27 February 2018

Μίλτος Λιδωρίκης: Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ

Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή
Και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες απλώς ηθοποιοί
Με τις εισόδους και τις εξόδους τους
Και ο καθένας στον καιρό του παίζει ρόλους πολλούς

Ουίλιαμ Σέξπιρ, «Όπως σας αρέσει»

Πόσο, αλήθεια, ταιριαστό είναι το παραπάνω πασίγνωστο απόσπασμα από το έργο του Άγγλου δραματουργού στην περίπτωση του Μίλτου Λιδωρίκη! Άνθρωποι με το δικό του ευρύ πνεύμα και τη δική του εμπειρία ζωής είναι σα να έχουν ζήσει πάνω από μία ζωές. Και είχε την πρόνοια να καταγράψει όλα όσα έζησε, όλα όσα είδε να διαδραματίζονται γύρω του, διαφυλάσσοντας έτσι έναν πραγματικό θησαυρό για τις επόμενες γενιές. Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης, πατέρας του θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Αλέκου Λιδωρίκη και του Γιώργου, ο αγαπημένος Μίλτος της Αθήνας, στα απομνημονεύματά του τα οποία δημοσίευε τακτικά στην εφημερίδα Ασύρματος, ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 1940, και που αποτελούν το υλικό για το βιβλίο ‘Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris, με μια πολύ κατατοπιστική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή από τον Γιώργο Χατζηδάκη, αλλάζει πολλούς ρόλους καθώς μας περιδιαβάζει στις αναμνήσεις του. Άλλοτε σαν συμμετέχων, ενίοτε ως παρατηρητής, άλλοτε σαν σημαντικός παράγοντας, με τη λόγια γλώσσα της εποχής η οποία, ωστόσο, περνώντας μέσα από το φίλτρο της χαρισματικής του πένας, διατηρεί το χαρακτηριστικό ύφος συνδυάζοντάς το με ζωντάνια και αμεσότητα, αφηγείται γεγονότα, περιγράφει συνήθειες, καταγράφει ήθη, συνθέτοντας την τοιχογραφία μιας εποχής με πολύ ιδιαίτερα και ξεχωριστά στοιχεία.

Η Μπελ Επόκ, η «ωραία», ανέμελη εποχή των Αθηνών, τοποθετείται χρονικά, όπως και για όλη την Ευρώπη, στην περίοδο από το 1871 έως και την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914). Μια τάση που αρχικά εκδηλώθηκε στο εξωτερικό, ήρθε αναπόφευκτα και στην Ελλάδα και επηρέασε σημαντικά τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, κυρίως στην Αθήνα που, σαν πρωτεύουσα, δεχόταν και τις μεγαλύτερες επιρροές. Η πολυπόθητη ευημερία που επικράτησε μετά από πολεμικά και κοινωνικά γεγονότα που είχαν στοιχίσει υλικά και συναισθηματικά, η άνθηση των νέων τεχνολογιών, του εμπορίου, του πολιτισμού, δημιούργησαν ένα κλίμα ευφορίας το οποίο αναζητούσε τρόπους έκφρασης μέσα από διάφορους διαύλους, πολλοί από τους οποίους ήταν πρωτόγνωροι για τα ελληνικά δεδομένα της μέχρι τότε εποχής.

Έχοντας ζήσει όλη αυτή την εποχή από την καλή και από την ανάποδη, ο Μίλτος Λιδωρίκης την αποτυπώνει στο συναρπαστικό και εκτενές χρονικό του με οξυδέρκεια, κριτικό πνεύμα, αλλά και πηγαίο χιούμορ και βαθιά αγάπη για την Αθήνα και τους ανθρώπους της. Γεννημένος το 1871, με το ξεκίνημα δηλαδή της Μπελ Επόκ, έζησε όλα τα ακμαία χρόνια της ζωής του μέσα σε αυτήν και, όπως λέμε, την έφαγε με το κουτάλι. Όντας γόνος μιας αριστοκρατικής και ιδιαίτερα αγαπητής οικογένειας, και ζώντας στο κέντρο των γεγονότων, γνώρισε από κοντά σημαντικούς πολιτικούς της εποχής του. Γιος του βουλευτή Γεωργίου Λιδωρίκη και της Ερατούς Δάρα, είχε ακόμα μία αδελφή, την μελαχρινή καλλονή Ιουλία, που πέθανε πρόωρα στα είκοσί της χρόνια κατά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Το σπίτι της οικογένειάς του στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου 10, χτισμένο από τον παππού του το 1840, επτά χρόνια μετά την ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, ήταν σημείο αναφοράς στην πόλη, κέντρο επισκέψεων και στέκι πολιτικών, καλλιτεχνών, συγγραφέων. Το έντονο ενδιαφέρον του για τα κοινά, ο Μίλτος το εκδήλωσε από πολύ μικρή ηλικία, με την έμφυτη περιέργειά του να τον κάνει αρκετές φορές να το σκάει από το σπίτι για να παρευρεθεί σε σημαντικά γεγονότα της εποχής. Στην ενήλικη ζωή του υπήρξε εξίσου ανήσυχο πνεύμα. Θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος αλλά και πολιτικός, είχε έντονη παρουσία σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Εκλέχθηκε βουλευτής, διετέλεσε διευθυντής της Βουλής, πήρε μέρος ως εθελοντής στους πολέμους του 1897 και του 1912, υπήρξε ιδρυτής του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου, από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου, καθηγητής στην αντίστοιχη θεατρική σχολή, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε με εφημερίδες γράφοντας χρονογραφήματα και έγραψε κάπου είκοσι θεατρικά έργα και δύο μυθιστορήματα. Το βιβλίο περιλαμβάνει, εκτός από τον πρόλογο του Γιώργου Χατζηδάκη, σημειώματα – μαρτυρίες των δύο συνονόματων εγγονών του Μίλτου: του Μίλτου, γιου του Αλέκου, ο οποίος έχει γράψει τη βιογραφία του παππού του με τον τίτλο ‘Μίλτος Γ. Λιδωρίκης: Ο Εύζωνας, ο Ρουμελιώτης, ο Αθηναίος, ο Θεατράνθρωπος’ και του Μίλτου, γιου του Γιώργου. Τα κείμενα συνοδεύουν μεγάλης σπουδαιότητας φωτογραφίες από αρχειακό υλικό, τόσο του ίδιου του Μίλτου Λιδωρίκη όσο και άλλων, με εξαιρετικό σχολιασμό από τον Γιώργο Χατζηδάκη.

Η πλούσια εμπειρία του Μίλτου Λιδωρίκη τόσο από την πολιτική όσο και από την καλλιτεχνική και κοινωνική του δραστηριότητα αποτυπώνεται με δεξιοτεχνία, ευθύτητα και ευστροφία. Με τον ρυθμό και την διάθεση ενός αφηγητή, που σαν σε ζωντανό χρόνο απευθύνεται στο κοινό του, με μυθιστορηματικές αρετές αλλά και με την αμεσότητα του στιβαρού δημοσιογραφικού λόγου. Οι αναφορές στον εαυτό του είναι πάντα σε σχέση με γεγονότα βαρύνουσας σημασίας. Όταν, για παράδειγμα, μιλάει για την εμπειρία του στον πόλεμο, αφήγηση η οποία είναι, αναπόφευκτα, ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά, είναι για να δώσει την προσωπική του μαρτυρία, μια ματιά ‘από μέσα’ για ένα ζήτημα που απασχόλησε την Ελλάδα συνολικά. Κυρίως τον ενδιαφέρει να μεταδώσει το κλίμα εκείνης της εποχής, να αναπαραστήσει με τις γλαφυρές περιγραφές του εικόνες της Αθήνας που ίσως είναι (και ήταν ακόμα και τότε) άγνωστες σε πολλούς, να αναδείξει το ανθρώπινο πρόσωπο πολιτικών, να κάνει τον σχολιασμό του για τα ήθη που έβλεπε να αλλάζουν από γενιά σε γενιά.

