27 December 2016

Vladimir Mayakovsky: Παρίσι


Τον Οκτώβριο του 1924, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι επισκέφθηκε το Παρίσι. Σ’ όλη του τη σύντομη αλλά εξαιρετικά πολυτάραχη ζωή, ταξίδεψε εννέα φορές έξω από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ όνειρό του ήταν να γυρίσει τον κόσμο.

Ο Μαγιακόφσκι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γεωργία, περιοχή που τότε ήταν τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Γυμνάσιο, άρχισε να παίρνει μέρος σε διαδηλώσεις των σοσιαλιστών, έχοντας την υποστήριξη της μητέρας του, παρά τη δυσαρέσκεια οικογενειακών φίλων και γνωστών, που θεωρούσαν ότι αυτή η ελευθερία που του παραχωρούσαν οι γονείς του ήταν υπερβολική. Αργότερα, έστρεψε το ενδιαφέρον του στη Μαρξιστική λογοτεχνία, η οποία και τον συνεπήρε. Ως ενεργό μέλος της ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών του Γυμνασίου του, έλαβε μέρος σε πολλές σχετικές δραστηριότητες, με την κατάληξη μιας από αυτές να τον στέλνει στη φυλακή για έντεκα μήνες το 1909. Εκεί ήταν που άρχισε ουσιαστικά να γράφει ποιήματα για πρώτη φορά. Μόλις βγήκε από τη φυλακή, επικεντρώθηκε στις σπουδές του. Το 1911 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας κι έγινε μέλος της λογοτεχνικής φουτουριστικής ομάδας της, η οποία είχε σκοπό την απελευθέρωση της τέχνης από τις παραδοσιακές τετριμμένες τεχνικές. Τα μέλη της διάβαζαν ποιήματα στο δρόμο κι έριχναν τσάι στο κοινό τους, στοχεύοντας στην πρόκληση των κατεστημένων αντιλήψεων σε ό,τι αφορούσε την τέχνη. Το 1913, μαζί με άλλα μέλη της ομάδας των φουτουριστών, ο Μαγιακόφσκι ξεκίνησε μια περιοδεία  σε 17 πόλεις της Ρωσίας. Η ομάδα οργάνωνε λογοτεχνικές συγκεντρώσεις έξω από τα μέχρι τότε καθιερωμένα, όπου τα μέλη της εμφανίζονταν με εξωφρενικές ενδυμασίες – ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι φορούσε πάντα ένα κίτρινο πουκάμισο που είχε φτιάξει μόνος του και που έγινε το σήμα κατατεθέν εκείνων των εμφανίσεών του – ενώ τις περισσότερες φορές η αστυνομία αναγκαζόταν να επέμβει γιατί το κοινό έφτανε στα όρια της εξαγρίωσης.

Το 1922 ταξίδεψε για πρώτη φορά στο εξωτερικό. Πήγαινε σε διάφορες Ευρωπαϊκές πόλεις και αναζητούσε οτιδήποτε σχετικό με τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, ενώ δεν παρέλειπε να επιδιώκει συναντήσεις με εξέχουσες προσωπικότητες – εκπροσώπους όλων των μορφών τέχνης. Άλλωστε και ο ίδιος δεν περιοριζόταν μόνο στην ποίηση, αλλά είχε ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, με τη συγγραφή θεατρικών έργων, τον κινηματογράφο (είχε μάλιστα εμφανιστεί σε τρεις βουβές ταινίες, μια εκ των οποίων σώζεται ακόμα), τη ζωγραφική και τη σκηνοθεσία.

Στα ταξίδια του αυτά, δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής – έδινε διαλέξεις και απήγγειλε ποιήματα, ενώ επέστρεφε με τις βαλίτσες του γεμάτες βιβλία, περιοδικά, αντίγραφα σχεδίων που έβρισκε ενδιαφέροντα, και τα μοίραζε στους φίλους του για να τους φέρει σ’ επαφή με τις καινούριες τάσεις από τον χώρο της τέχνης, τα καλλιτεχνικά κινήματα, τις ριζοσπαστικές ιδέες που έρχονταν από τον δυτικό κόσμο και που ο ίδιος, με τη δική του διεισδυτική ματιά, μετουσίωνε σε ποίηση, κυρίως, με μοναδική ταυτότητα και χαρακτήρα.

Ιδιαίτερα το Παρίσι, τον ενθουσίασε – επισκέφθηκε τον Πικάσο στο στούντιό του, παραβρέθηκε στην κηδεία του Μαρσέλ Προυστ, ήρθε σε επαφή με καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής. Όλος αυτός ο κόσμος πέρασε μέσα στο ποίημα ‘Παρίσι’ με έναν ιδιαίτερα προχωρημένο για την εποχή τρόπο – εξάλλου ο Μαγιακόφσκι ήταν από τους καλλιτέχνες που πάντα ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Η πόλη, ο κόσμος της, η κοινωνία της, οι καλλιτέχνες που σχετίστηκαν μαζί της, τα πολιτικά της πρόσωπα και γεγονότα, οι μνήμες και η ιστορία, τα μνημεία και οι πλατείες της, αποκτούν μια άλλη διάσταση και υπόσταση μέσα από την ευφυΐα και την πένα του.

«Σαν λεπίδι / είναι το Παρίσι / κι οι Βρυξέλλες / κι η Λιέγη / για έναν Ρώσο / σαν κι εμένα», διαπιστώνει καθώς ταξιδεύει προς την πόλη στην ενότητα ‘Πηγαίνω’ -  ενώ πιο κάτω, στην ενότητα ‘Η Πόλη’: «Πλατεία / πιο όμορφη / από χιλιάδες / κυρίες με κανίς. / Μια τέτοια πλατεία / αξίζει / σε κάθε πόλη. / Αν ήμουν στύλος της Βαντόμ, / θα παντρευόμουνα / την Place de la Concorde

Το μακροσκελές ποίημα με τον τίτλο «Παρίσι» είναι χωρισμένο σε οχτώ ενότητες με τους τίτλους: ‘Πηγαίνω’, ‘Η πόλη’, ‘Βερλέν και Σεζάν’, ‘Νοτρ-Νταμ’, ‘Βερσαλλίες’, ‘Ζορές’, ‘Αποχαιρετιστήρια (στο καφέ)’, ‘Αποχαιρετισμός’. Ξεκίνησε να το γράφει το 1924 και το ολοκλήρωσε στα μέσα περίπου του 1925. Εικόνες από την πόλη, ιστορικά σημεία αναφοράς, πρόσωπα της τέχνης και της πολιτικής, εναλλάσσονται σαν κάρτες ενός view master, ενώ ο ποιητής παρατηρεί και σχολιάζει τα πάντα με την οξυδέρκεια ενός πλανόδιου προφήτη, τον οποίο μπορεί και να θεωρούν τρελό όλοι εκείνοι που έχουν μάθει ή συνηθίσει να βλέπουν τα πράγματα και να ζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο: «Άνθρωποι, / από διάφορους τόπους και ράτσες, / που φτιάχνουν τον κήπο τους με τάξη, / βλέποντας / εμένα, / ζαλισμένο, / θα πουν: / ότι έχω τρελαθεί.» (από την ενότητα ‘Πηγαίνω’).

Πιστός υποστηρικτής του φουτουρισμού, δεν τον ακολουθούσε ωστόσο εντελώς κατά γράμμα – πατώντας στις βασικές του αρχές, έδινε τις δικές του κατευθυντήριες γραμμές για το πώς ένας φουτουριστής λογοτέχνης θα ήταν σκόπιμο να χειρίζεται το υλικό και τις ιδέες του, αλλά και τη γλώσσα. Παρατηρούσε το κίνημα του φουτουρισμού μέσα από το πρίσμα του καλλιτέχνη που δεν έχει στεγανά και δεν εγκλωβίζεται σε στερεότυπα, και που εκφράζεται με αυθορμητισμό και πρωτογένεια στο έργο του ενώ παράλληλα έχει κατά νου να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να πηγαίνει την τέχνη που υπηρετεί ένα βήμα παραπέρα.

«Πρέπει», λέει στο ‘Γράμμα για τον Φουτουρισμό’ «[ο φουτουριστής λογοτέχνης] να ανταποκρίνεται σε κάθε πρόκληση που τίθεται από τη σύγχρονη εποχή […], να δίνει προτεραιότητα σε ασυνήθιστες χρήσεις λέξεων […], να αντικαταστήσει τα συμβατικά μέτρα του ιάμβου και του τροχαίου με την πολυρυθμία της ίδιας της γλώσσας […]».

Ο φουτουριστής ποιητής σπάει το κατεστημένο – καλλιτεχνικό και κοινωνικό. Βλέπει μπροστά και δεν διστάζει να διαταράξει την τάξη των πραγμάτων, την ησυχία του παρελθόντος, με μια επαναστατική καλλιτεχνική στρατηγική. Κάτι που πηγάζει από μέσα του, όμως, και είναι αυθεντικό – εκφράζει την δική του εσωτερική ανάγκη για κάτι μοντέρνο και ριζοσπαστικό, κάτι που θα μεταφέρει όλη την ποιητική δημιουργία σε ένα άλλο επίπεδο. Η ποίηση γίνεται κομμάτι της ζωής κι ένα κομμάτι της ζωής βρίσκει έκφραση μέσα από την ποίηση.

«Μοβ σύννεφο / κατέβα στα γρήγορα, / εμένα  / και το Παρίσι για να βρέξεις, / μόνο / να κάνεις γρήγορα / ν’ ανθίσουνε τα φώτα / σε όλη τη διαδρομή / στα Ιλίσια Πεδία. / Τα φώτα ν’ απλώσουνε παντού / - στο σκοτεινό ουρανό / και στη βρεγμένη σκόνη. / Στο φως / ίδια σκαθάρια / ζουζουνίζουν / όλα τα είδη / των αμαξιών.» (από την ενότητα ‘Η Πόλη’).

Δεν περιορίζεται ωστόσο μόνο στο κοινωνικό και αισθητικό κομμάτι – ένας καλλιτέχνης τόσο πολιτικοποιημένος δε θα μπορούσε παρά να εντάξει στην ποιητική του σύνθεση και πολιτικό σχολιασμό, ο οποίος ενίοτε εμπεριέχει και την απαραίτητη δόση της ευφυούς και λεπτής ειρωνείας αλλά και του αυτοσαρκασμού, που είναι και χαρακτηριστικά του.

«Από αυτόν / τον δρόμο, / βιαστικά πήγαιναν στο παλάτι, / οι αμέτρητοι Λουδοβίκοι / με ταρακουνημένες / στις μεταξωτές επίχρυσες καρότσες / τις υπέρβαρες / σάρκες τους. […] Τώρα / σ’ αυτό το δρόμο / στο χαρωπό Παρίσι / βολτάρουν / με αυτοκίνητα και πλατύ χαμόγελο / κοκότες, / μικροί εισοδηματίες, / Αμερικάνοι / κι εγώ.» (από την ενότητα ‘Βερσαλλίες’).

Ο Μαγιακόφσκι έζησε μόλις 36 χρόνια. Ο θάνατός του, αν και επίσημα αρχειοθετήθηκε ως αυτοκτονία, ουσιαστικά καλύπτεται από μυστήριο: το σημείωμα που άφησε φέρεται να είχε γραφτεί δύο μέρες πριν το θάνατό του, η σφαίρα που βρέθηκε στο σώμα του δεν ταίριαζε με το μοντέλο του όπλου που είχε χρησιμοποιήσει, ενώ γείτονες κατέθεσαν αργότερα ότι στην πραγματικότητα είχαν ακουστεί από το διαμέρισμά του δύο πυροβολισμοί. Όπως και να έχει, η παρακαταθήκη που άφησε στη λογοτεχνία, και την ποίηση ειδικότερα, είναι σπουδαία και ανεκτίμητη. Τα ποιήματά του, προϊόντα της σκέψης μιας μοναδικής ευφυΐας, θα έπρεπε να αποτελούν διαχρονικό σημείο αναφοράς για όποιον επιδιώκει να εκφραστεί μέσα από μια αντισυμβατική μορφή ποίησης. Οι λέξεις παίρνουν και / ή αλλάζουν υπόσταση μέσα από το φίλτρο της προσωπικής ματιάς του καθενός φτάνει αυτή να είναι αυθεντική και πηγαία. Ο Μαγιακόφσκι έγραφε ποιήματα σα να σκιτσάριζε εικόνες – δεν είναι τυχαίο ότι και η μορφή των ποιημάτων δεν είναι η συνηθισμένη: οι στίχοι είναι κοφτοί, πολλές φορές αποτελούνται από μία μόνο λέξη, σχηματίζουν «σκάλες» και υποτυπώδη σχήματα, σα να επιχειρούν με κάποιο τρόπο να εικονογραφήσουν τα νοήματα που εκφράζουν και τις εικόνες που περιγράφουν.

Η μετάφραση είναι πιστή στο πνεύμα και το ύφος των ποιημάτων, και λειτουργεί πολύ καλά στην ελληνική απόδοσή τους. Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη, συμπεριλαμβάνει και την πρωτότυπη εκδοχή τους, στα ρωσικά.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/6215-parisi-magiakofski

21 December 2016

Τα Δώρα Των Μάγων (O. Henry)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς. Αυτά ήταν όλα. Και τα εξήντα σεντς, σε πένες κι αυτά. Πένες μαζεμένες με το ζόρι, από βερεσέδια στον μπακάλη, στο μανάβη και στον χασάπη και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που οι έμποροι έδειχναν σχεδόν απροκάλυπτα τη δυσαρέσκειά τους. Η Ντέλλα τα μέτρησε τρεις φορές. Ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς. Και αύριο ξημέρωνε Χριστούγεννα.

Προφανώς δεν είχε άλλη λύση απ'το να κουρνιάσει στον μικρό, φθαρμένο καναπέ και να ξεσπάσει σε λυγμούς, όπως κι έκανε. Κι έτσι, διαπιστώνουμε με πικρία ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από λυγμούς, αναστεναγμούς και χαμόγελα, με τους αναστεναγμούς να κυριαρχούν.

Κι ενόσω η οικοδέσποινα περνάει σιγά - σιγά απ' το πρώτο στάδιο στο δεύτερο, ας ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι. Ένα επιπλωμένο διαμέρισμα οχτώ δολαρίων την εβδομάδα. Όχι πως ήταν κι εντελώς για πέταμα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν και κανένα παλάτι. Κάτω στην είσοδο υπήρχε ένα γραμματοκιβώτιο όπου κανένα γράμμα δεν ερχόταν κι ένα ηλεκτρικό κουδούνι που χέρι ανθρώπου δεν έμπαινε στον κόπο να χτυπήσει. Κι ακόμα, όπως ήταν φυσικό, υπήρχε μια πινακίδα με τ' όνομα «Κος Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ».

