26 July 2019

Ευγένιος Τριβιζάς: Το κουδούνι του τρόμου

Στο ογκώδες και αισθητικά εντυπωσιακό μυθιστόρημα «Το κουδούνι του τρόμου» του Ευγένιου Τριβιζά, βλέπουμε πώς μια ιστορία μυστηρίου μπορεί να μετουσιωθεί σε ένα παιχνίδι φαντασίας και να γίνει διασκεδαστικό παραμύθι. Αν απογυμνώσουμε την πλοκή από όλα αυτά τα στοιχεία που είναι απολύτως χαρακτηριστικά του ύφους του συγγραφέα – τις ευφάνταστες παρομοιώσεις, τους πανέξυπνους συνδυασμούς επιθέτων και ουσιαστικών, τις σουρεαλιστικές περιγραφές – έχουμε μια σχετικά απλή ιστορία με αθώους ήρωες, εμμονικούς κακούς και ατρόμητους αστυνομικούς. Μια ιστορία που, ιδωμένη από μια διαφορετική σκοπιά, μπορούσε να πάρει ακόμα και δραματικές διαστάσεις. Ωστόσο χάρη στην ευστροφία του Τριβιζά και την αστείρευτη φαντασία του, προωθείται εύστοχα το κωμικό στοιχείο, τα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά εξογκώνονται, οι κίνδυνοι παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εκληφθούν σαν κάτι υπερβολικά θεαματικό για να είναι πραγματικό, ενώ μέσα από την περιπέτεια περνάνε με έξυπνο τρόπο μηνύματα σχετικά με συμπεριφορές που καλό είναι να αποφεύγουν τα παιδιά.

Ήρωας της ιστορίας είναι ο μικρός Νικολάκης Πιτσιρίμπος, ο οποίος σκαρφίζεται διάφορες ανώδυνες σκανταλιές γυρίζοντας από το σχολείο, προσπαθώντας να κάνει πιο διασκεδαστική αυτή τη βαρετή, καθημερινή διαδρομή. Μια αγαπημένη του συνήθεια είναι να χτυπάει τα κουδούνια των σπιτιών και στη συνέχεια να τρέχει και να κρύβεται, διασκεδάζοντας με τους αγανακτισμένους ιδιοκτήτες που αντιλαμβάνονται ότι κάποιος τους κάνει πλάκα καθώς δεν βλέπουν κανέναν έξω από την πόρτα τους. Μια μέρα όμως βρίσκει τον δάσκαλό του, όταν χτυπώντας ένα κουδούνι, το δάχτυλό του μένει κολλημένο εκεί. Απευθύνεται σε διάφορους περαστικούς, όμως κανείς δεν τον βοηθάει, είτε γιατί έχουν προηγούμενα μαζί του είτε γιατί εκμεταλλεύονται την κατάστασή του για δικό τους όφελος. Όταν κάποια στιγμή εμφανίζεται η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, γεμάτη ευγένεια και προθυμία να τον αποζημιώσει προσφέροντάς του γλυκίσματα, ξεκινάει η απίστευτη περιπέτεια του Νικολάκη, όπου εμπλέκεται ένα τσίρκο που είχε καεί στο παρελθόν, μια λεοπάρδαλη, δύο εκκεντρικές ηλικιωμένες αδελφές, ένας δαιμόνιος αστυνομικός, και πολλοί άλλοι χαρακτήρες και πλάσματα που συνδέονται μεταξύ τους σαν τις κουκίδες μιας μαγικής εικόνας.

