30 March 2018

Βασίλης Κουτσιαρής - Γιάννης Διακομανώλης: Η Γραμμή

Ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει πολλές εκφάνσεις, και κάποιες φορές ο αντίκτυπός του γίνεται αντιληπτός διαφορετικά από τον καθένα. Όσον αφορά το σχολικό περιβάλλον συγκεκριμένα, είναι πολύ εύκολο να προκύπτουν σχετικοί διαχωρισμοί, υποκινούμενοι, τις περισσότερες φορές, από τα καθιερωμένα στερεότυπα αλλά και τις προσωπικές προκαταλήψεις του καθενός. Στο καινούριο τους βιβλίο με τον τίτλο ‘Η Γραμμή’, οι εκπαιδευτικοί και συγγραφείς Βασίλης Κουτσιαρής και Γιάννης Διακομανώλης καταπιάνονται με αυτό το θέμα, και επιλέγουν να το αναπτύξουν σε πρώτο πρόσωπο, μέσα από την αφήγηση – και, κατά συνέπεια, και την ματιά – ενός παιδιού, του μικρού Αλέξανδρου, επιτυγχάνοντας έτσι περισσότερη αμεσότητα στον λόγο, αλλά και στα συμπεράσματα της ιστορίας.

Ο Αλέξανδρος βρίσκει τον συμμαθητή του Θοδωρή εκνευριστικό και ακατάστατο, και καθώς είναι αναγκασμένος να μοιραστεί μαζί του το θρανίο, του έρχεται η φαεινή ιδέα να τραβήξει μια γραμμή για να οριοθετήσει τον προσωπικό του χώρο, κρατώντας το άλλο παιδί σε απόσταση. Ωστόσο, αυτό που δεν αντιλαμβάνεται είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, τίθεται αυτόματα και ο ίδιος σε κοινωνικό αποκλεισμό. Όπως προκύπτει στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος έχει σχηματίσει μια εικόνα για τον εαυτό του που δεν είναι απόλυτα πραγματική, ωστόσο δεν έχει κάτσει ποτέ να σκεφτεί ότι μπορεί να είναι εκείνος που έχει κάνει κάπου λάθος.

Η εικονογράφος Αιμιλία Κονταίου, της οποίας οι καλαίσθητες και διακριτικά χιουμοριστικές ζωγραφιές κοσμούν το βιβλίο, έχει έξυπνα αποχρωματίσει τον πρωταγωνιστή σε όλο το πρώτο μέρος, ενώ ο υποτιθέμενος αντιπαθητικός αντι-ήρωας εναρμονίζεται απόλυτα με το χρωματιστό περιβάλλον. Ο ήρωας απομονώνεται χωρίς να το καταλαβαίνει. Έχει την εντύπωση ότι παίζει τέλεια ποδόσφαιρο, για να προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα όταν μάθει ότι οι συμμαθητές του τον δέχονταν στις ομάδες τους επειδή ο Θοδωρής τους το ζητούσε. Τελικά ο αντι-ήρωας αποδεικνύεται πιο ευπροσάρμοστος και πιο κοινωνικός. Ο ήρωας, κλεισμένος ουσιαστικά στο καβούκι του, φορούσε παρωπίδες που τον εμπόδιζαν να δει τα πράγματα όπως πραγματικά ήταν: ότι ο ίδιος ήταν απομονωμένος, και κυρίως επειδή μόνος του είχε κάνει αυτή την επιλογή, έστω και αν δεν ήταν αυτός ο σκοπός του.

Δεν αργεί να διαπιστώσει ότι ο Θοδωρής τον συμπαθεί παραβλέποντας, προφανώς, την οριακά αγενή συμπεριφορά του. Ο συμμαθητής του διέθετε διορατικότητα και ένστικτο, και ήταν σε θέση να διακρίνει και να εκτιμήσει τα καλά στοιχεία του Αλέξανδρου, αυτά που, από άμυνα και ανασφάλεια, δεν άφηνε να βγουν στην επιφάνεια. Αναπόφευκτα θα συνειδητοποιήσει ότι οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο και η παρουσία των άλλων γύρω μας είναι συχνά καταλυτική, τόσο για τις κοινωνικές μας σχέσεις όσο και για την αντίληψη που έχουμε ή διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας.

Ο μικρός Αλέξανδρος είναι σε μια ηλικία όπου τόσο το μυαλό όσο και ο χαρακτήρας του είναι σε φάση διαμόρφωσης, και ο ίδιος είναι θετικός δέκτης όσων συμβαίνουν γύρω του. Όπως εύκολα αποφάσισε αρχικά ότι δεν συμπαθεί τον Θοδωρή, εξίσου εύκολα κατάφερε να μεταστραφεί όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα όπως ήταν, και όχι όπως εκείνος την είχε στήσει γύρω του. Και πάλι ωστόσο το σημείο αναφοράς ήταν ο εαυτός του: εφόσον συνειδητοποίησε ότι ο συμμαθητής του τον συμπαθούσε, δεν είχε λόγο πλέον να μην τον συμπαθήσει κι εκείνος, κι έτσι αρχίζει να βλέπει τον μελλοντικό του φίλο με άλλο μάτι.

