25 May 2018

Κυριάκος Αθανασιάδης - Κίκα Τσιλιγγερίδου: Αρσέν και Φαντομά - Το μυστήριο με τα στοιχειωμένα τυράκια, του

Μπορεί ο Αρσέν και η Φαντομά να είναι ένας σκύλος και μία γάτα, ωστόσο δεν τσακώνονται όπως ο σκύλος με τη γάτα. Είναι πολύ αγαπημένοι, είναι αδέλφια – αφού είναι μέλη της ίδιας οικογένειας – και επίσης είναι και οι καλύτεροι συνεργάτες αφού, ως δαιμόνιοι ντετέκτιβς, διευθύνουν το Γραφείο Ιδιωτικότατων Ερευνών που φέρει τα ήδη διάσημα ονόματά τους. Και είναι διάσημα τα ονόματά τους για δύο λόγους: πρώτον, τα έχουν δανειστεί από δύο πασίγνωστους μυθιστορηματικούς ληστές – τον Αρσέν Λουπέν, δημιούργημα του Μορίς Λεμπλάν και τον Φαντομά, ήρωα του Μαρσέλ Αλέν – και δεύτερον επειδή, ως αυτόνομες προσωπικότητες, είχαν ήδη αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προτού κατακτήσουν και τον χώρο της λογοτεχνίας.

Ο Αρσέν, ο αξιολάτρευτος σκύλος Παγκ που έχει αδυναμία στο φαγητό, ταλέντο στις έρευνες και την τάση να ψευδίζει όταν νευριάζει, και η Φαντομά, η πανέξυπνη γάτα Περσίας με το στοχαστικό βλέμμα και την αριστοκρατική προσωπικότητα, είναι δύο ζωάκια που υπάρχουν πραγματικά. Ανήκουν στην οικογένεια του συγγραφέα Κυριάκου Αθανασιάδη και της δημοσιογράφου Κίκας Τσιλιγγερίδου και εδώ και λίγο καιρό αποτελούν και ένα ασταμάτητο δίδυμο που έχει στόχο την καταπολέμηση του κακού – για την ακρίβεια, την αποδυνάμωση των μοχθηρών στοιχείων που καραδοκούν στην φιλήσυχη γειτονιά τους απειλώντας την ηρεμία της με διάφορους ύπουλους τρόπους. 

Στην πρώτη τους περιπέτεια, το «Μυστήριο του εξαφανισμένου παπαγάλου», ο Αρσέν και η Φαντομά γνώρισαν τον αδίστακτο Τσουμπάκα, ένα πολύ σατανικό μπουλντόγκ που είχε σκοπό να τους εξοβελίσει ώστε να επιβληθεί ο ίδιος σαν ντετέκτιβ, κάτι που εννοείται πως δεν ήταν για καλό: το πραγματικό σχέδιό του ήταν να κλονίσει την εμπιστοσύνη των ζώων της γειτονιάς προς τον Αρσέν και τη Φαντομά και να κερδίσει τη συμπάθειά τους για να μπορεί ανενόχλητος, κάτω από το προκάλυμμα του τίτλου του ντετέκτιβ, να κάνει κάθε λογής μοχθηρές πράξεις. Φυσικά ο Αρσέν τον πήρε χαμπάρι, και με τη βοήθεια της Φαντομά κατάφερε να τον ξεσκεπάσει, λύνοντας παράλληλα και το μυστήριο της εξαφάνισης της Φερράντε, του παπαγάλου από το τυροπιτάδικο.

Τώρα λοιπόν ο Αρσέν και η Φαντομά επανέρχονται στην ενεργό δράση για να λύσουν το «Μυστήριο με τα στοιχειωμένα τυράκια». Αυτή η πολύ περίεργη υπόθεση με «θύματα» τα τυράκια του μπακάλικου, την οποία ζωντανεύει, όπως και την προηγούμενη, με τα διασκεδαστικά και ιδιαίτερα εκφραστικά ασπρόμαυρα σχέδιά της η Ναταλία Καπατσούλια, αποδεικνύεται πως έχει και έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα (όπως φαίνεται έως τώρα τουλάχιστον, γιατί ποτέ δεν ξέρει κανείς τι επιφυλάσσει το μέλλον), αφού στην ιστορία εμπλέκεται και ένα τρομακτικό φάντασμα που κατοικεί σε μια εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία, ενώ δεν είναι αμέτοχος και ο Τσουμπάκα, άσπονδος εχθρός και Νέμεσις των ατρόμητων ηρώων μας.

Αυτό που ορίζει το χιούμορ σε μια ιστορία δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Άλλες φορές πηγάζει από τον τρόπο αφήγησης, άλλοτε από τους χαρακτήρες, σε κάποιες περιπτώσεις από τις καταστάσεις, αλλά μπορεί και να είναι ένας συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων μαζί. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα βιβλία για παιδιά, το χιούμορ μπαίνει συνήθως σε διαφορετικές βάσεις. Παρ᾽όλο που κάτι αυθεντικά χιουμοριστικό έχει απήχηση στους αναγνώστες ανεξάρτητα από την ηλικία τους, τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους διαφορετικά, γι᾽αυτό και η σύνθεση μιας ιστορίας για παιδιά με έντονο το χιουμοριστικό στοιχείο είναι συχνά μια διαδικασία πολύ πιο περίπλοκη και απαιτητική. Από την άλλη, γενικά συνηθίζεται στα βιβλία για παιδιά να επιστρατεύεται ο ανθρωπομορφισμός των ζώων – είναι μια τεχνική ιδιαίτερα αγαπητή, η οποία βρίσκει ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό των μικρότερων ηλικιών. Στις ιστορίες του Αρσέν και της Φαντομά, το χιούμορ βγαίνει τόσο από τις καταστάσεις όσο και από την πολύ έξυπνη και ανεβασμένη αφήγηση η οποία γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την Φαντομά. Ο ανθρωπομορφισμός αξιοποιείται με εξαιρετικό τρόπο, καθώς οι τετράποδοι χαρακτήρες σκέφτονται μεν και μιλάνε σαν άνθρωποι, δεν ξεχνάνε ωστόσο ούτε στιγμή την ουσιαστική τους φύση η οποία τονίζεται διακριτικά μέσα από μικρές λεπτομέρειες – για παράδειγμα, λέει η Φαντομά σε κάποια φάση: «Ήταν δίπλα μου πριν προλάβω καν να φουντώσω τη γούνα μου και να καμπουριάσω την πλάτη μου», φέρνοντας στο νου μια πολύ οικεία εικόνα σε σχέση με τις γάτες. Μιλάει, δηλαδή, σαν άνθρωπος αλλά οι αντιδράσεις της είναι πέρα για πέρα γατίσιες. Η συμπεριφορά του καθενός είναι σε απόλυτη συνάρτηση με τη φυσική του υπόσταση αλλά και τον χαρακτήρα του. «Είμαι ο τελειότερος ιδιωτικός ντετέκτιβ», δηλώνει πιο κάτω ο Αρσέν, εκφράζοντας την γεμάτη αυτοπεποίθηση προσωπικότητά του. 

