20 December 2017

Θοδωρής Παπαϊωάννου: Σιλουανή

Με κινητήριο μοχλό τη δύναμη της φιλίας και σταθερή αναφορά την αγάπη για την ελληνική φύση, η Σιλουανή, η κεντρική ηρωίδα του Θοδωρή Παπαϊωάννου στο ομώνυμο πρώτο μυθιστόρημά του για παιδιά και εφήβους, μας συστήνεται με τον πιο γοητευτικό τρόπο. Τη γνωρίζουμε πρώτα μέσα από τα μάτια του Κωστή και της Διαμαντίας, των δύο ξαδερφιών της που μαζί με τους γονείς τους πηγαίνουν να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στο σπίτι της οικογένειάς της στο βουνό. Στη συνέχεια γίνεται η πρωταγωνίστρια καθώς με τη γενναιότητα, την αποφασιστικότητα και την οξυδέρκειά της μυεί τα δύο παιδιά στην συναρπαστική καθημερινότητά της, όπου κυριαρχεί η διαδραστικότητά της με την εξοχή και τους θησαυρούς της.

Ο Κωστής και η Διαμαντία είναι παιδιά της πόλης. Δίδυμα αδέρφια, μέλη μιας συνηθισμένης αστικής οικογένειας, που αγαπούν την τεχνολογία και τις ανέσεις που αυτή συνεπάγεται. Η προοπτική των καλοκαιρινών διακοπών στο βουνό, σ’ ένα μέρος απομακρυσμένο από τον ‘πολιτισμό’, φαντάζει στα μάτια τους σαν μια αγγαρεία, κάτι που δέχονται να κάνουν αναγκαστικά, ακολουθώντας τους γονείς τους. Ωστόσο φτάνοντας εκεί, και κυρίως μετά τη συνάντηση με την ξαδέρφη τους που φαίνεται τόσο διαφορετική σε όλα, αρχίζουν σιγά σιγά να αλλάζουν γνώμη, να αναθεωρούν τις απόψεις τους και να ανακαλύπτουν τον εαυτό τους.

Μέσα από μια σειρά συναρπαστικές περιπέτειες, όπου άλλοτε κυριαρχεί η δράση, άλλοτε η συναισθηματική και κοινωνική αφύπνιση και άλλοτε η οικολογική συνείδηση, η Διαμαντία και ο Κωστής αλλά και η Σιλουανή επανεκτιμούν τις αξίες της ζωής, τη φιλία, την αλληλεγγύη και την προσφορά. Μια ιστορία από το παρελθόν με κακή κατάληξη αλλά και με σημαντικά μαθήματα ζωής, η αναμέτρηση με μια παρέα νταήδων, η εξόρμηση σε μια σπηλιά, η παρακολούθηση της ζωής μιας αρκούδας, η συμμετοχή σ’ ένα τοπικό πανηγύρι, είναι εμπειρίες και γεγονότα που θα αλλάξουν και τους τρεις. Γιατί και η Σιλουανή, από την πλευρά της, βρίσκει στήριγμα στα ξαδέρφια της. Την απόφαση να αντιμετωπίσει τους νταήδες του χωριού την παίρνει όταν είναι και τα ξαδέρφια της εκεί. Όπως η Σιλουανή εμπνέει τα ξαδέρφια της, έτσι κι εκείνα την εμπνέουν, αν και η δική τους επιρροή δεν φαίνεται τόσο κατάφωρα επειδή είναι πιο έμμεση και συναισθηματική κυρίως. Ενώ τα δίδυμα επηρεάζονται πιο φανερά από τη Σιλουανή, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην αλλαγή των συνηθειών και τη μετατόπιση των ενδιαφερόντων τους. Άλλωστε και τα δύο αδέρφια είχαν μέσα τους όλα τα στοιχεία που τους επέτρεψαν να εναρμονιστούν με τη ζωή στο βουνό. Το περιβάλλον της πόλης ήταν που είχε αλλάξει τον τρόπο σκέψης τους και είχε στρέψει το ενδιαφέρον τους σε άλλα πράγματα, στα εφήμερα υλικά αγαθά. Με το που βρίσκονται στο κατάλληλο περιβάλλον, ξυπνάει μέσα τους η αγάπη για τη φύση, η ανάγκη για επικοινωνία μαζί της.

Ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα (έχει μεγάλη σημασία αυτό, καθώς το αντικείμενο της δουλειάς του έχει να κάνει άμεσα με παιδιά, επομένως είναι σε θέση να γνωρίζει την ψυχοσύνθεσή τους και να ακτινογραφεί τις αντιδράσεις τους – άλλωστε όπως σημειώνει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, την έμπνευση για τη ‘Σιλουανή’ την άντλησε από μια μαθήτριά του με αυτό το όνομα), πλάθει την κεντρική του ηρωίδα με φροντίδα και αγάπη, τονίζοντας τα στοιχεία του χαρακτήρα της που την κάνουν ξεχωριστή. Σχεδόν τα πάντα που αφορούν τη Σιλουανή είναι μαγικά, ακόμα και το πώς ήρθε στον κόσμο ή πώς πήρε το όνομά της. Ό,τι σχετίζεται μ’ εκείνη χαρακτηρίζεται και από κάτι μεταφυσικό. Παρ’ όλα αυτά, είναι γήινη και αληθινή – και στο τέλος της μέρας, δεν είναι και τόσο διαφορετική από τα ξαδέρφια της. Η ουσιαστική διαφορά της είναι ότι εκείνη ακολούθησε τους φυσικούς νόμους και δεν άφησε να την αλλοτριώσει η ενασχόλησή της με πράγματα που θα την απομάκρυναν από τη φύση και τα θαύματά της. Σε απόλυτη συνάρτηση με το πολύ ταιριαστό όνομά της (το ‘Σιλουανή’ προέρχεται από τον Silvanus, θεότητα των δρυμών των Λατίνων), είναι ένα παιδί του βουνού, της εξοχής. Επικοινωνεί με τη φύση γύρω της μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Παρατηρεί τις μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να περάσουν απαρατήρητες από κάποιον με συνηθισμένο βλέμμα. Γι’ αυτήν, οι πυγολαμπίδες που φωτίζουν το σκοτάδι την ίδια ώρα κάθε απόγευμα, είναι ένα θέαμα μοναδικό, το οποίο δεν χάνει ποτέ. Έχει μεγάλη καρδιά και ξεχωρίζει ενστικτωδώς το καλό από το κακό. Ξέρει καλά ότι ο εκκεντρικός Σώκος, που όλοι θεωρούν τρελό, είναι απόλυτα λογικός. Μπορεί να διακρίνει τα καλά στοιχεία που κρύβει ο νταής Γιώργης πίσω από την αγένεια και την αγριάδα που χρησιμοποιεί σαν άμυνα για να καλύπτει συναισθηματικά κενά και να επιβάλλεται σε όσους θεωρεί πιο αδύναμους. Με τον αυθόρμητο και δοτικό της χαρακτήρα, βγάζει το καλό από όλους όσους συναναστρέφεται.

Η ‘Σιλουανή’ είναι το χρονικό ενός καλοκαιριού που δεν θα είναι το ίδιο για κανέναν από τους ήρωες. Ακόμα και οι γονείς των παιδιών, αν και δε συμμετέχουν στις δραστηριότητές τους, επηρεάζονται κι εκείνοι από την αρμονία και την ατμόσφαιρα ευτυχίας που κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Κανείς βέβαια δεν αλλάζει εντελώς, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Η αλλαγή έχει να κάνει με την ανακάλυψη και την αποδοχή άλλων πτυχών του εαυτού μας των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε ή για τις οποίες αδιαφορούσαμε. Όλα αυτά τα στοιχεία συμπληρώνουν την προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου και την ολοκληρώνουν. Ο Κωστής και η Διαμαντία αναπόφευκτα θα επανέλθουν στις συνήθειές τους γυρίζοντας στην πόλη και στον συνηθισμένο τρόπο ζωής τους, ωστόσο οι εμπειρίες που αποκόμισαν από τις διακοπές στο βουνό αποτελούν και για τους δύο μια πολύτιμη παρακαταθήκη από την οποία θα αντλούν ενέργεια, δύναμη, ιδέες και έμπνευση όποτε το έχουν ανάγκη. Μετά το τέλος κάθε περιπέτειας, βλέπουν και τα αντίστοιχα όνειρα. Άλλες φορές αυτά σχετίζονται με ό,τι είδαν και έζησαν μέσα στη μέρα, άλλοτε έχουν χαρακτήρα, θα λέγαμε, προφητικό και προμηνύουν κάτι που πρόκειται να συμβεί την επόμενη μέρα. Από ένα σημείο και πέρα, προστίθενται και τα όνειρα της Σιλουανής. Αυτό υποδεικνύει τον στενό και στέρεο δεσμό που χτίζουν τα τρία ξαδέρφια μέσα από την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τη σχέση τους.

Με την καθαρότητα του λόγου και την αμεσότητα των χαρακτήρων, η ‘Σιλουανή’, είναι ένα πολύ ωραίο ανάγνωσμα για παιδιά και εφήβους (και όχι μόνο), με την ασπρόμαυρη εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη να θυμίζει σκίτσα σε ημερολόγιο – σε συσχετισμό και με την δεύτερη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, τη Διαμαντία, που όλες τις νέες εμπειρίες και τις περιπέτειες που ζει τις αποτυπώνει σε ζωγραφιές στο σημειωματάριό της. Είναι όμως και ένα εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο. Αναδεικνύει με τρόπο λυρικό και συνάμα εύληπτο την ανάγκη της ‘συνομιλίας’ του ανθρώπου με τη φύση και φωτίζει όλα τα καλά συνεπακόλουθα των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με αυτήν. Οι μικροί πρωταγωνιστές γίνονται κοινωνοί γεγονότων τα οποία, μέσα στο αστικό πλαίσιο που είχαν συνηθίσει τα παιδιά, θα φαίνονταν ασήμαντα ή και θα περνούσαν απαρατήρητα, ωστόσο είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την φυσική αλυσίδα και, κατά συνέπεια, για την ευρύτερη έννοια της φύσης που περιλαμβάνει και το ανθρώπινο στοιχείο. 



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/8621-silouani

12 December 2017

Jim Helmore & Richard Jones: Το Λευκό Λιοντάρι

Η πανέμορφη εικονογράφηση του βιβλίου για παιδιά ‘Το λευκό λιοντάρι’ είναι αναπόφευκτα το πρώτο πράγμα που προσέχεις παίρνοντάς το στα χέρια σου. Οι αιθέριες μορφές και τα αέρινα, ονειρικά σχέδια με τα απαλά χρώματα δημιουργούν μία αίσθηση γαλήνης, ηρεμίας και αισιοδοξίας. Σε προδιαθέτει έτσι και για το περιεχόμενο, που κινείται στο ίδιο κλίμα.

Γραμμένο από τον Τζιμ Χέλμορ, βραβευμένο Βρετανό συγγραφέα πολλών παιδικών βιβλίων και εικονογραφημένο εξαιρετικά από τον Ρίτσαρντ Τζόουνς, το ‘Λευκό Λιοντάρι’ μιλάει με απλό αλλά ιδιαίτερα ποιητικό και τρυφερό τρόπο για το πόσο δύσκολο φαίνεται αλλά πόσο τελικά απλό είναι να ξεπεράσει κανείς τους φόβους και τις αναστολές του και να αποκτήσει πίστη στον εαυτό του.

Η μικρή Σοφία βρίσκεται σε ένα καινούριο περιβάλλον μετά από μια μετακόμιση, και ενώ νιώθει μοναξιά, δεν ψάχνει να βρει φίλους. Μια μέρα εμφανίζεται ένα φιλικό, λευκό λιοντάρι που γίνεται φίλος της και μαζί αρχίζουν να εξερευνούν τα πάντα γύρω τους. Η Σοφία αισθάνεται ασφάλεια με τον νέο της φίλο, ωστόσο το λιοντάρι κάποια στιγμή θα την παροτρύνει να γνωρίσει άλλους φίλους – παιδιά σαν κι αυτήν. Αν και διστακτική στην αρχή, η Σοφία αποφασίζει να το κάνει, όμως τότε το λιοντάρι, όπως αναπάντεχα εμφανίζεται, το ίδιο αναπάντεχα εξαφανίζεται. Ωστόσο δεν την εγκαταλείπει, εμφανίζεται μια τελευταία φορά για να της υπενθυμίσει πως ξέρει πού να ψάξει για να το βρει, αν το χρειαστεί.

Η εσωτερική δύναμη που κρύβουμε μέσα μας δεν είναι πάντα αυτονόητη, ούτε μπορούμε πάντα να την διακρίνουμε και να την εκτιμήσουμε. Το λιοντάρι είναι λευκό, μέσα στο λευκό σπίτι – μια διακριτική παρουσία που η Σοφία ανακαλύπτει αναζητώντας έναν τρόπο να βρει θάρρος για να εξερευνήσει τα νέα δεδομένα στη ζωή της και να μπορέσει να προσαρμοστεί σ’ αυτά. Με άλλα λόγια, ανακαλύπτει τη δύναμη που κρύβει μέσα της και αρχίζει σιγά σιγά να την χρησιμοποιεί και να την αξιοποιεί. Δεν αργεί να νιώσει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση που θα την ωθήσει να ανακαλύψει μόνη της τον κόσμο.

Παράλληλα, αυτή η τόσο τρυφερή και συναισθηματική ιστορία τονίζει με το άμεσο και διακριτικό της ύφος την αξία της φιλίας και το πόσο σημαντικό είναι να έχει κανείς έναν φίλο που θα τον στηρίζει και θα του εμπνέει πίστη, εμπιστοσύνη και ελπίδα. Το λευκό λιοντάρι, παρά το μέγεθός του και την αδιαμφισβήτητη δύναμή του, προσπαθεί και καταφέρνει να κάνει τη μικρή Σοφία να ανακαλύψει τη δική της ψυχική δύναμη. Η Σοφία δένεται συναισθηματικά με το λιοντάρι, και επειδή η παρουσία του τής είναι απαραίτητη σ’ αυτή τη φάση της ζωής της, αλλά και γιατί η φιλία τους ήρθε φυσικά και γι’ αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία.

Ίσως η Σοφία να μην ήταν από την αρχή αρκετά ώριμη ώστε να προσεγγίσει άλλα παιδιά. Η συναναστροφή της με το λιοντάρι – δηλαδή με κάποιον που τη βοηθούσε να ανακαλύπτει συνεχώς τα καλά και δυνατά στοιχεία του χαρακτήρα της και να αποκτά ολοένα και περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό της – της έδωσε τα απαραίτητα εφόδια ώστε να είναι έτοιμη κάποια στιγμή να αναζητήσει νέους φίλους.

Μόλις η Σοφία αποκτά αρκετή πίστη στον εαυτό της, το λιοντάρι σταματάει να εμφανίζεται. Το λευκό σκηνικό της ιστορίας γίνεται πολύχρωμο, γιατί η Σοφία έχει ανακαλύψει πολλά πράγματα γύρω της, αλλά επίσης έχει ανακαλύψει και πολλά πράγματα μέσα της, για τον εαυτό της. Αναζητά όμως τον πρώτο της φίλο, δεν τον ξεχνά, γιατί όλοι μας πάντα νοσταλγούμε πολλά στοιχεία από διάφορες φάσεις της ζωής μας που σηματοδότησαν αλλαγές ή που απλά είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αλλά και πρακτική σημασία για μας. Και συχνά ανατρέχουμε σ’ αυτά μέσω των αναμνήσεων για να παίρνουμε δύναμη αλλά και για να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας από πού ξεκινήσαμε κάποτε.

