20 January 2020

JD Salinger: Η Φράννυ και ο Ζούι

Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έγραψε το διήγημα «Φράννυ» το 1955 και τη νουβέλα «Ζούι» το 1957. Οι δύο ιστορίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην εφημερίδα New Yorker τις αντίστοιχες χρονιές, ενώ το 1961 εκδόθηκαν για πρώτη φορά μαζί ως βιβλίο με τον τίτλο «Η Φράννυ και ο Ζούι». Οι δύο χαρακτήρες του τίτλου είναι τα μικρότερα παιδιά των Γκλας, μιας φανταστικής πολυμελούς οικογένειας που εμφανιζόταν συχνά σε διηγήματα του Σάλιντζερ και αποτελούνταν από τους γονείς, πρώην φίρμες του βαριετέ, και εφτά παιδιά με κοινό χαρακτηριστικό την εξαιρετικά υψηλή ευφυΐα τους. 

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο καταλαμβάνει η σύντομη ιστορία της Φράννυ, η οποία είναι φοιτήτρια και έρχεται να συναντήσει τον Λέιν, τον φίλο της, για να περάσουν μαζί ένα σαββατοκύριακο. Η πρώτη και τελευταία τους στάση είναι ένα εστιατόριο, όπου τα σχέδια του Λέιν για ένα ήρεμο διήμερο με το κορίτσι του που, ιδανικά, θα περιλαμβάνει και την παρακολούθηση ενός αγώνα στο γήπεδο, αρχίζουν να καταρρέουν όταν η Φράννυ, φαινομενικά από το πουθενά, αρχίζει να τα βάζει με τους ψευτοδιανοούμενους καθηγητές του πανεπιστημίου της και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εκνευρίσει και να φέρει σε δύσκολη θέση τον Λέιν κριτικάροντας την υποκρισία και την ασχετοσύνη των πάντων. Στην κορύφωση αυτής της αλλόκοτης συνάντησης, που κάθε άλλο παρά ρομαντικό ραντεβού θυμίζει, η Φράννυ καταλήγει να πέσει κάτω λιπόθυμη, ματαιώνοντας οριστικά τα σχέδια του Λέιν.

Στο δεύτερο μέρος, το οποίο περιλαμβάνει την πολύ εκτενέστερη ιστορία του Ζούι, μεταφερόμαστε στο διαμέρισμα των Γκλας όπου, ουσιαστικά, η δράση χωρίζεται σε τρεις σκηνές. Στην πρώτη, ο Ζούι, ανερχόμενος ηθοποιός, τον οποίο χαρακτηρίζουν η εκπληκτική ομορφιά και ο ανυπόφορος κυνισμός, έχει μια εκτενή συζήτηση με τη μητέρα του όπου, κατά τη συνήθειά του όπως φαίνεται, της απευθύνεται με οξυδερκείς ειρωνικές ατάκες, γυρίζοντας ανάποδα ό,τι και αν του λέει εκείνη. Παρά τις συνεχείς αντιδράσεις του, ωστόσο, ακούει τα παρακάλια της και πηγαίνει να μιλήσει στην Φράννυ, η οποία βρίσκεται πλέον στο σπίτι, κουκουλωμένη κάτω από μια κουβέρτα στον καναπέ του καθιστικού, παρέα με τον τεράστιο, ακοινώνητο γάτο της οικογένειας. Εκεί ξεκινάει και η δεύτερη σκηνή, όπου ο Ζούι υποτίθεται ότι προσπαθεί να μάθει τι συμβαίνει με την αδερφή του, αλλά στην πραγματικότητα δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί βασανίζοντάς την με φιλοσοφικές αναλύσεις, μέχρι που στο τέλος την κάνει να ξεσπάσει σε κλάματα. Η αναπάντεχη εξέλιξη της ιστορίας καλύπτει την τρίτη και τελευταία σκηνή, όπου ο Ζούι επιχειρεί, με τον δικό του ασυνήθιστο τρόπο, να επανορθώσει για ό,τι προηγήθηκε.

