30 May 2017

Μαριλίτα Χατζημποντόζη: Δε σου το δίνω

Η πλεονεξία και η αντιμετώπισή της είναι ένα θέμα που συναντάμε συχνά στα βιβλία που αφορούν ή απευθύνονται σε πολύ μικρές ηλικίες, καθώς απασχολεί πολλούς γονείς αλλά και τον γενικότερο κοινωνικό περίγυρο των παιδιών (ευρύτερη οικογένεια, φιλικό περιβάλλον, σχολείο). Τα παιδιά, αν και δεν αντιλαμβάνονται άλλες έννοιες σε τόσο μικρές ηλικίες, διαθέτουν μια ιδιαίτερα έντονη αίσθηση της ατομικής ιδιοκτησίας και μια ακόμα εντονότερη διάθεση απόκτησης υλικών αγαθών χωρίς πρόθεση από μέρους τους να τα μοιραστούν με άλλους.

Αυτό, αν και σε πολλές περιπτώσεις σχετίζεται με την ανατροφή του παιδιού και το αν και κατά πόσο έχει συνηθίσει να του κάνουν όλα τα χατίρια, έχει ωστόσο να κάνει και με την ενστικτώδη και εγγενή ανάγκη του να βρει τη δική του θέση μέσα στην κοινωνία, κάτι το οποίο, σε μια τόσο μικρή ηλικία, δεν είναι δυνατό να κάνει με βάση τα όποια στοιχεία της προσωπικότητάς του θα το βοηθήσουν δυνάμει να ξεχωρίσει. Τα υλικά αγαθά είναι χειροπιαστά, επομένως είναι πολύ πιο εύκολο να προσδιορίσει τον εαυτό του σε συνάρτηση με αυτά.

Επιπλέον, σ’ αυτή τη φάση της ζωής του, η έννοια του ‘μου αρέσει κάτι’ είναι σχεδόν απόλυτα συνυφασμένη με την έννοια του ‘θέλω να το αποκτήσω’. Και ουσιαστικά δεν αντλεί κάποια ιδιαίτερη χαρά από την απόκτηση του πολυπόθητου αγαθού – στην πραγματικότητα απλά ικανοποιείται με την ιδέα ότι έγινε αυτό που ήθελε, ότι ‘πέρασε το δικό του’, όπως λέμε.

Η Μαριλίτα Χατζημποντόζη, εκπαιδευτικός και συγγραφέας, καταπιάνεται με αυτό το θέμα στο βιβλίο ‘Δε σου το δίνω!’. Αντί για παιδιά, οι ήρωές της είναι πολικά αρκουδάκια – πλάσματα οικεία και ιδιαίτερα συμπαθή στους μικρούς αναγνώστες. Έτσι το παιδί είναι σε θέση να συλλάβει το μήνυμα, χωρίς να χρειαστεί να ταυτιστεί απαραίτητα με τις συμπεριφορές που περιγράφονται στην ιστορία.

Ο Φρίξος δε μοιράζεται τα παιχνίδια του ούτε με την καλύτερή του φίλη. Επαναλαμβάνει συνεχώς τη φράση ‘Δε σου το δίνω!’ και επιμένει ότι δε θέλει να δίνει σε κανέναν τα πράγματά του από φόβο μήπως του τα χαλάσουν. Δεν αντιλαμβάνεται ούτε και του περνάει από το μυαλό ότι έτσι ούτε κι ο ίδιος ευχαριστιέται το παιχνίδι. Από τη μια αναγκάζεται να παίζει μόνος του, κάτι που αφαιρεί το μεγαλύτερο μέρος της χαράς που απορρέει από τη δραστηριότητα ενός παιχνιδιού, από την άλλη τον περισσότερο καιρό κρατάει τα παιχνίδια του κρυμμένα, μην τυχόν και του τα πάρει κανείς.