Το ‘Λευκό Λιοντάρι’ είναι ένα απλό αλλά εξαιρετικά ουσιαστικό βιβλίο, που λέει πολλά και σημαντικά πράγματα με λίγα λόγια και έμφαση στις υπέροχες εικόνες. Ένα βιβλίο που, αν και απευθύνεται σε παιδιά πρωτίστως, αξίζει να διαβαστεί από κάθε ηλικιακή ομάδα αναγνωστών.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8571-to-lefko-liontari

5 December 2017

Susanne Strasser: Το παραμύθι της πριγκίπισσας που ήθελε πολύ να παίξει σ' ένα παραμύθι

Η ηρωίδα της χαριτωμένης και ανατρεπτικής ιστορίας της Σουζάνε Στράσερ είναι μια πριγκίπισσα αντισυμβατική. Δε μοιάζει με καμία άλλη πριγκίπισσα από αυτές που έχουμε γνωρίσει ως τώρα στα παραμύθια. Ζει σ’ ένα μικρό κάστρο και θεωρεί ότι δεν έχει κάνει τίποτα το συναρπαστικό, επομένως δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε κάποιο παραμύθι. Αρχίζει λοιπόν την έρευνα και τη μελέτη, ξεψαχνίζει ό,τι παραμύθι ξέρει και δεν ξέρει, με σκοπό να αντιγράψει διάφορες δοκιμασμένες μεθόδους για να πετύχει τον στόχο της.

Φιλάει βατράχια μήπως και κανένα μεταμορφωθεί σε πρίγκιπα, προκαλεί την τύχη της για να τη φάει ο κακός λύκος, ρίχνει τα μαλλιά της από το παράθυρο του πύργου μπας και σκαρφαλώσει κανένας περαστικός πρίγκιπας, επιχειρεί να κοιμηθεί για εκατό χρόνια, προσπαθεί να καταβροχθίσει ένα ζαχαρόσπιτο, να φτιάξει έναν πύργο από ζώα, να χάσει ένα χρυσό γοβάκι, και γενικά κάνει όλα όσα είχαν κάνει ηρωίδες παραμυθιών στο παρελθόν και είχαν καταλήξει να είναι αυτό ακριβώς: ηρωίδες παραμυθιών.

Οι δικές της προσπάθειες όμως στέφονται με μερική ή πλήρη αποτυχία, και στο τέλος πάντα βγαίνει αν όχι χαμένη, πάντως όχι ιδιαίτερα κερδισμένη. Το λάθος της πριγκίπισσας είναι, προφανώς, ότι δεν είναι ο εαυτός της και μιμείται τις πράξεις άλλων. Από την άλλη ωστόσο δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια και οι αντιξοότητες που συναντάει δεν την απογοητεύουν. Δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει απτόητη. Αν μη τι άλλο, δεν μένει από ιδέες. Όλο και κάτι σκαρφίζεται για να πετύχει το σχέδιό της, αν και η λύση έρχεται όταν δεν το περιμένει.

Με σαφή μηνύματα, διοχετευμένα με απλό και χιουμοριστικό τρόπο, η συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων Σουζάνε Στράσερ συνθέτει ένα απολαυστικό παραμύθι με γρήγορο ρυθμό και συνεχείς εναλλαγές εικόνων και καταστάσεων. Συνοδεύοντας το σπιρτόζικο κείμενό της με τις δικές της πολύχρωμες και διασκεδαστικές ζωγραφιές, κάνει έξυπνες και καίριες αναφορές σε μια σειρά από διάσημα παραμύθια, τα οποία η ηρωίδα της επιχειρεί κάθε φορά, ανεπιτυχώς, να μιμηθεί, πέφτοντας συνεχώς σε γκάφες. Γιατί φυσικά η ζωή δεν είναι όπως στα παραμύθια, και για να πετύχει κανείς αυτό που έχει στο μυαλό του χρειάζεται, όχι απαραίτητα επιπλέον προσπάθεια, αλλά σίγουρα μια διαφορετική στρατηγική. Και, κυρίως, να ‘τοποθετήσει’ τη σκέψη του και τους στόχους του σε άλλη βάση.

Μπορεί η πριγκίπισσα της Σουζάνε Στράσερ να μην κατάφερε ακριβώς αυτό που ήθελε εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις συνταγές από τα παραμύθια, ωστόσο με την επιμονή και την υπομονή της δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε να εμφανιστεί στο δρόμο της η κατάλληλη ευκαιρία που θα την οδηγούσε στην ευτυχία. Και στην περίπτωσή της, η ευτυχία μπορεί να μην ήταν καν εκεί που την φανταζόταν, ωστόσο είχε τα μάτια της ανοιχτά και δεν την άφησε να της ξεφύγει. Τα παραμύθια μάς διδάσκουν πολλά πράγματα μέσα από τον κόσμο της μαγείας, του ονείρου και του υπερφυσικού. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά βρίσκουν μια αντίστοιχη αντιμετώπιση που ανταποκρίνεται στη ζωή και την καθημερινότητά μας. Χρειαζόμαστε ωστόσο και τη μαγεία και το όνειρο και την γοητεία του υπερφυσικού για να μη μας καταβάλλει η πεζή καθημερινότητα. Κι εδώ έρχονται η δημιουργικότητα και η φαντασία, που μας καλούν να δούμε τον κόσμο γύρω μας με άλλα μάτια και πολλές φορές μας δίνουν τις λύσεις και τις επιλογές που αναζητάμε.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8502-paramithi-diaplasi

29 November 2017

Η Απέραντη Θάλασσα των Σαργασσών (Jean Rhys)


Σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, ξυπνάω νωρίς και μένω ξαπλωμένη τρέμοντας από το κρύο γιατί κάνει παγωνιά. Κάποια στιγμή, η Γκρέις Πουλ, η γυναίκα που με φροντίζει, ανάβει φωτιά μ’ ένα χαρτί, προσανάμματα και καρβουνάκια. Γονατίζει και τη ζωηρεύει μ’ ένα φυσερό. Το χαρτί ζαρώνει, τα προσανάμματα τριζοβολάνε και πετούν σπίθες, τα καρβουνάκια σιγοκαίνε και βγάζουν μια κόκκινη λάμψη. Στο τέλος, οι φλόγες ξεπετιούνται και είναι πανέμορφες. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω κοντά για να τις δω, ενώ αναρωτιέμαι γιατί με έφεραν εδώ πέρα. Για ποιο λόγο; Θα πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση. Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω; Όταν πάτησα το πόδι μου εδώ, νόμιζα πως θα έμενα μόνο για μία ή δύο μέρες, για μια βδομάδα ίσως. Αυτό σκέφτηκα όταν τον είδα και του ορκίστηκα ότι θα ήμουν συνετή σαν τα ερπετά και άκακη σαν τα περιστέρια. «Είμαι πρόθυμη να σου δώσω ό,τι έχω και δεν έχω», ήθελα να του πω, «και δεν θα σου προκαλέσω ποτέ ξανά κανένα πρόβλημα, φτάνει να με αφήσεις να φύγω.» Όμως εκείνος δεν ήρθε ποτέ.

Αυτή η Γκρέις κοιμάται στο δωμάτιό μου. Τις νύχτες, τη βλέπω καμιά φορά να κάθεται στο τραπέζι και να μετράει λεφτά. Κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα χρυσό νόμισμα και χαμογελάει. Μετά κρύβει όλα τα λεφτά σ’ ένα πουγκί από καραβόπανο και το κρεμάει γύρω από το λαιμό της έτσι ώστε να είναι κρυμμένο μέσα στο φόρεμά της. Στην αρχή μου έριχνε πρώτα μια ματιά, αλλά εγώ έκανα την κοιμισμένη κι έτσι τώρα το κάνει χωρίς να νοιάζεται πια για μένα. Πίνει από μια μποτίλια που έχει πάνω στο τραπέζι και μετά πέφτει για ύπνο, ή σταυρώνει τα χέρια της στο τραπέζι, γέρνει πάνω τους το κεφάλι της και αποκοιμιέται. Όμως εγώ, από το κρεβάτι μου, παρακολουθώ τη φωτιά ώσπου να σβήσει. Όταν η Γκρέις αρχίζει το ροχαλητό, σηκώνομαι και πίνω από το άχρωμο ποτό της μποτίλιας. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα ήθελα να το φτύσω, αλλά κατάφερα να το καταπιώ. Κι όταν ξάπλωσα και πάλι στο κρεβάτι, μπορούσα να θυμηθώ περισσότερα πράγματα, και ήμουν ξανά σε θέση να σκεφτώ. Δεν κρύωνα τόσο πολύ πια.

Υπάρχει ένα παράθυρο ψηλά – δεν μπορείς να το φτάσεις για να κοιτάξεις έξω. Το κρεβάτι μου είχε κάποτε κάγκελα, αλλά τα αφαίρεσαν. Το δωμάτιο δεν έχει παρά ελάχιστα έπιπλα ακόμα: το κρεβάτι της Γκρέις Πουλ, μια μαύρη ντουλάπα, το τραπέζι μες στη μέση και δυο μαύρες καρέκλες με χαραγμένα σχέδια φρούτων και λουλουδιών. Έχουν ψηλές ράχες, αλλά είναι χωρίς μπράτσα. Η ιματιοθήκη είναι πολύ μικρή, και το δωμάτιο δίπλα σ’ αυτήν έχει τοίχους καλυμμένους με ταπετσαρία. Μια μέρα, κοιτώντας την ταπετσαρία, μου φάνηκε πως είδα τη μητέρα μου ντυμένη με βραδινό φόρεμα, χωρίς παπούτσια. Το βλέμμα της με προσπέρασε, κοίταξε πάνω από το κεφάλι μου όπως πάντα. Φυσικά ούτε λόγος να το πω αυτό στη Γκρέις. Το δικό της όνομα δεν πρέπει να ήταν Γκρέις. Τα ονόματα έχουν ιδιαίτερο βάρος, όπως όταν εκείνος επέμενε να μην με φωνάζει Αντουανέτ, και είδα την Αντουανέτ να γλιστράει έξω από το παράθυρο με όλα της τα αρώματα, τα όμορφα φορέματα και τον καθρέφτη της.

Εδώ μέσα δεν υπάρχει καθρέφτης, κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω πώς είναι τώρα το πρόσωπό μου. Θυμάμαι που κοιταζόμουν στον καθρέφτη και βούρτσιζα τα μαλλιά μου, αλλά κυρίως το πώς τα ίδια μου τα μάτια με κοιτούσαν μέσα από τον καθρέφτη. Το κορίτσι που έβλεπα ήταν και δεν ήταν ο εαυτός μου. Πριν από χρόνια, όταν ήμουν μικρή και πολύ μόνη, είχα προσπαθήσει να φιλήσω το είδωλό μου. Αλλά το γυαλί ήταν ανάμεσά μας – σκληρό, κρύο και θαμπωμένο από την ανάσα μου. Και τώρα μού τα πήραν όλα. Τι στο καλό θέλω εδώ πέρα, και ποια είμαι;

Η εξώπορτα του δωματίου με την ταπετσαρία είναι πάντα κλειδωμένη. Ξέρω καλά πως οδηγεί σε έναν διάδρομο. Εκεί στέκεται η Γκρέις και μιλάει με μια άλλη γυναίκα την οποία δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Τη λένε Λία. Αφουγκράζομαι, αλλά δεν καταφέρνω να ακούσω τι κουβεντιάζουν.

Είναι οι ίδιοι ψίθυροι που άκουγα όλη μου τη ζωή, μόνο που τώρα προέρχονται από διαφορετικές φωνές.

Όταν πέφτει η νύχτα, κι η Γκρέις έχει πιει αρκετά και πέφτει ξερή, είναι εύκολο να της πάρω τα κλειδιά. Τώρα ξέρω πού τα φυλάει. Μετά ανοίγω την πόρτα και κάνω τη βόλτα μου στο δικό τους κόσμο. Είναι ένας κόσμος όπως πάντα τον φανταζόμουν, φτιαγμένος από χαρτόνι. Κάπου τον έχω ξαναδεί στο παρελθόν, αυτόν τον χαρτονένιο κόσμο όπου κυρίαρχα χρώματα είναι το καφέ, το βαθυκόκκινο και το κίτρινο και δεν υπάρχει πουθενά φως. Καθώς προχωράω στους διαδρόμους, εύχομαι να μπορούσα να δω τι κρύβεται πίσω από το χαρτόνι. Μου λένε ότι βρίσκομαι στην Αγγλία, όμως εγώ δεν τους πιστεύω. Στο ταξίδι για την Αγγλία, χάσαμε το δρόμο μας. Πότε; Πού; Δεν θυμάμαι, αλλά χαθήκαμε. Μήπως ήταν το απόγευμα στην καμπίνα, όταν εκείνος με βρήκε να μιλάω με το παιδί που μου έφερε φαγητό; Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και του ζήτησα να με βοηθήσει. Κι εκείνος γύρισε στον άλλο και του είπε: «Δεν ήξερα τι να κάνω, κύριε.» Εγώ τότε έδωσα μια στα ποτήρια και τα πιάτα και τα έκανα κομμάτια πάνω στο φινιστρίνι. Είχα την ελπίδα ότι το τζάμι θα έσπαγε και θα μας πλημμύριζε η θάλασσα. Ήρθε μια γυναίκα και μετά ένας ηλικιωμένος που μάζεψε τα θρύψαλα από το πάτωμα. Όση ώρα το έκανε αυτό, δεν μου έριξε ούτε μια ματιά. Ο τρίτος άντρας μου είπε, πιες αυτό και θα κοιμηθείς. Το ήπια και είπα: «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται» - «Το ξέρω. Ποτέ δεν είναι», μου απάντησε. Και μετά αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, ταξιδεύαμε σε μια άλλη θάλασσα. Πιο κρύα. Νομίζω πως εκείνη τη νύχτα ήταν που αλλάξαμε πορεία, και χάσαμε το δρόμο μας για την Αγγλία. Γιατί αυτό το σπίτι από χαρτόνι, στο οποίο περιφέρομαι τις νύχτες, δεν βρίσκεται στην Αγγλία.

Ένα πρωί που ξύπνησα, όλο μου το σώμα πονούσε. Δεν ήταν από το κρύο, ήταν ένα άλλο είδος πόνου. Είδα πως οι καρποί μου ήταν κόκκινοι και πρησμένοι. Η Γκρέις είπε: «Πάω στοίχημα πως θα μου πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όσα συνέβησαν το περασμένο βράδι.»
«Πότε ήταν το περασμένο βράδι;» είπα.
«Χτες.»
«Δε θυμάμαι το χτες.»
«Χτες το βράδι ήρθε ένας κύριος να σε δει», είπε.
«Ποιος απ’ όλους;»

Γιατί ήξερα ότι κυκλοφορούσαν ξένοι στο σπίτι. Όταν πήρα τα κλειδιά και βγήκα στο διάδρομο, τους άκουσα κάπου μακριά να γελάνε και να τιτιβίζουν σαν πουλιά, και το κάτω πάτωμα ήταν φωτισμένο.

Στρίβοντας σε μια γωνία, είδα μια κοπέλα να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρά της. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και σιγοτραγουδούσε έναν σκοπό. Κόλλησα στον τοίχο γιατί δεν ήθελα να με δει, όμως εκείνη σταμάτησε και κοίταξε γύρω της. Δεν είδε τίποτε άλλο πέρα από σκιές, είχα φροντίσει να μην με δει, ωστόσο εκείνη δεν έφτασε στο κεφαλόσκαλο. Το έβαλε στα πόδια. Συνάντησε άλλο ένα κορίτσι και το δεύτερο κορίτσι είπε: «Είδες κανένα φάντασμα;» – «Δεν είδα τίποτα αλλά νόμισα πως ένιωσα κάτι.» – «Ήταν το φάντασμα», είπε το δεύτερο κορίτσι και κατέβηκαν μαζί τις σκάλες.

«Ποιος από όλους ήρθε να με δει, Γκρέις Πουλ;» είπα.
Φυσικά δεν ήταν εκείνος. Ακόμα κι αν κοιμόμουν, θα το είχα καταλάβει. Δεν ήρθε ακόμα να με δει. Εκείνη είπε: «Πιστεύω πως θυμάσαι πολύ περισσότερα από όσα λες ότι θυμάσαι. Γιατί συμπεριφέρθηκες έτσι τη στιγμή που εγώ τους είχα υποσχεθεί ότι θα ήσουν ήρεμη και λογική; Ποτέ ξανά δεν θα επιχειρήσω να σε καλύψω. Ο αδερφός σου ήταν που ήρθε να σε δει.»
«Δεν έχω αδερφό.»
«Είπε πως ήταν αδερφός σου.»
Το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω.
«Μήπως τον έλεγαν Ρίτσαρντ;»
«Δε μου είπε το όνομά του.»
«Τον ξέρω», είπα και πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. «Έχω εδώ την απόδειξη, εδώ την έχω, αλλά την έκρυψα, όπως κρύβω το κάθε τι, για να μην τη δουν τα διαβολικά σου μάτια. Μα που είναι; Πού το έκρυψα; Μέσα στο παπούτσι μου; Κάτω από το στρώμα; Πάνω από τη ντουλάπα; Στην τσέπη του κόκκινου φορέματός μου; Πού, πού είναι το γράμμα; Ήταν μικρό, θυμάμαι καλά ότι στον Ρίτσαρντ δεν άρεσαν τα ατέλειωτα γράμματα. Αγαπητέ Ρίτσαρντ, έλα να με πάρεις από αυτό το μέρος, γιατί εδώ θα πεθάνω από το κρύο και τη σκοτεινιά.»