Ιδιόρρυθμος και μοναχικός, ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (1919-2010), πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια ηθελημένη απομόνωση από τον κόσμο και τις κοινωνικές σχέσεις, κάτι για το οποίο ευθυνόταν σε πολύ μεγάλο μέρος η ανεξέλεγκτη – και όχι πάντα θετική – δημοσιότητα που του είχε φέρει το αριστούργημά του, ο «Φύλακας στη Σίκαλη» (1951). Σ’ αυτές εδώ τις ιστορίες, λοξοδρομεί φαινομενικά από τα θέματα του «Φύλακα», ωστόσο και πάλι, μέσα από τους πρωταγωνιστικούς του χαρακτήρες, ασκεί κριτική στα πνευματικά ήθη της εποχής, τους ψευτοκουλκτουριάρηδες διανοούμενους, την υποκρισία της κοινωνίας και της (μεγαλο)αστικής τάξης. Στοιχεία από τον Χόλντεν, τον ήρωα και αφηγητή του «Φύλακα», βρίσκουμε τόσο στον Ζούι όσο και στη Φράννυ, εδώ όμως η έμφαση δίνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στα περιορισμένα πλαίσια ενός τυπικού νεοϋορκέζικου διαμερίσματος και τους διαταραγμένους δεσμούς ανάμεσα στα αδέλφια της οικογένειας Γκλας. Κατά τον χρόνο δράσης των δύο ιστοριών, δύο από τα εφτά παιδιά των Γκλας έχουν ήδη πεθάνει, και όπως είναι φυσικό αυτές οι δύο απώλειες στοιχειώνουν ακόμα την οικογένεια, ωστόσο αυτό το καταφέρνουν και κάποιοι που είναι ζωντανοί, με ύπουλο τρόπο. «Δε με πολυνοιάζει να με στοιχειώνει ένα πεθαμένο φάντασμα, αλλά απεχθάνομαι όσο ο διάολος το λιβάνι να με στοιχειώνει ένα μισοπεθαμένο», λέει ο Ζούι αναφερόμενος αρχικά στον Σίμουρ, που έχει αυτοκτονήσει εδώ και εφτά χρόνια, και στη συνέχεια στον Μπάντι, τον απόντα – παρόντα μεγαλύτερο εν ζωή αδελφό, ο οποίος, μαζί με τον Σίμουρ, είχε αναλάβει την πνευματική καθοδήγηση του Ζούι και της Φράννυ χρόνια πριν. 

Τόσο ο Ζούι όσο και η Φράννυ θεωρούν ότι είναι φρικιά, και ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι ο Σίμουρ και ο Μπάντι με την περίπλοκη φιλοσοφική – θρησκευτική εκπαίδευση που τους έδωσαν. Έχουν πολλά κοινά στοιχεία, άλλες τόσες, όμως, διαφορές. Είναι και οι δύο πανέξυπνοι και ικανοί να εξοντώσουν όποιον έχουν απέναντί τους με τα λόγια, ωστόσο η Φράννυ είναι ανοιχτό βιβλίο ενώ ο Ζούι είναι πραγματικός αχαρτογράφητος λαβύρινθος. Και οι δύο, όμως, ο καθένας με τον τρόπο του, παραμένουν αινιγματικοί σαν χαρακτήρες. Όπως και στην ιστορία του Χόλντεν, χρειάζεται κανείς να διαβάσει πίσω από τις λέξεις για να αποκρυπτογραφήσει τον Σάλιντζερ. Οι αρχικές αδιαθεσίες και η λιποθυμία της Φράννυ, ας πούμε, σε κάνουν να υποψιαστείς ότι ίσως βρίσκεται στα πρώτα στάδια μιας εγκυμοσύνης. Όμως μιλάμε για τον Σάλιντζερ, επομένως πρέπει να έχουμε κατά νου ότι συνήθως αυτό που φαίνεται δεν είναι αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Ίσως η Φράννυ να είναι όντως έγκυος, ίσως πάλι όχι. Ίσως «απλώς» - και είναι το πιο πιθανό – δεν άντεξε άλλο την πνευματική πίεση από τη δική της υπερανεπτυγμένη ευφυΐα σε συνδυασμό με την αδαημοσύνη όσων την περιτριγύριζαν, συμπεριλαμβανομένου και του ανυποψίαστου Λέιν, αλλά και με την σύγχυση που της έχει προκαλέσει η πολύχρονη «διδασκαλία» των μεγαλύτερων αδελφών της σχετικά με τις προσευχές και τις ανατολίτικες θρησκευτικές αναζητήσεις. Ο Ζούι, από την άλλη, μοιάζει να έχει υιοθετήσει το ζεν στοιχείο της Ανατολής – τίποτα δεν είναι ικανό να τον ταράξει ή να τον θορυβήσει. Παράλληλα ωστόσο έχει το ταλέντο να βγάζει τους άλλους από τα ρούχα τους και να τους φέρνει στα όριά τους, ξεστομίζοντας με θαυμαστή ευφράδεια τις δηλητηριώδεις ατάκες του. Ουσιαστικά βέβαια αυτό που συμβαίνει στον Ζούι και τη Φράννυ είναι ότι δεν χωράνε στον εαυτό τους, «καταδικασμένοι» να βλέπουν αναγκαστικά αφ’ υψηλού όσους δεν διαθέτουν τη δική τους υψηλή νοημοσύνη και αντίληψη. 

