29 May 2019

Μεταξούλα Μανικάρου: Αιτωλοακαρνάνες συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας

Η Αιτωλοακαρνανία είναι τόπος με πλούσια μυθολογία και πολιτιστική παράδοση αιώνων. Πλευρώνα, Καλυδώνα, Θέρμο, Στράτος, Οινιάδες, Μακύνεια, Πάλαιρος: αρχαιολογικοί χώροι και θέατρα, που δηλώνουν την παρουσία του πολιτισμού και των τεχνών. Φημισμένοι κατά την αρχαιότητα για την στρατιωτική και πολιτκή τους ικανότητα, οι Αιτωλοί ανέδειξαν ωστόσο σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, με προεξάρχοντα  φυσικά τον Κοσμά τον Αιτωλό. Κυρίως όμως από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, παρατηρείται η μεγαλύτερη άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Κωστής Παλαμάς, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Θανάσης Κυριαζής, Πέτρος Δήμας –  από τους εξέχοντες εκπροσώπους της, μέρος μιας παράδοσης που συνεχίζεται και σήμερα.

Εξίσου σημαντική είναι και η λογοτεχνική παραγωγή της Αιτωλοακαρνανίας στον χώρο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια. Ο ογκώδης και πλούσιος σε υλικό τόμος “Αιτωλοακαρνάνες Συγγραφείς Παιδικής Λογοτεχνίας” της Μεταξούλας Μανικάρου περιλαμβάνει συγκεντρωμένα στοιχεία για τους Αιτωλοακαρνάνες συγγραφείς που τα έργα τους καλύπτουν αυτόν ακριβώς τον χώρο, μέσα από μια εκτενή ερευνητική εργασία εγκυκλοπαιδικού ενδιαφέροντος.

Η Μεταξούλα Μανικάρου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά ζει στο Αγρίνιο όπου εργάστηκε ως φιλόλογος και Σχολική Σύμβουλος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Από το 2017 ανήκει στο Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει τρία μεταπτυχιακά στις Επιστήμες της Αγωγής: Νεοελληνική Γλώσσα και Παιδική Λογοτεχνία (Πανεπιστήμιο Ιωαννίων), Θεωρία, Πρακτική και Αξιολόγηση της Διδασκαλίας (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας), Διδακτική της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας (Πανεπιστήμιο Λευκωσίας). Η διδακτορική της διατριβή είχε θέμα τη Νεοελληνική Λογοτεχνία (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων). Κατέχει επίσης πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας από την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και είναι επιμορφώτρια εκπαιδευτικών φιλολόγων στις νέες τεχνολογίες. Ασχολείται επισταμένως με τη νεοελληνική και παιδική λογοτεχνία, τη νεοελληνική γλώσσα και τον ελληνικό περιοδικό τύπο, θέματα τα οποία ερευνά επίσης στα βιβλία, τις δημοσιεύσεις και τις εισηγήσεις της.

Τα κίνητρά της για τη δημιουργία του πολύ σημαντικού αυτού έργου ήταν πολλά. Όπως αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα, από το 1974 και μετά παρατηρείται μια γενικότερη άνθιση της παιδικής – εφηβικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Από την άλλη, υπήρχε ένα βιβλιογραφικό κενό σε σχέση με την καταγραφή της ανάλογης λογοτεχνικής παραγωγής της Αιτωλοακαρνανίας, επομένως μια τέτοιου είδους έρευνα και συγκέντρωση στοιχείων ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία. “Τέλος, λόγοι χρέους προς τους αιτωλοακαρνάνες συγγραφείς, που αφιερώθηκαν στο παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο, γνώρισαν πολλαπλές εκδόσεις και ανατυπώσεις του έργου τους και απέσπασαν βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, λειτούργησαν, καθοριστικά, για την ολοκλήρωση της μελέτης αυτής”, σημειώνει χαρακτηριστικά. Ορίζοντας λοιπόν ως χρονικό φάσμα την περίοδο 45 χρόνων από το 1974 μέχρι το 2019, και ως τοπική εμβέλεια την Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοακαρνανίας, η ερευνήτρια μελέτησε συστηματικά και καταλογογράφησε το έργο 19 λογοτεχνών με καταγωγή από τον συγκεκριμένο νομό οι οποίοι έχουν γράψει ή συνεχίζουν να γράφουν βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους. Οι συγγραφείς που περιλαμβάνονται στον ογκώδη τόμο είναι οι εξής: Έλλη Γιαννοπούλου, Αριάδνη Δάντε (Έφη Σαμαρτζοπάνου), Ντίνος Δημόπουλος, Χρήστος Δημόπουλος, Βησσαρία Ζορμπά – Ραμμοπούλου, Σταυρούλα Κάτσου – Καντάνη, Ιωάννα Κουτρουλού, Διονύσης Λεϊμονής, Βούλα Μάστορη, Αργυρώ Πιπίνη, Ιωάννα Πίττα, Ελένη Πριοβόλου, Σταύρος Σταυρίδης, Τζέμη Τασάκου, Ελένη Τασοπούλου, Ελένη Τσιάλτα, Ιωάννης Τσιτσιβός, Παντελής Φλωρόπουλος, Ελένη Χωρεάνθη.

