την προσοχή μας. Μπαίνοντας για λίγο, έστω και με διαφορετικό κίνητρο, στη θέση ενός ανθρώπου που περνάει απαρατήρητος, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι και τόσο ευχάριστο τελικά να είναι κανείς αόρατος, όσο συναρπαστική κι αν φαίνεται αυτή η εκδοχή.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούλιο του 2020

23 June 2020

Ίνγκο Ζίγκνερ: Ο μικρός δράκος Καρύδας - Δρακάκια στο σχολείο

Ο Ίνγκο Ζίνγκερ γεννήθηκε στη Γερμανία το 1965 και στη διάρκεια της ζωής του καταπιάστηκε με διάφορα πράγματα προτού ασχοληθεί με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Την περίοδο που εργαζόταν σε ένα γραφείο που διοργάνωνε οικογενειακά ταξίδια, συνήθιζε να αφηγείται διάφορες φανταστικές ιστορίες στα παιδιά που συμμετείχαν στα ταξίδια αυτά για να τα απασχολεί. Είχαν τόσο μεγάλη ανταπόκριση οι ιστορίες του, που κάποια στιγμή αποφάσισε να καθίσει και να τις γράψει. Παράλληλα, άρχισε να εξασκείται και στη ζωγραφική, για να μπορεί να τις εικονογραφεί μόνος του. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι περιπέτειες του μικρού δράκου Καρύδα, μια σειρά από πολύχρωμα, χαριτωμένα βιβλία για μικρά παιδιά.

Ο Καρύδας, ένας μικρός δράκος της φωτιάς, γεμάτος αγωνία και περιέργεια, ξεκινάει για να πάει πρώτη μέρα στο σχολείο. Πραγματικά είναι μια μέρα αξέχαστη για όλα τα παιδιά, διαχρονικά και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Πολλά παιδιά θα ταυτιστούν με τα συναισθήματα του Καρύδα μπροστά στο σημαντικό αυτό γεγονός, το οποίο είχε γεμίσει την κοιλιά του με πεταλούδες που χόρευαν ασταμάτητα για τρεις μέρες. Ωστόσο μια τυχαία συνάντηση στον δρόμο για το σχολείο θα του στρέψει αλλού την προσοχή και θα τον κάνει να ξεχάσει την αναστάτωσή του. Γνωρίζει έναν μικρό φαγανόδρακο, τον Όσκαρ, που παραφυλάει πίσω από κάτι θάμνους. Συνήθως οι φαγανόδρακοι είναι άξεστοι, νευρικοί και εχθρικοί, όμως ο Όσκαρ φαίνεται πολύ διαφορετικός. Είναι ντροπαλός και θέλει πάρα πολύ να πάει στο σχολείο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν τον αφήνουν οι δικοί του. Όμως δεν είναι μόνο η αγάπη του για τη μόρφωση το μόνο πράγμα που τον καθιστά έναν ξεχωριστό φαγανόδρακο. Είναι και δεινός κολυμβητής, κάτι που επίσης δεν συνηθίζεται στο είδος του. Αφού όμως γίνει φίλος με τον Όσκαρ, θα βρει το θάρρος να διεκδικήσει ό,τι επιθυμεί για τον εαυτό του και να ενταχθεί στην ευρύτερη κοινωνία των δράκων.

Μπορεί να είναι μια απλή ιστορία, ωστόσο ο ανάλαφρος και διασκεδαστικός τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένη, κι έτσι καθώς είναι πλαισιωμένη με γλυκύτατες, χιουμοριστικές και καλαίσθητες εικόνες, φιλοτεχνημένες με το ιδιαίτερο ύφος του Ζίνγκερ, προσφέρεται εξαιρετικά όχι μόνο για τους μικρούς αναγνώστες, αλλά και για να διαβαστεί από μεγαλύτερους σε μικρότερα παιδιά. Έχει αρκετό κείμενο, ενώ η λιτή, ξεκάθαρη αφήγηση εμπλουτίζεται με άμεσους, σύντομους διαλόγους, ώστε να κεντρίζει το ενδιαφέρον και εκείνου που διαβάζει αλλά και όσων ακούν. 

Το εντελώς φανταστικό πλαίσιο που δημιουργεί ο Ζίνγκερ βρίσκει συνεχώς σημεία αναφοράς στην καθημερινότητα των παιδιών, κάτι που αυτόματα το μετατρέπει σε οικείο περιβάλλον δράσης. Το σπίτι, το σχολείο, οι φίλοι, οι εκδρομές, στοιχεία που αποτελούν τον μικρόκοσμο των παιδιών, παρουσιάζονται μέσα από το πρίσμα του παραμυθιού, παίρνουν μαγικές διαστάσεις κι έτσι γίνονται όλα πιο διασκεδαστικά στην καθημερινή πραγματικότητα. Η οπτική της φαντασίας τα κάνει τα πάντα πιο ευχάριστα, πιο υποφερτά, και πολλές φορές φέρνει στην επιφάνεια ενδιαφέρουσες πτυχές καταστάσεων και συνθηκών που δεν μπορεί κανείς να υποψιαστεί με μια απλή, επιφανειακή ματιά. Ο μικρός Καρύδας έχει άγχος που θα πάει πρώτη φορά στο σχολείο, όμως έτσι έχει την ευκαιρία να κάνει καινούριους φίλους. Από την άλλη ο Όσκαρ ανυπομονεί να πάει στο σχολείο, αλλά δεν μπορεί γιατί δεν το επιτρέπουν οι γονείς του. Κι έρχεται η φιλία τους να υπερνικήσει την αγωνία του ενός και τον φόβο του άλλου.

Το κείμενο έχει αποδοθεί με φρεσκάδα και ωραία γλώσσα από την Μαρία Αγγελίδου. Στην ίδια σειρά κυκλοφορούν και τα υπόλοιπα βιβλία με τις ιστορίες του μικρού δράκου Καρύδα: Ταξίδι στην προϊστορία, Εκδρομή με το σχολείο, Ο θησαυρός της ζούγκλας, Περιπέτεια στο διάστημα, Ο μαύρος ιππότης, Ο μεγάλος μάγος, Το μυστικό του Φαραώ, Περιπέτεια στη χαμένη Ατλαντίδα, Στην εποχή των δεινοσαύρων, Ο μυστηριώδης ναός, Ταξίδι στον Βόρειο Πόλο, Επίσκεψη στον Άι-Βασίλη, Περιπέτεια στους Ινδιάνους, Οι πρώτες περιπέτειες.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2020

30 May 2020

Μιγκέλ Γκαρσία: Οι περιπέτειες του νεαρού Ιούλιου Βερν: Το χαμένο νησί

Τα κλασικά μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν έχουν αγαπηθεί πολύ από το ευρύτερο κοινό, λόγω τόσο της υψηλής λογοτεχνικής τους αξίας όσο και της ιδιαίτερης για την εποχή τους θεματολογίας. Μπορεί στις μέρες μας ο Ιούλιος Βερν να είναι ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς σε όλο τον κόσμο και να θεωρείται ο θεμελιωτής της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, όταν όμως έγραφε το Από τη Γη στη Σελήνη ή το Ταξίδι στο Κέντρο της Γης τόσο πίσω όσο τη δεκαετία του 1860, κανένας σύγχρονός του δεν φανταζόταν ότι όσα περιέγραφε στα βιβλία του θα γίνονταν στο μέλλον εφικτά. Τέτοια έργα – σταθμοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι φυσικό να αποτελούν μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τους νεότερους δημιουργούς. Είναι υποδειγματικά όσον αφορά τη δομή και την τεχνική τους ενώ η διαχρονικότητά τους έχει επισφραγίσει την κλασική αξία τους. 

Η σειρά Πλοίαρχος Νέμο – Οι περιπέτειες του νεαρού Ιούλιου Βερν είναι εμπνευσμένη από τα έργα του κλασικού Γάλλου συγγραφέα, ωστόσο τα προσεγγίζει με έναν διαφορετικό τρόπο. Η προσέγγιση αυτή έχει να κάνει με μια ενδιαφέρουσα πτυχή της μυθοπλασίας που συνδέει τη ζωή ενός συγγραφέα με το έργο του – είναι μια μορφή μεταλογοτεχνίας που καταπιάνεται κυρίως με κείμενα της κλασικής λογοτεχνίας, καθώς είναι ελεύθερα δικαιωμάτων και προσφέρονται για τη δημιουργία παράγωγων έργων χωρίς περιορισμούς, και στην οποία ο σύγχρονος δημιουργός αντλεί στοιχεία από μία ή περισσότερες κλασικές ιστορίες για να συνθέσει μία καινούρια, τοποθετώντας σαν ήρωα μέσα σ’ αυτήν τον ίδιο τον συγγραφέα τους. 