Όταν όμως σπάσει ο ίδιος κατά λάθος ένα αγαπημένο του αντικείμενο – το έλκηθρό του, το οποίο φύλαγε σαν τα μάτια του περιμένοντας τις ελκηθροδρομίες – τότε μόνο θ’ αρχίσει να συνειδητοποιεί πόσο άσχημη ήταν η συμπεριφορά του, ειδικά όταν η καλή του φίλη του δώσει με χαρά το δικό της έλκηθρο, για να πάρει μέρος στους αγώνες.

Αυτή η μεταστροφή έχει φυσικά καλές συνέπειες. Ο Φρίξος όχι μόνο δίνει πλέον στη φίλη του τα πράγματά του για να παίξει, αλλά καλεί κι άλλους φίλους του για να μοιραστεί τα παιχνίδια του μαζί τους. Μέσα από την ευχάριστη αυτή ομαδική δραστηριότητα, καταλαβαίνει την αξία της γενναιοδωρίας, αλλά και την ουσιαστική φύση της φιλίας.

Η χαριτωμένη και ιδιαίτερα χρήσιμη ιστορία συνοδεύεται από χαρούμενες εικόνες του Γιώργου Σγουρού, που θυμίζουν παιδικές ζωγραφιές. Το όλο στήσιμο του βιβλίου δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας στο παιδί, ενώ ο απλός τρόπος γραφής συντελεί στην ευκολότερη κατανόηση των βασικών καταστάσεων και εννοιών που περιγράφονται και αναλύονται κάτω από το πρώτο επίπεδο της αφήγησης.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/7111-den-sou-to-dino

17 May 2017

Ιωάννα Μπαμπέτα: Ο Ιάσονας και η Αργοναυτική Εκστρατεία


Η ελληνική μυθολογία, με τον ανεκτίμητο πλούτο του πρωτογενούς υλικού της, αποτελεί μία από τις πιο ουσιαστικές και περιεκτικές πηγές γνώσης για παιδιά αλλά και για μεγάλους. Μέσα στον θησαυρό των μύθων που την απαρτίζουν, δε βρίσκει κανείς μόνο τις ηρωικές πράξεις των πρωταγωνιστών της – ημίθεοι, θνητοί, θεοί, καλοί, κακοί, όλοι έχουν τη θέση τους και το ρόλο τους – αλλά και ιστορικές αναφορές σε γεγονότα, πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, τις γιορτές, τα ήθη και τόσα άλλα μέσα από το πρίσμα της φαντασίας, της εφευρετικότητας και της δημιουργικότητας ενός λαού, του ελληνικού, με εμπειρίες αιώνων.

Οι μύθοι, όπως και μετέπειτα τα λαϊκά παραμύθια, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της λογοτεχνίας μας. Είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντικό για τα παιδιά να έρθουν σ’ επαφή με τη μυθολογία και να την μελετήσουν σε βάθος. Αυτό βέβαια καθίσταται πρακτικά εφικτό σε μια ηλικία όπου θα είναι σε θέση να διαβάσουν τις πιο λεπτομερείς καταγραφές των μύθων, έτσι ώστε να μπορούν, επιπλέον, να κατανοήσουν τις πιο περίπλοκες δομές τους, τα νοήματα και τα μηνύματά τους.

Μέχρι να γίνει αυτό, βιβλία όπως ‘Ο Ιάσονας και η Αργοναυτική Εκστρατεία’ της Ιωάννας Μπαμπέτα, ολιγοσέλιδα με έμφαση στην εικόνα, επιχειρούν να καλύψουν τη χρονική απόσταση με την περιληπτική αλλά ουσιαστική απόδοση των μύθων που παρουσιάζουν, φέρνοντας τα μικρότερα παιδιά σε μια πρώτη γνωριμία με τον κόσμο της μυθολογίας.

Από τους πιο επικούς και αγαπητούς μύθους, αυτός του Ιάσονα και των Αργοναυτών, είναι πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς με διαχρονική αξία, κι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά δείγματα της μυθολογίας μας. Διόλου τυχαία, είναι ένα από τα βασικά της θέματα, συνδυάζοντας μια σειρά από στοιχεία που κάνουν την συγκεκριμένη ιστορία συναρπαστική. Επομένως αποτελεί μια εξαιρετική πρώτη ύλη για ένα βιβλίο που προορίζεται να διαβαστεί από μικρούς κυρίως αναγνώστες.

