27 November 2018

Βασίλης Κουτσιαρής: Πορτοκαλάδα Σλουρπ! & Δεν θα σε πειράξει κανείς,

Με δύο διαφορετικά αλλά εξίσου καίρια και διαχρονικά θέματα που αφορούν (και) τα παιδιά, την ανεξέλεγκτη περιέργεια και την ύπαρξη ή μη των ορίων της αδελφικής αγάπης, καταπιάνεται στα δύο τελευταία του βιβλία ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Βασίλης Κουτσιαρής.

Την περιέργεια και την επιθυμία για το “απαγορευμένο” σχολιάζει εύστοχα και διασκεδαστικά στο χιουμοριστικό “Πορτοκαλάδα Σλουρπ!”, μέσα από την ιστορία ενός μικρού ανώνυμου αφηγητή ο οποίος, παρακινημένος από την ακατανίκητη λαχτάρα του να δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό – την πορτοκαλάδα με το ανθρακικό, στην προκειμένη περίπτωση – προκαλεί άθελά του μια αλυσίδα καταστάσεων και αντιδράσεων που πολύ γρήγορα ξεφεύγουν από τον έλεγχό του και διογκώνονται δυσανάλογα με την βαρύτητα της δικής του πράξης.

Με γλαφυρότητα, γρήγορο ρυθμό και καλόγουστο χιούμορ, ο συγγραφέας βάζει αρχικά σε πρώτο πλάνο τον μικρό ήρωα και στη συνέχεια τον τοποθετεί στο κέντρο των γεγονότων που προκλήθηκαν εξαιτίας της δικής του παρορμητικής συμπεριφοράς. Μέσα στον μικρόκοσμο του παιδιού, οι μπάμιες που αναγκάζεται να φάει φαντάζουν σαν ανυπόφορη αγγαρεία, κανονικό βασανιστήριο. Από την άλλη, το να απολαύσει κρυφά απ’ όλους την πορτοκαλάδα με το ανθρακικό παίρνει μέσα στο μυαλό του διαστάσεις ανδραγαθήματος. Πόσο έτοιμος όμως είναι να αντιμετωπίσει τις αναπάντεχες συνέπειες όταν αποφασίσει να πάει ενάντια στην “εξουσία” και να κάνει το δικό του;

Η συνειδητοποίηση ότι οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο στο κοινωνικό μας περιβάλλον έρχεται, τις περισσότερες φορές, μέσα από γκάφες που κάνουμε όταν είμαστε παιδιά. Μέχρι να συμβεί αυτό, θεωρούμε ότι είμαστε μονάδες ανεξάρτητες από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο μικρός πρωταγωνιστής του “Πορτοκαλάδα Σλουρπ!” παίρνει το μάθημά του με τρόπο που δεν χωράει αμφισβήτηση, και είναι σίγουρο ότι θα το σκεφτεί πάρα πολύ την επόμενη φορά που θα μπει στον πειρασμό να κάνει κάποια ατασθαλία.

Οι πολύχρωμες, ολοζώντανες εικόνες της Ναταλίας Καπατσούλια, με έμφαση στα καρτουνίστικα, εκφραστικά πρόσωπα συμβάλλουν τα μέγιστα στο παιχνιδιάρικο κλίμα του βιβλίου, η ιστορία του οποίου ωστόσο, παρά την ανάλαφρη προσέγγιση του θέματος, περνάει μηνύματα άμεσα και ουσιαστικά.

Σε τελείως άλλο κλίμα, αλλά εξίσου εύστοχο, το “Δεν θα σε πειράξει κανείς” ξαφνιάζει με τον άμεσο και βαθύτατα συγκινητικό τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα. Με λέξεις σχεδόν μετρημένες, κείμενα σύντομα σε κάθε σελίδα όπου τίποτα δεν περισσεύει, ο Ματίας, ο ατίθασος γάτος που κάνει συνεχώς σκανταλιές, μάς συστήνεται χωρίς περιστροφές. Η αφήγηση εξελίσσεται σε ήρεμο τόνο, ωστόσο αρχίζεις σύντομα να αναρωτιέσαι τι μπορεί να έχει στο μυαλό του και γιατί έχει βαλθεί να ξυρίσει όλη τη γούνα του. Με την ίδια απλότητα, έρχεται αναπάντεχα και η απάντηση, η οποία μπορεί και να σοκάρει, με την καλή έννοια, όποιον δεν έχει υποψιαστεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πού το πήγαινε ο συγγραφέας.

