18 September 2018

Κλαίρη Καμπάνη: Χονιαχάκα, ο μικρός λύκος

 Είναι γνωστή η σοφία των Ινδιάνων, καθώς και τα βαθιά φιλοσοφικά μηνύματα που περνάνε μέσα από τα παραμύθια τους. Αν και προέρχονται από μια άλλη, πολύ μακρινή εποχή, δεν παύουν να είναι πάντα επίκαιρα – ίσως μάλιστα στις μέρες μας να είναι και πιο επίκαιρα από ποτέ. Η θεματολογία τους είναι πολυποίκιλη, με ιστορίες γεμάτες συμβολισμούς και αλληγορίες, με τη φύση και τα στοιχεία της να παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό – και πολλές φορές ακόμα και πρωταρχικό – ρόλο. Οι απέραντες κοιλάδες, τα ψηλά βουνά, τα ορμητικά ποτάμια, οι ήρεμες λίμνες, τα απόκρημνα φαράγγια, ζώα με ξεχωριστά χαρίσματα και χαρακτηριστικά, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες ή τα βουβάλια, είναι στοιχεία που συναντάμε συχνά στα ινδιάνικα παραμύθια, με τον ανθρώπινο παράγοντα να κουβαλάει τον δικό του συμβολισμό.

Τα ινδιάνικα παραμύθια αποτελούν μια μοναδική παράδοση παγκοσμίως που σχετίζεται με πολλές και διαφορετικές φυλές, κάθε μία από τις οποίες είχε διαμορφώσει τις αφηγήσεις της σε άμεση συνάρτηση με τον χώρο στον οποίο ζούσε. Για παράδειγμα τα παραμύθια των φυλών που ζούσαν σε μέρη ορεινά διαφέρουν κατά πολύ από εκείνων που διέμεναν σε πεδιάδες. Καθοριστικός παράγοντας επίσης ήταν και το αν και κατά πόσο το μέρος όπου ζούσαν ήταν γόνιμο. Ωστόσο, όντας κυρίως κυνηγοί – αν και υπήρχαν φυλές που ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία και τις υδατοκαλλιέργειες – έρχονταν πολύ συχνά σε επαφή με την άγρια καρδιά της φύσης, με αποτέλεσμα οι λαϊκές τους ιστορίες να εμπεριέχουν πολύ έντονα ανάλογα στοιχεία – όπως την απόδοση μαγικών ιδιοτήτων σε τοποθεσίες και ζώα που, για διάφορους λόγους, ήταν συνυφασμένα με κάτι ιερό.

HΚλαίρη Καμπάνη, δημιουργός του παιδικού εργαστηρίου Θεατρικά Παραμυθοφτιάγματα, εμπνέεται από ένα τέτοιο παραμύθι, έναν λαϊκό Ινδιάνικο μύθο, και αφηγείται με ζωντάνια και ευαισθησία την ιστορία του μικρού Ινδιάνου Χονιαχάκα.

«Χονιαχάκα» θα πει «μικρός λύκος» - είναι ένα όνομα που του το έδωσαν επειδή γεννήθηκε μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι, με τους λύκους στο μεγάλο βουνό να είναι πολύ ανήσυχοι. Το πεπρωμένο λοιπόν του μικρού Χονιαχάκα ήταν συνδεδεμένο με τους λύκους από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθε στον κόσμο – ωστόσο αυτό ήταν κάτι που μάλλον δεν τον απασχολούσε όταν ήταν παιδάκι. Αντίθετα, δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά, έκανε συνεχώς σκανταλιές και ζαβολιές, εξαπατούσε τους φίλους του ώστε να έρχεται πρώτος στους διαγωνισμούς για να εντυπωσιάζει τον μεγάλο αρχηγό.