Δεν πρόκειται ωστόσο απλώς για μία καταγραφή των λογοτεχνών και του έργου τους. Στις σελίδες που είναι αφιερωμένες σε κάθε συγγραφέα, περιλαμβάνεται ένα βιογραφικό σημείωμα, το μέχρι τώρα σύνολο των βιβλίων του, μια αναλυτική παρουσίαση των βιβλίων παιδικής ή / και εφηβικής λογοτεχνίας που έχει εκδώσει, μαζί με το εξώφυλλο, το κείμενο οπισθοφύλλου και τα στοιχεία έκδοσης του καθενός, ενώ γίνεται και μια πιο λεπτομερής παρουσίαση ενός ή περισσότερων βιβλίων με την περίληψη του θέματός του και την ανάλυση του περιεχομένου και των στόχων του. Τα πορτραίτα αυτά συμπληρώνουν μία ή περισσότερες συνεντεύξεις των συγγραφέων καθώς και αυτοπαρουσιάσεις σε κάποιες περιπτώσεις. Πρόκειται για μία εξαιρετικά περιεκτική εργασία, ιδιαίτερα χρήσιμη για όποιον θέλει ή χρειάζεται μια συνολική παρουσίαση του συγκεκριμένου θέματος, χρήσιμη επίσης για φοιτητές και μελετητές, χωρίς όμως να περιορίζεται σε τέτοιου είδους εξειδικευμένη χρήση, καθώς μέσα από το έργο αυτό ο καθένας μπορεί να γνωρίσει καλύτερα όλους αυτούς τους δημιουργούς που τους ενώνει η κοινή καταγωγή, η αγάπη για τον τόπο τους και η προσφορά στον χώρο του βιβλίου για παιδιά και εφήβους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/meletesdokimia/12258-metaksoula-manikaroy

19 May 2019

Georges Rodenbach: Μπρυζ, η νεκρή

Έτσι φασματικά όπως ξεπροβάλλει στο εξώφυλλο η εικόνα του Φερνάν Νοπφ – τόσο ανεπαίσθητα που μπορεί και να μην την δεις – με ανάλογο τρόπο στοιχειώνει και τον Υγκ Βιαν, τον μελαγχολικό ήρωα της νουβέλας του Βέλγου συμβολιστή Ζορζ Ρόντενμπαχ (1855 – 1898) Μπρυζ, η νεκρή, η αγγελική του αγαπημένη. Το σχέδιο του Νοπφ, φτιαγμένο για την έκδοση του 1892, αναπαριστά την νεκρή κοπέλα με τα πλούσια, ξανθά μαλλιά, ανάμεσα σε ανθισμένα λίλιουμ, με την Μπρυζ στο φόντο, και περικλείει στην εικόνα αυτή την πεμπτουσία του κειμένου: “Η Μπρυζ ήταν η νεκρή του. Η νεκρή του ήταν η Μπρυζ.”

Ο Υγκ Βιαν μένει αναπάντεχα χήρος και εγκαθίσταται στην Μπρυζ. Η βελγική πόλη, άλλοτε σημαντικό κέντρο εμπορίου και καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχει ήδη παρακμάσει από χρόνια και θεωρείται μια πόλη νεκρή. Από μια εσωτερική ανάγκη, ίσως και επηρεασμένος από τις αλλόκοτες σκέψεις που φέρνει καμιά φορά η επίπονη διαδικασία του πένθους, ο Υγκ αποφασίζει ότι στην αγαπημένη του γυναίκα αντιστοιχεί η Μπρυζ. Ζώντας στην πόλη αυτή, βιώνει το πένθος του απόλυτα και καθώς έχει ταυτίσει την γυναίκα του με την πόλη, είναι σαν να ζει μέσα στην ανάμνησή της. Βρίσκεται σε μια κατάσταση ιδιότυπης εντροπίας που τον κρατάει κλεισμένο στον εαυτό του – υπάρχει όμως ένα μεγάλο παράδοξο εδώ: αυτό που τον κάνει να μελαγχολεί είναι αυτό ακριβώς που τον κρατάει ζωντανό. Από τη μια περιμένει στωικά να έρθει η στιγμή που θα ξαναβρεί τη γυναίκα του στην άλλη ζωή, από την άλλη η ανάμνησή της, όσο κι αν τον πονάει, πυροδοτεί την κάθε του μέρα.