Η κυρία Πουλ είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να τρέχεις πέρα δώθε και να ψάχνεις τώρα πια. Αυτός έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει – ούτε κι εγώ θα ξαναγύριζα, αν ήμουν στη θέση του.»

Είπα: «Δε θυμάμαι τι συνέβη. δεν μπορώ να θυμηθώ.»
«Όταν ήρθε να σε δει», είπε η Γκρέις Πουλ, «δε σε αναγνώρισε.»
«Άναψε τη φωτιά αν θες», είπα, «κρυώνω τρομερά.»
«Ο κύριος αυτός έφτασε εδώ ξαφνικά και επέμενε να σε δει, και να το ευχαριστώ που πήρε. Όρμησες πάνω του μ’ ένα μαχαίρι, κι όταν κατάφερε να σου πάρει το μαχαίρι, του δάγκωσες το χέρι. Δεν πρόκειται να τον ξαναδείς. Και δεν μου λες, πού το βρήκες αυτό το μαχαίρι; Τους είπα ότι το έκλεψες από μένα, αλλά εγώ είμαι πάντα πολύ προσεκτική. Τις ξέρω πολύ καλά κάτι τέτοιες σαν του λόγου σου. Δεν πήρες κανένα μαχαίρι από μένα. Μάλλον το αγόρασες εκείνη τη μέρα που σε έβγαλα έξω. Είπα στην κυρία Εφ ότι θα σου έκανε καλό να βγεις λίγο έξω.»
«Όταν πήγαμε στην Αγγλία», είπα.
«Ηλίθια», είπε, «στην Αγγλία είμαστε!»
«Δεν σε πιστεύω», είπα. «Ποτέ δεν θα με πείσετε.»
(Εκείνο το απόγευμα πήγαμε όντως στην Αγγλία. Είχε παντού γρασίδι και πρασινωπά νερά και ψηλά δέντρα που καθρεφτίζονταν μέσα στο νερό. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως αυτό το μέρος ήταν η Αγγλία. Αν μπορούσα να πάω εκεί, θα γινόμουν και πάλι καλά κι η βοή μέσα στο κεφάλι μου θα σταματούσε. Άσε με να μείνω λίγο ακόμα, είπα, και τότε εκείνη κάθισε κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκε. Λίγο πιο κάτω, ήταν ένα αμάξι κι ένα άλογο – μια γυναίκα κρατούσε τα γκέμια. Εκείνη ήταν που μου πούλησε το μαχαίρι. Το αντάλλαξα με το μενταγιόν που φορούσα στο λαιμό μου.)

Η Γκρέις Πουλ είπε: «Δηλαδή δεν θυμάσαι που ρίχτηκες με το μαχαίρι στον κύριο; Κι εγώ του είχα πει ότι θα ήσουν ήρεμη. ‘Πρέπει να της μιλήσω’, μου είπε. Τον προειδοποιήσαμε, βέβαια, αλλά δεν μας άκουγε. Ήμουν μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν άκουσα όλα όσα είπε, πέρα από το ‘Δεν μπορώ να επέμβω νομικώς ανάμεσα σε σένα και τον άντρα σου.’ Όταν είπε εκείνο το ‘νομικώς’, τότε ήταν που όρμησες πάνω του κι εκείνος σου έστριψε το χέρι για να σε αφοπλίσει κι εσύ τον δάγκωσες. Θες δηλαδή να πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά;»

Τώρα θυμάμαι πως δεν με αναγνώρισε. Τον είδα να με κοιτάζει και τα μάτια του στράφηκαν πρώτα στη μια γωνία του δωματίου και μετά στην άλλη, σαν να μην έβρισκαν αυτό που περίμεναν να δουν. Με κοίταξε και μου μίλησε σαν να του ήμουν εντελώς ξένη. Μα τι μπορείς να κάνεις όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τώρα εσύ γιατί με κοροϊδεύεις; «Ως και το κόκκινο φόρεμά μου έκρυψες για να μην το βρω; Αν το φορούσα, εκείνος θα με είχε αναγνωρίσει.»

«Κανείς δεν έκρυψε το φόρεμά σου», είπε. «Είναι κρεμασμένο στη ντουλάπα.»
Με κοίταξε και είπε: «Δεν πιστεύω να έχεις συνειδητοποιήσει πόσο καιρό είσαι κλεισμένη εδώ, καημενούλα μου.»
«Κάθε άλλο», είπα. «Μόνο εγώ ξέρω πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα. Εκατοντάδες νύχτες και μέρες, που γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά μου. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα. Όμως κάτι που μπορείς να αγγίξεις και να κρατήσεις, σαν το κόκκινο φόρεμά μου, αυτό μάλιστα, έχει νόημα. Πού είναι;»

Έστρεψε το κεφάλι της προς τη ντουλάπα και οι γωνίες του στόματός της έγειραν προς τα κάτω. Μόλις γύρισα το κλειδί στη ντουλάπα, το είδα να κρέμεται εκεί, κόκκινο σαν τη φωτιά, σαν το ηλιοβασίλεμα. Σαν τα φλεγόμενα λουλούδια. «Αν σε θάψουν κάτω από ένα φλεγόμενο δέντρο», είπα, «η ψυχή σου θα αναληφθεί όταν το δέντρο ανθίσει. Όλοι θέλουν να τους συμβεί αυτό.»

Κούνησε το κεφάλι της αλλά δεν έκανε βήμα, ούτε με άγγιξε.

Η μυρωδιά που έβγαζε το φόρεμα ήταν αδιόρατη στην αρχή, αλλά μετά έγινε πιο έντονη. Μύριζε νάρδο και πικραμύγδαλο, κανέλα και σκόνη, είχε το άρωμα που αναδίνουν οι λεμονιές όταν καρποφορούν. Το άρωμα του ήλιου και την ευωδιά της βροχής.

* * *

Πήρα το κόκκινο φόρεμα από την κρεμάστρα και το κράτησα μπροστά μου. «Με κάνει να φαίνομαι πρόστυχη και εξεζητημένη;» είπα. Γιατί έτσι μου είχε πει αυτός ο άντρας… «Είσαι άτιμη κόρη από άτιμη μάνα», μου είπε.

«Παράτα το», είπε η Γκρέις Πουλ, «κι έλα να φας το φαΐ σου. Φόρεσε το γκρίζο σάλι σου. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω γιατί δεν σου δίνουν τίποτα καλύτερο. Αφού είναι πολύ πλούσιοι.»

Όμως εγώ κράτησα το φόρεμα στα χέρια μου και αναρωτήθηκα αν είχαν κάνει την πιο ποταπή και απαίσια πράξη: αν το είχαν αλλάξει όταν εγώ δεν ήμουν μπροστά. Γιατί μπορεί να το είχαν αλλάξει, και να μην ήταν πια αυτό το δικό μου φόρεμα – όμως τότε πώς κατάφεραν να πετύχουν την ίδια μυρωδιά;

«Μην κάθεσαι εκεί πέρα και τουρτουρίζεις», μου είπε μ’ έναν τόνο αρκετά ευγενικό για εκείνη.

 Άφησα το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα και το βλέμμα μου πήγε από τη φωτιά στο φόρεμα και από το φόρεμα στη φωτιά.

Έριξα το γκρίζο σάλι στους ώμους μου αλλά της είπα πως δεν πεινούσα, κι εκείνη δεν προσπάθησε να με αναγκάσει να φάω, όπως κάνει καμιά φορά.

«Καλύτερα που δεν θυμάσαι τα χτεσινοβραδινά», είπε. «Ο κύριος λιποθύμησε κι έγινε χαμός εδώ πάνω. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο αίματα, κι έριξαν σε μένα το φταίξιμο που σε άφησα να του επιτεθείς. Και το αφεντικό έρχεται σε λίγες μέρες. Άλλη φορά δεν έχει βοήθεια από μένα. Έχεις ξεπεράσει κάθε όριο, και κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει.»

Είπα: «Αν φορούσα το κόκκινο φόρεμά μου, ο Ρίτσαρντ θα με είχε αναγνωρίσει.»
«Το κόκκινο φόρεμά σου», είπε και γέλασε.

 Όμως εγώ κοίταξα το φόρεμα στο πάτωμα κι ήταν σαν να είχε απλωθεί η φωτιά σε όλο το δωμάτιο. Ήταν πανέμορφο και μου θύμισε κάτι που έπρεπε να κάνω. Νόμιζα πως όπου να’ ναι θα κατάφερνα να θυμηθώ. Θα ξαναβρώ τη μνήμη μου από στιγμή σε στιγμή.


H Τζιν Ρις (1894-1979) έγραψε το μυθιστόρημα ‘Η Απέραντη Θάλασσα των Σαργασσών’ το 1966, εμπνευσμένη από την ‘Τζέιν Έιρ’ της Σαρλότ Μπροντέ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πολύ ιδιαίτερο δείγμα λογοτεχνίας fan fiction (παράγωγη ιστορία που χρησιμοποιεί ήρωες από γνωστά έργα τοποθετώντας τους όμως σε άλλο σκηνικό), όπου η αινιγματική φιγούρα της Μπέρθα από το έργο της Μπροντέ αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο και αφηγείται την ιστορία της ζωής της, από τα παιδικά της χρόνια στην Καραϊβική, όπου ήταν η πλούσια κληρονόμος Αντουανέτ Κοσγουέι, μέχρι τη στιγμή που φτάνει στην Αγγλία παντρεμένη με τον Έντουαρντ Ρότσεστερ, ο οποίος την ‘βαφτίζει’ Μπέρθα, όπως τη μητέρα της, επειδή έχει κληρονομήσει την τρέλα εκείνης.



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Νοέμβριο του 2017
http://fractalart.gr/i-aperanti-thalassa-twn-sargasswn/

23 November 2017

Λιλή Μαυροκεφάλου: Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά...

Ο μύθος της Ατλαντίδας και η Τιτανομαχία ζωντανεύουν και ερμηνεύονται με έναν τρόπο ιδιαίτερο στο βιβλίο της Λιλής Μαυροκεφάλου ‘Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά…’. Πρόκειται για ένα νεανικό μυθιστόρημα φαντασίας με ελληνική θεματολογία, εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, απόδειξη πως η παρακαταθήκη των αρχαίων μύθων, όπως και των λαϊκών παραμυθιών, προσφέρει πλούσιο υλικό για τη σύνθεση μιας πλοκής μέσα στον χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, με όλα τα συστατικά που μπορούν να την κάνουν συναρπαστική.

Η Λιλή Μαυροκεφάλου έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, σύγχρονα και ιστορικά, νεανικά αλλά και για ενήλικες, ανάμεσά τους το ιστορικό νεανικό μυθιστόρημα ‘Άγης’ (1977) που αφορά τον βασιλιά της Σπάρτης, το επίσης νεανικό ιστορικό ‘Κλεομένης’ που αναφέρεται στον Κλεομένη Γ’ της Σπάρτης (1981) και το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας για νέους ‘Το Άλλο’ (1985).

Στο ‘Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά…’, στήνει μια εναλλακτική φανταστική πραγματικότητα που συνδέει γεγονότα, μυθολογικές προσωπικότητες και ιδιότητες με τρόπο ευφάνταστο και περίτεχνο. Παραλλάσσει ονόματα και ονομασίες ή χρησιμοποιεί εναλλακτικές μορφές τους με σκοπό, όπως αναφέρει και η ίδια στην πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή της, «να κερδίσουν τόποι και πρόσωπα καινούρια ζωή και φρεσκάδα, να έρθουν πιο κοντά στον αναγνώστη».

Η Μακαρία (όπως ‘βαφτίζεται’ στο βιβλίο η Ατλαντίδα) είναι ένα νησιωτικό βασίλειο χωρισμένο σε μικρότερες διοικητικές επικράτειες. Η πιο ισχυρή από αυτές, η Κρόνια, δίνει την εντύπωση της ευημερίας και του πλούτου – αυτή ωστόσο είναι η επιφάνεια, γιατί η πραγματικότητα της καθημερινότητας εκεί είναι πολύ διαφορετική. Ευημερεί μόνο μια ολιγάριθμη κάστα, ενώ τα περισσότερα πλούτη που διαθέτει προέρχονται από κατακτητικούς πολέμους στις γύρω περιοχές και συγκαλυμμένες ληστείες. Ο Κρόνος, που τη διοικεί και είναι ταυτόχρονα και βασιλιάς όλης της Μακαρίας, είναι ένας δυνάστης που επιστρατεύει τη γοητεία και την ευφράδειά του για να πείθει τους υποτακτικούς αλλά και μέλη της οικογένειάς του και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να είναι ο ‘Υπέρτατος’ όπως αποκαλεί τον εαυτό του και θέλει (ή μάλλον επιβάλλει) να τον αποκαλούν:

« […]  Εξαφάνισε τον σμαραγδένιο νόμο, καθώς και τα ιστορικά αρχεία μας. Έχει βάλει γραφιάδες να τα ξαναγράφουν όπως τον συμφέρει. Θάβει γεγονότα, εφευρίσκει άλλα, διαστρεβλώνει…» (σ. 58)

Και με αυτές τις μεθόδους και ανάλογες στρατηγικές, ασκεί την πολιτική του, με επίκεντρο τον εαυτό του. Στο παρελθόν έριξε τα παιδιά του στα Τάρταρα για να είναι σίγουρος ότι η εξουσία του δεν πρόκειται να απειληθεί από πουθενά. Περιστοιχίζεται από κόλακες και συμβούλους που υποκρίνονται ότι είναι με το μέρος του, ωστόσο στην πραγματικότητα τον υπονομεύουν. Μια τέτοιου είδους εξουσία σαν αυτή που ασκεί ο Κρόνος τρέφεται και συντηρείται από τέτοιες συμπεριφορές, αλλά για τους ίδιους ακριβώς λόγους είναι σαθρή και μπορεί να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτή είναι η μία παράμετρος της ιστορίας. Η άλλη αφορά ένα παιδί από μια πρωτόγονη φυλή, τον Ίνα, ο οποίος πιάνεται αιχμάλωτος από τους στρατιώτες της Κρόνιας και, παριστάνοντας τον πεθαμένο, καταφέρνει να τους ξεγελάσει και, στη συνέχεια, να τους ξεφύγει. Βρίσκει καταφύγιο στην επικράτεια της Εσπερίας, που διοικείται από τον Έσπερο ο οποίος διαθέτει θεραπευτικές ικανότητες. Ο Έσπερος είναι αδερφός του Κρόνου, αλλά οι δυο τους είναι κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα: ο Έσπερος είναι δίκαιος, πονετικός και φιλόξενος, και ο λαός του ζει ειρηνικά, διάγοντας μια απλή ζωή βασισμένη στη γεωργία και την αλληλοϋποστήριξη. Κοντά τους, ο Ίνας πλάθει την προσωπικότητά του, μαθαίνει καινούρια πράγματα, αναπτύσσει ικανότητες. Ο Ίνας απασχολεί ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, καθώς αντιπροσωπεύει και συμβολίζει τον κάθε απλό άνθρωπο και κατ’ επέκταση τον απλό λαό που υπομένει τα πάνδεινα αλλά καταφέρνει με λογική σκέψη και ευρεσιτεχνία να βρίσκει λύσεις και να ξεπερνάει εμπόδια.