Ο Αρσέν, η Φαντομά και οι υπόλοιποι ήρωες τοποθετούνται σε μια εκδοχή της πραγματικότητας που είναι εν μέρει ρεαλιστική και εν μέρει αγγίζει το φανταστικό. Ο κόσμος μεταφέρεται στην δική τους οπτική, οι δραστηριότητές τους έχουν να κάνουν με θέματα που δεν γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους – ή γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα αποκτούν αναπόφευκτα μια σουρεαλιστική διάσταση η οποία ωστόσο αποδίδεται με απόλυτη συνέπεια, και το αποτέλεσμα είναι ανατρεπτικό, πρωτότυπο και εξαιρετικά ευχάριστο.

Το χιούμορ των βιβλίων αυτών προσδιορίζεται εν μέρει και από τις αναφορές που μπορεί να εντοπίσει κανείς εν είδει easter eggs – πρόκειται για έναν όρο που προέρχεται από τον χώρο του προγραμματισμού και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει όλα εκείνα τα κρυμμένα στοιχεία και τις αναφορές που περιλαμβάνονται σε ένα έργο και που παραπέμπουν σε άλλα έργα της ευρύτερης καλλιτεχνικής παραγωγής. Τα βιβλία της σειράς μπορεί να απευθύνονται πρωτίστως σε παιδιά, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο «μιλάνε» σε αναγνώστες με προσλαμβάνουσες, καθώς είναι γεμάτα με ανάλογες αναφορές. Η γάτα Κριστίν και η σκυλίτσα Κάρι (από τo δαιμονισμένo αυτοκίνητο και την εκδικητική αδικημένη μαθήτρια, αντίστοιχα, στις ομώνυμες ιστορίες τρόμου του Στίβεν Κινγκ), ο Τσουμπάκα (από τις ταινίες Star Wars), τα χάμστερς Πιν και Τσον (από το όνομα του συγγραφέα Τόμας Πίντσον), κλείνουν το μάτι στους ενήλικες αναγνώστες και σίγουρα θα τους κάνουν να χαμογελάσουν καθώς θα παίρνουν μέρος σ’ αυτό το ανεπίσημο παιχνίδι ανακάλυψης των αναφορών / easter eggs που, κατά κάποιον τρόπο, εξελίσσεται παράλληλα με την πλοκή. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο οι περιπέτειες του Αρσέν και της Φαντομά διαβάζονται εξίσου ευχάριστα και από μεγάλους – βασικά πρόκειται για βιβλία τα οποία, ουσιαστικά, δεν έχουν περιορισμένο ηλικιακό κοινό, κι αυτή είναι μία από τις σημαντικές αρετές τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/9947-athanasiadis-tsiligeridou

15 May 2018

Giovanni Verga: Οι ιστορίες του κάστρου της Τρέτσα

«Νεανικό σφάλμα» είχε χαρακτηρίσει ο Τζοβάννι Βέργκα τη σπονδυλωτή νουβέλα του «Οι ιστορίες του κάστρου της Τρέτσα», χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν, και χωρίς φυσικά να ξέρει πόσο δημοφιλής θα γινόταν αργότερα η γοτθική λογοτεχνία. Γέννημα – θρέμμα της μαγευτικής γης της Σικελίας, με καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια, ο Βέργκα ξεκίνησε να γράφει από την εφηβική του ηλικία. Τα περισσότερα έργα του – μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες – σκιαγραφούν με γλαφυρότητα και ρεαλισμό τη ζωή στη Σικελική επαρχία, επικεντρωμένα στους ανθρώπους της, τις συνήθειές τους και τις δεισιδαιμονίες τους.

Οι «Ιστορίες του κάστρου της Τρέτσα», που τις διαβάζουμε εδώ στην ωραία μετάφραση του Παναγιώτη Σκόνδρα, γράφτηκαν όταν ο Σικελός συγγραφέας ήταν γύρω στα 35. Μέχρι τον θάνατό του το 1922 δεν έγραψε ξανά κανένα άλλο έργο με ανάλογο θέμα και ατμόσφαιρα, αφιερώνοντας από εκεί και πέρα τη δημιουργικότητά του σε ιστορίες εμπνευσμένες από τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων της Σικελίας. Καθιερώθηκε έτσι ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ιταλικού ρεαλισμού. Σχεδόν όλα τα κείμενά του, ωστόσο, έχουν γενικά ένα στοιχείο ιδιαίτερα σκοτεινό – φτάνει να θυμηθούμε την περίφημη «Αγροτική Ιπποσύνη» (είναι φυσικά η «Cavalleria Rusticana», στην οποία βασίστηκε και η ομώνυμη όπερα του Πιέτρο Μασκάνι) ή άλλες ιστορίες του που διαδραματίζονται στη Σικελική επαρχία, όπως «Η Λύκαινα» ή το μυθιστόρημα «Οι Μαλαβόλια», στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο της ταινίας «Η Γη τρέμει» του Λουκίνο Βισκόντι.

Έχοντας επηρεαστεί από συγγραφείς όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο Βέργκα έγραψε τις «Ιστορίες του κάστρου της Τρέτσα» συνδυάζοντας το γοτθικό κλίμα τρόμου που ερχόταν από τον ευρωπαϊκό Βορρά αλλά και την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, με το μυστηριακό στοιχείο των μεσογειακών τοπίων όπου είχε μεγαλώσει και γνώριζε τόσο καλά. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα ιδιαίτερο ύφος γραφής που με μαεστρία πλέκει τη μια αφήγηση μέσα στην άλλη: πρόκειται για μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε μια άλλη, που και αυτή με τη σειρά της αποτελεί κομμάτι μιας άλλης ιστορίας, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη βαρύτητα, μιας και είναι αυτή από την οποία ξεκίνησαν όλα.

Στο μακρινό παρελθόν, η Βιολάντη παντρεύτηκε τον βαρόνο ντ’ Αρβέλο ο οποίος βρέθηκε να έχει στην ιδιοκτησία του φέουδα ύστερα από τη δολοφονία του ανιψιού του. Ήταν ένας τραχύς και άξεστος χωριάτης που καμία σχέση δεν είχε με την ανώτερη τάξη, παρ’ όλα αυτά απατούσε την ευγενική σύζυγό του που ήταν και πολύ νεότερή του αλλά και αληθινή αριστοκράτισσα. Η Βιολάντη ξεκίνησε έναν παράνομο δεσμό με τον συνεσταλμένο ακόλουθο Κορράντο ο οποίος κάποια στιγμή, για να αποφύγει την έκθεση της αγαπημένης του, θυσίασε τη ζωή του. Στη συνέχεια η Βιολάντη έπεσε από το παράθυρο και πνίγηκε στη θάλασσα. Από τότε άρχισαν να ακούγονται φωνές και περίεργοι θόρυβοι τη νύχτα, με κάποιους από τους κατοίκους του κάστρου να ισχυρίζονται ότι είδαν ένα φάντασμα να τριγυρίζει στους διαδρόμους. Λίγο αργότερα, κι ενώ ο βαρόνος είχε ήδη ξαναπαντρευτεί, μια συνταρακτική αποκάλυψη που αφορούσε τη Βιολάντη ήρθε να ταράξει ακόμα περισσότερο την ήδη επεισοδιακή ζωή στο κάστρο, και οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ήταν καταλυτικές.