Η φιλία δεν χτίζεται πάντα εύκολα, και συχνά απαιτεί αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αυτό είναι άλλο ένα μάθημα που παίρνει ο Αλέξανδρος, όταν αποφασίζει να δει και λίγο πέρα από τον εαυτό του. Ξεκινώντας από μια ακραία συμπεριφορά – την τοποθέτηση της κυριολεκτικής γραμμής που υπονοούσε και την ευρύτερη έννοια της απόστασης που ο Αλέξανδρος είχε θελήσει να τονίσει – ο μικρός πρωταγωνιστής πέρασε διαδοχικά από το στάδιο της αυτάρκειας («Επιτέλους! Όλο το θρανίο δικό μου!» σκέφτηκε μια μέρα που ο Θοδωρής έλειπε), σ’ αυτό της αμφιβολίας για τον εαυτό του («Η λέξη ‘άσχετος’ είχε σφηνωθεί στο κεφάλι μου» - όταν τον χαρακτήρισαν έτσι οι συμμαθητές του αρνούμενοι να τον αφήσουν να παίξει μαζί τους ποδόσφαιρο), στη συνέχεια στο στάδιο της αναθεώρησης («Κοιτούσα προς την πλευρά του Θοδωρή κι ας μην ήταν εκεί. Θυμήθηκα τις πλάκες και τα αστεία του κι άρχισα να γελάω μόνος μου.»), για να φτάσει στο τέλος στην αποδοχή, μαθαίνοντας να εκτιμάει τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι αντί να περιμένει να προσαρμόζονται όλοι στη δική του αντίληψη και συμπεριφορά («Έτρεξα στο θρανίο μου και με τη γόμα έσβησα τη γραμμή. Αυτή τη χοντρή μαύρη γραμμή.»). Η κατάληξη είναι ευτυχής για όλους, και το μήνυμα της ιστορίας θετικό και αισιόδοξο.

Το κείμενο είναι απλά γραμμένο, με τη ροή της αφήγησης να εξελίσσεται στα φυσικά πλαίσια της οπτικής ενός παιδιού. Γι’ αυτό και είναι άμεσο, υπογραμμίζοντας τα βασικά σημεία χωρίς να τα εξογκώνει ώστε να γίνουν κατανοητά. Οι αντιδράσεις τόσο του παιδιού όσο και του περιβάλλοντός του αποδίδονται με συνέπεια και ρεαλισμό, ενώ δεν λείπει το χιούμορ, συστατικό σχεδόν πάντα απαραίτητο – καθώς δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας – σε ιστορίες που επιχειρούν και επιτυγχάνουν να περάσουν στα παιδιά ουσιαστικά μηνύματα σχετικά με τη συμπεριφορά και τον ρόλο τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/9515-koutsiaris-diakomanolis

25 March 2018

Μια βόλτα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ με λεωφορείο του 1961


Με αφορμή την έκδοση των απομνημονευμάτων του Μίλτου Λιδωρίκη σε έναν τόμο γεμάτο απολαυστικές και ιστορικά σημαντικές αφηγήσεις με τίτλο ‘Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ’ (Εκδόσεις Polaris) και με πρωτοβουλία της κυρίας Ζωζώς Λιδωρίκη, νύφης του Μίλτου και συζύγου του Αλέκου Λιδωρίκη, πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 11 Μαρτίου μια πολύ ιδιαίτερη και πρωτότυπη παρουσίαση.

Ένα λεωφορείο – αντίκα, αυθεντική Mercedes ελληνικής κατασκευής της Βιαμάξ, ήταν ο ξεχωριστός πρωταγωνιστής μιας εξαιρετικής ξενάγησης – αναδρομής που ξεκίνησε από το σημείο όπου ήταν κάποτε το σπίτι του Μίλτου Λιδωρίκη και κατέληξε στην Πλατεία Προσκόπων.

Το λεωφορείο κατέφτασε στο σημείο συνάντησης, στη διασταύρωση των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, έξω από το ζαχαροπλαστείο Zonars. Το υποδεχτήκαμε με ενθουσιασμό σχεδόν παιδικό, και φυσικά έκλεψε την παράσταση. Απέναντι ακριβώς, στον αριθμό 10 της οδού Πανεπιστημίου, εκεί όπου σήμερα είναι το κοσμηματοπωλείο του Ζολώτα και ο φούρνος Paul, βρισκόταν το πατρικό σπίτι του Μίλτου Λιδωρίκη. Η προγραμματισμένη διαδρομή ακολουθούσε τις αφηγήσεις από τις σελίδες του βιβλίου, αποσπάσματα του οποίου μάς προσέφερε με την εκφραστικότητα και την ζωντάνια της η κυρία Λιδωρίκη, διαβάζοντας χαρακτηριστικά κομμάτια σε κάθε αντίστοιχη περιοχή που διασχίζαμε.

Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, το λεωφορείο έφτασε στην Ομόνοια, άντρο των καφέ σαντάν και των καφέ αμάν κατά τη διάρκεια της Μπελ Επόκ, και κάνοντας έναν κύκλο, έστριψε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, πέρασε μπροστά από το Εθνικό Θέατρο, έναν ακόμα σημαντικότατο σταθμό στη ζωή του Μίλτου Λιδωρίκη, μιας και είχε διατελέσει προσωπάρχης του. Στη συνέχεια, αφήνοντας πίσω του την πλατεία Κουμουνδούρου, μπήκε στην οδό Δεληγιώργη για να περάσει κατόπιν στην οδό Πειραιώς, έναν δρόμο που ο Μίλτος Λιδωρίκης, με το απράμιλλο χιούμορ του, χαρακτηρίζει «αίσχος εις χιλιόμετρα» εξαιτίας της σκόνης και διαφόρων δυσάρεστων οσμών (και όχι μόνο) που τότε κυριαρχούσαν σε όλη του σχεδόν την έκταση.