Έχουν μεγάλη ιστορική σημασία αυτές οι καταγραφές, για όλα αυτά τα στοιχεία που συνέθεταν την εικόνα της πόλης καθώς ο πληθυσμός της αυξανόταν, αποκτούσε μεγαλύτερο οδικό δίκτυο, αναπτυσσόταν στους επιμέρους τομείς των δραστηριοτήτων της. Η Αθήνα δεν ήταν πάντα η πόλη που γνώρισαν οι νεότερες γενιές. Πέρασε εποχές που υπέφερε από έλλειψη νερού, με τον αέρα της καθημερινά να γεμίζει με πυκνή σκόνη, τόσο που οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να την αποκαλούν ‘βρομούπολη’. Όταν κυκλοφόρησε στους δρόμους της το πρώτο ιδιωτικό αυτοκίνητο, ήταν μεγάλο γεγονός. Τα μέσα συγκοινωνίας της, μια μεγάλη και πολυτάραχη ιστορία από μόνα τους, πέρασαν από πολλά στάδια εξέλιξης. Το νυχτερινό αμάξι, ένα «ποίημα φουτουριστικής σχολής» όπως πολύ γλαφυρά το χαρακτηρίζει ο Μίλτος για να συνεχίσει με μια εξίσου απολαυστική περιγραφή («Το εσωτερικό του, ντυμένο με ύφασμα αμφιβόλου χρωματισμού, παρουσίαζε τον γεωγραφικό χάρτη όλου του κόσμου. […] Το χαλάκι του, κάτω, το επισημότερο κουρέλι αθηναϊκού ραφείου. Τα φανάρια του, που είχαν ένα τζαμάκι και δύο μισοτσουρουφλισμένα χαρτιά, έσταζαν και μύριζαν διαρκώς πετρέλαιο. Όσο για άλογα, σούστες, χάμουρα και λοιπά, ανήκαν στην παλαιοντολογική εποχή»), η μαρίκα (το δημοφιλές για αρκετό καιρό μόνιππο), ο κολοσούρτης (πρόγονος του σημερινού τραμ, με το ανεκδιήγητο ακαταλαβίστικο σημείωμα στο πίσω μέρος του επίσημου εισιτηρίου του το οποίο «όλοι κρατούσαμε πάντα […] στην τσέπη μας για να σατιρίζουμε την Εταιρεία») το Θηρίο (ο τρομακτικός και θορυβώδης Σιδηρόδρομος Αττικής με την παροιμιώδη καθυστέρηση), οι ‘αντεροβγάλτηδες’ (τα ξεχαρβαλωμένα λεωφορεία που γέμιζαν ασφυκτικά με κόσμο), άφησαν έντονο στίγμα στην αθηναϊκή ζωή και, κυρίως, στους αθηναϊκούς δρόμους αλλά και στη συνείδηση των κατοίκων που τα χρησιμοποιούσαν καθημερινά.

Παράλληλα οι Αθηναίοι δεν έχαναν ποτέ ευκαιρία για διασκέδαση και ξενύχτι. Τα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν, τα βαριετέ, τα καφωδεία που γρήγορα γίνονταν στέκια με τις διάφορες φίρμες του τραγουδιού και του χορού, εγχώριες και ξενόφερτες, να προσελκύουν τους θαμώνες κάθε βράδι (« […] Η Αγλαΐα, μελαγχολική τραγουδίστρια του αμανέ, που άρχιζε με το ‘α’ και μετά μία ώρα έφθανε, δια διαφόρων λαρυγγισμών, στο ‘μαν’ […] Η ασίκισσα Τερέζα, μακροπόδαρη και μακροχερού, χειρίζουσα το ντέφι με άφθαστα τσακίσματα […] «), τα θέατρα, τα ζαχαροπλαστεία, οι μπιραρίες, παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες με τόσο ζωντανές περιγραφές που είναι σαν να παρακολουθείς ταινία εποχής. Αλλά και η επαγγελματική - εμπορική ζωή έχει το δικό της μερίδιο στις αναμνήσεις του Λιδωρίκη, και της αφιερώνει εξίσου απολαυστικό σχολιασμό. Παραθέτω ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κεφάλαιο 17, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στα κουρεία της εποχής:

«Το ξύρισμα την εποχή εκείνη ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας τελουμένης μόνον κατά Σάββατον αντί 10, 15 και 25 λεπτών. Όταν ο μπαρμπέρης εξύριζε τον πελάτη και πριν τελειώσει, του έλεγε επιτακτικά «άνοιξε το στόμα σου». Ο πελάτης, υπείκων στην προσταγή του κρατούντος φονικόν όπλον κουρέως, άνοιγε το στόμα του μέχρις εξαρθρώσεως των σιαγόνων του και ο κουρεύς ανεύρισκε κούφια δόντια από τα οποία, χωρίς να τον ερωτήσει, αυτοστιγμεί και τον απήλασσε. Έτσι, ακόμα και σήμερα, σε πολλά συνοικιακά λαϊκά κουρεία βλέπει κανείς εκατοντάδες αθλίων και μαύρων δοντιών καρφωμένων σε κορνίζες. Είναι τα δείγματα της ικανότητος και της μεγάλης οδοντιατρικής τέχνης του μπαρμπέρη.»

Η Αθήνα φυσικά έχει την τιμητική της, αλλά φιλοξενούνται και σημαντικές αναφορές στα Νότια Προάστια, και συγκεκριμένα στο Νέο και το Παλαιό Φάληρο, που λόγω της παραθαλάσσιας θέσης τους, ήταν όχι μόνο δημοφιλείς προορισμοί για τους εκδρομείς και ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και ιδανικές τοποθεσίες για υπαίθρια – και όχι μόνο – θέατρα. Μια άλλη ζωή ανθούσε εκεί, με καλλιτεχνικές δραστηριότητες που έφερναν κόσμο και δημιουργούσαν ένα κλίμα ευφορίας και δημιουργικότητας. Μόδες βέβαια έρχονταν πολλές από το εξωτερικό, όπως πάντα. Χαρακτηριστικό το έφιππο κυνήγι της αλεπούς, όπου εδώ, καθώς ο λαός μας είναι πάντα μέσα στην πρωτοτυπία και την πρωτοπορία, το ρόλο της αλεπούς αναλάμβανε ένας άνθρωπος που κράδαινε μια ουρά αλεπούς καθώς έτρεχε πάνω στο άλογό του.