Στο παρόν, η Ματθίλδη και ο Τζορντάνο επισκέπτονται το κάστρο της Τρέτσα μαζί με μια παρέα. Εκεί, ο νεαρός Λουτσιάνο κάνει λόγο για τον θρύλο της περιοχής που έχει να κάνει με τα φαντάσματα του κάστρου. Η ανήσυχη Ματθίλδη θέλει να μάθει περισσότερα γι’ αυτή την ιστορία. Καθώς ο Λουτσιάνο μπαίνει σε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες, η Ματθίλδη φαίνεται να ταυτίζεται με τη Βιολάντη. Τελικά εξομολογείται ότι φοβάται τον άντρα της και συνάπτει σχέση με τον Λουτσιάνο, κάτι που θα έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες την επόμενη φορά που θα βρεθούν στο «στοιχειωμένο» κάστρο.

Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιστορίες, η Ιζαμπέλλα, η δεύτερη σύζυγος του βαρόνου, προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από τα φαντάσματα του κάστρου. Της λένε διάφορα σχετικά, κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν και προσωπική εμπειρία. Η Ιζαμπέλλα δεν δείχνει να πείθεται ότι το μέρος είναι στοιχειωμένο, βάζει τη λογική της σε πρώτο πλάνο και με βάση αυτήν πορεύεται, γι’ αυτό άλλωστε και επιβιώνει.

Οι τρεις γυναίκες είναι σαν μία ζυγαριά, με την Ιζαμπέλλα στον ρόλο του κεντρικού άξονα να ισορροπεί ανάμεσα στα δύο μέρη, τη Βιολάντη και τη Ματθίλδη. Η Βιολάντη ουσιαστικά δημιουργεί, άθελά της, τον θρύλο, η Ματθίλδη παγιδεύεται σ’ αυτόν και παρασύρεται από την υποτιθέμενη κατάρα του. Η Ιζαμπέλλα είναι η φωνή της λογικής, καταδικασμένη να μην την ακούει κανείς. Ο κόσμος προτιμά να γαντζώνεται σε ένα συναρπαστικό, αν και τρομακτικό, παραμύθι και να αγνοεί την πιο πεζή αλλά πολλές φορές ακόμα πιο δραματική αλήθεια, ακόμα κι αν την βλέπει να αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια του. Ο θρύλος επιβάλλεται και αναπαράγεται ατέρμονα και φυλακίζει το κάστρο και μαζί όσους βρίσκονται σ’ αυτό, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται σε έναν αέναο κύκλο. Είτε υπάρχουν φαντάσματα είτε όχι, είναι ένας τόπος μοιραίος για τους παράνομους, απελπισμένους εραστές. Ο καταραμένος έρωτας του παρελθόντος ανάμεσα στη Βιολάντη και τον Κορράντο στοιχειώνει ακόμα τους διαδρόμους, τους τοίχους, τις αίθουσες και τα δωμάτια του κάστρου και αναζητά δικαίωση μέσα από τον κρυφό δεσμό της Ματθίλδης και του Λουτσιάνο, η μοίρα των οποίων ωστόσο δεν παραλλάσσει και πολύ από εκείνη των παλιών εραστών.

Η γλώσσα του Βέργκα είναι άμεση, οι υποβλητικές περιγραφές του είναι απόλυτα στοχευμένες. Επιτυγχάνει ένα ιδιότυπο γοτθικό κλίμα, μέσα από τον σκοτεινό λυρισμό που διατρέχει όλη του την αφήγηση, θυμίζοντας τα εμβληματικά επικά ποιήματα του Σ.Τ. Κόλεριτζ («Κρίσταμπελ») ή του Άλφρεντ Τένισον («Ο Εραστής της Πορφύρια»). Από την άλλη, ωστόσο, είναι αναπόφευκτοι οι συνειρμοί που φέρνουν στο μυαλό πολύ μεταγενέστερες ιστορίες, όπως αυτή της «Ρεβέκκας» της Δάφνης ντι Μοριέ.

Οι «Ιστορίες του κάστρου της Τρέτσα» είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Βέργκα, αξίζει όμως να διαδοθεί γιατί δείχνει μια άλλη πτυχή αυτού του τόσο ιδιαίτερου συγγραφέα. Ίσως αν ο Βέργκα δεν είχε αρκεστεί σ’ αυτόν τον πειραματισμό του με τη γοτθική λογοτεχνία και είχε ασχοληθεί λίγο περισσότερο με την ανάλογη πλευρά της πεζογραφίας, να είχε τελικά αφήσει το δικό του πολύ ξεχωριστό στίγμα σ’ αυτήν. Πρόκειται για ένα είδος που είναι ευρέως συσχετισμένο με την αγγλοσαξονική, τη γερμανική και την αμερικανική λογοτεχνική παραγωγή, ενώ πολύ σπανιότερα το συναντάμε στην πεζογραφία και την ποίηση των περιοχών της Μεσογείου. Ο ήλιος, ο καθαρός ουρανός, τα καταπράσινα τοπία, είναι κάπως μακριά από το κλίμα που «επιβάλλουν» οι ιστορίες με γοτθική θεματολογία, ωστόσο διαβάζοντας τη νουβέλα του Βέργκα βλέπουμε πώς ο έμπειρος συγγραφέας με το αστείρευτο και πηγαίο ταλέντο του καταφέρνει να συνδέσει αυτά τα δύο φαινομενικά αταίριαστα στοιχεία και να δημιουργεί σκοτεινές ιστορίες, σαν παραμύθια τρόμου και μυστηρίου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/9871-oi-istories-tou-kastrou-tis-tretsa

10 May 2018

Το 52ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών με τη συμμετοχή των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού



Με αφορμή το 52ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών, που διεξάγεται φέτος στην Αθήνα (9 - 12 Μαϊου 2018 στο Μέγαρο Μουσικής) υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας,, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών πραγματοποίησε την Δευτέρα 7 Μαΐου συνέντευξη τύπου στην Αίγλη Ζαππείου.

Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών (AEPC) ιδρύθηκε στη Λυόν το 1963 και σήμερα μετράει ένα σημαντικό δίκτυο ειδικών που είναι αφοσιωμένοι στην άσκηση και εξέλιξη της Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών, καθώς και συναφών ιατρικών ειδικοτήτων. Τα μέλη του, τα οποία αυξάνονται κάθε χρόνο, δεν προέρχονται μόνο από την Ευρώπη, αλλά και από άλλες ηπείρους.

Στηρίζοντας το σωματείο ‘Η Καρδιά του Παιδιού’, οι Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού πλαισιώνουν το Συνέδριο με πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Η ‘Καρδιά του Παιδιού’, μη κερδοσκοπικό σωματείο που ιδρύθηκε το 1983 από γονείς καρδιοπαθών παιδιών, έχει σκοπό την ηθική, ψυχολογική και ηθική υποστήριξη καθώς και την παροχή πληροφόρησης στις οικογένειες των παιδιών με συγγενείς καρδιοπάθειες.

Η μη κερδοσκοπική οργάνωση ‘Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού’, ιδρύθηκε την Άνοιξη του 1991 με κύριο στόχο την προώθηση του ελληνικού πνεύματος τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προβάλλοντας το έργο Ελλήνων δημιουργών αλλά και ενισχύοντας το επίπεδο των πολιτιστικών σχέσεων εντός και εκτός Ελλάδος.

Μετά το καλωσόρισμα από την υπεύθυνη του Συνεδρίου, κυρία Γεωργία Μεντή, τον λόγο πήρε ο Δρ. Γεώργιος Παπαδόπουλος, επίσημος εκπρόσωπος της Ελληνικής Παιδοκαρδιοχειρουργικής Εταιρείας και πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, ο οποίος ανέπτυξε ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα που συναντώνται στην εποχή μας οι συγγενείς καρδιοπάθειες σε παιδιά, σε συνάρτηση και με τη μείωση την γεννήσεων ανά έτος. Τόνισε τη σημασία του Συνεδρίου, σε σχέση και με το γεγονός ότι ύστερα από 11 περίπου χρόνια φιλοξενείται στην Αθήνα, καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα της παιδοκαρδιολογίας.

Στη συνέχεια ο Δρ. Γεώργιος Σαρρής, πρόεδρος της ομάδας εργασίας Συγγενών Καρδιοπαθειών της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών Θώρακος – Καρδίας - Αγγείων, συμπρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της AEPC, αναφέρθηκε στις συμμετοχές και το επιστημονικό πρόγραμμα του Συνεδρίου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ανεβασμένο επίπεδο των εργασιών που υποβλήθηκαν από όλες τις συμμετέχουσες χώρες. Επισήμανε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας Παίδων και Συγγενών Καρδιοπαθειών είναι η μεγαλύτερη αλλά και η μοναδική, ουσιαστικά, εταιρεία που ασχολείται με αυτό το αντικείμενο – κάτι που αξίζει ιδιαίτερα να γνωστοποιηθεί καθώς αποδεικνύει την πρόοδο της Ευρώπης στον τομέα αυτό, τη στιγμή που στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν υπάρχει αντίστοιχη εξειδικευμένη εταιρεία.

Ο Δρ. Γεώργιος Καλαβρουζιώτης, αντιπρόεδρος της ελληνικής Παιδοκαρδιολογικής Εταιρείας και παιδοκαρδιοχειρουργός στο Παίδων, μίλησε για την εταιρεία και τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της ενασχόλησής της με ένα τόσο ευαίσθητο και ξεχωριστό πεδίο, ενώ έθιξε την έλλειψη υποστήριξης, και λόγω της οικονομικής κρίσης, της πολιτείας στην ανάπτυξη της παιδοκαρδιοχειρουργικής κοινότητας.

Σε σχετικές ερωτήσεις διευκρινιστικού χαρακτήρα, οι τρεις ομιλητές τόνισαν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι παιδοκαρδιοχειρουργοί στην Ελλάδα λόγω έλλειψης οργάνωσης, κάτι που, εκτός από αποθαρρυντικό για τους μικρούς ασθενείς και τις οικογένειές τους, είναι και άδικο για το εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που είναι και επαρκές αλλά και καταρτισμένο. Σε μια χώρα όπου του 0,8 – 1,2% των παιδιών που γεννιούνται κάθε χρόνο πάσχουν από καρδιακές δυσπλασίες, είναι απαραίτητο να υπάρξει μεγαλύτερη μέριμνα από κρατικούς και άλλους σχετικούς φορείς, έτσι ώστε η αντιμετώπιση των περιστατικών να είναι και πιο άμεση αλλά και πιο αποτελεσματική.

Περνώντας στο πολιτιστικό κομμάτι του Συνεδρίου, η κυρία Ζωζώ Λιδωρίκη, πρόεδρος των ‘Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού’, μίλησε για τον ρόλο της οργάνωσης στο Συνέδριο και τη συμμετοχή της σε αυτό. Άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιατρική επιστήμη, ο πολιτισμός (διόλου τυχαία, είναι εντυπωσιακά μεγάλος ο αριθμός των γιατρών που ασχολούνται με τις τέχνες – κυρίως ποίηση και ζωγραφική) δεν θα μπορούσε να λείπει από μια τέτοια διοργάνωση. Η συμμετοχή της παιδικής χορωδίας του ιδιωτικού σχολείου ‘Εκπαιδευτική Αναγέννηση’ κατά την επίσημη έναρξη και η εμφάνιση του σαξοφωνίστα Θόδωρου Κερκέζου, συνεργάτη του Φεστιβάλ Μολύβου, κατά το επίσημο δείπνο της Παρασκευής 11/5, ενισχύουν με τον καλύτερο τρόπο τη σχέση αυτή. Παράλληλα, οι Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού φροντίζουν για την διάδοση των δραστηριοτήτων της ‘Καρδιάς του Παιδιού’ αλλά και όλων των συμμετεχόντων στο Συνέδριο, προσφέροντας στους συνέδρους τις σχετικές πληροφορίες σε μία ειδική έντυπη έκδοση στα αγγλικά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2018
https://diastixo.gr/epikaira/reportaz/9832-52-aepc

4 May 2018

Ο Κάτοικος της Καρκόσα (Ambrose Bierce)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Υπάρχουν λοιπόν διαφορετικά είδη θανάτου – με κάποια το σώμα παραμένει, ενώ με κάποια άλλα σβήνει και χάνεται μαζί με το πνεύμα.

Αυτό το τελευταίο συμβαίνει μόνο στη μοναξιά (έτσι είναι το θέλημα του Θεού) και, αφού κανείς δεν μπορεί να δει το τέλος, λέμε ότι ο άνθρωπος χάνεται ή ότι πηγαίνει ένα μακρύ ταξίδι – κάτι που όντως ισχύει. Άλλοτε πάλι έχει τύχει να συμβεί ενώπιον άλλων, όπως έχουν δείξει πάμπολλες μαρτυρίες. Σε κάποιες περιπτώσεις θανάτου έχει τύχει να πεθάνει το πνεύμα, ενώ είναι γνωστό ότι το σώμα παραμένει ακμαίο για πολλά χρόνια ακόμα. Άλλες φορές, σύμφωνα με έγκυρες μαρτυρίες, το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το σώμα, αλλά ύστερα από ένα διάστημα ανασταίνεται και πάλι στο ίδιο εκείνο μέρος όπου συντελέστηκε η αποσύνθεση του σώματος.