 Η Ιωάννα Μπαμπέτα, η οποία, πέρα από τη συγγραφική της ιδιότητα, ασχολείται ποικιλοτρόπως με τα παιδιά και το παιδικό βιβλίο, δεν ξεχνάει ότι απευθύνεται σε μικρό ηλικιακά κοινό, γι’ αυτό και ο λόγος της είναι απλός, στρωτός, κατανοητός. Είναι γραμμένο το κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί με την ίδια ευκολία να διαβαστεί από το παιδί, ή να το διαβάσει στο παιδί κάποιος μεγάλος.

Ανάμεσα στα αφηγηματικά κομμάτια παρεμβάλλονται έμμετρα δίστιχα ή τετράστιχα με ρίμα, με στόχο τόσο την ποικιλία στο ύφος ώστε να διατηρείται το ενδιαφέρον του παιδιού ζωντανό, όσο και την ευκολότερη αποτύπωση στη μνήμη του χαρακτηριστικών επεισοδίων της ιστορίας. Σε κάθε κομμάτι, τα βασικά σημεία της αφήγησης τονίζονται με κεφαλαία γράμματα σε άλλο χρώμα. Δίνεται έτσι προτεραιότητα στον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του κειμένου, καθώς το παιδί παρακινείται διακριτικά να δώσει προσοχή στα στοιχεία αυτά και μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί ευκολότερα να κάνει τους απαραίτητους συσχετισμούς για να κατανοήσει τη σχέση δράσης – αντίδρασης ανάμεσα στα γεγονότα καθώς και το πώς συνδέονται τα συγκεκριμένα γεγονότα με τα πρόσωπα που κρατούν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτά.

Η εικονογράφηση του Θάνου Τσίλη παραπέμπει σε κόμικ, με τις λιτές, δωρικές γραμμές, τα γήινα χρώματα που κυριαρχούν ως επί το πλείστον, και τις φωτοσκιάσεις, να δημιουργούν ένα εικαστικό σύνολο με ιδιαίτερη κίνηση και ζωντάνια, θέτοντας έτσι τον μύθο μέσα σ’ ένα νέο, σύγχρονο πλαίσιο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2017

7 May 2017

Αγροτική Ιπποσύνη (Giovanni Verga)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Από τη μέρα που ο Τουρίντου Μάκα, ο γιος της κυρα-Νούντσια, απολύθηκε από τον στρατό, έβγαινε κάθε Κυριακή κι έκανε τις βόλτες του στην πλατεία και καμάρωνε σαν τον διάνο φορώντας τη στολή του οπλίτη και το κόκκινο κασκέτο, ίδιο με το φέσι του τσιγγάνου που κάθεται και λέει τη μοίρα πίσω από τον πάγκο με τα καναρίνια. Τα κορίτσια, με τη μύτη χωμένη στο σάλι τους, τον έτρωγαν με τα μάτια τους στο δρόμο για την εκκλησία, και τα πιτσιρίκια στροβιλίζονταν γύρω του σαν μύγες. Είχε φέρει και μια πίπα, που είχε πάνω στο κύπελλό της σκαλισμένο τον βασιλιά στο άλογό του, τόσο ζωντανό που νόμιζες ότι θα σου μιλήσει – και ο Τουρίντου άναβε τα σπίρτα στο πίσω μέρος του παντελονιού του ανασηκώνοντας το ένα του πόδι λες κι ήθελε να δώσει καμιά κλωτσιά. Μάταιος κόπος, φυσικά, αφού η Λόλα, η κόρη του κυρίου Άντζελο, είχε χαθεί από προσώπου γης, ούτε στο μπαλκόνι της είχε φανεί ούτε και στη λειτουργία από τότε που αρραβωνιάστηκε έναν τύπο από τη Λικόντια, αμαξά στο επάγγελμα και μάλιστα από τζάκι, που είχε και τέσσερα μουλάρια από το Σορτίνο στους στάβλους του. Μόλις ο Τουρίντου έμαθε τα καθέκαστα, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Πολύ θα ήθελε να του βγάλει τ’ άντερα, αυτό ήθελε να του κάνει αυτουνού του μασκαρά απ’ τη Λικόντια. Αλλά, βέβαια, δεν έκανε τίποτα τέτοιο, μόνο αρκέστηκε σε σπαραξικάρδιες καντάδες κάτω από το παράθυρο της καλής του.