Μέχρι που ήρθε κάποια στιγμή η ώρα να φύγει για το βουνό. Αυτό ήταν μέρος μιας τελετουργικής διαδικασίας ώστε να μπορέσει να γίνει κάποτε μεγάλος κυνηγός. Αν και ο αρχηγός, ξέροντάς τον καλά, ανησυχούσε μ’ αυτή την προοπτική, δεν είχε άλλη επιλογή από τον να στείλει τον Χονιαχάκα στο μεγάλο βουνό. Εκεί, μόνος του ανάμεσα στα ιερά πνεύματα, είχε σαν αποστολή να ανακαλύψει τον εαυτό του και ενηλικιωθεί συναισθηματικά. Ακόμα κι αυτό όμως ο μικρός και ατίθασος Ινδιάνος το έβλεπε σαν μία ακόμα πρόκληση, σαν έναν ακόμα διαγωνισμό που έπρεπε να κερδίσει πάση θυσία για να βγει και πάλι πρώτος ανάμεσα στα παιδιά της φυλής του.

Είναι πολλές οι εκπλήξεις που του επιφυλάσσει αυτή η εμπειρία, από την οποία έχει να μάθει τόσα πολλά. Το κάνει όμως στ’ αλήθεια αυτό το ταξίδι; Ή μήπως πρέπει πρώτα να προετοιμαστεί με κάποιον τρόπο ώστε να πάει στο μαγικό βουνό όταν θα έχει ήδη κατανοήσει την αξία της σημαντικής αυτής διαδικασίας; Πολλές φορές χρειάζεται να δούμε ένα σημάδι για να καταλάβουμε αν κάτι κάνουμε λάθος, αν πρέπει να αλλάξουμε τακτική. Και συχνά τέτοιου είδους σημάδια έρχονται κρυμμένα μέσα στα όνειρά μας. Κάπως έτσι και ο μικρός Χονιαχάκα θα καταφέρει να δει καθαρά ενώ είναι ακόμα καιρός, και θα ξεκινήσει για το ταξίδι της ενηλικίωσής του όταν θα είναι πια ουσιαστικά έτοιμος για να το κάνει. 

Η ουσιαστική αλλαγή ξεκινάει από μέσα μας, είναι σα να μας λέει η ιστορία του Χονιαχάκα. Αν ο μικρός Ινδιάνος είχε πάει στο βουνό κουβαλώντας μαζί του όλη την αλαζονεία και τον εγωισμό του, η όλη μυητική διαδικασία δεν θα είχε κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ή, σε μια ακόμα χειρότερη περίπτωση, θα είχε συνέπειες καταστροφικές, τόσο για τον ίδιο όσο και για το χωριό του. Οι λύκοι που τον συνόδευσαν στην είσοδό του στη ζωή είναι που τελικά τον βοηθούν να βρει τον δρόμο του. 

Ο λόγος της Κλαίρης Καμπάνη είναι λιτός και καθαρός, επί της ουσίας. Η συγγραφέας εστιάζει στο μήνυμα του παραμυθιού με έναν τρόπο που κεντρίζει το ενδιαφέρον και δημιουργεί όμορφες, ατμοσφαιρικές εικόνες με τις περιγραφές της. Συνοδεύει ωστόσο το κείμενό της και με τις δικές της, κυριολεκτικές εικόνες – πολύχρωμες, πρωτότυπες, με απαλές αλλά ταυτόχρονα δυνατές γραμμές, ενώ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο φόντο που κυριαρχεί κάθε φορά: το χωριό με τα γαλήνια χρώματα, το επιβλητικό γαλάζιο βουνό, το πυκνό, καταπράσινο δάσος, η υποβλητική πανσέληνος, δίνουν στην κάθε δισέλιδη εικόνα έναν τόνο πολύ χαρακτηριστικό που ταιριάζει απόλυτα με τη σκηνή την οποία εικονογραφούν.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2018

4 September 2018

Muzo: Τα βάσανα του Τεό και της Λέας


Δεν είναι πάντα εύκολο για τα παιδιά να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, τη σχέση τους με τους άλλους ή την προσωπική τους θέση σε συνάρτηση με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Η γαλλική σειρά βιβλίων του Μιζό με γενικό τίτλο «Τα βάσανα του Τεό και της Λέας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gema σε μετάφραση της Νατάσας Παπαδοπούλου πραγματεύονται σχετικά θέματα μέσα από χαριτωμένες μικρές εικονογραφημένες ιστορίες - κόμικς, βασισμένες σε ένα τέχνασμα που επανέρχεται σαν μοτίβο.

