26 September 2021

Γιώργος Σταυριανός: Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;

Ο Γιώργος Σταυριανός γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Νανσύ της Γαλλίας, στη Σχολή Γραμμάτων και Ανθρωπιστικών Επιστημών, και κατέχει πτυχία ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας. Έχει διδακτορικό στην φιλοσοφία και διδάσκει ως Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών & Εφαρμοσμένων Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1982 με την «Έρημη πόλη», συλλογή τραγουδιών με ερμηνευτικές συμμετοχές της Μαρίας  Δημητριάδη, του Ανδρέα Μικρούτσικου και του Κώστα Θωμαΐδη. Κυκλοφόρησε στη  συνέχεια σειρά από δίσκους, στους οποίους συνεργάστηκε με γνωστούς τραγουδιστές, ενώ έχει μελοποιήσει στίχους καταξιωμένων στιχουργών της εποχής μας. Κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι τα «Φόβοι του Μεσημεριού» (1986), «Άνεμος είναι» (1990), «Καθαρός Ουρανός» (1991). Παράλληλα με την μακρόχρονη και αξιόλογη πορεία του στην μουσική, ασχολείται και με τη συγγραφή. Έχει εκδώσει έως τώρα τα βιβλία «Μητροπόλεις» (1996), «Το τρυφερό παραμύθι του κόσμου» (1998), «Πόρτες μισάνοιχτες» (2003), «Η αλήθεια της νύχτας» (2014), «Η δυναμική των πολιτισμών» (2007), «Η νέα αφήγηση του κόσμου» (2012) και «Απαγορευμένες περιοχές» (2018). Το «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;» είναι η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του, η οποία, όσον αφορά το πνεύμα και, εν μέρει, τη θεματολογία, έρχεται σαν συνέχεια της «Πηγής των θαυμάτων» που είχε κυκλοφορήσει το 2017. 

Τη μουσική του Γιώργου Σταυριανού χαρακτήριζαν πάντα ο λυρισμός και η αισθαντικότητα, μαζί με μια αύρα νοσταλγίας και μια διάχυτη μελαγχολία. Αυτά τα στοιχεία ωρίμασαν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς προσαρμόζονταν στο πνεύμα της εκάστοτε εποχής. Στο «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;», ο συνθέτης καταθέτει τις σκέψεις του μέσα από ένα σύντομο συνοδευτικό σημείωμα όπου εκφράζει τους προβληματισμούς του για την πορεία του σύγχρονου και του μελλοντικού κόσμου. Ο τίτλος του CD δίνει κατά κάποιο τρόπο το στίγμα αυτών των προβληματισμών, αφού ο λύκος, ο γνωστός μας λύκος των παραμυθιών, αποτελεί το αρχέγονο σύμβολο του φόβου για το άγνωστο. Από την άλλη, είναι παράλληλα και μια οικεία μορφή, και πάλι εξαιτίας της παρουσίας του στα παραμύθια: η συμβολική, αλληγορική του έκφανση, ακόμα κι αν τις περισσότερες φορές ταυτίζεται με το κακό, προέρχεται από ένα πεδίο που όλοι μας το γνωρίζουμε καλά, και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς το οποίο πάντα κάτι έχει να πει στον καθένα από μας.