Στη σειρά αυτή, ο κεντρικός ήρωας είναι, όπως λέει και ο γενικός τίτλος, ο Ιούλιος Βερν σε προεφηβική ηλικία. Ο Ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ Γκαρσία τον έχει οραματιστεί σαν ένα εξαιρετικά ευρηματικό και χαρισματικό εντεκάχρονο παιδί από ευκατάστατη οικογένεια, με μεγάλη φαντασία, που τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τις επιστήμες και την τεχνολογία και βλέπει πολύ μπροστά από την εποχή του. Έμμεσα δηλαδή επιχειρεί να εξηγήσει τον λόγο που ο πραγματικός κλασικός συγγραφέας ασχολήθηκε τόσο πολύ με τη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, σε μια εποχή που αυτά τα θέματα αντιμετωπίζονταν τουλάχιστον με δυσπιστία. Είναι βέβαια μια δική του ερμηνεία, που εξυπηρετεί λόγους καθαρά μυθοπλαστικούς, και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, στήνει και το ανάλογο κοινωνικό περιβάλλον γύρω από τον μικρό Ιούλιο για να τονίσει ακόμα περισσότερο το πόσο ξεχώριζε από τον περίγυρό του. Βασίζεται ωστόσο και σε πραγματικά γεγονότα, καθώς ο Βερν, σαν παιδί, ήθελε να γίνει ναυτικός  και ονειρευόταν ταξίδια σε όλο τον κόσμο. 

Η παρέα του Ιούλιου συμπληρώνεται με τρία ακόμη παιδιά: τον Χουάν, που είναι γιος Ασιατών μεταναστών και εκπροσωπεί την εργατική τάξη, τη Μαρί, ένα κορίτσι από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που υπερασπίζεται την ισότητα και βοηθάει όσο μπορεί τους αδύναμους, και την Καρολίνα, ξαδέρφη του Ιούλιου, που, όπως κι εκείνος, προέρχεται από ένα ευκατάστατο σπίτι αυστηρών αρχών. Ο Ιούλιος έχει ιδρύσει μαζί τους τη «Λέσχη των Κυνηγών της Περιπέτειας του 21ου αιώνα», κρυφά από τους συντηρητικούς γονείς του αλλά και κόντρα στους πολύ αυστηρούς κανόνες του σχολείου του. Υποστηρίζει με θέρμη την πρόοδο και ονειρεύεται να ταξιδέψει στο μέλλον. Στο Χαμένο Νησί, που είναι και το πρώτο βιβλίο της σειράς, ο μικρός Ιούλιος είναι ενθουσιασμένος με την επικείμενη παρουσίαση ενός αερόστατου αλλά ξέροντας ότι δεν θα μπορέσει να παραστεί γιατί είναι τιμωρημένος, προσκαλεί τους φίλους του να πάνε όλοι μαζί να το δουν από κοντά το προηγούμενο βράδυ, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Εκεί ωστόσο συμβαίνει μια ανατροπή, που έχει σαν αποτέλεσμα οι τέσσερις φίλοι να μείνουν παγιδευμένοι μέσα στο αερόστατο ενώ αυτό ταξιδεύει κανονικά προς άγνωστη κατεύθυνση. Καταλήγει σ’ ένα παράξενο, έρημο νησί, όπου τα παιδιά αναγκάζονται να βρουν τους πιο απίθανους τρόπους για να επιβιώσουν και να στήσουν υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης εκεί μέχρι να καταφέρουν και πάλι να επιστρέψουν στον πολιτισμό. Σ’ αυτή την δύσκολη διαδρομή δεν θα είναι για πολύ μόνοι. Θα συναντήσουν συμμάχους, αλλά και επικίνδυνους εχθρούς. Κι όταν τελικά γυρίσουν πίσω, πολλά θα έχουν αλλάξει.

Πέρα από την πολύ συγκεκριμένη ιστορία που αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου, το θέμα της φιλίας κρατά μια ξεχωριστή θέση. Η φιλία ανάμεσα στα τέσσερα παιδιά είναι που τα ενώνει και τους δίνει συνεχώς ώθηση να ξεπερνούν τις δυσκολίες, παρά τις όποιες διαφορές τους. Η περιπέτεια στο έρημο νησί είναι τελικά για όλους τους μια εμπειρία ζωής, που κάνει τον καθένα τους να συνειδητοποιηθεί. «Ο Χουάν χαιρόταν κυρίως γιατί δεν έπρεπε να πηγαίνει σχολείο», γιατί και οι ανέμελοι άνθρωποι έχουν τον ρόλο τους στην κοινωνία. «Της Μαρί αυτό που της άρεσε πιο πολύ ήταν να νιώθει χρήσιμη», αφού πάντα βοηθούσε τους γύρω της και τώρα μπορούσε να το κάνει συνεχώς. «Η Καρολίνα […] ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ελεύθερη όσο στο νησί», γιατί πάντα ασφυκτιούσε στο υπερβολικά καθωσπρέπει περιβάλλον του σπιτιού της. «Ο Ιούλιος […] είχε την ευκαιρία να βάζει όλη την ώρα τις θεωρίες του σε εφαρμογή, όχι για να πειραματιστεί, μα γιατί υπήρχε ανάγκη», κάνοντας έτσι πράξη τις θεωρίες του για την αξία των επιστημών, της προόδου και της τεχνολογίας.

Καίριο ρόλο στις περιπέτειες αυτές παίζει και ο πλοίαρχος Νέμο, τον οποίο ο Μιγκέλ Γκαρσία ανάγει σε ένα πραγματικό πρόσωπο που ο μικρός Ιούλιος όντως είχε γνωρίσει, και είναι ο συγγραφέας των ιστοριών αυτών, τις οποίες καταγράφει βασισμένος στις σημειώσεις της Καρολίνας. Η καλή μετάφραση στα ελληνικά είναι της Κάλλιας Ταβουλάρη. Στην ίδια σειρά κυκλοφορεί επίσης και ο Καταραμένος Φάρος. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2020

13 May 2020

Αϊρίν Άντλερ: Σέρλοκ, Λουπέν & εγώ: Το αίνιγμα της βασιλικής κόμπρας

Η σειρά βιβλίων Σέρλοκ, Λουπέν & εγώ ανήκει στον χώρο του fan fiction, λογοτεχνική κατηγορία που παλιότερα περιοριζόταν σε ανεπίσημα κείμενα δημοσιευμένα συνήθως σε προσωπικά blogs ή σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες, όμως τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμιστεί και βλέπουμε ακόμα και καθιερωμένους συγγραφείς ν’ ασχολούνται μ’ αυτήν. O όρος fan fiction -κατά λέξη: λογοτεχνία γραμμένη από θαυμαστές (fans)- προσδιορίζει οποιοδήποτε κείμενο χρησιμοποιεί ήρωες βιβλίων, ταινιών, σειρών, ακόμα και πραγματικά πρόσωπα, και αφηγείται μια ιστορία που παρεκκλίνει λίγο έως πολύ από την πρωτότυπη πηγή. Το fan fiction κινείται συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά στη σφαίρα μιας εναλλακτικής πραγματικότητας (alternate reality) και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα όσον αφορά τις χωροχρονικές, και άλλες, συμβάσεις. Η σειρά κατατάσσεται επίσης και στη λογοτεχνία crossover (διακειμενική, σε μια πολύ ελεύθερη απόδοση) που, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα το fan fiction, σημαίνει ότι «δανείζεται» χαρακτήρες από διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία και τους εντάσσει μαζί σε μια καινούρια ιστορία.

