30 June 2018

Wim Wenders: Στο Βαθύ Γαλάζιο


Στο βυθό της θάλασσας, η Ντάνι παρατηρεί μικρο-οργανισμούς, μέσα από την απομόνωση που της προσφέρει το σκάφανδρό της. Παράλληλα, σε κάποια ταραγμένη παραθαλάσσια περιοχή της Σομαλίας, ο Τζέιμς περνάει εφιαλτικές μέρες και νύχτες κλεισμένος μέσα σε ένα στενό κελί χωρίς παράθυρα έχοντας σαν μοναδική επαφή με τον έξω κόσμο ένα άνοιγμα στον τοίχο όπου ίσα που χωράει το χέρι του. 

Η Ντάνι είναι ωκεανολόγος βιο-μαθηματικός και προετοιμάζεται για μια σημαντική αποστολή στον Βόρειο Ατλαντικό όπου πρόκειται να κατεβεί με βαθυσκάφος στον βυθό για να μελετήσει υδρόβιους μικρο-οργανισμούς οι οποίοι μπορεί και να δώσουν απαντήσεις σχετικά με την προέλευση της ζωής. Ο Τζέιμς είναι κατάσκοπος ο οποίος είχε επιχειρήσει, παριστάνοντας τον αναλυτή νερού, να εισχωρήσει σε μια περιοχή που ελεγχόταν από Τζιχαντιστές με σκοπό να εντοπίσει τη βάση τους, αλλά κάπου κάτι πήγε στραβά με την κάλυψή του, θεωρήθηκε ύποπτος και πιάστηκε αιχμάλωτος υπομένοντας απάνθρωπα βασανιστήρια, με τον θάνατο γύρω του να απειλεί τους πάντες, τα πάντα αλλά και τον ίδιο ανά πάσα στιγμή.

Στην ιδιότυπη απομόνωσή τους, μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον, η Ντάνι και ο Τζέιμς θυμούνται την αναπάντεχη γνωριμία τους σε ένα ειδυλλιακό ξενοδοχείο της Νορμανδίας λίγο πριν ξεκινήσουν ο καθένας για την αποστολή του, αναπολούν τη αμοιβαία συμπάθεια και στη συνέχεια την ερωτική και βαθιά συναισθηματική σχέση που τους έφερε κοντά καθώς και τον πόνο που τους προκάλεσε ο αναγκαστικός αποχωρισμός ενώ είχαν καταλάβει ότι ήταν πλασμένοι ουσιαστικά ο ένας για τον άλλον.

Έχοντας στα χέρια του ένα, κατά γενική ομολογία, αδύναμο σενάριο της Έριν Ντίγκναμ, παραδόξως βασισμένο σε ένα πολύ καλό βιβλίο του πολεμικού ανταποκριτή Τζ. Μ.Λέντγκαρντ, ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς στην τελευταία του ταινία Submergence, που ψιλοθάφτηκε από πολλούς κριτικούς και αποδόθηκε μάλλον άστοχα στα ελληνικά ως ‘Στο Βαθύ Γαλάζιο’, δείχνει μια να τον βρίσκει και μια να τον χάνει τον παλιό καλό του εαυτό. Ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης, οραματικός, που συνηθίζει να μιλάει με εικόνες, επιστρατεύει και πάλι το σουρεαλιστικό / ονειρικό στοιχείο, που είναι από τα αγαπημένα του, χωρίς ωστόσο εδώ να το αφήνει να ‘βγάζει μάτι’ και να κυριαρχεί. 

Αυτό, στην περίπτωση του Βέντερς, δεν είναι απαραίτητα καλό. Περιμένεις από έναν σκηνοθέτη της δικής του ‘σχολής’ να ρίχνει άφοβα στα πλάνα του λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν και κάνουν τη διαφορά και θα μετέτρεπαν μια κλασική ιστορία για χαμένες αγάπες σε κάτι πιο πρωτότυπο και με ιδιαίτερο τρόπο συναισθηματικό. Το κάνει και εδώ αυτό, αλλά είναι σα να περνάει σε ένα δεύτερο επίπεδο. Όχι πως λείπει το συναίσθημα από την ταινία. Υπάρχουν σκηνές πολύ δυνατές και συγκινητικές. Τα πολύ όμορφα πλάνα της παραθαλάσσιας εξοχής είναι μοναδικά, το ίδιο και η υπέροχη μουσική του Φερνάντο Βελάθκεθ. Εκεί που σκαλώνει είναι στο ελαφρώς αποσυντονισμένο σενάριο που κάποιες φορές μοιάζει να κινείται, οριακά, σε άλλο μήκος κύματος από το έργο στο σύνολό του, παρ’ όλο που οι πρωταγωνιστές, ο Τζέιμς Μακ Αβόι και η Αλίσια Βικάντερ, είναι και οι δύο εξαιρετικοί. 