Αν ο νεαρός Βέρθερος δεν είχε παραδοθεί στην απελπισία που τον έκανε να βάλει τέλος στη ζωή του στην περίφημη νουβέλα του Γκαίτε, θα μπορούσε να είναι ο Υγκ σε μεγαλύτερη ηλικία: ένας ώριμος άνθρωπος που υπήρξε στην πρώτη του νιότη ρομαντικός και ερωτεύτηκε βαθιά και με πάθος. Ο Βέρθερος θρηνούσε για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Καρλότα, κι αυτό από ένα σημείο και πέρα έφτασε να καθορίζει όλη του την ύπαρξη. Σε μια αναλογία, λοιπόν, ο Υγκ θρηνεί για την αγαπημένη του, για έναν έρωτα που μπορεί μεν να εκπληρώθηκε και να κατέληξε σε έναν ευτυχισμένο γάμο, έπεσε ωστόσο θύμα των δυνάμεων της φύσης που καταδίκασαν σε ανίατη ασθένεια, και στη συνέχεια στο θάνατο, την αγαπημένη του γυναίκα.

Αδυνατώντας (και μη θέλοντας, στην ουσία) να ξεχάσει, ο Υγκ είχε πάει για τελευταία φορά στο νεκροκρέβατό της και έκοψε την πλεξούδα της για να τη φυλάξει σαν κειμήλιο, σαν ιερό φυλαχτό μέσα σε μια γυάλινη θήκη, σε μια περίοπτη θέση του σπιτιού. Η πλεξούδα είναι η ψυχή της νεκρής. Του υπενθυμίζει την ανάμνησή της και – εδώ μπαίνει και το στοιχείο του θρίλερ – τον παρακολουθεί με ακαθόριστο τρόπο σαν άγρυπνος φρουρός. Ο Υγκ αρχίζει και περιπλανιέται στην πόλη, παρατηρώντας τους δρόμους, τα κτίρια, την προκυμαία. Η τύχη – ή μήπως η μοίρα; - φέρνει στο δρόμο του την Τζέιν, μια νεαρή κοπέλα που μοιάζει εκπληκτικά με την γυναίκα του. Την πλησιάζει και αρχίζει να τη συναναστρέφεται, πρώτα φιλικά και στη συνέχεια ερωτικά, χωρίς ποτέ να της αποκαλύψει τι ήταν αυτό που τον τράβηξε κοντά της. Κάποιες στιγμές πιστεύει ότι είναι στ’ αλήθεια η γυναίκα του που βγαίνει από τον τάφο για να κάνει τον περίπατό της και να ξαναγυρίσει. Μια πλάνη, μια αυταπάτη που ο Υγκ εύχεται να κρατήσει για πάντα. Αυτό που κάνει, ωστόσο, είναι να προσπαθεί να διασώσει την εικόνα της νεκρής μέσα από έναν ραγισμένο καθρέφτη που είναι έτοιμος να θρυμματιστεί.