Ο Κουτσιαρής επιλέγει τη γάτα για να αντιπροσωπεύσει το ατίθασο παιδί με την χρυσή καρδιά, εντάσσοντας σε αυτό το δυνατό σύμβολο πολλά στοιχεία που αξίζει να επισημανθούν. Είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι η γάτα επέλεξε μόνη της να παραμείνει κοντά στον άνθρωπο, και είναι ένα ζωάκι με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Χωρίς να απαρνείται την άγρια φύση της (ας μην το ξεχνάμε: η γάτα δεν εκπαιδεύεται ούτε και εξημερώνεται – είναι απλά προσαρμοστική και απολαμβάνει τη συντροφιά), είναι φιλική, δένεται με τον άνθρωπο και διαθέτει πολύ ξεχωριστή νοημοσύνη και οξυμένο ένστικτο. Είναι διακριτική και δεν την ενδιαφέρει να εκδηλώνει τα συναισθήματά της μόνο και μόνο για να γίνεται αρεστή, καθώς ξέρει κάθε φορά πότε είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να τα δείξει.

Κάπως έτσι λοιπόν και ο Ματίας κρατάει καλά φυλαγμένη μέσα του την απέραντη αγάπη που νιώθει για το αδελφάκι του και δεν τον νοιάζει και τόσο που οι σκανταλιές του είναι αυτές που κυρίως τον χαρακτηρίζουν. Ξέρει ο ίδιος πως όταν έρθει η ώρα, θα κάνει αυτό που πρέπει και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο, και αυτό του φτάνει.

Κι εδώ η εικονογράφηση, της Κατερίνας Βερούτσου αυτή τη φορά, παίζει ρόλο καθοριστικό. Χρώματα έντονα αλλά ονειρικά, με τα μάτια του Ματίας να κυριαρχούν με την θλιμμένη προσμονή τους, και την τρυφερότητα των γραμμών να προσδίδει ευαισθησία στις εικόνες που αγκαλιάζουν το κείμενο σε κάθε σελίδα και που δίνουν υπαινικτικά όσα στοιχεία χρειάζεται ώστε να προετοιμάσουν το έδαφος για την τελική αποκάλυψη χωρίς να την προδίδουν.

Είναι πάρα πολύ σημαντικό για τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τέτοιου είδους βιβλία, τα οποία συνδυάζουν τη σοβαρότητα των θεμάτων με την απλή, άμεση προσέγγιση. Είναι ευχάριστα αισθητικά, εξαιρετικά καλογραμμένα, χωρίς διδακτισμούς ή περιττολογίες και χωρίς να καταφεύγουν σε τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Διαβάζοντάς τα, τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να ευαισθητοποιηθούν και να προβληματιστούν με τρόπο που δεν αντιτίθεται στην ηλικία τους, καθώς παίρνουν από αυτά ερεθίσματα που τους είναι οικεία είτε από το οικογενειακό είτε από το σχολικό περιβάλλον. Μπορούν έτσι να βρουν εύκολα σημεία ταύτισης και να συνειδητοποιήσουν θέματα και έννοιες που θα βρουν μπροστά τους στον δρόμο προς την πνευματική αλλά και συναισθηματική ενηλικίωσή τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/11061-portokalada-slourp-koutsiarhs

20 November 2018

Καρατζάογλαν: Ο σεβντάς για την Ελίφ

Είναι συγκινητική και θαυμαστή η ομορφιά της λαϊκής ποίησης. Φτάνει να σκεφτούμε τα δημοτικά τραγούδια, τόσο πλούσια σε εικόνες, συναισθήματα και νοήματα. Η λαϊκή καλλιτεχνική έκφραση διακατέχεται από έναν αυθορμητισμό και μια αγνότητα που κάνουν τα έργα της να μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, χωρίς περιττολογίες ή στημένα μέσα εντυπωσιασμού. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη λαϊκή ποίηση παγκοσμίως και διαχρονικά, δεν γνωρίζει σύνορα ούτε φυλετικούς ή τοπικούς διαχωρισμούς, γι’ αυτό και όταν ακούμε ένα δημοτικό τραγούδι μιας άλλης χώρας, για παράδειγμα, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα του, μας συγκινεί το ίδιο. Είναι γιατί οι λαοί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν υποφέρει το ίδιο από εθνικά μίση και πολέμους, οι άνθρωποι πάντα αναζητούν την αγάπη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης – είναι κοινές οι ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων, κοινοί και οι αγώνες αλλά και οι καθημερινές χαρές.

