29 November 2017

Η Απέραντη Θάλασσα των Σαργασσών (Jean Rhys)


Σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, ξυπνάω νωρίς και μένω ξαπλωμένη τρέμοντας από το κρύο γιατί κάνει παγωνιά. Κάποια στιγμή, η Γκρέις Πουλ, η γυναίκα που με φροντίζει, ανάβει φωτιά μ’ ένα χαρτί, προσανάμματα και καρβουνάκια. Γονατίζει και τη ζωηρεύει μ’ ένα φυσερό. Το χαρτί ζαρώνει, τα προσανάμματα τριζοβολάνε και πετούν σπίθες, τα καρβουνάκια σιγοκαίνε και βγάζουν μια κόκκινη λάμψη. Στο τέλος, οι φλόγες ξεπετιούνται και είναι πανέμορφες. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω κοντά για να τις δω, ενώ αναρωτιέμαι γιατί με έφεραν εδώ πέρα. Για ποιο λόγο; Θα πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση. Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω; Όταν πάτησα το πόδι μου εδώ, νόμιζα πως θα έμενα μόνο για μία ή δύο μέρες, για μια βδομάδα ίσως. Αυτό σκέφτηκα όταν τον είδα και του ορκίστηκα ότι θα ήμουν συνετή σαν τα ερπετά και άκακη σαν τα περιστέρια. «Είμαι πρόθυμη να σου δώσω ό,τι έχω και δεν έχω», ήθελα να του πω, «και δεν θα σου προκαλέσω ποτέ ξανά κανένα πρόβλημα, φτάνει να με αφήσεις να φύγω.» Όμως εκείνος δεν ήρθε ποτέ.

Αυτή η Γκρέις κοιμάται στο δωμάτιό μου. Τις νύχτες, τη βλέπω καμιά φορά να κάθεται στο τραπέζι και να μετράει λεφτά. Κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα χρυσό νόμισμα και χαμογελάει. Μετά κρύβει όλα τα λεφτά σ’ ένα πουγκί από καραβόπανο και το κρεμάει γύρω από το λαιμό της έτσι ώστε να είναι κρυμμένο μέσα στο φόρεμά της. Στην αρχή μου έριχνε πρώτα μια ματιά, αλλά εγώ έκανα την κοιμισμένη κι έτσι τώρα το κάνει χωρίς να νοιάζεται πια για μένα. Πίνει από μια μποτίλια που έχει πάνω στο τραπέζι και μετά πέφτει για ύπνο, ή σταυρώνει τα χέρια της στο τραπέζι, γέρνει πάνω τους το κεφάλι της και αποκοιμιέται. Όμως εγώ, από το κρεβάτι μου, παρακολουθώ τη φωτιά ώσπου να σβήσει. Όταν η Γκρέις αρχίζει το ροχαλητό, σηκώνομαι και πίνω από το άχρωμο ποτό της μποτίλιας. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα ήθελα να το φτύσω, αλλά κατάφερα να το καταπιώ. Κι όταν ξάπλωσα και πάλι στο κρεβάτι, μπορούσα να θυμηθώ περισσότερα πράγματα, και ήμουν ξανά σε θέση να σκεφτώ. Δεν κρύωνα τόσο πολύ πια.

Υπάρχει ένα παράθυρο ψηλά – δεν μπορείς να το φτάσεις για να κοιτάξεις έξω. Το κρεβάτι μου είχε κάποτε κάγκελα, αλλά τα αφαίρεσαν. Το δωμάτιο δεν έχει παρά ελάχιστα έπιπλα ακόμα: το κρεβάτι της Γκρέις Πουλ, μια μαύρη ντουλάπα, το τραπέζι μες στη μέση και δυο μαύρες καρέκλες με χαραγμένα σχέδια φρούτων και λουλουδιών. Έχουν ψηλές ράχες, αλλά είναι χωρίς μπράτσα. Η ιματιοθήκη είναι πολύ μικρή, και το δωμάτιο δίπλα σ’ αυτήν έχει τοίχους καλυμμένους με ταπετσαρία. Μια μέρα, κοιτώντας την ταπετσαρία, μου φάνηκε πως είδα τη μητέρα μου ντυμένη με βραδινό φόρεμα, χωρίς παπούτσια. Το βλέμμα της με προσπέρασε, κοίταξε πάνω από το κεφάλι μου όπως πάντα. Φυσικά ούτε λόγος να το πω αυτό στη Γκρέις. Το δικό της όνομα δεν πρέπει να ήταν Γκρέις. Τα ονόματα έχουν ιδιαίτερο βάρος, όπως όταν εκείνος επέμενε να μην με φωνάζει Αντουανέτ, και είδα την Αντουανέτ να γλιστράει έξω από το παράθυρο με όλα της τα αρώματα, τα όμορφα φορέματα και τον καθρέφτη της.