Κι αυτό είναι, ουσιαστικά, το μυθιστόρημα του Τριβιζά: μια μαγική εικόνα. Η αρχή σε προϊδεάζει για κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που προκύπτει στη συνέχεια, αλλά καθώς τα διάφορα πρόσωπα μπαίνουν σιγά σιγά μέσα στην ιστορία, αρχίζουν και συσχετίζονται γεγονότα από το παρελθόν και ύποπτες δραστηριότητες του παρόντος χρόνου, και όλα αυτά έρχονται και δένουν με κάποιον τρόπο με τον ανυποψίαστο Νικολάκη. Ξεκινώντας από κάτι απλό και συνηθισμένο, όπως είναι μια αθώα σκανταλιά, πρακολουθούμε τον μικρό πρωταγωνιστή να μπλέκει σε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα. Στην αρχή, είναι, μεταξύ άλλων, η γειτόνισσα και η συμμαθήτριά του που όχι μόνο αρνούνται να τον βοηθήσουν να ξεκολλήσει το δάχτυλό του από το κουδούνι επειδή δεν τους είχε φερθεί σωστά στο παρελθόν, αλλά τον εμπαίζουν κιόλας, η κάθε μία με τον τρόπο της. Ήδη λοιπόν ο Νικολάκης αρχίζει να μετανιώνει και για την τωρινή επιπολαιότητά του αλλά και για την προηγούμενή του συμπεριφορά. Στη συνέχεια, είναι η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, που τον βοηθάει μεν, αλλά τον παίρνει μαζί της μέσα στο σπίτι όπου, με την αδερφή της, έχουν καταστρώσει ένα ανατριχιαστικό σχέδιο στο οποίο εκείνος κινδυνεύει να παίξει το ρόλο του θύματος. Καθώς μεγαλώνουν τα προβλήματα που προκύπτουν για τον ήρωα, μεγαλώνει και η επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Αργότερα, θα έρθει αντιμέτωπος με αδίστακτους κακοποιούς, οι οποίοι θα τον εκθέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Η εξέλιξη της ιστορίας γίνεται μεθοδικά, με τον συγγραφέα να εντάσσει κατά διαστήματα κι ένα καινούριο πρόσωπο στην υπόθεση. Ανοίγει έτσι ο κύκλος της δράσης, άρα η ιστορία γίνεται όλο και πιο περίπλοκη.

Όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα από ζωηρές περιγραφές που μοιάζουν να ακολουθούν τη φαντασία και τον τρόπο σκέψης του μικρού ήρωα. «Ο ήλιος έλαμπε σαν ένα μεγάλο αξεφλούδιστο πορτοκάλι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη», λέει ο συγγραφέας – αφηγητής στις πρώτες σελίδες, δίνοντας το στίγμα της φαντασιακής ατμόσφαιρας που θα επικρατήσει σε όλη την ιστορία. Το παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του σύμφωνα με όσα μπορεί να κατανοήσει, είναι λογικό επομένως να βλέπει τον ήλιο σαν πορτοκάλι ή, όπως λέει σε κάποιο άλλο σημείο, το σύννεφο σαν «μισοφαγωμένο κουραμπιέ» - εικόνες οικείες για το παιδί που βρίσκουν αντιστοιχίες στο φυσικό περιβάλλον. Και σε ανάλογο κλίμα κινούνται οι περιγραφές σε όλο το βιβλίο, με εντυπωσιακούς και ενίοτε αναπάντεχους συνδυασμούς στοιχείων: «Τις προάλλες έγιναν τρεις κλοπές κασκόλ από σιφονιέρες, μία αρπαγή γκρανκάσας από συμφωνική ορχήστρα και δύο απαγωγές πεκινουά από κομμωτήριο σκύλων» (σ. 94) ή: «Φορούσε ανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι με δίχρωμη ορχιδέα στην μπουτονιέρα, γαλάζιο γιλέκο ολοστόλιστο με άνθη λωτού και μικρά ζαφείρια για κουμπιά, και παντόφλες από δέρμα λευκού ζαρκαδιού αργυροκεντημένες με το καλλιγραφικό μονόγραμμά του» (σ. 220) και παρακάτω: «Με αυτά τα λόγια έκανε μεταβολή και χάθηκε μέσα σε ένα σύννεφο από πορτοκαλί λιγκουάλα και μπλε ελεκτρίκ τροπικές πεταλούδες.» (σ. 241)

Σε ανάλογο μοτίβο, η υπέροχη ασπρόμαυρη εικονογράφηση του Στίβεν Ουέστ θυμίζει παλιά βιβλία παραμυθιών, με λεπτές γραμμές, ατμοσφαιρικές φωτοσκιάσεις και έμφαση στις λεπτομέρειες. Βλέπουμε τα πρόσωπα να έχουν τονισμένα τα μάτια, παραπέμποντας στις μάσκες της Κομέντια ντελ άρτε, και τα πλούσια σκηνικά να αποδίδουν συναρπαστικά την ατμόσφαιρα του μυστηρίου και του ονείρου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούλιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/12600-koydoyni-tromoy

17 July 2019

Dominique Rocher: Το βράδυ που έφαγε τον κόσμο

Στο Παρίσι των Ζωντανών Νεκρών

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
(THE NIGHT EATS THE WORLD / LA NUIT A DÉVORÉ LE MONDE, 2018)
Σενάριο: Ζερεμί Γκε, Γκιγιόμ Λεμάν, Ντομινίκ Ροσέ (από το ομώνυμο βιβλίο του Μαρτέν Παζ)
Σκηνοθεσία: Ντομινίκ Ροσέ