Κατά μήκος της οδού Πειραιώς, το μάτι αναπόφευκτα πέφτει στο Εργοστάσιο Παυλίδη, τα Δημοτικά Σφαγεία, την ΕΛΑΪΣ, κτίσματα ιστορικά με ξεχωριστή ταυτότητα το καθένα. Το μέρος του ταξιδιού που αφορούσε την οδό Πειραιώς – γιατί, ουσιαστικά, για ταξίδι επρόκειτο, και μάλιστα σε πολλά επίπεδα: ταξίδι στο χρόνο, την ιστορία, τις αναμνήσεις, τις αναφορές – είχε την μερίδα του λέοντος και ήταν ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια αυτής της υπέροχης ξενάγησης.

Φτάνοντας στο Νέο Φάληρο, στρίψαμε στην οδό Καραολή και Δημητρίου για να βγούμε λίγο αργότερα στην παραλιακή και να θυμηθούμε τα όσα αναφέρει ο Μίλτος Λιδωρίκης για το μοναδικό Ακταίον, το ξενοδοχείο που ήταν διάσημο τα χρόνια της Μπελ Επόκ. Στη θέση του βρίσκεται τώρα το νοσοκομείο Μετροπόλιταν, η αρχιτεκτονική γραμμή του οποίου βασίζεται – σε λεπτομέρειες μόνο και γενικότερα μιλώντας – στο ιστορικό ξενοδοχείο.

Αφήνοντας πίσω μας το Νέο Φάληρο, μπήκαμε στη λεωφόρο Θησέως την οποία ανεβήκαμε μέχρι τη διασταύρωση με την οδό Αγίων Πάντων, όπου και στρίψαμε. Συνεχίσαμε στις οδούς Εφέσου, Πλαστήρα και Κράτητος και βγήκαμε στη λεωφόρο Συγγρού, στο ύψος της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που είναι περισσότερο γνωστή ως ‘Άγιος Σώστης’, καθώς κατασκευάστηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α’.

Φτάνοντας σιγά σιγά στο τέλος της διαδρομής μας, μπήκαμε στην Λεωφόρο Αμαλίας, που την εποχή του Μίλτου Λιδωρίκη ονομαζόταν Πιπεριές, κατεβήκαμε την οδό Γεωργίου Α΄, μπροστά από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, ένα ακόμα σημαντικό και ιστορικό κτίριο των Αθηνών, στρίψαμε στη Φιλελλήνων εκεί όπου, στη θέση του σημερινού Public βρισκόταν το καφενείο του Ζαχαράτου, βγήκαμε πάλι στην Αμαλίας, με αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά και προορισμό την λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας. Από εκεί, περνώντας μπροστά από το Κολυμβητήριο, μπήκαμε στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου, περάσαμε έξω από το Στάδιο και, φτάνοντας κοντά στην Πλατεία Προσκόπων, το μαγευτικό αυτό ταξίδι τελείωσε.

Κάπου εκεί, αποχαιρετήσαμε και το λεωφορείο που, εκτός από ξεχωριστό μεταφορικό μας μέσο σ’ αυτήν την αξέχαστη διαδρομή – εκδρομή, μας συντρόφευε με τους ήχους του, με το βουητό της μηχανής του, με τις μνήμες που κουβαλούσε. Το λεωφορείο ανήκει σήμερα στον Χάρη και τον Βαγγέλη Λαζαρόπουλο, συλλέκτες με οικογενειακή ιστορία που έχουν αναλάβει το δύσκολο αλλά τόσο συναρπαστικό έργο της απόκτησης, αναδιαμόρφωσης και συντήρησης παλιών λεωφορείων. Στόχος τους είναι, όπως μας είπε στη συνέχεια ο κύριος Χάρης Λαζαρόπουλος, να μην είναι απλά μουσειακά είδη αυτά τα οχήματα, αλλά να είναι και χρηστικά. Το συγκεκριμένο λεωφορείο βγήκε για πρώτη φορά στην κυκλοφορία στις 14 Ιουλίου του 1961 και αποσύρθηκε το 1984. Το ανώτατο επιτρεπτό όριο ταχύτητάς του είχε οριστεί στα 60 χλμ/ώρα, αν και, όπως μας πληροφόρησε ο κύριος Χάρης Λαζαρόπουλος, ουσιαστικά μπορούσε άνετα να ‘πιάσει’ και μεγαλύτερες ταχύτητες. Πρόκειται μάλιστα για ένα διάσημο λεωφορείο, αφού έχει εμφανιστεί στην ταινία ‘Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης’ της Finos Film. ‘Απαγορεύεται το καπνίζειν’, ‘Κυτίον παραπόνων’, ‘Θέσεις καθήμενων επιβατών: 32’, οι διακριτικές αλλά και τόσο χαρακτηριστικές πινακίδες οδηγιών στο μπροστινό μέρος. Οι κλασικές χειρολαβές, η πινακίδα ‘Αθήναι’ στο εξωτερικό, η κλασική ‘γαλαρία’ – τα καθίσματα στο πίσω μέρος, λεπτομέρειες που φέρνουν στο μυαλό άλλες εποχές, που ίσως κάποιοι από εμάς να τις έχουμε δει μόνο σε ταινίες. Βλέποντας την Αθήνα μέσα από ένα τόσο ιστορικό όχημα, είναι σαν να αλλάζει και η πόλη, σαν να παίρνει άλλη διάσταση το σύγχρονο περιβάλλον της και με έναν μαγικό τρόπο να συναντάει το παρελθόν της και να ενώνεται μαζί του, ξεπερνώντας όρια χρόνου και τόπου και άλλους περιορισμούς.


