23 February 2017

Συνέντευξη στην Πέρσα Κουμούτση


Πώς ορίζεται το μετάφρασμα από τους ίδιους τους μεταφραστές; Πότε πετυχαίνει και πότε αποτυγχάνει να μεταφέρει αυτούσιο το έργο ενός συγγραφέα, τη φιλοσοφία του, τα υπόγεια όσο και φανερά μηνύματα του; Και πόσο δύσκολο είναι να αναμετρηθεί κανείς με το έργο ενός δημιουργού που έχει ξεπεράσει τα στενά σύνορα του τόπου του; Στα αλήθεια, τι απαιτείται από τον μεταφραστή, ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρει επιτυχώς στη γλώσσα του ένα κείμενο χωρίς να προδώσει το πρωτότυπο έργο; Αλλά κυρίως, σε ποιο βαθμό ο μεταφραστής μετέχει ουσιωδώς σε αυτό; Στο πλαίσιο του αφιερώματος που ετοιμάσαμε, ρωτήσαμε καταξιωμένους μεταφραστές και είχαν την ευγενική καλοσύνη να μας καταθέσουν τις απόψεις τους. Στο σημερινό τεύχος δημοσιεύουμε τις απόψεις της μεταφράστριας Βερίνας Χωρεάνθη, η οποία παράλληλα με την εξαιρετικά πυκνή μεταφραστική της δραστηριότητα, έχει δημοσιεύσει και δικά της λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα και χρονογραφήματα σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά.

Συνέντευξη- επιμέλεια αφιερώματος: Πέρσα Κουμούτση

-Πώς θα ορίζατε επιγραμματικά το μετάφρασμα, κυρία Χωρεάνθη;

Το «μετάφρασμα» είναι το έργο που παράγεται από την απόδοση ενός κειμένου σε μία γλώσσα διαφορετική από την αρχική του, και το οποίο διατηρεί την ταυτότητα του πρωτοτύπου, έχοντας ωστόσο και δική του οντότητα.

-Άραγε οι μεταφραστές ενδίδουν ποτέ στον πειρασμό μιας «υπερερμηνείας», δηλαδή σε μια εξεζητημένη απόδοση του αρχικού κειμένου, όταν νιώθουν ότι αυτό αποκλίνει από τα δικά τους πρότυπα αισθητικής και φιλοσοφίας;

Προσωπικά δεν μου έχει τύχει ποτέ αυτό. Γενικά είμαι της άποψης ότι αν ο συγγραφέας θέλει να αποδώσει κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, αυτό πρέπει να γίνεται σεβαστό από τους αποδέκτες του έργου του – είτε πρόκειται για τους μεταφραστές, είτε για τους αναγνώστες. Κι αν ο συγγραφέας θεωρεί ότι αυτό που θέλει να πει πρέπει να το πει υπερβολικά λιτά ή ωμά, ανάλογα πρέπει αυτό να αποδοθεί και στη γλώσσα του μεταφραστή. Διαφωνώ δηλαδή λίγο με την τακτική του να «διορθώνω» ότι δε μου αρέσει, γιατί ο τρόπος έκφρασης του καθενός είναι διαφορετικός κι αν ο μεταφραστής παρασυρθεί από τις δικές του αντιλήψεις για το τι είναι ωραίο, εύκολα μπορεί να λοξοδρομήσει και να ξεφύγει κατά πολύ από το αρχικό κείμενο, κάτι που τις περισσότερες φορές έχει σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση του ύφους του συγγραφέα και, κατά συνέπεια, του «κλίματος» του έργου.