Εδώ μέσα δεν υπάρχει καθρέφτης, κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω πώς είναι τώρα το πρόσωπό μου. Θυμάμαι που κοιταζόμουν στον καθρέφτη και βούρτσιζα τα μαλλιά μου, αλλά κυρίως το πώς τα ίδια μου τα μάτια με κοιτούσαν μέσα από τον καθρέφτη. Το κορίτσι που έβλεπα ήταν και δεν ήταν ο εαυτός μου. Πριν από χρόνια, όταν ήμουν μικρή και πολύ μόνη, είχα προσπαθήσει να φιλήσω το είδωλό μου. Αλλά το γυαλί ήταν ανάμεσά μας – σκληρό, κρύο και θαμπωμένο από την ανάσα μου. Και τώρα μού τα πήραν όλα. Τι στο καλό θέλω εδώ πέρα, και ποια είμαι;

Η εξώπορτα του δωματίου με την ταπετσαρία είναι πάντα κλειδωμένη. Ξέρω καλά πως οδηγεί σε έναν διάδρομο. Εκεί στέκεται η Γκρέις και μιλάει με μια άλλη γυναίκα την οποία δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Τη λένε Λία. Αφουγκράζομαι, αλλά δεν καταφέρνω να ακούσω τι κουβεντιάζουν.

Είναι οι ίδιοι ψίθυροι που άκουγα όλη μου τη ζωή, μόνο που τώρα προέρχονται από διαφορετικές φωνές.

Όταν πέφτει η νύχτα, κι η Γκρέις έχει πιει αρκετά και πέφτει ξερή, είναι εύκολο να της πάρω τα κλειδιά. Τώρα ξέρω πού τα φυλάει. Μετά ανοίγω την πόρτα και κάνω τη βόλτα μου στο δικό τους κόσμο. Είναι ένας κόσμος όπως πάντα τον φανταζόμουν, φτιαγμένος από χαρτόνι. Κάπου τον έχω ξαναδεί στο παρελθόν, αυτόν τον χαρτονένιο κόσμο όπου κυρίαρχα χρώματα είναι το καφέ, το βαθυκόκκινο και το κίτρινο και δεν υπάρχει πουθενά φως. Καθώς προχωράω στους διαδρόμους, εύχομαι να μπορούσα να δω τι κρύβεται πίσω από το χαρτόνι. Μου λένε ότι βρίσκομαι στην Αγγλία, όμως εγώ δεν τους πιστεύω. Στο ταξίδι για την Αγγλία, χάσαμε το δρόμο μας. Πότε; Πού; Δεν θυμάμαι, αλλά χαθήκαμε. Μήπως ήταν το απόγευμα στην καμπίνα, όταν εκείνος με βρήκε να μιλάω με το παιδί που μου έφερε φαγητό; Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και του ζήτησα να με βοηθήσει. Κι εκείνος γύρισε στον άλλο και του είπε: «Δεν ήξερα τι να κάνω, κύριε.» Εγώ τότε έδωσα μια στα ποτήρια και τα πιάτα και τα έκανα κομμάτια πάνω στο φινιστρίνι. Είχα την ελπίδα ότι το τζάμι θα έσπαγε και θα μας πλημμύριζε η θάλασσα. Ήρθε μια γυναίκα και μετά ένας ηλικιωμένος που μάζεψε τα θρύψαλα από το πάτωμα. Όση ώρα το έκανε αυτό, δεν μου έριξε ούτε μια ματιά. Ο τρίτος άντρας μου είπε, πιες αυτό και θα κοιμηθείς. Το ήπια και είπα: «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται» - «Το ξέρω. Ποτέ δεν είναι», μου απάντησε. Και μετά αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, ταξιδεύαμε σε μια άλλη θάλασσα. Πιο κρύα. Νομίζω πως εκείνη τη νύχτα ήταν που αλλάξαμε πορεία, και χάσαμε το δρόμο μας για την Αγγλία. Γιατί αυτό το σπίτι από χαρτόνι, στο οποίο περιφέρομαι τις νύχτες, δεν βρίσκεται στην Αγγλία.