Σε κάποια γειτονιά του Παρισιού, ο Σαμ, νεαρός μουσικός, πηγαίνει στο διαμέρισμα της Φάνι, της πρώην κοπέλας του, για να πάρει κάποια πράγματα που είχε αφήσει εκεί από τον καιρό που οι δυο τους ήταν ακόμα μαζί. Εκείνο το βράδυ η Φάνι τυχαίνει να κάνει στο σπίτι της πάρτι με πάρα πολύ κόσμο και ο Σαμ, που δεν ξέρει κανέναν από τους καλεσμένους και θέλει απλώς να πάρει τα πράγματά του και να φύγει, αναγκάζεται να αποσυρθεί σ’ ένα απομονωμένο γραφείο του διαμερίσματος, μέχρι να αρχίσει να αραιώνει ο κόσμος για να μπορέσει να φύγει. Κλειδώνει την πόρτα του δωματίου για να μην τον ενοχλήσει κανείς, και όπως κάθεται μόνος του στο μισοσκόταδο, τον παίρνει ο ύπνος. Ξυπνάει αρκετές ώρες αργότερα για να διαπιστώσει πως στο σπίτι επικρατεί τώρα μια ύποπτη ησυχία. Βγαίνοντας από την κρυψώνα του, αντικρίζει μέσα στο διαμέρισμα ένα βομβαρδισμένο τοπίο: αναποδογυρισμένα έπιπλα, σπασμένα πράγματα και τζάμια, αίματα στους τοίχους και τα πατώματα. Πιστεύοντας πως κάποιος μανιακός επιτέθηκε στους καλεσμένους του πάρτι, αρπάζει το πρώτο πράγμα που βρίσκει μπροστά του και θα μπορούσε να χρησιμέψει για όπλο άμυνας (ένα τασάκι!) και κατευθύνεται προς την έξοδο. Αυτό ωστόσο που αντικρίζει στο διάδρομο της πολυκατοικίας είναι κάτι που δεν περίμενε ποτέ να δει: η Φάνι και κάποιοι από τους καλεσμένους της έχουν γίνει ζόμπι και μόλις αντιλαμβάνονται τον Σαμ, τρέχουν προς το μέρος του για να του επιτεθούν. Τρομοκρατημένος ο Σαμ ξαναγυρίζει στο διασμέρισμα της Φάνι και κλειδαμπαρώνεται μέσα. Ρίχοντας ματιές από τα παράθυρα του σπιτιού, διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι της πόλης έχουν όλοι γίνει ζόμπι και περιφέρονται στους δρόμους όπου πλέον επικρατεί το χάος και η καταστροφή.


Διαπιστώνοντας γρήγορα ότι είναι πιο ασφαλής μέσα στο κτίριο όπου έχει παγιδευτεί, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διατηρήσει την ασφάλεια μέσα σ’ αυτό το, έστω και προσωρινό, καταφύγιο. Αρχίζει να περιπλανιέται στην πολυκατοικία, μαζεύοντας προμήθειες και όπλα από τα εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα και εγκαθίσταται στο σπίτι του Άλφρεντ, ενός γιατρού, ο οποίος επίσης έχει γίνει ζόμπι και βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στο σταματημένο ασανσέρ. Ο Σαμ φυλακίζει τον Άλφρεντ εκεί μέσα και, καθώς περνάει ο καιρός, αναπτύσσει έναν ιδιότυπο κώδικα επικοινωνίας μαζί του καθώς ο Άλφρεντ φαίνεται να διατηρείται σε μια σχετικά ήρεμη κατάσταση, προφανώς λόγω της απομόνωσής του – σε αντίθεση με τις ομάδες των ζόμπι έξω στο δρόμο, που η μαζική συνύπαρξή τους τα θέτει αναπόφευκτα σε μια φάση ανεξέλεγκτης αγέλης. Ένα βράδυ εμφανίζεται με επεισοδιακό τρόπο στην πολυκατοικία μια κοπέλα, η Σάρα, η οποία έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να επιβιώσει περνώντας από ταράτσα σε ταράτσα χάρις στον ορειβατικό εξοπλισμό που κουβαλάει μαζί της. Η εμφάνιση της Σάρα σηματοδοτεί και μια μεγάλη, σχεδόν σοκαριστική, ανατροπή που αλλάζει τα πάντα.