Σαν συνέχεια των δημοτικών προφορικών παραδόσεων, οι λαϊκοί ποιητές που έζησαν ανά τους αιώνες έχουν αφήσει μια εξίσου σημαντική και πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά. Κάτι που, φυσικά, ισχύει για όλα τα έθνη, όλους τους λαούς. Ο Καρατζάογλαν, ή Σιμαΐλ, ή Χαλίλ, ή Χασάν, ήταν ένας Τούρκος λαϊκός ποιητής του 17ου αιώνα που αγαπούσε πολύ τις γυναίκες. Ήταν ένας καλοκαμωμένος μελαχρινός άντρας με εκφραστικά μάτια. Έπαιζε σάζι και τραγουδούσε τα ποιήματα που έγραφε ο ίδιος, αφιερωμένα στις γυναίκες που του είχαν κλέψει την καρδιά. Περιπλανιόταν σε πόλεις και χωριά της Ανατολίας, έφτασε μέχρι τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο, με τους απλούς αλλά τόσο συγκινητικούς του στίχους να τον κάνουν όλο και περισσότερο γνωστό και αγαπητό, μετατρέποντάς τον με τον καιρό σε έναν θρύλο. 

Σε κάποιο από αυτά τα ταξίδια του, περνώντας έξω από έναν κήπο με τριανταφυλλιές, διέκρινε ανάμεσα στα πανέμορφα λουλούδια με το υπέροχο άρωμα που τον είχε εκστασιάσει, την εκτυφλωτικά όμορφη φιγούρα μιας κοπέλας. Καθώς ήταν και επιρρεπής στα σκιρτήματα του έρωτα, ένιωσε ευθύς κεραυνοβολημένος. Αυθόρμητα άρχισε να τραγουδάει, τραβώντας την προσοχή της κοπέλας η οποία είχε γίνει, αναπάντεχα, η Μούσα του. Τον πλησίασε και στάθηκε για να τον ακούσει να λέει το τραγούδι του μέχρι το τέλος και τότε έκανε να φύγει. Εκείνος φοβήθηκε ότι μπορεί και να μην την ξαναέβλεπε ποτέ, και βιάστηκε να τη σταματήσει, παρακαλώντας την να του πει το όνομά της. Η κοπέλα γύρισε και ψιθύρισε “Ελίφ”.

Δεν ξέρουμε φυσικά αν έτσι ακριβώς έγινε η πρώτη μοιραία συνάντηση του Καρατζάογλαν με την Ελίφ. Είναι μια ιστορία που τη γνωρίζουν και την αφηγούνται σε όλη την Τουρκία, οπωσδήποτε με την απαραίτητη προσθήκη γοητευτικών λεπτομερειών που προσδίδουν ακόμα μία μυθιστορηματική πτυχή στην ήδη περιπετειώδη ζωή του. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο έρωτας του Καρατζάογλαν για την Ελίφ έγινε η αφορμή να γεννηθεί ένα βαθιά ερωτικό και ταυτόχρονα συγκινητικά τρυφερό ποίημα εμπνευσμένο από εκείνη και αφιερωμένο σ’ αυτήν. Είναι ένας ύμνος στην κοπέλα που τον μάγεψε, στην ομορφιά της, στον έρωτα που ο αισθαντικός λαϊκός ποιητής νιώθει γι’ αυτήν.

“Πέφτει ανάερα το χιόνι κι ενώ θαμπώνει
Ελίφ Ελίφ πέρ’ απόμακρα λαλεί
Η τρελή καρδιά μου πώς βαλαντώνει
Τους δρόμους παίρνει κι Ελίφ Ελίφ παραμιλεί.”

Περιγράφει την καλή του με κάθε λεπτομέρεια, και σε κάθε λεπτομέρεια ξεχειλίζει και ο έρωτας που νιώθει γι’ αυτήν:

“Της Ελίφ τα φρύδια είναι κοντυλένια και σμιχτά
Το λακκάκι εκειδά στο στήθος με κεντά
Τ’ αλαβάστρινά της χέρια πένα και χαρτί κρατούν
Όταν γράφει Ελίφ Ελίφ κι εκείνα λαλούν.”

Και κλείνει το ποίημά του εκφράζοντας με τρόπο σχεδόν αφοριστικό την αφοσίωσή του σ’ αυτήν:

“Εγώ ο Καρατζάογλαν, σκλάβος σου θενά γίνω
Άλλες αγάπες στην καρδιά μου δε χωρούν
Του γιλέκου τα κορδόνια ξελύνω
Ελίφ Ελίφ κι ετούτα λαλούν.”