Ένα πρωί που ξύπνησα, όλο μου το σώμα πονούσε. Δεν ήταν από το κρύο, ήταν ένα άλλο είδος πόνου. Είδα πως οι καρποί μου ήταν κόκκινοι και πρησμένοι. Η Γκρέις είπε: «Πάω στοίχημα πως θα μου πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όσα συνέβησαν το περασμένο βράδι.»
«Πότε ήταν το περασμένο βράδι;» είπα.
«Χτες.»
«Δε θυμάμαι το χτες.»
«Χτες το βράδι ήρθε ένας κύριος να σε δει», είπε.
«Ποιος απ’ όλους;»

Γιατί ήξερα ότι κυκλοφορούσαν ξένοι στο σπίτι. Όταν πήρα τα κλειδιά και βγήκα στο διάδρομο, τους άκουσα κάπου μακριά να γελάνε και να τιτιβίζουν σαν πουλιά, και το κάτω πάτωμα ήταν φωτισμένο.

Στρίβοντας σε μια γωνία, είδα μια κοπέλα να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρά της. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και σιγοτραγουδούσε έναν σκοπό. Κόλλησα στον τοίχο γιατί δεν ήθελα να με δει, όμως εκείνη σταμάτησε και κοίταξε γύρω της. Δεν είδε τίποτε άλλο πέρα από σκιές, είχα φροντίσει να μην με δει, ωστόσο εκείνη δεν έφτασε στο κεφαλόσκαλο. Το έβαλε στα πόδια. Συνάντησε άλλο ένα κορίτσι και το δεύτερο κορίτσι είπε: «Είδες κανένα φάντασμα;» – «Δεν είδα τίποτα αλλά νόμισα πως ένιωσα κάτι.» – «Ήταν το φάντασμα», είπε το δεύτερο κορίτσι και κατέβηκαν μαζί τις σκάλες.

«Ποιος από όλους ήρθε να με δει, Γκρέις Πουλ;» είπα.
Φυσικά δεν ήταν εκείνος. Ακόμα κι αν κοιμόμουν, θα το είχα καταλάβει. Δεν ήρθε ακόμα να με δει. Εκείνη είπε: «Πιστεύω πως θυμάσαι πολύ περισσότερα από όσα λες ότι θυμάσαι. Γιατί συμπεριφέρθηκες έτσι τη στιγμή που εγώ τους είχα υποσχεθεί ότι θα ήσουν ήρεμη και λογική; Ποτέ ξανά δεν θα επιχειρήσω να σε καλύψω. Ο αδερφός σου ήταν που ήρθε να σε δει.»
«Δεν έχω αδερφό.»
«Είπε πως ήταν αδερφός σου.»
Το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω.
«Μήπως τον έλεγαν Ρίτσαρντ;»
«Δε μου είπε το όνομά του.»
«Τον ξέρω», είπα και πετάχτηκα από το κρεβάτι μου. «Έχω εδώ την απόδειξη, εδώ την έχω, αλλά την έκρυψα, όπως κρύβω το κάθε τι, για να μην τη δουν τα διαβολικά σου μάτια. Μα που είναι; Πού το έκρυψα; Μέσα στο παπούτσι μου; Κάτω από το στρώμα; Πάνω από τη ντουλάπα; Στην τσέπη του κόκκινου φορέματός μου; Πού, πού είναι το γράμμα; Ήταν μικρό, θυμάμαι καλά ότι στον Ρίτσαρντ δεν άρεσαν τα ατέλειωτα γράμματα. Αγαπητέ Ρίτσαρντ, έλα να με πάρεις από αυτό το μέρος, γιατί εδώ θα πεθάνω από το κρύο και τη σκοτεινιά.»

Η κυρία Πουλ είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να τρέχεις πέρα δώθε και να ψάχνεις τώρα πια. Αυτός έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει – ούτε κι εγώ θα ξαναγύριζα, αν ήμουν στη θέση του.»