Το Αίνιγμα της Βασιλικής Κόμπρας, σε ωραία μετάφραση της Ελένης Τουλούπη, είναι ένα από τα βιβλία της προαναφερθείσας σειράς και το έβδομο που κυκλοφορεί στα ελληνικά (έχουν προηγηθεί τα: Το τρίο της μαύρης ντάμας, Η τελευταία πράξη στο θέατρο της όπερας, Το μυστήριο του πορφυρού ρόδου, Ο καθεδρικός του φόβου, Το κάστρο από πάγο και Οι σκιές του Σηκουάνα). Οι τρεις σταθεροί πρωταγωνιστές είναι ήρωες από τις ιστορίες του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και του Μορίς Λεμπλάν. Πίσω από το όνομα της Αϊρίν Άντλερ, που φιγουράρει στα εξώφυλλα των βιβλίων με την ιδιότητα της συγγραφέα των ιστοριών, κρύβονται οι Ιταλοί συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας Πιερντομένικο Μπακαλάριο και Αλεσάντρο Γκάτι. Η πρωτότυπη Αϊρίν Άντλερ ήταν ηρωίδα του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, έχοντας πρωταγωνιστήσει στην ιστορία του Σέρλοκ Χολμς Σκάνδαλο στη Βοημία (1891). Αν και δεν εμφανίστηκε σε καμία άλλη περιπέτεια, έγινε αμέσως ιδιαίτερα δημοφιλής καθώς ήταν η μόνη γυναίκα για την οποία ο Σέρλοκ Χολμς φάνηκε να δείχνει θαυμασμό και συμπάθεια. Ο Σέρλοκ του βιβλίου είναι φυσικά ο γνωστός σε όλους Σέρλοκ Χολμς του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο διασημότερος λογοτεχνικός ντετέκτιβ, ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1887, στo μυθιστόρημα A Study in Scarlet (Σπουδή στο Κόκκινο) και ο Λουπέν είναι ο Αρσέν Λουπέν, ο λωποδύτης τζέντλεμαν ήρωας του Μορίς Λεμπλάν, που συστήθηκε στο κοινό το 1905.

Οι τρεις ήρωες παρουσιάζονται στην εφηβική ηλικία, είναι πολύ καλοί φίλοι και συχνά – πυκνά καλούνται να λύσουν μυστηριώδεις υποθέσεις είτε επειδή πέφτουν στην αντίληψή τους είτε επειδή κάποιος δικός τους άνθρωπος εμπλέκεται σ’ αυτές. Στο Αίνιγμα της Βασιλικής Κόμπρας, ο χρόνος δράσης της ιστορίας είναι η χρονιά 1871, με σκηνικό το Λονδίνο, και είναι ο Οράτιος, ο μπάτλερ της Αϊρίν, που χρειάζεται βοήθεια, για να μπορέσει να αποκαταστήσει την υπόληψη ενός δικού του καλού φίλου, του πλοιάρχου Χιρστ, που κατηγορείται άδικα για μια εγκληματική ενέργεια, ενώ στην πραγματικότητα έχει πέσει και ο ίδιος θύμα μιας περίπλοκης πλεκτάνης που δύσκολα μπορεί να αποκαλυφθεί. Όμως οι τρεις φίλοι, ο καθένας με την ιδιαίτερη προσωπικότητα και τα ταλέντα του, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι η επιτυχία. «Εγώ ήμουν η βασική θεματοφύλακας των καλών τρόπων», λέει η Αϊρίν, «αλλά και η πιο ικανή στο να κερδίζω την εμπιστοσύνη κάποιου, ακριβώς όπως ο Σέρλοκ ήταν ειδικός στους σύνθετους συλλογισμούς και ο Λουπέν σε κάθε τολμηρή μορφή ακροβασίας». 

Αυτές ακριβώς οι αντιθέσεις είναι που τους κάνουν τόσο αποτελεσματικούς, αφού ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, αναλαμβάνοντας δράση στο πεδίο που είναι και η ειδικότητά του. Χαρακτηριστικά των πρωτότυπων ηρώων βλέπουμε να αναφέρονται εδώ, έμμεσα ή άμεσα. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις ιστορίες του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και του Μορίς Λεμπλάν σίγουρα θα βρουν πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στις ενήλικες εκδοχές του Σέρλοκ Χολμς, του Αρσέν Λουπέν και της Αϊρίν Άντλερ όπως τις έχουμε γνωρίσει από τις επίσημες περιπέτειές τους. Για παράδειγμα, η σχολαστικότητα του Σέρλοκ, η αγάπη της Αϊρίν για την όπερα, οι μεταμφιέσεις του Αρσέν, σχετίζονται με τις προσωπικότητες και τις μεταγενέστερες ενασχολήσεις τους, όπως αυτές είχαν ήδη αποτυπωθεί στα βιβλία του Κόναν Ντόιλ και του Λεμπλάν: ο Χολμς ήταν υποχόνδριος και μισάνθρωπος, η Αϊρίν ήταν τραγουδίστρια της όπερας, ο Λουπέν ήταν άσος στις μεταμφιέσεις. Ωστόσο οι αναφορές δεν περιορίζονται μόνο στους τρεις ήρωες. Ο μπάτλερ της Αϊρίν, ας πούμε, μπορεί να είναι έγχρωμος, όμως λέγεται Οράτιος Νέλσον, όπως ο περίφημος ναύαρχος του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού, και κάποτε ήταν κι αυτός ναυτικός. 

Η αφήγηση γίνεται από την Αϊρίν σε πρώτο πρόσωπο, κάτι που της δίνει την ευκαιρία να κάνει ακόμα και πιο προσωπικές εξομολογήσεις και εκμυστηρεύσεις στους αναγνώστες της. Στη συγκεκριμένη περιπέτεια, αν και υπάρχει δράση, η λύση του αινίγματος βασίζεται περισσότερο στη διασταύρωση πληροφοριών, την έρευνα και τον συνδυασμό γεγονότων. Το μυστήριο που προκύπτει αρχικά δεν είναι τόσο εύκολο να διαλευκανθεί, καθώς μπαίνουν στη μέση διάφορα στοιχεία που μπορεί να είναι και παραπλανητικά. Ένα ιδιαίτερο έξυπνο εύρημα αποτελεί τη λύση, και η αποκάλυψή του είναι εντυπωσιακή. Οι περιγραφές των χώρων, των εσωτερικών και κυρίως των εξωτερικών, είναι πολύ ζωντανές· ιδίως το κομμάτι που είναι αφιερωμένο στις Αποβάθρες του Λονδίνου, δημιουργεί την πλέον κατάλληλη ατμόσφαιρα για έναν από τους πιο βασικούς χώρους δράσης της ιστορίας. Το κείμενο συνοδεύουν ασπρόμαυρα σχέδια στην αρχή κάθε κεφαλαίου, φιλοτεχνημένα από τον γραφίστα και εικονογράφο Γιάκοπο Μπρούνο, τα οποία θυμίζουν τις βινιέτες που βλέπουμε σε παλιά βιβλία, συνάδοντας με τη γενικότερη αισθητική της σειράς που ηθελημένα παραπέμπει εκεί.

5 May 2020

Paul McCartney: Η μαγική πυξίδα

Η Μαγική Πυξίδα του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, με τις παιχνιδιάρικες, πολύχρωμες εικόνες της Κάθριν Ντερστ και την ωραία μετάφραση της Μάρως Ταυρή, είναι ένα χαρούμενο ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας που δεν έχει όρια και μπορεί να μας μεταφέρει στα πιο απίθανα μέρη της Γης. Οι τέσσερις μικροί πρωταγωνιστές, ο Τομ, η Εμ, ο Μπομπ και η Λούσι - ανάμνηση ίσως εκείνης της Λούσι από το τραγούδι των Beatles «Lucy in the sky with diamonds» (Η Λούσι στον ουρανό με τα διαμάντια) - με οδηγό τον πανέξυπνο παππού τους, επισκέπτονται ονειρικές γαλάζιες αμμουδιές, καταπράσινα λιβάδια ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά, ακόμα και την Άγρια Δύση με τους καουμπόηδες και τους αγριοβούβαλους. Όλα αυτά, με μοναδικό μέσο μερικές ταξιδιωτικές καρτ ποστάλ και μια παλιά πυξίδα. Ο παππούς βάζει την πυξίδα πάνω σε μια κάρτα, και αυτόματα όλοι μαζί μεταφέρονται στον αντίστοιχο προορισμό των ονείρων τους – μια μαγική διαδικασία που συναρπάζει τα παιδιά, αλλά και ταυτόχρονα τα βοηθάει να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν την αξία της οικογενειακής εστίας και της επιστροφής σ’ αυτήν. 