Ξεφεύγοντας από το πνεύμα των αμερικανικών ταινιών και σειρών με ζόμπι, όπου οι ήρωες παίρνουν τα όπλα και αντιμετωπίζουν τους νεκροζώντανους εχθρούς κατά πρόσωπο, η γαλλική παραγωγή “To Βράδυ Που Έφαγε Τον Κόσμο” παρουσιάζει μια διαφορετική πτυχή μιας μετα-αποκάλυψης, όπου ωστόσο ο καθένας από μας είναι πολύ πιο εύκολο να ταυτιστεί με τον ήρωα: ο Σαμ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος που δεν έχει σχέση με τα όπλα και προφανώς δεν είχε ποτέ μέχρι τότε έρθει στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να επιστρατεύσει μια ακραία επιθετική συμπεριφορά. Επιπλέον είναι καλλιτέχνης, άρα ευαίσθητη ψυχή, με φιλειρηνικές διαθέσεις. Μόλις συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του, ψάχνει να βρει τρόπους για να επιβιώσει. Αυτή είναι η βασική του μέριμνα και ελάχιστα τον απασχολεί, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, τι μπορεί να προκάλεσε αυτή την κατάσταση. Μας έχουν συνηθίσει οι γαλλικές ταινίες στις ατέλειωτες σιωπές και τα πλάνα χωρίς δράση, ωστόσο εδώ η σιωπή είναι όχι μόνο επιβεβλημένη αλλά και αναγκαία: ο παραμικρός ήχος μπορεί να προσελκύσει τα ζόμπι προς το καταφύγιο του ήρωα, απειλώντας, ίσως και μοιραία, την έτσι κι αλλιώς επισφαλή ασφάλειά του. Όσον αφορά τη δράση, γίνεται αθόρυβα σχεδόν – εκτός από τις φάσεις εκείνες όπου ο Σαμ, μην αντέχοντας άλλο την έλλειψη επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, παίζει όσο πιο δυνατά μπορεί με τα ντραμς που βρίσκει σε κάποιο δωμάτιο του διαμερίσματος του γιατρού (προφανώς ανήκαν σε κάποιο παιδί του Άλφρεντ). Ο ιδιαίτερα δυνατός αυτός συνεχόμενος ήχος κάνει τα ζόμπι να τρέξουν προς την πολυκατοικία και να μαζευτούν απ’ έξω χτυπώντας τους τοίχους και επιχειρώντας να σκαρφαλώσουν στα μπαλκόνια, από τη μια δίνοντας στον Σαμ την ψευδαίσθηση ότι έχει γύρω του ανθρώπους, από την άλλη κάνοντάς τον να σκέφτεται ότι ίσως η ηθελημένη παράδοσή του στα ζόμπι θα ήταν προτιμότερη από τις συνθήκες αυτοφυλάκισης όπου ζει.


Λιγότερο οι κλασικές ταινίες με ζόμπι και περισσότερο η πρωτοποριακή νουβέλα του Ρίτσαρντ Μάθεσον “I am Legend” (1954) φαίνεται να ήταν κυρίως η επιρροή για τον Μαρτέν Παζ, τον συγγραφέα στο ομώνυμο βιβλίο του οποίου βασίστηκε το “Βράδυ Που Έφαγε Τον Κόσμο” του Ντομινίκ Ροσέ. Όπως ο Ρόμπερτ Νέβιλ, ο ήρωας του Μάθεσον, μένει μόνος του ως η τελευταία ανθρώπινη ύπαρξη σ’ έναν κόσμο που έχει καταληφθεί από βρικόλακες και προσπαθεί να επιβιώσει, παραμένοντας κλεισμένος στο σπίτι του τη νύχτα, όταν οι αιμοδιψείς εχθροί του ξυπνούν και περιφέρονται στην πόλη, και τριγυρίζοντας στους έρημους δρόμους την ημέρα αναζητώντας εφόδια και τρόφιμα και σκοτώνοντας όσους βρικόλακες τύχει να συναντήσει, καθώς είναι αδρανοποιημένοι στο φως της μέρας, κάπως έτσι και ο Σαμ βρίσκεται αντιμέτωπος με ορδές από ζόμπι και η μόνη του επιλογή είναι να μείνει ταμπουρωμένος στο καταφύγιό του. Ο Σαμ δεν μπορεί καν να ξεμυτίσει από το κτίριο, και η μόνη φορά που το τολμάει είναι όταν βλέπει μια γάτα να γυρίζει έξω στο δρόμο. Κάτι που επίσης παραπέμπει στη νουβέλα του Μάθεσον, καθώς κι εκεί ο ήρωας εντόπισε μια μέρα έναν σκύλο και προσπάθησε να τον φέρει κοντά του. Έτσι και ο Σαμ, απελπισμένος για μια ζωντανή παρουσία δίπλα του, παίρνει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο βγαίνοντας έξω στο δρόμο για βρει τη γάτα. Καταλήγει ωστόσο και πάλι να γυρίσει στην πολυκατοικία τρέχοντας μέσα στον πανικό, με τα ζόμπι σε απόσταση αναπνοής πίσω του.