Το όνομα «Ντίλλινγκαμ», που δέσποζε υπερήφανο τις καλές μέρες, τότε που ο ιδιοκτήτης του έβγαζε τριάντα δολλάρια την εβδομάδα, τώρα που το εισόδημα μειώθηκε στα είκοσι δολλάρια, έδειχνε θαμπό, λες και σκεφτόταν σοβαρά να συρρικνωθεί σ' ένα ασήμαντο και ντροπαλό «Ντ». Αλλά όποτε ο Κος Τζαίημς Ντίλλνγκαμ Γιανγκ γύριζε κι έμπαινε στο διαμέρισμα, η κυρία Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ, που έχουμε ήδη γνωρίσει ως Ντέλλα, τον φώναζε «Τζιμ» και τον αγκάλιαζε με μεγάλη τρυφερότητα. Πράγμα το οποίο είναι ιδιαίτερα θετικό.

Η Ντέλλα έκλαψε όσο τραβούσε η ψυχή της κι ύστερα σκούπισε τα μάγουλά της με το μαντηλάκι της πούδρας. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταζε κατσουφιασμένη μια γκρίζα γάτα που περπατούσε πάνω στον γκρίζο φράχτη μιας γκρίζας αυλής. Αύριο ξημέρωνε Χριστούγεννα κι είχε μόνο ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς για ν'αγοράσει ένα δώρο στον Τζιμ.

Μάζευε την κάθε δεκάρα εδώ και μήνες, και να το αποτέλεσμα. Είκοσι δολλάρια την εβδομάδα δεν είναι αρκετά. Τα έξοδα ήταν μεγαλύτερα απ' όσο υπολόγιζε. Έτσι δε γίνεται πάντα; Μόνο ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς για ν'αγοράσει ένα δώρο στον Τζιμ. Τον Τζιμ της. Ώρες ολόκληρες σκεφτόταν τί θα μπορούσε να του αγοράσει.  Κάτι φίνο και σπάνιο - και από στερλίνα, κάτι που ν' αξίζει έστω κι ελάχιστα την τιμή ν'ανήκει στον Τζιμ.

Υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέφτης ανάμεσα στα παράθυρα του δωματίου. Δε θά 'ταν απίθανο να δείτε ολόσωμο καθρέφτη σε διαμερίσματα των οχτώ δολαρίων. Ένας πολύ λεπτός κι ευκίνητος άνθρωπος, κοιτάζοντας διαδοχικά και χωρίς αργοπορία τις δυο πλευρές του εαυτού του, θα μπορούσε να πάρει πάνω κάτω μια ιδέα για την εμφάνισή του. Η Ντέλλα, έτσι ντελικάτη που ήταν,είχε από καιρό βρει το κόλπο.

Ξαφνικά, λοιπόν, τραβήχτηκε απ' το παράθυρο και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τα μάτια της άστραψαν αλλά, μέσα σε δευτερόλεπτα, το πρόσωπό της έχασε το χρώμα του. Έλυσε βιαστικά τα μαλλιά της και τ' άφησε να πέσουν ελεύθερα στην πλάτη της.

Που λέτε, η Ντέλλα και ο Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ για δύο πράγματα θα μπορούσαν να είναι υπερήφανοι. Το ένα ήταν το χρυσό ρολόι του Τζιμ, κληρονομιά απ' τον πατέρα και τον παππού του. Το άλλο ήταν τα μαλλιά της Ντέλλα. Αν η βασίλισσα του Σαββά έμενε σ' ένα διαμέρισμα απ'την άλλη μεριά του  ακάλυπτου, θά ήταν αρκετό να βγάλει η Ντέλλα τα μαλλιά της έξω να στεγνώσουν για να κάνει όλα τα τζοβαίρια και τα χρυσαφικά της Μεγαλειοτάτης να φαντάζουν τιποτένια. Αν ο βασιλιάς Σολομών ήταν ο θυρωρός του κτηρίου, μ' όλους του τους θησαυρούς μαζεμένους στο υπόγειο κι ο Τζιμ ήθελε να τον κάνει να σκάει απ'το κακό του κάθε φορά που εκείνος περνούσε από μπροστά του, το μόνο που θά 'χε να κάνει ήταν να βγάλει το ρολόι από την τσέπη του.

Κι έτσι τώρα τα όμορφα μαλλιά της Ντέλλα έπεφταν στους ώμους της κυματιστά και λαμπερά, σαν καστανόχρωμος χείμαρρος. Της έφταναν μέχρι κατω από τα γόνατα και τη σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρη. Αμέσως τα ξανάδεσε, νευρικά και με φούρια. Κλονίστηκε για μια στιγμή και στάθηκε να το καλοσκεφτεί, κι ένα της δάκρυ κύλησε κι έπεσε στο τριμμένο κόκκινο χαλί.

Και να που ρίχνει επάνω της την παλιά καφετιά ζακέτα της και βάζει και το παλιό καφετί καπέλο της. Με μια ξαφνική μεταβολή που έκανε τη φούστα της ν' ανεμίσει και με τα μάτια της να πετούν και πάλι σπίθες, βγήκε απ'το διαμέρισμα στο δρόμο.

Εκεί που στάθηκε, μια πινακίδα έγραφε:

«Κα Σοφρονί. Άπαντα τα Είδη του Κομμωτηρίου».

Η Ντέλλα ανέβηκε τη σκάλα με τη μία και μετά στάθηκε για λίγο να συνέρθει απ' το λαχάνιασμα. Η κομμώτρια, χοντρή, ασπρουλιάρα και παγερή, δεν είχε την παραμικρή φινέτσα που υπονοούσε τ'όνομά της.

«Σας ενδιαφέρει ν'αγοράσετε τα μαλλιά μου;» ρώτησε η Ντέλλα.
«Πώς, βέβαια», απάντησε η κυρία. «Βγάλε το καπέλο σου για να τους ρίξω μια ματιά».

Ο καστανόχρωμος χείμαρρος ξεχύθηκε κυματιστός.

«Είκοσι δολλάρια», είπε η κυρία ζυγίζοντας το πλήθος των μαλλιών με το έμπειρο χέρι της.
«Φέρτα γρήγορα!» είπε η Ντέλλα.

Και για τις επόμενες δύο ώρες έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Μην πάρετε, όμως, αυτή τη μεταφορά τοις μετρητοίς: η Ντέλλα ήταν πανευτυχής μόνο και μόνο επειδή γύριζε τα μαγαζιά για να βρει ένα δώρο για τον Τζιμ.

Τελικά το βρήκε. Σίγουρα ήταν φτιαγμένο μόνο για τον  Τζιμ και για κανέναν άλλον. Δεν υπήρχε δεύτερο στα μαγαζιά - και τά 'χε γυρίσει όλα. Ήταν μια αλυσίδα από απομίμηση πλατίνας, απλή και λιτή στο σχέδιο, που η αξία της φαινόταν καθαρά μόνο και μόνο απ'το υλικό της κι όχι από τίποτα φανταχτερά μπιχλιμπίδια - όπως, άλλωστε, όλα τα καλά πράγματα. Και πολύ περισσότερο, ήταν ό, τι έπρεπε για ΤΟ ΡΟΛΟΪ. Μόλις την είδε, η Ντέλλα ήξερε πως ο Τζιμ έπρεπε οπωσδήποτε να την αποκτήσει. Του ταίριαζε τόσο πολύ γιατί κι εκείνος ήταν άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος. Την πλήρωσε, λοιπόν, εικοσιένα δολλάρια και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι με ογδονταεφτά σεντς. Με μια τέτοια αλυσίδα στο ρολόι του, ο Τζιμ θα μπορούσε να κοιτάζει την ώρα όπου κι αν βρισκόταν. Γιατί, αν και το ρολόι του ήταν μεγαλοπρεπέστατο, καμιά φορά αναγκαζόταν να το κοιτάζει στα κρυφά για να μη φανεί το παλιό δερμάτινο λουράκι που του είχε βάλει αντί για αλυσίδα.

Όταν η Ντέλλα έφτασε στο σπίτι,η μέθη της χαράς της έδωσε για λίγο τη θέση της στη σύνεση και τη λογική. Πήρε το σίδερο για τις μπούκλες, άναψε το γκάζι και βάλθηκε να διορθώσει τις ζημιές που είχαν προξενηθεί από τη γενναιοδωρία και την αγάπη της. Μεγάλη υπόθεση αυτό,αγαπητοί μου φίλοι, πολύ μεγάλη υπόθεση!

Μέσα σε σαράντα λεπτά το κεφάλι της είχε καλυφθεί από λεπτές, κοντές μπούκλες που την έκαναν να μοιάζει καταπληκτικά με άτακτο σχολιαρόπαιδο. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη γι' αρκετή ώρα με προσοχή και αποδοκιμασία.

«Αν ο Τζιμ δε με σκοτώσει μόλις συνειδητοποιήσει τί έκανα», μονολόγησε, «θα μου πει σίγουρα πως μοιάζω με νεοσύλλεκτο! Αλλά τί νά 'κανα - ω, τί άλλο νά 'κανα, με το ένα δολλάριο και τα ογδονταεφτά σεντς που μου είχαν απομείνει;»

Στις εφτά έφτιαξε καφέ κι έβαλε το τηγάνι πίσω απ'το φούρνο, ζεστό κι έτοιμο για να μαγειρέψει μπριζολάκια.

Ο Τζιμ δεν αργούσε ποτέ. Η Ντέλλα δίπλωσε την ψευτοπλατινένια αλυσίδα στην παλάμη της κι έκατσε στη γωνιά του τραπεζιού, δίπλα στην πόρτα της εισόδου. Σε λίγο ακούστηκαν τα βήματά του στο πρώτο γύρισμα της σκάλας και για μια στιγμή η Ντέλλα έχασε το χρώμα της. Έλεγε συχνά από μέσα της προσευχούλες για τα απλά καθημερινά πράγματα, κι έτσι τώρα ψιθύρισε:

«Σε παρακαλώ,Θεέ μου,κάνε τον να νομίσει πως είμαι ακόμα όμορφη!»

Η πόρτα άνοιξε και ο Τζιμ μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του. Έδειχνε αδυνατούλης και μελαγχολικός. Ο καημενούλης, μόλις εικοσιδύο χρονών και νά 'χει την ευθύνη μιας οικογένειας! Χρειαζόταν καινούριο πανωφόρι και δεν είχε ούτε γάντια.

Μόλις μπήκε στο σπίτι, ο Τζιμ έμεινε κόκκαλο. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Ντέλλα με μιαν έκφραση αδιευκρίνιστη που τη γέμιζε τρόμο. Δεν ήταν ούτε θυμός ούτε έκπληξη ούτε αποδοκιμασία ούτε τρόμος ούτε κάποιο απ'τα συναισθήματα τα οποία ήταν προετοιμασμένη ν'αντιμετωπίσει.Απλώς την κοίταζε επίμονα μ'αυτή την παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.

Η Ντέλλα πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε προς το μέρος του.

«Τζιμ, αγάπη μου», φώναξε, «μη με κοιτάζεις έτσι! Έκοψα τα μαλλιά μου και τα πούλησα γιατί δε θ' άντεχα να περάσω Χριστούγεννα χωρίς να σου κάνω ένα δώρο. Θα μεγαλώσουν πάλι - δε σε πειράζει, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να το κάνω! Τα  μαλλιά  μεγαλώνουν απίστευτα γρήγορα. Πες 'Καλά Χριστούγεννα', Τζιμ, κι ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας! Δε φαντάζεσαι τί ωραίο,τί υπέροχο δώρο σου έχω!»

«Έκοψες τα μαλλιά σου;» ρώτησε ο Τζιμ με κόπο, σα να μη μπορούσε να χωνέψει ακόμη το γεγονός.
«Τα έκοψα και τα πούλησα», είπε η Ντέλλα. «Σου αρέσω, όμως, όπως και νά 'χει το πράγμα έτσι δεν είναι; Ίδια είμαι και χωρίς τα μαλλιά μου, ή μήπως όχι;»

Ο Τζιμ κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο με περιέργεια.

«Δηλαδή πάνε τα μαλλιά σου;» είπε μ'ένα σχεδόν ηλίθιο ύφος.
«Μην τα ψάχνεις», έκανε η Ντέλλα, «Σου λέω,τα πούλησα - τα πούλησα και πάνε! Είναι Χριστούγεννα, μωρό μου. Μη με μαλώσεις που τα θυσίασα για χάρη σου! Μπορεί οι τρίχες του κεφαλιού μου να είναι μετρημένες», συνέχισε γλυκαίνοντας μ' επισημότητα τον τόνο της, «αλλά η αγάπη μου για σένα είναι απροσμέτρητη. Να βάλω τα μπριζολάκια να γίνονται, Τζιμ;»

Ο Τζιμ ξύπνησε απότομα από τη νάρκη του. Αγκάλιασε τη Ντέλλα του. Και τώρα εμείς ας ασχοληθούμε με κάτι άλλο για δέκα δευτερόλεπτα. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: ποιά η διαφορά ανάμεσα σε οχτώ δολλάρια την εβδομάδα κι ένα εκατομμύριο το χρόνο; Αν ρωτήσουμε έναν μαθηματικό ή μια μεγαλοφυία, σίγουρα θα πάρουμε λάθος απάντηση. Αυτή η διαπίστωση φαίνεται δυσνόητη προς το παρόν, αλλά θα ξεκαθαριστεί αργότερα.

Ο Τζιμ έβγαλε ένα πακέτο απ'την τσέπη του και το πέταξε πάνω στο τραπέζι.

«Ντελ», της είπε, «μην αμφιβάλλεις στιγμή για μένα. Αλίμονο αν η αγάπη μου για σένα μετριότανε με τρίχες! Αλλά αν ανοίξεις αυτό το πακέτο, θα δεις γιατί έπαθα την πλάκα μου μόλις σε είδα!»