Άλλωστε και στο τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στο CD, σε στίχους του ίδιου του συνθέτη, ο αφηγητής είναι σαν να ταυτίζεται με τον λύκο, ο οποίος ίσως και να μην είναι τελικά – ή να μην είναι πάντα – η ακαθόριστη εξωτερική απειλή, αλλά η κακή πλευρά του κάθε ανθρώπου, ένας εαυτός που ίσως όλοι έχουμε και που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν εκδηλώνεται, ή τουλάχιστον δεν εκδηλώνεται στον βαθμό που μπορεί να γίνει αντιληπτός σε όλη του την έκταση. «Μόνο που ο λύκος ήταν πάντα εδώ», καταλήγει το τραγούδι με μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη διαπίστωση, ενώ σε ανάλογο μελαγχολικό μοτίβο το «Τραγούδι μου απόψε», πάλι σε στίχους του συνθέτη, η αφήγηση γίνεται πιο προσωπική, σε συνάρτηση πάντα με τον περιβάλλοντα κόσμο. Στις «Βουβές χοροεσπερίδες», σε στίχους του Κωνσταντίνου Μουδάτσου, κυριαρχεί η ερωτική διάθεση μέσα από μια σύντομη εξομολόγηση, ενώ το «Ήρθε ο πατέρας μου», σε στίχους του Μάκη Τσίτα, εκφράζει με λιτότητα και απέριττη ομορφιά την επιθυμία του αφηγητή να επανασυνδεθεί με ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχει φύγει από τη ζωή. Το στοιχείο της προσωπικής εξομολόγησης συνεχίζεται και στο «Βαλς της λήθης», σε στίχους Πάνου Μπούσαλη, όπου ο αφηγητής, απομακρυσμένος από τον κόσμο, αναζητά τη συντροφικότητα ενώ παράλληλα δείχνει να θέλει να ξεχάσει όλα εκείνα που τον έχουν πληγώσει. Λίγο πριν το τέλος, ο «Αμαρτωλός», σε στίχους του συνθέτη, κάνει τον απολογισμό του και καταλήγει και πάλι μόνος του, «σα φεγγάρι γυμνό σ’ άδειο ουρανό». 

Οι μελωδίες του Γιώργου Σταυριανού είναι γεμάτες γλυκύτητα και μελωδικότητα σε πρώτο επίπεδο, ωστόσο οι λιτές ενορχηστρώσεις αναδεικνύουν μαγικά την περιπλοκότητα και την δυναμικότητά τους. Σαν εκφραστές της δικής του εσωτερικής φωνής, ο συνθέτης έχει επιλέξει τέσσερις εξαιρετικούς τραγουδιστές: ο Βασίλης Γισδάκης, ο Δώρος Δημοσθένους, ο Παντελής Θαλασσινός και ο Πάνος Μπούσαλης ερμηνεύουν με ευαισθησία, εκφραστικότητα και παραστατικότητα τα τραγούδια του CD, ενώ ανάμεσα στα τραγούδια παρεμβάλλονται υπέροχα ορχηστρικά κομμάτια που «εικονογραφούν» μελωδικά τις ιστορίες που αφηγούνται. Ο «αφηγητής» που ανέφερα παραπάνω είναι και δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τραγούδια: από τη μια είναι ο ίδιος, καθώς εκφράζει σκέψεις, ανησυχίες, επιθυμίες που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, από την άλλη πάλι δεν είναι ο ίδιος, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Ωστόσο τόσο οι στιχουργοί όσο και οι ερμηνευτές μοιάζουν να ταυτίζονται με τον συνθέτη και ο καθένας, αξιοποιώντας τα εκφραστικά μέσα του άλλου – ή και των άλλων – συμπληρώνει το μεγάλο παζλ που είναι τα ανθρώπινα συναισθήματα και η υπόσταση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/16943-like-like

21 September 2021

Katharina Bendixen: Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι

Εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητα, θύματα της ρουτίνας τις περισσότερες φορές, αλλά και δικών τους εμμονών και απωθημένων, οι ήρωες της Καταρίνα Μπέντιξεν μοιάζουν με μέλη ενός αλλόκοτου θιάσου, που κινούνται οριακά μεταξύ μιας ασφυκτικής πραγματικότητας και μιας ακόμα πιο νοσηρής, παράλογης φαντασίας. Ζουν καταστάσεις και γεγονότα τα οποία είναι, στη βάση τους, οικεία και συνηθισμένα, ωστόσο παίρνουν εξωπραγματικές, εξωφρενικές, ακόμα και εφιαλτικές προεκτάσεις ιδωμένα από απροσδόκητες, εντελώς αντισυμβατικές, οπτικές γωνίες. Αυτό ακριβώς είναι και το στίγμα των ιστοριών αυτών, που αποτελούν το συγγραφικό ντεμπούτο της Μπέντιξεν, κάτι που διαφαίνεται ήδη και από τον τίτλο της συλλογής, ο οποίος είναι και ο τίτλος ενός από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σ᾽αυτήν.