-Μα δεν έχει τίποτ’ άλλο να κάνει αυτό το παιδί, παρά να κάθεται και να τραγουδάει όλη νύχτα σαν μοναχικός σπουργίτης; απορούσαν οι γείτονες.

Κι έφτασε επιτέλους η μέρα που έπεσε πάνω στη Λόλα η οποία είχε πάει να προσευχηθεί στην Παναγία. Εκείνη, λοιπόν, ούτε χλόμιασε ούτε και κοκκίνισε μόλις τον είδε, σα να της ήταν αδιάφορος.

-Νά ‘ξερες πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! είπε ο Τουρίντου.
-Βρε τον Τουρίντου! Έμαθα πως γύρισες στις αρχές του μήνα.
-Κι εγώ έμαθα πολλά και διάφορα! της απάντησε. Στ’ αλήθεια δηλαδή θα παντρευτείς τον Άλφιο, τον αμαξά!
-Αφού είναι θέλημα Θεού! είπε η Λόλα σφίγγοντας με το χέρι της τις δυο άκρες του μαντιλιού της κάτω απ’ το πηγούνι της.
-Και το θέλημα του Θεού είναι αυτό που σε συμφέρει! Για να ‘χουμε καλό ρώτημα, θέλημα Θεού ήταν και που ήρθα από τόσο μακριά για ν’ ακούσω αυτά τα υπέροχα νέα, κυρία Λόλα;

Προσπαθούσε ο καημένος να δείξει πως η υπόθεση δεν τον ενδιέφερε, αλλά η φωνή του ακουγόταν βαριά - και περπατούσε μπροστά από την κοπέλα μ’ έναν κομπασμό που έκανε τη φούντα του κασκέτου του να χοροπηδάει πάνω στους ώμους του. Η κοπέλα δεν μπορούσε να τον βλέπει έτσι κατσουφιασμένο, αλλά δεν της έκανε καρδιά να τον ξεγελάσει με γλυκόλογα.
-Άκου φίλε μου Τουρίντου, είπε, πρέπει να μ’ αφήσεις να πάω με τις άλλες. Τί θα πουν οι γείτονες αν μας δουν μαζί;
-Δίκιο έχεις, απάντησε ο Τουρίντου. Τώρα που θα πάρεις τον Άλφιο που έχει τέσσερα μουλάρια στους στάβλους του, δεν θα ‘ναι σωστό να σε σχολιάζουν. Τον καιρό που υπηρετούσα, όμως, η καημένη η μανούλα μου αναγκάστηκε να πουλήσει το ψωρομούλαρό μας κι εκείνο το αμπελάκι που είχαμε πλάι στη δημοσιά. Άλλαξαν φαίνεται τα πράγματα κι έχεις ξεχάσει τις μέρες που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε ώρες ολόκληρες ή τότε που μου έδωσες ετούτο δω το μαντίλι λίγο πριν φύγω κι ένας θεός ξέρει πόσα δάκρυα σκούπισα μ’ αυτό καθώς έφευγα για μέρη τόσο μακρινά που κόντεψα να ξεχάσω το όνομα του τόπου μας. Άντε γεια, κυρία Λόλα. Καιρός είναι να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας και να βάλουμε τέλος στη φιλία μας.

Και η κυρία Λόλα όχι μόνο παντρεύτηκε τον αμαξά της, αλλά μάλιστα βγήκε και την επόμενη Κυριακή στο μπαλκόνι της με τα χέρια στη μέση για να δουν όλοι τα εντυπωσιακά χρυσά δαχτυλίδια που της χάρισε ο άντρας της.