-Πότε το μετάφρασμα μειώνει το έργο και πότε το αναδεικνύει;

Σε μεγάλο βαθμό αυτό έχει να κάνει με τη μετάφραση που θα γίνει στο κάθε κείμενο, από την άλλη ωστόσο, επειδή από τη στιγμή που ο μεταφραστής παραδίδει το έργο, εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες μέχρι την τελική έκδοσή του, ενδέχεται να υπάρξουν παρεμβάσεις που μπορεί να μην ευνοούν το μεταφρασμένο κείμενο. Γενικά ωστόσο πιστεύω ότι μια μετάφραση που μένει πιστή στο πρωτότυπο κείμενο με συγκεκριμένα περιθώρια δημιουργικών παρεμβάσεων από την πλευρά του μεταφραστή που δεν είναι σε βάρος του πρωτοτύπου και που με τη σειρά της σαν κείμενο λειτουργεί στη γλώσσα της απόδοσης εξίσου καλά, είναι σε γενικές γραμμές βέβαιο ότι θα αναδείξει το πρωτότυπο έργο.

-Πώς θα περιγράφατε τη σχέση συγγραφέα-μεταφραστή;

Θα έλεγα ότι ο μεταφραστής είναι ένας διαμεσολαβητής, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα στον συγγραφέα και το κοινό. Υπάρχουν βιβλία που δεν θα έφταναν ποτέ στο κοινό μιας χώρας αν δεν υπήρχε κάποιος να τα μεταφράσει, καθώς δεν είναι όλοι τόσο επαρκείς γνώστες ξένων γλωσσών ώστε να είναι σε θέση να διαβάζουν βιβλία από το πρωτότυπο. Ύστερα, είναι και η πνευματική «επικοινωνία» του μεταφραστή με τον συγγραφέα – πολλές φορές ο μεταφραστής ουσιαστικά καλείται να μπει στο μυαλό του συγγραφέα για να κατανοήσει τις ενδόμυχες σκέψεις και προθέσεις του, ή τουλάχιστον να τις ερμηνεύσει προτού επιχειρήσει να τις αποδώσει στη γλώσσα του. Αν και αυτό που κάνει ο μεταφραστής είναι να ξαναγράφει ένα πρωτότυπο κείμενο από την αρχή, αυτή η διαδικασία μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι ιδιαίτερα δημιουργικό για τον μεταφραστή, ανάλογα με το πόση ταύτιση ύφους μπορεί να επιτύχει με τον συγγραφέα και, στο τέλος της μέρας, πόσο το έργο που καλείται να μεταφράσει αρέσει και στον ίδιο σαν ανάγνωσμα.

-Είστε υπέρ της πιστής μετάφρασης ή της απόδοσης ενός κειμένου; Ποιά η διαφορά;

Αυτό είναι κάτι που το υπαγορεύει το ίδιο το κείμενο που έχεις μπροστά σου – εξαρτάται, δηλαδή, από το πόσο καλογραμμένο είναι ή όχι, και κατά πόσο το ύφος του συγγραφέα μπορεί να αποδοθεί ικανοποιητικά στην μητρική μας γλώσσα. Για παράδειγμα, είχα την τύχη να μεταφράσω το μυθιστόρημα του Κολμ Τοϊμπίν “The Story of the Night” (κυκλοφόρησε με τον τίτλο Λίγο πριν την αυγή από τις εκδόσεις Φυτράκη), ένα βιβλίο τόσο άρτιο και τόσο εξαιρετικά γραμμένο, που η μετάφρασή του ήταν απόλαυση και μου έδινε το έναυσμα να γίνω δημιουργική στη μεταφραστική διαδικασία, μένοντας ωστόσο απόλυτα πιστή στο ύφος και τις αποχρώσεις του κειμένου. Σε όλη τη μεταφραστική μου πορεία, το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν κι εξακολουθεί να είναι το ωραιότερο που έχω μεταφράσει από σύγχρονη λογοτεχνία. Από την άλλη, βέβαια, όταν έχεις να κάνεις με βιβλία που «πάσχουν» για διάφορους λόγους, αναγκάζεσαι να «αυτοσχεδιάσεις» κατά κάποιον τρόπο, αλλά πάντα σε λογικά πλαίσια, ώστε το τελικό κείμενο να μπορεί να λειτουργήσει στη γλώσσα της απόδοσης. Όσο για τη διαφορά μετάφρασης – απόδοσης, η διαχωριστική γραμμή είναι άλλοτε ευκρινής και άλλοτε όχι και τόσο. Θα έλεγα ότι απόδοση καλούμαστε να κάνουμε όταν, για παράδειγμα, έχουμε μπροστά μας μια ιδιωματική έκφραση που φυσικά δε μπορεί να μεταφραστεί κατά λέξη, κι αν δεν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στη γλώσσα που μεταφράζουμε, θα την αποδώσουμε περιφραστικά.