Αρχετυπικό έργο του συμβολιστικού κινήματος, το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες, η νουβέλα Μπρυζ, η νεκρή του Ζορζ Ρόντενμπαχ ήταν εξαιρετικά μοντέρνα για την εποχή της, με έναν ιδιάζοντα τρόπο καινοτόμος και τολμηρή. Στην πρώτη έκδοση του 1892, το κείμενο συνοδευόταν από 35 φωτογραφίες της Μπρυζ – κάτι που μπορεί μεν τώρα να εκτιμάται σαν ένα ριζοσπαστικό και πρωτότυπο στοιχείο, εκείνη την εποχή όμως δεν το είδαν με καλό μάτι. Η ένταξη των εικόνων είχε εκληφθεί τότε σαν συγγραφική αδυναμία: θεωρήθηκε ότι ο Ρόντενμπαχ δεν είχε εμπιστοσύνη στην περιγραφική του δεινότητα και κατέφυγε στην εύκολη λύση της εικόνας. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει, καθώς  οι περιγραφές είναι εκπληκτικής ομορφιάς και ιδιαίτερα παραστατικές – ο Ρόντενμπαχ είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια, καθώς και την πρώτη του νιότη, στη Φλαμανδία και οι αναμνήσεις του από τις περιοχές αυτές ήταν εικόνες ειδυλλιακές που είχαν μείνει αναλλοίωτες στη μνήμη του. Από την άλλη οι φωτογραφίες απλώς έθεταν το σκηνικό, αφήνοντας ελεύθερο τον αναγνώστη να δώσει μορφή, με το μυαλό του, στους χαρακτήρες, ακολουθώντας τη δράση. Στην ιδέα της νουβέλας βασίστηκε το πολύ μεταγενέστερο αστυνομικό μυθιστόρημα των Μπουαλό – Ναρσεζάκ Ανάμεσα στους νεκρούς (1954), το οποίο στη συνέχεια μετέφερε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στον κινηματογράφο με την ταινία Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου, 1958).

Πένθιμο κλίμα, γοτθική ατμόσφαιρα, μεταφυσικό μυστήριο, απρόσμενες τροπές, συνθέτουν την ολιγοπρόσωπη ιστορία. Τυπικά οι ήρωες είναι τρεις: ο Υγκ, η Τζέιν και η Μπαρμπ, η ηλικιωμένη υπηρέτρια του Υγκ. Κυριαρχεί ωστόσο το αόρατο τέταρτο πρόσωπο, η νεκρή, που έχει διττή παρουσία: είναι πανταχού παρούσα ακόμα και με την απουσία της, σαν ισχυρή ανάμνηση, και ταυτόχρονα η άυλη παρουσία της αποκτά μορφή στην Μπρυζ, την πόλη, η οποία επίσης πρωταγωνιστεί. Και υπάρχει και ένα αντικείμενο – κλειδί, που λειτουργεί σαν το λεγόμενο “όπλο του Τσέχωφ”: κάτι που εμφανίζεται αρχικά στην πλοκή για να παίξει καθοριστικό ρόλο αργότερα.

Ο Ρόντενμπαχ αξιοποιεί στο έπακρο το υποβλητικό, γοητευτικό σκηνικό της Μπρυζ, χρησιμοποιώντας την και σαν περιβάλλον δράσης αλλά και σαν σύμβολο: είναι το βασικό σύμβολο που εμπεριέχει τον μύθο. Ο μύθος εξελίσσεται σε απόλυτη συνάρτηση με το σύμβολο, ενώ μέσα στον μύθο εντάσσονται και άλλα επιμέρους σύμβολα. Το ρεαλιστικό στοιχείο αφορά την εξέλιξη της ιστορίας, όμως καθορίζεται και κατευθύνεται συνεχώς από το κυριαρχικό σύμβολο: την πόλη που περιβάλλει τον ήρωα. Η Μπρυζ είναι η νεκρή. Όμως και ο Υγκ ταυτίζεται κατά διαστήματα με τη Μπρυζ, καθώς είναι ψυχικά νεκρός και περιμένει να πεθάνει και το σώμα του για να ξανασμίξει με τη γυναίκα του. Ήδη, ωστόσο, η νεκρή γυναίκα και ο Υγκ ενώνονται και, επακολούθως, ταυτίζονται μέσω του κοινού συμβόλου: της πόλης. Η Μπρυζ παίρνει τα χαρακτηριστικά της νεκρής και ο Υγκ παίρνει τα χαρακτηριστικά της Μπρυζ. Από τη στιγμή που εισβάλλει στην ιστορία η Τζέιν, είναι σαν να συναγωνίζεται την πόλη για τον Υγκ. Η Τζέιν ζει στην Μπρυζ, έστω και περιστασιακά, αλλά δεν ταυτίζεται ποτέ μαζί της, παρά την εμφανή ομοιότητά της με τη νεκρή.