Περισσότερες φωτογραφίες ΕΔΩ


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2018
http://diastixo.gr/epikaira/eidiseis/9470-volta-athina

22 March 2018

Self-Destruct



Αν βρήκατε αυτό το μήνυμα, σημαίνει πως ο κόσμος έφτασε στο τέλος του και όλα τα προϋπάρχοντα ίχνη ζωής έχουν εξαφανιστεί. Το μπουκάλι που το περιείχε ήταν το τελευταίο σινιάλο του κόσμου, λίγο πριν την καταστροφή. Όλοι εμείς οι πρώην κάτοικοι του πλανήτη θέλαμε ν’ αφήσουμε πίσω μας κάτι για σας, τις επόμενες μορφές ζωής, για να έχετε ένα ελάχιστο δείγμα της ύπαρξής μας πάνω στη γη. Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να σας ενημερώσουμε ότι το μπουκάλι αδυνατεί να φιλοξενήσει και πάλι το μήνυμα στο εσωτερικό του. Σε πέντε λεπτά, αυτό το μήνυμα θα αυτοκαταστραφεί.


* Συμμετοχή στο Διαγωνισμό Μικρομυθοπλασίας της Ανοικτής Βιβλιοθήκης και της διαδικτυακής πύλης Fractal, με θέμα "100 λέξεις σε 24 ώρες: Μήνυμα στο Μπουκάλι", που έλαβε χώρα στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 2017.

17 March 2018

Roar Uthaug: Tomb Raider - Lara Croft


Αν και έχουν περάσει 22 χρόνια από τότε που εμφανίστηκε το πρώτο βιντεοπαιχνίδι της σειράς Tomb Raider, η πρωταγωνίστριά του, η ατρόμητη αρχαιολόγος Λάρα Κροφτ, εξακολουθεί να έχει την ίδια δυναμική, ενώ από το 2000 και μετά, η φήμη της επεκτάθηκε και στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά και της λογοτεχνίας. Από το 1996 έχουν κυκλοφορήσει 11 κύρια βιντεοπαιχνίδια (χωρίς να υπολογίζονται κάποιες συμπληρωματικές κυκλοφορίες και ειδικές εκδόσεις), με το δωδέκατο να αναμένεται τον Σεπτέμβριο του 2018, πέντε μυθιστορήματα και δύο ταινίες, το Lara Croft: Tomb Raider (2001) του Σάιμον Ουέστ και το Lara Croft Tomb Raider: Το Λίκνο της Ζωής (2003) του Γιαν ντε Μποντ, και οι δύο με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τζολί.

Με κυρίαρχα τα στοιχεία της δράσης και της περιπέτειας, συνδυασμένα με γοητευτικές ιστορίες οι οποίες βασίζονται σε πηγές υπαρκτές και μυθολογικές, με σκηνικά δράσης αρχαιολογικούς, ιστορικούς αλλά και σύγχρονους χώρους οι οποίοι απεικονίζονται με απόλυτη πιστότητα (η χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ο ναός του Άνγκορ Βατ στο Βιετνάμ, το υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο του Λονδίνου), και έμφαση σε ευρήματα με ανυπολόγιστη αξία (το πηνίο του Νίκολα Τέσλα, το Ημερολόγιο των Μάγιας, το ξίφος του βασιλιά Αρθούρου), και, κυρίως, με μια ηρωίδα συναρπαστική και δημοφιλή, η οποία στις τελευταίες ιστορίες έδειξε την πιο ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά της, τα παιχνίδια της σειράς Tomb Raider αποτελούν μια εξαιρετική πρώτη ύλη για κινηματογραφική μεταφορά. Το φετινό Tomb Raider: Lara Croft του Νορβηγού Ρορ Ουθάγκ (Το Κύμα) με πρωταγωνίστρια την Σουηδή Αλίσια Βικάντερ (Το Κορίτσι από τη Δανία, Το Φως Ανάμεσα Στους Ωκεανούς) αποτελεί την τρίτη συνάντηση της ψηφιακής ηρωίδας με τη μεγάλη οθόνη. Βασισμένη κατά κύριο λόγο στο ομώνυμο βιντεοπαιχνίδι του 2013, και παίρνοντας ορισμένα στοιχεία και από το τελευταίο ως τώρα της σειράς, το Rise of the Tomb Raider του 2015, η ταινία του Ουθάγκ μας συστήνει ουσιαστικά από την αρχή τη Λάρα Κροφτ, τοποθετώντας την στις απαρχές του μύθου της.

Η ανανεωμένη Λάρα Κροφτ ζει στο Λονδίνο και εργάζεται ως κούριερ για να βγάζει τα προς το ζην, ενώ η αρχαιολογία δεν είναι ακόμα στα σχέδιά της. Η Λάρα είναι κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, την οποία ωστόσο δεν μπορεί να πάρει ακόμα στα χέρια της καθώς αρνείται να υπογράψει τα χαρτιά που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι ο πατέρας της είναι νεκρός. Ο Ρίτσαρντ Κροφτ ήταν αρχαιολόγος και κατά την τελευταία του αποστολή σε ένα μυστηριώδες νησί στην Ιαπωνία, χάθηκαν ξαφνικά τα ίχνη του με αποτέλεσμα, εφτά χρόνια αργότερα, να θεωρείται επίσημα νεκρός. Με αφορμή ένα ατυχές περιστατικό, και με την παρότρυνση της Άννα Μίλερ, συνεταίρου του πατέρα της, η Λάρα αναγκάζεται να προχωρήσει σ’ αυτό που απέφευγε τόσον καιρό ελπίζοντας στην επιστροφή του, ωστόσο ενώ είναι έτοιμη να βάλει την υπογραφή της, κάνει μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που αφορά την αποστολή του Ρίτσαρντ Κροφτ στην Ιαπωνία. Λύνοντας έναν γρίφο και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τις σημειώσεις του πατέρα της, φτάνει στον Χονγκ Κονγκ όπου, με τη βοήθεια του καπετάνιου Λου Ρεν, αρχίζει την αναζήτηση του μυστηριώδους νησιού στα ανοιχτά της Ιαπωνίας. Μια άγρια θαλασσοταραχή την οδηγεί κατευθείαν στον προορισμό της, όπου θα έρθει αντιμέτωπη με μια συνταρακτική αποκάλυψη και μια σειρά καθηλωτικών εξελίξεων που θα την κάνουν να συνειδητοποιήσει τη δύναμη της ψυχής, του μυαλού και της θέλησής της αλλά και την δική της προσωπική αξία.