Καθώς αναλογιζόμουν αυτά τα λόγια του Αλί (ο Θεός ας τον αναπαύσει) χωρίς να είμαι και τόσο σίγουρος για την ουσιαστική σημασία τους, εφόσον είχα βέβαια τις υποψίες μου αλλά αμφέβαλλα κιόλας για το αν έκρυβαν κάποιο βαθύτερο νόημα πέρα από εκείνο που είχα ήδη αντιληφθεί, δεν κατάλαβα ότι είχα χάσει τον δρόμο μου μέχρι που μια ξαφνική ριπή ψυχρού αέρα με χτύπησε στο πρόσωπο, φέρνοντάς με και πάλι σε επαφή με το περιβάλλον μου. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι όλα γύρω μου ήταν άγνωστα. Δεξιά κι αριστερά μου απλωνόταν μια απέραντη, σκοτεινή και έρημη πεδιάδα, καλυμμένη με πυκνό και ψηλό ξερό γρασίδι, που θρόιζε και σφύριζε με τον φθινοπωρινό αέρα, κι ένας θεός ξέρει πόσα μυστήρια και ανησυχητικά πράγματα ήθελε να πει. Ανά μεγάλα διαστήματα υψώνονταν βράχοι με παράξενο σχήμα και μουντό χρώμα που έμοιαζαν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν ματιές αδιευκρίνιστης σημασίας, σαν να είχαν σκύψει το κεφάλι τους για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη ενός προδιαγεγραμμένου γεγονότος. Κάτι ξεριζωμένα δέντρα εδώ κι εκεί έμοιαζαν να είναι οι αρχηγοί σ’ αυτήν την κακόβουλη συνωμοσία της σιωπηλής προσμονής.

Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ήταν προχωρημένη η μέρα, αν και ο ήλιος δεν φαινόταν πουθενά. Και παρόλο που αντιλαμβανόμουν ότι ο αέρας ήταν τραχύς και ψυχρός, η αντίληψη αυτή που είχα ήταν περισσότερο πνευματική και λιγότερο σωματική – δεν ένιωθα καθόλου άσχημα. Πάνω από το μελαγχολικό τοπίο, ένας ουρανός γεμάτος με βαριά, μολυβένια σύννεφα κρεμόταν σαν μια κατάρα με υπόσταση χειροπιαστή. Υπήρχε σε όλα αυτά κάτι σαν απειλή, σαν ένας οιωνός – μια υποψία κακού, μια υπόνοια καταστροφής. Δεν φαινόταν πουθενά ούτε πουλί, ούτε ζώο, ούτε έντομο. Ο άνεμος αναστέναζε μέσα από τα γυμνά κλαδιά των νεκρών δέντρων και το γκρίζο γρασίδι έσκυβε για να ψιθυρίσει το φοβερό μυστικό του στη γη. Αλλά κανένας άλλος ήχος ούτε κίνηση δεν έσπαγε την ανυπόφορη ακινησία του καταθλιπτικού τοπίου.

Παρατήρησα μέσα στη βλάστηση κάτι ανεμοδαρμένες πέτρες, που προφανώς τους είχε δώσει σχήμα κάποιο εργαλείο. Ήταν σπασμένες, καλυμμένες με μούχλα και μισοθαμμένες στο χώμα. Κάποιες ήταν πεσμένες μπρούμυτα, άλλες ήταν γερμένες σε διάφορες γωνίες, καμιά δε στεκόταν όρθια. Θα πρέπει να ήταν επιτύμβιες στήλες, αν και οι αντίστοιχοι τάφοι δεν υπήρχαν πια, ούτε σαν αναχώματα ούτε σαν λακκούβες. Ο χρόνος τα είχε ισοπεδώσει όλα. Σκορπισμένα εδώ κι εκεί, διάφορα άλλα ογκώδη ντουβάρια υποδείκνυαν τα σημεία όπου μεγαλόπρεποι τάφοι ή πολυτελή μνημεία ύψωσαν κάποτε το ασήμαντο ανάστημά τους στη λησμονιά. Αυτά τα ερείπια, αυτά τα ίχνη ματαιότητας, τα μνημεία αφοσίωσης και ευσέβειας, έμοιαζαν να είναι τόσο παλιά, τόσο ταλαιπωρημένα, φθαρμένα και λεκιασμένα – και το μέρος αυτό τόσο παρατημένο, εγκαταλελειμμένο και ξεχασμένο, που δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι είχα ανακαλύψει το νεκροταφείο μιας προϊστορικής φυλής ανθρώπων που το όνομά τους είχε σβηστεί από την ιστορία.

Με το μυαλό μου γεμάτο από αυτές τις σκέψεις, λησμόνησα για λίγο την εξέλιξη των δικών μου εμπειριών, αλλά σύντομα σκέφτηκα: «Πώς έφτασα εδώ πέρα;» Η στιγμιαία αυτή αναλαμπή φάνηκε να ξεκαθαρίζει τα πάντα και ταυτόχρονα να εξηγεί, όχι χωρίς κάποια ανησυχία, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η φαντασία μου είχε μεταφράσει όλα όσα έβλεπα και άκουγα. Ήμουν άρρωστος. Θυμήθηκα τότε ότι είχα χτυπηθεί από έναν ξαφνικό πυρετό και ότι η οικογένειά μου μού είχε πει ότι, όποτε με έπιανε παραλήρημα, ζητούσα απεγνωσμένα ελευθερία και καθαρό αέρα, και πως με είχαν περιορίσει στο κρεβάτι για να μην το σκάσω. Τώρα όμως είχα ξεφύγει από την εποπτεία των ακολούθων μου και είχα φτάσει μέχρι – αλήθεια, μέχρι πού; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Προφανώς είχα απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη όπου διέμενα – την αρχαία και ξακουστή πόλη Καρκόσα.

Δεν έβλεπα ούτε άκουγα πουθενά σημάδια ανθρώπινης ζωής, ούτε καπνό να υψώνεται, ούτε το γάβγισμα των σκυλιών, ούτε τους μουρμουριστούς ήχους των κοπαδιών, ούτε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν – δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το θλιμμένο κοιμητήριο, με τον αέρα του μυστηρίου και του φόβου, εξαιτίας του δικού μου διαταραγμένου μυαλού. Μήπως πήγαινε πάλι να με πιάσει παραλήρημα, χωρίς μάλιστα να μπορεί να με βοηθήσει κανείς; Μήπως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση εξαιτίας της τρέλας μου; Φώναξα δυνατά τα ονόματα των συζύγων και των γιων μου, άπλωσα τα χέρια μου αναζητώντας τα δικά τους, καθώς περπατούσα ανάμεσα στις πεσμένες πέτρες και το ξεραμένο χορτάρι.