Ο σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ, ο αγαπημένος τραγουδοποιός και θρυλικός μπασίστας των Beatles, που είναι πλέον το ένα από τα δύο εναπομείναντα εν ζωή, μαζί με τον Ρίνγκο Σταρ, μέλη της ιστορικής μπάντας (ο Τζον Λένον δολοφονήθηκε το 1980 και ο Τζορτζ Χάρισον πέθανε το 2001 από μεταστατικό καρκίνο), πέρα από την πλούσια και εντυπωσιακή μουσική του καριέρα, έχει καταπιαστεί και με πολλούς άλλους τομείς της τέχνης και της δημιουργίας. Έχει γράψει πολλά βιβλία, ανάμεσά τους και βιβλία για παιδιά, το πρώτο από το οποίο ήταν το High In The Clouds (Ψηλά στα σύννεφα) το 2005. Γεννημένος το 1942 στο Λίβερπουλ, συμμετείχε για πρώτη φορά σε μουσικό συγκρότημα σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, μαζί με τον Τζον Λένον, με τον οποίο λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε ένα από τα πιο διάσημα και επιτυχημένα ντουέτα τραγουδοποιών όταν οι Beatles καθιερώθηκαν και επίσημα σαν μπάντα. Ο Πολ είναι ίσως ο πιο γνωστός αριστερόχειρας μουσικός, και μάλιστα παίζει κιθάρα και μπάσο ακόμα και χωρίς να αντιστρέφει τη σειρά των χορδών, όπως κάνουν συνήθως όσοι παίζουν έγχορδα με το αριστερό χέρι. Είναι βιρτουόζος μουσικός – έχει έναν πολύ «δικό του» τρόπο να παίζει μπάσο, που κάνει τον ήχο του να είναι αμέσως αναγνωρίσιμος – και η έκταση της φωνής του ξεπερνάει τις τέσσερις οκτάβες. Πολυτάλαντος και συνεχώς ανήσυχο πνεύμα, είχε από την παιδική του ηλικία ακόμα αγαπήσει τις τέχνες και αναδείκνυε συχνά το ταλέντο του μέσα από καλλιτεχνικές δραστηριότητες και έργα οπτικού κυρίως χαρακτήρα, για πολλά από τα οποία είχε διακριθεί. Μεταξύ άλλων, ζωγραφίζει, γράφει σενάρια, έχει συμμετάσχει στη δημιουργία ταινιών κινουμένων σχεδίων, ενώ είναι και ακτιβιστής, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε θέματα οικολογίας, κάνει φιλανθρωπίες και υποστηρίζει τα δικαιώματα των ζώων.

Τη Μαγική Πυξίδα την εμπνεύστηκε από τα εγγόνια του – ο πρωτότυπος τίτλος μάλιστα είναι Hey Grandude!, λογοπαίγνιο που προέρχεται από τη μείξη των λέξεων grandad (παππούς) και dude (φιλαράκος, «μάγκας»), όπως εκείνα συνηθίζουν να τον φωνάζουν. Σε μια παραλλαγή, τον παππού του βιβλίου τον φωνάζουν τα εγγόνια του «αρχηγό», κι εκείνος τα φωνάζει «μάγκες». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αγγλικός τίτλος είναι και μια αφιερωματική αναφορά στο διάσημο τραγούδι Hey Jude που ο ίδιος ο Πολ είχε γράψει το 1968 για τον γιο του Τζον Λένον, Τζούλιαν. Ο χαρακτήρας του Έντουαρντ Μάρσαλ, του ιδιόρρυθμου, αντισυμβατικού παππού, γεννήθηκε στο μυαλό του Πολ με τη μορφή ενός συνταξιούχου χίπη που ζει απίθανες περιπέτειες με τα εγγόνια του. «Τον φαντάστηκα σαν έναν εκκεντρικό γεράκο», έχει πει σε συνέντευξή του ο ΜακΚάρτνεϊ. «Έχει γκρίζα γενειάδα, μια κοτσιδούλα, και είναι κάπως τρελούτσικος. Φοράει καπελάκι και γραβάτα. Κι έχει κι αυτή τη μαγική πυξίδα, που την τρίβει και μπορεί να σε πάει οπουδήποτε». Ο παππούς τρίβει την πυξίδα, όπως ο Αλαντίν το λυχνάρι, και είναι θέμα χρόνου να αρχίσει το παραμύθι και το μαγικό ταξίδι. «Της βελόνας η πυξίδα θα γυρίσει / περιπέτεια μαγική θα ξεκινήσει». Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Κάθε περιπέτεια όμως έχει και τις απρόβλεπτες στιγμές της, κι έτσι τα παιδιά κάποια στιγμή αναζητούν την ασφάλεια και τη θαλπωρή του σπιτιού. Ο Πολ λέει ότι ο παππούς με τη μαγική πυξίδα δεν είναι ένας ένας χαρακτήρας που τον εμπνεύστηκε από τον εαυτό του, αφού ο ίδιος δεν έχει μαγικές δυνάμεις. Ωστόσο, η δύναμη της τέχνης είναι από μόνη της μαγική, και υπό αυτή την έννοια, κι εκείνος ως καλλιτέχνης είναι και λίγο μάγος.

13 April 2020

André Aciman: Έλα να με βρεις

Το «Έλα να με βρεις» είναι η πολυαναμενόμενη συνέχεια στο υπέροχο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», ωστόσο είναι παράλληλα ένα μυθιστόρημα με τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα. Υπάρχει ένα μοτίβο που ξεκινάει σχεδόν ανεπαίσθητα μαζί με την αρχή της ιστορίας και σιγά σιγά κορυφώνεται ώσπου να κυριαρχήσει: αυτό της μουσικής. Οι τίτλοι των τεσσάρων κεφαλαίων του βιβλίου είναι μουσικοί όροι, απόλυτα σχετικοί και συνδεδεμένοι με τον ρυθμό, το κλίμα και την ατμόσφαιρα σε καθένα από αυτά. Στο κάθε κεφάλαιο έχουμε και διαφορετικό αφηγητή, που εξιστορεί γεγονότα από διαφορετικές χρονικές στιγμές, κάθε φορά και σε μια διαφορετική πόλη. 

Πιάνοντας το νήμα δέκα περίπου χρόνια μετά από το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», παρακολουθούμε στο πρώτο κεφάλαιο τον Σάμι, τον πατέρα του Έλιο – του νεαρού πρωταγωνιστή του πρώτου βιβλίου –, χωρισμένο πλέον, καθώς η ζωή του μπαίνει αναπάντεχα σε τροχιά αλλαγής. Ενώ ταξιδεύει με το τρένο για τη Ρώμη, γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα, τη Μιράντα, η οποία είναι διαφορετική από τις άλλες γυναίκες, και διαθέτει μια πρωτογένεια και έναν αυθορμητισμό που δεν αργούν να του τραβήξουν την προσοχή και το ενδιαφέρον. Το «Τέμπο», το πρώτο κεφάλαιο, εξελίσσεται με νωχέλεια και ραθυμία, κάτι που μπορεί να ξενίσει κάπως, ενώ ο Σάμι δίνει την εντύπωση ότι περνάει κρίση μέσης ηλικίας την οποία προσπαθεί να ξεπεράσει μέσα από τη σχέση του με την πολύ νεότερή του κοπέλα. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Όπως αρχίζει ήδη να διαφαίνεται προς το τέλος του κεφαλαίου, όταν μπαίνει στο προσκήνιο ο Έλιο, το κλίμα και ο ρυθμός αρχίζουν να αλλάζουν, και κατόπιν ο τελευταίος γίνεται ο δεύτερος αφηγητής στο επόμενο κεφάλαιο που διαδραματίζεται κάπου μια πενταετία μετά από το πρώτο. 

Στην «Καντέντσα», το δεύτερο κεφάλαιο, ο Έλιο αφηγείται τη σημαδιακή, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, γνωριμία του στο Παρίσι με έναν αρκετά μεγαλύτερό του άντρα, τον Μισέλ. Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου αυτού καλύπτει η αποκρυπτογράφηση ενός μουσικού γρίφου βασισμένου στην παρτιτούρα που είχε αφήσει σαν ιερό κληροδότημα στον Μισέλ ο πατέρας του, η οποία κρύβει πολλά μυστικά. Η επόμενη αλλαγή κλίματος συντελείται στο «Καπρίτσιο», το τρίτο κεφάλαιο, το οποίο εκτυλίσσεται λίγα χρόνια μετά την «Καντέντσα» και στο οποίο η δράση μεταφέρεται στη Νέα Αγγλία και η αφήγηση γίνεται από τον Όλιβερ, τον  δευτεραγωνιστή του «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», ο οποίος τόσα χρόνια μετά, και παρ’ όλο που παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, δεν φαίνεται να έχει ξεχάσει ούτε στιγμή από εκείνο το καλοκαίρι στην Ιταλία. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το «Ντα Κάπο», τη σκυτάλη παίρνει και πάλι ο Έλιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ενώ τώρα έχουν πια συμπληρωθεί είκοσι χρόνια από την ιστορία του πρώτου βιβλίου και ήδη έχουν αλλάξει πάρα πολλά στις ζωές των ηρώων.

