28 November 2021

Τάσος Γκρους - Μαρία Λαλιώτη: Τι να πάρω μαζί μου

Συνθέτης με διακριτική παρουσία αλλά πλούσιο και ιδιαίτερα αξιόλογο έργο, ο Τάσος Γκρους έχει βάλει τη μουσική του σφραγίδα σε ορισμένα από τα πιο όμορφα, αξιομνημόνευτα και ξεχωριστά τραγούδια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Πρωτοεμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1986, με τη συμμετοχή του στον 5ο Διαγωνισμό Ιθάκης, όπου διακρίθηκε με το 1ο βραβείο σύνθεσης. Έχει κυκλοφορήσει ως τώρα 8 προσωπικούς δίσκους (ανάμεσά τους και το «Λέξεις Μυστικές» του 1991 από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι) και έχει συμμετάσχει με τα τραγούδια του σε προσωπικά άλμπουμ ερμηνευτών όπως ο Μανώλης Λιδάκης και η Αργυρώ Καπαρού. Κατά τη μακρόχρονη και εξαιρετικά δημιουργική πορεία του συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς στιχουργούς αλλά και ερμηνευτές, ενώ έχει μελοποιήσει και ποιήματα Ελλήνων και ξένων ποιητών (Ελύτη, Βαλαωρίτη, Βάρναλη, Καρυωτάκη, Καβάφη, Γιάννη Ρίτσου, Νερούδα, Ελυάρ, Χικμέτ, Μπρεχτ, μεταξύ άλλων). Η μουσική του χαρακτηρίζεται από γλυκύτητα, ευαισθησία και αισθαντικότητα, αλλά και δυναμισμό όταν χρειάζεται, πότε ακολουθώντας πιο λαϊκότροπα μονοπάτια και πότε πιο έντεχνους και λυρικούς δρόμους. 

Τα στοιχεία αυτά τα διακρίνουμε και στην τελευταία του συλλογή τραγουδιών, σε στίχους της Μαρίας Λαλιώτη, κάτω από τον γενικό τίτλο: «Τι να πάρω μαζί μου». Τα τραγούδια του άλμπουμ εικονογραφούν τις εναλλαγές της ζωής: χαρά, μελαγχολία, λύπη, ευδαιμονία, απογοητεύσεις, εξομολογήσεις, προβληματισμοί, τα γυρίσματα της τύχης, τα πάντα έχουν θέση στον κόσμο και είναι κομμάτια της ζωής. Οι εναλλαγές της ζωής, πάλι, όπως και οι φάσεις του φεγγαριού, διαδέχονται η μία την άλλη ακατάπαυστα και ανεξάρτητα από τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες των ανθρώπων. Το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ, η καλή τύχη δίνει τη θέση της στην αναποδιά, ωστόσο τίποτα δεν κρατάει για πάντα, κι όπως μετά από μια περίοδο ευημερίας μπορεί να έρθει το σκοτάδι, έτσι και το σκοτάδι κάποια στιγμή θα διαλυθεί και θα λάμψει και πάλι το φως.