Με χέρια που έτρεμαν, ξετύλιξε το πακέτο. Και μετά έβγαλε μια τρελή κραυγή χαράς. Κι αμέσως αναλύθηκε σε δάκρυα και λυγμούς κι ο κύριος του σπιτιού αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να την παρηγορήσει. Είδε, βλέπετε, μπροστά της ΤΑ ΧΤΕΝΑΚΙΑ - ένα σετ από δυο χτενάκια που η Ντέλλα είχε δει από μέρες σε μια βιτρίνα της λεωφόρου Μπρόντγουέυ και τά 'χε λατρέψει. Δυο πανέμορφα χτενάκια από αληθινή ταρταρούγα, με μπριγιάν στις άκρες τους, σε απόχρωση που ταίριαζε τέλεια με τα υπέροχα μαλλιά που δεν υπήρχαν πια! Ήταν ακριβά χτενάκια, το ήξερε, και η καρδιά της τα λαχταρούσε και τα ποθούσε χωρίς την παραμικρή ελπίδα ότι θα μπορούσε μια μέρα να τ' αποκτήσει. Και τώρα που ήταν δικά της, δεν είχε πια μπούκλες για να τις κοσμούν τα πολυπόθητα αυτά στολίδια.

Τα έσφιξε στην αγκαλιά της και μετά από ώρα κατάφερε να κοιτάξει τον Τζιμ στα μάτια με βλέμμα σκοτεινό και θλιμμένο χαμόγελο και να του πει: «Τα μαλλιά μου μεγαλώνουν τόσο γρήγορα, Τζιμ!»

Τότε, όμως, αναπήδησε ξαφνικά σαν αιλουροειδές και φώναξε: «Ω! Παραλίγο να το ξεχάσω!»

Ο Τζιμ δεν είχε ακόμα δει το όμορφο δώρο του. Του το έδωσε με λαχτάρα. Το ημιπολύτιμο μέταλλο γυάλιζε σαν ν'αντανακλούσε το δικό της φωτεινό και φλογερό πνεύμα.

«Δεν είναι χάρμα, Τζιμ; Γύρισα όλη την πόλη για να το βρω! Από 'δω και στο εξής, θα κοιτάς την ώρα εκατό φορές την ημέρα! Δός μου το ρολόι σου. Θέλω να δω πώς του ταιριάζει!»

Αλλά ο Τζιμ σωριάστηκε στον καναπέ, έβαλε τα χέρια πίσω απ'το κεφάλι του  και χαμογέλασε.

«Ντελ», είπε, «ας αφήσουμε τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μας στην άκρη κι ας τα ξεχάσουμε για λίγο καιρό. Παραείναι ωραία για να τα χρησιμοποιήσουμε, προς το παρόν. Βλέπεις, πούλησα το ρολόι μου για να σου αγοράσω τα χτενάκια!... Αλήθεια, τί γίνονται εκείνα τα περίφημα μπριζολάκια;»

Οι Μάγοι, όπως ξέρετε, ήταν σοφοί άνθρωποι - εξαιρετικά σοφοί άνθρωποι - που έφεραν δώρα στο Θείο Βρέφος στη Φάτνη. Απ' αυτούς ξεκίνησε η συνήθεια των Χριστουγεννιάτικων δώρων. Σοφοί καθώς ήταν, τα δώρα τους δε μπορούσαν παρά να είναι κι αυτά έξυπνα, πιθανώς με τη δυνατότητα ανταλλαγής σε περίπτωση που δύο ήταν τα ίδια. Κι εγώ, τώρα, σας διηγήθηκα κάπως άτεχνα την απλή αυτή ιστορία δύο ανόητων παιδιών σ' ένα διαμέρισμα, που εντελώς ασύνετα θυσίασαν, το ένα για το άλλο, τους μεγαλύτερους θησαυρούς του σπιτικού τους. Αλλά, σαν τελευταία λέξη προς τους σοφούς της εποχής μας, έχω να πω πως, απ' όλους που χαρίζουν δώρα, αυτοί οι δύο είναι οι σοφότεροι. Κι απ' όλους όσοι ανταλλάσσουν δώρα, εκείνοι που τους μοιάζουν είναι οι σοφότεροι. Αυτοί είναι οι αληθινοί Μάγοι.            

Ο Ο. Χένρι (καλλιτεχικό ψευδώνυμο του Ουίλιαμ Σίντνεϊ Πόρτερ) ήταν Αμερικανός συγγραφέας (1862 – 1910). Έγραψε έναν πολύ μεγάλο όγκο διηγημάτων και σύντομων αφηγημάτων, με κοινά χαρακτηριστικά τους, τα περισσότερα, το λεπτό χιούμορ, τη ζωηρή αφήγηση και  τα απρόσμενα γυρίσματα της τύχης με ό,τι συνέπειες μπορούσαν να έχουν στη ζωή των ηρώων του.    

Η μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός, τεύχος 95



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Δεκέμβριο του 2016http://fractalart.gr/ta-dwra-twn-magwn/

18 November 2016

Ο Συμβολισμός Στην Ποίηση (William Butler Yeats)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Εκτός από τα συναισθηματικά σύμβολα, τα σύμβολα δηλαδή που ανακαλούν μόνο συναισθήματα - και, υπό αυτή την έννοια, οτιδήποτε ελκυστικό ή αποκρουστικό μπορεί να πάρει συμβολική σημασία, παρ' όλο που οι μεταξύ τους σχέσεις είναι τόσο λεπτές ώστε να μη μπορούν να μας ευχαριστήσουν ολοκληρωτικά, έτσι και τα απομακρύνουμε από το ρυθμό και το μέτρο - υπάρχουν και τα διανοητικά σύμβολα που γεννούν μόνο ιδέες ή ιδέες ανάμεικτες με συναισθήματα. Και, αν εξαιρέσουμε τις καθορισμένες μυστικιστικές παραδόσεις και την όχι και τόσο καθορισμένη κριτική ορισμένων σύγχρονων ποιητών, μόνο αυτά ονομάζονται σύμβολα.

Τα περισσότερα πράγματα υπάγονται σε μια απ’ τις δύο κατηγορίες, ανάλογα με τον τρόπο που μιλάμε γι' αυτά, καθώς και με τα συμφραζόμενά τους, επειδή τα σύμβολα, έτσι και τα συνδέσουμε με τις ιδέες που δεν είναι απλά και μόνο θραύσματα των σκιών με τις οποίες ή διάνοια επιφορτίζει τα συναισθήματα που  ανακαλούν, είναι τα παιχνίδια του συμβολιστή ή του σχολαστικού και αργά ή γρήγορα ξεχνιούνται. Αν χρησιμοποιήσω τις λέξεις άσπρο ή βυσσινί σε μια οποιαδήποτε ποιητική φράση, τα συναισθήματα που θα μου ανακαλέσουν θα είναι ξεκάρφωτα και δε θα είμαι σε θέση να εξηγήσω γιατί μου τα προξένησαν. Αν, όμως, στην ίδια πρόταση εισαγάγω κάποια χειροπιαστά αντικείμενα, όπως έναν σταυρό ή ένα ακάνθινο στεφάνι, μου έρχεται στο νου η αγνότητα και η παντοκρατορία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, βλέπω μέσα στο μυαλό μου αμέτρητα νοήματα που συνδέονται με το άσπρο ή το βυσσινί με τους δεσμούς ενός λεπτού υπαινιγμού, κι αυτό ισχύει και για το συναίσθημα και για τη νόηση, και, ακόμα κι όταν περάσω το κατώφλι του ύπνου, τα βλέπω να σκορπίζουν τα  φώτα και τις σκιές μιας ακαθόριστης γνώσης σχετικά με αυτό που μέχρι πριν λίγο μπορεί να θεωρούσα στειρότητα και θορυβώδη βία.

Η νόηση είναι εκείνη που αποφασίζει σε ποιό σημείο ο αναγνώστης θα αναλογιστεί την εναλλαγή των συμβόλων, κι αν τα  σύμβολα αυτά είναι μόνο συναισθηματικά, τότε η άποψη που έχει, περνάει μέσα από τις κακοτυχίες και τα  πεπρωμένα του κόσμου, αν όμως είναι και διανοητικά, γίνεται κι ο ίδιος ένα κομμάτι της  απόλυτης διανόησης και παίρνει μέρος στην εναλλαγή. Στη θέα μιας λιμνούλας κάτω από το φώς του φεγγαριού, η συγκίνηση που μου προξενεί ή ομορφιά της μπερδεύεται με την ανάμνηση του ανθρώπου που είχα δει να οργώνει τη γη στις όχθες της ή των εραστών που είδα εκεί τις προάλλες, αλλά αν κοιτάξω μόνο το φεγγάρι φέρνοντας στο νου μου κάποια από τις αρχαίες ονομασίες και μορφές του, τότε κινούμαι ανάμεσα στους θεούς και τα  πράγματα που μας απελευθέρωσαν από τον θνητό μας εαυτό, τον εβένινο πύργο, τη βασίλισσα του νερού, το μεγαλόπρεπο ελάφι μέσα στα μαγεμένα δάση, τον άσπρο λαγό που  κάθεται στην κορφή ενός λόφου, τον τρελό των παραμυθιών με το αστραφτερό του κύπελλο γεμάτο όνειρα, και μπορεί και να πιάσω φιλίες με κάποια από τούτες τις οπτασίες, ίσως και να συναντήσω τον Θεό εκεί ψηλά.

Έτσι, λοιπόν, αυτός που  συγκινείται από τον Σαίξπηρ, ο οποίος αρκείται στα συναισθηματικά σύμβολα για να μας προσεγγίσει, ταυτίζεται με τη συνολική άποψη του κόσμου, αυτός, όμως, που  συγκινείται από τον Δάντη ή τον μύθο της Δήμητρας, ταυτίζεται με τη σκιά του Θεού ή κάποιας θεάς και επομένως, αυτός που είναι απασχολημένος με διάφορα πράγματα απέχει από τα σύμβολα, η ψυχή ωστόσο κινείται ανάμεσα σε σύμβολα και εκφράζεται μέσω των συμβόλων όταν την καταλαμβάνει νάρκη ή τρέλα, ή όταν ο βαθύς διαλογισμός την έχει αποδεσμεύσει από τις παρορμήσεις που δεν της ανήκουν. «Και τότε», είπε ο Ζεράρ ντε Νερβάλ μιλώντας για την τρέλα του, «ίδα μπροστά μου να σχηματίζονται αμυδρά εικόνες από αγάλματα της αρχαιότητας τα οποία σιγά σιγά πήραν τη μορφή τους, έγιναν συγκεκριμένα και ήταν σαν να αντιπροσώπευαν σύμβολα των οποίων τη σημασία μόλις και μετά βίας κατάφερα να συλλάβω».

Σε κάποια παλιότερη εποχή, θα ανήκε σ’ αυτή τη μεγάλη παρέα που η εγκράτεια στέρησε από τις ψυχές της την ελπίδα και τη μνήμη, τον πόθο και τη μετάνοια, κι ίσως πιο αποτελεσματικά απ’ όσο θα μπορούσε η τρέλα του να τα στερήσει όλα αυτά από την ψυχή του, κάνοντάς τις έτσι να αποκαλύψουν την εναλλαγή των συμβόλων στα οποία οι άνθρωποι υποκλίνονται μπροστά στους βωμούς και προσπαθούν να τα  καλοπιάσουν με λιβάνι και αναθήματα. Καθώς, όμως, ανήκει στην εποχή μας, ήταν κι αυτός σαν τον Μαίτερλινγκ, σαν τον Βιλιέ ντε Λίλ-Αντάμ στον Άξελ, σαν όλους αυτούς που ασχολήθηκαν με τα  διανοητικά σύμβολα στην εποχή μας, που  προφήτεψαν το νέο ιερό βιβλίο του οποίου όλες οι τέχνες, όπως είπε κάποιος, αρχίζουν να ονειρεύονται. Πώς είναι δυνατόν να ξεπεράσουν οι τέχνες τον αργό θάνατο της ψυχής του ανθρώπου, τον οποίο εμείς ονομάζουμε πρόοδο του κόσμου, και να αγγίξουν ξανά τις χορδές της ανθρώπινης καρδιάς χωρίς να ντύνονται τη θρησκεία, όπως γινόταν παλιά;

Αν υποθέσουμε πως οι άνθρωποι αποδέχονται τη θεωρία ότι ή ποίηση μάς συγκινεί χάρις στο συμβολισμό της, τί είδους αλλαγή θά ‘πρεπε να αναζητήσουμε στο ύφος της  ποίησής μας; Μια επιστροφή στους τρόπους των προγόνων μας, ένα μείγμα περιγραφών της  φύσης στο όνομα της  ίδιας της φύσης, του ηθικού νόμου στο όνομα του ίδιου του ηθικού νόμου, ένα μείγμα όλων των ανεκδότων και όλης αυτής της  μελέτης των επιστημών, που τόσο συχνά έκαναν να κοπάσει η φλόγα που φώλιαζε στον Τέννυσον, και αυτής της ορμητικότητας που μας ωθεί να κάνουμε ορισμένα πράγματα ή, με άλλα λόγια, θα ’πρεπε να συνειδητοποιήσουμε πως οι πρόγονοί μας έκαναν μάγια στον βήρυλλο για να τον κάνουν να φανερώσει τις εικόνες του πυρήνα του αντί να αντικατοπτρίζει τα γεμάτα ενθουσιασμό πρόσωπά μας ή τα  κλαδιά που  ταλαντεύονται έξω από το παράθυρο.

Μ’ αυτή τη μετάθεση του κέντρου βάρους, αυτή την επιστροφή στη φαντασία, με τη συναίσθηση ότι οι νόμοι της τέχνης, που  είναι και οι κρυφοί νόμοι του κόσμου, μπορούν από μόνοι τους να περιορίσουν τη φαντασία, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αλλαγή στο ύφος, και θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μέσα από τη σοβαρή ποίηση κάποιους ενεργητικούς ρυθμούς, όπως για παράδειγμα αυτόν του δρομέα, που ή θέληση τους έχει εφεύρει έχοντας πάντα κατά νου να φτιάξει ή να διαλύσει κάτι και θα ’πρεπε να αναζητήσουμε όλους αυτούς τούς κινητικούς, στοχαστικούς και οργανικούς ρυθμούς, οι οποίοι αποτελούν την ενσωμάτωση της φαντασίας που δεν μισεί και δεν επιθυμεί τίποτα επειδή έχει πια ξεμπερδέψει με τον χρόνο, και το μόνο που θέλει είναι να ρίξει το βλέμμα της σε κάποια πραγματικότητα, σε κάποια ομορφιά - κι ούτε θα ήταν πια δυνατό για κανέναν να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα της μορφής σε όλες της τις εκφάνσεις, γιατί, παρ' όλο που  μπορείς να εκθέσεις μια άποψη ή να περιγράψεις ένα πράγμα, όταν δεν έχεις επιλέξει σωστά τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσεις, δεν μπορείς να δώσεις μορφή σε κάτι που  κινείται πέρα από τις αισθήσεις, εκτός βέβαια αν οι λέξεις σου είναι τόσο εκλεπτυσμένες, τόσο περίτεχνες, σαν να είναι γεμάτες με μια μυστηριώδη ζωή, όπως το σώμα ενός λουλουδιού ή μιας γυναίκας.