Δεν είναι ούτε καταγγελία για την τρομοκρατία ούτε ρομάντζο το Submergence – μιλάμε φυσικά πάντα για την κινηματογραφική του εκδοχή. Τόσο η πολιτικο-κοινωνική όσο και η αισθηματική πτυχή λειτουργούν σαν ένα πλαίσιο για μία εμβάθυνση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι εδώ έρχεται και δένει και ο πρωτότυπος τίτλος, που σημαίνει ‘βύθιση’, ‘κατάδυση’, και κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. «Θα βρεθούμε στον Άδη πνιγμένοι στη λησμονιά, να καταπίνουμε νερό σβήνοντας όλες τις μνήμες μας», λέει η Ντάνι σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη σκηνή. 

Και οι δύο ήρωες βιώνουν μια νοερή επιστροφή στο παρελθόν, στις μνήμες που τους κατατρέχουν – γιατί και οι όμορφες αναμνήσεις καμιά φορά καταντούν βασανιστικές. Είναι σαν να επικοινωνούν μέσα από τις κοινές τους μνήμες, αφού έχουν χάσει τα ίχνη ο ένας του άλλου και η Ντάνι, κυρίως, δεν ξέρει καν αν ο Τζέιμς είναι ακόμα ζωντανός. Παράλληλα το δίπτυχο της ζωής και του θανάτου είναι συνεχώς σε πρώτο πλάνο, με την Ντάνι να ερευνά, με την επιστήμη της, τη ζωή και τον Τζέιμς να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο σε καθημερινή βάση.

Σε όλα αυτά πρωταρχικό ρόλο παίζει το νερό καθώς συνδέεται με την απαρχή και την πεμπτουσία της ζωής: ως έμβρυα είμαστε μέσα σε νερό, και από νερό αποτελείται το μεγαλύτερο ποσοστό του οργανισμού μας. Αλλά και στην όλη εξέλιξη της ιστορίας, το νερό είναι το βασικό στοιχείο: η Ντάνι ουσιαστικά ζει μέσα στο νερό, ο Τζέιμς συστήνεται ως αναλυτής νερού. Στο τέλος και οι δύο βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας. Το νερό καταλήγει να είναι ο μόνος δρόμος για να βρεθούν ξανά, ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας που τους έχει απομείνει. Αυτή η ψυχολογική / συμβολική πλευρά της ιστορίας μπορεί να μην αποδίδεται με επιτυχία στο εκατό τοις εκατό, ωστόσο ακόμα κι έτσι, και με όλα της τα μικρά ή μεγάλα παραπατήματα, η ταινία του Βέντερς προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.

Υπάρχει μια σκηνή σχετικά στην αρχή, μέρος του φλας μπακ του Τζέιμς, όπου ο ήρωας φέρνει στο μυαλό του το ξεκίνημα της μοιραίας αποστολής του. Έχει συναντηθεί με τους συνεργάτες του σε ένα μουσείο, ένα κτίριο ψυχρό και απρόσωπο, με λευκές αίθουσες, όπου οι πίνακες εκτίθενται μέσα χρυσές κορνίζες. Ανάλογες χρυσές κορνίζες πλαισιώνουν και τις πόρτες, δημιουργώντας ανά διαστήματα την οπτική ψευδαίσθηση ότι παρακολουθούμε σκηνές μέσα από καθρέφτες. 