Οι λαϊκές φράσεις που πρωτοακούστηκαν τότε και στη συνέχεια καθιερώθηκαν, οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική και τη ρυμοτομία, οι οικογενειακές συνήθειες κατά τις εορταστικές περιόδους, οι επεισοδιακές εκδηλώσεις της Αποκριάς με τη «Βασίλισσα Απόκρεω», την «ξανθή κόρη, ωραία, στεφανωμένη με άνθη, φέρουσα πολυτελή αλουγρίδα» η οποία, όπως αποδείχθηκε τελικά ήταν « […] βασιλεύς. Ο φοιτητής Λεκανίδης, νέος ευειδής, είχεν υποδυθεί το πρόσωπον της Ανάσσης, χωρίς τούτο να φαίνεται διόλου», οι επισκέψεις, οι γιορτές στην εξοχή, οι κανταδόροι, τους οποίους οι κάτοικοι του σπιτιού στο οποίο απευθυνόταν το σπαραξικάρδιο άσμα «περιέλουαν με νερά, καθαρά και ακάθαρτα» ή «έδερναν ανηλεώς, τη βοηθεία των γειτόνων με τις μακριές άσπρες νυκτικές πουκαμίσες», οι γραφικοί πλανόδιοι, χαρακτηριστικοί τύποι που όλοι ήξεραν, η κοσμική κίνηση, φωτίζουν την εικόνα μιας πόλης ζωντανής, μιας πόλης που, παρά τις αντιξοότητες, τις κοσμοϊστορικές αλλαγές και τις αναποδιές, φυσικές και μη, ποτέ δεν έχασε τον παλμό και τον χαρακτήρα της. Tο χρονικό του Μίλτου Λιδωρίκη είναι ένα πανόραμα της Αθήνας και των ανθρώπων της – μια συναρπαστική κατάθεση προσωπικών μαρτυριών χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, η οποία ωστόσο αναδεικνύει λεπτομερώς πτυχές της ζωής στην πόλη και μέσα από την εξιστόρηση τόσο της καθημερινότητας όσο και των ιστορικών γεγονότων, δίνει έμφαση και στο τόσο σημαντικό και διαχρονικό ζωντανό της στοιχείο.

Ο Μίλτος Λιδωρίκης έζησε μια ζωή γεμάτη, είδε και βίωσε γεγονότα, χαρές, θανάτους αγαπημένων φίλων και συγγενών, λύπες, πολέμους, έγινε μέρος της Ιστορίας γράφοντας παράλληλα ένα σημαντικότατο κομμάτι της με τα ανεκτίμητα απομνημονεύματά του. Έζησε την Αθήνα, την αγάπησε, και θέλησε να αφήσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές την εικόνα της από εκείνη τη μοναδική περασμένη εποχή. Παραθέτω σαν τον πλέον καίριο επίλογο τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Άγγελου Τερζάκη, από τον πρόλογο των εκδοτών, λόγια που περικλείουν τόσο την προσωπικότητά του όσο και το κλίμα της εποχής όπως την έζησε και την αφηγείται ο Μίλτος Λιδωρίκης: « […] Θα ήθελα να τον φανταστώ να φεύγει τώρα από τη ζωή όπως έζησε, […] μέσα στη λικνιστικά συναρπαστική μελωδία μιας βραδυνής μουσικής και με την μπουτονιέρα του ανθισμένη, πάντα ανθισμένη.»


Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ τον Φεβρουάριο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/diafora/9239-belepoc

21 February 2018

Κούλα Μπορμπουδάκη: Μικροί Αρχαιολόγοι

Η αρχαιολόγος Κούλα Μπορμπουδάκη ίδρυσε το 2016 στον Κίσσαμο Χανίων το Archaeolab, ένα πρωτοποριακό εργαστήριο Αρχαιολογίας και Τέχνης με σκοπό την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που απευθύνονται σε παιδιά αλλά και σε ενήλικες. Η βασική δραστηριότητα του εργαστηρίου, που αποτελεί και παγκόσμια καινοτομία, είναι η προσομοίωση ανασκαφής – δηλαδή η αναπαράσταση σε φυσικό χρόνο της συγκεκριμένης διαδικασίας, με όλα τα στάδια που αυτή περιλαμβάνει, με άμεση και ενεργό συμμετοχή της εκάστοτε ομάδας.

Το βιβλίο ‘Μικροί Αρχαιολόγοι’ απευθύνεται συγκεκριμένα σε παιδιά και είναι ουσιαστικά ένα εγχειρίδιο που αν και κατά κύριο λόγο συνοδεύει και επεξηγεί τις δραστηριότητες του εργαστηρίου, παράλληλα συστήνει στο παιδί, με τρόπο απλό, κατατοπιστικό και όσο πρέπει αναλυτικό, την επιστήμη της αρχαιολογίας, καθοδηγώντας το βήμα – βήμα σε όλα τα σημαντικά πεδία στα οποία κινείται ένας αρχαιολόγος κατά τη διαδικασία της ανασκαφής αλλά και της μετέπειτα μελέτης των ευρημάτων. Δηλαδή μπορεί το βιβλίο να έχει συμπληρωματικό ρόλο σε σχέση με το εργαστήριο, ωστόσο λειτουργεί εξίσου καλά και αποτελεσματικά και σαν ανεξάρτητος οδηγός για τα παιδιά.

Η αρχαιολογία είναι μια από τις πιο συναρπαστικές επιστήμες και έχει προσφέρει πολύτιμες ιστορικές γνώσεις στον σύγχρονο κόσμο. Είναι λοιπόν αναγκαίο να τη γνωρίσει το παιδί, να συνειδητοποιήσει το πώς λειτουργεί στην πράξη και να κατανοήσει ότι η μελέτη του παρελθόντος σε αυτόν τον τομέα έχει άμεση συνάρτηση με το παρόν. Η μελέτη, ας πούμε, των αρχαίων οικισμών βοηθάει στην κατανόηση της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής και του πώς αυτή έχει φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα. Η έρευνα που αφορά τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης μας δείχνει πώς οι πρόγονοί μας οργάνωναν τη ζωή τους και μας δίνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσο αυτή η οργάνωση έχει αλλάξει με το πέρασμα των χρόνων.

Καθώς λοιπόν το παιδί έρχεται σε επαφή με το αντικείμενο της αρχαιολογικής έρευνας από μικρή ηλικία, μπορεί εύκολα να αποκτήσει ενδιαφέρον για την επιστήμη και να το ψάξει περισσότερο μεγαλώνοντας. Ξεκινάει έτσι σιγά σιγά, με απλά βήματα, να γνωρίσει από κοντά όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την αρχαιολογία τόσο σημαντική αλλά και συνάμα γοητευτική.

Τι εργαλεία πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένας αρχαιολόγος; Πώς μπορεί να οργανώσει την ανασκαφή και τη μελέτη του για να έχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα; Ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέρη για ανασκαφές; Ποιες είναι οι λεπτομέρειες και τα διαφορετικά στάδια αυτής της διαδικασίας; Πώς εντοπίζονται και πώς αξιολογούνται τα ευρήματα ανάλογα με το υλικό και την κατάστασή τους; Πώς οριοθετείται ο χώρος όπου εντοπίστηκαν; Πώς γίνεται η σχετική έρευνα ώστε να προσδιοριστεί η εποχή στην οποία ανήκουν; Πώς συντηρούνται έτσι ώστε να μην αλλοιωθούν για να μπορούν να μελετηθούν και στο μέλλον; Σε αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα απαντάει το βιβλίο της Κούλας Μπορμπουδάκη, θέτοντας μια πρώτη βάση και κατευθύνοντας το παιδί στην διαδικασία μιας απλής ανασκαφής έτσι ώστε να εξοικειωθεί με τον σκοπό και το πνεύμα της συγκεκριμένης δραστηριότητας και να μπορέσει, στη συνέχεια, να κατανοήσει την σπουδαιότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων σε ευρύτερη κλίμακα.