Έχοντας διατάξει να ρίξουν τα παιδιά του στα Τάρταρα, ο Κρόνος είναι ήσυχος για την εξουσία του. Δεν απειλείται από πουθενά καθώς δεν ξέρει ότι η γυναίκα του Ρέα είχε γεννήσει κρυφά ένα παιδί του στην Κρήτη. Ήταν φυσικά ο Δίας, που εδώ για τις ανάγκες της μυθοπλασίας ονομάζεται Ζήνας. Ο Ζήνας – Δίας μεγαλώνει στην Κρήτη αγνοώντας τη βασιλική καταγωγή του, ωστόσο ένα γύρισμα της μοίρας θα τον φέρει στο παλάτι του πατέρα του. Και θα είναι αυτός που, με τη βοήθεια του Ίνα, του Έσπερου και άλλων ‘καλών πνευμάτων’, θα ξεκινήσει μια περιπετειώδη και εξαιρετικά επικίνδυνη εκστρατεία για να ελευθερώσει τα αδέρφια του από τα Τάρταρα, να τα πάρει με το μέρος του και όλοι μαζί να δώσουν ένα τέλος στην τυραννική εξουσία του Κρόνου.

Ξεκινάνε από τη βάση κατακτώντας τα Τάρταρα. Αποδυναμώνοντας τα θεμέλια, η κορυφή δεν έχει πού να σταθεί. Αργά ή γρήγορα, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Οι δύο αντίπαλες πλευρές, που αντιπροσωπεύονται από το νερό και τη φωτιά, παλεύουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν για το ποια θα υπερισχύσει, ωστόσο ο μόνος τρόπος για να λήξει οριστικά αυτή η κατάσταση, είναι η σχεδόν απόλυτη καταστροφή. Η Μακαρία – Ατλαντίδα αναπόφευκτα βυθίζεται και σβήνεται από τον χάρτη. Οι ‘καλοί’ βρίσκονται μόνοι τους μετά τη νίκη, σε έναν σχεδόν άδειο κόσμο, αποφασισμένοι ωστόσο να ξαναρχίσουν από την αρχή, ξεκινώντας ούτε λίγο ούτε πολύ από το μηδέν. Σε κάποιους απ’ αυτούς άλλωστε κάτι τέτοιο δεν φαντάζει και τόσο απίθανο να συμβεί: τα αδέρφια του Ζήνα που ζούσαν στα Τάρταρα είχαν ανακαλύψει και μηχανευτεί διάφορους τρόπους για να επιβιώσουν εκεί. Μέσα σ’ εκείνες τις αντίξοες συνθήκες, είχαν καταφέρει να φτιάξουν κήπους, να καλλιεργούν φρούτα. Αν και είχαν απώλειες, δεν αφανίστηκαν. Κι εδώ έρχεται και δένει το αισιόδοξο μήνυμα της ιστορίας, πως από τις στάχτες η ζωή μπορεί να ξαναγίνει:

«Τα δεντράκια μας τα λένε Ελπίδες. Και τους καρπούς τους ελπιδάκια.» (σ.165)

Όπως από το κουτί της Πανδώρας, μαζί με τις συμφορές ξεπετάχτηκε και η Ελπίδα, κάπως έτσι κι εδώ, μέσα από το σκοτάδι και την ερημιά μπορεί να γεννηθεί κάτι νέο, κάτι θετικό.

Με καλοδουλεμένες γλαφυρές και ατμοσφαιρικές περιγραφές που ζωντανεύουν λεπτομερείς εικόνες, η έμπειρη συγγραφέας ανασυνθέτει μια εποχή τόσο μακρινή που μόνο με τη φαντασία μας μπορούμε να αναπαραστήσουμε. Και το κάνει αυτό με επιτυχία, άλλοτε με γήινες εκφράσεις και άλλοτε με λόγο αριστοτεχνικό. Το ύφος παραπέμπει σε κλασικά αναγνώσματα, διατηρώντας μια ιδιότυπη νεανικότητα. Η συγγραφέας δεν φοβάται να χρησιμοποιεί περίτεχνες λέξεις και εκφράσεις, εντάσσοντάς τες στο κείμενό της όπου χρειάζεται, ενώ συχνά παρεμβάλλονται εξαιρετικά ποιητικά κομμάτια με έντονο συμβολισμό:

« […] Κάθε άστρο και μια άξια ψυχή ή ίσως και περισσότερες που είχαν υπάρξει αγαπημένες στη γη. Μάτια της νύχτας φαντάζουν οι αστροψυχές που κάπου κάπου κατεβαίνουν στη γη για να ντυθούνε σάρκα και να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Μα όχι σπάνια, η φορεμένη σάρκα παραπλανά την ψυχή με χίλια δυο τεχνάσματα. Την παγιδεύει και, αντί για υπηρέτριά της, γίνεται αφέντρα και φυλακή της. Κλαίει τότε η ψυχή, ασφυκτιά, ταρακουνάει τη φυλακή να ξεφύγει. Κι ο κόσμος αυτό το λέει τρέλα…» (σ.199)

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αλλά κατά διαστήματα περνάει σε πρώτο πρόσωπο, καθώς παίρνει το λόγο ο Ίνας, ο οποίος, μέσω ενός είδους εσωτερικών μονολόγων απευθύνεται στην ψυχή της μητέρας του, εξιστορώντας της διάφορα γεγονότα που του συμβαίνουν ή βλέπει να διαδραματίζονται, αλλά στην ουσία για να παίρνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι επίσης ένα έξυπνο τέχνασμα το οποίο η συγγραφέας επιστρατεύει για να περιγράψει κάποια από τα γεγονότα που αφορούν τη ροή της ιστορίας, από την οπτική του ήρωά της.

Οι χαρακτήρες είναι χτισμένοι με συνέπεια, ολοκληρωμένοι. Δίνονται γι’ αυτούς τόσα στοιχεία όσα χρειάζονται ώστε η προσωπικότητά τους να σκιαγραφείται με σφαιρικότητα. Τελικά ο πρωτόγονος Ίνας και ο θεός Ζήνας δεν διαφέρουν και τόσο. Στην αποστολή τους, είναι συνοδοιπόροι, κατανοούν ο ένας τον άλλο, και οι όποιες διαφορές τους εκμηδενίζονται, γιατί και οι δύο δίνουν βάση στην ουσία και όχι στην επιφάνεια. Με σκηνές προσεκτικά τοποθετημένες μέσα στη δράση, φωτίζεται η ανθρώπινη πλευρά των θεών, τόσο η καλή (Ζήνας) όσο και η κακή (Κρόνος), και αντίστοιχα αναδεικνύεται η ‘θεϊκή’ πλευρά των ανθρώπων (Ίνας) – με την έννοια ότι όλοι μέσα μας διαθέτουμε ψυχική δύναμη που όταν την επιστρατεύσουμε και πιστέψουμε σ’ αυτήν, μπορούμε να καταφέρουμε ακόμα και το αδύνατο. 



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/8391-nero-fotia-momentum

13 November 2017

RJ Palacio: Είσαι Ένα Θαύμα

Η Ρ. Τζ. Παλάσιο έγραψε το παιδικό μυθιστόρημα ‘Θαύμα’ (κυκλοφόρησε το 2012) ύστερα από ένα τυχαίο περιστατικό με το παιδί της: ο μικρός πρόσεξε ένα κορίτσι που είχε μια εκ γενετής παραμόρφωση στο πρόσωπο, κι εκείνη, από φόβο για την αντίδραση του γιου της, προσπάθησε να τον απομακρύνει, με αποτέλεσμα να έρθουν όλοι σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτό το γεγονός της έδωσε το έναυσμα να καταπιαστεί με το ευαίσθητο θέμα του πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία τα άτομα που η εμφάνισή τους δεν ανταποκρίνεται στα στερεότυπα, ενώ όπως η ίδια έχει αναφέρει, το τραγούδι ‘Wonder’ (Θαύμα) της Νάταλι Μέρτσαντ (πρώην τραγουδίστριας του συγκροτήματος 10.000 Maniacs), το οποίο αφηγείται μια παρόμοια ιστορία, την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να περάσει ένα πολύ σημαντικό μήνυμα μέσω ενός βιβλίου.

Έτσι προέκυψε το ‘Θαύμα’ με ήρωα τον Αύγουστο ‘Όγκι’ Πούλμαν, ένα παιδί που γεννήθηκε με μια παραμορφωτική ασθένεια (πρόκειται προφανώς για το σύνδρομο Treacher Collins, αν και δεν κατονομάζεται μέσα στο βιβλίο), ο οποίος χρειάστηκε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και προκαταλήψεις ώσπου να γίνει αποδεκτός ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας.

Το ‘Θαύμα’ ήταν το πρώτο βιβλίο της Παλάσιο, η οποία, πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή, εργαζόταν ως γραφίστρια και σχεδιάστρια εξωφύλλων για διάφορους εκδοτικούς οίκους. Η μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση που είχε το μυθιστόρημά της, την ώθησε να γράψει αυτήν εδώ την εκδοχή για μικρότερα παιδιά, με τον τίτλο ‘Είσαι ένα θαύμα’, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση Μαρίζας Ντεκάστρο (από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί επίσης και το μυθιστόρημα). Σκοπός της ήταν να κάνει και τα παιδιά μικρότερων ηλικιών να έρθουν σε επαφή και να εξοικειωθούν με αυτό το τόσο σημαντικό και πάντα επίκαιρο θέμα.

Ο μικρός Όγκι αντιλαμβάνεται ότι η δυσμορφία που έχει στο πρόσωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά, ωστόσο ο ίδιος αισθάνεται πως είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα. Οι δραστηριότητές του, τα ενδιαφέροντά του και οι ενασχολήσεις του δε διαφέρουν από των άλλων παιδιών. Η ιδιαιτερότητα της εμφάνισής του είναι αυτή που από τη μια τον κάνει στόχο κοροϊδευτικών σχολίων, από την άλλη όμως τον καθιστά ξεχωριστό. Η μητέρα του, που μπορεί να δει πέρα από την επιφάνεια, του λέει πως είναι ένα θαύμα. Η σκυλίτσα του, που δρα με το ένστικτο και φυσικά αδιαφορεί για τα κοινωνικά στερεότυπα, έχει την ίδια άποψη γιατί τον αγαπάει γι’ αυτό που είναι.

Τα προβλήματα ξεκινούν έξω από το σπίτι, εκεί όπου ο κόσμος δεν αποδέχεται εύκολα την όποια διαφορετικότητα, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι τόσο εμφανής. Σχόλια στο δρόμο, πειράγματα στο σχολείο, αδιάκριτα βλέμματα αποδοκιμασίας, είναι λίγα μόνο από τα πράγματα που ο Όγκι είναι αναγκασμένος να ανέχεται στην καθημερινότητά του, και που κάνουν τη ζωή του μέσα στο κοινωνικό σύνολο ιδιαίτερα στενάχωρη.

Βρίσκει ωστόσο μια διέξοδο: φοράει το κράνος του και φαντάζεται πως ταξιδεύει στον Γαλαξία. Εκεί, στους άλλους πλανήτες, οι κάτοικοι τού μοιάζουν όλοι τόσο πολύ, ενώ η Γη φαίνεται, από ψηλά, απίστευτα μικρή.

Όλα λοιπόν είναι θέμα προοπτικής και διαφορετικής οπτικής. Ο Όγκι δεν μπορεί να αλλάξει την εμφάνισή του, αλλά ο τρόπος που οι άλλοι τον βλέπουν και σκέφτονται για εκείνον μπορεί να βελτιωθεί. Αν μπορέσουν να δουν πίσω από την επιφάνεια και επικεντρωθούν στην ουσία, θα συνειδητοποιήσουν ότι ο Όγκι είναι απλά ένα παιδί, ένα παιδί έξυπνο και χαρισματικό. Ο Όγκι θα χρειαστεί να προσπαθήσει λίγο περισσότερο για να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη, γιατί στην εποχή που έτυχε να ζήσει κυριαρχεί η εικόνα, και δίνεται τόση πολλή σημασία στην εξωτερική εμφάνιση χωρίς να εκτιμάται η ουσιαστική προσωπικότητα των ανθρώπων. Αν όμως καταφέρει έστω και έναν άνθρωπο να σκεφτεί διαφορετικά, θα είναι μία νίκη.

Η Παλάσιο έχει εικονογραφήσει η ίδια το βιβλίο, επιλέγοντας ένα λιτό, καρτουνίστικο ύφος με απλές, ξεκάθαρες γραμμές και ζωηρά χρώματα. Παρουσιάζει την εμφανισιακή ιδιαιτερότητα του Όγκι με έναν πολύ διακριτικό τρόπο, τονίζοντας έτσι ότι μπορεί μεν η παραμόρφωσή του να είναι εμφανής, στην ουσία όμως είναι απλά μια λεπτομέρεια στην οποία δεν υπάρχει λόγος να σταθεί κανείς.

Τόσο μέσω του άμεσου κειμένου όσο και των καλοστημένων εικόνων, το μήνυμα του βιβλίου μεταδίδεται στους μικρούς αναγνώστες με απλό και εύληπτο τρόπο, χωρίς να γίνεται κήρυγμα. Έτσι άλλωστε ο σκοπός του γίνεται πολύ πιο ουσιαστικός και αποτελεσματικός. Το παιδί μπορεί μόνο του να διαβάσει το βιβλίο κοιτάζοντας παράλληλα τις εικόνες, αλλά μπορεί εξίσου άνετα να μελετήσει τις εικόνες ενώ κάποιος μεγαλύτερος του διαβάζει το κείμενο.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8302-eisai-ena-thavma

4 November 2017

Benjamin Lacombe: Μαντάμ Μπατερφλάι

Την ιστορία της Μαντάμ Μπατερφλάι, πάνω στην οποία βασίστηκε και η περίφημη ομώνυμη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, αφηγείται με την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του ματιά και άποψη ο Μπενζαμέν Λακόμπ, σ’ ένα βιβλίο εξαιρετικής αισθητικής, εικονογραφημένο από τον ίδιο. Γεννημένος στο Παρίσι το 1982, ο Λακόμπ είναι εικονογράφος, κομίστας και συγγραφέας νεανικής, κυρίως, λογοτεχνίας. Η εικαστική του δουλειά έχει παρουσιαστεί σε πολλές εκθέσεις σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ έχει γράψει, διασκευάσει και εικονογραφήσει πάνω από εικοσιπέντε βιβλία, για νέους αλλά και για ενήλικες. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από την υποβλητική χρήση έντονων σκούρων χρωμάτων, ενώ μέσα από τις ανθρώπινες μορφές στα έργα του αναδεικνύεται τόσο η αθώα όσο και η σκοτεινή πλευρά των χαρακτήρων.

Η Μαντάμ Μπατερφλάι πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1898, όταν ο Αμερικανός Τζον Λούθερ Λονγκ έγραψε ένα διήγημα με αυτόν τον τίτλο, με πηγή έμπνευσης τις αφηγήσεις της αδελφής του η οποία είχε ζήσει στην Ιαπωνία μαζί με τον ιεραπόστολο σύζυγό της. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, και συγκεκριμένα το 1887, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Πιερ Λοτί, είχε ήδη εκδώσει το μυθιστόρημα ‘Η κυρία Χρυσάνθεμο’, η ιστορία του οποίου παρουσιάζει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με αυτήν της Μπατερφλάι. Το 1904 παρουσιάστηκε επίσημα και η όπερα του Πουτσίνι, σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόσα. Το διήγημα του Λονγκ είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, ενώ στο μυθιστόρημα του Λοτί η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Ο Μπενζαμέν Λακόμπ, στη δική του εκδοχή, συνδυάζει στοιχεία από το μυθιστόρημα του Λοτί και το λιμπρέτο της όπερας και, ακολουθώντας το ύφος του βιβλίου, βάζει τον Αμερικανό αξιωματικό Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον να αφηγηθεί την ιστορία από την δική του πλευρά.