Μετά το συναισθηματικά φορτισμένο «Ό,τι αγαπάς, υπάρχει» (2018), το «Τι να πάρω μαζί μου» έρχεται σαν μια μορφή απολογισμού, που μπορεί να είναι κυριολεκτικός αλλά και συμβολικός, εξίσου προσωπικός και σε ευρύτερη κλίμακα. Οι στίχοι των τραγουδιών διακρίνονται από μουσικότητα και ποικιλία στη θεματολογία τους, η οποία είναι βαθιά ανθρωποκεντρική: εστιάζει στον ανθρώπινο στοιχείο, τις σχέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες. Υπάρχει διάχυτος λυρισμός, που πότε διοχετεύεται από τη μουσική στον στίχο και πότε έχει ως αφετηρία την αφήγηση και ξεδιπλώνεται μέσα από τη μελωδία. Μια επερχόμενη οριστική αποχώρηση, που ίσως δεν είναι πάντα για κακό (Τι να πάρω μαζί μου), η ελπίδα που πάντα υπάρχει (Όπου τελειώνει η θάλασσα), οι αναμνήσεις, οι παλιές αγάπες (Συνήθειες), η αναμονή για την καινούρια μέρα (Με τον άνεμο), η δύναμη της αγάπης (Τα ανθρώπινα, Η αγάπη σου είναι θάλασσα), η καθημερινότητα, η αξία των απλών πραγμάτων (Πριν ο ήλιος βγει), η πίκρα για πράγματα που δεν ειπώθηκαν, η νοσταλγία για όσα χάθηκαν, η μάταιη αναμονή για ό,τι προσμένουμε αλλά δεν πρόκειται να έρθει ποτέ (Η λέξη, Του ονείρου τα τρένα), οι ανοιχτές πληγές που αφήνουν πίσω τους οι αδικίες, οι ανεκπλήρωτες αγάπες που όμως μπορεί κάποτε να ευοδωθούν (Όνειρο, Το άδικο) είναι τα θέματα που, μέσα από τα τραγούδια, εξελίσσονται σαν μικρές, καθημερινές ιστορίες με τις οποίες ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγάλη αξία της τέχνης: ότι δημιουργείται σε στιγμές έμπνευσης, σε συνδυασμό με ερεθίσματα από προσωπικά βιώματα, αλλά τα αποτελέσματα, εν προκειμένω τα τραγούδια, έχουν αποδέκτες όλους.

Τα τραγούδια ερμηνεύουν καταξιωμένοι τραγουδιστές: ο Μανώλης Μητσιάς, η Αργυρώ Καπαρού, η Ελένη Νόνη, ο Ανδρέας Σμυρνάκης, η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, αφήνοντας ο καθένας το δικό του προσωπικό στίγμα, προσαρμόζοντας τις εκφραστικές τους ερμηνείες στο ύφος του κάθε κομματιού. Ο Νίκος Βελώνιας υπογράφει την ενορχήστρωση των τραγουδιών, η οποία με ευελιξία αναδεικνύει τη χαρακτηριστική υφή του καθενός από αυτά: άλλοτε με έμφαση στο λαϊκό στοιχείο, άλλοτε πιο παραδοσιακή, κάποιες φορές πιο λιτή και άλλες πιο πλούσια. Δύο από τα κομμάτια (Το άδικο, Με τον άνεμο), υπάρχουν και σε ορχηστρική μορφή η οποία προβάλλει και μια διαφορετική πτυχή τους. Το CD συνοδεύεται από ένα καλαίσθητο βιβλίο που περιλαμβάνει τους στίχους των τραγουδιών και σημειώματα του συνθέτη και της στιχουργού, εικονογραφημένο με έργα του ζωγράφου Ηλία Λαλιώτη. Οι πολύχρωμες, ζωηρές εικόνες, συνδυάζοντας το αφαιρετικό, ονειρικό στοιχείο με το ρεαλιστικό, διαλέγονται με τα τραγούδια με έναν τρόπο μοναδικό: μελωδίες, στίχοι και εικόνες αλληλοσυμπληρώνονται και εμπλουτίζουν ακόμα περισσότερο την ακουστική εμπειρία. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/17338-paro-mazi-mou


11 November 2021

Arthur Rimbaud: Ποιήματα - Μια εποχή στην κόλαση - Εκλάμψεις - Επιστολές-Μαρτυρίες