Το κείμενο, γραμμένο με σύγχρονο και άμεσο ύφος, συνοδεύεται από απλές, καθαρές και πολύ χαριτωμένες εικόνες, φιλοτεχνημένες από τον Λευτέρη Κοντογιάννη. Στο τέλος υπάρχει ένα παράρτημα με υποδείγματα καρτελών και φορμών που χρησιμοποιούνται σε μια ανασκαφή για την καταγραφή των ευρημάτων και τον σχολιασμό που τα αφορά. Το παιδί μπορεί να τις χρησιμοποιήσει σαν οδηγούς για να πειραματιστεί με τα διάφορα στάδια της έρευνας, ενώ παροτρύνεται να αποστείλει στο εργαστήριo τα αποτελέσματα της δικής του προσωπικής ανασκαφής, σαν μέρος μιας διαδραστικής δραστηριότητας.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/-κούλα-μπορμπουδάκη-«μικροί-αρχαιολόγοι»

17 February 2018

Ο Βρικόλακας (Jan Neruda)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Το εκδρομικό ατμόπλοιο μάς έφερε από την Κωνσταντινούπολη στο νησί της Πριγκήπου, όπου και κατεβήκαμε. Οι επιβάτες δεν ήταν πολλοί: μια οικογένεια Πολωνών, αποτελούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα, την κόρη και τον αγαπημένο της, κι εμείς οι δύο. Α ναι, και να μην ξεχάσω ότι ενώ βρισκόμασταν ήδη πάνω στην ξύλινη γέφυρα του Κεράτιου κόλπου που οδηγεί στην Κωνσταντινούπολη, προστέθηκε στην παρέα μας ένας Έλληνας, ένας πολύ νέος άντρας. Μάλλον ήταν καλλιτέχνης, αν κρίνω από το ντοσιέ που κουβαλούσε υπό μάλης. Μακριές μαύρες μπούκλες έπεφταν στους ώμους του, το πρόσωπό του ήταν χλωμό, και τα μαύρα μάτια του ήταν βαθιά χωμένα στις κόγχες τους. Από την πρώτη στιγμή μού τράβηξε το ενδιαφέρον, και ιδιαίτερα χάρη στην προθυμία του και στις γνώσεις του για τις συνθήκες του τόπου. Ωστόσο μιλούσε πολύ, και τελικά απομακρύνθηκα από κοντά του.

Οι Πολωνοί ήταν ιδιαίτερα ευχάριστοι. Ο πατέρας και η μητέρα ήταν ευγενικοί και διακριτικοί άνθρωποι, ο φίλος της κόρης ήταν ένας όμορφος νεαρός με απλούς και άμεσους τρόπους. Είχαν έρθει στην Πρίγκηπο για να περάσουν τους καλοκαιρινούς μήνες για το καλό της κόρης, που ήταν κάπως ασθενική. Αυτό το πανέμορφο, χλωμό κορίτσι είτε ανάρρωνε από μια βαριά αρρώστια είτε βρισκόταν στα πρόθυρα του να πάθει μια σοβαρή ασθένεια. Καθώς περπατούσε, στηριζόταν στον φίλο της και συχνά σταματούσε και καθόταν λίγο να ξαποστάσει, ενώ ένας επίμονος σιγανός ξερόβηχας παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις ψιθυριστές της κουβέντες. Κάθε φορά που έβηχε, ο συνοδός της σταματούσε να περπατάει και περίμενε. Και κάθε φορά την κοιτούσε με συμπόνια κι εκείνη του ανταπέδιδε το βλέμμα σαν να έλεγε: «Δεν είναι τίποτα. Είμαι πολύ ευτυχισμένη!» Είχαν πίστη στην υγεία και την ευτυχία.

Ακολουθώντας τη συμβουλή του Έλληνα, που μας αποχαιρέτησε βιαστικά στην αποβάθρα, η οικογένεια έκλεισε δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο στον λόφο. Ο ξενοδόχος ήταν Γάλλος, και όλο το κτίριό του ήταν εξοπλισμένο με άνετα και καλόγουστα έπιπλα, σύμφωνα με το γαλλικό στιλ.

Πήραμε πρωινό όλοι μαζί και όταν η ζέστη του μεσημεριού είχε πλέον υποχωρήσει κάπως, ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε προς την κορυφή του λόφου όπου, ανάμεσα στα σιβηρικά πεύκα του δασυλλίου, θα απολαμβάναμε τη θέα από ψηλά. Πάνω που βρήκαμε το κατάλληλο σημείο για να καθίσουμε, ο Έλληνας έκανε και πάλι την εμφάνισή του. Μας χαιρέτησε στα πεταχτά, κοίταξε γύρω του και κάθισε μόλις λίγα βήματα μακριά μας. Άνοιξε το ντοσιέ του και άρχισε να ζωγραφίζει.

«Νομίζω πως επίτηδες κάθεται με την πλάτη στους βράχους, για να μη μπορούμε να δούμε τι ζωγραφίζει», είπα.

«Δεν είναι ανάγκη», είπε ο νεαρός Πολωνός. «Έχουμε τόσα ωραία πράγματα να χαζέψουμε γύρω μας». Για να προσθέσει ύστερα από λίγο: «Έχω την εντύπωση ότι εμάς ζωγραφίζει! Ας είναι, λοιπόν!»

Και όντως είχαμε τόσα πολλά να χαζέψουμε. Δεν υπάρχει πιο όμορφη και πιο χαρούμενη γωνιά στον κόσμο από την Πρίγκηπο. Η Ειρήνη η Αθηναία, σύγχρονη του Καρλομάγνου, έζησε εκεί εξόριστη για ένα μήνα. Αν μπορούσα να ζήσω για ένα μήνα της ζωής μου εκεί, θα ήμουν ευτυχής να κουβαλάω αυτή την ανάμνηση για όλη την υπόλοιπη ζωή μου! Ποτέ δεν θα ξεχάσω ακόμα και αυτή τη μία μέρα που πέρασα στην Πρίγκηπο.

Ο αέρας ήταν καθάριος σαν διαμάντι, απαλός σαν χάδι, κι ένιωθες ότι έπαιρνε την ψυχή σου και την ταξίδευε στα πέρατα. Στα δεξιά, στην άκρη του θαλασσινού ορίζοντα, εκτείνονταν οι καφετιές Ασιατικές κορυφογραμμές, στα αριστερά, πέρα μακριά, λαμπύριζαν οι απότομες ακτές της Ευρώπης. Η γειτονική Χάλκη, το ένα από τα εννιά Πριγκιπόνησσα, υψωνόταν με τα κυπαρίσσια της σαν ένα μουντό όνειρο, καταλήγοντας σε μια υποβλητική κατασκευή – ένα άσυλο για ανθρώπους πνευματικά ασθενείς.