Αν και κατά βάση πρόκειται για μια περιπέτεια με έντονη δράση, το Tomb Raider: Lara Croft είναι παράλληλα ένα ταξίδι συναισθηματικής ενηλικίωσης της ηρωίδας του μέσα από μια αλληλουχία γεγονότων που την ωριμάζουν απότομα, αλλά και της δίνουν σημαντικά μαθήματα ζωής, ενώ και οι άλλοι χαρακτήρες, δευτερεύοντες αλλά εξόχως σημαντικοί, αναπτύσσονται παράλληλα με την πρωταγωνίστρια τόσο όσο χρειάζεται ώστε να έχουν βαρύτητα και εκτόπισμα στον άξονα της δράσης τους. Η Λάρα είναι από την αρχή υπεύθυνη και συνειδητοποιημένη, ωστόσο μέσα από αυτήν την περιπέτεια ανακαλύπτει τον εαυτό της και το ψυχικό της σθένος. Ελέγχει τις αποφάσεις της και σκέφτεται λογικά και ψύχραιμα ακόμα και μέσα στο χάος. Νιώθει απέχθεια για τον Ματίας Βόγκελ, τον κακό της ιστορίας, αλλά στην τελική μάχη ανάμεσά τους τον αντιμετωπίζει με ανωτερότητα με αποτέλεσμα και εκείνος να την βλέπει απέναντί του σαν ίση.

Η Αλίσια Βικάντερ, αν και είχε αντιμετωπιστεί με δυσπιστία όταν ανακοινώθηκε η επιλογή της, είναι μια εξαιρετική Λάρα Κροφτ και πάρα πολύ κοντά στην εικόνα της ηρωίδας: είναι όμορφη, με ευγενική φυσιογνωμία, εκφραστική και πολύ γήινη. Αποδίδει τη Λάρα Κροφτ με εσωτερικότητα και έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον θεατή, μεταδίδοντάς του κάθε φορά τα συναισθήματά της. Νιώθεις το ίδιο έντονα το δέος της μπροστά στη συνειδητοποίησή της ότι μόλις σκότωσε έναν άνθρωπο – έστω κι αν ήταν ένας αιμοσταγής μισθοφόρος που παραλίγο να γίνει ο δικός της δολοφόνος – αλλά και την απίστευτη αποφασιστικότητα που της δίνει η οργή της απέναντι στον Βόγκελ, ο οποίος έγινε η αιτία να χάσει για δεύτερη φορά κάτι ανεκτίμητο. Ο Βόγκελ, πάλι, τον οποίο ερμηνεύει πολύ πειστικά ο Ουόλτον Γκόγκινς (Django ο Τιμωρός), εμφανίζεται εντελώς αλλοτριωμένος από το περιβάλλον, τις συνθήκες στο νησί αλλά και την εμμονή του για την ολοκλήρωση της αποστολής του εκεί, σε βαθμό που να έχει χάσει τον εαυτό του και να μην μπορεί να δει τίποτα καθαρά. Αντίθετα ο Λου Ρεν (Ντάνιελ Γου, πιο γνωστός από την ταινία Ο Άνθρωπος με τις Σιδερένιες Γροθιές), τον οποίο η Λάρα βρίσκει μεθυσμένο και σε άθλια κατάσταση πριν το κοινό τους ταξίδι, γίνεται κύριος του εαυτού του και κλείνει κι αυτός δικούς του παλιούς λογαριασμούς. Ο Ρίτσαρντ Κροφτ (θαυμάσιος ο Ντόμινικ Ουέστ από τη σειρά The Affair) έχει μια πολύ καίρια παρουσία που δρα καταλυτικά σε περισσότερα από ένα επίπεδα, ενώ ουσιαστικά αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη Λάρα. Στον μικρό αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο της αινιγματικής Άννα Μίλερ εμφανίζεται η Κριστίν Σκοτ Τόμας (Ο Άγγλος Ασθενής), ενώ κάνει ένα πέρασμα και ο βετεράνος Ντέρεκ Τζάκομπι (Εγώ ο Κλαύδιος, Νεκροί Ξανά).

Οι σκηνές δράσεις είναι καλοκουρδισμένες και αληθοφανείς, με δυνατά εφέ και συνεκτικό, επιβλητικό ρυθμό. Η μουσική υπόκρουση από τον Ολλανδό Τομ Χόλκενμποργκ (Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής) είναι σε αρμονικές δόσεις επική και συνοδευτική. Πολύ φροντισμένη και η φωτογραφία του Τζορτζ Ρίτσμοντ (Kingsman: Η Μυστική Υπηρεσία), προσδίδει ατμόσφαιρα στις εξωτερικές σκηνές και υποβλητικότητα στους κλειστούς χώρους στο νησί, όπου κυριαρχούν το μυστήριο και η αγωνία. Ο Ουθάγκ, όντας και ο ίδιος λάτρης των παιχνιδιών της σειράς, έχει εντάξει στην ταινία του λεπτομέρειες, αναφορές αλλά και ολόκληρες σκηνές που θα φανούν ιδιαίτερα οικείες σε όσους τα ξέρουν. Ωστόσο η ταινία είναι με τέτοιον τρόπο στημένη και χορογραφημένη ώστε να είναι το ίδιο απολαυστική και για όσους από εμάς έχουμε αγαπήσει τη Λάρα Κροφτ μέσα από τα βιντεοπαιχνίδια, αλλά και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι μαζί της. Το τελευταίο πλάνο είναι ουσιαστικά ένα δώρο στους φίλους των βιντεοπαιχνιδιών της σειράς, στους οποίους κλείνει το μάτι με μια έξυπνη και συγκινητική αναφορά σε ένα σήμα κατατεθέν της ηρωίδας.