Είναι μια σεκάνς με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερο συμβολισμό για την ταινία συνολικά, ιδίως αν παρατηρήσουμε τους πίνακες μπροστά από τους οποίους περνάει ο Τζέιμς – και όχι μόνο: αναρωτιέμαι πόσοι πρόσεξαν εκεί το πλάνο του ‘Οδοιπόρου πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης’, έναν ιδιότυπο ζωντανό πίνακα: μια εικόνα φευγαλέα ενός επισκέπτη του μουσείου που στέκει σε μια άκρη, ίδιος με τον άντρα που απεικονίζεται στον περίφημο πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, και ο οποίος φεύγει από τη θέση αυτή δευτερόλεπτα αργότερα όταν το πλάνο αλλάζει γωνία (παρεμπιπτόντως έχω την εντύπωση ότι ο άντρας στον ρόλο αυτού του επισκέπτη είναι ο ίδιος ο Βέντερς). 


Όπως και να έχει, είναι μια σκηνή που ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες, έχει διαφορετικό στήσιμο, διαφορετική ατμόσφαιρα, τα χρώματα επίσης είναι διαφορετικά. Από άποψη οπτική αλλά και αν λάβουμε υπ’ όψιν τις επιμέρους λεπτομέρειες, συνδέεται με το φινάλε, το οποίο επίσης είναι ανοιχτό σε περισσότερες από μία εκδοχές και ερμηνείες, ανάλογα με το πόσο διατεθειμένος είναι κανείς να το ‘διαβάσει’ πίσω από την άμεση, αν και όχι και τόσο προφανή τελικά, κυριολεξία του.

Η ταινία προβάλλεται από τις 7 Ιουνίου.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2018
https://diastixo.gr/allestexnes/kinimatografos/10195-submergence

24 June 2018

Η γη των σκίνων και των λεμονανθών



Έχω αναρωτηθεί αρκετές φορές αν αυτό που λέμε γενικά «οι ρίζες μας» έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την καταγωγή μας ή αν συνδέεται και με το δικό μας θυμικό. Κατάγομαι από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες περιοχές, τόσο γεωγραφικά (πρόκειται κυριολεκτικά για την Ανατολή και τη Δύση, για δύο τόπους που, αν τους δει κανείς στον χάρτη, είναι σαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον – βρίσκονται σε σχεδόν ευθεία γραμμή), όσο και από άποψη γεωφυσική: η μία είναι βουνό και η άλλη θάλασσα. Για κάποιον λόγο ωστόσο, και παρ’ όλο που, αθροιστικά, οι επισκέψεις μου στην ορεινή περιοχή έχουν υπάρξει πολύ περισσότερες και συχνότερες, πάντα ένιωθα πιο κοντά στο υδάτινο στοιχείο – το θαλασσινό.

Η Χίος έχει ιδιαίτερα έντονα τα χαρακτηριστικά της Ιωνικής της κληρονομιάς. Είναι ένα νησί πολύ ξεχωριστό, με μια αύρα σχεδόν παραμυθένια. Οι θρύλοι της, παράξενοι και μυστηριακοί, οι μυρωδάτοι καρποί της γης της, τα καταπράσινα περιβόλια του Κάμπου της, τα πανέμορφα αρχοντικά με τους θυρεούς μιας άλλης εποχής, τα χωριά του βορρά σκαρφαλωμένα στις απότομες πλαγιές, οι παραλίες, η μία διαφορετική από την άλλη, οι πέτρινες βίγλες, τα ιστορικά μοναστήρια – αλλά και η πόλη, που δεν έχει χάσει τον χαρακτήρα της παρά τον εκσυγχρονισμό της, όλα αυτά και τόσα άλλα ακόμα συνθέτουν ένα σκηνικό που μένει χαραγμένο στη μνήμη σαν κάτι πολύτιμο και αγαπημένο.

Βρέθηκα πρόσφατα στο ευωδιαστό νησί του Αιγαίου, που τυχαίνει να είναι και ο ένας τόπος καταγωγής μου, με αφορμή μια συγκινητική τελετή στη Συκιάδα, ένα από τα πολλά ορεινά χωριά της Χίου, και συγκεκριμένα στο δημοτικό σχολείο της. Ο διευθυντής του Γιώργος Αμπαζής γράφει αυτόν τον καιρό την ιστορία του σχολείου και με αυτή την ευκαιρία είχε μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία να τιμήσει τους δασκάλους που με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο άφησαν τη σφραγίδα τους στο σχολείο αυτό με την αφιέρωση και ονοματοδοσία δύο αιθουσών.   