Η μορφή της  προσωπικής ποίησης, αντίθετα από τη μορφή της λαϊκής ποίησης, μπορεί στ’ αλήθεια να είναι σκοτεινή καμιά φορά, ή ακόμα και ακατανόητη, όπως σε κάποια από τα  ωραιότερα Τραγούδια της  Αθωότητας και της Εμπειρίας, αλλά η τελειότητά της δεν πρέπει να επιδέχεται καμιά ανάλυση, και η λεπτολογία της οφείλει να αποκτά ένα καινούργιο νόημα κάθε μέρα, κι όλα αυτά πρέπει να τα  κατέχει, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για ένα τραγουδάκι γραμμένο σε μια στιγμή νωχελικής ονειροπόλησης, ή για ένα σπουδαίο έπος βγαλμένο μέσα από τα όνειρα ενός ποιητή και εκατομμυρίων γενεών που δεν κούρασαν ποτέ τα χέρια τους με το ξίφος.

Η μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ευθύνη, τεύχος 305, μετά από επιθυμία του τότε διευθυντή Κώστα Ε. Τσιρόπουλου



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Νοέμβριο του 2016
http://fractalart.gr/w-m-yeats/

12 November 2016

Dario Fo: Υπάρχει Ένας Τρελός Βασιλιάς Στη Δανιμαρκία

Σε μια λαβυρινθώδη όσο και σκοτεινή εποχή της ευρωπαϊκής ιστορίας είναι αφιερωμένο το ιστορικό μυθιστόρημα του Ντάριο Φο Υπάρχει ένας τρελός βασιλιάς στη Δανιμαρκία –τίτλος που παραφράζει τη γνωστή φράση από τον Άμλετ του Σαίξπηρ «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή, καθώς σ’ αυτή την περίπτωση η Ιστορία αντιγράφει την τέχνη, αν αναλογιστεί κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του Σαίξπηρ και τα –πολύ μεταγενέστερα– ιστορικά γεγονότα που τόσο γλαφυρά και παραστατικά παρουσιάζονται στο βιβλίο.

Αν μη τι άλλο, η Ιστορία είναι γεμάτη από γεγονότα που προσφέρονται για μυθιστορηματική απόδοση, πόσο μάλλον όταν περιλαμβάνουν ίντριγκες, συνωμοσίες, αντισυμβατικές προσωπικότητες, συγκρούσεις συμφερόντων, πάθη και εγκληματικές ενέργειες. Εδώ ως κεντρικό σημείο αναφοράς έχουμε το χρονικό της βασιλείας του Χριστιανού Ζ’ της Δανίας-Νορβηγίας (1766-1808), το οποίο περιγράφει όλα αυτά και ακόμα περισσότερα – χαρακτηριστικό είναι ότι η συγκεκριμένη ιστορία έχει αποτελέσει κι άλλες φορές βάση και έμπνευση για λογοτεχνικά έργα, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες, όπως το The Dictator του Βίκτορ Σάβιλ (1935) και το πιο πρόσφατο A Royal Affair του Ελληνοδανού Νικολάι Αρσέλ (2012).

Ο Ντάριο Φο ούτε δικαιολογεί ούτε ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις – αλλά με την εξαιρετική του δεινότητα δίνει μια άλλη διάσταση σε μια σειρά από γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη Δανία του 18ου αιώνα και ως ένα βαθμό επηρέασαν και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Ο Χριστιανός Ζ’, γιος του Φρειδερίκου Ε’, χρίστηκε βασιλιάς της Δανίας σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών. Έπασχε εκ γενετής από μια περίπλοκη εγκεφαλική διαταραχή η οποία τον ωθούσε σε συμπεριφορές μη συμβατές κοινωνικά, ακόμα και προκλητικές πολλές φορές. Ωστόσο υπήρχαν διαστήματα κατά τα οποία διατηρούσε σε αρκετά μεγάλο βαθμό την πνευματική του διαύγεια, και κατά τα διαστήματα αυτά η σκέψη του ήταν συγκροτημένη, και ο ίδιος έδειχνε μια προχωρημένη για την εποχή διάθεση για προοδευτικές πολιτικές κινήσεις. Αλλά ήταν αυτή η ιδιότυπη «τρέλα» του που τον εμπόδιζε να αναλάβει ουσιαστική δράση σαν βασιλιάς, με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνεχώς δίπλα του συμβούλους και έμπιστα πρόσωπα που δρούσαν εξ ονόματός του.

Ο γάμος του με τη Βρετανίδα Καρολίνα Ματθίλδη, αν και ήταν ένα από τα τόσα πολιτικά «προξενιά» που συνηθίζονταν τότε για να εξυπηρετήσουν διάφορες σκοπιμότητες εκατέρωθεν, θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος καθώς υπήρχε αληθινή αγάπη και από τις δύο πλευρές, ωστόσο δεν είχε τόσο ιδανική πορεία, καθώς το ζευγάρι αδυνατούσε να περάσει αρκετό χρόνο μαζί, ακριβώς εξαιτίας της διαταραχής του Χριστιανού και της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του προς τη γυναίκα του – απόρροια κι αυτή της ασθένειάς του. Παρ’ όλα αυτά, έκαναν ένα παιδί, τον Φρειδερίκο, μελλοντικό διάδοχο του θρόνου. Η Καρολίνα απέκτησε αναπόφευκτα εραστή στο πρόσωπο του γιατρού –και μετέπειτα πρωθυπουργού– Γιόχαν Φρίντριχ Στρούνζε, αλλά καθώς ο τελευταίος ήταν άτομο που ο Χριστιανός συμπαθούσε ιδιαίτερα και εμπιστευόταν απεριόριστα σε ό,τι είχε να κάνει με τις πολιτικοκοινωνικές του κινήσεις και δραστηριότητες, και έχοντας γνώση ο ίδιος της δικής του κατάστασης, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε μ’ αυτή τη σχέση, αλλά την ενθάρρυνε κιόλας.

Ανίκανος να κυβερνήσει ουσιαστικά, ωστόσο είχε την ικανότητα να βλέπει μακριά και να αντιλαμβάνεται τα νέα ήθη. Βαθιά επηρεασμένος από τους Γάλλους διαφωτιστές, και με τη συνεχή καθοδήγηση του Στρούνζε προς αυτή την κατεύθυνση, επιθυμούσε στη συνέχεια να εφαρμόζει προοδευτικούς νόμους και στη Δανία, κάτι που φυσικά δεν μπορούσε να μείνει χωρίς αντίδραση από τις τάξεις των ευγενών και των προνομιούχων. Παράλληλα, είχε ν’ αντιμετωπίσει και τη μητριά του, την αδίστακτη και δολοπλόκα Τζουλιάνα Μαρία, η οποία, επιθυμώντας να δει στην εξουσία τον δικό της γιο και ετεροθαλή αδελφό του Χριστιανού, μηχανευόταν σχέδια κι έστηνε συνωμοσίες με θύματα πρόσωπα που ήταν κοντά στον πρόγονό της και τον επηρέαζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αποφασισμένη να μη σταματήσει μέχρι να πετύχει το στόχο της. Κάτι που τελικά κατάφερε, αλλά όχι χωρίς συνέπειες σε βάθος χρόνου.

Στη συνέχεια η δράση αλλάζει πρωταγωνιστή καθώς στο προσκήνιο έρχεται ο Φρειδερίκος, γιος του Χριστιανού και της Καρολίνας, ο οποίος ζει τα πρώτα χρόνια της ζωής του απομακρυσμένος από τους γονείς του. Μεγαλώνοντας, αναλαμβάνει δράση∙ καταφέρνει να γίνει αντιβασιλέας και αποφασίζει, μαζί με πιστούς του συμβούλους, να εφαρμόσει τους προοδευτικούς νόμους του πατέρα του, καθώς και άλλους που σηματοδότησαν βασικές αλλαγές στον πολιτικό και κοινωνικό, κυρίως, χάρτη της Ευρώπης.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, με σημαντική διαφορά στο ύφος μεταξύ τους. Το πρώτο μέρος έχει τη μορφή ημερολογίων, με τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας να αφηγούνται εκ περιτροπής τα γεγονότα. Με το εύρημα της ημερολογιακής καταγραφής, ο Φο κάνει τους ήρωές του πιο προσιτούς και πιο ανθρώπινους, ενώ παράλληλα αφήνει τον αναγνώστη σχεδόν ανεπηρέαστο να βγάλει τα συμπεράσματά του γι’ αυτούς και τις πράξεις τους. Εξάλλου, δεν υπάρχει καλύτερο δείγμα για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου από μια προσωπική του εξομολόγηση. Το δεύτερο μέρος, που αναφέρεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον γιο του Χριστιανού, Φρειδερίκο, είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σαν να λέμε από την πλευρά του ιστορικού. Αναφέρονται εδώ πολλές ιστορικές λεπτομέρειες για την εποχή, για τους νόμους που εφαρμόστηκαν εν μέσω πολλών αντιδράσεων, ενώ γίνεται εις βάθος σκιαγράφηση της προσωπικότητας του Φρειδερίκου μέσα από τις δραστηριότητές του από τη θέση του αντιβασιλέα αλλά και από τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς του.

Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, μιλώντας για το βιβλίο, ο Ντάριο Φο ανέφερε ότι αυτό που του κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη ιστορία ήταν το ότι τα καταγεγραμμένα ντοκουμέντα παρέλειπαν πολλές σημαντικές λεπτομέρειες ή λογόκριναν άλλες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλα κενά αλλά και λανθασμένες ίσως εκτιμήσεις. Έκανε λοιπόν προσωπική έρευνα και μπόρεσε να αντλήσει στοιχεία από άλλες πηγές για να καταφέρει να έχει μια συνολική εικόνα που να καλύπτει όχι μόνο την εποχή αλλά και τους ήρωές του, με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για το χαρακτήρα και το οικογενειακό και κοινωνικό υπόβαθρό τους. Αυτά τα στοιχεία τα ενώνει πολύ έξυπνα με δικές του παρεμβάσεις, πάντα με το άλλες φορές λεπτό κι άλλες φορές καυστικό χιούμορ του, με μικρά αλλά εύστοχα σχόλια για τη δική μας εποχή, και διακριτικά κλεισίματα του ματιού που μπορεί και να περάσουν απαρατήρητα, αξίζει ωστόσο να μπει κανείς στον κόπο να τα ανακαλύψει.

Τα πορτρέτα που συνοδεύουν το κείμενο έχουν φιλοτεχνηθεί από τον ίδιο τον Ντάριο Φο. Με βάση πρωτότυπες προσωπογραφίες εκείνης της εποχής, ο Φο τα ξαναέφτιαξε από την αρχή, δίνοντάς τους μια μοντέρνα άποψη, και παρόλο που πρόκειται για απλές απεικονίσεις προσώπων, δεν λείπει αυτή η ιδιαίτερη λεπτομέρεια από την κάθε μία, που τονίζει κάτι από τον χαρακτήρα ή την προσωπικότητα του ήρωα που αναπαριστά. Αυτά τα πορτρέτα αποτελούν βασικό συστατικό της ιστορίας και της αφήγησής της – άλλωστε και ο ίδιος ο Ντάριο Φο αφιερώνει ένα μικρό κεφάλαιο στο τέλος για την παρουσίαση και μια σύντομη ανάλυσή τους, προσθέτοντας τα δικά του καίρια και χιουμοριστικά σχόλια γι’ αυτά. Η πολύ καλή μετάφραση είναι της Φωτεινής Ζερβού.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/5984-dario-fo-trelos-vasilias

27 October 2016

Σύρμω Μιχαήλ: Ο Πιο Γλυκός Χορός

Ο «Πιο γλυκός χορός» της Σύρμως Μιχαήλ περνάει, μέσα από ανάλαφρο κλίμα, ένα ιδιαίτερα σημαντικό μήνυμα. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από μια μελισσούλα, τη Μπη, την οποία ακολουθούμε από τις πρώτες στιγμές της ζωής της μέσα στην κυψέλη μέχρι που μεγαλώνει, βγαίνει έξω και αρχίζει να συνειδητοποιείται σαν οντότητα και προσωπικότητα.

Η Μπη δέχεται με ενθουσιασμό όλες τις δραστηριότητες που καλείται να διεκπεραιώσει μέσα στην κυψέλη και μαθαίνει με χαρά όλα όσα πρέπει να ξέρει για την μετέπειτα ζωή της. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν έρχεται η στιγμή που πρέπει να μάθει τον χορό των μελισσών, μια διαδικασία απολύτως απαραίτητη τόσο για την επιβίωσή της όσο και για την διατήρηση της αρμονικής επικοινωνίας της με τις άλλες μέλισσες. Μια διαδικασία τόσο φυσική και απλή για τις υπόλοιπες μέλισσες γίνεται για τη Μπη πραγματικός βραχνάς γιατί ούτε είναι καλή στο χορό ούτε της αρέσει ιδιαίτερα.

Το θέμα της διαφορετικότητας έρχεται εδώ να παρουσιαστεί μέσα σε ένα ανάλαφρο πλαίσιο, χωρίς ωστόσο να χάνει σε βαρύτητα ή σημασία. Η Μπη είναι μια συνηθισμένη μέλισσα που κανείς δε θα περίμενε ότι θα έχει κάποια ιδιαιτερότητα. Ωστόσο όταν κάποια στιγμή αυτό γίνεται αντιληπτό, αρχίζει και η ίδια να έχει ανασφάλειες και αμφιβολίες. Σ’ αυτή την περίπτωση, είναι η φιλία που θα δώσει τη λύση, με τη μορφή της καλής φίλης της Μπη. Η Χάνη, μια άλλη μελισσούλα που ήταν μαζί με τη Μπη σχεδόν από την αρχή της ζωής της, είναι σαν συμπλήρωμά της. Τα ονόματά τους είναι ουσιαστικά η λέξη ‘μέλισσα’ στα αγγλικά, χωρισμένη στα δύο: Honey (Χάνη) + Bee (Mπη) από το ‘honeybee’, που σημαίνει συγκεκριμένα την εργάτρια μέλισσα. Όταν η μία βοηθάει την άλλη, το αποτέλεσμα δε μπορεί παρά να είναι κάτι πολύ καλό.