Αν και το διαλογικό κομμάτι είναι εύλογα και δικαιολογημένα περιορισμένο, η φαινομενικά συγκρατημένη αλλά γεμάτη εσωτερική ένταση ερμηνεία του Νορβηγού ηθοποιού Άντερς Ντάνιελσεν Λίε στον ρόλο του Σαμ γεμίζει τις σιωπηλές σκηνές και τονίζει ακόμα περισσότερο την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας. Στον ρόλο του Άλφρεντ, του ζόμπι που δείχνει να εξανθρωπίζεται ως ένα βαθμό χάρη στην συναναστροφή του με τον Σαμ, βλέπουμε τον Ντενί Λαβάν, τον αλλόκοτο κύριο Όσκαρ από το “Holy Motors” του Λεός Καράξ και στον σύντομο ρόλο – κλειδί της Σάρα την Ιρανή ηθοποιό Γκολσιφτέ Φαραχανί, ωστόσο η ταινία δικαιωματικά ανήκει στον πρωταγωνιστή της, ο οποίος ξεδιπλώνει καλοζυγισμένα όλα τα συναισθήματα και τις διαθέσεις που εναλλάσσονται στον χαρακτήρα του με το πέρασμα των ημερών: πανικός, απελπισία, τρόμος, παραίτηση, οργή, ελάχιστα διαλείμματα με μια υποψία αισιοδοξίας, και πάλι από την αρχή.


Το τέχνασμα με τον ήρωα που ξυπνάει μέσα σε μια μετα-αποκάλυψη όπου ο κόσμος έχει κυριευθεί από ζόμπι το έχουμε δει κι άλλες φορές στο παρελθόν – το είδαμε στο “28 Μέρες Αργότερα” του Ντάνι Μπόιλ, στο “Ξύπνημα των Νεκρών” του Ζακ Σνάιντερ, το είδαμε και στη σειρά “The Walking Dead”, μάλιστα σε μια από τις ωραιότερες εναρκτήριες σεκάνς. Αυτό το τέχνασμα έχουμε κι εδώ, και είναι ένας απλός μεν αλλά ιδιαίτερα έξυπνος τρόπος για να τονιστεί η αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει κάτι που ξεφεύγει δραματικά από την καθημερινότητά του. Αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τις διάφορες παγκόσμιες επιδημίες που εμφανίζονται κατά καιρούς, κανείς ποτέ δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς ακριβώς προέκυψαν – ακόμα κι αν εντοπιστεί ο λεγόμενος “ασθενής μηδέν”, ο πρώτος δηλαδή που βρέθηκε να έχει μολυνθεί με τον εκάστοτε ιό, δεν γίνεται ποτέ γνωστό πώς γεννήθηκαν οι ασθένειες αυτές και πώς εισχώρησαν στις κοινωνίες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο κάθε άνθρωπος δυνητικά μπορεί να υπάρξει θύμα, και έχει να κάνει με έναν εχθρό που είναι αόρατος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ταινίες με ζόμπι, από μια πλευρά (γιατί αν καθίσει κανείς να τις αναλύσει, τουλάχιστον τις πιο ψαγμένες από αυτές, μπορεί να βρει πάρα πολλούς συμβολισμούς, αλληγορίες και παραλληλισμούς με τη σύγχρονη πραγματικότητα) κατά κάποιον τρόπο προσωποποιούν αυτόν τον αόρατο εχθρό και τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά σε έναν κίνδυνο που μπορεί πάρα πολύ εύκολα να του αφαιρέσει τη ζωή ή, ακόμα χειρότερα, να μετατρέψει και τον ίδιο σε τέρας – είτε επειδή μπορεί να γίνει ζόμπι, είτε επειδή στον αγώνα για επιβίωση αναπόφευκτα θα έρθουν στην επιφάνεια τα πιο πρωτόγονα και επικίνδυνα ένστικτά του.