Αν και η εποχή της δημιουργίας κράτησε πολύ λίγο για τον Αρτύρ Ρεμπώ στην έτσι κι αλλιώς σύντομη ζωή του (πέθανε σε ηλικία μόλις 37 ετών, χτυπημένος από ασθένειες με δυσμενείς επιπλοκές), πρόλαβε ωστόσο να αφήσει μια μοναδική παρακαταθήκη από ποιήματα και πεζά κείμενα τα οποία έμελλε να αποτελούν ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς και να παραμένουν αξεπέραστα. Πρόλαβε επίσης να ζήσει μια κυριολεκτικά θυελλώδη ζωή, κάτι που αναπόφευκτα πέρασε, με έμμεσο ή και λιγότερο έμμεσο τρόπο, στο συναρπαστικό του έργο.  Ο «καταραμένος» αυτός ποιητής έχει επίσης χαρακτηριστεί «Μότσαρτ της ποίησης»,  για τις ιδιοφυείς ποιητικές του συνθέσεις, αλλά και για το ότι ξεκίνησε να γράφει σε πολύ μικρή ηλικία, στα 15 του χρόνια. Η ποίηση του Ρεμπώ είναι ιμπρεσιονιστική – τα ποιήματα και τα κείμενά του είναι σαν μια σειρά από πίνακες, και συχνά πυκνά, μέσω αναπάντεχων διασκελισμών, παραπέμπουν σε πραγματικούς πίνακες ζωγραφικής. 

Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στις Αρδέννες το 1854, λίγα χρόνια πριν ο συμβολισμός εμφανιστεί ως κίνημα στην Ευρώπη όταν ο Σαρλ Μποντλέρ έγραψε τα «Άνθη του Κακού». Αν εξαιρέσουμε, ωστόσο, τον Μποντλέρ, ο συμβολισμός ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε βρει έναν εκφραστή πιο καίριο από τον Ρεμπώ: εμπλέκοντας στα έργα του ρεαλισμό, αλληγορίες, γρίφους και συνειρμούς, αλλά έχοντας τον απόλυτο έλεγχο όλων των εκφραστικών του μέσων, αντλούσε την έμπνευσή του από κάθε λογής πηγή και δεξαμενή και την μετέφερε σε ένα επίπεδο πέρα και πάνω από κάθε τι στερεοτυπικό και αναμενόμενο. Το ιστορικό παρελθόν, της πατρίδας του αλλά και άλλων λαών, οι μύθοι, τα παραμύθια, οι συνάδελφοί του ποιητές της εποχής, κάποιοι από τους οποίους δεν γλίτωναν από την αιχμηρή του πένα, οι τέχνες, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, η αγωνία της έμπνευσης και της δημιουργίας, αλλά και η επεισοδιακή και άκρως περίπλοκη σχέση του με τον Βερλέν – μια περίοδος που σημάδεψε όσο καμία άλλη τη ζωή του – καταγράφονται μέσα στα ποιήματα και τα πεζά κείμενά του με τη μορφή μιας σειράς εικόνων που παίζουν και συνδιαλέγονται συνεχώς με τη φαντασία και τα σύμβολα. Κάθε του ποίημα μπορεί να ερμηνευθεί με άπειρους τρόπους – ακόμα και οι συνδυασμοί των λέξεων είναι σαν να συνθέτουν γρίφους που άλλοτε σε οδηγούν σε ένα μονοπάτι, και άλλοτε σε άλλο. Το πιο γνωστό και δημοφιλές, ίσως, ποίημά του, για παράδειγμα, το «Μεθυσμένο Καράβι», θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συμβολίζει την αγωνία της δημιουργίας, αλλά από την άλλη, με μία διαφορετική ανάγνωση, μοιάζει να «απαντάει» με κάποιον τρόπο στον γερο-ναυτικό από το «Rime of the Ancient Mariner» του Κόλεριτζ.