Ένας θόρυβος πίσω μου με έκανε να γυρίσω. Ένα άγριο ζώο – ένας λύγκας – με πλησίαζε. Η σκέψη μού ήρθε αμέσως στο μυαλό: αν καταρρεύσω εδώ στην έρημο – αν μου ανεβεί και πάλι ο πυρετός και χάσω τις αισθήσεις μου, αυτό το θηρίο θα μου ξεριζώσει το λαρύγγι. Όρμησα προς το μέρος του ουρλιάζοντας. Εκείνο πέρασε ξυστά από δίπλα μου με ηρεμία και χάθηκε πίσω από έναν βράχο.

Την επόμενη στιγμή, το κεφάλι ενός άντρα ξεπετάχτηκε από το επίπεδο του εδάφους λίγο μακρύτερα. Ανέβαινε την πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, η κορυφογραμμή του οποίου ίσα που διακρινόταν από εκεί που βρισκόμουν. Σύντομα τον είδα να ξεπροβάλλει μπροστά από ένα γκρίζο σύννεφο. Τα μέρη του σώματός του που δεν ήταν γυμνά ήταν καλυμμένα με τομάρια. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα, η γενειάδα του μακριά και μαδημένη. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα τόξο κι ένα βέλος και στο άλλο έναν αναμμένο δαυλό που ανάδινε έναν μακρύ μαύρο καπνό. Περπατούσε αργά και προσεκτικά, λες και φοβόταν μην πέσει σε κάποιον ανοιχτό τάφο που ήταν κρυμμένος κάτω από το ψηλό γρασίδι. Αυτό το αλλόκοτο θέαμα με παραξένεψε χωρίς ωστόσο να με θορυβήσει, και αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσω, τον κοίταξα σχεδόν κατά πρόσωπο και του απηύθυνα τον συνηθισμένο χαιρετισμό: «Ο Θεός μαζί σου».

Δε φάνηκε να με προσέχει ούτε και κοντοστάθηκε.

«Καλέ μου ξένε», συνέχισα, «είμαι άρρωστος κι έχω χαθεί. Σε ικετεύω, πες μου, πώς θα φτάσω στην Καρκόσα;»

Ο άντρας άρχισε να τραγουδάει ένα βάρβαρο τραγούδι σε μια άγνωστη γλώσσα, με προσπέρασε και χάθηκε από τα μάτια μου.

Μια κουκουβάγια στο κλαδί ενός σάπιου δέντρου έκρωξε ανατριχιαστικά και κάποια άλλη της απάντησε από μακριά. Κοιτώντας ψηλά, είδα μέσα από ένα αναπάντεχο άνοιγμα στα σύννεφα τον Αλντεμπαράν και τις Υάδες! Σε όλα αυτά υπήρχε μια υπόνοια νύχτας – ο λύγκας, ο άντρας με τον δαυλό, η κουκουβάγια. Παρόλα αυτά είδα – είδα μέχρι και τα αστέρια, αφού σκοτάδι δεν υπήρχε. Έβλεπα, αλλά ήταν προφανές ότι ούτε με έβλεπε ούτε με άκουγε κανείς. Ποιο τρομερό ξόρκι με είχε φυλακίσει;

Κάθισα στα ριζά ενός γιγάντιου δέντρου, για να σκεφτώ σοβαρά τι ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία ότι είχα τρελαθεί, υπήρχε όμως ένα κομμάτι αμφιβολίας σ᾽ αυτή την καταδίκη. Δεν είχα καθόλου πυρετό. Είχα ωστόσο μια αίσθηση ευφορίας και ζωντάνιας μαζί που ήταν πρωτόγνωρες για μένα – μια αίσθηση πνευματικής και σωματικής ανάτασης. Οι αισθήσεις μου ήταν σε εγρήγορση. Ένιωθα τον αέρα γύρω μου βαρύ. Μπορούσα να ακούσω τη σιωπή.

Μια μεγάλη ρίζα του γιγάντιου δέντρου στου οποίου τον κορμό ήμουν γερμένος κρατούσε φυλακισμένη στη λαβή της μια βαριά πέτρα, μέρος της οποίας ήταν χωμένο σε μια εσοχή που σχημάτιζε μια άλλη ρίζα. Η πέτρα ήταν έτσι κάπως προφυλαγμένη από τον καιρό, αν και μεγάλο μέρος της είχε αποσυντεθεί. Το περίγραμμά της είχε αποστρογγυλωθεί από τη φθορά, οι γωνίες της είχαν φαγωθεί, η επιφάνειά της ήταν αυλακωμένη και φολιδωτή. Λαμπερά σωματίδια μαρμαρυγίας διακρίνονταν στο χώμα γύρω της – σημάδια της αποσύνθεσής της. Αυτή η πέτρα προφανώς ανήκε στον τάφο από τον οποίο το δέντρο είχε ξεπεταχτεί χρόνια πριν. Οι ίδιες οι ρίζες του δέντρου είχαν καπηλευτεί τον τάφο και είχαν φυλακίσει την πέτρα.

Ένας ξαφνικός άνεμος απομάκρυνε μερικά ξερά φύλλα και κλαδιά από το πάνω μέρος της πέτρας. Είδα τότε τα ανάγλυφα γράμματα μιας επιγραφής και έσκυψα να τη διαβάσω. Θεέ και Κύριε! Ήταν το όνομά μου ολόκληρο! Η χρονολογία γέννησής μου! Η ημερομηνία του θανάτου μου!

Μια ευθύγραμμη λωρίδα φωτός φώτισε όλη την πλευρά του δέντρου καθώς πεταγόμουν όρθιος μέσα στον πανικό. Ο ήλιος πρόβαλε από την ροδαλή ανατολή. Στάθηκα ανάμεσα στο δέντρο και τον πλατύ, κόκκινο δίσκο του – καμιά σκιά δεν σκοτείνιαζε τον κορμό!

Μια χορωδία από λύκους καλωσόρισε ουρλιάζοντας την αυγή. Τους είδα να κάθονται πάνω στα πισινά τους πόδια, άλλοι μόνοι τους και άλλοι σε ομάδες, στις κορυφές ανισόπεδων αναχωμάτων και ταφικών μνημείων που κάλυπταν τη μισή από την έρημη έκταση που απλωνόταν μπροστά μου και χάνονταν στον ορίζοντα. Και τότε κατάλαβα ότι αυτά ήταν τα ερείπια της αρχαίας και ξακουστής πόλης Καρκόσα.

Αυτά ήταν τα γεγονότα που μετέδωσε στο μέντιουμ Μπεϊρόλ το πνεύμα του Χοσεΐμπ Αλάρ Ρομπαρντίν.