Όντας αξιωματικός του ναυτικού, ο Πίνκερτον παίρνει μετάθεση για την Ιαπωνία και, παρακινούμενος από συναδέλφους του, αποφασίζει να βρει μια ντόπια κοπέλα και να την παντρευτεί για όσο διάστημα θα μείνει εκεί. Ήταν μια τακτική ευρέως διαδεδομένη εκείνη την εποχή – οι δυτικοί από τη μια ελκύονταν από την εξωτική Ανατολή, ενώ από την άλλη επιδίδονταν σε διάφορες προσπάθειες εκδυτικοποίησής της. Το ενδιαφέρον του τραβάει η Μπατερφλάι, μια γκέισα σπάνιας ομορφιάς, η οποία επίσης τον ερωτεύεται και, αγνοώντας την αυστηρότητα ηθών, εθίμων αλλά και στερεοτύπων, αποφασίζει να τον παντρευτεί. Μετά από ένα διάστημα ευτυχίας, ωστόσο, ο γάμος τους αρχίζει να κλονίζεται, με αποκορύφωμα την αναπόφευκτη επιστροφή του Πίνκερτον στην Αμερική. Εκεί, ο άλλοτε τρελά ερωτευμένος με την εξωτική του νύφη αξιωματικός, ακυρώνει την προηγούμενη ζωή του στην Ιαπωνία και παντρεύεται μια συμπατριώτισσά του. Στο μεταξύ η Μπατερφλάι έχει φέρει στον κόσμο ένα παιδί, που θα γίνει η αιτία για μια ακόμη σύγκρουση όταν ο Πίνκερτον επιστρέψει με τη νέα του σύζυγο στην Ιαπωνία.

Η υπόθεση είναι λίγο πολύ γνωστή – αν και τόσο στην όπερα όσο και στην διασκευή του Λακόμπ, το φινάλε είναι πολύ πιο δραματικό από ότι στο διήγημα και το μυθιστόρημα. Αυτό που αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα σ’ αυτήν εδώ την έκδοση από την Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, σε προσεγμένη μετάφραση της Εύης Γεροκώστα, είναι η υπέροχη εικονογράφηση από τον ίδιο τον συγγραφέα. Το πολύ ξεχωριστό στυλ του Λακόμπ συνδυάζει στοιχεία της κλασικής ζωγραφικής με τα κόμικς του δυτικού κόσμου και τις πολύχρωμες παραστάσεις που βλέπουμε σε παλαιότερες ιαπωνικές εικονογραφήσεις. Πολύ ιδιαίτερο είναι επίσης το όλο στήσιμο του βιβλίου, με τις σελίδες που ξεδιπλώνονται η μία πίσω από την άλλη αποκαλύπτοντας τις πραγματικά πανέμορφες ζωγραφιές, ευαίσθητες και έντονα δραματικές ταυτόχρονα, οι οποίες δεν εικονογραφούν απλά την ιστορία, αλλά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια και ονειρική. Ουσιαστικά είναι πίνακες ζωγραφικής που συνοδεύουν την αφήγηση, και στους οποίους το μοτίβο που κυριαρχεί είναι αυτό της μπλε πεταλούδας, αφού ‘Μπατερφλάι’ σημαίνει, στα αγγλικά, πεταλούδα ενώ το μπλε είναι ένα από τα παραδοσιακά χρώματα της Ιαπωνίας, από αυτά που συναντάμε συχνότερα στα κιμονό και τα έργα τέχνης. Το πίσω μέρος των σελίδων κοσμούν σχέδια σε μπλε χρώμα – μια διαφορετική απόχρωση του μπλε αυτή τη φορά – που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο άλλοτε το ‘παρασκήνιο’ της ιστορίας, άλλοτε το σκηνικό της και άλλοτε υπογραμμίζουν λεπτομέρειες της πλοκής με συμβολικό τρόπο, όπως είναι η προσθήκη του κόκκινου χρώματος στα μπλε σχέδια, τέχνασμα που τονίζει την αίσθηση της τραγικότητας των προσώπων αλλά και της ιστορίας τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/8246-madame-butterfly-lacombe

27 October 2017

Jo Ellen Bogart: Ο Άσπρος Γάτος και ο Καλόγερος

Το ‘Πανγκούρ Μπαν’ (Pangur Bán), το ποίημα πάνω στο οποίο βασίζεται η διασκευή της Τζο Έλεν Μπόγκαρτ με τον τίτλο ‘Ο Άσπρος Γάτος και ο Καλόγερος’, γράφτηκε γύρω στον 9ο αιώνα από έναν μοναχό που ζούσε στην ενορία του Αββαείου του Ραϊχενάου, ενός νησιού της λίμνης της Κωνσταντίας στη Νότια Γερμανία, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Στους 32 στίχους του, χωρισμένους σε οχτώ τετράστιχες στροφές, ο μοναχός αφηγείται τις καθημερινές του ενασχολήσεις, συγκρίνοντάς τις με τις δραστηριότητες ενός γάτου που του κρατάει συντροφιά. Το πρωτότυπο ποίημα, που είναι γραμμένο στα αρχαία ιρλανδικά, φυλάσσεται στο Αββαείο του Αγίου Παύλου, στο Λαβάνταλ της Αυστρίας.

‘Μπαν’ στα ιρλανδικά σημαίνει ‘άσπρος’, ενώ η λέξη ‘πανγκούρ’ περιγράφει τον άνθρωπο που αφρατεύει ένα ύφασμα. Πανγκούρ Μπαν είναι και το όνομα του γάτου, και μας φέρνει στο μυαλό ένα κατάλευκο, πολύ φουντωτό γατί – ιδανική συντροφιά για έναν άνθρωπο λάτρη της μοναξιάς και της μελέτης, όπως ήταν ο καλόγερος που έγραψε το ποίημα. Άλλωστε οι γάτες είναι, εδώ και αιώνες, αναπόσπαστοι σύντροφοι των ανθρώπων και μέρος της ζωής τους. Και στα μοναστήρια είχαν πάντα πολλές, και για να τρώνε τα ποντίκια που απειλούσαν τα παλιά βιβλία, αλλά και για παρέα.

Η σοφία και οι γνώσεις που κανείς αποκομίζει στη ζωή του βρίσκονται τόσο στα βιβλία όσο και στην απλή καθημερινότητα. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το νόημα του ποιήματος, μέσα στο οποίο τόσο η μελέτη του μοναχού όσο και το παιχνίδι του γάτου, φαίνονται να έχουν την ίδια σημασία. Ο μοναχός διαβάζει στο φως των κεριών, αναζητώντας πληροφορίες και ερευνώντας τα παλιά συγγράμματα, ενώ ο γάτος, στον δικό του μικρόκοσμο, εξερευνά το περιβάλλον του για να παγιδεύσει το ποντίκι που έχει ήδη εντοπίσει.

Κάθε σελίδα είναι μια πρόκληση
Ο Πανγκούρ στη δουλειά μου δεν με εμποδίζει
Κι εγώ τον αφήνω ήσυχο να τριγυρίζει
Ευχαριστημένοι και οι δύο, χαιρόμαστε με όσα χρειαζόμαστε
Μια ευτυχισμένη ιστορία μοιραζόμαστε.

Καθένας λοιπόν με τα ενδιαφέροντά του, κάνουν παρέα ο ένας στον άλλον και όλα όσα αποκομίζουν, τους ευχαριστούν και τους δύο. Για τον γάτο, ο σχεδιασμός της στρατηγικής που θα ακολουθήσει για να ξετρυπώσει τον ποντικό, είναι μια συναρπαστική περιπέτεια στην οποία είναι προσηλωμένος με αφοσίωση και επιμονή. Είναι ένας τρόπος να ακονίζει το μυαλό του και να διατηρεί ακμαία την εξυπνάδα του.

Παράλληλα ο μοναχός διαβάζει τα βιβλία του, και είναι και για εκείνον μια εξίσου συναρπαστική περιπέτεια το να αναζητά νέες γνώσεις και να βρίσκει απαντήσεις σε ερωτήματα που τον απασχολούν. Κρατάει τη σκέψη του σε εγρήγορση και νιώθει ευτυχισμένος που είναι σε θέση να φτάνει σε σημαντικά συμπεράσματα, απολαμβάνοντας τους πνευματικούς καρπούς μιας πολύωρης και κουραστικής μελέτης.

Στο ταπεινό μας σπιτικό
Ο Πανγκούρ βρίσκει τον δικό του ποντικό…
Κι εγώ βρίσκω φως μέσα στο σκοτάδι.

Οι στίχοι του ποιήματος, ρεαλιστικοί, λιτά περιγραφικοί, γραμμένοι απλά και κατανοητά, είναι ωστόσο γεμάτοι με βαθιά νοήματα που έχουν διαχρονικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα. Γι’ αυτό άλλωστε εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και να έχει πολλά πράγματα να πει και άλλα τόσα μηνύματα να περάσει ακόμα και στον σύγχρονο κόσμο, που κινείται με άλλους ρυθμούς. Το ποίημα έχει ερμηνευτεί, μεταφραστεί και διασκευαστεί πολλές φορές, ενώ έχει επίσης αποτελέσει έμπνευση για ταινίες, όπως το ‘Μυστικό του Κελς’ του 2009, μια ταινία κινουμένων σχεδίων των Τομ Μουρ και Νόρα Τούμεϊ, που έχει πολλές αναφορές στην ιρλανδική μυθολογία και στην οποία εμφανίζεται ένας άσπρος γάτος με το όνομα Πανγκούρ Μπαν, που συνοδεύει έναν καλόγερο.

Στη συγκεκριμένη έκδοση, το κείμενο της Τζο Έλεν Μπόγκαρτ συνοδεύει η εντυπωσιακή και πρωτότυπη εικονογράφηση του Καναδού Σίντνεϊ Σμιθ, ο οποίος έχει επιλέξει τη χρήση γήινων, απαλών χρωμάτων τονίζοντας έτσι την ηρεμία που χαρακτηρίζει τη ζωή του καλόγερου και του γάτου στο μοναστήρι. Η καλή μετάφραση είναι της Μαρίας Κούρση.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8184-aspros-gatos-kalogeros

20 October 2017

Neil Gaiman & Terry Pratchett: Καλοί Οιωνοί

Κάπου στην Αγγλία, σ’ ένα ειδυλλιακό χωριό, ο Αντίχριστος μεγαλώνει, εξαιτίας μιας ανταλλαγής μωρών, οργανωμένης από τις Δυνάμεις του Σκότους, που πήγε εντελώς στραβά, σαν μέλος μιας συνηθισμένης οικογένειας χωρίς να υποψιάζεται ούτε τι του επιφυλάσσει το μέλλον ούτε τι ο ίδιος επιφυλάσσει για το μέλλον της ανθρωπότητας. Κι ενώ πλησιάζει ο Αρμαγεδδών, και οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης βρίσκονται καθ’ οδόν υπακούοντας στο ακούσιο κάλεσμα του μικρού Αντίχριστου, ένας δαίμονας κι ένας άγγελος, οι οποίοι μετά από συναναστροφή που έχει κρατήσει μια αιωνιότητα και συνεχίζει ακάθεκτη, έχουν γίνει σχεδόν κολλητοί, βάζουν στοίχημα για το αν ο Αντίχριστος θα ανταποκριθεί τελικά στη διαβολική του φύση ή αν η ανατροφή που πήρε μέσα στην καθ’ όλα συμβατική θετή του οικογένεια είναι αυτή που τελικά θα τον καθορίσει σαν άτομο. Παράλληλα, η απόγονος της Αγνής Νάτερ, μιας μάγισσας που αιώνες πριν είχε καεί στην πυρά παίρνοντας μαζί της κι ένα ολόκληρο χωριό χάρις στην εφευρετικό και προνοητικό μυαλό της, παλεύει να αποκρυπτογραφήσει μια σειρά από προφητείες, συμπεριλαμβανομένης και μίας για τη συντέλεια του κόσμου, που η μάγισσα είχε συντάξει και που, όπως δείχνουν τα ιστορικά γεγονότα, επαληθεύονται αλάνθαστα εδώ και χρόνια.

Γραμμένο από τον Νιλ Γκέιμαν (‘Ποτέ και Πουθενά’, ‘Ο Πόλεμος των Θεών’, ‘Sandman’) και τον Τέρι Πράτσετ (‘Discworld’, ‘H Σκοτεινή Πλευρά του Ήλιου’, ‘Johnny Maxwell’) στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, το αιρετικό και, κατ’ ουσίαν, φουτουριστικό / αποκαλυπτικό μυθιστόρημα ‘Καλοί Οιωνοί’, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1990, είναι το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας που μοιάζει να έγινε στον Παράδεισο. Τόσο ο Γκέιμαν όσο και Πράτσετ (που, δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή το 2015) έχουν ένα υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου και ιδιαίτερα γοητευτικό λογοτεχνικό στίγμα, συνδυάζοντας στα έργα τους το φανταστικό με το ρεαλιστικό στοιχείο, με απόλυτη επιτυχία και ευστροφία. Η ‘σύμπραξη’ για την συγγραφή των ‘Καλών Οιωνών’ προέκυψε μετά από δική τους ιδέα.

Η συνεργασία αυτών των δύο τόσο ιδιοφυών συγγραφέων δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένας ευτυχής συγκερασμός όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που κάνουν τις ιστορίες του καθενός ξεχωριστές. Το ύφος τους είναι μεν διαφορετικό (όποιος έχει διαβάσει τουλάχιστον τον έναν από τους δύο μπορεί να διακρίνει σε γενικές γραμμές ποια κομμάτια είναι του ενός και ποια του άλλου), ωστόσο έχουν πετύχει μια τέλεια αρμονία στον τρόπο γραφής, στην ατμόσφαιρα και στο γενικότερο πλαίσιο δράσης. Ο καθένας τους είχε αρχικά αναλάβει συγκεκριμένους χαρακτήρες, αλλά από ένα σημείο και μετά τους ‘αντάλλαξαν’, έτσι ώστε να έχουν στο τέλος ασχοληθεί και οι δύο με όλους τους ήρωες. Είναι επίσης ιδιαίτερα αξιόλογη η δουλειά του μεταφραστή της ελληνικής έκδοσης, Θάνου Καραγιαννόπουλου, ο οποίος έχει αποδώσει το κείμενο με ζωντάνια και εφευρετικότητα, καθώς σημαντικό μέρος του βασίζεται στα λογοπαίγνια και στο παιχνίδι ανάμεσα στην κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία λέξεων και εκφράσεων.

Οι ‘Καλοί Οιωνοί’ δεν είναι απλά μια παρωδία της Αποκάλυψης. Έχουμε να κάνουμε με ένα χειμαρρώδες και ανελέητα σαρκαστικό μυθιστόρημα που κάνει φύλλο και φτερό διάφορες γνωστές ή και λιγότερο γνωστές θεωρίες και τερατολογίες που αφορούν τη συντέλεια του κόσμου. Αστικοί και άλλοι μύθοι γίνονται κυριολεξίες, το ‘κυνήγι μαγισσών’ που λέμε σαν σχήμα λόγου εδώ παίρνει σάρκα και οστά, καθώς υπάρχει κάποιος που κυνηγάει πραγματικά μάγισσες, ενώ μέχρι και η Ατλαντίδα φαίνεται να αναδύεται από τα βάθη όπου ήταν τόσους αιώνες χαμένη.

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, με επικεφαλής τον άγγελο Αζιραφάλ, που εκτός από εκπρόσωπος των ουράνιων δυνάμεων είναι και μανιώδης συλλέκτης παλιών βιβλίων και σπάνιων εκδόσεων, και τον δαίμονα Κρόουλυ που μοιάζει με ροκά της δεκαετίας του ’70 και οδηγεί ένα αυτοκίνητο-αντίκα ξεπερνώντας συνήθως το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Αυτοί οι δύο άσπονδοι αντίπαλοι που εδώ και αιώνες είναι παρόντες σε όλα τα μεγάλα και μικρά γεγονότα της Ιστορίας και μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε, αντιλαμβάνονται το λάθος στην ανταλλαγή των μωρών μόλις έντεκα (!) χρόνια αργότερα. Κάτι που ωστόσο τους δίνει το έναυσμα, ενώ προσπαθούν να εντοπίσουν τον πραγματικό Αντίχριστο, να μπουν σε σκέψεις σχετικά με το αν πρέπει να γίνει η Αποκάλυψη και, σε τελική ανάλυση, ποιους συμφέρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ανακαλύπτουν στην πορεία ότι οι Δυνάμεις του Καλού είναι εξίσου πολεμοχαρείς και διψασμένες για απόλυτη εξουσία με τις Δυνάμεις του Κακού κι ότι, ενώ είναι σε θέση να αποτρέψουν τη συντέλεια, κάνουν ό,τι μπορούν για να συμβεί. Παράλληλα διαπιστώνουν ότι οι άνθρωποι αποδεικνύονται πολύ πιο σατανικοί κι από τους ίδιους τους διαβόλους όταν είναι να κάνουν κακό ο ένας στον άλλον, και πως αν βρεθούν στις κατάλληλες συνθήκες με όπλα στα χέρια τους, δεν θα διστάσουν να αλληλοσκοτωθούν.