Έτσι ένα ζεστό απόγευμα του Ιουνίου το καινούριο σχολείο που κατέχει την ίδια θέση και τον ίδιο προσανατολισμό με το παλιό κτίριο, με την μεγάλη αυλή, τα κόκκινα και γαλάζια χρώματα στο εξωτερικό και τις άνετες, πολύχρωμες αίθουσες στο εσωτερικό, φιλοξένησε ντόπιους, επισκέπτες, τοπικές αρχές κατά την τελετή ονοματοδοσίας των δύο αιθουσών σαν φόρο τιμής στους δασκάλους που πέρασαν από κει και κατέθεσαν το έργο τους μέσα σε συνθήκες που, λόγω των γενικευμένων δυσκολιών της Ελλάδας, δεν ήταν πάντα ευνοϊκές.


Η αίθουσα Ιστορίας και Πολιτισμού στον πρώτο όροφο, όπου κανείς θα μπορεί να βρει φωτογραφικό υλικό και ντοκουμέντα σχετικά με το σχολείο αλλά και την ευρύτερη περιοχή, πήρε το όνομα της Πηνελόπης Μαυράκη, της πρώτης δασκάλας του σχολείου Συκιάδας. Η «διδασκάλισσα», κατά τη γλώσσα της εποχής, Πηνελόπη Μαυράκη δίδαξε στο πρώτο κτίριο του σχολείου, που ιδρύθηκε το 1909.

Η Βιβλιοθήκη στο ισόγειο αφιερώθηκε στους γονείς μου που υπηρέτησαν στο σχολείο στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Γι’ αυτό κληθήκαμε να παραστούμε και βρεθήκαμε, η μητέρα μου κι εγώ στην τελετή ονοματοδοσίας των αιθουσών και μετά τον αγιασμό από τον ιερέα του χωριού, τον πατέρα Μιχάλη Στεφανιώρο, οι δυο μας, μαζί με τον Σταμάτη Κάρματζη, Αντιπεριφερειάρχη Νήσων Αιγαίου, τον Αλέξανδρο Αντωνίου, εκπρόσωπο της Νομαρχίας, και τον Δημήτρη Μαυρέλο, πρόεδρο της Τοπικής Κοινότητας, κόψαμε μαζί την κορδέλα της αφιερωμένης στους γονείς μου «Σχολικής Βιβλιοθήκης Κώστα και Ελένης Χωρεάνθη». Μια κίνηση συναισθηματικά φορτισμένη για πολλούς, και όχι μόνο προσωπικούς, λόγους. Ο Κώστας και η Ελένη Χωρεάνθη δίδαξαν στο ανακαινισμένο κτίριο, που είχε εγκαινιαστεί το 1949.

Το σημερινό κτίριο κουβαλάει, αναπόφευκτα, τα βιώματα και τις αναμνήσεις γενεών ολόκληρων στις αίθουσες και τους διαδρόμους του, με πολλούς από τους τότε μαθητές να θυμούνται με νοσταλγία και αγάπη τους παλιούς τους δασκάλους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό και ωραίο για έναν δάσκαλο από το να τον αγκαλιάζουν οι παλιοί του μαθητές με τόση αγάπη κι ας έχουν περάσει χρόνια, κι ας έχουν γίνει οι ίδιοι πια γονείς, παππούδες και γιαγιάδες. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα  ευφορίας, η γιορτή συνεχίστηκε στο ενοριακό κέντρο της εκκλησίας όπου όλοι όσοι συμμετείχαν στην τιμητική εκδήλωση κατέθεσαν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους, εξέφρασαν τις σκέψεις τους σχετικά με το σχολείο και το νησί, μοιράστηκαν τις αναμνήσεις τους από τους δασκάλους του χωριού.