Ο Τουρίντου συνέχισε τις βόλτες του στο σοκάκι με την πίπα στα χείλια και τα χέρια στις τσέπες παριστάνοντας τον αδιάφορο και κλείνοντας το μάτι στα κορίτσια - αλλά γινόταν έξαλλος στη σκέψη ότι ο σύζυγος της Λόλας ήταν τόσο πλούσιος κι ότι εκείνη δεν του έδινε την παραμικρή σημασία καθώς περνούσε κάτω από το μπαλκόνι της.

-Θα στη φτιάξω εγώ, και θα σε πάρω από αυτό το βρομόσκυλο! έλεγε μέσα απ’ τα δόντια του.

Απέναντι από το σπίτι του Άλφιο έμενε ο κύριος Κόλα ο αμπελουργός, που λέγανε πως ήταν ζάπλουτος, και είχε μια κόρη.

Ο Τουρίντου έλεγε κι έκανε τόσα πολλά που ο κύριος Κόλα τον πήρε τελικά στη δουλειά του – κι εκείνος δεν έχασε καιρό κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι και να λέει διάφορα γλυκόλογα στο κορίτσι.

-Πώς και δεν τα λες όλα αυτά τα χαριτωμένα στην κυρία Λόλα; τον ρωτούσε η Σάντα.
-Η Λόλα είναι μεγάλη κυρία τώρα! Η Λόλα τώρα έχει πάρει κοτζάμ βασιλιά για σύζυγο!
-Μάλλον εγώ είμαι πολύ λίγη για έναν βασιλιά.
-Εσύ αξίζεις όσο εκατό Λόλες. Ξέρω όμως κάποιον που δεν θα έδινε δεκάρα για την κυρία Λόλα και τον αφέντη της, αν έβλεπε εσένα. Γιατί αυτή δεν είναι άξια ούτε τα παπούτσια να σου δέσει, μα την αλήθεια!
-Όσα δεν φτάνει η αλεπού...
-Τους λέει, τί χαριτωμένα που είστε, μικρά μου σταφυλάκια!
-Κάτω τα ξερά σου, επιτέλους, βρε Τουρίντου!
-Φοβάσαι μη σε φάω;
-Όχι δα! Ούτε εσένα φοβάμαι, ούτε τον Θεό σου.
-Καλά πια, όλοι το ξέρουμε ότι η μητέρα σου ήταν από τη Λικόντια. Είσαι θερμόαιμο κορίτσι. Θα μπορούσα να σε φάω με τα μάτια μου!
-Αν είναι έτσι, να με φας με τα μάτια σου και να μην αφήσεις ούτε ψιχουλάκι. Αλλά στο μεταξύ άντε φέρε μου εκείνο το δεμάτι με τις βέργες.
-Κι όλο το σπίτι θα σήκωνα για χάρη σου, μα την αλήθεια!

Για να μην προσέξει το κοκκινισμένο της πρόσωπο, άρπαξε μια βέργα και του την πέταξε, και λίγο έλειψε να τον πετύχει.

-Κόφτο! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
-Αν ήμουν πλούσιος, Σάντα, μια γυναίκα σαν εσένα θα παντρευόμουν!
-Δεν πρόκειται να πάρω κανέναν βασιλιά, σαν τη Λόλα, αλλά όταν ο Κύριος μού στείλει το σωστό παιδί, θα έχω κι εγώ την προίκα μου όπως κι εκείνη.
-Ναι, βέβαια, το ξέρουμε πως είσαι πλούσια!
-Μιας και ξέρεις τόσα πολλά, βούλωσέ το, γιατί όπου να ‘ναι θα ‘ρθει ο πατέρας μου και δεν έχω καμία όρεξη να με κάνει τσακωτή στην αυλή.