Ο έρωτάς του για την Ελίφ δεν πέρασε απαρατήρητος από κανέναν. Σύντομα διάφορες σχετικές φήμες έφτασαν και στ’ αυτιά του άντρα της, αναγκάζοντας τον Καρατζάογλαν να φύγει από την πόλη με πόνο ψυχής. 

Ωστόσο η Ελίφ δεν ήταν η μόνη θηλυκή ύπαρξη που τον ενέπνευσε. Σ’ όλη του τη ζωή μαγευόταν από τις γυναίκες και τις εξυμνούσε μέσα από τα ποιήματά του. Αργότερα ερωτεύτηκε τη Σούνα, την κόρη ενός άρχοντα τον οποίο είχε γνωρίσει τυχαία κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού ποίησης. Ο Καρατζάογλαν ζήτησε να συμμετάσχει και όπως ήταν αναμενόμενο, τους μάγεψε όλους με τα τραγούδια του και ανακηρύχθηκε νικητής. Ο άρχοντας έγινε μέντοράς του και τον καλούσε συχνά στην έπαυλή του για να απαγγέλλει τα ποιήματά του και να τραγουδάει τα τραγούδια του. Σε κάποια από αυτές τις επισκέψεις, γνώρισε και τη Σούνα, η οποία τον γοήτευσε αμέσως. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ασυγκίνητη, του ζήτησε μάλιστα να της γράψει ένα ποίημα, αποκλειστικά για εκείνη. Κι αυτός δεν της χάλασε το χατίρι. Παραδόξως ο άρχοντας, παρά την αρχική συμπάθεια που είχε για τον Καρατζάογλαν, εξοργίστηκε όταν έμαθε για τη σχέση τους και τον έκλεισε τη φυλακή. Η Σούνα τον βοήθησε να δραπετεύσει, όμως αρνήθηκε να τον ακολουθήσει καθώς δεν ήθελε να στερηθεί τα πλούτη της οικογένειάς της.

Ο Καρατζάογλαν δεν πτοήθηκε. Συνέχισε τις περιπλανήσεις του συνθέτοντας ποιήματα και ποτέ δεν ήταν μόνος για πολύ. Όλο και κάποια όμορφη κοπέλα θα βρισκόταν στο δρόμο του, για την οποία εκείνος με τη σειρά του θα εκφραζόταν με το ίδιο πάθος. 

“Γόησσα, που κρυφολιώνω για τα μάτια τα μελιά σου
Δείξε μου την ομορφιά σου, ήρθα να τη δω
Το φιλί σου, λένε, γιαίνει κάθε πόνο
Είν’ αλήθεια, αγάπη μου; - να ρωτήσω ήρθα.”

Δεν αφήνει όμως αμέτοχη τη φύση, η οποία συμπάσχει μαζί του καθώς ανυπομονεί να δει την καλή του:

“Ο κόσμος μου όλος χάθηκε, λέει ο Καρατζάογλαν
Σε πέλαγο άγριο η καρδιά μου παραδέρνει
Αχ, αεράκι της αυγής, γλυκοχαράζει
Μ’ αλίμονο, η λυγερή αγάπη μου δε φάνηκε.”

Τη φύση επιστρατεύει και για να εκφράσει με γλαφυρότητα τα βάσανα της αγάπης:

“Στον ουρανό της σα γεράκι όπως πετούσα
Στο πέλαγό της σαν πέρδικα όπως γλιστρούσα
Στον ποταμό του Παραδείσου της όπως ξεδιψούσα
Ξόβεργες μου έστησε σ’ άνυδρες πηγές.”

Η δουλειά του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Δημήτρη Χουλιαράκη, ο οποίος υπογράφει και το ιδιαίτερα κατατοπιστικό και απολαυστικό επίμετρο, είναι εξαιρετική. Έχει μεταφράσει από τα τουρκικά τα ποιήματα, αποδίδοντας με ευαισθησία και ευστοχία τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, με έμφαση πότε στην κυριολεκτική και πότε στην αλληγορική / συμβολική τους σημασία. Αλλά και το βιβλίο, σαν εικόνα, είναι άρτιο, με το γαλάζιο εξώφυλλο το οποίο στολίζει ένας τρυφερός πίνακας του Ομέρ Φαρούκ Αταμπέκ: ο λαϊκός ζωγράφος έχει συνθέσει μια υδατογραφία πάνω σε φύλλο δέντρου, όπου ο λαϊκός τραγουδιστής – ποιητής απεικονίζεται με το σάζι του, να τραγουδάει για την καλή του που τον ακούει συγκινημένη μέσα σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό τοπίο το οποίο αναπαρίσταται μινιμαλιστικά με πολύχρωμα λουλούδια και φυτά. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει απόλυτα τη ζωή και την έμπνευση του Καρατζάογλαν.