Δε θα μπορούσε να είναι συμβατικό τίποτα που σχετίζεται με τον Ρεμπώ ή που πηγάζει από την έμπνευσή του. Από την πρώιμη εφηβεία του ακόμα, αποδοκίμαζε τα πάντα και εξέφραζε συχνά την αγανάκτησή του για ο,τιδήποτε τον ενοχλούσε και τον εκνεύριζε. Είχε μια χαρισματική, γοητευτική παρουσία που δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητη από κανέναν. Σε συνδυασμό με το κοφτερό πνεύμα του, πάντα σε δημιουργική ή σχολιαστική εγρήγορση, μπορούσε να κερδίσει εύκολα φίλους, αλλά και επικριτές. Η κοινωνική του συμπεριφορά, ασυνήθιστη και προκλητική χωρίς αναστολές, έθιγε συχνά τα «χρηστά ήθη» της συντηρητικής κοινωνίας, και ανάλογο αποτέλεσμα είχαν τα αιρετικά, και αθυρόστομα πολλές φορές, ποιήματά του. Από τα μισά της εφηβείας του μέχρι και τα είκοσί του χρόνια, οπότε και σταμάτησε να γράφει και άλλαξε εντελώς πορεία και τρόπο ζωής, έπαιζε την ποιητική γλώσσα και τη δημιουργική διαδικασία στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Ρεμπώ μετεξέλιξε τον συμβολισμό όπως τον καθόρισε, μέσα από το έργο του, ο Μποντλέρ, όχι απλά φέρνοντάς τον στα μέτρα της δικής του εποχής, αλλά ξεπερνώντας και τους μελλοντικούς εκφραστές του κινήματος, συνδέοντάς τον με τον μοντερνισμό. Ωστόσο τα ποιήματα και τα πεζά κείμενά του, παράλληλα με την «τρέλα» που τα διακατέχει, είναι ταυτόχρονα γεμάτα λυρισμό, ποιητικότητα και ομορφιά, και αντανακλούν συναισθηματικές αλλά και διανοητικές πτυχές που δεν εκφράζονταν εύκολα – ή και καθόλου – εκείνη την εποχή. 

Στην έκδοση αυτή, ιδιαίτερα καλαίσθητη και φροντισμένη, με τις πολύ καλές μεταφράσεις του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος επίσης συνεισφέρει με μια κατατοπιστική εισαγωγή και μια σειρά από ιδιαίτερα αξιόλογα κείμενά του που συνόδευαν τις πρώτες εκδόσεις των μεταφράσεων αυτών, περιλαμβάνονται τα ποιήματα του Ρεμπώ που δεν εντάσσονται σε κάποια συλλογή, μαζί με τις γριφώδεις και εικονοκλαστικές «Εκλάμψεις» και τα εξίσου αινιγματικά κομμάτια που συνθέτουν το «Μια Εποχή Στην Κόλαση». Έχουν συμπεριληφθεί επίσης επιστολές από και προς τον Ρεμπώ, από μέλη της οικογένειάς του, συνεργάτες και φίλους καθώς και η αλληλογραφία του με τον Βερλέν. Τα γράμματά του ρίχνουν λίγο φως στην περίπλοκη και μυστηριώδη προσωπικότητά του, με τις διακυμάνσεις και τις κυκλοθυμίες, αλλά και την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητα με τις οποίες περιεργαζόταν τον κόσμο και τη φύση γύρω του. 