Ο Τεό και η Λέα είναι αδέρφια και πρωταγωνιστούν στα βιβλία εκ περιτροπής έτσι ώστε να θιγεί ένα συγκεκριμένο ζήτημα τη φορά. Στην κάθε περίσταση, έχουν έναν καλό κι έναν κακό σύμβουλο: ένα αγγελάκι και ένα διαβολάκι – την καλή και την κακή φωνή της συνείδησης – που, το καθένα από την πλευρά του, προσπαθεί να ωθήσει τα παιδιά σε μια ανάλογη πράξη ή συμπεριφορά. Το αγγελάκι – ο καλός σύμβουλος – είναι η ήρεμη και αντικειμενική φωνή της λογικής, ενώ το διαβολάκι – ο κακός σύμβουλος – σπέρνει ζιζάνια και κάνει τα πάντα ώστε να δημιουργούνται προστριβές στο οικογενειακό αλλά και το σχολικό περιβάλλον των παιδιών.

Θέματα όπως η συστολή («Είμαι λίγο ντροπαλή…»), ο νευρικός χαρακτήρας («Θα θυμώνω όσο θέλω!»), η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πάντα («Βαριέμαι, δεν ξέρω τι να κάνω…») και φυσικά η ζήλεια («Είμαι ζηλιαρόγατος!») αναπτύσσονται με αμεσότητα και χιούμορ ενώ ξεδιπλώνονται οι καθημερινές ιστορίες των δύο παιδιών.

Στο σχολείο, η Λέα διστάζει να καθίσει με τους συμμαθητές της την ώρα του φαγητού («Είμαι λίγο ντροπαλή…»). Το διαβολάκι σπεύδει να της ενισχύσει την ανασφάλεια λέγοντάς της ότι δεν την κάλεσαν επίτηδες, ενώ το αγγελάκι την παρακινεί να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα επικοινωνίας και να πάει να τους μιλήσει. Όταν κάθεται άπραγη και δεν βρίσκει τίποτα ενδιαφέρον («Βαριέμαι, δεν ξέρω τι να κάνω…»), το διαβολάκι της προτείνει έναν… διαγωνισμό χασμουρητού, ενώ το αγγελάκι βρίσκει την κατάλληλη στιγμή για να της απαριθμήσει ένα σωρό συναρπαστικά πράγματα με τα οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί, όπως να διαβάσει ένα βιβλίο ή να ακούσει μουσική.

Όταν ο Τεό αναρωτιέται γιατί η γιαγιά φιλάει πρώτα τη Λέα («Είμαι ζηλιαρόγατος!»), το διαβολάκι επιχειρεί να υποδαυλίσει το αόριστο συναίσθημα της ζήλειας και να το κάνει πολύ συγκεκριμένο, λέγοντάς του ότι η αδερφή του είναι η αγαπημένη της γιαγιάς – τη στιγμή που το αγγελάκι, εκφράζοντας την πιο άμεση και λογική εξήγηση, του λέει ότι απλώς η Λέα έτυχε να στέκεται πιο κοντά της. Όταν ο Τεό θυμώνει με την αδερφή του και τσακώνεται μαζί της επειδή τον κερδίζει στην ξερή («Θα θυμώνω όσο θέλω!»), το διαβολάκι τού ενισχύει τα συναισθήματα της οργής και του εκνευρισμού με κάθε τρόπο, ενώ το αγγελάκι τον παροτρύνει να πάει να της ζητήσει συγνώμη.