Τρεις αφηγητές λοιπόν, σε τέσσερα διαφορετικά μέρη του κόσμου, σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά πάντα σε συνάρτηση με τα όσα συνέβησαν στο πρώτο βιβλίο. Στο «Έλα να με βρεις», ο Αντρέ Ασιμάν ακολουθεί το ίδιο νοσταλγικό, λυρικό του ύφος, ωστόσο υπάρχει εδώ μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή που ίσως δεν φανεί με μία επιφανειακή ανάγνωση. Τους ήρωές του τους απασχολεί ο χρόνος, όχι όμως με την τετριμμένη και χιλιοειπωμένη έννοια του καιρού που περνάει, αλλά με αυτή της διατάραξης των ισορροπιών που συντελείται όταν κάτι, οτιδήποτε, μένει ανολοκλήρωτο. Και οι τρεις ήρωες έχουν αφήσει κάτι μισό: ο Σάμι την ίδια του τη ζωή, ο Έλιο τον έρωτά του για τον Όλιβερ, ο Όλιβερ τον έρωτά του για τον Έλιο. Όμως και οι συνοδοιπόροι τους στη ζωή, μόνιμοι ή περαστικοί, έχουν κι αυτοί κάτι που τους έχει μείνει ατελεύτητο. Η Μιράντα κουβαλάει ένα τρομερό μυστικό από το νεανικό της παρελθόν, ο Μισέλ ταλανίζεται από το αίνιγμα της παρτιτούρας του πατέρα του και την μόνιμη απορία γιατί σταμάτησε να παίζει πιάνο απότομα και τελεσίδικα, ενώ είχε ταλέντο σ’ αυτό, η Μίκολ, η γυναίκα του Όλιβερ, προφανώς πάντα ένιωθε ότι ο άντρας της δεν της ανήκε ποτέ στο εκατό τοις εκατό. Για κάποιους από αυτούς τους τρεις, θα έρθει η λύτρωση και η ευτυχία, για κάποιον άλλον ίσως όχι. 

«Η ζωή», λέει ο Μισέλ, «έχει απίθανους τρόπους να μας θυμίζει ότι […] μια λάμψη αναδρομικής ευφυίας υπάρχει στον τρόπο που παίζει τα χαρτιά της η μοίρα. Δεν μας μοιράζει πενήντα δύο χαρτιά: μοιράζει, ας πούμε, τέσσερα, πέντε, κι αυτά τυχαίνει να είναι όμοια με εκείνα που είχαν παίξει οι γονείς μας και οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. […] Η επιλογή των κινήσεων είναι περιορισμένη: κάποια στιγμή η τράπουλα επαναλαμβάνει το παιχνίδι, σπάνια με την ίδια σειρά, αλλά πάντα με ένα μοτίβο που μοιάζει καταπληκτικά γνώριμο. Ορισμένες φορές το τελευταίο χαρτί δεν παίζεται καν από εκείνον που η ζωή του τελειώνει. Η μοίρα […] θα δώσει το τελευταίο σου χαρτί σε κάποιον άλλον.»
Αυτό το τελευταίο χαρτί είναι που καθορίζει και τις πορείες των τριών ηρώων, οι οποίοι αλληλοσυνδέονται με δεσμούς που δεν είναι μόνοι οι συγγενικοί ή οι ερωτικοί. 

Οι ζωές οι δικές τους και των συντρόφων τους είχαν μείνει ξεκρέμαστες επειδή κάπου, κάποτε, σε κάποιες άλλες χρονικές συνθήκες, κάτι άλλο είχε μείνει ανολοκλήρωτο. Στη συνέχεια, ο Έλιο και ο Όλιβερ διατάραξαν το μοτίβο του παιχνιδιού της μοίρας όταν έπαψαν να είναι μαζί. Όσο ζουν ωστόσο, οι δυο τους, και μαζί όσοι επηρεάζονται από την παρουσία τους, είναι «καταδικασμένοι» να αναζητούν τη δικαίωση. Υπάρχουν κοινά σημεία στις πορείες τους αλλά και στην ύπαρξή τους γενικότερα, τα οποία ακόμα κι αν δεν αφορούν πάντα και τους δύο, τους αφορούν με κάποιον τρόπο. Ο Έλιο, ας πούμε, είναι πολύ δεμένος με τον πατέρα του, όπως μαθαίνουμε ότι ήταν και ο Μισέλ με τον δικό του πατέρα. Ο πατέρας του Μισέλ, από την άλλη, ήταν ταλαντούχος πιανίστας, όπως είναι και ο Έλιο. Ο Όλιβερ είναι καθηγητής Πανεπιστημίου, όπως είναι και ο πατέρας του Έλιο, και ήταν και ο πατέρας της Μιράντα. Ο Σάμι, ο Έλιο και ο Όλιβερ έχουν συντρόφους που το όνομά τους αρχίζει από το ίδιο γράμμα (Μιράντα, Μισέλ, Μίκολ). Όμως το πιο δυνατό τελευταίο χαρτί είναι ο γρίφος της παρτιτούρας του Μισέλ, τον οποίο καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο Έλιο. Είναι ένα κομμάτι στο βιβλίο πολύ ξεχωριστό και ενδιαφέρον τόσο σαν σύλληψη όσο και σαν διεκπεραίωση, με τη λύση του να σχετίζεται με κάτι που αναφέρεται στις πρώτες σελίδες, χωρίς τότε να υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι μπορεί να παίξει ρόλο στη συνέχεια. 

Ο Ασιμάν τα εκθέτει όλα αυτά με μαεστρία, εναλλάσσοντας ανάλαφρες περιγραφές, καλαίσθητες ερωτικές σκηνές, τρυφερές στιγμές γεμάτες ευαισθησία, άλλοτε χαρούμενες, άλλοτε μελαγχολικές και άλλοτε βαθύτατα συγκινητικές, που είναι και το φόρτε του άλλωστε, και φιλοσοφικές ανησυχίες για τη ζωή, τον χρόνο και τις αλλαγές που έρχονται με το πέρασμά του, την ανθρώπινη ύπαρξη, τα συναισθήματα. Ωστόσο αυτό που κερδίζει είναι η αγνή, αληθινή αγάπη, που δεν χάνεται ούτε αλλοιώνεται ποτέ. Όπως και στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», έτσι κι εδώ ο Νίκος Α. Μάντης έχει κάνει  για μια ακόμη φορά εξαιρετική δουλειά με την μετάφραση. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Απρίλιο του 2020

27 March 2020

Νίκη Κάντζου: Ζωγραφική... Όλα ξεκινούν με μια τελεία! & Νίκη Κάντζου – Φυλλιώ Νικολούδη: Στραντ... ένα βιολί για βαλς και ορχήστρα

Από τη σειρά «Παιδί & Τέχνη» των εκδόσεων Διάπλαση κυκλοφορούν δύο πολύ όμορφα, ευχάριστα αλλά και χρηστικά βιβλία που σκοπό έχουν να φέρουν τα παιδιά σε επαφή με την τέχνη της ζωγραφικής και της κλασικής μουσικής μέσα από απλές, εύθυμες ιστορίες, παιχνίδια αλλά και γνωστικές πληροφορίες. 

Το βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην τέχνη της ζωγραφικής είναι γραμμένο από την εκπαιδευτικό και συγγραφέα Νίκη Κάντζου και έχει τον τίτλο «Ζωγραφική… Όλα ξεκινούν με μια τελεία». Στην σύντομη ιστορία που αποτελεί το κύριο μέρος του, η μικρή Μυρτώ ξεφυλλίζει συνεχώς το αγαπημένο της λεύκωμα με πίνακες ζωγραφικής και ονειρεύεται να γίνει καλλιτέχνης. Με την δική της αντίληψη και φαντασία και το προσωπικό της ύφος, τελικά το καταφέρνει. Ακολουθούν παιχνίδια και δραστηριότητες που έχουν σαν αφετηρία σημεία του κειμένου ή λεπτομέρειες των εικόνων και εστιάζουν σε επιμέρους θέματα που αφορούν τη ζωγραφική, κλασικούς και μοντέρνους ζωγράφους και πίνακες, προσφέροντας μια διαδραστική και χαρούμενη διαδικασία εξοικείωσης με το θέμα. 

Το βιβλίο που αφορά την κλασική μουσική τιτλοφορείται «Στραντ… Ένα βιολί για βαλς και ορχήστρα», και το έχει γράψει η Νίκη Κάντζου μαζί με τη Φυλλιώ Νικολούδη, συντονίστρια εκπαίδευσης της προσχολικής ηλικίας στη δημόσια εκπαίδευση και δασκάλα δράματος. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ένα βιολί Στραντιβάριους το οποίο, παρά την κλασική αξία του, έχει παραγκωνιστεί λόγω της αλλαγής των ρυθμών της σύγχρονης ζωής και έχει γίνει μουσειακό κομμάτι. Ώσπου μια μέρα έρχεται στα χέρια του μικρού Μάρκου, ο οποίος το παίρνει μαζί του και παίζει μ’ αυτό σε μια ορχήστρα πλανόδιων μουσικών, δίνοντάς του καινούρια ζωή. Μετά το τέλος της ιστορίας, τα παιδιά μπορούν να ασχοληθούν με τα έξυπνα παιχνίδια που ολοκληρώνουν το βιβλίο, όλα σχετικά με την κλασική μουσική, τα όργανα και τους συνθέτες, ενώ κάποιες δραστηριότητες λειτουργούν συνδυαστικά και με το πρώτο βιβλίο, καθώς έχουν να κάνουν με πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν μουσικά όργανα ή οργανοπαίκτες.