Ο πατέρας στραβομουτσούνιασε αλλά η κοπέλα έκανε πως δεν το πρόσεξε γιατί η φούντα του κασκέτου του οπλίτη είχε κάνει τα φυλλοκάρδια της να τρέμουν και χόρευε ασταμάτητα μπροστά στα μάτια της. Όταν ο πατέρας της έδιωξε τον Τουρίντου από το σπίτι, η κόρη έβγαινε στο παράθυρό της κι ήταν ικανή να κάθεται και να του μιλάει όλο το απόγευμα, μέχρι που η γειτονιά δεν είχε άλλο θέμα για συζήτηση.

-Είμαι τρελός για σένα, έλεγε ο Τουρίντου. Δε μπορώ να φάω κι έχω χάσει τον ύπνο μου.
-Μωρέ τί μας λες!
-Μακάρι να ήμουν ο γιος του Βίκτωρα Εμμανουήλ(*) για να σε παντρευτώ!
-Μπα;
-Μα την Παναγία, θα μπορούσα να σε φάω σαν ζαχαρωτό!
-Τώρα μάλιστα!
-Στην τιμή μου!
-Βρε τί έπαθα!

Η Λόλα, λοιπόν, που τ’ άκουγε όλα αυτά κάθε βράδυ κρυμμένη πίσω από μια γλάστρα με μυριστικό βασιλικό, πότε άσπριζε και πότε κοκκίνιζε, και μια μέρα φώναξε στον Τουρίντου:

-Άλλο και τούτο, φίλε μου Τουρίντου, οι παλιοί καλοί φίλοι να μη χαιρετιούνται!
-Για τ’ όνομα του Θεού! είπε μ’ έναν αναστεναγμό ο Τουρίντου, ευλογημένος όποιος σε χαιρετήσει!
-Άμα θες να με χαιρετήσεις, το σπίτι μου το ξέρεις, απάντησε η Λόλα.

Και ο Τουρίντου άρχισε να την χαιρετάει τόσο συχνά που η Σάντα το πρόσεξε και τού ‘κλεινε το παράθυρο στα μούτρα. Οι γείτονες τον έδειχναν χαμογελώντας ή κουνούσαν το κεφάλι τους όταν περνούσε με τη στολή του οπλίτη. Ο σύζυγος της Λόλας έλειπε, είχε πάει περιοδεία με τα μουλάρια του στα πανηγύρια της περιοχής.

-Λέω να πάω την Κυριακή να εξομολογηθώ, γιατί είδα χτες στον ύπνο μου μαύρα σταφύλια, είπε η Λόλα.
-Μην πας από τώρα! την παρακάλεσε ο Τουρίντου.
-Όχι, όχι, τώρα που έρχεται Πάσχα, ο άντρας μου θα θέλει να μάθει γιατί δεν πήγα να εξομολογηθώ.
-Αχά! μουρμούρισε η Σάντα περιμένοντας τη σειρά της γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο όπου η Λόλα έπαιρνε άφεση αμαρτιών. Στη ζωή μου, δε θα σ’ έστελνα στη Ρώμη για να μετανοήσεις!

Ο καλός μας ο Άλφιο γύρισε πίσω με τα μουλάρια του και με σεβαστά κέρδη κι έκανε δώρο στη γυναίκα του ένα ωραίο φόρεμα για τις γιορτές.

-Καλά κάνεις και της φέρνεις δώρα, του είπε η γειτόνισσά του η Σάντα. Γιατί και η γυναίκα σου, όσο έλειπες, μια χαρά το στόλιζε το σπιτικό σου με τις προστυχιές της!
Ο κύριος Άλφιο ήταν από κείνους τους αμαξάδες που πάνω από όλα βάζουν την τιμή τους κι έτσι, με το που άκουσε να κουτσομπολεύουν τη γυναίκα του μ’ αυτό τον τρόπο άλλαξε χρώμα, λες και τον είχαν μαχαιρώσει.
-Που να πάρει ο διάολος! φώναξε. Έτσι κι έκανες λάθος, δεν θα σου αφήσω μάτια για να κλαις, ούτε σ’ εσένα ούτε σ’ όλο σου το σόι!
-Έχω ξεχάσει πώς κλαίει ο κόσμος! απάντησε η Σάντα. Δεν έκλαψα ούτε κι όταν είδα με τα ίδια μου τα μάτια το γιο της κυρα-Νούντσια, τον  Τουρίντου, να μπαίνει νύχτα στο σπίτι της γυναίκας σου.
-Αν είναι έτσι, να ‘σαι καλά που μου άνοιξες τα μάτια.