Η ολοένα αναβαλλόμενη επίσκεψη της κόρης που ζει στην Αφρική, η παρουσία παιδιών σε ένα σπίτι, η επιθυμία για απαλλαγή από μια κουραστική σχέση, η τραγική ανάμνηση ενός ατυχήματος, ο θάνατος μιας συναδέλφου στη δουλειά – πράγματα που μπορεί να τύχουν στον καθένα και που η απλή αναφορά και περιγραφή τους δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο, εντάσσονται εδώ σε έναν κόσμο που μοιάζει να υφίσταται παράλληλα με τον «πραγματικό» και φαντάζει σαν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της υπαρκτής καθημερινότητας. Σαν κάτι «κουνημένες» φωτογραφίες, όπου το περίγραμμα των ανθρώπων και των αντικειμένων είναι θολό, φαίνεται διπλό και τριπλό, και αλλοιώνει την αναμενόμενη και οικεία στο μάτι εικόνα που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας. Παραδόξως, ωστόσο, μέσα από αυτή τη διαστρέβλωση, αποκαλύπτονται ανατριχιαστικές αλήθειες, και αναδεικνύεται η τραγικότητα και η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ζωής όταν αμφότερες γίνονται έρμαια ανεξέλεγκτων καταστάσεων αλλά και άλλων ανθρώπων.

«[…] Εν τω μεταξύ είχε γεμίσει και η τραπεζαρία με δέκα παιδιά, και τα παιδιά κατακτάνε το δωμάτιό μας. Στο πάτωμα σέρνονται ήδη είκοσι, και στις γωνιές του κρεβατιού μας τη νύχτα κοιμούνται άλλα πέντε. Μόνο κάποια μέρη του κρεβατιού μας έχουνε μείνει ακόμα. Τα παιδιά δεν μας αφήνουνε να σηκωθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε, είμαστ’ αναγκασμένοι να φυλάμε μικροσκοπικά κομμάτια των σεντονιών.» (Το στενόχωρο σπίτι μας)

Είναι πολύ λεπτό το όριο ανάμεσα στην τετριμμένη καθημερινότητα και την τρέλα. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της Μπέντιξεν είναι μπλεγμένοι στα γρανάζια μιας ρουτίνας, ανίκανοι να αντιδράσουν σε ό,τι τους καταπιέζει. Άλλοτε πάλι, εμπειρίες και βιώματα από το παρελθόν έρχονται και γαντζώνονται πάνω τους σαν χαμοδράκια – δεν τους αφήνουν στιγμή σε ησυχία και από ένα σημείο και πέρα αποκτούν τερατώδεις διαστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, τύψεις για τυχόν λάθη εξογκώνονται, κυριαρχούν στις μνήμες τους και μοιάζουν να ορίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή τους.

Η Μπέντιξεν εισχωρεί στο μυαλό των ηρώων της και καταγράφει επακριβώς τις βαθύτερες ανησυχίες και τα πιο καλά κρυμμένα συναισθήματα και μυστικά τους. Όλες οι ιστορίες είναι σε πρώτο πρόσωπο, και κάθε φορά ο αφηγητής είναι διαφορετικός. Οι σύντομες αφηγήσεις τους θυμίζουν τους βραχνάδες – εκείνα τα εγκλωβιστικά άσχημα όνειρα από τα οποία είναι πολύ δύσκολο να ξυπνήσεις. Άλλωστε κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους ανθρώπους αυτούς. Η ζωή τους, η καθημερινότητά τους, φτάνουν σ᾽ένα σημείο όπου είτε τους καταπίνουν, είτε τους «αναγκάζουν» να προβούν σε πράξεις παράτολμες και επικίνδυνες  που, σε ένα άλλο επίπεδο, θα τις έλεγε κανείς και εγκληματικές. Τρόπον τινά, δηλαδή, τους αναγκάζουν – εξ ου και τα εισαγωγικά – γιατί οι πράξεις αυτές είτε παραμένουν τελικά στη σφαίρα της φαντασίας τους, είτε, αν πράγματι τελούνται, είναι ενέργειες που εκείνοι πάντα ήθελαν να τις κάνουν, αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο δείλιαζαν. Κυρίως από το φόβο του τι θα πει ο κόσμος. 