Είπα: «Δε θυμάμαι τι συνέβη. δεν μπορώ να θυμηθώ.»
«Όταν ήρθε να σε δει», είπε η Γκρέις Πουλ, «δε σε αναγνώρισε.»
«Άναψε τη φωτιά αν θες», είπα, «κρυώνω τρομερά.»
«Ο κύριος αυτός έφτασε εδώ ξαφνικά και επέμενε να σε δει, και να το ευχαριστώ που πήρε. Όρμησες πάνω του μ’ ένα μαχαίρι, κι όταν κατάφερε να σου πάρει το μαχαίρι, του δάγκωσες το χέρι. Δεν πρόκειται να τον ξαναδείς. Και δεν μου λες, πού το βρήκες αυτό το μαχαίρι; Τους είπα ότι το έκλεψες από μένα, αλλά εγώ είμαι πάντα πολύ προσεκτική. Τις ξέρω πολύ καλά κάτι τέτοιες σαν του λόγου σου. Δεν πήρες κανένα μαχαίρι από μένα. Μάλλον το αγόρασες εκείνη τη μέρα που σε έβγαλα έξω. Είπα στην κυρία Εφ ότι θα σου έκανε καλό να βγεις λίγο έξω.»
«Όταν πήγαμε στην Αγγλία», είπα.
«Ηλίθια», είπε, «στην Αγγλία είμαστε!»
«Δεν σε πιστεύω», είπα. «Ποτέ δεν θα με πείσετε.»
(Εκείνο το απόγευμα πήγαμε όντως στην Αγγλία. Είχε παντού γρασίδι και πρασινωπά νερά και ψηλά δέντρα που καθρεφτίζονταν μέσα στο νερό. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως αυτό το μέρος ήταν η Αγγλία. Αν μπορούσα να πάω εκεί, θα γινόμουν και πάλι καλά κι η βοή μέσα στο κεφάλι μου θα σταματούσε. Άσε με να μείνω λίγο ακόμα, είπα, και τότε εκείνη κάθισε κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκε. Λίγο πιο κάτω, ήταν ένα αμάξι κι ένα άλογο – μια γυναίκα κρατούσε τα γκέμια. Εκείνη ήταν που μου πούλησε το μαχαίρι. Το αντάλλαξα με το μενταγιόν που φορούσα στο λαιμό μου.)

Η Γκρέις Πουλ είπε: «Δηλαδή δεν θυμάσαι που ρίχτηκες με το μαχαίρι στον κύριο; Κι εγώ του είχα πει ότι θα ήσουν ήρεμη. ‘Πρέπει να της μιλήσω’, μου είπε. Τον προειδοποιήσαμε, βέβαια, αλλά δεν μας άκουγε. Ήμουν μέσα στο δωμάτιο, αλλά δεν άκουσα όλα όσα είπε, πέρα από το ‘Δεν μπορώ να επέμβω νομικώς ανάμεσα σε σένα και τον άντρα σου.’ Όταν είπε εκείνο το ‘νομικώς’, τότε ήταν που όρμησες πάνω του κι εκείνος σου έστριψε το χέρι για να σε αφοπλίσει κι εσύ τον δάγκωσες. Θες δηλαδή να πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά;»

Τώρα θυμάμαι πως δεν με αναγνώρισε. Τον είδα να με κοιτάζει και τα μάτια του στράφηκαν πρώτα στη μια γωνία του δωματίου και μετά στην άλλη, σαν να μην έβρισκαν αυτό που περίμεναν να δουν. Με κοίταξε και μου μίλησε σαν να του ήμουν εντελώς ξένη. Μα τι μπορείς να κάνεις όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Τώρα εσύ γιατί με κοροϊδεύεις; «Ως και το κόκκινο φόρεμά μου έκρυψες για να μην το βρω; Αν το φορούσα, εκείνος θα με είχε αναγνωρίσει.»

«Κανείς δεν έκρυψε το φόρεμά σου», είπε. «Είναι κρεμασμένο στη ντουλάπα.»
Με κοίταξε και είπε: «Δεν πιστεύω να έχεις συνειδητοποιήσει πόσο καιρό είσαι κλεισμένη εδώ, καημενούλα μου.»
«Κάθε άλλο», είπα. «Μόνο εγώ ξέρω πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα. Εκατοντάδες νύχτες και μέρες, που γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλά μου. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ο χρόνος δεν έχει κανένα νόημα. Όμως κάτι που μπορείς να αγγίξεις και να κρατήσεις, σαν το κόκκινο φόρεμά μου, αυτό μάλιστα, έχει νόημα. Πού είναι;»

Έστρεψε το κεφάλι της προς τη ντουλάπα και οι γωνίες του στόματός της έγειραν προς τα κάτω. Μόλις γύρισα το κλειδί στη ντουλάπα, το είδα να κρέμεται εκεί, κόκκινο σαν τη φωτιά, σαν το ηλιοβασίλεμα. Σαν τα φλεγόμενα λουλούδια. «Αν σε θάψουν κάτω από ένα φλεγόμενο δέντρο», είπα, «η ψυχή σου θα αναληφθεί όταν το δέντρο ανθίσει. Όλοι θέλουν να τους συμβεί αυτό.»