-Είναι εύκολο να συμμεριστεί ο μεταφραστής το πνεύμα, τη φιλοσοφία του δημιουργού, όταν απέχει πολύ από την κουλτούρα του; Όταν δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς το πνευματικό / πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται το πρωτότυπο έργο;

Ίσως να μην είναι τόσο εύκολο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, μέσα από την ενασχόληση και την εξοικείωση με το κείμενο. Επίσης η εμπειρία του μεταφραστή βοηθάει πολύ σ’ αυτό. Είναι σα να βλέπεις μια ταινία από μια ξένη χώρα, της οποίας τα ήθη δεν γνωρίζεις, ωστόσο παρακολουθώντας την μπαίνεις σιγά σιγά στο πνεύμα και αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τι θέλει να πει. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη μετάφραση ενός ανάλογου κειμένου, μόνο που εδώ χρειάζεται και πολλή επιπλέον δουλειά από τον μεταφραστή – έρευνα, αναζήτηση, λήψη πληροφοριών – αν θέλει να είναι το έργο του συνεπές στο πρωτότυπο και να είναι, σε τελική ανάλυση, και ο ίδιος σε θέση να κάνει τη μετάφραση χωρίς να «σκοντάφτει» – να φτάσει στο σημείο, δηλαδή, να κατέχει το κείμενο όσο καλύτερα μπορεί.

-Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η μετάφραση που προέρχεται από ενδιάμεση γλώσσα μειώνει την αξία του πρωτοτύπου. Ποια είναι η δική σας άποψη και σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι «παραποιείται» το αυθεντικό κείμενο;

Αυτό ίσως δε μπορεί να το πει κανείς με απόλυτη βεβαιότητα, γιατί τις περισσότερες φορές που έχουμε να κάνουμε με μεταφράσεις αυτής της κατηγορίας, τα πρωτότυπα κείμενα προέρχονται από γλώσσες που ελάχιστοι γνωρίζουν και επομένως είναι δύσκολο να διαπιστώσεις αν και κατά πόσο έχει γίνει πιστή απόδοση. Γεγονός πάντως είναι ότι όσο πιο περίπλοκη είναι η μεταφραστική διαδικασία, τόσο πιο πιθανό είναι να «αλλοιωθεί» το αρχικό κείμενο – γίνεται λίγο σαν το χαλασμένο τηλέφωνο. Αλλά και πάλι, είναι θέμα πρωτίστως των μεταφραστών. Αν ο ενδιάμεσος μεταφραστής μείνει πιστός στο αρχικό έργο, ο δεύτερος μεταφραστής δεν έχει κανένα λόγο να μην κάνει το ίδιο με το κείμενο που θα πάρει στα χέρια του.


Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Φεβρουάριο του 2017, στα πλαίσια του αφιερώματος στη λογοτεχνική μετάφραση
http://fractalart.gr/verina-choreanthi/

12 February 2017

Διάφοροι: Amour, Ερωτική Ανθολογία

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη συλλογή με επιλογές από κείμενα κλασικών συγγραφέων με κοινό παρονομαστή το ερωτικό στοιχείο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα, με τον τίτλο «Amour – Ερωτική Ανθολογία», σε μια πολύ όμορφη και καλαίσθητη έκδοση η οποία εκτός από εξαιρετικό ανάγνωσμα, αποτελεί και μια υπέροχη ιδέα για δώρο, και όχι μόνο σε όσους είναι ερωτευμένοι.