Τα κείμενα είναι γραμμένα με απλότητα και καθαρότητα, πότε πιο αφαιρετικά και πότε πιο συγκεκριμένα, αλλά σε κάθε περίπτωση μιλούν με αμεσότητα στους μικρούς αναγνώστες, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται μόνο σ’ αυτούς. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην ευφάνταστη, εμπνευσμένη και πολύχρωμη εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια, η οποία έχει εντάξει στις πανέμορφες ζωγραφιές της υπαρκτούς πίνακες ζωγραφικής, δένοντάς τους αρμονικά με το σύνολο της κάθε εικόνας.

Κοινός παρονομαστής και στις δύο ιστορίες είναι το πώς στα παιδιά δίνονται τα εργαλεία για να ασχοληθούν ουσιαστικά με τις τέχνες: και στη μία περίπτωση αλλά και στην άλλη, η γιαγιά του κάθε παιδιού είναι που τού δείχνει τον δρόμο. Η γιαγιά της Μυρτώς της χαρίζει ένα καρό βαλιτσάκι με σύνεργα ζωγραφικής, και η γιαγιά του Μάρκου τού κάνει δώρο το βιολί Στραντιβάριους. Με άλλα λόγια, το περιβάλλον παίζει κι αυτό τον ρόλο του στην ενίσχυση ενός καλλιτεχνικού ταλέντου, κυρίως όσον αφορά το συναισθηματικό κομμάτι. Τόσο η Μυρτώ όσο και ο Μάρκος είχαν καλλιτεχνική ψυχή. Οι γιαγιάδες τους το αντιλήφθηκαν αυτό και τους έδωσαν τα απαραίτητα μέσα για να μπορέσουν να εκφράσουν μ’ αυτά την αγάπη τους για τις τέχνες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από εκεί και πέρα, τους άφησαν ελεύθερους και ο καθένας αξιοποίησε τα μέσα αυτά ανάλογα με τη δική του αντίληψη και το δικό του καλλιτεχνικό όραμα. Ο Μάρκος έβγαλε το βιολί από τα σαλόνια και το έφερε στον δρόμο, ανάμεσα στον κόσμο της πόλης. Έφερε δηλαδή την κλασική μουσική κοντά στον καθημερινό άνθρωπο, υποδεικνύοντας έτσι την διαχρονική της αξία. Από την άλλη η Μυρτώ, εκφράζοντας την αστείρευτη φαντασία της, ζωγράφιζε συνεχώς με τον δικό της τρόπο, και η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα των έργων της ήταν που κέρδισαν τελικά την προσοχή και την επιδοκιμασία των άλλων.

Η καλλιτεχνική έκφραση, από τότε ακόμα που οι άνθρωποι ζούσαν στις σπηλιές και άφηναν τα χρωματιστά αποτυπώματα των χεριών τους στα τοιχώματα, μέχρι σήμερα που έχουμε στη διάθεσή μας άπειρους σχεδόν τρόπους για να εκφραστούμε και να δημιουργήσουμε, είναι και θα είναι μια από τις πιο σημαντικές μορφές επικοινωνίας με τον κόσμο αλλά και με τον εαυτό μας. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό για τα παιδιά να διευρύνουν τον γνωστικό τους ορίζοντα αλλά και να ανακαλύψουν τυχόν δικές τους καλλιτεχνικές ανησυχίες από μικρή ηλικία. Άλλωστε η τέχνη ήταν ανέκαθεν η διέξοδος του ανθρώπου από την καθημερινότητα και η ενασχόληση μαζί της, είτε είναι κανείς δημιουργός είτε απλώς λάτρης της, πάντα αναζωογονεί, τρέφει και τέρπει το μυαλό και την ψυχή, προσφέροντας ελπίδα και αγάπη για τη ζωή. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2020

26 February 2020

Vladimir Pištalo: Τέσλα, το πρόσωπο πίσω από τη μάσκα

Ο Νίκολα Τέσλα γεννήθηκε στο Σμίλιαν της Κροατίας το 1856, το τέταρτο από τα πέντε παιδιά (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) της οικογένειάς του. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του μια γυναίκα λαϊκή, χωρίς μόρφωση αλλά με βαθιά σοφία ζωής και πολλές δεξιότητες. Ο ίδιος έλεγε συχνά ότι σ’ εκείνη χρωστούσε μεγάλο μέρος των ικανοτήτων του καθώς και τη φωτογραφική του μνήμη. Σπούδασε με υποτροφία Μηχανική - Μηχανολογία και Φυσική στο πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας και παρ’ όλο που δεν αποφοίτησε ποτέ, αφοσιώθηκε στην επιστήμη της Φυσικής για όλη του τη ζωή. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν θα ήταν αυτός που είναι χωρίς τον Νίκολα Τέσλα. Ήταν ένα πνεύμα πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο μέτρο, κάτι που μάλλον το είχε αντιληφθεί και ο ίδιος πολύ νωρίς, και ίσως ήταν αυτός ένας από τους λόγους που η ζωή που είχε επιλέξει να ζήσει ήταν σχεδόν ασκητική. Οι εφευρέσεις του καλύπτουν ένα τεράστιο και πολυποίκιλο φάσμα και ανάμεσά τους είναι το πολυφασικό ρεύμα, το περιστρεφόμενο μαγνητικό πεδίο, η τηλεγεωδυναμική τεχνολογία, τα μαχητικά VTOL (αεροσκάφη κάθετης απογείωσης και προσγείωσης), η ασύρματη μεταφορά ενέργειας, ακόμα και όπλα όπως η τορπίλη, η θανατηφόρα Τηλεδύναμη με την ακτίνα υψηλής ενέργειας που μπορούσε ακόμα και να προκαλέσει σεισμό αλλά την κατέστρεψε προτού πέσει στα χέρια ακατάλληλων ανθρώπων, καθώς και μια σειρά από συσκευές οι οποίες έχουν πάρει και επίσημα το όνομά του, όπως το πηνίο Τέσλα (ένας μετασχηματιστής συντονισμού που παρήγαγε εναλλασσόμενο ρεύμα) και ο ταλαντωτής Τέσλα (μια παλινδρομική γεννήτρια ηλεκτρισμού). Δεν κατάφερε να πάρει την πατέντα για πολλές από τις εφευρέσεις του, όμως δεν τον ενδιέφερε. Συνέχιζε την έρευνα ασταμάτητα, κοιμόταν ελάχιστα έως καθόλου, πειραματιζόταν αδιάκοπα σε πείσμα των καιρών που δεν συμβάδιζαν με το φουτουριστικό του όραμα, αλλά και διάφορων ανταγωνιστών που είτε έβαζαν στον δρόμο του εμπόδια, είτε εποφθαλμιούσαν τις εφευρέσεις του.

Η ποιητική βιογραφία του βραβευμένου Σέρβου συγγραφέα Βλάντιμιρ Πίσταλο, σε εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Γκούβη, ακολουθεί την πορεία του εκκεντρικού, μεγαλοφυούς εφευρέτη από τα παιδικά του χρόνια στο πατρογονικό χωριό μέχρι τον μοναχικό θάνατό του σ’ ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης το 1943, με μια αντισυμβατική αφήγηση που αποτελείται από σύντομα κεφάλαια – επεισόδια από τη ζωή του. Παιδικά βιώματα, η σχέση με τους γονείς, η φοιτητική ζωή, αγαπημένοι παιδικοί φίλοι και συμφοιτητές που πέρασαν από τη ζωή του για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα σαν υποστηρικτές ή και συνοδοιπόροι στις έρευνές του, θάνατοι που τον στιγμάτισαν, συναντήσεις με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες αλλά και γνωριμίες με καλλιτέχνες, επιστημονικές επιτυχίες και αντιπαλότητες, όλα καδραρισμένα τέλεια μέσα σε κεφάλαια – βινιέτες, γραμμένα τόσο όμορφα, σαν λεπτοδουλεμένα κοσμήματα, με δύναμη και ευαισθησία ταυτόχρονα, αντικατοπτρίζοντας την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του Νίκολα Τέσλα.