Η θάλασσα του Μαρμαρά είχε έναν ελαφρό κυματισμό και τα νερά της στραφτάλιζαν με όλα τα χρώματα, σαν λαμπερό οπάλι. Στο βάθος, η θάλασσα ήταν άσπρη σαν το γάλα, μετά γινόταν ροδαλή, έπαιρνε ένα λαμπερό πορτοκαλί ανάμεσα σε δύο νησιά, ενώ κάτω χαμηλά από εκεί που καθόμασταν, είχε ένα υπέροχο γαλαζοπράσινο χρώμα, σαν διάφανο ζαφείρι. Έλαμπε με όλη της την ομορφιά. Δεν φαινόταν πουθενά κανένα μεγάλο πλοίο – μόνο δύο μικρά πλεούμενα με αγγλική σημαία έπλεαν κατά μήκος της στεριάς. Το ένα ήταν ένα ατμόπλοιο μεγάλο όσο η καμπίνα ενός φύλακα, ενώ το άλλο είχε κάπου δώδεκα κωπηλάτες, και κάθε φορά που τα κουπιά τους ανασηκώνονταν όλα μαζί, έσταζε από τις άκρες τους λιωμένο ασήμι. Τα πιστά δελφίνια έκαναν βουτιές ανάμεσά τους ή αναπηδούσαν σχηματίζοντας τέλειες αψίδες στην επιφάνεια του νερού. Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού, αετοί πετούσαν νωχελικά, μετρώντας την απόσταση ανάμεσα στις δύο ηπείρους.

Ολόκληρος ο λόφος μπροστά μας ήταν σκεπασμένος με ανθισμένα τριαντάφυλλα και η ευωδιά τους γέμιζε την ατμόσφαιρα. Ο αέρας μάς έφερνε έναν απόηχο από τη μουσική που ερχόταν από το καφενείο δίπλα στη θάλασσα.

Η φύση ήταν μαγευτική. Καθόμασταν όλοι σιωπηλοί, με την ψυχή μας ολότελα παραδομένη σ’ αυτό το παραδεισένιο τοπίο. Η νεαρή Πολωνή ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στέρνο του φίλου της. Το χλωμό, λεπτό της πρόσωπο είχε ροδίσει ελαφρά, κι από τα μάτια της ξαφνικά ξεχύθηκαν δάκρυα. Ο αγαπημένος της το κατάλαβε, έσκυψε και φίλησε όλα τα δάκρυά της. Η μητέρα της άρχισε κι αυτή να σιγοκλαίει – και μέχρι κι εγώ συγκινήθηκα λιγάκι.

«Εδώ μπορεί να θεραπευτεί και το σώμα και η ψυχή», ψιθύρισε η κοπέλα. «Τι ευτυχισμένος τόπος!»

«Ο Θεός ξέρει καλά ότι δεν έχω εχθρούς, αλλά και να είχα, εδώ πέρα θα τους συγχωρούσα!» είπε ο πατέρας με τρεμάμενη φωνή.

Και μετά πέσαμε πάλι σε σιωπή. Είχαμε όλοι μια εξαιρετική διάθεση – ήταν τόσο υπέροχα όλα! Ο καθένας μας ένιωθε πως ζούσε μέσα στην ευτυχία, και όλοι μας πρόθυμα θα μοιραζόμασταν αυτή την ευτυχία με όλο τον κόσμο. Όλοι νιώθαμε το ίδιο – κι έτσι κανένας δεν ενοχλούσε τον άλλο. Σχεδόν δεν το συνειδητοποιήσαμε ότι ο Έλληνας, ύστερα από μια ώρα περίπου, σηκώθηκε, μάζεψε το ντοσιέ του, έγνεψε κοφτά και έφυγε. Εμείς μείναμε πίσω.

Τελικά, μετά από αρκετές ώρες, όταν το τοπίο γύρω μας άρχισε να παίρνει το σκούρο βιολετί χρώμα που είναι τόσο μαγικά όμορφο στον νότο, η μητέρα μάς υπενθύμισε ότι είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε προς το ξενοδοχείο με τον ελαφρό, ανέμελο βηματισμό που χαρακτηρίζει τα ξέγνοιαστα παιδιά. Στο ξενοδοχείο, καθίσαμε στην γραφική βεράντα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούσαμε από κάτω φωνές και φασαρία. Ο Έλληνάς μας τσακωνόταν με τον ξενοδόχο, κι επειδή θέλαμε να κάνουμε χάζι, στήσαμε αυτί.

Η διασκέδαση ωστόσο δεν κράτησε πολύ. «Αν δεν είχα άλλους πελάτες, θα σου έδειχνα εγώ», βρυχήθηκε ο ξενοδόχος και ανέβηκε τα σκαλιά για να έρθει σε μας.

«Σε παρακαλώ, καλέ μου κύριε», ρώτησε ο νεαρός Πολωνός τον ξενοδόχο που πλησίαζε, «μου λες ποιος είναι αυτός ο νέος; Πώς τον λένε;»

«Ε… πού να ξέρω πώς τον λένε;» μουρμούρισε ο ξενοδόχος και έριξε ένα βλέμμα γεμάτο δηλητήριο προς τα κάτω. «Εμείς τον λέμε ‘ο Βρικόλακας’».

«Είναι καλλιτέχνης;»

«Καλλιτέχνης να σου πετύχει! Ζωγραφίζει μόνο πτώματα. Μόλις κάποιος στην Κωνσταντινούπολη ή εδώ στη γειτονιά πεθάνει, εκείνη ακριβώς τη μέρα αυτός έχει κιόλας έτοιμο το πορτρέτο του νεκρού. Αυτός ο τύπος τους ζωγραφίζει από πριν – και δεν κάνει ποτέ λάθος – σαν όρνιο!»

Η Πολωνή ούρλιαξε με τρόμο. Η κόρη της ήταν πεσμένη στην αγκαλιά της, άσπρη σαν κιμωλία. Είχε λιποθυμήσει.

Στη στιγμή, ο φίλος της κοπέλας κατέβηκε πηδώντας τα σκαλιά. Με το ένα χέρι βούτηξε τον Έλληνα και με το άλλο άρπαξε το ντοσιέ του.

Τρέξαμε όλοι ξοπίσω του. Οι δύο άντρες κυλιόνταν πάνω στην άμμο. Τα περιεχόμενα του ντοσιέ ήταν σκορπισμένα τριγύρω. Σε ένα χαρτί, ζωγραφισμένο με κηρομπογιά, ήταν το κεφάλι της νεαρής Πολωνής, με τα μάτια κλειστά κι ένα στεφάνι από μυρτιά πάνω στο μέτωπό της.