«[…] Πολύ σύντομα δεν άντεχα πια τα παρακάλια της, και δεν μου έμενε τίποτ’ άλλο απ’ το να εξαφανίσω τα παρακάλια μαζί μ’ εκείνη τη γυναίκα στην πρέσα σιδερώματος. Τύλιξα τη γυναίκα στο σιδερόπανο στο ρολό και τη γύρισα πέρα δώθε, λίγο αντιστάθηκε μόνο. Λιώμα από το βάρος των κυλίνδρων, κατέβηκε τρέμοντας από την πρέσα. Έπεσε κάποιες φορές πάνω στην κάσα της πόρτας κι ύστερα βγήκε έξω σκοντάφτοντας στο κατώφλι.» (Προς το παρόν δεν θέλω σκοτούρες)

Στην πρώτη της αυτή συλλογή διηγημάτων, η Καταρίνα Μπέντιξεν εναλλάσσει τον ωμό ρεαλισμό με τις σουρεαλιστικές περιγραφές, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τον παραλογισμό της καθημερινότητας και φωτίζοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές του μυαλού και της ψυχής των ανθρώπων. Με γραφή άμεση, αυθόρμητη και συχνά – πυκνά ωμή και συνειρμική, η οποία έχει αποδοθεί εξαιρετικά στη γλώσσα μας από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, συνθέτει εικόνες οι οποίες, μέσα από τον αλληγορικό χαρακτήρα τους και τον δαιδαλώδη συμβολισμό τους, βγάζουν απόλυτα νόημα και βρίσκουν σημεία ταύτισης με στοιχεία της καθημερινότητας που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ίσως περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε οικεία.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/16915-dentro-mpoukalia

15 September 2021

M.G. Leonard & Sam Sedgman: Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον

Η περιπέτεια μυστηρίου «Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον» ακολουθεί τη δομή ενός κλασικού παιδικού - εφηβικού βιβλίου του είδους, αλλά διαθέτει ένα πρωτότυπο χαρακτηριστικό: πρωταγωνιστής είναι, ουσιαστικά, ένα τρένο, μια ιστορική ατμομηχανή που πρόκειται να εκτελέσει το τελευταίο της δρομολόγιο σε μία πανηγυρική διαδρομή με υψηλούς προσκεκλημένους. Ο Χαλ Μπεκ, ο μικρός ήρωας της ιστορίας, βρίσκεται κι αυτός ανάμεσα στη λίστα των καλεσμένων κατ’ εξαίρεση, καθώς έχει δεχτεί να συνοδέψει στη διαδρομή αυτή τον θείο του, ο οποίος είναι διάσημος ταξιδιωτικός συντάκτης και συγγραφέας. Η αρχική δυσαρέσκεια του Χαλ για το επικείμενο ταξίδι αρχίζει σιγά σιγά να κάμπτεται καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο τρένο. Η ατμομηχανή του κινείται με τρόπους παραδοσιακούς, κι επιπλέον όλη του η κατασκευή είναι ασυνήθιστη, εντυπωσιακή και συναρπαστική. Στη συνέχεια, θα γνωρίσει τη Λένι, την κόρη του μηχανοδηγού, η οποία έχει τρυπώσει κρυφά στο τρένο γιατί δεν ήθελε με τίποτα να χάσει αυτή την τελευταία διαδρομή, ενώ μια σειρά από ύποπτες ληστείες θα μετατρέψουν το ταξίδι σε μια άκρως ενδιαφέρουσα αστυνομική έρευνα για τα δύο παιδιά που, στο μεταξύ, έχουν γίνει φίλοι.

Η Μάγια Λέοναρντ, συγγραφέας παιδικών και εφηβικών βιβλίων από το 2016, συνεργάστηκε με τον συνάδελφό της Σαμ Σέτζμαν για τη δημιουργία αυτής της διασκεδαστικής περιπέτειας, όταν αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που να είχε σχέση με τρένα. Η «Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Στις ράγες του μυστηρίου», ενώ για τον Σέτζμαν ήταν και το πρώτο βιβλίο εφηβικής λογοτεχνίας που έγραψε. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει στο ενεργητικό του, πέρα από τις άλλες προηγούμενες ενασχολήσεις και δραστηριότητές του, την ίδρυση μιας εταιρείας που οργάνωνε, κατά παραγγελία, κυνήγια θησαυρού σχετικά με μυστηριώδη εγκλήματα για λογαριασμό κατοίκων του Λονδίνου που αγαπούσαν τις περιπέτειες, κάτι που διαφαίνεται και στο βιβλίο, όπου κυριαρχεί το στοιχείο της αναζήτησης και της ανακάλυψης. 