Ο Αμπρόουζ Μπιρς (1842 – περίπου 1914) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και βετεράνος του Εμφυλίου πολέμου. Όσον αφορά τον πεζό λόγο, έγραψε κυρίως διηγήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα πρωτότυπη και ασυνήθιστη για την εποχή θεματολογία τους, κάτι που τον καθιέρωσε ως πρωτοπόρο στον χώρο της λογοτεχνίας ρεαλιστικής φαντασίας. Τα έργα του έχουν κριθεί ισάξια εκείνων του Πόε και του Λάβκραφτ, ενώ επηρέασε πολλούς μεταγενέστερούς του συγγραφείς όπως τον Στίβεν Κρέιν ή τον Χέμινγουέι. Τον Δεκέμβριο του 1913 πήγε στο Μεξικό για να ζήσει από κοντά την Μεξικανική επανάσταση. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του και δεν τον είδε ποτέ ξανά κανείς. Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες «Ο γερο-Γκρίνγκο», που αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το περιστατικό από τη ζωή του Μπιρς. Το διήγημα «Ο κάτοικος της Καρκόσα» γράφτηκε το 1886 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα San Fransisco Newsletter προτού συμπεριληφθεί στις συλλογές διηγημάτων «Tales of Soldiers and Civilians» και «Can Such Things Be?» Είναι ένα εξαιρετικά δυνατό, πρωτοποριακό και οραματικό κείμενο που αποτέλεσε τη βασική πηγή έμπνευσης για το βασικό θέμα και τις ιστορίες της συλλογής «Ο Βασιλιάς με τα Κίτρινα» του Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς (1895), πάνω στις οποίες βασίστηκε, με τη σειρά του, μέρος της πλοκής της σύγχρονης τηλεοπτικής σειράς «True Detective» (2014).



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2018
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/9780-carcassa

2 May 2018

Ταξίδι στον χρόνο με αυτοκίνητα άλλων εποχών

2η Ανοιξιάτικη Έκθεση Γλυφάδας με Οχήματα Εποχής με την Ελληνική Ομοσπονδία Οχημάτων Εποχής & Παλιά Ελληνικά Λεωφορεία


Στην καταπράσινη και ηλιόλουστη Πλατεία Εσπερίδων στη Γλυφάδα διοργανώθηκε το πρωί της Πρωτομαγιάς η 2η Ανοιξιάτικη Στατική Έκθεση Γλυφάδας της Ελληνικής Ομοσπονδίας Οχημάτων Εποχής σε συνεργασία με την ομάδα Παλιά Ελληνικά Λεωφορεία.

Τα αυτοκίνητα – αντίκες είχαν την τιμητική τους. Στρατιωτικά τζιπ της δεκαετίας του ’50 και του ’60, αυθεντικές Πόρσε, κλασικοί Σκαραβαίοι, αγωνιστικά αυτοκίνητα (ανάμεσά τους και τα γνωστά αξιολάτρευτα ‘κατσαριδάκια’), λουσάτες λιμουζίνες Μερσέντες και BMW, ιστορικά λεωφορεία, στολισμένα όλα με μπαλόνια και εορταστικές ανθοδέσμες λόγω της ιδιαίτερης ημέρας, ήταν τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά από τη γραμμή του τραμ αλλά και στον χώρο της πλατείας, προσφέροντας ένα πολύχρωμο θέαμα εξαιρετικά όμορφο και βαθιά νοσταλγικό.


Το συγκρότημα 48 Ores επένδυσε αυτή την μοναδική έκθεση – εκδήλωση, παίζοντας ζωντανά μουσική και τραγούδια ανάλογων εποχών.

Η Ελληνική Ομοσπονδία Οχημάτων Εποχής (ΕΟΟΕ) λειτουργεί από το 1997 ως μη κερδοσκοπικό σωματείο, και σκοπό έχει να στηρίζει και να προάγει τις προσπάθειες αποκατάστασης και διατήρησης των οχημάτων εποχής, ενώ συλλέγει και κάθε σχετικό έντυπο υλικό. Παράλληλα διοργανώνει εκδηλώσεις και εκθέσεις που αφορούν μεταφορικά μέσα άλλων εποχών, όπως το Πανελλήνιο Ιστορικό Ράλλυ Οχημάτων Εποχής, το Κλασικό Ράλλυ Ολύμπου, το Ναυτικό Σαλόνι Παραδοσιακών Σκαφών.


Η ομάδα Παλιά Ελληνικά Λεωφορεία ασχολείται με την έρευνα, τη συγκέντρωση και τη μελέτη υλικού που σχετίζεται με τα παλιά αστικά και υπεραστικά λεωφορεία που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογή οχημάτων των αδελφών Χάρη και Βαγγέλη Λαζαρόπουλου.

Η πρωτομαγιάτικη Στατική Έκθεση Οχημάτων Εποχής της Γλυφάδας έδωσε μια μοναδική ευκαιρία στους λάτρεις των αυτοκινήτων – και όχι μόνο! – να δουν από κοντά μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα αυτοκινήτων προηγούμενων δεκαετιών, ορισμένα από τα οποία είναι συνδεδεμένα με αξέχαστες στιγμές, γεγονότα αλλά και πρόσωπα – όπως το ιστορικό λεωφορείο της Βιαμάξ που συμμετείχε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60, ή το αυτοκίνητο της Ρένας Βλαχοπούλου.


Να σημειωθεί ότι η ανακάλυψη, η απόκτηση, η αποκατάσταση και η συντήρηση αυτών των πραγματικών θησαυρών της ασφάλτου είναι αποτέλεσμα ιδιωτικής πρωτοβουλίας, και αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους αυτούς τους συλλέκτες που με το μεράκι και την αγάπη τους για τα παλιά αυτοκίνητα, τα διατηρούν ζωντανά και στην επικαιρότητα, όπως άλλωστε τους ταιριάζει.


Πρόκειται για κινήσεις εξαιρετικής σημασίας οι οποίες δίνουν ένα δυνατό μήνυμα αισιοδοξίας και προάγουν τον πολιτισμό μέσα από δραστηριότητες οι οποίες, καθώς είναι συνυφασμένες με την καθημερινότητα (οι μετακινήσεις είναι ένα θέμα που μας αφορά όλους λίγο ή πολύ και επιπλέον είναι πάρα πολλοί εκείνοι που ενδιαφέρονται για τα αυτοκίνητα σε διάφορα επίπεδα), μπορούν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να βρουν μεγάλη ανταπόκριση στο ευρύτερο κοινό.

Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον κύριο Χάρη Λαζαρόπουλο (Παλιά Ελληνικά Λεωφορεία / Bus Oldtimers Hellas)




Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάιο του 2018
http://fractalart.gr/taxidi-ston-chrono-me-aytokinita/

1 May 2018

Στέλλα Στεργίου: Ο Μικρός Πρίγκιπας του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί

Η διαχρονικότητα κάποιων έργων είναι αδιαμφισβήτητη, ιδίως όταν μιλάμε για κείμενα που με τους συμβολισμούς τους έχουν καταφέρει να είναι σημεία αναφοράς, και όχι μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας. Ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για δημιουργούς και καλλιτέχνες παγκοσμίως, καθώς είναι ένα κείμενο πολύ ιδιαίτερο στο είδος και το ύφος του, και διαθέτει μια πρωτογενή αυθεντικότητα ανάλογη ίσως μόνο της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» – με την έννοια ότι τα θέματα που διατρέχουν την ιστορία και ο τρόπος προσέγγισης και διεκπεραίωσής τους χαρακτηρίζονται από μοναδική σε σύλληψη πρωτοτυπία, ενώ το στοιχείο του φανταστικού, που παίζει ρόλο κινητήριο και καταλυτικό, εμπλέκεται τόσο αρμονικά στη ροή ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της.

Έχοντας διαφύγει στην Αμερική μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί έγραψε εκεί τα περισσότερα αξιομνημόνευτα έργα του, ανάμεσά τους και την ιστορία του «Μικρού Πρίγκιπα», εμπνευσμένη εν μέρει από εμπειρίες που είχε, ως αεροπόρος, στην Σαχάρα. Είναι ένα από το πιο πολυμεταφρασμένα κείμενα παγκοσμίως και έχει ψηφιστεί ως το καλύτερο βιβλίο του 20ού αιώνα στη Γαλλία. Αν και, λόγω του μικρού του πρωταγωνιστή, εντάσσεται γενικά στην παιδική λογοτεχνία, στην ουσία αποτελεί ένα βαθύτατα φιλοσοφικό και στοχαστικό κείμενο που θέτει σοβαρούς προβληματισμούς για τον άνθρωπο, τη ζωή, τη φύση και το σύμπαν.

Πρόκειται για ένα αφήγημα που εξελίσσεται μέσα από μια σειρά ευφάνταστων, συμβολικών και συναισθηματικά φορτισμένων «εικόνων», και είναι αυτός ένας από τους λόγους που προσφέρεται τόσο πολύ για προσαρμογή σε είδη τέχνης όπου η οπτική πτυχή παίζει ρόλο πρωταρχικό - έχει, για παράδειγμα, μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο. Η Στέλλα Στεργίου, εικονογράφος και δημιουργός κόμικ, επιχειρεί εδώ μια διασκευή σε graphic novel.

Τα graphic novels – εκτεταμένα κόμικς σε μορφή αυτόνομου βιβλίου – αποτελούν εδώ και χρόνια μια δημοφιλή μορφή εικαστικής έκφρασης, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με το fan art. Λέγοντας fan art εννοούμε μία πολύ ιδιαίτερη και διαδεδομένη μορφή τέχνης που, κατά λέξη, σημαίνει «τέχνη δημιουργημένη από θαυμαστές», και πρακτικά είναι ένα εικαστικό έργο, φυσικό ή ψηφιακό, που βασίζεται σε προϋπάρχον υλικό, όπως είναι οι χαρακτήρες βιβλίων ή ταινιών, και είτε απεικονίζει τις γνωστές ιστορίες τους ιδωμένες μέσα από τη ματιά του εκάστοτε καλλιτέχνη – δημιουργού του fan art, είτε αποδεσμεύεται από αυτές και τοποθετεί τους ήρωες αυτούς σε νέα πλαίσια δράσης.

Το βιβλίο της Στέλλας Στεργίου εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, καθώς ουσιαστικά παίρνει την ραχοκοκαλιά της ιστορίας του «Μικρού Πρίγκιπα» και δημιουργεί fan art αναπτύσσοντας την αφήγηση στη μορφή του graphic novel. Είναι ένα πρωτότυπο εγχείρημα που απευθύνεται τόσο στους λάτρεις αυτής της μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης όσο και σε εκείνους που αγαπούν το συγκεκριμένο έργο του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί. Το αποτέλεσμα είναι ένα καλαίσθητο και ευχάριστο οπτικά έργο, όπου δίνεται έμφαση σε χαρακτηριστικές σκηνές και εμβληματικά σύμβολα του πρωτοτύπου (για παράδειγμα, το τριαντάφυλλο). Η Στέλλα Στεργίου, με σεβασμό και αγάπη απέναντι στην αυθεντική ιστορία, αποδίδει το κείμενο με αμεσότητα και απλότητα, σε αρμονία με τις εικόνες που το συνοδεύουν. Αν και θα ήταν ίσως πιο ακριβές να πούμε ότι σε αυτή την περίπτωση είναι το κείμενο που συνοδεύει τις εικόνες: η οπτική πλευρά είναι που έχει εδώ τον πρώτο λόγο, αφού τα graphic novels, όπως και τα κόμικς, στηρίζονται κυρίως και πρωτίστως στις εικόνες. Το σομόν, το κίτρινο και το πετρόλ είναι τα χρώματα που κυριαρχούν και αποτελούν το βασικό χρωματικό μοτίβο για τις επιμέρους εικόνες – καρέ. Οι γραμμές, οι μορφές και τα σκηνικά που σχεδιάζει η Στέλλα Στεργίου είναι απλά αλλά εύστοχα, και αποδίδουν ένα κλίμα ονειρικό και ταυτόχρονα γήινο και οικείο. 

Ο ίδιος ο Μικρός Πρίγκιπας απεικονίζεται με μορφή που είναι αντισυμβατική σε σχέση με την γνωστή εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν, με εμφάνιση που παραπέμπει σε εκείνη που ξέρουμε, συνδυάζοντάς την με μια πρωτότυπη οπτική που τονίζει την παιδική του υπόσταση και θυμίζει σύγχρονα καρτούν. Σημαντική και χαριτωμένη λεπτομέρεια η μικρή κορόνα που στέκει διακριτικά πάνω από το κεφάλι του.

Τα πρόσωπα είναι με έναν απέριττο τρόπο εκφραστικά, οι χαρακτήρες διαθέτουν όγκο και κίνηση και επιβάλλονται στον χώρο τους, Ιδιαίτερη προσοχή αξίζουν τα καρέ που απεικονίζουν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος – για παράδειγμα το τριαντάφυλλο στη σελίδα 22, η αλεπού ανάμεσα στα σιτάρια στη σελίδα 73, το τριαντάφυλλο με το πρόσωπο στη σελίδα 25, ο πλανήτης με τα φανάρια να ορίζουν τον άξονά του στη σελίδα 59. Η χρήση των χρωμάτων και των φωτοσκιάσεων σε αυτές τις εικόνες προσδίδει την αίσθηση του βάθους, επιτυγχάνοντας ένα τρισδιάστατο, ανάγλυφο σχεδόν αποτέλεσμα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/9747-stella-stergiou-o-mikros-prigipas