Η ταινία παίζεται στους κινηματογράφους από τις 15 Μαρτίου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2015
http://diastixo.gr/allestexnes/kinimatografos/9395-tomb-raider

9 March 2018

Die Krickelkracels: Το βιβλίο που κουνιέται

Οι Κρίκελ-Κράκελς είναι μια ομάδα εικονογράφων από τη Γερμανία οι οποίοι γράφουν και εικονογραφούν από κοινού βιβλία για παιδιά. Οι Λότε Μπρόινινγκ, Γιούντιτ Γκάντερ, Νικόλς Ιβάνοφ, Κλερ Λένκοβα, Έλεανορ Μάρστον, Μαρία Μίλερ-Λάινβεμπερ, Στέφαν Πέρτσι, Ανν Κάτριν Ράαπ, Γιάσμιν Σέφερ, Τρίξι Σνέεφους, Σίμον Σβαρτς, Καταρίνα Ζικ και Τομπίας Βίλαντ ξεκίνησαν την υλοποίηση αυτής της ιδέας το 2007 στα πλαίσια μιας πανεπιστημιακής εργασίας, ωστόσο σύντομα το έργο τους κέρδισε ευρύτερη αναγνώριση, ενώ ήταν ακόμα φοιτητές. Ως επαγγελματίες, συνεργάζονται με γνωστούς εκδοτικούς οίκους της Γερμανίας, λαμβάνουν μέρος σε διεθνείς εκθέσεις και έχουν τιμηθεί με σημαντικά βραβεία του χώρου.

Ξεφεύγοντας από τα συνηθισμένα πλαίσια ενός κλασικού βιβλίου δραστηριοτήτων, το ‘Βιβλίο που κουνιέται’ είναι ένα πρωτότυπο, διαδραστικό βιβλίο για παιδιά. Οι σύντομες ιστορίες – στιγμιότυπα που ακολουθούν η μία την άλλη στις σελίδες του δίνουν στο παιδί το έναυσμα να βάλει το μυαλό του να δουλέψει και να θέσει σε λειτουργία τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του, με άξονα μια σειρά από απλές κινήσεις που καλείται να κάνει καθώς το ξεφυλλίζει.

Το κείμενο, απλό και άμεσο, περιγράφει τις συνοδευτικές εικόνες στις οποίες δίνεται η έμφαση και πέφτει το μεγαλύτερο βάρος. Κυριαρχούν συγκεκριμένα χρωματικά μοτίβα, ενώ το γραμμικό ύφος παραπέμπει σε παιδικές ζωγραφιές. Οι εικόνες διαθέτουν μια προσεγμένη παιδική αφέλεια – με την καλή έννοια πάντα – έτσι ώστε να είναι προσιτές, οικείες και εύκολα κατανοητές από τα παιδιά. Κάθε δισέλιδο ‘σαλόνι’ είναι και μια ενότητα, όπου δίνεται μια οδηγία η οποία αφορά το αμέσως επόμενο δισέλιδο:

«Α, εδώ είναι ήσυχα. Το πάτωμα όμως αρχίζει ξαφνικά να κουνιέται! Γύρισε το βιβλίο ανάποδα και πήγαινε στη σελίδα που δείχνει το κίτρινο βελάκι.»

Και, ακολουθώντας την οδηγία και το κίτρινο βελάκι, στρέφεις το βιβλίο ανάποδα και γυρίζεις σελίδα, φτάνοντας στην επόμενη ενότητα.

Η ανάγνωση έτσι παίρνει μία άλλη διάσταση και το παιδί μπαίνει στη διαδικασία να συνδυάσει το διάβασμα με κάτι διασκεδαστικό, στο οποίο παίρνει μέρος ενεργά. Δεν βλέπει δηλαδή απλά μια εικόνα, δεν διαβάζει μόνο μια ιστορία, δεν αναπαράγει τυπικά μια προτεινόμενη δραστηριότητα, αλλά συμμετέχει σε αυτήν πολύ εύκολα, ενώ του δίνεται και η δυνατότητα να συνειδητοποιήσει την αλληλουχία γεγονότων, τη σχέση δράσης – αντίδρασης, αιτίας – αποτελέσματος:

«Ωχ, το πάει για βροχή. Φύσα τα σύννεφα στα δεξιά…» «Τέλεια! Το σύννεφο θα γεμίσει τώρα με τις στάλες του το βαρέλι. Πού να πηγαίνει άραγε το λούκι;»

Η μία δραστηριότητα φέρνει την άλλη, το ένα βήμα οδηγεί στο επόμενο. Το ίδιο το βιβλίο, σαν αντικείμενο, χρησιμοποιείται ως μέσο για την συμμετοχή στις εικόνες που περιγράφονται: «Ο Πάουλε, ο αρκούδος, ταξιδεύει στη θάλασσα. Κούνα απαλά το βιβλίο πέρα – δώθε…» Το παιδί παίρνει ουσιαστικά στα χέρια του το εκάστοτε στιγμιότυπο και του δίνει κίνηση, με τη φαντασία του να σχηματίζει νοερές εικόνες βασισμένες σ’ αυτές που βλέπει μπροστά του. Άνθρωποι, ζώα, το φυσικό περιβάλλον, χώροι οικείοι, όπως η παιδική χαρά, αλλά και πιο αφαιρετικοί, όπως το διάστημα, αποτελούν μικρότερα ή μεγαλύτερα κομμάτια ενός συνόλου εικόνων – δραστηριοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους χάρις στην συμμετοχή του παιδιού – αναγνώστη.

