9 May 2014

Τα Κορίτσια


Την κατάλαβα από τη μυρωδιά του μπαούλου και της ναφθαλίνης που γέμισε τον διάδρομο του λεωφορείου, καθώς περνούσε δίπλα μου για να καθίσει στην αγαπημένη της θέση. Ευτυχώς ήταν άδεια, γιατί αλλιώς μαύρο φίδι που τον έφαγε τον ανυποψίαστο επιβάτη που θα την είχε καπαρώσει προτού εκείνη μπει μέσα - αν και, εδώ και αρκετό καιρό, είχε χάσει το κέφι της και τη διάθεση να ξεστομίζει κατάρες κάθε λογής προς πάσα κατεύθυνση.

Κουβαλούσε πάντα πάνω της αυτή τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου ρούχου, καθώς οι δαντέλες που φορούσε ίσως και να είχαν γνωρίσει καλύτερες μέρες χρόνια πριν, όταν ήταν στα νιάτα της. Λέω ίσως, γιατί στην πραγματικότητα πολύ αμφιβάλλω γι' αυτό. Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια γυρίζει στην περιοχή, ανεβοκατεβαίνει στα λεωφορεία, κάνει τη διαδρομή Γαλάτσι-Σύνταγμα χωρίς συγκεκριμένο σκοπό - ή τουλάχιστον χωρίς ποτέ κανένας από μας τους "κανονικούς" ανθρώπους να έχει μπορέσει να ανακαλύψει ποιος ακριβώς είναι ο σκοπός της ζωής της - πάντα με τα μακριά μαλλιά της μισοχτενισμένα, τώρα πια άσπρα αλλά κάποτε βαμμένα ένα μπασταρδεμένο πλατινέ ξανθό, την αλλόκοτη φυσιογνωμία που θυμίζει κάτι από κακιά μάγισσα του παραμυθιού αλλά με μια ανεξήγητη μελαγχολία στο βλέμμα.

Κάποτε βέβαια δεν ήταν μόνη.

Τη συνόδευε το έτερόν της ήμισυ, που σε γενικές γραμμές της έμοιαζε στον τύπο και στο ταμπεραμέντο, αλλά πρακτικά της έριχνε κάπου ένα κεφάλι κι ήταν πιο ογκώδης, μελαχρινή και κάπως νεότερη και αρκετά πιο αθυρόστομη και με μεγαλύτερο πλούτο από κατάρες στο λεξιλόγιό της. Αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να μπαίνουν στα λεωφορεία της γραμμής Αθήνα-Γαλάτσι και να απευθύνονται η μία στην άλλη, αγέλαστες και μ' όλη τη δύναμη της φωνής τους με κατάρες που θύμιζαν άλλοτε βρισιές των πειρατών του παλιού καιρού κι άλλοτε ανατριχιαστικά ξόρκια σε μυστικές συνάξεις σύγχρονων μαγισσών. Το τι έλεγε το στόμα τους δεν περιγράφεται, κι αλίμονο αν κάποιος τολμούσε να τους κάνει έστω και την παραμικρή σύσταση να σταματήσουν ή έστω να χαμηλώσουν τους τόνους. Τότε συμμαχούσαν σε κλάσματα δευτερολέπτου και οι κατάρες και των δύο έβρισκαν καινούριο αποδέκτη, μια συναρπαστική για κείνες τροπή που έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές έκαναν τα πάντα για να την προκαλέσουν να συμβεί.

Ποια ήταν ακριβώς η ιστορία τους κανένας δεν ήξερε ακριβώς, ούτε και τα ονόματά τους - ας τις πούμε 'Μαρία' και 'Άννα' που είναι συνηθισμένα ονόματα, για να τους δώσουμε να έχουν και κάτι συνηθισμένο αφού ό,τι άλλο σχετιζόταν μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο ήταν τόσο ασυνήθιστο. Ας πούμε ότι η ξανθιά ήταν η Μαρία και η μελαχρινή η Άννα, άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία, φτάνει να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Η Μαρία και η Άννα λοιπόν έκαναν συχνά πυκνά την αγαπημένη τους διαδρομή για χρόνια, ενώ εμείς οι υπόλοιποι που τις βλέπαμε τυχαία προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε τη συμπεριφορά τους και να ανακαλύψουμε τι σχέση είχαν μεταξύ τους και γιατί πάντα έβγαιναν έξω μαζί. Παρ’ όλο που λένε  - και ισχύει σ’ ένα μεγάλο βαθμό – ότι τα προάστια είναι σαν την επαρχία, με την έννοια ότι όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και ξέρουν σχεδόν τα πάντα ο ένας για τον άλλον, σ’ αυτή την περίπτωση το πυκνό μυστήριο που κάλυπτε τα πάντα γύρω από την Άννα και τη Μαρία δεν έλεγε να διαλυθεί. Κι έτσι για όλους τους άλλους ήταν απλά ‘τα κορίτσια’, και όλοι τις ήξεραν από μακριά, χωρίς κανένας να τις γνωρίζει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δε χαμογελούσαν ποτέ.

Κάποια μέρα, δεν είναι πολύς καιρός, είδα μόνη της τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο και μου έκανε μεγάλη εντύπωση που η Άννα δεν ήταν μαζί της. Την είδα αργότερα και δεύτερη και τρίτη φορά – τότε πρόσεξα ότι ήταν ντυμένη στα μαύρα - την τέταρτη άρχισα ν’ ανησυχώ. Και ποιον να ρωτήσω, αφού δεν ήξεραν καν πώς τις έλεγαν. Ώσπου σ’ ένα από τα πρακτορεία συνοικιακών ειδήσεων, εκείνα τα μέρη που πας και κόβεις τα μαλλιά σου και μετά έχεις την ψευδαίσθηση ότι έγινε η πιο ριζοσπαστική και εντυπωσιακή αλλαγή στη ζωή σου, έμαθα ότι η Άννα είχε πεθάνει. Εννοείται φυσικά πως περίμενα ότι κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί, αφού αυτή θα ήταν και η μοναδική περίπτωση που η Μαρία θα έβγαινε έξω χωρίς εκείνη.

Αναρωτιέμαι αν η Μαρία και η Άννα παρατηρούσαν εμάς τους ‘άλλους’ όπως εμείς παρατηρούσαμε εκείνες. Κι αν εμείς, που υποτίθεται πως ζούμε στον κανονικό κόσμο, τους φαινόμασταν αλλόκοτοι και ιδιόρρυθμοι με την εντελώς προβλέψιμη συμπεριφορά μας. Βλέπω αρκετές φορές τη Μαρία να μπαίνει στο λεωφορείο ντυμένη στα μαύρα, και να κάθεται στην αγαπημένη της θέση, στην εξωτερική πλευρά, πλάι στο παράθυρο. Εξακολουθεί να κάνει τη διαδρομή της, με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα, χωρίς να μιλάει σχεδόν ποτέ και σπάνια κοιτάζει τους άλλους γύρω της. Κάποια μέρα το λεωφορείο θα περάσει από τη στάση της κι εκείνη δε θα είναι εκεί – δε θα είναι πια πουθενά, κι από κείνη τη μέρα και πέρα κάθε ίχνος από τα κορίτσια που πέρασαν όλη τους τη ζωή αγέλαστα θα έχει οριστικά πια χαθεί, μαζί και όλο το μυστήριο της ύπαρξής τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2014
http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/2517-verina-xoreanthi