Τώρα που ο σύζυγος γύρισε σπίτι του, ο Τουρίντου δεν περνούσε πια τις μέρες του στο σοκάκι, αλλά έπνιγε τον καημό του στην ταβέρνα με τους φίλους του - κι ανήμερα το Πάσχα έβαλαν σ’ ένα τραπέζι ένα πιάτο μ’ ένα τεράστιο λουκάνικο. Με το που μπήκε μέσα ο κύριος Άλφιο, ο Τουρίντου κατάλαβε το λόγο της εμφάνισής του από τον τρόπο που τον κοίταξε, κι άφησε το πιρούνι πάνω στο πιάτο του.

-Τί μπορώ να κάνω για σένα, φίλε μου Άλφιο; ρώτησε.
-Τίποτα σπουδαίο, φίλε μου Τουρίντου. Είναι που έχω πολύ καιρό να σε δω και θέλω να μιλήσουμε για το θέμα.
Ο Τουρίντου του πρόσφερε αμέσως ένα ποτήρι, αλλά ο Άλφιο το έσπρωξε πέρα με το χέρι του. Ο Τουρίντου τότε σηκώθηκε πάνω και τού είπε:
-Όποτε θέλεις, φίλε μου Άλφιο.
Ο αμαξάς έριξε το χέρι του στους ώμους του νεαρού.
-Έλα αύριο το πρωί στις φραγκοσυκιές της Καντσίρια και θα τα πούμε, φίλε μου Τουρίντου.
-Μόλις βγει ο ήλιος, άντε στη δημοσιά και περίμενέ με. Θα έρθω για να πάμε μαζί ως εκεί».

Και μ’ αυτά τα λόγια, αντάλλαξαν το φιλί της πρόκλησης. Ο Τουρίντου έσφιξε ανάμεσα στα δόντια του το αυτί του αμαξά επιβάλλοντας έτσι στον εαυτό του την αυριανή του υποχρέωση.

Οι φίλοι αποσύρθηκαν σιωπηλά από το πιάτο με το λουκάνικο και συνόδεψαν τον Τουρίντου ως το σπίτι του. Η καημένη η κυρα-Νούντσια είχε συνηθίσει να τον περιμένει ως αργά κάθε νύχτα.

-Μάνα, είπε ο Τουρίντου, θυμάσαι τότε που έφυγα για τον στρατό, που φοβόσουν ότι δε θα γύριζα πίσω; Δώσε μου λοιπόν ένα φιλάκι σαν και τότε γιατί αύριο θα φύγω για μακρύ ταξίδι!

Και πριν καλά – καλά ξημερώσει πήρε το στιλέτο του, που το είχε καλά κρυμμένο κάτω από τα άχυρα όσον καιρό υπηρετούσε, και ξεκίνησε για τις φραγκοσυκιές της Καντσίρια.

-Για τ’ όνομα του Θεού! Πού πας με τέτοια λύσσα; φώναξε η Λόλα τρομοκρατημένη την ώρα που ο άντρας της έφευγε από το σπίτι.
-Δεν θα πάω μακριά, απάντησε ο Άλφιο. Να εύχεσαι όμως να μη γυρίσω πίσω!

Η Λόλα έπεσε στα πόδια του κρεβατιού με το νυχτικό της και το ‘ριξε στις προσευχές. Πίεσε στα χείλη της ένα κομποσκοίνι που της είχε φέρει απ’ τους Αγίους Τόπους ο αδελφός Μπερναρντίνο κι είπε όσα Άβε Μαρία ήξερε και δεν ήξερε.