Η «Εποχή στην Κόλαση» αλλά και οι «Εκλάμψεις» συμπίπτουν χρονικά με την περίοδο που έζησε με τον Βερλέν, και τα περισσότερα – αν όχι και όλα – τα κείμενα και τα ποιήματα που απαρτίζουν τα δύο αυτά έργα εμπεριέχουν στοιχεία, άλλοτε πιο έντονα και εμφανή και άλλοτε δοσμένα αλληγορικά και συγκαλυμμένα, της ταραγμένης ερωτικής αλλά και καλλιτεχνικής τους σχέσης η οποία έληξε δραματικά όταν ο Βερλέν πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπώ και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης. Όσο για τον Ρεμπώ, αφού εγκατέλειψε οριστικά την ποίηση, ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ιάβα, την Κύπρο, την Υεμένη, την Αιθιοπία, και έκανε διάφορες δουλειές, από εμπορικός αντιπρόσωπος μέχρι έμπορος όπλων και μισθοφόρος. Όντας σε όλη του τη ζωή αντισυμβατικός, ούτε και στη διαδικασία της καλλιτεχνικής έκφρασης δεν ακολούθησε την πεπατημένη: έγραφε ενώ ακόμα δεν είχε, τυπικά τουλάχιστον, τόση πείρα της ζωής, και στη συνέχεια, όταν πια αποκόμιζε συνεχώς δυνατές εμπειρίες, οι δραστηριότητες και οι ασχολίες του είχαν πάψει πια να σχετίζονται με ο,τιδήποτε είχε να κάνει με την τέχνη. Ήταν λες και γεννήθηκε με έναν θησαυρό ιδεών, τον οποίο εξέθεσε καταιγιστικά στη διάρκεια ελάχιστων χρόνων, και από εκείνο το σημείο και πέρα γύρισε την πλάτη στην ποίηση. «Είμαι ένας εφευρέτης μ’ εντελώς άλλη αξία απ’ όση είχαν οι προκάτοχοί μου. Αλλά και μουσικός που βρήκε κάτι σαν το κλειδί της αγάπης. […] Δεν νοσταλγώ τον παλιό μου κλήρο στη θεϊκή χαρά: το απέριττο ύφος αυτής της άγριας εξοχής τροφοδοτεί σθεναρά τον τρομερό σκεπτικισμό μου. Μα καθώς δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αυτός ο σκεπτικισμός κι αφού εξάλλου αφιερώθηκα σε μια καινούρια παραζάλη – το μόνο που μου μένει είναι να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος τρελός», είχε γράψει στις «Εκλάμψεις», σχεδόν προφητικά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2021

9 November 2021

Ιωάννης Ψάρρας: Το Βλέμμα

«Τα πράγματα δεν χάνονται, τα παίρνει ο αέρας, τα μεταφέρει όπως τη γύρη, δεξιά κι αριστερά.» («Η εκκρεμότης»). Κάπως έτσι και οι ήρωες του Ιωάννη Ψάρρα χάνονται στο βλέμμα ενός νεογέννητου μωρού, ενός αγαπημένου νεκρού, ενός αθώου πτηνού. Αλλά και στο μεταφορικό βλέμμα της μνήμης, της ιστορίας, της λαϊκής σοφίας. Άνθρωποι σύγχρονοι αλλά και ερχόμενοι από το μακρινό παρελθόν, αναπολούν, θρηνούν, ελπίζουν, μελαγχολούν. Ζωντανοί που νοσταλγούν τους νεκρούς τους, ετοιμοθάνατοι που περιμένουν την τελευταία ώρα, νεκροί που αναλογίζονται την τραγικότητα της ζωής τους. Τα πάντα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου, όλα είναι μέρος της ζωης: η χαρά, η τραγωδία, η γέννηση, ο θάνατος. 

Τα κείμενα του Ιωάννη Ψάρρα έχουν κοινό παρονομαστή πάντα και παντού το βλέμμα. Το βλέμμα κυριαρχεί, καθορίζει και εξαγνίζει. Παρακολουθεί άγρυπνο όλες τις φάσεις της ζωής. Υφίσταται ακόμα και εκεί που δεν φαίνεται αμεσα: η ιδιότητα του βλέμματος, η όραση, "συγγενεύει" ηχητικά με την όρνιθα («Η όρνις, της όρνιθος») όπως και το λιμάνι του Οράν όπου ο ναυτικός ήρωας μπάρκαρε στο πρώτο του ταξίδι («Οράν»). Το βλέμμα μπορεί να ανήκει σε ένα μάτι αληθινό, τεχνητό, φανταστικό η υποθετικό. Είναι το μάτι του παρατηρητή στο γήπεδο, της μητέρας που περιμένει στο άδειο σπίτι, του νεκρού που δεν μπορεί με τίποτα να ξαναγυρίσει στη ζωή. Ο «δίκης οφθαλμός», το μάτι που βλέπει τα πάντα. Η «Γυφτοπούλα» του Ζεύγματος στο εξώφυλλο, το ψηφιδωτό που τόσο καίρια εικονογραφεί τον γενικό τίτλο "Το βλέμμα", δίνει το πλέον δυνατό και ανεξίτηλο στίγμα. 