Κούνησε το κεφάλι της αλλά δεν έκανε βήμα, ούτε με άγγιξε.

Η μυρωδιά που έβγαζε το φόρεμα ήταν αδιόρατη στην αρχή, αλλά μετά έγινε πιο έντονη. Μύριζε νάρδο και πικραμύγδαλο, κανέλα και σκόνη, είχε το άρωμα που αναδίνουν οι λεμονιές όταν καρποφορούν. Το άρωμα του ήλιου και την ευωδιά της βροχής.

* * *

Πήρα το κόκκινο φόρεμα από την κρεμάστρα και το κράτησα μπροστά μου. «Με κάνει να φαίνομαι πρόστυχη και εξεζητημένη;» είπα. Γιατί έτσι μου είχε πει αυτός ο άντρας… «Είσαι άτιμη κόρη από άτιμη μάνα», μου είπε.

«Παράτα το», είπε η Γκρέις Πουλ, «κι έλα να φας το φαΐ σου. Φόρεσε το γκρίζο σάλι σου. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω γιατί δεν σου δίνουν τίποτα καλύτερο. Αφού είναι πολύ πλούσιοι.»

Όμως εγώ κράτησα το φόρεμα στα χέρια μου και αναρωτήθηκα αν είχαν κάνει την πιο ποταπή και απαίσια πράξη: αν το είχαν αλλάξει όταν εγώ δεν ήμουν μπροστά. Γιατί μπορεί να το είχαν αλλάξει, και να μην ήταν πια αυτό το δικό μου φόρεμα – όμως τότε πώς κατάφεραν να πετύχουν την ίδια μυρωδιά;

«Μην κάθεσαι εκεί πέρα και τουρτουρίζεις», μου είπε μ’ έναν τόνο αρκετά ευγενικό για εκείνη.

 Άφησα το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα και το βλέμμα μου πήγε από τη φωτιά στο φόρεμα και από το φόρεμα στη φωτιά.

Έριξα το γκρίζο σάλι στους ώμους μου αλλά της είπα πως δεν πεινούσα, κι εκείνη δεν προσπάθησε να με αναγκάσει να φάω, όπως κάνει καμιά φορά.

«Καλύτερα που δεν θυμάσαι τα χτεσινοβραδινά», είπε. «Ο κύριος λιποθύμησε κι έγινε χαμός εδώ πάνω. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο αίματα, κι έριξαν σε μένα το φταίξιμο που σε άφησα να του επιτεθείς. Και το αφεντικό έρχεται σε λίγες μέρες. Άλλη φορά δεν έχει βοήθεια από μένα. Έχεις ξεπεράσει κάθε όριο, και κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει.»

Είπα: «Αν φορούσα το κόκκινο φόρεμά μου, ο Ρίτσαρντ θα με είχε αναγνωρίσει.»
«Το κόκκινο φόρεμά σου», είπε και γέλασε.

 Όμως εγώ κοίταξα το φόρεμα στο πάτωμα κι ήταν σαν να είχε απλωθεί η φωτιά σε όλο το δωμάτιο. Ήταν πανέμορφο και μου θύμισε κάτι που έπρεπε να κάνω. Νόμιζα πως όπου να’ ναι θα κατάφερνα να θυμηθώ. Θα ξαναβρώ τη μνήμη μου από στιγμή σε στιγμή.


H Τζιν Ρις (1894-1979) έγραψε το μυθιστόρημα ‘Η Απέραντη Θάλασσα των Σαργασσών’ το 1966, εμπνευσμένη από την ‘Τζέιν Έιρ’ της Σαρλότ Μπροντέ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα πολύ ιδιαίτερο δείγμα λογοτεχνίας fan fiction (παράγωγη ιστορία που χρησιμοποιεί ήρωες από γνωστά έργα τοποθετώντας τους όμως σε άλλο σκηνικό), όπου η αινιγματική φιγούρα της Μπέρθα από το έργο της Μπροντέ αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο και αφηγείται την ιστορία της ζωής της, από τα παιδικά της χρόνια στην Καραϊβική, όπου ήταν η πλούσια κληρονόμος Αντουανέτ Κοσγουέι, μέχρι τη στιγμή που φτάνει στην Αγγλία παντρεμένη με τον Έντουαρντ Ρότσεστερ, ο οποίος την ‘βαφτίζει’ Μπέρθα, όπως τη μητέρα της, επειδή έχει κληρονομήσει την τρέλα εκείνης.