Το “Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο” είναι μια ιδιότυπη ταινία τρόμου που δεν πρέπει να τη δει κανείς επιφανειακά. Έχουμε δει πολλές μετα-αποκαλυπτικές ταινίες δράσης τα τελευταία χρόνια, αλλά όσο κι αν μας αρέσουν και όσο συναρπαστικές και αν είναι, έχει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν έχουμε να κάνουμε με εναλλακτικές, τρόπον τινά, εκδοχές αυτού του είδους. Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτές προέρχονται από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο – ένα επιπλέον στοιχείο που κάνει τις συγκεκριμένες ταινίες, με τις όποιες τυχόν ατέλειές τους, ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και σαν θέαμα αλλά και σαν αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα.


Η αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή έχει παράδοση σε ταινίες καταστροφής με μετα-αποκαλυπτική θεματολογία, και μας έχει δώσει αξέχαστα έργα, ωστόσο ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος είναι λογικό να το βλέπει το θέμα λίγο διαφορετικά, και λόγω καταβολών του είδους αλλά και λόγω της ανθρωπογεωγραφίας και του ιστορικού παρελθόντος της Γηραιάς Ηπείρου. Στην ταινία του, ο Ντομινίκ Ροσέ επιτυγχάνει μια υποβλητική ατμόσφαιρα μελαγχολίας στις εξωτερικές λήψεις, που συμπληρώνει ιδανικά το κλειστοφοβικό κλίμα που επικρατεί στις σκηνές μέσα σε κλειστούς χώρους. Ο μουντός ουρανός του Παρισιού, με τα εμβληματικά μνημεία να υπενθυμίζουν την παρουσία τους ακόμα και μέσα σε μια τέτοια καταστροφή, οι ρημαγμένοι δρόμοι με τα κτίρια υπό διάλυση γύρω τους, τα ζόμπι που περιφέρονται με αργούς ρυθμούς στην πόλη, έτοιμα ωστόσο να κατασπαράξουν κάθε ζωντανή ύπαρξη, και από την άλλη το καταφύγιο του Σαμ που όχι μόνο καταρρέει σιγά – σιγά αλλά όλα δείχνουν ότι με κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και λιγότερο ασφαλές – ένα εφιαλτικό σκηνικό όπου ο ήρωας προσπαθεί – αλλά φυσικά είναι αδύνατο – να προσαρμοστεί στις νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες, και το οποίο ελάχιστες εξόδους διαφυγής έχει να προσφέρει, κι αυτές πάλι με σχεδόν μηδαμινές πιθανότητες σωτηρίας. Το τέλος φαίνεται ξεκάθαρο, αφήνει ωστόσο περιθώρια και για διαφορετικές ερμηνείες, ιδίως αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν προηγηθεί.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Ιούλιο του 2019
https://www.fractalart.gr/the-night-eats-the-world/

1 July 2019

John Connolly: Στο Λευκό Δρόμο

Ο Τζον Κόνολι κατέχει μια ξεχωριστή θέση στον χώρο της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, και όχι άδικα. Οι ιστορίες του είναι άρτιες, αριστοτεχνικά δομημένες, με δυνατούς χαρακτήρες και σφιχτοδεμένη πλοκή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Κατέχει επίσης μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές των αναγνωστών που αγαπούν (και) τα αστυνομικά μυθιστορήματα -  και πάλι όχι άδικα: η γραφή του είναι γοητευτική, με μια διάχυτη διακριτική ποιητικότητα και έχει τη σχεδόν μαγική ικανότητα να σε βάζει έντεχνα μέσα στον μύθο, κάνοντάς σε να συμπάσχεις με τους καλούς ήρωές του μ’ έναν τρόπο απόλυτα φυσικό, αποζητώντας τη δικαίωση μαζί τους.