Η Χάνη ενθαρρύνει και στηρίζει τη φίλη της κι έτσι η Μπη αποκτά την αυτοπεποίθηση που της λείπει και συνειδητοποιεί ότι πολλές φορές δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς το φοβερό ταλέντο για να καταφέρει κάτι, φτάνει να έχει θέληση, γνώσεις και δημιουργικότητα. Μια απλή συμβουλή από την βασίλισσα της κυψέλης της δίνει την καθοριστική ώθηση για να πάψει να διστάζει, και να δοκιμάσει τις δυνατότητές της στο χορό των μελισσών με τον δικό της τρόπο και, γιατί όχι, ακόμα και με λίγο αυτοσχεδιασμό.

Η ενθάρρυνση από τον κοινωνικό και οικογενειακό περίγυρο, η πίστη στις ατομικές ικανότητες, η ουσιαστική κατανόηση και αποτελεσματική αξιοποίηση της γνώσης είναι μερικά ακόμα από τα θέματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο, μέσα πάντα από την ζωηρή αφήγηση της μελισσούλας. Πολύ χαριτωμένη και η εξαιρετική εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/5900-o-pio-glikos-xoros

20 October 2016

Άλισον Φαλκονάκη: Η Φωνή της Ρόζι


Με τη «Φωνή της Ρόζι», η Άλισον Φαλκονάκη δίνει, μέσα από μια απλή ιστορία ένα δυνατό μήνυμα για το πώς μπορεί ένα μικρό παιδί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ψυχολογικό πόλεμο που μπορεί να δέχεται στο περιβάλλον του σχολείου. Η βία δεν είναι το αντίδοτο για τη βία – αντίθετα πολλές φορές η ψυχραιμία και η ανωτερότητα φέρνουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

Είναι πολλές οι περιπτώσεις των παιδιών που υφίστανται ψυχολογική ή και σωματική βία στο σχολείο
. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που φυσικά δεν είναι καινούριο, απλά τώρα αφ’ ενός γίνονται πιο εύκολα γνωστά τα περιστατικά, και αφ’ ετέρου τα παιδιά (και όχι μόνο) λόγω της ταχύτητας με την οποία τα πάντα κινούνται και εξελίσσονται, δεν σκέφτονται δυο φορές πριν να πουν κάτι, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνονται ότι αυτό που θα πουν ή θα κάνουν ίσως και να έχει συνέπειες για κάποιον άλλον άνθρωπο.

Η Ρόζι δέχεται αδιαμαρτύρητα τις προσβολές και τις επιθέσεις από συμμαθήτριές της, όχι επειδή δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει, αλλά επειδή δεν έχει βρει τον τρόπο. Πολλές φορές είναι πιο εύκολο να αποδέχεται κανείς το ρόλο του θύματος μιας κατάστασης, παρά να προσπαθήσει να αλλάξει τα δεδομένα. Όχι βέβαια επειδή πραγματικά θέλει να παραμένει θύμα, αλλά γιατί έτσι οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι για όλους. Το να αναλαμβάνει κανείς έναν ρόλο πιο δυναμικό συνεπάγεται και ευθύνες, ενώ το να παραμένει θύμα τον καθιστά ευάλωτο μέλος μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης κοινωνίας, και άρα από τη μια εύκολο στόχο, αλλά και από την άλλη αντικείμενο οίκτου και αβίαστης συμπάθειας.

Ο ήπιος χαρακτήρας της συνεσταλμένης Ρόζι δεν της επιτρέπει αρχικά να αντισταθεί στις διαφόρων ειδών προσβολές που υφίσταται, ενώ διστάζει να μοιραστεί το πρόβλημά της με κάποιον που θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Μήπως όμως στο βάθος αντιλαμβάνεται ότι το μόνο άτομο που μπορεί αποτελεσματικά και τελεσίδικα να δώσει λύση στο πρόβλημά της είναι η ίδια; Όταν βρίσκει ένα πληγωμένο πουλάκι στο δρόμο – ένα πλάσμα δηλαδή πιο αδύναμο απ’ αυτήν, που χρειάζεται τη βοήθειά της – αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει τη συμπεριφορά της. Το ενδιαφέρον της στρέφεται εκεί, και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προστατεύσει το πουλάκι.

Αυτή η διαδικασία την αλλάζει σταδιακά, αν και δεν το αντιλαμβάνεται άμεσα. Στο σχολείο, τα κορίτσια που την έχουν βάλει στο μάτι εξακολουθούν να την ενοχλούν, ωστόσο τώρα εκείνη διαπιστώνει πως είναι πλέον σε θέση να σταθεί απέναντί τους και δε χρειάζεται ουσιαστικά να κάνει τίποτα, παρά μόνο ένα πράγμα: να τους δείξει ότι δεν τις φοβάται. Γιατί πραγματικά δεν τις φοβάται πια. Το όπλο των ανθρώπων που εκφοβίζουν τους άλλους – είτε είναι στο σχολείο, είτε μέσα στην οικογένεια, είτε στο εργασιακό περιβάλλον – είναι ο φόβος που φροντίζουν να προξενούν στα εν δυνάμει θύματά τους. Όταν αυτός ο φόβος παύει να υφίσταται, παύει να υφίσταται και ο εκφοβισμός, και τα άτομα αυτά κυριολεκτικά μένουν ξεκρέμαστα, καθώς δεν έχουν κανένα άλλο όπλο για να επιβληθούν.

Η αυτοπεποίθηση που απέκτησε η Ρόζι όταν έστρεψε το ενδιαφέρον της σχεδόν ολοκληρωτικά σε κάποιο άλλο πλάσμα, δείχνει επίσης ότι το νοιάξιμο για τους άλλους και η αλληλεγγύη βοηθάει το παιδί να «χτίσει» τον χαρακτήρα του όχι γύρω από τον εαυτό του, αλλά σε συνάρτηση με την κοινωνία. Η σχέση με τους γύρω είναι αμφίδρομη – όπως τους αντιμετωπίζεις, σε αντιμετωπίζουν. Αν το παιδί μάθει από μικρό τον τρόπο να διατηρεί την αυτονομία του και την αυτοκυριαρχία του και να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις κακοτοπιές στο σχολείο χωρίς να χάνει την ανθρωπιά του, είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα για το πώς θα εξελιχθεί σαν άτομο και πώς θα συμπεριφέρεται αργότερα μέσα στην ευρύτερη κοινωνία.

Η αφήγηση είναι απλή, χωρίς διδακτισμούς, λιτή αλλά διαποτισμένη με ευαισθησία, με τις όμορφες εικόνες της Σοφίας Γαλή να τη συνοδεύουν ιδανικά. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου υπάρχουν δραστηριότητες και παιχνίδια που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας και στην εμπέδωση των μηνυμάτων της.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/5868-foni-rozi

29 September 2016

Για τα 'Λόγια Σιωπής' του Κώστα Χωρεάνθη

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωματικό, μια κατάθεση μνήμης που κατά κάποιο τρόπο κλείνει έναν κύκλο. Περιλαμβάνει ανέκδοτα ποιήματα του Κώστα Χωρεάνθη, που καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό και δημιουργικό φάσμα, ξεκινώντας από την εποχή της εφηβείας και φτάνοντας μέχρι τα τελευταία του χρόνια.

Τα ποιήματα αυτά αφορούν κοινωνικούς προβληματισμούς, προσωπικές αναζητήσεις και βιώματα, επίκαιρα θέματα της εκάστοτε εποχής. Η συναισθηματική φόρτιση σε κάποια από αυτά είναι έντονη, καθώς είναι αφιερωμένα σε αγαπημένα πρόσωπα και αξέχαστους φίλους.

Τα περισσότερα ποιήματα ως το 1989 περίπου ήταν ήδη οργανωμένα σε συλλογές από τον ίδιο, εκτός από ορισμένα που βρέθηκαν ανάμεσα σε γράμματα και σημειώσεις.

Στο πλαίσιο του αφιερωματικού που ανέφερα προηγουμένως, θεωρήσαμε σκόπιμο να συμπεριληφθούν στο βιβλίο σημειώματα αγαπητών μας προσώπων. Ο Γιώργος Γαλάντης και η Φιλομήλα Βακάλη είναι οικογενειακοί φίλοι από χρόνια. Ο κ. Νίκος Κιουράνης και ο κ. Βαγγέλης Ζύμαρης ήταν φίλοι του ΚΧ από τη Χίο.

Τα σχέδια και το εξώφυλλο είναι του ίδιου, διακοσμητικά που συνόδευαν τα ποιήματα αλλά και θεματικά σκίτσα. 

Η πρωμετωπίδα είναι ένα πορτρέτο του Κώστα από τον παιδικό του φίλο Γιώργο Κουκούμυαλο, ναυτικό από τη Χίο, και έρχεται από την εποχή του Γυμνασίου. 

Το ποίημα που θα διαβάσω γράφτηκε για τον Στρατή Ζαχαριάδη, με αφορμή την πρόωρο θάνατό του. Ο Στρατής ήταν επίσης παιδικός φίλος του, από τους πιο στενούς και αγαπητούς, μετέπειτα γνωστός δημοσιογράφος και νονός μου.


ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Βιβλία των νεκρών φίλων
Ζεστές ανάσες στην κόλαση της ζωής
Χειρόγραφα κιτρινισμένα
Ρυτίδες αγωνίας σπασμοί κρυφών ωδίνων
Όταν η ανίδρωτη αναξιοπρέπεια
Γιόμιζε την οσμή με αρώματα καταναλωτικά
Με μιαν υπεροψία υποταγής
Κι ο καθημερινός προαγωγός
Γύμνωνε τη ζωή στο πεζοδρόμιο της ηθικής.

Βιβλία κλεισμένα και χειρόγραφα ανοιχτά
Αγρίμια που δεν ξέρουνε το δρόμο
Για τη βαλσαμωμένη βιτρίνα των περίεργων
Εδώ που ο λογισμός ακροβατεί
Στων αριθμών τη βέβαιη ισορροπία
Στο συρματόσκοινο των υπολογισμών
Κι όπου ο παλμός χορεύει ανυποψίαστα
Σε ανάλαφρα θωράκια οικοδομών
Σε αστραφτερά κλουβιά συναλλαγών.

Βιβλία και χειρόγραφα
Φίλων νεκρών που ζωντανεύουν ξαφνικά
Στην καλοσύνη της εσπέρας.


Το πρώτο κομμάτι που θα ακούσουμε είναι δύο αποσπάσματα από το ορατόριο Κοσμάς ο Αιτωλός, σε κείμενο ΚΧ και μουσική Σωκράτη Βενάρδου, που ανέβηκε στον Λυκαβηττό το 1979, και στη συνέχεια σε πόλεις της Ελλάδας, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το μαρτύριο του Εθναπόστολου Κοσμά Αιτωλού.

Το επόμενο κομμάτι είναι ένα μελοποιημένο ποίημα από την ποιητική συλλογή του ΚΧ ΑΣΚΗΣΗ. Είναι το ποίημα Rosa Virginis, και μελοποιήθηκε από τον Μανώλη Κουναλάκη, οικογενειακό φίλο και μουσικοσυνθέτη, όταν ακόμα ήταν φοιτητής Ιατρικής, ο οποίος χάθηκε πρόωρα πριν από λίγα χρόνια. Η ηχογράφηση έγινε στο τότε σπίτι μας, στον Άγιο Σώστη.


Ομιλία που εκφωνήθηκε στα πλαίσια της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο Polis Art Cafe τον Σεπτέμβριο του 2016 σαν αφιέρωμα στον Κώστα Χωρεάνθη με αφορμή τα 20 χρόνια από την εκδημία του.

2 September 2016

Γιώτα Κ. Αλεξάνδρου: Φένια, Η Αγαπημένη Των Ήχων


Πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε την διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα των άλλων; Όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι η κοινωνία μας έχει προχωρήσει και έχει απαλλαγεί από ταμπού και προκαταλήψεις, στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ιδίως όσον αφορά τα παιδιά, που συνεχώς βομβαρδίζονται από πρότυπα υποτιθέμενης τελειότητας στα οποία, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, καλούνται να μοιάσουν, είτε από τα ΜΜΕ είτε από το περιβάλλον τους, χωρίς να είναι σε θέση να κρίνουν αντικειμενικά τα ίδια και να ξεχωρίσουν τι είναι αληθινό και ουσιαστικό.

Πολλές φορές οι άνθρωποι με ιδιαιτερότητες αντιμετωπίζονται με καχυποψία και έλλειψη κατανόησης, ακόμα και από άτομα που, θεωρητικά, τα έχουν ξεπερασμένα όλα αυτά. Οι σύγχρονες κοινωνίες μας είναι δομημένες με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται σχεδόν αποκλειστικά στις ανάγκες των μελών τους που δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, κάτι που αυτόματα περιορίζει κάποιους στο περιθώριο, λιγότερο ή περισσότερο.

Είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν τα άτομα με ιδιαιτερότητες είναι παιδιά, καθώς το σχολικό περιβάλλον δεν είναι πάντα φιλικό ούτε και διατεθειμένο να δει και την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μπει έστω στη διαδικασία να σκεφτεί ότι όπως ούτε τα πράγματα που βλέπουν γύρω τους δεν είναι μονοδιάστατα, έτσι και οι άνθρωποι έχουν πολλές πλευρές και η διαφορετικότητα είναι μία από αυτές. Από την άλλη, η όποια διαφορετικότητα δεν κάνει τον άνθρωπο που την έχει κάτι αξιοπερίεργο, απλά είναι ένα στοιχείο του εαυτού του, καθ’ όλα άξιο σεβασμού από τον περίγυρό του.

Με το έξυπνο και πολύ τρυφερό κείμενό της, η Γιώτα Αλεξάνδρου καταπιάνεται μ’ αυτό το θέμα με ευαισθησία και σεβασμό. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, και υπάρχει συναισθηματική φόρτιση καθώς ο μικρός αφηγητής τυχαίνει να συνδέεται με την ηρωίδα με συγγενικούς δεσμούς. Μας μιλάει για τη Φένια, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τον δικό της τρόπο – μέσα από τους ήχους. Η τεχνική ιδιαιτερότητά της δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά της, καθώς η ουσία της ιστορίας είναι και παραμένει ότι η Φένια είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα το οποίο απλώς βλέπει τον κόσμο με μάτια διαφορετικά.