Ο Σάλιντζερ, με τη μοναδική του ευστροφία, ρίχνει μέσα στην αφήγηση πολλά και διαφορετικά στοιχεία τα οποία από τη μια εικονογραφούν με ακρίβεια και ευστοχία το πλαίσιο δράσης – όπως, για παράδειγμα, η λεπτομερής περιγραφή της διακόσμησης στο καθιστικό των Γκλας ή η τελετουργία του Ζούι στο μπάνιο – από την άλλη, πάλι, ίσως και να αποτελούν «κλειδιά» για την αποκρυπτογράφηση των θεμάτων και των χαρακτήρων. Είτε σαν καυστικά σχόλια για την κοινωνική και πνευματική – ακαδημαϊκή ζωή της εποχής, είτε σαν πράξεις μια μικρής ενδοοικογενειακής αστικής τραγικωμωδίας, οι αλληλένδετες ιστορίες της Φράννυ και του Ζούι συναποτελούν ένα πολύ ιδιαίτερο ανάγνωσμα, που κάθε φορά που το διαβάζεις, η αίσθηση που σου αφήνει είναι διαφορετική και κάθε φορά παρατηρείς και άλλα πράγματα. Η πολύ καλή μετάφραση στη συγκεκριμένη έκδοση, που στέκεται με πιστότητα και σεβασμό απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο, είναι της Αθηνάς Δημητριάδου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2020

15 January 2020

Ted Hughes: Ο σιδερένιος γίγαντας

Ένας σιδερένιος γίγαντας εμφανίζεται ξαφνικά σ’ ένα μικρό χωριό χωρίς κανείς να ξέρει ούτε την προέλευσή του ούτε τι ακριβώς είναι. Αρχίζει να καταβροχθίζει ό,τι μεταλλικό ή σιδερένιο αντικείμενο βρει μπροστά του, εξαφανίζοντας από μικροσκοπικά εξαρτήματα και εργαλεία μέχρι ολόκληρα τρακτέρ. Απελπισμένοι αλλά και τρομοκρατημένοι, οι κάτοικοι αποφασίζουν να παγιδέψουν τον γίγαντα και να τον φυλακίσουν σε ένα λαγούμι που έσκαψαν ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, όμως εκείνος καταφέρνει να βγει έξω και να συνεχίσει το αδηφάγο έργο του. Τότε ο μικρός Χόγκαρθ πείθει τους συντοπίτες του να αλλάξουν τακτική, και αντί για εχθρό να τον αντιμετωπίσουν σαν φίλο. Αυτή η καινούρια στρατηγική φαίνεται να έχει αποτέλεσμα, κι έτσι η ηρεμία αποκαθίσταται στο χωριό με τον γίγαντα να συνυπάρχει αρμονικά με τους ντόπιους. Μέχρι που κάνει την εμφάνισή του ένας ακόμα πιο μεγάλος και επικίνδυνος εχθρός, ένα τεράστιο φτερωτό πλάσμα με καταστροφικές διαθέσεις. 

Ο «Σιδερένιος γίγαντας» του σπουδαίου Βρετανού ποιητή Τεντ Χιουζ είναι μια αλληγορική ιστορία, ένα μοντέρνο παραμύθι που συνδυάζει το ρεαλιστικό στοιχείο με την μυθοπλασία του φανταστικού, τοποθετώντας τη δράση σε ένα οικείο σκηνικό, ένα απλό, συνηθισμένο χωριό, το οποίο απειλείται ξαφνικά από εισβολείς οι οποίοι μοιάζουν να έρχονται από έναν άλλο κόσμο. Αρχικά ο γίγαντας, ένα αλλόκοτο μεταλλικό πλάσμα, ένα θεόρατο ρομπότ, το οποίο είναι ασταμάτητο και αχόρταγο, και στη συνέχεια το φτερωτό πλάσμα, ένας «νυχτεριδοαγγελόδρακος», όπως τον λέει χαρακτηριστικά ο Χιουζ, που έρχεται από το διάστημα και καλύπτει τον κόσμο με τρομακτικό σκοτάδι, θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία των ανθρώπων. 

Αδύναμοι μπροστά στους δύο αυτούς εχθρούς, οι κάτοικοι του χωριού αναζητούν απεγνωσμένα έναν τρόπο για να τους αντιμετωπίσουν και να καταφέρουν να επιβιώσουν. Με τον γίγαντα βρίσκουν μια συμβιβαστική λύση χάρις στον μικρό Χόγκαρθ και έρχονται σε λογαριασμό. Το εκφοβιστικό ρομπότ θέλει απλώς να καταβροχθίζει μεταλλικά και σιδερένια αντικείμενα, και τότε δεν πειράζει κανέναν. Φροντίζουν λοιπόν να το προμηθεύουν τακτικά με την ασυνήθιστη τροφή του, και καταφέρνουν έτσι να ζουν ειρηνικά μαζί του, χωρίς να φοβούνται πια. Με το πλάσμα από το διάστημα, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Αν ο σιδερένιος γίγαντας ήταν μια φορά άγνωστος και απρόβλεπτος, ο νυχτεριδοαγγελόδρακος είναι μια πολυσύνθετη απειλή την οποία το ανθρώπινο μυαλό αδυνατεί να συλλάβει. Το τερατόμορφο πλάσμα από το διάστημα απειλεί να αφανίσει όλο τον πλανήτη. Βυθίζει τον κόσμο στο σκοτάδι και ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα. 