Ο έρωτας πάντα αποτελούσε – και σίγουρα θα συνεχίσει ν’ αποτελεί – ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για όλες τις μορφές καλλιτεχνικής και δημιουργικής έκφρασης. Στη λογοτεχνία, από την εποχή του Ομήρου, των αρχαίων ελλήνων τραγωδών, των λυρικών ποιητών, έχει υμνηθεί, αναλυθεί, ερευνηθεί και εκφραστεί με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο. Φυσική συνέχεια αυτής της εξαιρετικά μεγάλης παραγωγής είναι και τα έργα σπουδαίων και κλασικών συγγραφέων παγκοσμίως, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να συμπεριλάβουν πολλές φορές αυτό το μοναδικό ανθρώπινο συναίσθημα στα έργα τους, καθιστώντας το συχνά – αν όχι σχεδόν πάντα – κινητήρια δύναμη για τις πορείες των ηρώων τους.

Η πρωτοτυπία της συγκεκριμένης συλλογής έγκειται στο ότι τα αποσπάσματα που έχουν επιλεγεί για να την απαρτίσουν δεν αποτελούν (στερεο)τυπικά δείγματα ερωτικής λογοτεχνίας, αλλά ασχολούνται με το θέμα τους και το αναπτύσσουν με πολλές φορές απρόσμενο και ανατρεπτικό τρόπο. Όπως σημειώνει στην κατατοπιστική εισαγωγή της η Έφη Κορομηλά, υπεύθυνη των Εργαστηρίων Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και μεταφράστρια με πλούσιο έργο, η οποία έχει τη γενική επιμέλεια της έκδοσης και έχει κάνει και την επιλογή των πρωτότυπων κειμένων, βασικός σκοπός της ανθολογίας αυτής είναι να δοθεί μια γεύση «από τον έρωτα στη γαλλική λογοτεχνία του 18ου και 19ου αιώνα», με κριτήριο την ποικιλία στην αφήγηση των ιστοριών, είτε αυτό αφορά τη θεματολογία είτε το ύφος – ή και τα δύο.

Η γαλλική λογοτεχνία άλλωστε προσφέρεται κατ’εξοχήν για το θέμα αυτό, κι έχει και μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους παραγωγή, είτε πρόκειται για μυθιστορήματα, είτε για διηγήματα, ποιήματα ή θεατρικά έργα. Στη συγκεκριμένη έκδοση, περιλαμβάνονται δεκατρία κείμενα των Αλέξανδρου Δουμά Υιού (δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την «Κυρία με τις Καμέλιες»), Εμίλ Ζολά (το εισαγωγικό κομμάτι από τα «Παραμύθια για τη Νινόν»), Καζανόβα (οι «Αναμνήσεις από τη Βενετία» από τα «Απομνημονεύματά του), Κρεμπιγιόν Υιού (ένα απόσπασμα από τον «Σοφά»), Ονορέ ντε Μπαλζάκ (ένα κομμάτι από το «Κρίνο στην Κοιλάδα»), Γκυ ντε Μωπασάν (τα διηγήματα «Μια Περιπέτεια στο Παρίσι» και «Το Φιλί») , Ζεράρ ντε Νερβάλ (το διήγημα «Οκτάβια»), Ντενί Ντιντερό (τέσσερα αποσπάσματα από τα «Αδιάκριτα Κοσμήματα), Αββά Πρεβό (ένα κομμάτι από τη «Μανόν Λεσκώ»), Μαρκήσιου ντε Σαντ (το αφήγημα «Το Στρατήγημα του Έρωτα»), Σταντάλ (έξι κεφάλαια από το δοκίμιο «Περί Έρωτος») και Γκυστάβ Φλωμπέρ (ένα απόσπασμα από τη νουβέλα «Πάθος και Αρετή»).

Δεν είναι όλα τα αποσπάσματα από εξίσου γνωστά κείμενα, ούτε απαραίτητα κάτι που θα περίμενε να διαβάσει κανείς από ορισμένους απ’ αυτούς τους δημιουργούς. Κάποια άλλα πάλι είναι εκατό τοις εκατό αντιπροσωπευτικά του ύφους και της θεματολογίας των συγγραφέων τους. Το αφήγημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, για παράδειγμα, κινείται σε εντελώς διαφορετικoύς δρόμους απ’ ό,τι έχουμε ίσως υπ’ όψιν μας για τον συγκεκριμένο συγγραφέα και προσφέρει στον αναγνώστη έναν ιδιαίτερα ευφάνταστο, ανατρεπτικό και ιδιότυπα χιουμοριστικό σχολιασμό των ηθών της εποχής του, μέσα από την αναπάντεχη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια γυναίκα που επιθυμούσε γυναίκες, κι έναν νέο άντρα που του άρεσε να ντύνεται και να φέρεται σαν κορίτσι.