Είναι για εκείνη απόλυτα φυσιολογικό να βλέπει με ήχους ή να αντιλαμβάνεται τα χρώματα με το συναίσθημα. Πράγματα αυτονόητα για τον πολύ κόσμο, για τη Φένια απαιτούν προσπάθεια, ωστόσο εκείνη έχει βρει τον δικό της κώδικα επικοινωνίας και ανταπόκρισης. Ουσιαστικά είναι πιο δύσκολο για τα άλλα παιδιά να αντιληφθούν τον κόσμο της Φένιας απ’ όσο είναι για τη Φένια να προσπαθεί να προσαρμόζεται καθημερινά στον δικό τους.

Παρ’ όλα αυτά η Φένια, με την ηρεμία, την καλοσύνη και την αισιοδοξία της, καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθεια και την εκτίμηση ακόμα κι εκείνων που την περιγελούσαν. Σ’ αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο που η συγγραφέας χειρίζεται την περίπτωση αυτή. Δεν είναι πάντα εύκολο για έναν δάσκαλο – ή, εν πάση περιπτώσει, για όποιον ενήλικα έχει, με οποιοδήποτε τρόπο την ευθύνη μιας ομάδας παιδιών – να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μια τέτοιου είδους προβληματική κατάσταση. Η δασκάλα του βιβλίου, αντί να καταφύγει σε κηρύγματα και νουθεσίες, ουσιαστικά βάζει όλα τα παιδιά στη θέση της Φένιας με τον πιο φυσικό τρόπο: τα παρακινεί να κλείσουν τα μάτια τους και να προσπαθήσουν να αντιληφθούν, έστω και για λίγο, έναν κόσμο χωρίς εικόνες: αυτό δηλαδή που κάνει η Φένια όλη της τη ζωή. Χάρις σ’ αυτή την φαινομενικά απλή δραστηριότητα,  τα παιδιά που κορόιδευαν τη Φένια επειδή μπορεί να σκόνταφτε σε μια κλειστή πόρτα ή σε ένα μη αναμενόμενο εμπόδιο στο δρόμο της, συνειδητοποίησαν σε σημαντικό βαθμό τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αλλά οι οποίες, παρ’ όλα αυτά, δεν την άφηναν να χάσει στιγμή το χαμόγελό της.

Το κείμενο είναι λιτό, τρυφερό και διακριτικά ποιητικό. Η υπέροχη εικονογράφηση της Έφης Λαδά δίνει ζωή στους ήρωες και τις περιγραφές και τονίζει ακόμα περισσότερο το θετικό, βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό μήνυμα του βιβλίου. Οι ζωηρές, ονειρικές εικόνες της δίνουν μια άλλη διάσταση στο θέμα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που, αν και απευθύνεται πρωτίστως σε παιδιά, αξίζει να διαβαστεί από όλες τις ηλικίες.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Αύγουστο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/5635-fenia-agapimeni-twn-hxwn

15 July 2016

Επόμενος Σταθμός: Μοναστηράκι

Η δημοφιλής πλατεία της Αθήνας μέσα από τα ιστορικά κτίρια, τα αρχαιολογικά ευρήματα και τους δρόμους της




Η πλατεία στο Μοναστηράκι είναι μια περιοχή ιδιαίτερη και πολύ σημαντική για τον χαρακτήρα της Αθήνας. Κομβικό σημείο ανάμεσα στις οδούς Ερμού, Μητροπόλεως, Πανδρόσου, Άρεως, Ηφαίστου και Αθηνάς, συγκεντρώνει στοιχεία από διαφορετικές εποχές τα οποία συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, που το σύνολο σου δίνει την αίσθηση ότι ‘έτσι έπρεπε να είναι’. Η Βυζαντινή εκκλησία, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην οδό Άρεως, το ιστορικό κτίριο του παλιού Ηλεκτρικού, οι εγκαταστάσεις του σύγχρονου Μετρό, το τζαμί που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, η Ακρόπολη στο βάθος, η πολυκατοικία με το γκράφιτι στην οδό Αθηνάς, στοιχεία ετερόκλητα κι όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο αλληλένδετα, σημάδια διαφορετικών εποχών, κομμάτια που συμπληρώνουν ένα άρτιο παζλ ιστορίας, χρωμάτων και ανθρώπων.

Η περιοχή πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται στη γωνία της πλατείας με την οδό Ερμού. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, είχαν χτιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρακίου πάνω από 20 εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες υπάρχουν ακόμα. Τον 15ο αιώνα, ιδρύθηκε η Μεγάλη Μονή της Παναγίας της Παντανάσσης και χτίστηκε στο Μοναστηράκι βασιλική στη θέση ενός κοιμητηριακού ναού που υπήρχε εκεί τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Όταν η εκκλησία της Μονής καταστράφηκε, στα θεμέλιά της χτίστηκε η θολοσκέπαστη βασιλική που υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά το 1867 ο ναός έγινε ενοριακός και τότε η περιοχή ονομάστηκε Μικρομονάστηρο ή, πιο κοινά, Μοναστηράκι.


Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού χτίστηκε το 132 μ.Χ.  Είχε ορθογώνιο σχήμα και οι διαστάσεις της ήταν 122 x 82 μέτρα. Σε μια περίστυλη στοά, ειδικά διαμορφωμένοι χώροι χρησιμοποιούνταν για φύλαξη παπύρων και βιβλίων, καθώς και για αίθουσες διαλέξεων. Μέρος της Βιβλιοθήκης καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 μ.Χ., ωστόσο το κτίσμα ανακαινίστηκε στις αρχές του 5ουαιώνα μ.Χ. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Βιβλιοθήκη έγινε το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και ως την απελευθέρωση λειτουργούσε τόσο σαν εμπορικό όσο και σαν διοικητικό κέντρο. Το 1884 μια πυρκαγιά κατέστρεψε το παζάρι στην ανατολική πτέρυγα, το οποίο ήταν και το βασικό σημείο της εμπορικής ζώνης. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι ανασκαφές στον χώρο, αλλά το μνημείο έμελλε ν’ ανοίξει για το κοινό μόλις το καλοκαίρι του 2004.





Το τζαμί, που βρίσκεται στη συμβολή της πλατείας με την οδό Πανδρόσου, χτίστηκε το 1759, από τον βοεβόδα των Αθηνών Μουσταφά Αγά Τζισταράκη, και για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν υλικά από παλιά κτίρια. Λεγόταν τότε ότι ειδικά για την παρασκευή του ασβέστη που χρειαζόταν για την κάλυψη των τείχων, ο βοεβόδας διέταξε ν’ ανατιναχτεί μια κολόνα από τον Ναό του Ολυμπίου Διός. Εν τω μεταξύ,  ένας παλιός θρύλος της Αθήνας έλεγε ότι κάθε κολόνα του Ναού είχε παγιδευμένη κι από μία κατάρα – ο ναός, λοιπόν, έλεγε ο θρύλος, θρήνησε τόσο δυνατά την καταστροφή της κολόνας του, που εκείνο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνη όλη η Αθήνα, και ηρέμησε μόνο όταν δολοφονήθηκε ο βοεβόδας, που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την καταστροφή. Ωστόσο επίσημες πηγές αναφέρουν ότι στην πραγματικότητα, γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιήθηκε μια κολόνα από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, κάτι που μάλλον είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς πόσο κοντά είναι τα δύο κτίσματα. Μετά την Επανάσταση, το τζαμί χρησιμοποιήθηκε για συνελεύσεις και το 1924 έγινε λαογραφικό μουσείο, ενώ το 1966, κατόπιν κατάλληλης διαμόρφωσης, παραχωρήθηκε στον Ιμπν Σαούντ, τον έκπτωτο βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, που ήταν εξόριστος στην Ελλάδα, για την προσευχή του.


Ο σταθμός του Ηλεκτρικού είναι ιστορικός και από τους παλιότερους της γραμμής Πειραιάς - Κηφισιά. Εγκαινιάστηκε στις 17 Μαΐου του 1895 και είναι, μαζί με τον αρχικό σταθμό της Ομόνοιας, ο δεύτερος αρχαιότερος σταθμός του Κέντρου, μετά τον σταθμό του Θησείου, που είχε εγκαινιαστεί εικοσιέξι χρόνια νωρίτερα, το 1869, όπως και ο τερματικός σταθμός του Πειραιά. Ο σταθμός είχε την αρχική επίσημη ονομασία της περιοχής, ‘Μοναστήριον’, κάτι που μπορεί κανείς ακόμα να διαπιστώσει διαβάζοντας τις πινακίδες στις αποβάθρες. Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στις 22 Απριλίου του 2003, εγκαινιάστηκε στο ίδιο σημείο, αλλά ένα επίπεδο χαμηλότερα, ο αντίστοιχος σταθμός του Μετρό, της γραμμής Αιγάλεω – Εθνική Άμυνα / Αεροδρόμιο. Σήμερα οι δύο σταθμοί συναποτελούν μια από τις πλέον βασικές σιδηροδρομικές αρτηρίες του Κέντρου.




Δίπλα ακριβώς στο κτίριο του Ηλεκτρικού, στην οδό Ηφαίστου, είναι η αφετηρία της υπαίθριας αγοράς με τα δεκάδες εμπορικά καταστήματα και παλαιοπωλεία, το ‘Δημοπρατήριο’, σύμφωνα με την ταμπέλα στην αρχή του δρόμου, που αποτελεί σταθερό πόλο έλξης και κλασικό σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους τουρίστες και τους επισκέπτες, αλλά και για τους ίδιους τους Αθηναίους. Χάντρες, χειροποίητα κοσμήματα, δερμάτινα και στρατιωτικά είδη, παλιά έπιπλα, ρούχα και αντίκες είναι λίγα μόνο από τα πράγματα που μπορεί κανείς να βρει στην αγορά του Μοναστηρακίου. Ανάλογη είναι η εικόνα και στην οδό Πανδρόσου, καθώς και στην οδό Άρεως, απέναντι από τις κολόνες της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, και φυσικά στην πλατεία Αβυσσηνίας λίγο πιο κάτω, με τα δεκάδες παλαιοπωλεία, που από μόνη της αποτελεί ένα ακόμα γραφικό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σημείο της περιοχής του Μοναστηρακίου. Το σωματείο παλαιοπωλών Αθήνας και περιχώρων ιδρύθηκε το 1922 και είχε πρώτο πρόεδρό του τον Γιουσουρούμ, έμπορο εβραϊκής καταγωγής, εξ ου και η ανεπίσημη αλλά πασίγνωστη ονομασία της πλατείας Αβυσσηνίας.

Ωστόσο η ποικιλοχρωμία και η πολυσυλλεκτικότητα της πλατείας δεν σταματάει σε όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.

Οι εργασίες για την κατασκευή του σταθμού του Μετρό έφεραν στο φως ένα τμήμα της κοίτης του Ηριδανού και μαζί κομμάτια της ιστορίας της Αθήνας, αφού τα αρχαιολογικά ευρήματα συνδέονται στενά με το ιστορικό παρελθόν της πόλης ανά τους αιώνες και αντικατοπτρίζουν πτυχές της ζωής και της πολιτείας στην πρωτεύουσα σε διάφορες και διαφορετικές εποχές της ιστορίας της.

Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες από το επίπεδο της πλατείας, βλέπεις απέναντι την κοίτη του ποταμού. Καθώς πλησιάζεις, αριστερά σου είναι οι δύο είσοδοι στις αποβάθρες του Ηλεκτρικού. Ο σταθμός που ανήκει στο παρόν αλλά σχετίζεται και με το παρελθόν αφού είναι τμήμα του παλιού Ηλεκτρικού, και ο Ηριδανός που είναι μέρος της αρχαίας ιστορίας της, είναι τόσο κοντά το ένα στο άλλο που εκμηδενίζουν την απόσταση των αιώνων που ουσιαστικά τα χωρίζει. Το παζλ συμπληρώνουν οι σύγχρονες εγκαταστάσεις του Μετρό με τις κυλιόμενες σκάλες, τους διαδρόμους, το τούνελ και τις νεότερες αποβάθρες.



Τα ευρήματα γύρω από την κοίτη του Ηριδανού ανήκουν σε διάφορες εποχές και ιστορικές περιόδους, πράγμα που σημαίνει ότι η περιοχή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, κατοικούνταν πάντα και ίσως είχε, σε κάποιον άλλο βαθμό και από κάποια άλλη οπτική γωνία, αυτή την τόσο ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που την χαρακτηρίζει σήμερα.
Μπορεί κανείς να δει κομμάτια από κτίσματα που ήταν κατά κύριο λόγο σπίτια, εργαστήρια και αποθηκευτικοί χώροι - δηλαδή κάτι ανάλογο με ό,τι υπάρχει και σήμερα γύρω από την πλατεία.

Γλυπτά από μάρμαρο, κομμάτια από κτίρια, ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, αγγεία, νομίσματα – δίνουν το στίγμα των διαφορετικών ιστορικών εποχών που έζησε η περιοχή, αλλά και το ιστορικό κέντρο γενικότερα, ενώ διακρίνονται τα ρείθρα, η οικοδομική γραμμή και ένα κτίσμα που ανήκουν στην κλασική περίοδο, ο ημικυλινδρικός θόλος της εποχής του Αδριανού, τμήμα ρωμαϊκής οδού, ένα κτίσμα ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και ένα παλαιοχριστιανικό κτίσμα.

Ο Ηριδανός πήγαζε από τον Λυκαβηττό, περνούσε κάτω από τον σημερινό Εθνικό Κήπο, κατέβαινε την οδό Μητροπόλεως, έφτανε στην πλατεία Μοναστηρακίου, διέσχιζε την κοιλάδα του Κεραμεικού, όπου ένα τμήμα του φαίνεται, άλλωστε, έφτανε στην οδό Πειραιώς και κάπου εκεί έστριβε νότια και ενωνόταν με τον Ιλισό. Είχε συνεχόμενη ροή η οποία αυξανόταν όταν έβρεχε πολύ, και πολλές φορές μάλιστα πλημμύριζε. Ο Στράβων αναφέρει ότι ο ποταμός είχε εννέα πηγές, με κυριότερη την Κρήνη του Πάνοπος, βορειοδυτικά της πλατείας Συντάγματος, απέναντι από τις Πύλες του Διοχάρους, στη συμβολή των σημερινών οδών Βουλής και Απόλλωνος. Αναφορά στον Ηριδανό βρίσκουμε και στην ‘Βατραχομυομαχία’, την περίφημη παρωδία της Ιλιάδας: «Ειμί δ’ εγώ βασιλεύς Φυσίγναθος, ος κατά λίμνην τιμώμαι βατράχων ηγούμενος ήματα πάντα· και με πατήρ Πηλαύς αναθρέψατο, Υδρομεδούση μιχθείς εν φιλότητι παρ’ όχθας Ηριδανοίο», συστήνεται με κομπασμό ο βασιλιάς των βατράχων στον ποντικό – «Είμαι ο βασιλιάς Φουσκομάγουλος, που όλοι οι βάτραχοι στη λίμνη με τιμούν σαν αρχηγό τους κάθε μέρα, πατέρας μου είναι ο Πηλέας και μητέρα μου η Υδρομέδουσα, που έσμιξε μαζί της στην όχθη του Ηριδανού» (στίχοι 17-20).