Εκτός από ψυχογραφία των χαρακτήρων, ο Ρόντενμπαχ κάνει και μια ψυχογραφία της πόλης. Η Μπρυζ έχει, όπως κάθε πόλη, τη δική της ζωή. Από ένα σημείο και πέρα, φαίνεται να κατευθύνει τον Υγκ –  λόγω της επιβλητικής της παρουσίας και λόγω της ταύτισής της με την νεκρή – και να καθορίζει, κατά κάποιον τρόπο, τις σκέψεις αλλά και τις πράξεις του. Κυριαρχεί το γκρίζο χρώμα, “ο ήχος από τις καμπάνες δίνει την εντύπωση ότι είναι μαύρος.” Η Μπρυζ εκφράζει απόλυτα το πένθος του Υγκ με μια ανατριχιαστική ακρίβεια. Πού παύει να υφίσταται το ρεαλιστικό στοιχείο και πού παίρνει τα ηνία το μεταφυσικό, δεν είναι απόλυτα σαφές. Άλλωστε και ο ίδιος ο Υγκ, ζώντας κυριολεκτικά μέσα στις αναμνήσεις, δεν έχει και τόσο ξεκάθαρη εικόνα του κόσμου που κινείται γύρω του. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, ωστόσο, δεν θα είναι και τόσο ανώδυνη.

Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μια εξαιρετική εισαγωγή της Ιωάννας Αβραμίδου, που υπογράφει και την ωραία μετάφραση, δύο ποιήματα για την Μπρυζ, ένα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ένα του Στέφαν Τσβάιχ, αντί για επίμετρο και επιλεγμένες φωτογραφίες από την πρωτότυπη έκδοση.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12177-rodenbach-mpryz-nekri

2 May 2019

Clare Elsom: Οράτιος και Χάριετ (2 τίτλοι)

Η σειρά “Οράτιος και Χάριετ” είναι δημιούργημα της Βρετανίδας εικονογράφου και συγγραφέα Κλερ Έλσομ και απευθύνεται στους μικρούς αναγνώστες με σκοπό να τους κάνει να διασκεδάσουν, αλλά και να σκεφτούν, με τις απίθανες περιπέτειες δύο άκρως ασυνήθιστων ηρώων. Η Κλερ Έλσομ έχει γράψει με σπιρτόζικο, έξυπνο χιούμορ και έχει εικονογραφήσει ευφάνταστα και με πολύ κέφι τις ιστορίες “Οράτιος & Χάριετ: Κατακτούν την πόλη” και “Οράτιος & Χάριετ: Έχει ο καιρός γυρίσματα”, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καλέντη με την απολαυστική μετάφραση της Αργυρώς Πιπίνη, και παρακολουθούν αρχικά τη γνωριμία και στη συνέχεια τη φιλία της μικρής Χάριετ με τον Λόρδο Αντιπλοίαρχο Οράτιο Φρειδερίκο Γουόλινγκτον Βλακέντιο Μάξιμο Πίμπλμπερι τον Τρίτο.

Ο Οράτιος με το παράξενο και ασυνήθιστα μεγάλο ονοματεπώνυμο είναι ένα εντυπωσιακό ιστορικό άγαλμα με καπέλο και παράσημα, που κοσμεί το πάρκο της πόλης όπου μένει η Χάριετ, η οποία είναι εφτά χρονών και ζει με τη μαμά και τον παππού της. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Χάριετ είναι παιδί μονογονεϊκής οικογένειας – είναι κάτι που θίγεται πολύ διακριτικά, καθώς παρουσιάζεται ως δεδομένο στη ζωή του κοριτσιού. Έχοντας αυτό το ρεαλιστικό, σύγχρονο στοιχείο ως βάση, οι ιστορίες της Κλερ Έλσομ επεκτείνονται πέρα από τα όρια του ρεαλισμού και αποκτούν προεκτάσεις παραμυθιού. Το σουρεαλιστικό – μαγικό στοιχείο εισβάλλει πολύ νωρίς στην καθημερινότητα της Χάριετ, όταν το κορίτσι βλέπει το άγαλμα του Οράτιου να ζωντανεύει. Αγανακτισμένος από την κακομεταχείριση και τις κουτσουλιές των περιστεριών, ο πρώην Αντιπλοίαρχος και νυν άγαλμα αποφασίζει αιφνιδιαστικά να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά και κατεβαίνει από την κολόνα όπου έστεκε για πάνω από 387 χρόνια για να αλλάξει τη ζωή του. Κοντολογίς, μας λέει η πρώτη ιστορία, ποτέ δεν είναι αργά για μια δραστική αλλαγή.