-Φίλε μου Άλφιο, άρχισε ο Τουρίντου ενώ είχε κάνει κάμποσο δρόμο πλάι στον συνοδοιπόρο του, ο οποίος παρέμενε σιωπηλός με το καπέλο του κατεβασμένο ως τα μάτια του. Μάρτυράς μου ο Θεός, το ξέρω πως έχω άδικο και θα ‘πρεπε να σ’ αφήσω να με σκοτώσεις. Αλλά λίγο πριν έρθω εδώ, είδα τη γριούλα μου - ξύπνησε από νωρίς η κακομοίρα για να με ξεπροβοδίσει με την πρόφαση ότι έπρεπε να ταΐσει τα κοτόπουλα, αλλά η καρδιά της θα πρέπει να τής είπε την αλήθεια. Και, μάρτυράς μου ο Θεός, θα σε σκοτώσω σαν σκυλί προτού η καημενούλα μου κλάψει για μένα!
-Τόσο το καλύτερο, απάντησε ο κύριος Άλφιο βγάζοντας το σακάκι του. «Βάλε τα δυνατά σου και το ίδιο θα κάνω κι εγώ.

Ήταν κι οι δύο άξιοι αντίπαλοι. Ο Τουρίντου χτυπήθηκε πρώτος και, όπως ήταν αναμενόμενο, πληγώθηκε στο χέρι. Αλλά υπολόγισε σωστά την αντεπίθεσή του και στόχευε τώρα στο τελειωτικό χτύπημα.

-Α, ρε φίλε μου Τουρίντου, το ‘χεις βάλει σκοπό να με ξεπαστρέψεις!
-Δεν στο είπα; Από την ώρα που είδα τη γριούλα μου να βγαίνει έξω για να ταΐσει τα κοτόπουλα, το πρόσωπό της δεν λέει να φύγει από τα μάτια μου.
-Άνοιξε τότε τα στραβά σου, του φώναξε ο Άλφιο, γιατί έχω πολλούς λογαριασμούς να ξεκαθαρίσω μαζί σου.

Κι όπως στεκόταν σ’ επιφυλακή σκύβοντας προς τα κάτω για να μπορεί να κρατάει το αριστερό του χέρι πάνω στην πληγή που πονούσε, με τον αγκώνα του ν’ ακουμπάει σχεδόν στο χώμα, άρπαξε ξαφνικά μια χούφτα σκόνη και την πέταξε στα μάτια του αντιπάλου του.

-Να πάρει! φώναξε ο Τουρίντου, την έβαψα!

Προσπάθησε να του ξεφύγει κάνοντας απελπισμένα βήματα προς τα πίσω, αλλά ο Άλφιο τον αποτέλειωσε με μια ακόμη μαχαιριά στο στομάχι και μια τρίτη στο λαιμό.

-Και τούτη εδώ είναι για την τιμή του σπιτιού μου που πήγες και τη λέρωσες! Μπορεί τώρα η μάνα σου να ξεχάσει να ταΐσει τα κοτόπουλά της!

Ο Τουρίντου παραπάτησε λίγο εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αχλαδιές και τελικά έπεσε κάτω νεκρός. Το αίμα ξεπήδησε σαν κόκκινος αφρός απ’ το λαρύγγι του και δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει: «Μάνα μου!...».


(*)Αναφέρεται στον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β’, βασιλιά της Ιταλίας.


Πρόκειται για το διήγημα στο οποίο βασίζεται η ομώνυμη περίφημη όπερα (Cavalleria Rusticana) του Πιέτρο Μασκάνι. Γεννημένος στη Σικελία, ο Τζιοβάνι Βέργκα (1840-1922), θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιταλικού ρεαλισμού. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες, ενώ η συλλογή αφηγημάτων «Novelle rusticane» (1883) μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον D.H. Lawrence το 1925 με τον τίτλο «Little Novels of Sicily». Η Σικελία ήταν πηγή έμπνευσης για πολλά από τα έργα του, ανάμεσά τους και αυτό το διήγημα, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής και του ύφους του, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με την αγγλική folk μπαλάντα «Little Musgrave and Lady Barnard».


H μετάφραση αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρουσία, τ. 5.





Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάιο του 2017
http://fractalart.gr/giovanni-verga-agrotiki-ipposyni/