Σημείωση: Ο Γιαν Νερούντα (1834 – 1891) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Τσέχους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία και εργάστηκε ως δάσκαλος μέχρι το 1860. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας ως ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και εκδότης, με έργα που χαρακτηρίζονταν από μια ιδιότυπη ομορφιά και πρωτοτυπία. Το διήγημά του ‘Ο Βρικόλακας, για το οποίο δεν υπάρχει καταχωρημένη ημερομηνία συγγραφής, είναι μια παράξενη ιστορία που ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία. Για τη συγκεκριμένη μετάφραση, βασίστηκα στην αγγλική απόδοση του 1920 από την Šárka B. Hrbková.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2018
http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/9161-neruda-choreanthi

11 February 2018

Luca Guadagnino: Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου


Καλοκαίρι του 1983, κάπου στη Βόρεια Ιταλία. Ο Όλιβερ, Αμερικανός φοιτητής, έρχεται ως φιλοξενούμενος στο σπίτι του 17χρονου Έλιο Πέρλμαν στην εξοχή. Ο πατέρας του Έλιο, καθηγητής Αρχαιολογίας, συνηθίζει να καλεί κάθε καλοκαίρι φοιτητές για να τον βοηθούν με τις έρευνές του, μια παράδοση που ο Έλιο αντιμετωπίζει με αδιαφορία και μάλλον δυσαρέσκεια καθώς είναι αναγκασμένος κάθε φορά να παραχωρεί το δωμάτιό του στον εκάστοτε καλεσμένο. Τα πράγματα δεν φαίνονται να εξελίσσονται διαφορετικά και με τον Όλιβερ, ωστόσο καθώς οι μέρες περνούν, ο Έλιο θα αρχίσει να έρχεται αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα για εκείνον συναισθήματα, με την προσοχή του να μετατοπίζεται σιγά σιγά προς τον φιλικό αν και κάπως απόμακρο αλλά ιδιαίτερα γοητευτικό ‘εισβολέα’, για τον οποίο σταδιακά αισθάνεται μια πολύ έντονη ερωτική έλξη.

Έχοντας καταπιαστεί με συναφές θέμα και στο παρελθόν, ο ευφυής Τζέιμς Άιβορι κινείται σε οικεία γι’ αυτόν μονοπάτια, αναλαμβάνοντας το σενάριο στην ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο, ο οποίος με το ‘Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου’ κλείνει την ‘Τριλογία του Πάθους’, όπως την έχει ο ίδιος ονομάσει – είχαν  προηγηθεί οι ταινίες ‘Είμαι ο Έρωτας’ (I am Love, 2009) και ‘Κάτω από τον ήλιο’ (A Bigger Splash, 2015). Το 1987 ο Άιβορι είχε σκηνοθετήσει το αριστουργηματικό ‘Μόρις’, με παρόμοιο θέμα, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ε. Μ. Φόρστερ. Το ‘Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου’ έχει επίσης λογοτεχνικές καταβολές, καθώς είναι βασισμένο στο βιβλίο του Αντρέ Ασιμάν με τον ίδιο τίτλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γκουαντανίνο έχει επίσης σκηνοθετήσει το πρόσφατο ριμέικ του εκπληκτικού και εμβληματικού θρίλερ ‘Suspiria’ του Ντάριο Αρτζέντο.

Με φόντο τα καθηλωτικά τοπία της Βόρειας Ιταλίας, η ιστορία ενηλικίωσης του Έλιο εξελίσσεται με έναν ιδιότυπο ρυθμό που χαρακτηρίζεται από επιφανειακή ηρεμία η οποία λειτουργεί σαν προστατευτική ασπίδα για τις εσωτερικές τρικυμίες που βιώνει ο νεαρός πρωταγωνιστής. Ο Έλιο, Εβραίος με ρίζες από Ιταλία, Αμερική και Γαλλία, έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά συναισθηματικών ανακαλύψεων τις οποίες δυσκολεύεται να διαχειριστεί, παρ’ όλο που, απ’ ό, τι φαίνεται, ζει σε ένα περιβάλλον με προοδευτικές αντιλήψεις και άπειρη κατανόηση. Ο πατέρας του, μελετητής και λάτρης του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, είναι ένας άντρας με πράο και πρόσχαρο χαρακτήρα αλλά και με μια σχεδόν μόνιμη λανθάνουσα μελαγχολία (κάτι που σχετίζεται με ένα μυστικό το οποίο κάποια στιγμή εξομολογείται στον Έλιο), και η μητέρα του είναι μια γυναίκα μοντέρνα, πανέξυπνη, διορατική και πολύ στοργική.

Ο ερχομός του Όλιβερ είναι όχι μόνο καταλυτικός αλλά και ιδιαίτερα καθοριστικός για το μέλλον του Έλιο και τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής – και όχι μόνο – ταυτότητάς του. Ο ‘ξένος’ δρα σαν άξονας γύρω από τον οποίο τα πάντα αρχίζουν αργά και μεθοδικά να κινούνται με έναν συγκεκριμένο ρυθμό και με ακόμα πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι κινήσεις του Όλιβερ, φαινομενικά αμήχανες και τυχαίες, οδηγούν ουσιαστικά τις εξελίξεις, προδιαγράφοντάς τις, κατά κάποιον τρόπο.

Ο Όλιβερ είναι ταυτόχρονα καθρέφτης και αντίποδας του Έλιο. Είναι Εβραίος, αλλά με ξεκάθαρη εθνική καταγωγή. Συμμερίζεται τα αισθήματα του Έλιο, αλλά είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος σε σχέση με τη δική του συναισθηματική κατάσταση. Ο Έλιο είναι λεπτεπίλεπτος και λίγο άγαρμπος, ο Όλιβερ είναι πανύψηλος, εντυπωσιακός και με απόλυτο έλεγχο των κινήσεών του – ακόμα και όσων φαίνονται αυθόρμητες. Όλα βέβαια είναι σχετικά. Τα κίνητρα των ηρώων δεν είναι πάντα ξεκάθαρα. Κάποια στιγμή υπονοείται – αν και μπορεί να περάσει απαρατήρητο – ότι ο πατέρας του Έλιο έχει παίξει έναν μικρό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, έστω και αν αυτό έγινε περισσότερο υποσυνείδητα και λιγότερο με σκοπό. Ο κύριος Πέρλμαν κουβαλάει αναμνήσεις από το παρελθόν που τον στοιχειώνουν, καθώς έχουν να κάνουν με επιθυμίες που δεν ευοδώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, έχει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή – αλλά υπάρχει πάντα ένα αγκάθι που τον βασανίζει διακριτικά.

Ο Έλιο κινείται σε άλλο μήκος κύματος, μεγαλώνοντας σε μια διαφορετική εποχή, με άλλα ήθη. Είναι μπερδεμένος, και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σεξουαλική αφύπνισή του, αλλά και με την πολυπλοκότητα που είναι αποτέλεσμα της πολυεθνικής καταγωγής του. Η μητέρα του τον αποτρέπει από το να φοράει το Άστρο του Δαυίδ στον λαιμό του, γιατί, όπως λέει, «είναι διακριτικοί Εβραίοι». Αυτό βέβαια σημαίνει εν μέρει ότι παράλληλα τον παροτρύνει να μην ενδώσει ή, τουλάχιστον, να μην εκδηλώσει προς τα έξω τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Βλέποντας τον Όλιβερ να φοράει το Άστρο, ωστόσο, παρακινείται και το βάζει κι αυτός, γιατί η επιρροή που ασκεί επάνω του το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του οικογενειακού περιβάλλοντός του.

Τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών έχουν πολύ ενδιαφέρουσα σημειολογία: Η ρίζα του ‘Έλιο’ είναι η λέξη ‘ήλιος’, ενώ ‘Όλιβερ’ είναι ο καλλιεργητής της ελιάς. Ο ήλιος και η ελιά είναι δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της μεσογειακής φύσης που είναι αλληλένδετα και εξαρτώνται το ένα από το άλλο, αλλά περισσότερο η ελιά είναι που έχει ανάγκη τον ήλιο. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι αν και ο Όλιβερ είναι που δείχνει να έχει απόλυτη αυτοπεποίθηση και συναισθηματική ισορροπία, είναι αυτός που, στην πραγματικότητα, χρειάζεται την στήριξη του Έλιο, ο οποίος, μέσα στη σύγχυση που αντιμετωπίζει καθημερινά, διαθέτει έναν αυθορμητισμό κι ένα ένστικτο που τον καθοδηγούν πολύ πιο άμεσα. Ο Όλιβερ τελικά υποκύπτει στα κοινωνικά στερεότυπα και στον φόβο της κατακραυγής και προτιμά να καταπιέσει τον εαυτό του και, ουσιαστικά, να θυσιαστεί για τα μάτια του κόσμου. Αντίθετα ο Έλιο, από τη στιγμή που συνειδητοποιεί την σεξουαλική του ταυτότητα και αποδέχεται τον εαυτό του, δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις.

Αρκετές σκηνές φέρνουν στο νου τον ‘Μόρις’, κάτι που μάλλον έγινε συνειδητά, είτε από τον Γκουαντανίνο είτε από τον  Άιβορι, σαν φόρος τιμής στην αξέχαστη ταινία του τελευταίου. Η σκηνοθεσία του Γκουαντανίνο είναι λιτή, με έμφαση στα πλάνα της ιταλικής εξοχής και εύστοχα καδραρίσματα των φωτογενών ηθοποιών του. Αυτό που έχει πετύχει περισσότερο είναι η ισορροπία ανάμεσα στην στατικότητα των πλάνων της πανέμορφης ιταλικής εξοχής και τον εσωτερικό γρήγορο ρυθμό της δράσης, που είναι σταθερός και αδιάκοπος. Κάτι που οφείλεται βέβαια και στους βασικούς πρωταγωνιστές, τον Τιμοτέ Σαλαμέ που ερμηνεύει εξαιρετικά τον μπερδεμένο και κάπως ατσούμπαλο Έλιο, και τον πανέμορφο Άρμι Χάμερ, που αποδίδει με τεχνική αρτιότητα τις λεπτές συναισθηματικές μεταπτώσεις του αινιγματικού Όλιβερ.

Η ταινία είναι διανθισμένη από τραγούδια της δεκαετίας του ’80. η ανασύσταση της οποίας είναι προσεκτική και συνεπής, ενώ ο πολυτάλαντος και πολυσχιδής Αμερικανός τραγουδοποιός Σουφγιάν Στίβενς έγραψε επί τούτου τρία τραγούδια που ερμηνεύει ο ίδιος (Futile Devices, Visions of Gideon και το διαμαντάκι Mystery of Love). Το ‘Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου’ είναι υποψήφιο για βραβείο Όσκαρ σε τέσσερις κατηγορίες (καλύτερης ταινίας, Α’ αντρικού ρόλου για τον Τιμοτέ Σαλαμέ, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για τον Τζέιμς Άιβορι, και καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για το ‘Mystery of Love’), και είναι αφιερωμένο στον ηθοποιό Μπιλ Πάξτον, ο οποίος απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 2017.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 8 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2018
http://diastixo.gr/allestexnes/kinimatografos/9098-luca-guadagnino

2 February 2018

Σάντρα Ελευθερίου: Ο φύλακας του οκτώ - Η Αρχή

Η σύνθεση μιας ιστορίας φαντασίας είναι πρόκληση για έναν συγγραφέα, από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς έχουμε να κάνουμε με ένα πεδίο όπου υπάρχει, εκ των πραγμάτων, πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, σε σχέση με τη ρεαλιστική λογοτεχνία, όσον αφορά τόσο τον χώρο και τον χρόνο δράσης, όσο και την επιλογή και τις ιδιότητες των χαρακτήρων – χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και μέσα σε μια ρεαλιστική ιστορία δεν μπορούν ωραιότατα να ενταχθούν στοιχεία μεταφυσικά, ακόμα και υπερφυσικά, δοσμένα με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να δένουν με το σύνολο.

Στις κατ’ εξοχήν ιστορίες φαντασίας, ωστόσο, ακόμα και αν υπάρχει το ρεαλιστικό στοιχείο, εκείνο που αναπόφευκτα κυριαρχεί είναι το φανταστικό. Ακόμα και αν οι πράξεις των ηρώων και τα γεγονότα που τους αφορούν είναι οικεία, υπάρχει κάτι που σχετίζεται με όλα αυτά, το οποίο υπαινίσσεται ή και καταδεικνύει την όποια μεταφυσική διάσταση.

Η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο στοιχεία μέσα σε μια ιστορία φαντασίας είναι πολύ λεπτή. Το πλαίσιο όπου εξελίσσεται η πλοκή, αν και ελεύθερο, έχει τους δικούς του ιδιαίτερους περιορισμούς εφόσον τις περισσότερες φορές αποτελεί εφεύρημα του συγγραφέα, ο οποίος, προσδιορίζοντάς το και δίνοντάς του μορφή, του προσδίδει και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Μια φανταστική χώρα, ας πούμε, έχει συγκεκριμένο, μέσα στη μυθοπλασία, ιστορικό παρελθόν το οποίο την ορίζει. Ένας χαρακτήρας με υπερφυσικές ικανότητες ανταποκρίνεται σε ένα μοντέλο δράσης που κινείται πάνω σε προκαθορισμένες από τον συγγραφέα γραμμές.

Το μυθιστόρημα φαντασίας της πολύ καλής εικονογράφου Σάντρας Ελευθερίου ‘Ο Φύλακας του Οκτώ – Η Αρχή’, που απευθύνεται κυρίως στο εφηβικό και νεανικό κοινό, είναι το πρώτο από μια σειρά βιβλίων με κεντρικό ήρωα τον Αιμίλιο Τράι, ένα παιδί που, αρχικά, φαίνεται πως διαθέτει το χάρισμα της οξυμένης διαίσθησης, καθώς και της συναισθησίας. Έχοντας εγκαταλειφθεί, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, στην πόρτα ενός ορφανοτροφείου όταν ήταν μωρό, υιοθετείται κάποια στιγμή στην παιδική του ηλικία από ένα ζευγάρι και γίνεται, χωρίς να το ξέρει, μέρος ενός σατανικού σχεδίου το οποίο, ωστόσο, αποτυγχάνει παταγωδώς. Στη συνέχεια, εγκαταλείπεται και από τους θετούς του γονείς, και βρίσκει καταφύγιο σε ένα τσίρκο, όπου, χάρη στις ιδιαίτερες ικανότητές του, αποκτά ξεχωριστή θέση μέσα στον θίασο και γίνεται αστέρι πρώτου μεγέθους στις παραστάσεις.

Αυτό είναι, με δυο λόγια, το ρεαλιστικό υπόβαθρο της ιστορίας, το οποίο καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης και διαδραματίζεται σε έναν τόπο που δεν κατονομάζεται, αλλά θα μπορούσε να είναι μια περιοχή όπως η Ισμαηλία στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, αν κρίνουμε από την πολυπολιτισμικότητα των χαρακτήρων (Έλληνες, Γάλλοι, Άγγλοι, Γερμανοί) αλλά και τις περιγραφές των τοπίων. Ο χρόνος δράσης, εξίσου απροσδιόριστος, παραπέμπει σε παλιότερες εποχές, καθώς απουσιάζει εντελώς η τεχνολογία. Η συγγραφέας, υποθέτω εσκεμμένα, δεν δεσμεύει χωροχρονικά την ιστορία της ώστε να της δώσει διαχρονικό και, κατά συνέπεια, αλληγορικό χαρακτήρα. Επίσης η συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών εθνοτήτων που, προφανώς, μιλούν την ίδια γλώσσα, υπονοεί ότι η ιστορία ξεπερνάει σύνορα και άλλους παρόμοιους περιορισμούς: θα μπορούσε να αφορά ένα οποιοδήποτε μέρος, μια οποιαδήποτε χρονική στιγμή, μια οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων.