Από την προϊστορία ακόμα, όταν γύρω από τον Ηριδανό δεν υπήρχαν κατοικίες, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έθαβαν τους νεκρούς τους στις όχθες του ποταμού, αλλά και στις βαλτώδεις εκτάσεις του Κεραμεικού. Σιγά-σιγά, ο οικισμός επεκτάθηκε προς και γύρω από το ποτάμι, και η επίδραση ήταν αμφίδρομη: απ’ τη μια το ανθρώπινο στοιχείο προσαρμόστηκε στην ύπαρξη του ποταμού, κάτι που φυσικά επηρέασε την επιλογή των θέσεων για το χτίσιμο σπιτιών και άλλων κτισμάτων, κι από την άλλη, καθώς ο Ηριδανός περνούσε από μια περιοχή που γινόταν όλο και πιο κατοικημένη, ήταν εκτεθειμένος σε λύματα και σκουπίδια, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μετατραπεί, αναπόφευκτα, σε βούρκο. Σύμφωνα με τον Παυσανία πάλι, τα νερά του Ηριδανού ήταν πολύ βρώμικα, και μάλιστα ούτε τα ζώα που έβοσκαν στην περιοχή δεν πλησίαζαν για να πιουν νερό. Κάτι ανάλογο αναφέρει και ο Καλλίμαχος, στο μη σωζόμενο σύγγραμά του ‘Συναγωγή Ποταμών’: «Γελάν ούτως θαρρεί γράφων τάς τών Αθηναίων παρθένους αφύσεσθαι καθαρόν γένος Ηριδανοίο, ού καί τά βοσκήματ' απόσχοντ' αν» -  «είναι άξιος γέλιου αυτός που ισχυρίζεται ότι οι κόρες των Αθηναίων έπαιρναν καθαρό νερό από τον Ηριδανό, αφού ούτε τα κοπάδια της περιοχής δεν πλησίαζαν το ποτάμι».

Κατά την αρχαιότητα, ο Ηριδανός ήταν ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο χτίζονταν τα σπίτια στην περιοχή. Η οικοδομική γραμμή οριζόταν από δύο μονοπάτια, βόρεια και νότια, ενώ τα κτίρια χτίζονταν και στις δυο πλευρές. Αργότερα, με διαταγή του Αδριανού, το ποτάμι σκεπάστηκε με πλινθόκτιστο θόλο και μετατράπηκε σε υπόνομο. Στο βόρειο όριο χτίστηκε τοίχος αντιστήριξης, ενώ η οικοδομική γραμμή υποχώρησε κατά τεσσεράμισι μέτρα. Το Ρωμαϊκό Βαλανείο, τμήμα του οποίου έχει ανασκαφεί επί της λεωφόρου Αμαλίας έξω από τον Εθνικό Κήπο, στο ύψος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, συνδεόταν επίσης με την περιοχή του Ηριδανού.

Ο Ηριδανός ήταν από τα πρώτα ποτάμια της Αθήνας που αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικής ανθρώπινης επέμβασης, ώστε να μπορεί κάθε φορά να προσαρμόζεται στις ανάγκες τόσο των κατοίκων όσο και των οικοδομικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής - αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που το μεγαλύτερο μέρος του καλύφθηκε με τον καιρό.

Στα νεότερα χρόνια, η βασική πηγή του Ηριδανού ήταν στο τέλος της οδού Δημοκρίτου, όπου υπήρχε ένα μικρό σπήλαιο κι από κει ανάβλυζε νερό σε τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε επαρκούσε για την ύδρευση όλης της περιοχής του Κολωνακίου. Σήμερα, μετά την ανάπλαση της πλατείας Μοναστηρακίου και την παράδοσή της τον Δεκέμβριο του 2008, το κομμάτι της πάνω από την κοίτη του Ηριδανού έχει μείνει ανοιχτό, περιφραγμένο με μεταλλικό κιγκλίδωμα, ώστε να μπορούν οι περαστικοί να βλέπουν από ψηλά μέρος της κοίτης, ενώ γύρω απ’ αυτό το άνοιγμα, ανάμεσα στα απλά πλακάκια της πλατείας, έχουν τοποθετηθεί πλακάκια με σύμβολα κυρίως του νερού και της θάλασσας, καθώς και μια κυματιστή λευκή γραμμή που οριοθετεί συμβολικά τη θέση του ποταμού από κάτω.


Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο βοεβόδας Χασεκής, τύραννος τότε των Αθηνών, έχτισε το 1788, με τη συνδρομή Χριστιανών και Μουσουλμάνων που ζούσαν εκεί, τείχος για την προστασία της περιοχής από επιδρομές. Λέει ο Μακρυγιάννης στα ‘Απομνημονεύματά’ του: «Μια ημέρα πήγαινα με τον Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Με κολάκευε· ήθελε να μου δώση μίαν ανιψιά του γυναίκα. Μου λέγει: «Του Χασεκή τα υποστατικά, ελιές, περιβόλι κι’ όλη την περιφέρεια θα την πάρω εγώ δι’ όσα μου χρωστάει το Έθνος».  

Το τείχος αυτό συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με το τείχος του Θεμιστοκλή. Ξεκινούσε από την Ακρόπολη, έφτανε στο Θησείο, συνέχιζε στην περιοχή Ασωμάτων και στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου, έφτανε στις οδούς Ευριπίδου και Σοφοκλέους, ανέβαινε προς την πλατεία Κλαυθμώνος, διέσχιζε τις οδούς Σταδίου και Πανεπιστημίου, έφτανε στη λεωφόρο Αμαλίας και την Πύλη του Αδριανού, συνέχιζε προς την οδό Μακρυγιάννη και τα ριζά της Ακρόπολης για να καταλήξει και πάλι στην Ακρόπολη. Περιέκλειε την περιοχή του Μοναστηρακίου και άλλες κατοικημένες εκτάσεις, καθώς και ορισμένες περιοχές που δεν ήταν οικοδομημένες, ενώ οι πύλες του είχαν χαρακτηριστικές ονομασίες: Πόρτα του Δράκου, Πόρτα του Μωριά, Μενιδιάτικη Πόρτα, Καμαρόπορτα, Μεσογείτικη Πόρτα, Πόρτα των Τριών Πύργων.

Μια περιοχή, λοιπόν, ιδιαίτερα φορτισμένη όχι μόνο από την ιστορία της, αλλά και από ό,τι άφησαν πίσω τους οι γενιές ανθρώπων, ντόπιων, ταξιδιωτών και κατακτητών, που έζησαν και πέρασαν από κει. Κτίσματα, γεγονότα, δρόμοι, ιστορίες, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου, ακόμα κι αν δεν έχει μείνει απ’ αυτά παρά μόνο μια αναφορά σε κάποιο βιβλίο, αλλά αφήνουν στην πλατεία το σημάδι τους ανεξίτηλο, απαραίτητο κομμάτι του διαδραστικού κολάζ μιας πόλης που κρύβει στα υπόγεια και την ατμόσφαιρά της πολλά περισσότερα απ’ όσα φαίνονται στην επιφάνεια.

ΠΗΓΕΣ
Δήμος Αθηναίων
ΗΣΑΠ
Αττικό Μετρό
Υπουργείο Πολιτισμού
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2011 (Εκδόσεις Φιλιππότη)



Δημοσιεύτηκε FRACTAL τον Ιούλιο του 2016
http://fractalart.gr/monastiraki/

7 July 2016

Ruth Vander Zee: Έρικα

Η ιστορία της "Έρικα" είναι κατά κύριο λόγο ένα εκπαιδευτικό βιβλίο πολύ ιδιαίτερο και πολύ διαφορετικό. Πρόκειται για την απλή αφήγηση με πολύ λίγα αλλά ουσιαστικά λόγια μιας γυναίκας που επέζησε από το Ολοκαύτωμα επειδή η μητέρα της είχε την ψυχραιμία και την ετοιμότητα να την πετάξει από το τρένο που μετέφερε εκείνη και εκατοντάδες άλλους Εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Έρικα τότε ήταν μωρό και η μοίρα της προδιαγεγραμμένη, όπως τόσων άλλων. Ωστόσο η γενναία και αποφασιστική στάση της μητέρας της ανέτρεψε αυτό το μοιραίο πεπρωμένο και το μετέτρεψε σε μια υπέροχη ζωή για την κόρη της, τη δική της ζωή που δικαιωματικά της ανήκε αλλά κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει να της στερήσουν.

Η ηρωίδα, που αφηγείται το χρονικό της σωτηρίας της, έρχεται από μία από τις ζοφερότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας. Η ίδια είχε την τύχη να μην ανήκει στους ανθρώπους που δεν μπόρεσαν ποτέ να φύγουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί την πιο κρίσιμη στιγμή άλλαξε η πορεία των γεγονότων για κείνη. Μια απλή, σύντομη κίνηση από τη μητέρα της ήταν αρκετή για να την σώσει από τη σίγουρη κόλαση που την περίμενε.

Είναι αρκετές οι ιστορίες ανθρώπων που κατάφεραν να γλιτώσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε χάρη στη δική τους ευστροφία είτε λόγω της ευσυνειδησίας ή και αυτοθυσίας κάποιων άλλων. Αυτό που κάνει την περίπτωση της Έρικα ακόμα πιο ιδιαίτερη είναι το ότι η ίδια δεν ήταν σε θέση καμία φορά να αντιδράσει, να αποφασίσει μόνη της για την τύχη της ή να διεκδικήσει ο,τιδήποτε: τόσο η αρχικά αναπόφευκτη μοίρα της όσο και η αναπάντεχη ανατροπή που την άλλαξε ολοκληρωτικά ήταν αποτέλεσμα των πράξεων άλλων, την πρώτη φορά για κακό, τη δεύτερη για το καλό. Μέσα στην ασύλληπτα τραγική ατυχία της οικογένειάς της και των υπόλοιπων ομόθρησκών της, η Έρικα στάθηκε απίστευτα τυχερή. Είχε την τύχη να πέσει στα χέρια καλών ανθρώπων που τη μεγάλωσαν σαν παιδί τους, κι έτσι κατάφερε κι εκείνη να γίνει μέλος της κοινωνίας, και να είναι σε θέση αργότερα να αφηγείται την ιστορία της, όπως τη βίωσε μέσα από τις αφηγήσεις που άκουγε, εφόσον η ίδια δεν είχε τις αρχικές μνήμες απ' αυτήν.

Η δομή του κειμένου είναι τέτοια ώστε τα νοήματα και τα μηνύματα που θέλει να περάσει να γίνονται κατανοητά και στις πιο μικρές ηλικίες και σίγουρα μπορεί να αποτελέσει ένα καλό σημείο αναφοράς για την συνειδητοποίηση από τα παιδιά έστω και μέρους της ιστορικής περιόδου στην οποία αναφέρεται. Μπορεί να τα προβληματίσει, να τα κάνει να σκεφτούν, να θέσουν στον εαυτό τους ερωτήματα, να συσχετίσουν τα τότε γεγονότα με σημερινές καταστάσεις, να καταλάβουν ότι η Ιστορία δεν είναι απλά ένα μάθημα που διαβάζουμε για το σχολείο, αλλά ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της πορείας των ανθρώπων, και ότι τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι μόνο ημερομηνίες, αλλά συμβάντα με συνέπειες μακροπρόθεσμες και καθοριστικές.

Αυτό που ωστόσο τραβάει κυρίως την προσοχή, και από αυτή την άποψη διευκολύνει ακόμα περισσότερο τον σκοπό του βιβλίου, είναι η εξαιρετική εικονογράφησή του.
Πρόκειται για μια σειρά από υπέροχες φωτορεαλιστικές εικόνες, εμπνευσμένες από φωτογραφίες εκείνης της εποχής, οι οποίες ακολουθούν τη ροή της ιστορίας με ευφάνταστο, πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο: η πρώτη, που εικονογραφεί τη σύγχρονη εποχή, είναι έγχρωμη. Καθώς η Έρικα ξεκινάει την αφήγηση της ιστορίας της, τη συνοδεύουν αρχικά τέσσερις ασπρόμαυρες εικόνες που συνοψίζουν την τραγικότητα των γεγονότων, στη συνέχεια το χρώμα εμφανίζεται διακριτικά, συνδυασμένο με την απρόσμενη επιστροφή της Έρικα στη ζωή, και ακολουθεί άλλη μία ασπρόμαυρη που σφραγίζει το τέλος εκείνου του θλιβερού κεφαλαίου για την οικογένεια και τους δικούς της. Η τελευταία εικόνα, γεμάτη χρώμα, εικονογραφεί την ζωή που κέρδισε η Έρικα και δίνει πολλά μηνύματα ελπίδας και αισιοδοξίας για όλους τους ανθρώπους που βιώνουν μεγάλες ή και μικρότερες δυσκολίες στη ζωή τους. Η σύνθεση του εξωφύλλου, εξίσου πρωτότυπη, δίνει καίρια το στίγμα της ιστορίας.



Δημοσιεύτηκε στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ τον Ιούλιο του 2016
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/5471-erika-ruth-vander-zee

16 June 2016

Σύντομο Εγχειρίδιο Για Αλαφροϊσκιωτους




Στη γιαγιά μου τη Μαρία, που ήξερε πολλά για τις αγεραγίες

Αν περάσεις ποτέ σου από τη Χίο, να ξέρεις ότι είναι ένα νησί με νερά διάφανα και κρυστάλλινα, με καταπράσινους κήπους και πεδιάδες που μοσχοβολάνε μαστίχα και μανταρίνι, αλλά και μυστηριώδη, απότομα βουνά. Κάπου εκεί, μέσα στα χωράφια με τους σκίνους, κοντά σε πηγάδια, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, πλάι σε πηγές, συχνάζουν οι αγεραγίες, οι αγγελούδες, οι αναγριαλούδες, οι μελιγάνες, ασπροφόρες ή μαυροφόρες, κι ίσως δεν είναι και τόσο απίθανο τελικά να τις δεις.