Από την άλλη βλέπουμε στο κείμενο του Εμίλ Ζολά, γραμμένο από τον συγγραφέα στα εικοσιτέσσερά του μόλις χρόνια, όλη την ευαισθησία και το λυρισμό της νεανικής του ηλικίας, με τα συναισθήματα που του γεννάει ο έρωτάς του για τη Νινόν να αναπτύσσονται έμμεσα στις υπέροχες περιγραφές της φύσης της Προβηγκίας η οποία είναι συνυφασμένη με την ανάμνηση της κοπέλας που τόσο είχε αγαπήσει.

Ή αν μιλήσουμε για τα δύο εύστοχα επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Κυρία με τις Καμέλιες», βλέπουμε με πόση λιτότητα αλλά και δεξιοτεχνία ο Δουμάς Υιός χειρίζεται τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις που περιγράφει το καθένα: το πρώτο την άνθιση του έρωτα του Αρμάνδου για τη Μαργαρίτα, και το δεύτερο την αγανάκτηση και περιφρόνηση που νιώθει γι’ αυτήν αγνοώντας ότι έχει πέσει (όπως κι εκείνη, μόνο που είναι εν γνώσει της) θύμα πλεκτάνης.

Ύστερα διαβάζουμε στο δοκίμιο του Σταντάλ με πόση μαεστρία ο ευφυής μυθιστοριογράφος αναλύει το αίσθημα του έρωτα με τον δικό του μοναδικό και πολυποίκιλο τρόπο. Ο Φλωμπέρ, πάλι, ο δημιουργός της περίφημης Μαντάμ Μποβαρί, για μια ακόμη φορά στο απόσπασμα που διαβάζουμε στην ανθολογία ασχολείται με το θέμα της απιστίας, με τέλεια λεπτότητα και ευαισθησία, εισχωρώντας στη γυναικεία ψυχοσύνθεση με αρτιότητα, καθαρή ματιά και εξαιρετική ανάλυση συναισθημάτων, σκέψεων και αποφάσεων που η ηρωίδα του παίρνει ή αναβάλλει.

 Όσο για τον Καζανόβα, που φυσικά δε θα μπορούσε με τίποτα να λείπει από μια τέτοια συλλογή, αφηγείται την πρωτόγνωρη ερωτική συνάντησή του με μια μοναχή με την νωχέλεια που του επιτρέπει η αριστοκρατική του θέση, ωστόσο η λογοτεχνική και ηθογραφική αξία της ιστορίας του είναι που κυριαρχεί και της δίνει ταυτότητα και χαρακτήρα.

Ανέφερα δειγματοληπτικά ορισμένους μόνο (αν και πλέον χαρακτηριστικούς) από τους συγγραφείς που περιλαμβάνονται στην ανθολογία, ωστόσο, ανεξάρτητα από τα κίνητρα των ηρώων κάθε μιας από τις ιστορίες, και ανεξάρτητα και από τη διάθεσή τους απέναντι στον έρωτα γενικότερα και στο αντικείμενο του πόθου τους ειδικότερα, τα εξαιρετικά αυτά δείγματα της γαλλικής λογοτεχνίας αποτελούν ιδανικά παραδείγματα λογοτεχνικής γραφής και ύφους σε σχέση με το πώς αποτυπώνονται στο χαρτί τα περίπλοκα – και πολλές φορές δαιδαλώδη – ανθρώπινα συναισθήματα, πώς μεταλλάσσονται εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων και συνθηκών αλλά και της εσωτερικής αλλαγής που φέρνει στον ίδιο τον φορέα τους το πέρασμα του χρόνου, η συναισθηματική ωρίμανση, οι ενδόμυχες φοβίες και αμφιβολίες.