Το ‘Βιβλίο που κουνιέται’ είναι ένα διασκεδαστικό και έξυπνο βιβλίο για παιδιά, με διακριτικά εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Με απλότητα, παιχνιδιάρικη διάθεση αλλά και ουσιαστική διαδραστικότητα, προσφέρει μια διαφορετική αντίληψη της ανάγνωσης. Παράλληλα, είναι έτσι γραμμένο και στημένο ώστε να μπορεί άνετα και ο γονιός να το διαβάσει με το παιδί, παροτρύνοντάς το να ακολουθεί κάθε φορά τις οδηγίες στις σελίδες, αλλά και ένα μεγαλύτερο παιδί να το διαβάσει μόνο του, αναζητώντας και ανακαλύπτοντας τα στοιχεία που το κατευθύνουν από τη μία δραστηριότητα στην άλλη. Η ευχάριστη μετάφραση είναι της Μαρίας Σούμπερτ, ενώ η εικονογράφηση έχει γίνει από τα μέλη της ομάδας των Κρίκελ-Κράκελς.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2015
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/9332-to-vivlio-pou-kounietai

7 March 2018

Ιστορία της μιας ώρας (Kate Chopin)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Επειδή η κυρία Μάλαρντ είχε σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά της, έπρεπε να της το φέρουν με τρόπο ότι ο άντρας της ήταν νεκρός.

Η αδερφή της Τζόζεφιν ανέλαβε να της το πει, με μισόλογα που περισσότερο έκρυβαν παρά αποκάλυπταν την αλήθεια. Ο φίλος του άντρα της, ο Ρίτσαρντς, ήταν εκεί, στο πλευρό της. Ήταν αυτός που βρισκόταν στα γραφεία της εφημερίδας όταν ήρθε η αναφορά για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, με το όνομα του Μπρέντλυ Μάλαρντ πρώτο - πρώτο στη λίστα των «νεκρών». Και αφού βεβαιώθηκε μ’ ένα δεύτερο τηλεγράφημα, έτρεξε να προλάβει προτού κάποιος άλλος φίλος, λιγότερο προσεκτικός ή πονετικός, της πήγαινε τα κακά μαντάτα.

Η αντίδρασή της μόλις άκουσε την ιστορία δεν ήταν η συνηθισμένη, δεν παρέλυσε δίχως να μπορεί να δεχτεί τη σημασία της. Ξέσπασε σε λυγμούς και ρίχτηκε απότομα και βίαια στην αγκαλιά της αδερφής της. Όταν η θύελλα της θλίψης κόπασε, η κυρία Μάλαρντ ανέβηκε μόνη στο δωμάτιό της. Δεν ήθελε κανέναν μαζί της.

Απέναντι από το ανοιχτό παράθυρο βρισκόταν μια άνετη και ευρύχωρη πολυθρόνα. Βούλιαξε μέσα της, καθηλωμένη από μια σωματική εξάντληση που στοίχειωνε το κορμί της κι έφτανε σχεδόν ως την ψυχή της.

Στην ανοιχτή πλατεία μπροστά στο σπίτι της μπορούσε να δει τις κορυφές των δέντρων που αναρριγούσαν με τη δροσερή πνοή της Άνοιξης. Στον αέρα πλανιόταν η εξαίσια ανάσα της βροχής. Κάτω στο δρόμο ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε το εμπόρευμά του. Οι νότες από ένα μακρινό τραγούδι ίσα που έφταναν στ' αυτιά της και αμέτρητα σπουργίτια κελαηδούσαν στα γείσα των παραθύρων.

Κομμάτια γαλανού ουρανού ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα σύννεφα που είχαν μαζευτεί το ένα πάνω στο άλλο στη δυτική πλευρά του παραθύρου της.

Καθόταν με το κεφάλι της ριγμένο πίσω στο μαξιλάρι της πολυθρόνας, σχεδόν ακίνητη αλλά που και που ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό της και την τράνταζε, όπως ένα παιδί που, αφού έκλαψε ώσπου να κοιμηθεί, συνεχίζει τα αναφιλητά και στο όνειρό του.

Ήταν νέα και τα χαρακτηριστικά του ωραίου και ήρεμου προσώπου της πρόδιδαν αυτοσυγκράτηση, ίσως και μια εσωτερική δύναμη. Αλλά τώρα τα μάτια της κοίταζαν απλανώς κάπου μακριά προς μια λωρίδα γαλανού ουρανού. Δεν ήταν βλέμμα στοχασμού, ήταν σαν να της είχε διακοπεί μια βαθιά σκέψη.

Κάτι την πλησίαζε και με φόβο το περίμενε. Τί να ήταν άραγε; Δεν ήξερε - ήταν τόσο φευγαλέο και απατηλό που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Το αισθανόταν όμως να έρχεται ύπουλα από τον ουρανό και να την πλησιάζει μέσα από τους ήχους, τα αρώματα και τα χρώματα που γέμιζαν τον αέρα.
Τώρα η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Είχε αρχίσει να προσδιορίζει εκείνο που την πλησίαζε για να την κυριεύσει και επιστράτευε όλη της τη θέληση για να το διώξει - μια θέληση όμως τόσο αδύναμη όσο και τα λευκά, λεπτά της χέρια.