Το βλέμμα, λένε, είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ίσως όχι μόνο. «[...]Πληροφορήθηκα ότι αυτός ο κόσμος ήταν γεμάτος από κάτι που ονομαζόταν καθρέφτες, ένα υλικό που εποπτεύει τα σώματα […], ότι ο κόσμος, ο συγκεκριμένος κόσμος αντανακλάται σε έναν άλλον ή και μεταξύ του, ότι χωρίς αυτή την αντανάκλαση δεν υφίσταται.» μονολογεί ο αφηγητής στην «Κρύα βρύση», ερμηνεύοντας με τον δικό του τρόπο την πλατωνική θεωρία για τον παράλληλο κόσμο, που ωστόσο είναι ο πραγματικός. Κι αν είναι εκείνος ο πραγματικός κόσμος, τότε όλα αυτά που ζούμε είναι μια ψευδαίσθηση. Το βλέμμα όμως είναι πάντα αληθινό, βλέπει πέρα και πίσω από τα κάτοπτρα, με τη βοήθεια αλεπάλληλων αντανακλάσεων φτάνει και στην μακρινή πραγματικότητα, αν και τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος δεν μπορεί να το αντιληφθεί.

Τα σύντομα πεζά και τα ποιήματα του Ιωάννη Ψάρρα που αφηγούνται το καθένα μια δική τους ιστορία ενός ή περισσότερων βλεμμάτων, είναι γραμμένα με ένα ιδιότυπο ύφος συνειρμικών μνημών και αναμνήσεων. Πότε σε πρώτο πρόσωπο, πότε επιστρατεύοντας (και) έναν αφηγητή, ξετυλίγουν μια ιστορία η οποία, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, εμπεριέχει ένα στοιχείο τραγικότητας, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Άλλοτε πάλι έρχεται στο τέλος η ανατροπή με τη μορφή μιας τραγικής ειρωνίας. Δεν έχει και τόση σημασία ποια ήταν ή είναι η ζωή των ανθρώπων αυτών, περισσότερο η λιγότερο συναρπαστική. Εξάλλου για τον καθένα, αυτό που ζει ο ίδιος και οι δικές του εμπειρίες και αναμνήσεις είναι που θα μετρήσουν όταν θα κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος, ένας μικρόκοσμος έστω. 

Ο συγγραφέας προσεγγίζει τους ήρωες και τα θέματά του με τρυφερότητα, συμπάθεια, ενσυναίσθηση, ενίοτε και με καλοπροαίρετη, διακριτικά σαρκαστική διάθεση. Όντας ψυχοθεραπευτής στο επάγγελμα, ρίχνει το δικό του βλέμμα στα μύχια της ψυχής όσων συμμετέχουν στις ιστορίες του. Αγαπάει τους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του, τους τόπους, τα αντικείμενα, τα σπίτια, τα έμβια όντα που τους περιβάλλουν. Ενδύεται κάθε φορά και κάποιον διαφορετικό χαρακτήρα, που όλοι όμως έχουν δικά του στοιχεία, ίσως και βιώματα. Γίνεται ο ίδιος ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τις ιστορίες μεταξύ τους, αποδεικνύοντας ότι μπορεί ο κάθε άνθρωπος είναι μέρος του συνόλου, αλλά και το σύνολο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς τους ανθρώπους.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Νοέμβριο του 2021

https://www.fractalart.gr/to-vlemma/