Αυτή η δυαδικότητα άλλωστε τον χαρακτήριζε σ’ όλη του τη ζωή – από τη μια ήταν ο ανθρώπινος Νίκολα, με τις αδυναμίες και τα μυστικά που δεν εμπιστευόταν σε κανέναν, και από την άλλη «ο ημίθεος Τέσλα» που χειριζόταν την ηλεκτρική ενέργεια σαν να ήταν δεύτερη φύση του και άφηνε τον  ηλεκτρισμό να περνάει από μέσα του σαν να ήταν το αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Ο Νίκολα πέρασε την πρώτη παιδική του ηλικία στη σκιά του χαρισματικού μεγαλύτερου αδελφού του Ντάνε, το καμάρι της οικογένειας, στον οποίο οι γονείς είχαν εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες. Ένα ξαφνικό ατύχημα θα κόψει απότομα το νήμα της ζωής του Ντάνε στην τρυφερή ηλικία των δεκαέξι, και η τραγική ανάμνηση του θανάτου του θα κυνηγάει τον Νίκολα σ’όλη του τη ζωή, καθορίζοντας πολλές φορές ακόμα και σημαντικές για εκείνον αποφάσεις. «Τα βαθιά, σκοτεινά, ζεστά και πονεμένα μάτια του […] Ντάνε» τον ακολουθούσαν παντού, κυριαρχούσαν στα όνειρα, τους εφιάλτες, τα οράματά του. Ο θάνατος του Ντάνε «έδεσε» τον Νίκολα μαζί του σαν να του είχε κάνει μαύρη μαγεία. Ήταν λες και έπαιρνε μια ιδιότυπη, σκοτεινή ενέργεια μέσα από αυτή τη μυστική επικοινωνία με τον νεκρό αδερφό του. Την ενέργεια αυτή τη μετουσίωνε σε έρευνες μέσα από την παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, με τα οποία επίσης έμοιαζε να έχει μια ιδιαίτερη επικοινωνία.

Ζούσε μακριά από τη ζωή, αλλά και μέσα σ’ αυτήν. Μια εποχή εθίστηκε στον τζόγο – μια συνήθεια που έγινε και η αιτία να διακόψει οριστικά τις σπουδές του. Ωστόσο πάντα γύριζε στην επιστήμη και το εργαστήριό του. Δεν τον συγκινούσε το εφήμερο γιατί έβλεπε πολύ μακριά και είχε πάντα το βλέμμα του στραμμένο στα στοιχεία της φύσης. «Είμαι πιστός στα φυσικά στοιχεία», έλεγε, «που σε κάθε στιγμή μπορούν ν’ αλλάξουν τη σημασία όλων των πραγμάτων». Είχε μια ακαταμάχητη γοητεία που, σε συνδυασμό με τον απόμακρο, μυστηριώδη χαρακτήρα του, έλκυε το αντίθετο φύλο – εκείνος όμως δεν ένιωθε απλώς αδιαφορία για τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά και απώθηση. Κάποια στιγμή στη ζωή του γνώρισε μια γυναίκα, την Καταρίνα Τζόνσον, σύζυγο ενός καλού του φίλου, για την οποία ίσως ένιωσε κάτι λίγο διαφορετικό, όμως κι εκείνη την έβλεπε πλατωνικά, και ήταν κυρίως πνευματική η σύνδεση που ένιωθε μαζί της.

Το 1884 πήγε στην Αμερική για να εργαστεί με τον Τόμας Έντισον, κι ενώ ήταν ενθουσιασμένος μ’ αυτή την προοπτική, η συνεργασία με τον διάσημο συνάδελφό του ήταν σκέτη απογοήτευση. Ο Έντισον έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον μειώνει, κι ενώ δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε να εφαρμόσει τις πρωτοποριακές του ιδέες, επιχειρούσε να τις εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος, για να κερδίσει δόξα και χρήμα. Αντίθετα, στο πρόσωπο του Τζορτζ Γουέστινχαουζ, ο Τέσλα βρήκε έναν θερμό υποστηρικτή και συνεργάτη. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε εντατικά, έχοντας σαν αποκλειστικό ενδιαφέρον την επιστήμη και τις εφευρέσεις του. Στον αγώνα του για την καθιέρωση του οικονομικότερου και ασφαλέστερου εναλλασσόμενου ρεύματος βρήκε πολλά εμπόδια – ανταγωνιστές που επιβουλεύονταν και πολλές φορές έκλεβαν τις πατέντες του, οικονομικά συμφέροντα που δεν του επέτρεπαν με τίποτα να προωθήσει κάτι που θα προσέφερε στον κόσμο τα οφέλη του ηλεκτρισμού σε πολύ χαμηλότερη τιμή ή ακόμα και δωρεάν – και αντιμετώπισε ακόμα και τον χλευασμό από «αξιότιμους» συναδέλφους του. Μέχρι που έφτασε στο σημείο να χρησιμοποιήσει τον εαυτό του σαν πειραματόζωο για να αποδείξει δημόσια ότι το εναλλασσόμενο ρεύμα δεν είναι επικίνδυνο, και να κλείσει τα στόματα των εχθρών του.

Ο Νίκολα έβλεπε την επιστήμη της Φυσικής σαν τη μελέτη της ζωής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητα και τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Από πολύ μικρός, είχε ήδη θέσει όλες του τις αισθήσεις στην υπηρεσία της φύσης. «Από την αρχή μάζευε αυτό που ο Έμερσον ονόμαζε εσωτερικό φως». Αντιλαμβανόταν τον κόσμο γύρω του διαισθητικά και με το ένστικτο. Η σκέψη του λειτουργούσε συντονισμένη με τις αισθήσεις του, ήταν σαν ο ίδιος να αποτελούσε έναν «διάμεσο» ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπους, μέσω της ηλεκτρικής ενέργειας. Λες και ήταν και ο ίδιος ένα στοιχείο της φύσης, που ταυτιζόταν με την ηλεκτρική ενέργεια – την απόλυτη δύναμη που κινεί τα πάντα. «Άκουγε τη μουσική όλων των πλασμάτων». Από τότε ακόμα που, σαν μικρό παιδί, κατασκεύασε έναν κινητήρα που τον κινούσαν χρυσόμυγες, από τότε που είδε τη χιονόμπαλα που έφτιαξε να μεταμορφώνεται σε χιονοστιβάδα, από τότε που ο ηλεκτρισμός εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του σαν μια χρυσή πλάκα όταν χάιδεψε την πλάτη ενός γάτου, η σχέση του με τη φύση και τα φαινόμενά της έγινε κάτι σαν κινητήρια δύναμη για τη ζωή και τη σκέψη του. «Η φύση είναι μια μεγάλη γάτα», σκέφτηκε. «Ποιος να τη χαϊδεύει τάχα;» Η γάτα είναι ένα πλάσμα που επανέρχεται συχνά σαν αλληγορική εικόνα ή σύμβολο στη βιογραφία του Τέσλα. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, ούτε και το ότι συσχέτισε από την αρχή τη φύση με τη γάτα: όπως η γάτα είναι εφτάψυχη, έτσι και η φύση ξαναγεννιέται, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, του οποίου η ζωή είναι ένας μονόδρομος χωρίς επιστροφή. Και τα περιστέρια που τόσο αγαπούσε και τα τάιζε στα πάρκα, τιμώντας τη μνήμη της μητέρας του που του έλεγε ότι πρέπει να τα ταΐζει «για τις ψυχές», εμφανίζονται εξίσου συχνά από ένα σημείο και πέρα. Τα περιστέρια ήταν μέρος μιας μαγικής παράστασης όπου όλα τα φυσικά φαινόμενα ελέγχονταν από την ευφυΐα ενός ανθρώπου που ήξερε πώς να τα ορίζει. Ο Νίκολα Τέσλα, «ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον κεραυνό», αγαπούσε τη μοναξιά, πίστευε πως τις ώρες που είναι κανείς μόνος του, έρχονται στο μυαλό του οι καλύτερες ιδέες. «Το μυαλό μας», έλεγε, «είναι απλά ένας δέκτης. Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να το συντονίσουμε με το σύμπαν». Το εργαστήριό του ήταν ένας μικρόκοσμος του σύμπαντος, και ο Νίκολα Τέσλα ήταν ο μάγος του σύγχρονου κόσμου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/diafora/13778-tesla

1 February 2020

Θοδωρής Γκόνης – Φώτης Σιώτας: Τα δεύτερα, γιατί κουράστηκαν τα πρώτα

«Τώρα μόνο τα δεύτερα θέλω να τραγουδώ / δεν είναι που τρελάθηκα / είναι που σε ζητώ». Μόνο τα δεύτερα, λοιπόν, γιατί κουράστηκαν τα πρώτα: τα δεύτερα λόγια, οι δεύτερες σκέψεις, οι συλλογισμοί στο πίσω μέρος του μυαλού, οι αγωνίες της καρδιάς. Έρχεται το συναίσθημα και περνάει μπροστά από τη λογική. Ο άλλος μας εαυτός, ο κρυφός, οι μύχιες επιθυμίες. Όλα όσα ήταν στο παρασκήνιο, όσα λούφαζαν σε κάποια γωνιά της ψυχής και του μυαλού, περιμένοντας να έρθει η δική τους ώρα για να βγουν στην επιφάνεια. Λέξεις, επικλήσεις, αναμνήσεις, αναπολήσεις – κομμάτια από την πορεία της ζωής μας με τις καλές και τις κακές στιγμές της.