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Νοέμβριο του 2017
http://fractalart.gr/i-aperanti-thalassa-twn-sargasswn/

23 November 2017

Λιλή Μαυροκεφάλου: Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά...

Ο μύθος της Ατλαντίδας και η Τιτανομαχία ζωντανεύουν και ερμηνεύονται με έναν τρόπο ιδιαίτερο στο βιβλίο της Λιλής Μαυροκεφάλου ‘Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά…’. Πρόκειται για ένα νεανικό μυθιστόρημα φαντασίας με ελληνική θεματολογία, εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία, απόδειξη πως η παρακαταθήκη των αρχαίων μύθων, όπως και των λαϊκών παραμυθιών, προσφέρει πλούσιο υλικό για τη σύνθεση μιας πλοκής μέσα στον χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, με όλα τα συστατικά που μπορούν να την κάνουν συναρπαστική.

Η Λιλή Μαυροκεφάλου έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, σύγχρονα και ιστορικά, νεανικά αλλά και για ενήλικες, ανάμεσά τους το ιστορικό νεανικό μυθιστόρημα ‘Άγης’ (1977) που αφορά τον βασιλιά της Σπάρτης, το επίσης νεανικό ιστορικό ‘Κλεομένης’ που αναφέρεται στον Κλεομένη Γ’ της Σπάρτης (1981) και το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας για νέους ‘Το Άλλο’ (1985).

Στο ‘Τότε που το νερό πολεμούσε τη φωτιά…’, στήνει μια εναλλακτική φανταστική πραγματικότητα που συνδέει γεγονότα, μυθολογικές προσωπικότητες και ιδιότητες με τρόπο ευφάνταστο και περίτεχνο. Παραλλάσσει ονόματα και ονομασίες ή χρησιμοποιεί εναλλακτικές μορφές τους με σκοπό, όπως αναφέρει και η ίδια στην πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή της, «να κερδίσουν τόποι και πρόσωπα καινούρια ζωή και φρεσκάδα, να έρθουν πιο κοντά στον αναγνώστη».

Η Μακαρία (όπως ‘βαφτίζεται’ στο βιβλίο η Ατλαντίδα) είναι ένα νησιωτικό βασίλειο χωρισμένο σε μικρότερες διοικητικές επικράτειες. Η πιο ισχυρή από αυτές, η Κρόνια, δίνει την εντύπωση της ευημερίας και του πλούτου – αυτή ωστόσο είναι η επιφάνεια, γιατί η πραγματικότητα της καθημερινότητας εκεί είναι πολύ διαφορετική. Ευημερεί μόνο μια ολιγάριθμη κάστα, ενώ τα περισσότερα πλούτη που διαθέτει προέρχονται από κατακτητικούς πολέμους στις γύρω περιοχές και συγκαλυμμένες ληστείες. Ο Κρόνος, που τη διοικεί και είναι ταυτόχρονα και βασιλιάς όλης της Μακαρίας, είναι ένας δυνάστης που επιστρατεύει τη γοητεία και την ευφράδειά του για να πείθει τους υποτακτικούς αλλά και μέλη της οικογένειάς του και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να είναι ο ‘Υπέρτατος’ όπως αποκαλεί τον εαυτό του και θέλει (ή μάλλον επιβάλλει) να τον αποκαλούν:

« […]  Εξαφάνισε τον σμαραγδένιο νόμο, καθώς και τα ιστορικά αρχεία μας. Έχει βάλει γραφιάδες να τα ξαναγράφουν όπως τον συμφέρει. Θάβει γεγονότα, εφευρίσκει άλλα, διαστρεβλώνει…» (σ. 58)