Μία από τις τωρινές δασκάλες του σχολείου, η Σταματία Τσιμούνη, είχε μόλις εκδώσει την όμορφη ιστορία της ‘Οι Κούκλες’, μια τοπική έκδοση από τον Γιάννη Παληό, ο οποίος δραστηριοποιείται στη Χίο στον χώρο της τυπογραφίας μαζί με την σύζυγό του Κωνσταντίνα Σβερδίλα. Είναι πολύ σημαντικές αυτές οι δραστηριότητες και είναι καλό να γίνονται ευρύτερα γνωστές, καθώς δείχνουν ότι η ελληνική επαρχία είναι ζωντανή και έχει πολλά να προσφέρει στον πολιτισμό. Ήταν η πιο κατάλληλη συγκυρία για να συνδυαστεί η εκδήλωση με μια μικρή παρουσίαση του βιβλίου από τη φιλόλογο Ανθή Βλυσίδου και τον Αριστείδη Κελεπερτζή, διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Ο φιλόλογος Νίκος Χαβιάρας και η Ελένη Γεωργούλη, διευθύντρια του Εσπερινού Γυμνασίου Χίου, μίλησαν για τον Κώστα και την Ελένη Χωρεάνθη, και η Ευτυχία Βλυσίδου, φιλόλογος, που είχε υπάρξει μαθήτρια του Κώστα Χωρεάνθη, ξεδίπλωσε με συγκίνηση τις αναμνήσεις της από τα χρόνια εκείνα. Για την Πηνελόπη Μαυράκη μίλησε η δασκάλα Δώρα Τσιμούνη, κόρη μιας από τις μαθήτριες του Κώστα Χωρεάνθη, της Κλεοπάτρας Μούνδουλα. Ο Αριστείδης Καλάργαλης, διευθυντής εκπαίδευσης Νήσων Βορείου Αιγαίου, έθιξε γενικότερα θέματα που αφορούν την παιδεία αλλά είναι πάντα διαχρονικά και δεν γνωρίζουν σύνορα νομών.

Στον πολύ όμορφο πίνακα της Μαρίας Παληού- Μπαχά, που απεικόνιζε το σχολείο όπως είναι σήμερα και που προσφέρθηκε ως δώρο καρδιάς στην Ελένη Χωρεάνθη, συνοψίζονται όλα τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις εκείνης της βραδιάς αλλά και όλων εκείνων των χρόνων που είναι συνδεδεμένοι με πρόσωπα αγαπημένα από το παρελθόν και έχουν ιδιαίτερη αξία για τον καθένα ξεχωριστά. Σαν αντίδωρο, η Ελένη Χωρεάνθη διάβασε το ποίημά της ‘Ο Ταχυδρόμος’ που συγκίνησε το κοινό καθώς ξύπνησε αναμνήσεις από τη θαλασσινή ζωή τους.

Τους τόπους τους κάνουν οι άνθρωποι, και η ιστορία του καθενός μας σχηματίζεται κομμάτι-κομμάτι από τις μνήμες, τα βιώματα και τις αναμνήσεις μας. Οι δάσκαλοι που δίδαξαν στο χωριό άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο. Και σήμερα οι άνθρωποι που ζουν και δραστηριοποιούνται στο νησί με πολλούς και διάφορους τρόπους, καθένας με τη δική του προσωπική ιστορία σε σχέση και συνάρτηση με τον τόπο, δεν είναι απλά το ανθρώπινο δυναμικό αυτής της μικρής αλλά τόσο ζωντανής γωνιάς της Ελλάδας. Στα πρόσωπά τους το χωριό αλλά και η πόλη του νησιού κατ’ επέκταση, αποκτά χρώμα δημιουργίας και αέρα πνευματικότητας. Ο Γιώργος Αμπαζής, ο διευθυντής του σχολείου σ’ αυτό το μικρό, ορεινό νησιώτικο χωριό, δεν είχε μόνο την πρωτοβουλία για όλες τις παραπάνω δραστηριότητες. Αφιέρωσε την ψυχή του σ’ αυτές με επιμονή και μεράκι, δίνοντας ώθηση στον τόπο και για άλλες μελλοντικές, με γνώμονα την αγάπη για το νησί και τους ανθρώπους του.

Είναι πάντα συγκινητικό να επιστρέφεις στον τόπο καταγωγής σου, είτε έχεις γεννηθεί εκεί είτε όχι. Οι δεσμοί που μας ενώνουν με τις ιδιαίτερες πατρίδες μας είναι μοναδικοί. Το άρωμα των σκίνων, της μαστίχας, των λεμονανθών, του ούζου, η αύρα της θάλασσας, φέρνουν αλάνθαστα στο νου τη Χίο και είναι στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα με χρόνια που πέρασαν, αναμνήσεις, ανθρώπους, παραμύθια και ιστορίες που πάντα θα κατέχουν μια θέση ξεχωριστή τόσο σε προσωπικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο.

*Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο είναι του Γιάννη Παληού.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2018
https://diastixo.gr/epikaira/reportaz/10150-h-gi-ton-skion