Νεράιδες είναι όλες αυτές, και μάλιστα πολύ ξεχωριστές. Για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι για παράδειγμα της Κόρης το Γεφύρι, στο δρόμο από τον Δαφνώνα προς τη Χώρα, που είναι στοιχειωμένο. Αν τύχει και καθώς περνάς από κει συναντήσεις μια κοπέλα ντυμένη στα λευκά, μην σταματήσεις να της μιλήσεις. Εκείνη θα προσπαθήσει να σου πιάσει την κουβέντα για να σε κάνει αν χορέψεις μαζί της, κι αν το κάνεις, θα σου πάρει τη μιλιά και μετά θα χρειαστείς εξορκισμό για να συνέρθεις.

Αν περάσεις λοιπόν από τα Καρδάμυλα, τα Σπήλια, τα Μεστά, τα Θυμιανά, το Χαλκειός, έχε το νου σου. Ειδικά στα Σπήλια, γιατί εκεί είναι το μέρος όπου γεννιούνται, και είναι πάντα πάρα πολλές. Δεν είναι δύσκολο να τις εντοπίσεις, γιατί είναι συνήθως πολύ όμορφες και ντυμένες στα λευκά. Αυτές είναι που τις λένε αγγελούδες, γιατί μοιάζουν πραγματικά με αγγέλους. Ορισμένες ωστόσο είναι μαυροφόρες, και σε κάποια μέρη δεν είναι και τόσο εμφανίσιμες – τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους, αλλά και οι παλάμες και τα πέλματά τους είναι αναποδογυρισμένα εντελώς, μπρος-πίσω. Και δεν είναι πάντα νεαρές – μπορεί να είναι και μεγάλες, κι αυτές έχουν μεγάλα μάτια λαμπερά και χρυσά μαλλιά, καλυμμένα με λευκά πέπλα. Επίσης θα τις καταλάβεις γιατί όταν μιλάνε μεταξύ τους, μιλάνε στη δική τους γλώσσα που πάει κάπως έτσι:

“Γλου γλου γλου αγλού, γλου γλου αγλού.”

Μπορεί να σου ακούγεται αστεία η γλώσσα τους, αλλά ούτε να διανοηθείς να τις κοροϊδέψεις έτσι και τις ακούσεις να μιλάνε! Θα σε βάλουν στο μάτι και ποιος ξέρει τι έχεις μετά να τραβήξεις απ' αυτές!

Είναι βέβαια και οι γεράγιδοι, οι άντρες τους, που τους λένε και μελιγάνους γιατί τους αρέσει το μέλι, κι αυτοί πάλι είναι άλλοτε πολύ όμορφοι και καλοί με τους ανθρώπους κι άλλοτε πονηροί και εκδικητικοί.

Οι αγεραγίες εμφανίζονται συνήθως πολλές μαζί, παίζουν μουσική, χορεύουν και τραγουδάνε. Άλλοτε πάλι κουβαλάνε νερό, καμιά φορά καβουρδίζουν και καφέ, κρύβουν θησαυρούς και τους φυλάνε σαν τα μάτια τους κι αλλοίμονο σ' αυτόν που προσπαθήσει να τους τον πάρει!

Το πιο πιθανό είναι να συναντήσεις τις αγεραγίες τα μεσημέρια και τα μεσάνυχτα, κι αν για κακή σου τύχη πέσεις πάνω σε κακό πνεύμα, μπορεί να σου πάρει τη μιλιά ή να σε τυφλώσει, ακόμα και να σε τρελάνει. Αν δεις να σηκώνεται ξαφνικός ανεμοστρόβιλος, φύγε μακριά γιατί μάλλον πρόκειται για αγεραγία που ή κάτι της έκανες και τη θύμωσες, ή είναι κακό πνεύμα από μόνη της.

Αν είσαι εφταμηνίτης, μη φοβάσαι γιατί δεν πρόκειται να σε πειράξουν. Επίσης αν τους κάνεις κάτι καλό, δε θα σε αφήσουν έτσι. Γι' αυτό αν τις συναντήσεις τυχαία και σου ζητήσουν να τις ακολουθήσεις για να βοηθήσεις κάποια δικιά τους να γεννήσει, να πας. Θα σου δώσουν φλούδες από κρεμμύδια για να σε ευχαριστήσουν - μην σου κακοφανεί όμως και κυρίως μην τους το δείξεις. Ευχαρίστησέ τες και φύγε, κι όταν πας σπίτι σου θα δεις ότι οι φλούδες θα έχουν γίνει χρυσά φλουριά.


Δεν θα έχεις την ίδια μεταχείριση όμως αν είσαι μουσικός – έτσι και τύχει να περάσεις από μέρος όπου έχουν στήσει γλέντι, μπορεί να σε καλέσουν να παίξεις μουσική (εννοείται πως δεν είναι φρόνιμο να τους αρνηθείς) κι αν τους αρέσει το παίξιμό σου, θα σου δώσουν φλουριά για ανταμοιβή. Όταν γυρίσεις σπίτι σου όμως θα έχουν μεταμορφωθεί σε κάρβουνα.

Αν είσαι άντρας νέος και ανύπαντρος κι αρπάξεις το μαντίλι μιας αγεραγίας, τότε εκείνη θα εγκαταλείψει τις άλλες νεράιδες και θα σε ακολουθήσει. Θα γίνει γυναίκα σου, και να ξέρεις ότι αυτό είναι πολύ μεγάλη τύχη, φτάνει να μη σε πειράζει που δεν πρόκειται να μιλήσει ποτέ της. Και μην προσπαθήσεις με κανέναν τρόπο να την ξεγελάσεις, γιατί έτσι και την κάνεις να μιλήσει, θα χαλάσεις και τη δική σου τύχη και τη δική της. Ή θα σηκωθεί να φύγει, ή θα χάσει την προίκα που θα έπαιρνε από τους δικούς της αν δεν ξαναμιλούσε ποτέ.

Κοίτα μην τυχόν κι αφήσεις το παιδί σου μόνο του σε μέρη που συχνάζουν οι αγεραγίες ή τις ώρες που βγαίνουν και κάνουν βόλτα, γιατί θα το κλέψουν και θα βάλουν στη θέση του ένα δικό τους –  αλλά αυτό το παιδί θα είναι νεραϊδόπαιδο μόνο στο όνομα και όχι στην όψη, αφού τα παιδιά τους είναι άσχημα, στραβομούτσουνα και με στριγγιά φωνή. Τώρα, αν τύχει και καταλάβουν ότι κάποιο παιδί είναι αλλαξιμιό – δηλαδή παιδί νεράιδας που το άλλαξαν με παιδί ανθρώπου – ή παιδί που γεννήθηκε από νεράιδα και άνθρωπο (γιατί συμβαίνουν κι αυτά, μη νομίζεις), μπορεί να προσπαθήσουν να το πάρουν πίσω, καλοπιάνοντας την οικογένεια που το έχει, και δίνοντας υποσχέσεις ότι δε θα προξενήσουν κακό κι ότι θα κάνουν διάφορες δουλειές για αντάλλαγμα. Και δε μένουν στα λόγια, όντως κρατούν τις υποσχέσεις τους και συνήθως χτίζουν πηγάδια ή φυτεύουν αμπέλια ολόκληρα. Αν πάλι περάσεις από καμιά στέρνα, καλύτερα να μην κοιταχτείς μέσα. Πολλές φορές όταν οι αγεραγίες έχουν γάμο, το γλέντι τους μπορεί να μη φαίνεται στον φυσικό κόσμο αλλά καθρεφτίζεται μέσα στο νερό. Έτσι λοιπόν και σε δούνε οι αγεραγίες να κοιτάς μέσα, θα νομίσουν ότι θέλεις να πειράξεις τη νύφη και μπορεί να σου πετάξουν κανέναν αχινό στα μούτρα.

Αν δεις καμιά απ' αυτές να βγάζει νερό από πηγάδι και να το χύνει κάτω, απλά προσπέρασέ την. Έτσι και την ενοχλήσεις, θα βρεις μεγάλο μπελά. Θα σε πάρει κυνήγι με ό,τι βρει μπροστά της, πέτρες, ξύλα, άμμο, ακόμα και ανεμοστρόβιλο μπορεί να σηκώσει.

Ωστόσο μη νομίζεις ότι επειδή είναι νεράιδες δεν έχουν προβλήματα. Έχουν κι αυτές τα δικά τους. Είναι βλέπεις από τη μια οι ντόπιες κάθε περιοχής, που είναι καλές και βοηθάνε τους ανθρώπους που ζουν μαζί τους, κι από την άλλη είναι οι ξένες, που τις περισσότερες φορές είναι πολύ επικίνδυνες. Οι ντόπιες προσπαθούν να προειδοποιούν και να προφυλάσσουν τους ανθρώπους από τις ξενικές, όπως τις λένε, και κάθε φορά που κάποια ξένη εμφανίζεται, κάνουν ό,τι μπορούν για να την εξουδετερώσουν.

Μην τρομάξεις τώρα μ' αυτό που θα σου πω, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι οι αγεραγίες – και ιδιαίτερα αυτές οι ξενικές - πλησιάζουν και τα σπίτια και καμιά φορά μπαίνουν μέσα. Κάποιες έρχονται με κακό σκοπό κι άλλες με καλό. Εσύ καλού κακού φρόντισε να έχεις βάλει φρούτα, γλυκά και ψωμί σε διάφορες μεριές του σπιτιού – ιδιαίτερα αν είναι Πρωτοχρονιά. Οι καλές νεράιδες θα μπουν μέσα, κι επειδή τους αρέσουν οι λιχουδιές, θα ευχαριστηθούν μ' αυτά που θα βρουν και θα ευλογήσουν το σπίτι σου. Τις κακές θα τις καταλάβεις γιατί τριγυρίζουν στις αυλές κάνοντας φασαρία με διάφορους τρόπους, για να σου τραβήξουν την προσοχή και να σε κάνουν να βγεις έξω. Κάποια απ' αυτές μάλιστα, η Γελλού, έτσι και μυριστεί ότι υπάρχει στο σπίτι γυναίκα λεχώνα, θα κάνει ό,τι μπορεί για να καταφέρει να μπει μέσα και να κάνει κακό και στη γυναίκα αλλά και στο νεογέννητο παιδί.


Τώρα, άμα τύχει και περνάς κοντά από την εκκλησία του Άη Στράτη, τα μάτια σου δεκατέσσερα. Είναι εκεί μια πηγούλα, που δε φαίνεται από το δρόμο. Είναι μικρή και ρηχή, αλλά από τα μικρά της τοιχώματα κάτω απ' το νερό ξεκινάνε περάσματα και σπηλιές που δεν τα βάζει ο νους σου. Εκεί μέσα λοιπόν ζει ένα αγριεμένο πνεύμα, και τα μεσάνυχτα πετάγεται από μέσα με τη μορφή ενός ωραίου καβαλάρη πάνω σ' ένα άγριο άλογο. Μην πιεις λοιπόν νερό από την πηγή αυτή, όσο κι αν διψάς, γιατί μπορεί να σου στρίψει. Αν δεις τον καβαλάρη, μείνε εκεί που είσαι, και προσπάθησε να μην του τραβήξεις την προσοχή. Ακόμα κι αν σε δει, αν καταλάβει ότι δεν θέλεις να του κάνεις κακό, θα καλπάσει με το άλογό του στα μονοπάτια τριγύρω και θα ξαναγυρίσει στην πηγή.

Για να αντιμετωπίσεις μια αγεραγία, υπάρχουν αρκετοί τρόποι. Κατ' αρχάς κάνε το σταυρό σου και πες μια προσευχή, κι αν δεν καταφέρεις τίποτα, πες τη φράση “Μέλι και γάλα στη στράτα τους” ή “Μέλι και γάλα στα νυχάκια τους”. Μπορεί να φύγουν χωρίς να σε πειράξουν. Αν έχεις παιδί, καλό είναι να του φοράς χάντρα για φυλαχτό. Οι ίδιες οι αγεραγίες μάλιστα το συστήνουν αυτό, γιατί έτσι μπορούν και ξεχωρίζουν τα δικά τους παιδιά από τα παιδιά των ανθρώπων. Αν σου κάνουν κακό – αν σου πάρουν τη μιλιά, ας πούμε – δοκίμασε να τις καλοπιάσεις προσφέροντάς τους κουρκουμπίνια, κουλουράκια με πετιμέζι, ή ακόμα κι ένα πιάτο μέλι γιατί, όπως είπαμε, τους αρέσουν πολύ τα γλυκά. Αν τις γλυκάνεις έτσι, μπορεί και να σου δώσουν πίσω τη φωνή σου, τα λογικά σου ή ό,τι άλλο σου έχουν πάρει. Και την επόμενη φορά που θα συναντήσεις καμιά Παγώνα, καμιά Σμαραγδή, καμιά Διαμάντω ή κανέναν Ανέστο, εξέτασέ το καλά, γιατί έτσι λένε συνήθως τις αγεραγίες και τους γεράγιδους.

Αν πάλι δεν πιστεύεις ότι όλα αυτά μπορεί στ' αλήθεια να συμβούν, έχω ένα περιστατικό να σου αφηγηθώ. Μια φορά η γιαγιά μου, θα ήταν δε θα ήταν είκοσι χρονών, είχε πάει στους σκίνους για να κεντήσει τα μαστιχόδεντρα όπως κάθε μέρα. Το μεσημέρι λοιπόν που γύριζε πίσω, κατακαλόκαιρο με τον ήλιο ακόμα πολύ ψηλά, ένιωσε να κουράστηκε καθώς περπατούσε και κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να ξαποστάσει. Εκεί που καθότανε, σα να της ήρθε νύστα κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο, σαν κάτι να κινούνταν ανάμεσα στα χόρτα, και από φόβο μήπως ήταν κανένα φίδι, πετάχτηκε πάνω για να φύγει. Και τότε είδε σε μιαν απόσταση απέναντί της μια γυναίκα, ξανθιά και πολύ ψηλή, μ' ένα άσπρο φόρεμα, να κατευθύνεται προς το μέρος της, προτού την πλησιάσει ωστόσο εξαφανίστηκε μ' ένα φύσημα του αέρα. Η γιαγιά μου κατάλαβε πως ήταν αγεραγία, και είχε να το λέει πολλά χρόνια αργότερα, για κείνη τη συνάντηση που είχε τότε στους σκίνους.

Εικόνες: afterdarkmysweet

ΠΗΓΕΣ:
Στυλιανός Βίος: Χιακαί Παραδόσεις
John L. Tomkinson: Haunted Greece – Nymphs, Vampires and other Exotica

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους 2012 (Εκδόσεις Φιλιππότη)



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάρτιο του 2016
http://fractalart.gr/verina-xoreanthi/