Ο Τεντ Χιουζ έγραψε το παραμύθι του «Σιδερένιου γίγαντα» το 1968, πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία της συζύγου του, ποιήτριας Σίλβια Πλαθ, για να το διαβάζει στα παιδιά του πριν κοιμηθούν. Ωστόσο τέτοιου είδους διαχρονικές ιστορίες, γραμμένες από τόσο σημαντικούς λογοτέχνες που το έργο τους δεν υπόκειται σε κατηγορίες, απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες, καθώς ο καθένας, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσές του, μπορεί να τις ερμηνεύσει με πολλούς και διάφορους τρόπους. Κάποιος μπορεί να δει τον «Σιδερένιο γίγαντα» σαν ένα φουτουριστικό παραμύθι, άλλος σαν μια ιστορία φαντασίας με ρομπότ και δράκους. Ουσιαστικά όμως αυτή η παράξενη και ιδιοφυής σκοτεινή ιστορία είναι γεμάτη με συμβολισμούς – μια σύγχρονη παραβολή για τον πόλεμο, την βιομηχανοποίηση των πάντων, την καταστροφή του περιβάλλοντος. Μπορεί να έχει αισιόδοξη κατάληξη, όμως τα θέματα που θίγει και τα μηνύματα που αφήνει είναι ιδιαίτερα ζοφερά. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, και ο υπότιτλός της, «Μια ιστορία σε πέντε νύχτες», που  υπενθυμίζει συνεχώς αυτό ακριβώς και προμηνύει το σκοτάδι που καλύπτει τον κόσμο όταν εμφανίζεται το πλάσμα από το διάστημα. Αυτό, με τη σειρά του, μοιάζει ανίκητο, άτρωτο και παντοδύναμο. Τίποτα δεν είναι αρκετό για το κάνει έστω και λίγο να υποχωρήσει. Μήπως όμως τελικά όλα είναι θέμα στρατηγικής; Ακόμα κι έτσι όμως, μέχρι πότε θα μπορεί κανείς να ελίσσεται για να βρίσκει αναίμακτες λύσεις σε προβλήματα τέτοιου μεγέθους; 

Στην εποχή μας, που η καταστροφή του φυσικού κόσμου αλλά και η εμμονή για κυριαρχία και εξουσία έχουν πάρει τόσο μεγάλες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η ιστορία του Τεντ Χιουζ είναι απίστευτα επίκαιρη, ακόμα και αν έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τότε που γράφτηκε. Συγκινεί, προβληματίζει, γοητεύει, πάνω απ’ όλα όμως είναι απολαυστική και συναρπαστική σαν αφήγηση – σε πολύ ωραία μετάφραση, σε αυτή την πραγματικά πανέμορφη έκδοση, της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη. Ο Κρις Μολντ, βραβευμένος και πολυπράγμων εικονογράφος, παίζει με το μπλε και το χρώμα της σκουριάς, στήνοντας μελαγχολικές εικόνες που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μοιάζουν να ανήκουν σε ένα μέρος όπου αδυνατεί να φτάσει το φως του ήλιου. Πού και πού ανάμεσα στις σελίδες, έχουμε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουμε την καταπράσινη εξοχή προτού κυριαρχήσει και πάλι το μουντό ημίφως.

Το 1993 ο Χιουζ έγραψε την «Σιδερένια γυναίκα», μια ιστορία όπου εμφανίζεται και πάλι ο μικρός Χόγκαρθ, και που αποτελεί τη συνέχεια του «Σιδερένιου γίγαντα», με έμφαση ωστόσο εκεί στο κομμάτι της οικολογικής καταστροφής που έχει προκληθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον «Σιδερένιο γίγαντα» βασίστηκε το ομώνυμο ροκ μιούζικαλ του Πιτ Τάουνσεντ, κιθαρίστα του συγκροτήματος The Who, που κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1989 και ανέβηκε στο βρετανικό θέατρο Γιανγκ Βικ το 1993, καθώς και η ταινία επιστημονικής φαντασίας κινουμένων σχεδίων του Μπραντ Μπερντ με τον ίδιο τίτλο, το 1999. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2020