Η πολυπρόσωπη, πολυεπίπεδη και λαβυρινθώδης ιστορία που διαδραματίζεται στον “Λευκό Δρόμο” αποτελεί την τέταρτη περιπέτεια της σειράς του Τζον Κόνολι με ήρωα τον βασανισμένο ντετέκτιβ Τσάρλι Πάρκερ. Συναντάμε κι εδώ, εκτός από τον κεντρικό αυτόν πρωταγωνιστή, τους τρεις χαρακτήρες που είναι, ανεπίσημα, η ομάδα του: τη σύντροφό του Ρέιτσελ – την βρίσκουμε τώρα έγκυο στο παιδί του – και τους δύο περιθωριακούς βοηθούς και φίλους του, τον πρώην επαγγελματία εκτελεστή Λούις και τον Έιντζελ, που ήταν κλέφτης. Τρία πρόσωπα που έχουν πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς είναι οι πιο στενοί φίλοι του Τσάρλι και ο ρόλος τους σε κάθε ιστορία, είτε μικρότερος είτε μεγαλύτερος, είναι σημαντικός.

Το βασικό αστυνομικό μυστήριο στρέφεται γύρω από τη δολοφονία της Μάριαν Λαρούς, μιας πλούσιας λευκής κοπέλας από ισχυρή οικογένεια, που αποδίδεται στον Έιτις Τζόουνς, τον μαύρο εραστή της από κατώτερη κοινωνική τάξη. Ωστόσο αυτή είναι μονάχα η απόληξη μιας περίπλοκης ιστορίας που οι ρίζες της πάνε πίσω στο παρελθόν και απλώνονται σε έκταση πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο φαίνεται αρχικά, επηρεάζοντας μοιραία ζωές και καταστάσεις. Κρυμμένα μυστικά έρχονται στην επιφάνεια, μυστήρια του παρελθόντος αποκαλύπτονται αναπάντεχα. Άλλωστε όπως διαπιστώνει (όχι και τόσο) σιβυλλικά ο Τσάρλι κάποια στιγμή: “Δεν είμαστε παγιδευμένοι μόνο στη δική μας ιστορία, αλλά και στην ιστορία όσων επιλέγουμε να μοιραστούν τη ζωή μαζί μας” (σ. 107). Μια φράση που δίνει απόλυτα το στίγμα της υπόθεσης και είναι σκόπιμο να την έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας καθώς τη βρίσκουμε μπροστά μας σε πολλές διαφορετικές εκφάνσεις. Γιατί στον απόηχο από το “Φονικό Είδος”, το συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ που είχε προηγηθεί και του οποίου ο εφιαλτικός κόσμος είχε θέσει σε δοκιμασία τα όρια της αντοχής του ευφυέστατου αλλά συναισθηματικά τσακισμένου ήρωα, αυτή εδώ η περιπέτεια μετατοπίζει μεν τη δράση σε έναν άλλο χώρο αρχικά, ωστόσο είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν σιγά – σιγά στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες που σχετίζονται άρρηκτα με το παρελθόν και το επαναφέρουν, όσο κι αν επιθυμούν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους να το ξεχάσουν. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα θύματα και τους θύτες των εγκληματικών πράξεων, αλλά και με τον ίδιο τον Τσάρλι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το μότο που έχει επιλέξει ο Κόνολι για το πρώτο μέρος του βιβλίου, το απόσπασμα από την ενότητα “Τι είπε ο κεραυνός” της “Έρημης Χώρας” του Έλιοτ (“Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στο πλάι σου; […] όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο / Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου [...]”), ένα κομμάτι που ταιριάζει απόλυτα στον Τσάρλι και την ικανότητά του – ευχή και κατάρα – να αντιλαμβάνεται γύρω του την φασματική παρουσία νεκρών ανθρώπων.