Δεν είναι φυσικά καθόλου άγνωστες όλες αυτές οι καταστάσεις – όπως ιδιαίτερα γνώριμα είναι και τα αντικρουόμενα συναισθήματα που προξενούν. Η καλοσύνη, όπως και η κακία (είτε πρόκειται για κάτι ήπιο είτε για κάτι πιο έντονο και σοβαρό), είναι έμφυτες στον άνθρωπο και δεν είναι καθόλου εύκολο να καταφέρει κανείς να τις ισορροπήσει μέσα του, κυρίως εξαιτίας της ύπαρξης της αρνητικής πλευράς η οποία έχει την τάση να βγαίνει προς τα εμπρός ακόμη και αν εμείς δεν το συνειδητοποιούμε. Κι αν είναι κάπως δύσκολο για τους ενήλικες, είναι ακόμα πιο περίπλοκο για τα παιδιά, που τις περισσότερες φορές δεν είναι καν σε θέση να συνειδητοποιήσουν (κυρίως λόγω απειρίας) ούτε τη φύση αυτών των συναισθημάτων, αλλά κυρίως ούτε τις συνέπειες που μπορεί να έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον.

Η ζήλεια, για παράδειγμα, είναι κυριολεκτικά το… ψωμοτύρι των παιδιών – είναι ένα συναίσθημα που βρίσκει εξαιρετικά εύκολα τον δρόμο του στο θυμικό τους ενώ είναι και απίστευτα δύσκολο να εξουδετερωθεί. Είτε ανάμεσα σε φίλους, είτε ανάμεσα σε αδέρφια, ακόμα και στις σχέσεις γονιών και παιδιών, μπορεί πολλές φορές να αποτελεί τη μόνιμη πηγή προστριβών και παρεξηγήσεων. Ο θυμός, ένα τοξικό συναίσθημα που είναι για όλους επιζήμιο όταν η εμφάνισή του δεν έχει σοβαρή δικαιολογία, όχι απλά χαλάει τις σχέσεις των παιδιών με το περιβάλλον τους αλλά ωθεί και τα ίδια σε μια υπερβολικά αρνητική θεώρηση της ζωής. Αντίστοιχα, η συστολή οδηγεί στην αυτόβουλη κοινωνική απομόνωση στο σχολικό περιβάλλον, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό για την περαιτέρω κοινωνικοποίηση των παιδιών. Η έλλειψη ενδιαφερόντων οδηγεί στο κλείσιμο του παιδιού στον εαυτό του, καθώς τίποτα δεν του φαίνεται αρκετά συναρπαστικό ώστε να του αφιερώσει λίγο χρόνο.

Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, οι θετικές σκέψεις συγκρούονται με τις αρνητικές, με αποτέλεσμα το παιδί να μην ξέρει τι να κάνει, ενώ συχνά αφήνει, άθελά του, τον κακό σύμβουλο να τον επηρεάσει, γιατί οι δικές του λύσεις είναι και οι πιο εύκολες. Ωστόσο η θετική έκβαση των ιστοριών του Τεό και της Λέας περνάει θετικά και αισιόδοξα μηνύματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων.

Το πιο σημαντικό είναι ότι τα άμεσα θιγόμενα άτομα, ο Τεό και η Λέα δηλαδή, είναι εκείνα που αναλαμβάνουν δράση στο τέλος και βάζουν στη θέση του τον κακό σύμβουλό τους, πότε κλείνοντάς τον μέσα σε ένα βάζο με την ετικέτα ‘δηλητήριο’, πότε στέλνοντάς τον στους υπονόμους – όπου και πάλι τον βλέπουμε να συνεχίζει απτόητος να σπέρνει δαιμόνια ανάμεσα στους αρουραίους! Ο διαβολάκος φυσικά επανέρχεται στην επόμενη ιστορία – δε θα μπορούσε να καταθέσει έτσι εύκολα τα όπλα – αλλά ο ρόλος του περιορίζεται ολοένα και περισσότερο κάθε φορά, καθώς τα κεφάλαια κλείνουν ένα – ένα. Στο τέλος κάθε ιστορίας, εμφανίζεται και ο ίδιος ο «δόκτωρ» Μιζό, ο οποίος ανακεφαλαιώνει τα βασικά της σημεία, με τον Τεό και τη Λέα να τον ακούν προσεκτικά, απόλυτα πλέον σε θέση να κατανοήσουν όλα όσα τους έμαθε η διαχείριση των ανάλογων καταστάσεων.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/10442-muzo