Το Χάιλαντ Φάλκον, το τρένο του τίτλου, είναι φανταστικό, ωστόσο αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα τρένα του παλιού καιρού που λειτουργούσαν χειροκίνητα, μέσω μιας σειράς αρκετά περίπλοκων και απαιτητικών βημάτων. Είναι μια διαδικασία που οι συγγραφείς έχουν την ευκαιρία να περιγράψουν λεπτομερώς σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, αποτίοντας έτσι έναν συγκινητικό φόρο τιμής στις ατμομηχανές που πλέον αποτελούν ένα ιστορικό, μουσειακό είδος.  Το όνομα που αποφάσισαν να δώσουν στο συγκεκριμένο τρένο δεν είναι τυχαίο: Χάιλαντ Φάλκον σημαίνει «Το γεράκι των Χάιλαντς» και παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο είδος πετρίτη που συναντάται στα υψίπεδα (highlands) της Σκοτίας και χαρακτηρίζεται από την εξαιρετικά εντυπωσιακή ταχύτητά του. Κάπως έτσι και η συγκεκριμένη ατμομηχανή μπορεί να τρέχει πολύ γρήγορα παρ’ όλο που βασίζεται αποκλειστικά σε ανθρώπινους χειρισμούς για να κινηθεί. Ιδιαίτερα εύστοχα, η πρόσοψη της ατμομηχανής έχει αποδοθεί από την εικονογράφο Ελίζα Παγκανέλι με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει ακριβώς γεράκι, ενώ εξίσου παραστατικά και με έμφαση στη λεπτομέρεια, τα σχέδια που συνοδεύουν το κείμενο μοιάζουν να έχουν βγει από μπλοκ ζωγραφικής – καθόλου τυχαία, καθώς ο μικρός ήρωας ζωγραφίζει συνεχώς στο τετράδιο που του έχει δώσει ο θείος του για να απασχολείται, αλλά δεν ζωγραφίζει τυχαία. Σκιτσάρει ό,τι βλέπει γύρω του: αξιοθέατα από τη διαδρομή, χαρακτηριστικά βαγόνια του τρένου, όπως το παρατηρητήριο με τα φυτά και το γυάλινο ταβάνι που θυμίζει θερμοκήπιο, αλλά και τους αξιοπερίεργους συνεπιβάτες του οι οποίοι περιφέρονται από βαγόνι σε βαγόνι, ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, απαρτίζοντας έναν θίασο από ενδιαφέρουσες αλλά και μυστηριώδεις προσωπικότητες. 

Η αγάπη του Χαλ για το σχέδιο, αλλά και τα ίδια του τα σκίτσα θα αποτελέσουν ένα σημαντικό μέσο για την εξιχνίαση των παράξενων ληστειών, όταν κάποια στιγμή η αστυνομία, παραπλανημένη από ψεύτικες καταθέσεις, θα ρίξει την ευθύνη στον λάθος άνθρωπο. Έχοντας την τάση να απεικονίζει στο χαρτί σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά του, ο πρωταγωνιστής μας έχει άθελά του καταρτίσει έναν ιδιότυπο εικονογραφημένο οδηγό για τη λύση του μυστηρίου. Σίγουρος ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ο Χαλ, με τη βοήθεια της Λένι, θα ξεκινήσει μια εξερεύνηση στα κρυφά, αναζητώντας απαντήσεις στα βαγόνια του τρένου όπου συνήθως δεν πατάει κανείς. Και όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αποδεικνύεται ότι ο πραγματικός ένοχος είναι αυτός που συγκεντρώνει τις λιγότερες υποψίες.

Αν και γραμμένη στο τρίτο πρόσωπο, η αφήγηση είναι από την πλευρά του Χαλ, καθώς παρακολουθούμε τα πάντα μέσα από το δικό του βλέμμα. Το κείμενο ρέει ευχάριστα, χάρις και στην καλή μετάφραση της Ευγενίας Κολυδά, ενώ αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής τα πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια που περιέχουν έξυπνα ενταγμένες σημαντικές πληροφορίες για τα τρένα και τις ατμομηχανές. Κυκλοφορεί επίσης και το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τον τίτλο «Απαγωγή στο Καλιφόρνια Κόμετ».


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/efivika/16873-leonard-sedgman