Μόλις εγκατέλειψε την προσπάθεια, μια λεξούλα ξέφυγε ψιθυριστά από τα μισάνοιχτα χείλη της. Την είπε ξανά και ξανά από μέσα της: «Ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη!» Το κενό βλέμμα και η επακόλουθη έκφραση του τρόμου έφυγαν από τα μάτια της που απέμειναν ζωηρά και λαμπερά. Ο σφυγμός της ήταν γρήγορος και το αίμα κυλούσε ζεστό και ήρεμο σε κάθε γωνιά του κορμιού της. Δεν έπαψε να αναρωτιέται μήπως επρόκειτο για κάποιο φριχτό αστείο. Το μυαλό της, όμως, ξεκάθαρο πια και δυναμωμένο, τη βοήθησε να απορρίψει την απίθανη αυτή εκδοχή.

Ήξερε ότι θα έκλαιγε ξανά και ξανά όταν θα έβλεπε τα ευγενικά, τρυφερά χέρια του σταυρωμένα, το πρόσωπό του, που ποτέ δεν είχε πάψει να την κοιτάζει με αγάπη, τώρα ακίνητο, γκρίζο και άψυχο. Αλλά πίσω απ' αυτήν την πικρή στιγμή έβλεπε την ατέλειωτη παρέλαση των χρόνων που θα έρχονταν και θα της ανήκαν ολοκληρωτικά. Κι εκείνη τα καλοδεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά.

Δεν θα ζούσε για κανέναν άλλον από ‘δω και στο εξής παρά μόνο για τον εαυτό της. Η δύναμη καμιάς θέλησης δεν θα την λύγιζε πια μ’ εκείνο το τυφλό πείσμα που οι άντρες κι οι γυναίκες πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν στους συνανθρώπους τους. Η καλή ή η κακή πρόθεση έκανε τις πράξεις να μη φαίνονται πια εγκληματικές καθώς τις έβλεπε τη σύντομη εκείνη στιγμή της φώτισης.

Κι όμως, κάποιες φορές τον είχε αγαπήσει. Άλλες πάλι, όχι. Μα τί σημασία είχε; Πόσο μετρούσε η αγάπη, αυτό το άλυτο μυστήριο, μπροστά στην αυτοπεποίθηση που η ίδια κατείχε και που ξαφνικά αναγνώριζε σαν το πιο δυνατό συναίσθημα της ύπαρξής της;

«Ελεύθερη! Στην ψυχή και το σώμα μου, ελεύθερη!» συνέχισε να ψιθυρίζει.

Η Τζόζεφιν είχε γονατίσει μπροστά στην κλειστή πόρτα με τα χείλη της στην κλειδαρότρυπα και παρακαλούσε την αδερφή της να την αφήσει να μπει. «Λουίζ, άνοιξε την πόρτα, σε ικετεύω, άνοιξε την πόρτα – θα αρρωστήσεις. Τί κάνεις, Λουίζ; Για τ’ όνομα του Θεού, άνοιξε την πόρτα!» «Φύγε, δεν παθαίνω τίποτα!»  Όχι, γιατί έπινε το ίδιο το ελιξήριο της ζωής από το ανοιχτό παράθυρο.

Η φαντασία της κάλπαζε στις μέρες που την περίμεναν. Μέρες ανοιξιάτικες και μέρες καλοκαιρινές κι όλων των ειδών οι μέρες θα ήταν δικές της. Είπε με μια ανάσα μια γρήγορη προσευχή για να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα. Και μόλις χτες είχε φρίξει στη σκέψη ότι μπορεί και να ζούσε πολλά χρόνια ακόμα.

Σηκώθηκε με την ησυχία της και, μπροστά στη φορτικότητα της αδερφής της, άνοιξε την πόρτα. Ένας φλογερός θρίαμβος έλαμπε στα μάτια της καθώς στεκόταν απερίσκεπτη, σαν τη θεά της Νίκης. Αγκάλιασε τη Τζόζεφιν από τη μέση και κατέβηκαν τις σκάλες. Ο Ρίτσαρντς στεκόταν κάτω και τις περίμενε. Κάποιος άνοιγε την πόρτα μ' ένα αντικλείδι. Ήταν ο Μπρέντλυ Μάλαρντ που έμπαινε, λίγο κουρασμένος απ' το ταξίδι, κρατώντας ήρεμα το σάκο και την ομπρέλα του. Είχε βρεθεί μακριά απ' τον τόπο του δυστυχήματος κι ούτε ήξερε καν ότι είχε συμβεί το περιστατικό. Η διαπεραστική κραυγή της Τζόζεφιν του έκοψε την ανάσα καθώς ευθύς ο Ρίτσαρντς μπήκε μπροστά του για να τον κρύψει από τη γυναίκα του.

Αλλά ήταν πια πολύ αργά.

Όταν ήρθαν οι γιατροί, είπαν ότι η κυρία Μάλαρντ πέθανε από την καρδιά της - από τη χαρά που σκοτώνει.


Η Κέιτ Σοπέν (1850-1904) ήταν Αμερικανίδα πεζογράφος και διηγηματογράφος. Τα διηγήματά της, τα οποία δημοσίευε σε περιοδικά, γίνονταν συχνά αντικείμενα διαμάχης, εξαιτίας της θεματολογίας αλλά και της διεκπεραίωσής τους. Κάποια μάλιστα χαρακτηρίστηκαν ‘ανήθικα’ από κριτικούς της εποχής. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Λουιζιάνα, μέρος που είναι συχνά σημείο αναφοράς και χώρος δράσης στις ιστορίες της. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής της.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάρτιο του 2018
http://fractalart.gr/kate-chopin/