Και όσον αφορά τη Χάριετ, η λίγη δόση από μαγεία που έφερε στη ζωή της η γνωριμία με τον Οράτιο ήταν αυτό που είχε ανάγκη για να δει με άλλο μάτι τον κόσμο γύρω της. Μαζί ξεκινούν ένα ταξίδι (κυριολεκτικά πρόκειται για μια μικρή περιπλάνηση σε μια ασφαλή περιοχή – την πόλη τους, αλλά μεταφορικά είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας) για να βρει ο Οράτιος καινούριο μέρος για να μείνει, αφού έχει πια μπουχτίσει με τις κακουχίες που υφίσταται στην κολόνα του. Φέρνοντας μαζί του τη νοοτροπία πολλών αιώνων πριν (μιλάει εξεζητημένα, φέρεται και αντιδρά περίεργα), του είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί έννοιες όπως η ατομική ιδιοκτησία, κάτι που κάνει την αυθόρμητη συμπεριφορά του να γίνεται οριακά αντικοινωνική. Στο τέλος συνειδητοποιεί ότι κάποια πράγματα είναι ιδανικά ως έχουν – το θέμα είναι να αλλάξουμε εμείς.

Στη δεύτερη ιστορία, έχοντας πλέον “συνενόχους” στο μυστικό της για τον Οράτιο (ότι δηλαδή ο παράξενος φίλος της είναι άγαλμα) τον παππού και την παρέα της, τον Φρέιζερ και τη Μέγκαν, η Χάριετ γίνεται η αφορμή ώστε ο πάντα ανήσυχος Αντιπλοίαρχος να θελήσει να ψάξει για δουλειά. Έχοντας μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και εξακολουθώντας να είναι κολλημένος στη δική του εποχή, αρνούμενος να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα, η αναζήτηση της κατάλληλης γι’ αυτόν απασχόλησης γίνεται μάλλον γραφική. Τελικά τον προσλαμβάνουν στην τοπική εφημερίδα, όπου κι εκεί αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με τον δικό του τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του την πραγματικότητα ή τις συνέπειες. Αυτό τον φέρνει σε ρήξη με την προϊσταμένη του αλλά και τη Χάριετ, ωστόσο στη συνέχεια, επιστρατεύοντας τα στοιχεία εκείνα που τον κάνουν ξεχωριστό, καταφέρνει να πιάσει τον παλμό της μικρής κοινωνίας της πόλης και να έχει, τελικά, επιτυχία με τον τρόπο του.

Η Χάριετ και ο Οράτιος μοιάζουν αταίριαστοι, καθώς είναι σε άλλο μήκος κύματος ο καθένας. Ο Οράτιος είναι κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου, και η Χάριετ είναι ένα μικρό παιδί της σύγχρονης εποχής. Ωστόσο γίνονται φίλοι και η φιλία τους δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Μέσα από τη φαινομενικά αταίριαστη σχέση τους, φωτίζεται η αξία της αληθινής φιλίας και της αλληλεγγύης και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία που έχει η λήψη αποφάσεων που μας καθιστούν υπεύθυνα άτομα στην παιδική μας ηλικία και προετοιμάζουν το έδαφος για να γίνουμε υπεύθυνοι ενήλικες. Ο Οράτιος δεν είναι ένας συμβατικός ενήλικας και η Χάριετ δεν είναι ένα συμβατικό παιδί. Ήδη ο κόσμος της Χάριετ είχε μια δόση σουρεαλισμού: η μητέρα της έκανε μαθήματα αεροβικής σε σκύλους. Υπό αυτή την έννοια, ήταν κατά κάποιον τρόπο προετοιμασμένη ώστε να αποδεχτεί μια όχι και τόσο συνηθισμένη εξέλιξη – το να γίνει φίλη με ένα άγαλμα που ζωντάνεψε. Ο Οράτιος πάλι, όντας ο ίδιος η σουρεαλιστική νότα, το παραμυθικό στοιχείο, δεν μπαίνει καν στη διαδικασία να εξηγήσει με τη λογική αυτό που συνέβη. Απλώς παίρνει τον ρόλο του στην ιστορία και επιβάλλει τον εαυτό του όπως είναι.

Οι περιπέτειες του Οράτιου και της Χάριετ είναι αστείες και αντισυμβατικές, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως με τις κωμικές ιστορίες, οι αλήθειες που κρύβουν είναι εξαιρετικά σημαντικές. Στο τέλος κάθε βιβλίου, περιλαμβάνεται και ένα σύντομο λεξικό με τις λόγιες, ασυνήθιστες ή εξεζητημένες λέξεις που χρησιμοποιεί ο Οράτιος, καθώς έρχεται από μακρινές εποχές, και τις οποίες εξηγεί ο ίδιος με το ιδιαίτερα γλαφυρό, χαρακτηριστικό του ύφος.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/12089-oratios-xariet