Η συλλογή τραγουδιών του Φώτη Σιώτα σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη «Τα δεύτερα (γιατί κουράστηκαν τα πρώτα)» ξεκινάει με ένα υποβλητικό ορχηστρικό κομμάτι όπου κυριαρχούν στοιχεία της δυτικής μουσικής αλλά στην κατάληξη γεμίζει με ανατολίτικα γυρίσματα. Αυτό είναι και το γενικότερο κλίμα των τραγουδιών, που είναι μεν λαϊκότροπα, με ρυθμούς και μελωδίες με χρώμα γνήσια ελληνικό, αλλά η ορχήστρα που συνοδεύει στο φόντο διαθέτει έναν χαρακτήρα βαθιά λυρικό, χάρη στις λεπτοδουλεμένες ενορχηστρώσεις και την άρτια συμμετοχή λαϊκών και παραδοσιακών οργάνων.

Ο Θοδωρής Γκόνης, ποιητής και πεζογράφος με μακρά θητεία στον χώρο της λογοτεχνίας, αλλά και στιχουργός και σκηνοθέτης με πλούσιο και ιδιαίτερα σημαντικό έργο, έγραψε τους στίχους αυτούς στον δρόμο, όπως λέει χαρακτηριστικά στο σημείωμά του, «αποθηκευμένα στη μνήμη ενός οδοιπόρου που γράφει ό,τι ακούει, ό,τι βλέπει και καταλαβαίνει ζωντανά, με το αυτί, με την καρδιά και με το μάτι και όχι πάνω στο χαρτί.» Εμπειρίες λοιπόν, εικόνες περαστικές, διαπιστώσεις υπαρξιακές, συνθέτουν ένα σύνολο όπου κυριαρχεί η αρμονία και η ισορροπία. Αρμονία όχι μόνο με την κυριολεκτική σημασία, την αρμονία της μουσικής, αλλά και όσον αφορά την ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που βγάζουν τα τραγούδια αυτά. Και ισορροπία επίσης συναισθηματική, αλλά και από άποψη τεχνική: τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο σαν κεφάλαια ενός βιβλίου, όπου στο καθένα μπορεί να αλλάζει το κλίμα αλλά υπάρχει ο κοινός παρονομαστής, ο οποίος στην περίπτωση αυτή είναι η ομάδα των δημιουργών, των ερμηνευτών και των μουσικών – ένα άρτιο σύνολο που τα μέλη του αλληλοσυμπληρώνονται ιδανικά από την αρχή μέχρι το τέλος.

Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο – η ορχήστρα έπαιζε ζωντανά στο στούντιο συνοδεύοντας τους τραγουδιστές. Αυτό ήταν και το όνειρο του Φώτη Σιώτα, και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Δεξιοτέχνης βιολιστής, μουσικός με δυνατό ένστικτο και μεγάλο ταλέντο, ο Φώτης Σιώτας είναι επίσης εξαιρετικός τραγουδιστής. Όντας για χρόνια συνεργάτης του Μανώλη Φάμελλου, έχει ερμηνεύσει μοναδικά τραγούδια με ιδιαίτερο ηχόχρωμα, όπως είναι το παραδοσιακό «Καληνύχτα» από την Κάτω Ιταλία και οι συμμετοχές του στη «Μαύρη Αγάπη» του Φάμελλου. Εδώ ωστόσο μοιράζεται το ερμηνευτικό κομμάτι και με άλλους τραγουδιστές που επίσης ξεχωρίζουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Την Ιουλία Καραπατάκη με τη γνήσια αλλά καλοδουλεμένη λαϊκή χροιά, τον Γιάννη Διονυσίου με την εκφραστικότητα και το βάθος της ερμηνείας που ξεδιπλώνει εντυπωσιακά στον αμανέ τού «Ο περιττός ο άνθρωπος», τη Δήμητρα Γαλάνη με τη γλυκιά, υποβλητική φωνή της, τον Σωκράτη Μάλαμα με τον χαρακτηριστικό αντρίκειο δυναμισμό που θυμίζει άλλες εποχές.

Τραγούδια – μικρές ιστορίες που μιλούν στον καθένα με τρόπο διαφορετικό, τραγούδια – μυστικά που προσφέρονται για εξομολόγηση σε κάποιον αγαπημένο («Να είν’ ο κόσμος δροσερός / να καίει σαν καμίνι / το ξέρω απ’ την αγάπη μας /η στάχτη μας θα μείνει», Να είμαι κάτω απ’ τη μουριά), πότε μελαγχολικά («Έχω αγιάτρευτη πληγή / και περπατώ μαζί της / πάντα μαζί μα μοναχή / λέει την προσευχή της», Προσευχή), πότε παιχνιδιάρικα («Η Καρδίτσα όταν κλειδώσει / μη φοβάσαι να σε δώσει / αποκλείεται / Είναι νόμος είναι κράτος / είναι καιομένη βάτος / ετελείωσε», Στην Καρδίτσα), εξέχουσα θέση έχει ωστόσο το θαλασσινό στοιχείο, το τόσο χαρακτηριστικό αυτό ελληνικό θέμα, είτε με την κυριολεκτική είτε με την αλληγορική του σημασία («Καβούρι είμαι στο βράχο / και μαύρος αχινός / τ’ αγκάθι μου για σένα / λουλούδι και ανθός», Μαύρος αχινός, «Αν είν’ η ανάμνηση νησί / εσύ είσαι το νησί μου / το κάστρο μου είσαι το κλειδί / η θέα, η μουσική μου», Το νησί μου).

Αξίζει ωστόσο να σταθούμε και στη σημειολογία του πολύ ιδιαίτερου εξωφύλλου, και τη φωτογραφία του Κωνσταντίνου Σηργάνου. Μέσα σε μια κουζίνα που παραπέμπει είτε σε παλιότερες δεκαετίες είτε σε επαρχιακό σπίτι, ο Φώτης Σιώτας και η Ιουλία Καραπατάκη κάθονται σε ένα άδειο τραπέζι, ντυμένοι με τα ίδια ρούχα, ανέκφραστοι με την πρώτη ματιά αλλά, αν τους παρατηρήσει κανείς προσεκτικά, με μια αδιόρατη αύρα μελαγχολίας. Μοιάζουν ακινητοποιημένοι, παγωμένοι στον χρόνο. Αυτή η εικόνα σε συνδυασμό με το «σπάσιμο» του τίτλου – οι δύο πρώτες λέξεις (τα δεύτερα) είναι τοποθετημένες κάτω από τη φωτογραφία μαζί με έναν αστερίσκο που παραπέμπει στο οπισθόφυλλο όπου ο υπόλοιπος τίτλος (γιατί κουράστηκαν τα πρώτα), με πλάγια γράμματα, σαν υποσημείωση, συνυπάρχει με τα περιεχόμενα και μια λεπτομέρεια που φαίνεται και δεν φαίνεται στην φωτογραφία του εξωφύλλου – είναι σαν να εικονογραφεί τη «δήλωση» του τίτλου. Οι πρωταγωνιστές της εικόνας είναι σαν ρέπλικες του εαυτού τους, οι εναλλακτικές, δεύτερες (με την καλή έννοια) εκδοχές τους που αναλαμβάνουν δράση όταν οι ίδιοι «αποσύρονται». Ή πάλι θα μπορούσε να είναι και το ακριβώς αντίθετο: να είναι αυτοί που βλέπουμε οι αυθεντικοί που περιμένουν στην αναμονή όσο οι εναλλακτικοί τους εαυτοί τους εκπροσωπούν στον κόσμο.

Κάπως έτσι υποδηλώνεται και η διττή υπόσταση των τραγουδιών, η λαϊκή / παραδοσιακή και η έντεχνη. Και κάπως έτσι τα δεύτερα γίνονται πρώτα και εκφράζουν τα πιο βαθιά, τα πιο ουσιαστικά συναισθήματα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2020
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/13618-deytera