Για μια ακόμη φορά, το μεταφυσικό στοιχείο μπλέκεται με το ρεαλιστικό, με τα όρια να είναι, τις περισσότερες φορές, δυσδιάκριτα. Ο Τσάρλι βλέπει μπροστά του πράγματα που, είτε εν μέρει είτε συνολικά, είναι ανεξήγητα για τον κοινό νου. Πρόκειται για οράματα, για διαστρεβλωμένες εκδοχές της πραγματικότητας, για παραισθήσεις ενός ανθρώπου ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει ακόμα βγει από την περίοδο του πένθους και υποσυνείδητα αναζητά τρόπους για να επικοινωνήσει με τα αγαπημένα του πρόσωπα που έχουν χαθεί, ή μήπως ο άυλος κόσμος είναι πάντα εδώ, απλώς ορισμένοι μόνο έχουν το χάρισμα να τον βλέπουν και να επικοινωνούν μαζί του; Ένα πολύ αβανταδόρικο μοτίβο που επανέρχεται στις ιστορίες του Τσάρλι και ο Κόνολι εσκεμμένα το αφήνει κάπως αόριστο, ώστε να μην είναι ξεκάθαρο, μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον, τι ακριβώς συμβαίνει. Ο Τσάρλι ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στους δύο κόσμους, των ζωντανών και των νεκρών, και η κάθε περιπέτεια είναι γι’ αυτόν και μία κάθοδος στην Κόλαση, όχι μόνο επειδή οι κακοί αντιπροσωπεύουν το δαιμονικό στοιχείο, αλλά και επειδή κάποιες ψυχές περιμένουν απ’ αυτόν την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Ο Τσάρλι ενεργεί σαν ένας άγγελος – τιμωρός, αλλά ως εκπρόσωπος του καλού αναπόφευκτα δημιουργεί πολλούς εχθρούς. Η σατανική πλευρά των ανθρώπων ξεπερνάει κατά πολύ τους υπαρκτούς ή μη δαίμονες του Κάτω Κόσμου, αφού οι άνθρωποι κάνουν κακό συνειδητά, υπολογίζουν και προετοιμάζουν λεπτομερώς πράξεις εκδικητικές. Αυτό είναι κάτι που ο Τσάρλι το ξέρει πολύ καλά ήδη, και το βιώνει και πάλι σ’ αυτή την περιπέτεια. Καταδιώκεται ύπουλα από έναν ορκισμένο εχθρό του, ο οποίος φαίνεται να κινεί τα νήματα και του οποίου η δίψα για εκδίκηση είναι τόσο μεγάλη που κανένας νόμος, κανένας περιορισμός δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τα δυνητικά θύματά του.

Στο μυθιστόρημά του αυτό, ο Κόνολι ξεδιπλώνει επιδέξια πολλές ιστορίες και φέρνει στο προσκήνιο πολλά πρόσωπα, που συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους που δεν είναι πάντα εμφανείς, υπενθυμίζοντάς μας συνεχώς ότι οι πράξεις μας επηρεάζουν αλυσιδωτά άλλα άτομα. Καμία πράξη δεν είναι χωρίς συνέπειες, και το κακό κάποια στιγμή αποκαλύπτεται. Μπορεί όμως να νικηθεί εντελώς; Και πόσο θεμιτό είναι να πολεμάς το κακό με αντίκακο; Είναι ερωτήματα που ουσιαστικά δεν έχουν απάντηση. Ανά πάσα στιγμή, μέσα στη φαινομενική ηρεμία, μπορεί να έρθει η καταστροφή, που συνήθως είναι πέρα από τον έλεγχό μας. “Ήταν ένας κόσμος ζωγραφισμένος σε γυαλί, ένας κόσμος που περίμενε να θρυμματιστεί από αόρατες δυνάμεις” (σ. 39). Όπως το φτεροκόπημα μιας πεταλούδας, που μπορεί να προκαλέσει έναν ανεμοστρόβιλο.

Με το γνωστό ελκυστικό του ύφος, ο Κόνολι αναπτύσσει τον κύριο όγκο της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, από την πλευρά του Τσάρλι, εντάσσοντας κάποια κομμάτια σε τρίτο, όλο το βιβλίο ωστόσο χαρακτηρίζεται από μια έντονη, υποβλητική ατμόσφαιρα, χωρίς να λείπει το χιούμορ σε μικρές, καλομελετημένες δόσεις, ενώ συγκεκριμένες σκηνές προς το τέλος διαθέτουν εξαιρετική δύναμη και καλό είναι να τους δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Όπως και στο “Φονικό Είδος”, έτσι κι εδώ κάνει πολλές και συχνές αναφορές σε έντομα, αρθρόποδα και ερπετά, πλάσματα με πολυσήμαντη αλληγορική και μυθολογική σημασία, αγαπημένα σύμβολα του Κόνολι. Ξεκινώντας από τον τίτλο, κυριαρχούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο και, κατ’ επέκταση, το σκοτάδι και το φως, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει πάντα ότι το σκοτάδι αντιπροσωπεύει το κακό και το φως το καλό. Οι οραματικές σκηνές του Τσάρλι είναι καθηλωτικές, ενώ υπάρχουν ορισμένα κομμάτια δοσμένα τόσο συγκινησιακά που δύσκολα φεύγουν απ’ το μυαλό.

Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση, και η πολύ καλή μετάφραση είναι της Παλμύρας Ισμυρίδου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούλιο του 2019