Και με αυτές τις μεθόδους και ανάλογες στρατηγικές, ασκεί την πολιτική του, με επίκεντρο τον εαυτό του. Στο παρελθόν έριξε τα παιδιά του στα Τάρταρα για να είναι σίγουρος ότι η εξουσία του δεν πρόκειται να απειληθεί από πουθενά. Περιστοιχίζεται από κόλακες και συμβούλους που υποκρίνονται ότι είναι με το μέρος του, ωστόσο στην πραγματικότητα τον υπονομεύουν. Μια τέτοιου είδους εξουσία σαν αυτή που ασκεί ο Κρόνος τρέφεται και συντηρείται από τέτοιες συμπεριφορές, αλλά για τους ίδιους ακριβώς λόγους είναι σαθρή και μπορεί να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτή είναι η μία παράμετρος της ιστορίας. Η άλλη αφορά ένα παιδί από μια πρωτόγονη φυλή, τον Ίνα, ο οποίος πιάνεται αιχμάλωτος από τους στρατιώτες της Κρόνιας και, παριστάνοντας τον πεθαμένο, καταφέρνει να τους ξεγελάσει και, στη συνέχεια, να τους ξεφύγει. Βρίσκει καταφύγιο στην επικράτεια της Εσπερίας, που διοικείται από τον Έσπερο ο οποίος διαθέτει θεραπευτικές ικανότητες. Ο Έσπερος είναι αδερφός του Κρόνου, αλλά οι δυο τους είναι κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα: ο Έσπερος είναι δίκαιος, πονετικός και φιλόξενος, και ο λαός του ζει ειρηνικά, διάγοντας μια απλή ζωή βασισμένη στη γεωργία και την αλληλοϋποστήριξη. Κοντά τους, ο Ίνας πλάθει την προσωπικότητά του, μαθαίνει καινούρια πράγματα, αναπτύσσει ικανότητες. Ο Ίνας απασχολεί ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, καθώς αντιπροσωπεύει και συμβολίζει τον κάθε απλό άνθρωπο και κατ’ επέκταση τον απλό λαό που υπομένει τα πάνδεινα αλλά καταφέρνει με λογική σκέψη και ευρεσιτεχνία να βρίσκει λύσεις και να ξεπερνάει εμπόδια.

Έχοντας διατάξει να ρίξουν τα παιδιά του στα Τάρταρα, ο Κρόνος είναι ήσυχος για την εξουσία του. Δεν απειλείται από πουθενά καθώς δεν ξέρει ότι η γυναίκα του Ρέα είχε γεννήσει κρυφά ένα παιδί του στην Κρήτη. Ήταν φυσικά ο Δίας, που εδώ για τις ανάγκες της μυθοπλασίας ονομάζεται Ζήνας. Ο Ζήνας – Δίας μεγαλώνει στην Κρήτη αγνοώντας τη βασιλική καταγωγή του, ωστόσο ένα γύρισμα της μοίρας θα τον φέρει στο παλάτι του πατέρα του. Και θα είναι αυτός που, με τη βοήθεια του Ίνα, του Έσπερου και άλλων ‘καλών πνευμάτων’, θα ξεκινήσει μια περιπετειώδη και εξαιρετικά επικίνδυνη εκστρατεία για να ελευθερώσει τα αδέρφια του από τα Τάρταρα, να τα πάρει με το μέρος του και όλοι μαζί να δώσουν ένα τέλος στην τυραννική εξουσία του Κρόνου.

Ξεκινάνε από τη βάση κατακτώντας τα Τάρταρα. Αποδυναμώνοντας τα θεμέλια, η κορυφή δεν έχει πού να σταθεί. Αργά ή γρήγορα, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Οι δύο αντίπαλες πλευρές, που αντιπροσωπεύονται από το νερό και τη φωτιά, παλεύουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν για το ποια θα υπερισχύσει, ωστόσο ο μόνος τρόπος για να λήξει οριστικά αυτή η κατάσταση, είναι η σχεδόν απόλυτη καταστροφή. Η Μακαρία – Ατλαντίδα αναπόφευκτα βυθίζεται και σβήνεται από τον χάρτη. Οι ‘καλοί’ βρίσκονται μόνοι τους μετά τη νίκη, σε έναν σχεδόν άδειο κόσμο, αποφασισμένοι ωστόσο να ξαναρχίσουν από την αρχή, ξεκινώντας ούτε λίγο ούτε πολύ από το μηδέν. Σε κάποιους απ’ αυτούς άλλωστε κάτι τέτοιο δεν φαντάζει και τόσο απίθανο να συμβεί: τα αδέρφια του Ζήνα που ζούσαν στα Τάρταρα είχαν ανακαλύψει και μηχανευτεί διάφορους τρόπους για να επιβιώσουν εκεί. Μέσα σ’ εκείνες τις αντίξοες συνθήκες, είχαν καταφέρει να φτιάξουν κήπους, να καλλιεργούν φρούτα. Αν και είχαν απώλειες, δεν αφανίστηκαν. Κι εδώ έρχεται και δένει το αισιόδοξο μήνυμα της ιστορίας, πως από τις στάχτες η ζωή μπορεί να ξαναγίνει:

«Τα δεντράκια μας τα λένε Ελπίδες. Και τους καρπούς τους ελπιδάκια.» (σ.165)

Όπως από το κουτί της Πανδώρας, μαζί με τις συμφορές ξεπετάχτηκε και η Ελπίδα, κάπως έτσι κι εδώ, μέσα από το σκοτάδι και την ερημιά μπορεί να γεννηθεί κάτι νέο, κάτι θετικό.