Από το 1997, ο τάφος του λειτουργεί σαν μαυσωλείο. Βρίσκεται σε έναν λόφο που φέρει το όνομά του,  σε ένα χωριό της περιφέρειας όπου πιστεύεται ότι έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του. 

“Έγινα στάχτη, πέθανα, λέει ο Καρατζάογλαν
Ό,τι λογής αποκοτιά υπήρχε, εγώ την έκανα
Κι αφού τριγύρισα, βγήκα για να σ’ ανταμώσω
Μα εσύ στ’ αντάμωμα δεν ήσουνα.”

Οι συμπατριώτες του ωστόσο, οι άνθρωποι της Ανατολίας, δεν πιστεύουν ότι πέθανε – θεωρούν ότι με τα θαυμάσια ποιήματά του, από τα οποία έχουν διασωθεί πάνω από πεντακόσια, εξασφάλισε την αθανασία και ξεγέλασε τον θάνατο. Και κατά μία έννοια έχουν δίκιο, αφού τα έργα μένουν πίσω, κρατώντας ζωντανούς τους δημιουργούς τους στην αιωνιότητα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/11014-o-sventas-gia-thn-elif

17 November 2018

Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Μπελ Ρεβ Live

Το διπλό CD “Μπελ Ρεβ” της Νατάσσας Μποφίλιου αποτελεί την δισκογραφική κατάθεση μιας σειράς ζωντανών μουσικών παραστάσεων με τον ίδιο τίτλο, που η αξιόλογη τραγουδίστρια πραγματοποίησε μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες της Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμο Ευαγγελάτο μέσα στο 2017 και το 2018. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2017 στο Διογένης Studio, ωστόσο η συγκεκριμένη ηχογράφηση είναι από την περασμένη άνοιξη (συγκεκριμένα από τις 24 και 31 Μαρτίου), οπότε και πραγματοποιήθηκαν για έναν περιορισμένο αριθμό ημερομηνιών στο Gazi Live.

Αναμφισβήτητα μια από τις πιο χαρισματικές ερμηνεύτριες της νέας γενιάς, η Νατάσσα Μποφίλιου έχει την ικανότητα να ξεδιπλώνει το ταλέντο της με εντυπωσιακή άνεση και αμεσότητα στις ζωντανές εμφανίσεις και τις συναυλίες. Κάποιοι τραγουδιστές αποδίδουν καλύτερα στο στούντιο, άλλοι είναι καλύτεροι στο live, η Νατάσσα Μποφίλιου, ωστόσο, είναι εξίσου εξαιρετική και στα δύο. Αυτό οφείλεται φυσικά στην δυνατή, εκφραστική φωνή της με το σπάνιο ηχόχρωμα, στην συναισθηματική συμμετοχή της στα τραγούδια που ερμηνεύει, στην θεατρικότητα της ερμηνείας της. Γεννημένη στην Αθήνα, με σπουδές στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής αλλά και κάτοχος πτυχίου πιάνου και θεωρίας από το Εθνικό Ωδείο, ξεκίνησε την καριέρα της συμμετέχοντας σε συναυλίες του Χρόνη Αηδονίδη. Το 2005 παρουσίασε την πρώτη δική της προσωπική δισκογραφική δουλειά (“Εκατό μικρές ανάσες”), και αμέσως έκανε αίσθηση τόσο με τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχε συναισθηματικά στις ερμηνείες της, αλλά και με την ποιότητα των τραγουδιών της. Εξακολουθεί μέχρι σήμερα, ύστερα από εννιά προσωπικούς δίσκους, πολλές συμμετοχές και αξιομνημόνευτες live εμφανίσεις και συναυλίες, να διαθέτει ένα φανατικό κοινό και να συγκινεί με τις μοναδικές της ερμηνείες.