Αυτή η αχρονική και παγκόσμια διάσταση συνδέεται άμεσα με το φανταστικό / μεταφυσικό κομμάτι του βιβλίου, το οποίο με τη σειρά του αφορά την αιώνια πάλη του καλού με το κακό, ένα θέμα εξαιρετικά δημοφιλές στη λογοτεχνία φαντασίας (και όχι μόνο). Ο τρόπος που η συγγραφέας επιλέγει να συσχετίσει τα δύο αυτά στοιχεία – το ρεαλιστικό και το φανταστικό – και να τα συνδέσει μεταξύ τους, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: η ζωή του Αιμίλιου διαγράφει μια συγκεκριμένη πορεία και τα γεγονότα που την απαρτίζουν φαίνονται τυχαία, αλλά δεν είναι. Διάφορα πρόσωπα που συναντάει κατά καιρούς παίζουν έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο, και όλα οδηγούν σε μια κατάληξη που φαίνεται να είναι ήδη καθορισμένη, εν αγνοία του.

Παρ’ όλα αυτά, στο ρεαλιστικό κομμάτι της ιστορίας δίνονται πολύ λίγα στοιχεία που να οδηγούν σε μια μεταφυσική ερμηνεία. Καθώς ξετυλίγεται το νήμα της ζωής του Αιμίλιου, η πραγματικότητα που τον αφορά είναι σε γενικές γραμμές οικεία – πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια που η ιδιαίτερη προσωπικότητά του επιτρέπει. Το ορφανοτροφείο, η υιοθεσία, οι ίντριγκες της μητριάς του, παραπέμπουν σε μια τυπική δραματική ιστορία με κοινωνικό χαρακτήρα. Κατόπιν βρίσκουμε τον Αιμίλιο να έχει αποδεχτεί τις ξεχωριστές του ικανότητες και να ζει μια σχετικά ήρεμη ζωή μέσα στο τσίρκο με τους εκκεντρικούς αλλά συμπαθείς συναδέλφους του. Υπάρχουν σημάδια, τα βλέπει, αλλά, φυσικά, δεν μπορεί να φανταστεί πού τον οδηγούν.

Η ανατροπή γίνεται λίγες σελίδες πριν το τέλος, όπου το παρελθόν του Αιμίλιου επιστρέφει και ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με εκκρεμότητες για τις οποίες, ωστόσο, και πάλι δεν φέρει ευθύνη. Παράλληλα ανακαλύπτει ότι τόσο η ζωή του όσο και το πεπρωμένο του είναι συνδεδεμένα με γεγονότα πολύ πιο πέρα και πάνω από αυτόν, και δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί τη μοίρα του, να αναλάβει δράση και να φέρει εις πέρας την αποστολή του.

Κι εδώ γίνεται η επίσημη μετάβαση στο φανταστικό κομμάτι, η οποία σηματοδοτείται από μια αλλαγή στο κλίμα, αλλά, ως ένα σημείο, και στο ύφος της αφήγησης, μάλλον προετοιμάζοντας το έδαφος για το δεύτερο βιβλίο της σειράς. Η ιστορία μεταφέρεται σε μια παράλληλη πραγματικότητα, όπου οι υπερφυσικές δυνάμεις είναι δεδομένες και επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον ρεαλιστικό άξονα δράσης.

Η ιδέα της παράλληλης πραγματικότητας, του παράλληλου σύμπαντος, είναι κι αυτή ευρέως διαδεδομένη στη λογοτεχνία φαντασίας. Η ύπαρξη ενός κόσμου φανταστικού που υφίσταται σε ένα επίπεδο το οποίο άλλοτε είναι αόρατο από τους πολλούς αλλά αντιληπτό από κάποιους που έχουν το χάρισμα να το βλέπουν, και άλλοτε θεωρείται δεδομένη και γενικά αποδεκτή συνθήκη, είναι ένα στοιχείο στο οποίο βασίζονται πάρα πολλά μυθιστορήματα του είδους, εφηβικής και ενήλικης λογοτεχνίας (πχ: Χάρι Πότερ της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών του Τζ. Ρ. Τόλκιν, Game of Thrones του Τζορτζ Μάρτιν, Αστερόσκονη του Νιλ Γκέιμαν, Ιστορία Χωρίς Τέλος του Μίκαελ Έντε, Το Χρονικό της Νάρνια του Κ. Σ. Λιούις, I am Legend του Ρίτσαρντ Μάθεσον – αναφέρω ενδεικτικά μόνο ορισμένα βιβλία, στο καθένα από τα οποία η παράλληλη πραγματικότητα έχει διαφορετικές εκφάνσεις). Στον ‘Φύλακα του Οκτώ’, η παράλληλη πραγματικότητα τοποθετείται σε μια συνάρτηση χώρου - χρόνου που έχει στοιχεία από διάφορες μυθολογίες, καθώς και επιρροές από δημοφιλή μυθιστορήματα και κινηματογραφικές ταινίες, και προφανώς θα αποτελεί μια από τις πρώτες ύλες στα επόμενα βιβλία.

Σαν μία πρώτη γνωριμία με τον κόσμο του Αιμίλιου Τράι, στο πρώτο αυτό βιβλίο η έμφαση δίνεται στη ρεαλιστική διάσταση της ιστορίας, η οποία ξεδιπλώνεται με γλαφυρότητα και, κάποιες φορές, με χιούμορ, μέσα από μια σειρά από σκηνές που συμπληρώνουν αποτελεσματικά η μία την άλλη. Η ζωή στο καραβάνι του τσίρκου αποδίδεται με ζωηρές περιγραφές, και τα κεφάλαια που εστιάζονται σ’ αυτό το θέμα είναι αυτά που ξεχωρίζουν και δίνουν το στίγμα και την ατμόσφαιρα της ιστορίας. Από εκεί και πέρα, ο συμβολισμός του καλού και του κακού, προτού πάρει συγκεκριμένη ταυτότητα στο τέλος, εκφράζεται με διάφορους έμμεσους ή άμεσους τρόπους και μέσα από διάφορα πρόσωπα τα οποία, ως επί το πλείστον, αντιπροσωπεύουν κάτι που συνδέεται με την παράλληλη φανταστική πραγματικότητα. Τα στοιχεία της φύσης, συγκεκριμένα το νερό και η φωτιά, παίζουν τον δικό τους καθοριστικό ρόλο ως φυσικές, αν και όχι και τόσο τυχαίες, δυνάμεις όσο και ως σύμβολα, και φαίνεται να συνδέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με σημαντικούς σταθμούς στη ζωή του Αιμίλιου. Όσον αφορά το φανταστικό κομμάτι, όπως αυτό αναπτύσσεται προς το τέλος του βιβλίου, προς το παρόν αποτελεί μια γέφυρα προς την αινιγματική συνέχεια και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/9019-filakas-8