Και στο μεταξύ ο ανυποψίαστος Αντίχριστος παίζει με τους τρεις καλούς του φίλους, αμέριμνος και ανέμελος, ενώ η έμφυτη δαιμονική πλευρά του προσπαθεί με κάθε τρόπο να βγει στην επιφάνεια, προκαλώντας, χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί, διάφορα ανεξήγητα για τον υπόλοιπο κόσμο φαινόμενα που σημαίνουν την αρχή της Αποκάλυψης: ψάρια πέφτουν από τον ουρανό, αγελάδες κάνουν τούμπες στα χωράφια, δαίμονες πετάγονται μέσα από αυτόματους τηλεφωνητές, Θιβετιανοί καλόγεροι ξεφυτρώνουν στην κυριολεξία από τη γη, ηλεκτρικά δίκτυα βραχυκυκλώνουν, το Κράκεν ξυπνάει από τον βαθύ του ύπνο, και γενικά τίποτα δεν φαίνεται διατεθειμένο να μείνει όρθιο.

Το καλό και το κακό μέσα μας συνυπάρχουν συνεχώς, κανείς δεν είναι απόλυτα σατανικός ούτε εκατό τοις εκατό αγγελικός. Μπορούμε να επιλέξουμε ποιον δρόμο θα ακολουθήσουμε, ωστόσο η άλλη μας πλευρά δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει – απλώς θα είναι σε (σχετική) αδράνεια. Ακόμα και ο Αζιράφαλ, που ισχυρίζεται ότι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι άγγελοι και οι δαίμονες έχουν παγιωμένο δρόμο εξαρχής, έχει κι αυτός τη σκοτεινή πλευρά του, ενώ και ο Κρόουλυ έχει τις δικές του (απειροελάχιστες, έστω) ευαισθησίες. Και οι δυο τους, ενώ είναι αναγκασμένοι να λογοδοτούν σε ανώτερες αρχές, κάποια κρίσιμη στιγμή παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και δρουν αυτοβούλως, επηρεάζοντας τις εξελίξεις και τις συνέπειές τους. Επομένως τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, στο βαθμό που είμαστε σε θέση να τα επηρεάσουμε, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις δικές μας πράξεις και αποφάσεις.

Οι προφητείες της μάγισσας Αγνής Νάτερ επαληθεύονται σε όλες τους τις λεπτομέρειες (με μικρές διαφοροποιήσεις εξαιτίας των χωρο-χρονικών αλλαγών και περιορισμών), αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για μια σειρά σατανικών (στην κυριολεξία, αφού ο Κρόουλυ βάζει την ουρά του) συμπτώσεων. Άλλωστε οι τρεις από τους τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης συμβολίζουν έννοιες που σχετίζονται απόλυτα με τις πράξεις των ανθρώπων: ο Πόλεμος είναι κατεξοχήν ανθρώπινη εφεύρεση, ένα θανατηφόρο παιχνίδι επιβολής με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ο Λιμός είναι απόρροια ανθρώπινων ενεργειών που ενισχύουν την συντήρηση του Τρίτου Κόσμου. Η Μόλυνση είναι το κόστος που πληρώνουμε εξαιτίας της αδιαφορίας μας για το φυσικό περιβάλλον. Ο τέταρτος Ιππότης, βέβαια, ο Θάνατος, είναι, ειρωνικά, μέρος της ζωής και αναπόσπαστο κομμάτι της.

Στον αντίποδα των τεσσάρων Ιπποτών, ο Αντίχριστος με τους τρεις φίλους του μοιάζουν με μικρογραφία ή και παρωδία τους. Ο καθένας από αυτούς διαθέτει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στον αντίστοιχο Ιππότη χωρίς ωστόσο την καταστροφική παράμετρο. Ο ίδιος ο Αντίχριστος, που παρεμπιπτόντως είναι ξανθός και όμορφος σαν άγγελος και λέγεται Αδάμ, αποτελεί το αντίπαλο δέος του Ιππότη-Θανάτου, ωστόσο η ανθρώπινη φύση του τον κάνει να σκέφτεται, να υπολογίζει συνέπειες, να αντιδρά. Η πάλη του καλού με το κακό είναι διαρκής, τόσο μέσα του, όσο και γύρω του, ωστόσο η τελική αναμέτρηση δεν θα είναι ακριβώς η πολυαναμενόμενη επική μάχη των σκοτεινών δυνάμεων με τις ουράνιες στρατιές αγγέλων.

Αυτό το στοιχείο της δυαδικότητας κυριαρχεί στο βιβλίο, τονίζοντας συνεχώς την διττή υπόσταση των ανθρώπων. Ο Αζιράφαλ με τον Κρόουλυ είναι κι αυτοί δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς και κάποιοι άλλοι από τους χαρακτήρες, που βρίσκονται σε αντιπαράθεση: η Ανάθεμα, η αποκρυφίστρια απόγονος της Αγνής Νάτερ, είναι η μία πλευρά του καθρέφτη της ανθρώπινης ψυχής, και ο Νιούτον, που ως νεόκοπος στρατιώτης του Στρατού των Μαγισσών είναι (θεωρητικά μόνο) αντίπαλός της, είναι η άλλη. Η μαντάμ Τρέισι, μέντιουμ με ύποπτες δραστηριότητες, είναι ο αντίποδας του Σάντγουελ, που είναι βετεράνος διώκτης μαγισσών. Ο Χαστούρ και ο Λιγκούρ, οι Δούκες της Κόλασης στους οποίους λογοδοτεί ο Κρόουλυ, συμπληρώνουν κι αυτοί οι ένας τον άλλον, αν και μοιάζουν περισσότερο με κωμικό ντουέτο – κάτι σαν τον Τουίντλιντι και τον Τουίντλνταμ από την ‘Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων’, ενώ θυμίζουν επίσης τους Κρουπ και Βάντεμαρ, το αιμοβόρο δίδυμο που συναντάμε στο μεταγενέστερο ‘Ποτέ και Πουθενά’ (Neverwhere) του Νιλ Γκέιμαν.

Μέσα από τις πολλές, παράλληλες ιστορίες που συχνά διασταυρώνονται και τα δεκάδες πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτές συμπληρώνεται ένα συναρπαστικό παζλ εικόνων, χαρακτήρων και στιγμιότυπων που συνθέτουν τον καμβά ενός κόσμου ο οποίος απειλείται από μια σαρωτική αλλά αόριστη καταστροφή που εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και μορφές, με παρόμοιες ωστόσο ουσιαστικές και παράπλευρες απώλειες.

Η αφήγηση είναι ένας καταιγισμός από μαύρο χιούμορ, ασταμάτητη δράση, διασκεδαστικές περιγραφές, σουρεαλιστικές παρομοιώσεις, υπαινικτικές ή και άμεσες αστείες αναφορές σε πρόσωπα, γεγονότα, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες, μουσικά συγκροτήματα και πολιτικούς, ωστόσο κάτω από όλη αυτή την κωμική και γεμάτη ζωηρή δραστηριότητα επιφάνεια αναδύεται μια λανθάνουσα αίσθηση ακινησίας και μια αναπάντεχη τραγικότητα: κάπως έτσι θα ήταν πραγματικά το τέλος του κόσμου αν κυριαρχούσε παντού ο πόλεμος, ο λιμός και η μόλυνση του περιβάλλοντος – θα επικρατούσε το χάος και το μόνο που θα έμενε μετά θα ήταν η έλευση του θανάτου, που θα έσβηνε οριστικά τα πάντα.

Τα κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στους Ιππότες της Αποκάλυψης είναι καθηλωτικά, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τον Πόλεμο, ο οποίος έχει τη μορφή μιας πανέμορφης κοπέλας (που άλλοτε λέγεται Σκάρλετ και άλλοτε Καρμάιν – και τα δύο ωστόσο σημαίνουν το βαθύ κόκκινο χρώμα, το χρώμα του αίματος), γιατί πολύ απλά τα όπλα και η παραπλανητική εξουσία που έρχεται μαζί τους πάντα ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στους ανθρώπους. Ο Λιμός είναι ένας στιλάτος νέος άνδρας με το απόλυτα ταιριαστό με την ιδιότητά του όνομα Ρέιβεν – δηλαδή κοράκι, που τρέφεται από τα πτώματα. Ο Λιμός – Ρέιβεν διακινεί βιομηχανοποιημένα τρόφιμα χωρίς καμιά θρεπτική αξία, προσφέροντας απλόχερα αργό θάνατο σε όλο τον καταναλωτικά πρόθυμο κόσμο. Η Μόλυνση είναι ένας λιγομίλητος και κάτωχρος λευκοντυμένος νεαρός που σπέρνει ύπουλα την οικολογική καταστροφή και ποτέ κανείς δεν τον υποψιάζεται. Ο Θάνατος, που πάντα εμφανίζεται τελευταίος, δεν έχει μια συγκεκριμένη μορφή, γιατί είναι παντού και υπάρχει πάντα, ωστόσο εξαρτάται απόλυτα από τη ζωή. Αν αυτή πάψει να υφίσταται, ούτε αυτός θα έχει πλέον λόγο ύπαρξης.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2017 
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/8123-kaloi-oiwnoi

14 October 2017

Το Φαινόμενο


Είναι εκείνη η ώρα της ημέρας που από απόγευμα πάει να γίνει βράδυ, τότε που ο ουρανός παίρνει αυτό το μουντό χρυσαφί χρώμα που μοιάζει και δε μοιάζει με χάραμα, και είναι σαν να μπλέκονται οι ώρες και να μην μπορεί να ξεχωρίσει η μέρα από τη νύχτα. Το ένα λεπτό λες ότι θα βραδιάσει, το άλλο σου φαίνεται ότι ξημερώνει. Τα φώτα του δρόμου αρχίζουν ν’ ανάβουν και το θαμπό τους φως παίρνει μια αλλόκοτη λάμψη, καθώς στην ουσία δε φωτίζει τίποτα, αφού δεν έχει σκοτεινιάσει καλά καλά ακόμα.

Η Έλσα πάντα αποκαλούσε αυτή την ώρα ‘το φαινόμενο’, επειδή δε μπορούσε να εξηγήσει γιατί συνέβαινε – και κυρίως γιατί δεν το παρατηρούσε κάθε μέρα. Αλλά το είχε εντοπίσει αρκετές φορές στη ζωή της ώστε να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του, αν και δεν είχε καταφέρει ακόμα να ανακαλύψει αν η εμφάνισή του ακολουθούσε κάποιες συγκεκριμένες συγκυρίες. Ωστόσο κάθε φορά που το αντιλαμβανόταν, είχε την αίσθηση ότι δεν ήταν τυχαίο, και ότι παράλληλα μ’ αυτό, κάτι άλλο συνέβαινε, κάτι που δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να γίνει αντιληπτό.

Το φαινόμενο είχε πάρα πολύ καιρό να συμβεί όταν ένα απόγευμα που η Έλσα έφευγε από το Πανεπιστήμιο, έτυχε να βρεθεί μόνη της στο τέρμα των λεωφορείων. Ή μάλλον, σχεδόν μόνη της, γιατί στην αριστερή άκρη του ανοιχτού δρόμου μπροστά από τη στάση, στεκόταν ένας άνθρωπος με γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε προφανώς κάπου απέναντί του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ακίνητος, λες και είχε κοκαλώσει στη θέση όπου στεκόταν, και το πάνω μέρος του σώματός του είχε μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά, λες και προσπαθούσε να διακρίνει, σε μεγάλη απόσταση, κάτι που δε βρισκόταν στην ευθεία των ματιών του. Η Έλσα παραξενεύτηκε βλέποντάς τον, ωστόσο πριν το μυαλό της προλάβει ν’ ασχοληθεί περισσότερο μαζί του, το βλέμμα της στράφηκε στον ουρανό.

Η ανεπαίσθητη ομίχλη και το κοκκινόχρυσο χρώμα της ατμόσφαιρας έδειχναν καθαρά πως συνέβαινε το φαινόμενο. Σαν προγραμματισμένα γι’ αυτό, τα φώτα του δρόμου άναψαν στη στιγμή, αλλά τα περισσότερα έσβησαν απότομα ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Έμεινε αναμμένο μόνο ένα ισχνό και καχεκτικό, ακριβώς πάνω από τον άνθρωπο που στεκόταν ακίνητος απέναντι από την Έλσα και που, παρεμπιπτόντως, δεν φαινόταν να συγκινείται καθόλου από το φαινόμενο. Κάτι που σήμαινε πως είτε το είχε δει πολλές φορές και δεν του έκανε πια εντύπωση, ή δεν είχε προσέξει ποτέ ότι συνέβαινε, ή ήξερε πού οφειλόταν η εμφάνισή του.

Η ώρα περνούσε και κανένα λεωφορείο δε φαινόταν από τη στροφή. Η Έλσα κοίταξε το ρολόι της, για να διαπιστώσει ότι οι δείκτες του κινούνταν με ασυνήθιστη ταχύτητα, ο ένας προς τα δεξιά κι ο άλλος προς τα αριστερά, και όταν έφταναν σ’ ένα σημείο όπου συναντιόνταν, σταματούσαν για πολύ λίγο και στη συνέχεια κινούνταν πάλι με τον ίδιο παράλογο τρόπο. Η Έλσα τράβηξε το κουρντιστήρι, αλλά οι δείκτες δεν φάνηκαν να επηρεάζονται καθόλου απ’ αυτό. Ένιωσε τους χτύπους της καρδιάς της να επιταχύνονται, και κοίταξε με αγωνία προς τη στροφή, για να δει αν επιτέλους εμφανιζόταν κάποιο λεωφορείο.

Εξακολουθούσε όμως να επικρατεί η ίδια αφόρητη ησυχία, δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως, ούτε καν οι ήχοι από την κοντινή λεωφόρο ή έστω μια φωνή, μια κόρνα, ένα γάβγισμα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να νυχτώνει, αν και ακόμα το ελάχιστο φως της μέρας ήταν αρκετό ώστε να είναι ευδιάκριτα τα πάντα τριγύρω. Η Έλσα γύρισε από ένστικτο προς το μέρος του ανθρώπου που στεκόταν στην αριστερή πλευρά, νιώθοντας την ανάγκη να μην παραμείνει εντελώς μόνη. Άρχισε να περπατάει προς το μέρος του, συνειδητοποιώντας καθώς τον πλησίαζε ότι αυτός δεν είχε αλλάξει στάση. Κοντοστάθηκε μερικά βήματα πίσω του, ξερόβηξε σιγανά και είπε διστακτικά:

«Με συγχωρείτε… κύριε…»

Καθώς δεν πήρε απάντηση, κι ενώ ένα μέρος του μυαλού της τής έλεγε να γυρίσει πίσω, συνέχισε να περπατάει, ώσπου βρέθηκε να τη χωρίζει από τον άνθρωπο μόλις ένα βήμα. Άπλωσε το χέρι της, τον ακούμπησε στον ώμο – ίσα που τον ακούμπησε, και τότε το πάνω μέρος του σώματός του έγειρε λίγο ακόμα προς τα δεξιά, λες και το βάρος του χεριού της τού ήταν ασήκωτο. Η Έλσα τράβηξε το χέρι της τρομαγμένη κι έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς ο άνθρωπος άρχισε να γυρίζει αργά προς το μέρος της.

Ήταν ντυμένος με ρούχα που κάποτε θα ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά τώρα ήταν φθαρμένα σε πολλά σημεία και γεμάτα σκόνη και χώματα. Τα χέρια του ήταν τρομακτικά -  ζαρωμένα και γεμάτα ξεραμένες πληγές, με νύχια μακριά και μαυριδερά, αλλά αυτό που ήταν πραγματικά φρικτό ήταν το πρόσωπό του: λες και είχε φύγει η μισή σάρκα από πάνω του, ίσα που δε φαίνονταν τα κόκαλα του κρανίου του. Τα μάτια του ήταν άσπρα, σαν γυάλινα. Μερικές θλιβερές τρίχες πετάγονταν από το πάνω μέρος του κεφαλιού του, και από το στόμα του, που δεν έμοιαζε πια με στόμα αλλά ήταν λες και είχε κοπεί ένα κομμάτι από το πρόσωπό του και είχε μείνει ένα ακανόνιστο κενό σ’ εκείνο το σημείο, έβγαινε ένας ήχος σιγανός αλλά ανατριχιαστικός, σαν τη φωνή που μας ξεφεύγει όταν βλέπουμε βραχνά και προσπαθούμε να ξυπνήσουμε αλλά δεν μπορούμε. Ένας ήχος στριγγός, βραχνός και διαπεραστικός, χωρίς ωστόσο καμία έκφραση ή αίσθηση.