Τα τραγούδια της, τα περισσότερα σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, πάντα μελωδικά και αισθαντικά, συνήθως μέσα σε ένα κλίμα νοσταλγίας και αστικής μελαγχολίας, συνδυάζουν την αμεσότητα με την υψηλή αισθητική, τόσο όσον αφορά τους στίχους όσο και τη μουσική. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, ταλαντούχος στιχουργός με σπουδές στο θέατρο, έχει συνδέσει την καλλιτεχνική του πορεία με την Νατάσσα Μποφίλιου και έχει γράψει γι’ αυτήν στίχους που έχουν ένα ξεχωριστό ύφος και στίγμα. Αντίστοιχα και ο Θέμης Καραμουρατίδης, συνθέτης με πλούσιο βιογραφικό του οποίου οι συνθέσεις διαθέτουν ένα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο ύφος και πάντα βρίσκουν την ιδανική ερμηνεύτρια στη φωνή και το πρόσωπο της Νατάσσας Μποφίλιου, συνεργάζεται με την τραγουδίστρια από την αρχή σχεδόν της καριέρας της. Οι τρεις τους έχουν δημιουργήσει, ουσιαστικά, ένα μουσικό συγκρότημα το οποίο μοιάζει περισσότερο σαν μια παρέα καλών φίλων που συζητάνε, γελάνε, αναπολούν, συγκινούνται, θυμώνουν, χαίρονται, μελαγχολούν, και όλα αυτά τα εκφράζουν μέσα από τα τραγούδια τους και τα μοιράζονται με το κοινό. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και το μεγάλο ταλέντο τους, δεν είναι τυχαίο που αγαπήθηκαν τόσο πολύ από το κοινό. Εκπέμπουν μια οικειότητα, μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα αλλά από περιωπής – είναι κάτι που το αντιλαμβάνεται κανείς όχι μόνο αν έχει την τύχη να τους παρακολουθήσει σε ζωντανή εμφάνιση, αλλά και απλώς ακούγοντας τα τραγούδια τους.

Στο κυρίως υλικό του “Μπελ Ρεβ” ακούμε την Νατάσσα Μποφίλιου σε κάποια από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα τραγούδια της καριέρας της, χάρις στα οποία το κοινό την γνώρισε και την αγάπησε (Το μέτρημα, Οι μέρες του φωτός, Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει, Βαβέλ, Οι τελευταίες μέρες, Εν λευκώ, μεταξύ άλλων), ενώ αποδίδει με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο το Nel giardino dell’ amore του Χοσέ Φελισιάνο, που έρχεται από τέλη της δεκαετίας του ‘60, γεφυρώνοντας έτσι το παρελθόν με το παρόν στο μουσικό αυτό ταξίδι. Τα κομμάτια έχουν επιλεγεί με γνώμονα την δυναμική τους σε μια ζωντανή παράσταση και λειτουργούν άψογα και σαν συνολικό ακρόαμα, ξεκινώντας με τις αργές, υποβλητικές ρετρό νότες του intro Belle Reve, το οποίο σύντομα δίνει τη σκυτάλη στο τρυφερά αισιόδοξο, αντίστοιχό του, Όμορφο Όνειρο, ένα τραγούδι που δημιουργεί το πιο κατάλληλο κλίμα για τις μελωδικές ιστορίες που διαδέχονται η μια την άλλη στη συνέχεια, άλλες πιο χαρούμενες, άλλες κάπως θλιμμένες, αλλά όλες εξίσου γοητευτικές, δημιουργημένες και ερμηνευμένες με ταλέντο, κέφι και αγάπη.

Στο CD συμπεριλαμβάνεται και η ενότητα Diesi In Concert, με εφτά κομμάτια, κυρίως διασκευές, που ηχογραφήθηκαν στο στούντιο του Δίεση 101,3 στις 22 Φεβρουαρίου 2018, στα πλαίσια του εορτασμού του ραδιοφωνικού σταθμού για τα 20 χρόνια παρουσίας του στα ερτζιανά. Το Χάθηκε το φεγγάρι του Σταύρου Ξαρχάκου και το Μάημ’ Μάημ’ του Πάνου Τζαβέλα είναι δύο στιγμές που αξίζει να προσεχτούν περισσότερο, καθώς αναδεικνύουν με έναν τρόπο διαφορετικό την εκφραστικότητα και το εύρος της ερμηνευτικής της γκάμας της Μποφίλιου.

Οι ενορχηστρώσεις είναι του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος συνοδεύει την Νατάσσα Μποφίλιου παίζοντας πιάνο, μαζί με μια ομάδα εξαιρετικών μουσικών και την υπέροχη Ορχήστρα Εγχόρδων “Μπελ Ρεβ”.


Η κριτική δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/10972-karamouratidhs-mpifiliou