Οι μεταφράσεις των κειμένων έχουν γίνει από δώδεκα αποφοίτους των Εργαστηρίων Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (Ασπασία Παπαναστασίου, Μαρτίν Σκλάβος, Ιωάννα Κορακά, Δάφνη Παπαθεοδώρου, Κατερίνα Χατζοπούλου, Ανθή Αρσένη, Αγγελική Αδάμου, Σέργιος Τρεχλής, Φρύνη Αρχοντή, Γεωργία Μάρκου, Χριστίνα Κουτούβελα, Έφη Καραγιάννη) και σε όλες τις περιπτώσεις είναι πιστές στο πνεύμα του κάθε συγγραφέα και αποδίδουν άριστα τόσο τις υφολογικές διακυμάνσεις των δημιουργών, σε πρώτο επίπεδο, όσο και τις συναισθηματικές, αυτές δηλαδή των πρωταγωνιστών τους, σε ένα δεύτερο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/6459-amour

2 February 2017

Λίλα Πατρόκλου: Ο στρατηγός κι ο γάτος του

Αφιερωμένο σ’ έναν αληθινό «στρατηγό εν αποστρατεία που ζει με το γάτο του σ’ ένα χωριό της Φωκίδας» και που προφανώς αποτελεί μέρος της έμπνευσης γι’ αυτή την χαριτωμένη αλλά με πολύ νόημα ιστορία, το βιβλίο της Λίλας Πατρόκλου «Ο στρατηγός και ο γάτος του», με εικονογράφηση της Κατερίνας Χαδουλού, αφηγείται, όπως άλλωστε λέει και ο τίτλος του, τη σχέση φιλίας ανάμεσα σ’ έναν στρατηγό κι έναν γάτο.

Η Λίλα Πατρόκλου είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων ενώ έχει δημιουργήσει και συντονίζει τέσσερις λέσχες ανάγνωσης για παιδιά, μία εφηβική και μία για ενήλικες, όλες με θέμα την παιδική και νεανική λογετεχνία. Συνεργάζεται με φορείς πολιτισμού, καθώς και μουσεία για την εξυπηρέτηση ατόμων με αναπηρία και πραγματοποιεί σεμινάρια  σε δασκάλους και νηπιαγωγούς με αντικείμενο την εξοικείωση των παιδιών με την εικόνα και την ιδέα της αναπηρίας. Η Κατερίνα Χαδουλού σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και έχει συνεργαστεί με τους περισσότερους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, ενώ τον Απρίλιο του 2014 πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση.

Ο ηλικιωμένος στρατηγός της συγκεκριμένης ιστορίας αναπτύσσει μια απροσδόκητη σχέση με τον γάτο που βρίσκει ξαφνικά έξω από το σπίτι του, έναν γάτο «γέρικο, χοντρό, ψωριασμένο […] με μισό αυτί». Και είναι απροσδόκητη η σχέση αυτή όχι επειδή αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ έναν άνθρωπο κι ένα ζώο. Oι γάτες άλλωστε πάντα ήταν δεμένες με τους ανθρώπους, ήταν από τα ζώα που επέλεξαν να παραμείνουν κοντά και μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, προσαρμόζοντας ανάλογα τον δικό τους τρόπο ζωής και στα χωριά, που ήταν πιο κοντά στο φυσικό τους περιβάλλον, όπως και στις πόλεις με τις τελείως διαφορετικές συνθήκες. Είναι επομένως αναμενόμενο ένας άνθρωπος να δεθεί με ένα ζώο. Αυτό που κάνει τη σχέση του στρατηγού με τον γάτο απροσδόκητη οφείλεται στο γεγονός ότι ο στρατηγός, έχοντας συνηθίσει την μοναχική καθημερινότητά του, η οποία τον ευχαριστεί, δυσκολεύεται να βάλει ένα ακόμα πλάσμα στη ζωή του, πόσο μάλλον ένα τετράποδο που τον έχει ανάγκη, τόσο πρακτική όσο και συναισθηματική.