Η Έλσα έβγαλε μια κοφτή κραυγή χωρίς να το θέλει, έκανε μερικά βήματα πίσω, και αμέσως έκανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει προς τη στροφή. Πίσω της άκουγε βήματα – ήταν σίγουρη πως άκουγε βήματα, όμως πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος – αυτό το πλάσμα, μάλλον – να τρέχει, αφού δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Αυτή η λογική σκέψη επικράτησε μέσα στον πανικό της, και κοντοστάθηκε για να γυρίσει να κοιτάξει.

Και το είδε αυτό το πλάσμα να κατευθύνεται προς το μέρος της, μπορεί να μην έτρεχε, ωστόσο έσερνε γρήγορα τα σχεδόν μηχανικά του βήματα που το οδηγούσαν αλάνθαστα προς το μέρος της.

«Τι θα κάνω;» μουρμούρισε, «τι θα κάνω;»

Της ερχόταν να ξεσπάσει σε κλάματα, όμως ήξερε πως δεν ήταν λύση. Κι επιπλέον, θα τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή του πλάσματος, κάτι που φυσικά ήταν το τελευταίο που ήθελε εκείνη τη στιγμή. Άρχισε πάλι να τρέχει, πέρασε τη στροφή και συνέχισε στην κατηφόρα. Αυτός ο δρόμος που κάθε μέρα ήταν γεμάτος κόσμο και αυτοκίνητα, τώρα ήταν άδειος και μισοσκότεινος – γιατί στο μεταξύ είχε σχεδόν νυχτώσει. Κάθε μερικά βήματα, σταματούσε και κοίταζε πίσω της – άλλοτε διέκρινε το πλάσμα σε μια απόσταση, άλλοτε άκουγε τα βήματά του τόσο κοντά της, που λες και έτσι να άπλωνε το χέρι της, θα το ακουμπούσε. Σε κάποια στιγμή την πλησίασε τόσο πολύ, που ένιωσε το παγωμένο χέρι του στον ώμο της.

«Μα πού χάθηκαν όλοι;» ψιθύριζε λαχανιασμένη στον εαυτό της, «πού εξαφανίστηκαν όλοι;»

Τα σπίτια όλα ήταν σκοτεινά, άλλα με κλεισμένα τα ρολά και τα παντζούρια, και άλλα με σβηστά τα φώτα. Όσο έβλεπε το μάτι της, δε διέκρινε ούτε ένα φως, ούτε μια φιγούρα που θα μπορούσε να είναι ανθρώπινη. Σε λίγο δε μπορούσε να τρέξει περισσότερο – έπρεπε να πάρει μια ανάσα. Συνέχισε ωστόσο να περπατάει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι τα μόνα βήματα που ακούγονταν πια ήταν τα δικά της. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω – ήταν βέβαια σκοτεινά, αλλά όχι τόσο ώστε να μην διακρίνεται τίποτα. Αφουγκράστηκε την ησυχία, και όντως δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως. Κοίταξε ωστόσο γύρω της πολλές φορές, γιατί αυτά τα πλάσματα δεν το έχουν σε τίποτα να πεταχτούν ξαφνικά από κει που δεν το περιμένεις. Δεν εμφανίστηκε όμως κανείς, ούτε ακούστηκε τίποτα που θα πρόδιδε κάποια ανεπιθύμητη παρουσία.

Και τότε, από το πουθενά, ένα φως άναψε σε κάποιο σπίτι. Μετά ένα άλλο. Άναψαν και τα περισσότερα φώτα του δρόμου, κι ακούστηκε από κάπου μακριά η μηχανή ενός αυτοκινήτου που ξεκινούσε. Οι δείκτες του ρολογιού της κινούνταν πάλι φυσιολογικά. Μπροστά στα πόδια της άστραψαν δύο μικροσκοπικά φωτάκια, σαν μικροί προβολείς, η κολώνα της ΔΕΗ πίσω της έριξε επιτέλους το φως της και τα φωτάκια πήραν το σχήμα ματιών πάνω στο κεφαλάκι μιας γάτας, η οποία νιαούρισε ερωτηματικά κοιτάζοντας την Έλσα.

Το πλάσμα είχε εξαφανιστεί. Λες και το είχε καταπιεί η γη. Ο δρόμος άρχισε να γεμίζει από περαστικούς, οι οποίοι περπατούσαν αμέριμνοι, χωρίς κανένα δείγμα στη συμπεριφορά τους ότι είχαν δει νωρίτερα το πλάσμα. Η Έλσα δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να το ψάξει το θέμα περισσότερο ή να το ξεχάσει. Δεν ήταν καν σίγουρη ότι όντως της είχε συμβεί και δεν το είχε φανταστεί. Άρχισε να περπατάει κανονικά, κοιτώντας στην αρχή με αγωνία πίσω της, αλλά βλέποντας ότι όλα ήταν ήρεμα και ότι το τοπίο γύρω της ήταν απόλυτα φυσιολογικό, άρχισε να ηρεμεί και να πείθει όλο και περισσότερο τον εαυτό της ότι όλα ήταν αποκύημα της φαντασίας της, λόγω της περίεργης αίσθησης που της δημιουργούσε εδώ και χρόνια το φαινόμενο, και επειδή ήταν η πρώτη φορά που είχε βρεθεί στο τέρμα των λεωφορείων εντελώς μόνη της τέτοια ώρα.

Έφτασε στον κεντρικό δρόμο και πήγε ως τη στάση για να πάρει ένα λεωφορείο που θα την κατέβαζε στο κέντρο. Το λεωφορείο ήρθε σε λίγα λεπτά, και η Έλσα μπήκε μέσα και πλησίασε τη μοναδική άδεια θέση, δίπλα σε μια κοπέλα που φαινόταν ελάχιστα μεγαλύτερή της, και ήταν απ’ αυτούς τους τύπους που σε περιεργάζονται απροκάλυπτα, σαν τα λαγωνικά.

Η Έλσα της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα, ελπίζοντας πως της έδινε έτσι να καταλάβει ότι είχε ενοχληθεί από την αδιακρισία της. Εκείνη ωστόσο δε φάνηκε να πτοείται και μόλις η Έλσα κάθισε δίπλα της, της είπε με μια επεικώς κακόηχη φωνή που ψεύδιζε ελαφρά:
«Από την Πανεπιστημιούπολη έρχεσαι;»
Η Έλσα έγνεψε ένα κοφτά ναι, και η άλλη άρχισε να χαχανίζει.
«Χε χε, τα ζόμπι!»
Η Έλσα ανατρίχιασε ακούγοντας αυτή τη λέξη και γύρισε και την κοίταξε έντρομη.
«Τα ζό – ζόμπι;» ρώτησε.
«Ναι, έτσι δε σας λένε εσάς; Επειδή είστε δίπλα στο νεκροταφείο.»
«Α, γι’ αυτό λες», είπε η Έλσα σχεδόν ψιθυριστά με μια ανάσα ανακούφισης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγε αυτό, ήταν ένα ‘αστείο’ – μάλλον κακόγουστο της φαινόταν τώρα – που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους φοιτητές, κυρίως των άλλων σχολών που δεν βρίσκονταν σε ανάλογη ‘προνομιακή’ θέση.
«Χε χε», συνέχισε η άλλη, ενώ εξακολουθούσε να κοιτάζει την Έλσα επίμονα. «Τι χώματα είναι αυτά που έχεις εκεί;»
Κι έδειξε με το σαγόνι της τον ώμο της Έλσας.

Τα χώματα… Το πλάσμα… Το πλάσμα ήταν γεμάτο χώματα… Την είχε ακουμπήσει στον ώμο. Όντως την είχε ακουμπήσει στον ώμο. Εκείνη τη στιγμή που την είχε πλησιάσει τόσο πολύ, όντως την είχε ακουμπήσει. Επομένως δεν ήταν όλα αυτά αποκύημα της φαντασίας της. Είχαν στ’ αλήθεια συμβεί. Και το πλάσμα δεν είχε εξαφανιστεί. Κάπου είχε κρυφτεί και παραφύλαγε. Παραφύλαγε μέχρι να εμφανιστεί πάλι το φαινόμενο. Γιατί ήταν ολοφάνερο ότι είχε έρθει μαζί με το φαινόμενο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2017
http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/8067-to-fainomaeno

11 October 2017

Neil Gaiman: Ποτέ και Πουθενά

Ο Ρίτσαρντ στη Χώρα των Θαυμάτων

Υπάρχει μια πολύ διακριτική αναλογία (που, ωστόσο, γίνεται ιδιαίτερα έντονη μόλις την αντιληφθείς) ανάμεσα στο ‘Ποτέ και Πουθενά’ του Νιλ Γκέιμαν και την ‘Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων’: όπως η Αλίκη συναντάει το λευκό κουνέλι και το ακολουθεί για να μεταφερθεί σε έναν παράλληλο, φανταστικό κόσμο, έτσι και ο Ρίτσαρντ, ο ήρωας του Γκέιμαν, βρίσκει την Ντορ, μια μυστηριώδη τραυματισμένη κοπέλα, και την ακολουθεί σε μια παράλληλη πραγματικότητα, σε ένα Λονδίνο διαφορετικό, μια πόλη κάτω από την πόλη. Στη συνέχεια, τόσο η Αλίκη όσο και ο Ρίτσαρντ συναντούν μια σειρά από αλλόκοτους χαρακτήρες από τους οποίους άλλοι γίνονται σύμμαχοι και άλλοι εχθροί τους. Αυτή η κοινή συνισταμένη δεν είναι τυχαία. Όπως λέει ο ίδιος ο Γκέιμαν στην εισαγωγή του: «Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που θα ήταν για τους μεγάλους αυτό που ήταν για μένα τα βιβλία που είχα αγαπήσει παιδί, βιβλία σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων ή την Τριλογία της Νάρνια ή τον Μάγο του Οζ.»

Και ουσιαστικά αυτό είναι το ‘Ποτέ και Πουθενά’: ένα σύγχρονο ενήλικο παραμύθι που μεταφέρει το χώρο δράσης από τις κλασικές τοποθεσίες των παραμυθιών στη μοντέρνα μεγαλούπολη και μας οδηγεί σε μια κατάσταση πραγμάτων όπου όλα όσα ξέραμε φαίνονται διαφορετικά. Το υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο του Λονδίνου, με τα δαιδαλώδη τούνελ, τις μυστηριώδεις στοές, τις εγκαταλελειμμένες αποβάθρες και τις γοητευτικές ονομασίες των σταθμών αποτελεί το ιδανικό σκηνικό μιας περιπέτειας που ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, το πραγματικό και το μεταφυσικό. Ο Ρίτσαρντ Μέιχιου είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, ένας αρχικά μάλλον αφανής νεαρός, ο οποίος ωστόσο διαθέτει πολλή περισσότερη γοητεία απ’ όσο αντιλαμβάνεται (παρεμπιπτόντως, Ρίτσαρντ είναι και το δεύτερο όνομα του Γκέιμαν, ενώ όταν περιγράφει τον ήρωά του, είναι ούτε λίγο ούτε πολύ σαν να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη). Ένα βροχερό βράδυ, προσφέρει την ομπρέλα του σε μια φτωχή ηλικιωμένη γυναίκα η οποία, για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, προσφέρεται να του πει τη μοίρα. «Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου […] δρόμο που αρχίζει με πόρτες», του λέει κρυπτικά, και η συνέχεια έρχεται να τη δικαιώσει.

Η Ντορ μπαίνει στη ζωή του με παράξενο τρόπο – τη βλέπει μισολιπόθυμη στην άκρη του δρόμου, χτυπημένη και γεμάτη αίματα. Παρά τις αντιρρήσεις της αρραβωνιαστικιάς του, θυσιάζει το επαγγελματικό δείπνο στο οποίο θα πήγαιναν μαζί, για να βοηθήσει το κορίτσι. Η Ντορ, που το εντελώς συμβολικό και διόλου τυχαίο όνομά της σημαίνει ‘πόρτα’, δεν είναι μια συνηθισμένη κοπέλα. Είναι η τελευταία απόγονος μιας αριστοκρατικής γενιάς με σπάνια χαρίσματα και προέρχεται κυριολεκτικά από έναν άλλο κόσμο, στον οποίο έχει τη δυνατότητα να μπαίνει και να βγαίνει, δημιουργώντας πόρτες σε κάθε λογής συμπαγείς επιφάνειες.

Ο κόσμος της Nτορ είναι το Κάτω Λονδίνο – είναι οι υπόγειες διαβάσεις, οι υπόνομοι και οι γραμμές του μετρό κάτω από τη γη. Εκεί ζει και δραστηριοποιείται μια ολόκληρη κοινωνία από παράξενους ανθρώπους και πλάσματα, που φέρουν περίεργες ιδιότητες και ασυνήθιστα ονόματα: οι Ποντικομίλητοι, η Σερπεντάιν (Οφιοειδής), το Σφουγγαρόπανο Χωρίς Όνομα, η Αναισθησία, η Χάντερ (Κυνηγός), και φυσικά ο επιβλητικός και ιδιόρρυθμος Μαρκήσιος ντε Καραμπάς (που παραπέμπει απευθείας στο παραμύθι του ‘Παπουτσωμένου Γάτου’) είναι λίγοι μόνο από αυτούς τους αξέχαστους χαρακτήρες. Παράλληλα, μέσα από το πρίσμα του Κάτω Λονδίνου, τα πάντα θεωρούνται από μια διαφορετική οπτική. Οι σταθμοί του μετρό, ας πούμε, αντικατοπτρίζουν αυτό που λέει το όνομά τους σε απόλυτη κυριολεξία – στη γέφυρα Μπλακφράιαρς (Μαύροι Καλόγεροι) υπάρχει όντως ένα μοναστήρι με μαύρους καλόγερους. Αυτή η κυριολεκτική απεικόνιση μεταφορικών εννοιών και εκφράσεων είναι ένα εύρημα που έχει τις απαρχές του στην αρχετυπική Αλίκη του Λιούις Κάρολ, και το συναντάμε και σε άλλα βιβλία του Γκέιμαν.

Από τη στιγμή που ο Ρίτσαρντ πηγαίνει στο Κάτω Λονδίνο, γίνεται πρακτικά αόρατος στον πάνω κόσμο. Αυτό που λέμε πολλές φορές ότι ‘μια εμπειρία με έκανε άλλο άνθρωπο’, στον Ρίτσαρντ συμβαίνει στην κυριολεξία. Το διαμέρισμά του δεν του ανήκει πια, στη δουλειά του δεν τον αναγνωρίζουν, η αρραβωνιαστικιά του τον βλέπει στο δρόμο και απλά της φαίνεται αμυδρά γνωστός. Μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάζεται να επιστρέψει στο υπόγειο Λονδίνο και σταδιακά, χωρίς κι εκείνος να το συνειδητοποιεί, αρχίζει να προσαρμόζεται στις πρωτόγνωρες γι’ αυτόν συνθήκες. Η αλλαγή του Ρίτσαρντ ξεκινά από μέσα, αλλά επεκτείνεται σε όλη την ύπαρξη και την προσωπικότητά του. Σιγά σιγά αρχίζει ν’ αποκτά ιδιότητες που ούτε καν τις φανταζόταν. Επιδεικνύει γενναιότητα, αντιμετωπίζει τους τρομακτικούς αιμοσταγείς δολοφόνους Κρουπ και Βάντεμαρ που καταδιώκουν λυσσαλέα τη Ντορ για να τη σκοτώσουν, παλεύει με το Θηρίο του Λονδίνου που στοιχειώνει τους υπονόμους της πόλης, αναπτύσσει το ένστικτό του και στο τέλος αποκτά κι εκείνος την ικανότητα να δημιουργεί και να ανοίγει πόρτες.

Το ‘Ποτέ και Πουθενά’ είναι ένα εξελικτικό μυθιστόρημα αστικής φαντασίας (Bildungsroman / urban fantasy), το οποίο ο Γκέιμαν έγραψε αρχικά σαν σενάριο για μια τηλεοπτική σειρά του BBC. Καθώς πολλές από τις σκηνές του απορρίπτονταν, του ήρθε η ιδέα να γράψει το βιβλίο. Η τελική εκδοχή εκδόθηκε το 1996, ενώ ακολούθησαν κάποιες άλλες τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα στις οποίες κι αυτή στην οποία βασίστηκε η πολύ καλή ελληνική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και που περιέχει διάφορα πρώτα σχεδιάσματα, καθώς και κομμάτια από την αμερικανική έκδοση. Περιλαμβάνει επίσης το διήγημα ‘Πώς ξαναπήρε ο μαρκήσιος το παλτό του’, ένα υπέροχο σκοτεινό παραμύθι με εξίσου ονειρική και αναπάντεχη ιστορία, με πρωταγωνιστή τον μαρκήσιο ντε Καραμπάς.

Η πρώτη μου επαφή με το ‘Ποτέ και Πουθενά’ ήταν πριν από μια δεκαπενταετία περίπου – τότε ο Γκέιμαν δεν ήταν τόσο δημοφιλής εδώ, και αναζήτησα και διάβασα το βιβλίο από το πρωτότυπο, με κύριο έναυσμα τις αναφορές σε αυτό σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Μπορώ να πω με ασφάλεια ότι ήταν το βιβλίο που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την αντίληψή μου και, δικαιώνοντας το θέμα του και την υπέροχη αντι-ηρωίδα του, μού άνοιξε μία ‘πόρτα’ σε πολλά δημιουργικά μονοπάτια. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι ένα υπόδειγμα σύγχρονης γραφής, από τη μία με διαλόγους ολοζώντανους και με την απαραίτητη δόση χιούμορ όπου χρειάζεται, και από την άλλη με τη σύνθεση και περιγραφή υποβλητικών εικόνων, σκηνών αλλά και προσώπων. Τόσο από λογοτεχνική όσο και από τεχνική άποψη, αγγίζει την τελειότητα.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Οκτώβριο του 2017
http://fractalart.gr/pote-kai-pouthena/


22 September 2017

E. M. Forster: Ένα Δωμάτιο Με Θέα

Ένα από τα ωραιότερα και αρτιότερα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, το  ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ του Ε. Μ. Φόρστερ δεν αποτέλεσε τυχαία τη βάση για την ομώνυμη και εξίσου υπέροχη ταινία του Τζέιμς Άιβορι. Εξαιρετικός τεχνίτης της γλώσσας και με ιδιαίτερη ικανότητα στη δημιουργία και εμβάθυνση χαρακτήρων, ο Φόρστερ είναι πάντα εύστοχος στους σχολιασμούς του - και οι περιγραφές του, αν και λιτές χωρίς περιττολογίες, είναι ολοζώντανες, γλαφυρές και δημιουργούν εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη αρμονικά, με εσωτερικό ρυθμό που διατηρείται ακέραιος από την αρχή ως το τέλος.

Ο Ε. Μ. Φόρστερ εξέδωσε το ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ το 1908. Αν και ήταν το τρίτο του μυθιστόρημα – είχαν προηγηθεί το ‘Where Angels Fear To Tread’ (Εκεί Όπου Οι Άγγελοι Φοβούνται Να Διαβούν’) και το ‘The Longest Journey’ (Το Πιο Μακρύ Ταξίδι) – μια πρώτη μορφή είχε ήδη γράψει από το 1901, με τον τίτλο ‘Λούσι’. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, με ιδιαίτερη έμφαση ωστόσο στην κριτική του κοινωνικού περίγυρου, κάτι που εντοπίζουμε σε όλα τα έργα του Φόρστερ. Ηρωίδα είναι η Λούσι Χάνιτσερτς, μια νεαρή Αγγλίδα που πηγαίνει διακοπές στη Φλωρεντία, συνοδευόμενη από την ξαδέρφη της Σάρλοτ. Αν και μεγαλωμένη σε μια σχετικά αντισυμβατική οικογένεια, αποτελούμενη από τη μητέρα της, τον μικρότερο αδερφό της και την ίδια (ο πατέρας έχει πεθάνει), μέσα στην οποία έχει μια κάποια ελευθερία, δεν μπορεί ούτε κι εκείνη να ξεφύγει εύκολα από τις συμβάσεις, τα στερεότυπα και τις τυπικότητες της αγγλικής κοινωνίας. Είναι ένα ‘φορτίο’ που κουβαλάει διαρκώς μαζί της, ανεξάρτητα από τη θέλησή της και τις προσωπικές της επιθυμίες. Αυτό το ‘φορτίο’ συμβολίζει αλληγορικά η Σάρλοτ, γεροντοκόρη και γεμάτη παραξενιές, η οποία έχει πάρει τόσο σοβαρά το ρόλο της ως κηδεμόνας της Λούσι ώστε τις περισσότερες φορές να ξεπερνάει τα όρια της προσωπικής ελευθερίας και επιλογής.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο εντελώς διαφορετικό κλίμα και περιβάλλον της ιταλικής επαρχίας, με τους αυθόρμητους και εκδηλωτικούς ντόπιους, η Λούσι ξετρυπώνει μια χαραμάδα ελευθερίας. Το δωμάτιο της ιταλικής πανσιόν, με την καθηλωτική θέα του στον Άρνο, αποτελεί το σημείο εκκίνησης της αντίστροφης μέτρησης για την απελευθέρωση της Λούσι από τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες. Η γνωριμία της με τον συμπατριώτη της Τζορτζ Έμερσον, ο οποίος βρίσκεται επίσης στην ίδια πανσιόν μαζί με τον πατέρα του, θα πυροδοτήσει την ερωτική αφύπνισή της, αν και θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα μέχρι να το παραδεχτεί στον εαυτό της.

Το πρώτο και ιδιαίτερα σοκαριστικό βήμα προς την απελευθέρωσή της συμβαίνει όταν γίνεται μάρτυρας μιας άγριας και αιματηρής συμπλοκής στην πλατεία της Φλωρεντίας. Η ησυχία και η ηρεμία του υπέροχου τοπίου διαταράσσονται ανεπανόρθωτα, το ίδιο και η εσωτερική γαλήνη της Λούσι – ή μάλλον η εσωτερική γαλήνη που νόμιζε πως είχε. Εκείνη την ώρα της «μη πραγματικότητας», της ώρας «όπου ανοίκεια πράγματα γίνονται πραγματικά», η Λούσι βιώνει το πρώτο ξύπνημα, την πρώτη ουσιαστική επιφοίτηση, την καθοριστική εκείνη εμπειρία που της ανοίγει το δρόμο για την ενηλικίωση. Από κει και πέρα, τα γεγονότα είναι συνταρακτικά για τη Λούσι, είναι λες και όλα όσα συμβαίνουν την κατευθύνουν σ’ αυτόν τον προορισμό, κλείνοντας πίσω της όλες τις πόρτες που θα μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω.

Όπως και σε ένα ακόμα αξέχαστο μυθιστόρημα του Φόρστερ, το ‘A Passage To India’ (Πέρασμα Στην Ινδία), έτσι και εδώ μια εκδρομή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων αλλά και στην ταχύτητα της αλλαγής των πρωταγωνιστών. Η παρέα των Άγγλων τουριστών αποφασίζει μια μέρα να επισκεφθεί την πανέμορφη εξοχή, και φυσικά τίποτα δε θα είναι το ίδιο από κει και πέρα. Η ιταλική φύση με την οργιαστική, καταπράσινη βλάστηση και τον φωτεινό ήλιο έχει επιστρατευτεί σαν καταλυτικός παράγοντας και σε ένα άλλο βιβλίο του Φόρστερ, το ‘Where Angels Fear To Tread’ (‘Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν’). Εκεί ωστόσο η ηρωίδα του, η Λίλια, γοητεύεται από έναν νεαρό ντόπιο και αποφασίζει να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της και να μείνει μαζί του. Σε αντίθεση με τη Λίλια, η Λούσι στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ ελκύεται από τον συμπατριώτη της Τζορτζ, ο οποίος, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα αυθόρμητος και μποέμ και όχι επειδή παρασύρθηκε περιστασιακά από την μεσογειακή ραθυμία. Παράλληλα η Λούσι, η οποία εξαιτίας της ανατροφής της δεν εξωτερικεύει εύκολα τα συναισθήματά της, βιώνει μία εσωτερική μεταστροφή την οποία δεν προδίδει με τη συμπεριφορά της. Η δική της αλλαγή και απελευθέρωση είναι περισσότερο εγκεφαλική και έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα και πολύ λιγότερο με το πώς αντιδρά. Συνακόλουθα, οι αντιδράσεις της είναι άμεση απόρροια της αλλαγής στον τρόπο σκέψης της, κάτι που γενικά αποφεύγει να συζητήσει, επιλέγοντας επιπλέον να θολώνει τα νερά, κρύβοντας την αλήθεια μέχρι να καταλήξει στην τελική της απόφαση.

Η επιστροφή στην Αγγλία δεν είναι εύκολη για κανέναν, πόσω μάλλον για τη Λούσι, που είναι αρραβωνιασμένη με τον λιμοκοντόρο Σέσιλ Βάις, και, εκτός των άλλων, είναι αναγκασμένη να ανέχεται την υποκρισία και την προσποίηση του δικού του κοινωνικού κύκλου. Για τη Λούσι, που προφανώς πάντα ήταν βαθιά μέσα της ένα ελεύθερο πνεύμα καταπιεσμένο από την ανατροφή της και τις συμβάσεις του περιγύρου, το ταξίδι στην Ιταλία ήταν σαν ξύπνημα από μια πνευματική και συναισθηματική χειμερία νάρκη – κάτι που, από τη στιγμή που το βίωσε, της ήταν αδύνατο να αποδεχτεί την προκαθορισμένη από την κοινωνία μοίρα της. Στο μεταξύ, ο Τζορτζ επανεμφανίζεται – και όχι μόνο αυτό, αλλά γίνεται και γείτονάς της. Ο ‘πειρασμός’ δεν την αφήνει στιγμή να ξεχαστεί και να συγκεντρωθεί, όχι τόσο επειδή είναι ερωτευμένη με τον Τζορτζ και δεν θέλει τον Σέσιλ, αλλά κυρίως επειδή η παρουσία του Τζορτζ της υπενθυμίζει ότι βαδίζει προς τη συναισθηματική ωρίμανση και οφείλει στον εαυτό της να πάρει μια καθοριστική απόφαση για το μέλλον της και, κατά συνέπεια, να πάρει επιτέλους τη ζωή της στα χέρια της.

Ένα άλλο βασικό θέμα που αναλύεται με διακριτικότητα στο βιβλίο είναι οι σχέσεις γονιών – παιδιών: μέσα από τη σχέση της Λούσι και του αδερφού της με τη μητέρα τους, του Τζορτζ με τον πατέρα του, του Σέσιλ με τη δική του μητέρα. Οι διαφορές που εντοπίζονται σ’ αυτές τις σχέσεις έχουν να κάνουν με την κοινωνική θέση που αντιπροσωπεύει ο καθένας από τους ήρωες και με το κατά πόσο αφήνεται να επηρεαστεί από τις συμβάσεις και τους άγραφους κοινωνικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, οι πράξεις και η συμπεριφορά των παιδιών αντικατοπτρίζουν τη σχέση τους με τους γονείς τους, και αναπόφευκτα το αν και πόση ειλικρίνεια χαρακτηρίζει την κάθε μία από αυτές.

Η συμπάθεια με την οποία ο Φόρστερ βλέπει τους ήρωές του είναι προφανής σε όλα του τα έργα, και το ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Λούσι είναι αξιολάτρευτη, το ίδιο και ο Τζορτζ. Ακόμα και οι εν δυνάμει αντιπαθείς χαρακτήρες, όπως η Σάρλοτ ή ο Σέσιλ, καταλήγουν συμπαθείς γιατί μπορεί κανείς να διακρίνει, χάρις στην ευαισθησία και την οξυδέρκεια του Φόρστερ, τα βαθύτερα κίνητρα και τις επιρροές που τους οδηγούν σε συγκεκριμένες προβληματικές συμπεριφορές.

Εκεί ωστόσο που ο Φόρστερ είναι ανελέητος, αλλά πάντα με το γάντι, είναι όταν σχολιάζει, άμεσα ή έμμεσα, τους ξιπασμένους μεγαλοαστούς. Έχοντας ζήσει από μέσα τη μεσαία τάξη και τις σχέσεις της με τα συναφή κοινωνικά στρώματα, και όντας ο ίδιος υπέρμαχος της ελεύθερης έκφρασης και της αποδοχής των προσωπικών επιλογών, είχε πάντα πολλά να πει για την υποκρισία που έβλεπε γύρω του. Ο μικρόκοσμος αυτών των κοινωνικών τάξεων όπως αποτυπωνόταν μέσα από τη ζωή τους στα προάστια είναι συχνά αγαπημένο θέμα του Φόρστερ. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα έργα του υπάρχει τουλάχιστον ένας εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης που συμβολίζει όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό: η μητέρα του Σέσιλ στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ θυμίζει την κυρία Ντέραμ από τον μεταγενέστερο ‘Maurice’ (Μόρις): και οι δύο θεωρούν πως η κοινωνική τους θέση είναι αρκετή για να τις καταστήσει άτομα αξιοσέβαστα και ότι τους δίνει το δικαίωμα να κρίνουν όσους θεωρούν κατώτερούς τους. Η μεγαλοαστή κυρία Ντέραμ, βέβαια, αν και θεωρούσε τον Μόρις φύσει και θέσει κατώτερο κοινωνικά, γιατί ανήκε στη μεσαία αστική τάξη, απέφευγε να εκφράσει ανοιχτά την άποψή της γιατί ο Μόρις ήταν συμφοιτητής του γιου της και επομένως στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο μ’ αυτόν. Η κυρία Βάιζ στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ στοχεύει άμεσα τη Λούσι με την κριτική της και ενώ τη συμπαθεί σε γενικές γραμμές, και μετράει στα θετικά της μέλλουσας νύφης της τα καλλιτεχνικά της ταλέντα, θεωρεί πως χρειάζεται εκπαίδευση για να μπει στα μεγάλα σαλόνια και να γίνει αντάξια σύζυγος για το γιο της. Πράγμα που σημαίνει ότι αν η Λούσι επέλεγε να υποταχθεί στη μοίρα της καταπνίγοντας την σαρωτική αλλαγή που βίωνε μέσα της, θα ήταν διπλά χαμένη και ταπεινωμένη: από τη μια θα γινόταν μεν αποδεκτή στους κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης χωρίς ωστόσο να θεωρηθεί ποτέ αξιόλογο μέλος της, και από την άλλη θα έχανε τη μοναδική της ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένη δίπλα στον Τζορτζ.

Ο Φόρστερ, βέβαια, που συνήθιζε να γράφει ανεπίσημους επιλόγους για τα μυθιστορήματά του, τους οποίους για διάφορους λόγους δεν συμπεριελάμβανε στις τελικές εκδόσεις (το έχει κάνει και στον ‘Μόρις’), σε έναν τέτοιο επίλογο για το ‘Ένα Δωμάτιο με Θέα’ επιφύλασσε κάπως άσχημα νέα για τη Λούσι: ο Τζορτζ πηγαίνει στον πόλεμο και κάνει τα γλυκά μάτια στις νοσοκόμες, ξεχνώντας για λίγο την αγαπημένη του. Έτσι απομυθοποιείται κάπως ακόμα και η φαινομενικά ιδανική αγάπη, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα: οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, έχουν αδυναμίες και είναι επιρρεπείς στο στραβοπάτημα και τη λάθος επιλογή. Και φυσικά είναι ίδιοι σε όλες τις εποχές, κάτι που τα διαχρονικά μυθιστορήματα του Φόρστερ περιγράφουν και αναλύουν με τόση ευστοχία και συνέπεια, που είναι σα να μην μας χωρίζει απ’ αυτά πάνω από ένας αιώνας.

Στην όμορφη έκδοση από το Μεταίχμιο, η πολύ καλή μετάφραση είναι της Ιωάννας Καρατζαφέρη, ενώ τον κατατοπιστικό πρόλογο υπογράφει η Κατερίνα Σχινά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/7879-ena-dwmatio-me-thea