Ο γάτος εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή του στρατηγού και αρχίζει, επίμονα αλλά υπομονετικά, να διεκδικεί να γίνει μέρος της. Από την άλλη ο στρατηγός, έχοντας (καλο)μάθει στην πολυτέλεια της μοναξιάς του, δυσκολεύεται να αποδεχτεί την παρουσία του ζώου. Ωστόσο όπως είναι γνωστό, οι πανέξυπνες και δαιμόνιες γάτες επιλέγουν εκείνες τα αφεντικά τους, κι έτσι ο γάτος της ιστορίας δε μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Με τη διακριτική του επιμονή, κατάφερε μέχρι και να μπει μέσα στο σπίτι του στρατηγού, κι έτσι με τον καιρό, άνθρωπος και ζώο ήρθαν κοντά, αναπτύσσοντας τον δικό τους ιδιαίτερο και μοναδικό κώδικα επικοινωνίας, και από κει και πέρα το να γίνουν αχώριστοι ήταν θέμα χρόνου.

Οι διάφοροι προβληματισμοί του στρατηγού απέναντι σε καταστάσεις που προκύπτουν (όταν για παράδειγμα έρχεται η ώρα να φύγει για την Αθήνα για να περάσει τις κρύες μέρες του χειμώνα και αναρωτιέται τι μπορεί να κάνει με τον γάτο του) δεν αργούν να ξεπεραστούν χάρις στη θέλησή του, τις πολύτιμες συμβουλές των φίλων του αλλά και τη δική του διάθεση για επίλυση των πρακτικών αυτών δυσκολιών. Ωστόσο και οι συγχωριανοί του στρατηγού, που έχουν συνηθίσει να τον βλέπουν να κάνει βόλτα μόνος του, αν και στην αρχή παραξενεύονται που τον βλέπουν να πηγαίνει παντού παρέα με τον γάτο του και τον πειράζουν γι’ αυτό, κάποια στιγμή αποδέχονται τη νέα πραγματικότητα στη ζωή του φίλου τους και μαθαίνουν να καλωσορίζουν και το γάτο όπως και τον στρατηγό, όποτε τους βλέπουν μαζί.

Η μεταστροφή του τρόπου σκέψης, η μετάθεση των προτεραιοτήτων, η ιεράρχηση των αναγκών και των ευθυνών όταν έχουμε να κάνουμε με ένα πλάσμα που βρίσκεται υπό την προστασία μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η αποφασιστικότητα και η θέληση για αλλαγή της καθημερινότητας που μας έχει γίνει συνήθεια, η προσαρμογή σε νέες καταστάσεις που μπορεί να μας αγχώνουν αλλά με τη σωστή αντιμετώπιση μόνο θετικά αποτελέσματα μπορούν να έχουν, όχι μόνο για μας αλλά και για τους άλλους,  είναι θέματα που αναπτύσσονται απλά και ευχάριστα στο βιβλίο, το οποίο κινείται σ’ ένα κλίμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και, οριακά, τη φαντασία. Η επικοινωνία του στρατηγού με τον γάτο του δεν είναι η συνηθισμένη, ακριβώς γιατί και οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές δεν είναι συνηθισμένοι. Επιστρατεύοντας και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο που μπορεί, τα καλύτερα στοιχεία του εαυτού τους δίνουν βήμα στην κοινωνικότητά τους, αναζητούν και βρίσκουν διόδους επικοινωνίας και χτίζουν μια τρυφερή σχέση που κάνει καλύτερη τη ζωή και του ενός και του άλλου.

Μια όμορφη ιστορία, που μέσα από την λιτότητα των περιγραφών της και το διακριτικό της χιούμορ, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα που πραγματεύεται και το παρουσιάζει με γλυκύτητα, αμεσότητα και πρωτοτυπία, κάτι στο οποίο συμβάλλουν και οι εξίσου πρωτότυπες, ζεστές και περιγραφικές εικόνες.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/6403-o-stratigos-kai-o-gatos-tou