Με καλοδουλεμένες γλαφυρές και ατμοσφαιρικές περιγραφές που ζωντανεύουν λεπτομερείς εικόνες, η έμπειρη συγγραφέας ανασυνθέτει μια εποχή τόσο μακρινή που μόνο με τη φαντασία μας μπορούμε να αναπαραστήσουμε. Και το κάνει αυτό με επιτυχία, άλλοτε με γήινες εκφράσεις και άλλοτε με λόγο αριστοτεχνικό. Το ύφος παραπέμπει σε κλασικά αναγνώσματα, διατηρώντας μια ιδιότυπη νεανικότητα. Η συγγραφέας δεν φοβάται να χρησιμοποιεί περίτεχνες λέξεις και εκφράσεις, εντάσσοντάς τες στο κείμενό της όπου χρειάζεται, ενώ συχνά παρεμβάλλονται εξαιρετικά ποιητικά κομμάτια με έντονο συμβολισμό:

« […] Κάθε άστρο και μια άξια ψυχή ή ίσως και περισσότερες που είχαν υπάρξει αγαπημένες στη γη. Μάτια της νύχτας φαντάζουν οι αστροψυχές που κάπου κάπου κατεβαίνουν στη γη για να ντυθούνε σάρκα και να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Μα όχι σπάνια, η φορεμένη σάρκα παραπλανά την ψυχή με χίλια δυο τεχνάσματα. Την παγιδεύει και, αντί για υπηρέτριά της, γίνεται αφέντρα και φυλακή της. Κλαίει τότε η ψυχή, ασφυκτιά, ταρακουνάει τη φυλακή να ξεφύγει. Κι ο κόσμος αυτό το λέει τρέλα…» (σ.199)

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, αλλά κατά διαστήματα περνάει σε πρώτο πρόσωπο, καθώς παίρνει το λόγο ο Ίνας, ο οποίος, μέσω ενός είδους εσωτερικών μονολόγων απευθύνεται στην ψυχή της μητέρας του, εξιστορώντας της διάφορα γεγονότα που του συμβαίνουν ή βλέπει να διαδραματίζονται, αλλά στην ουσία για να παίρνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι επίσης ένα έξυπνο τέχνασμα το οποίο η συγγραφέας επιστρατεύει για να περιγράψει κάποια από τα γεγονότα που αφορούν τη ροή της ιστορίας, από την οπτική του ήρωά της.

Οι χαρακτήρες είναι χτισμένοι με συνέπεια, ολοκληρωμένοι. Δίνονται γι’ αυτούς τόσα στοιχεία όσα χρειάζονται ώστε η προσωπικότητά τους να σκιαγραφείται με σφαιρικότητα. Τελικά ο πρωτόγονος Ίνας και ο θεός Ζήνας δεν διαφέρουν και τόσο. Στην αποστολή τους, είναι συνοδοιπόροι, κατανοούν ο ένας τον άλλο, και οι όποιες διαφορές τους εκμηδενίζονται, γιατί και οι δύο δίνουν βάση στην ουσία και όχι στην επιφάνεια. Με σκηνές προσεκτικά τοποθετημένες μέσα στη δράση, φωτίζεται η ανθρώπινη πλευρά των θεών, τόσο η καλή (Ζήνας) όσο και η κακή (Κρόνος), και αντίστοιχα αναδεικνύεται η ‘θεϊκή’ πλευρά των ανθρώπων (Ίνας) – με την έννοια ότι όλοι μέσα μας διαθέτουμε ψυχική δύναμη που όταν την επιστρατεύσουμε και πιστέψουμε σ’ αυτήν, μπορούμε να καταφέρουμε ακόμα και το αδύνατο. 



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/8391-nero-fotia-momentum

13 November 2017

RJ Palacio: Είσαι Ένα Θαύμα

Η Ρ. Τζ. Παλάσιο έγραψε το παιδικό μυθιστόρημα ‘Θαύμα’ (κυκλοφόρησε το 2012) ύστερα από ένα τυχαίο περιστατικό με το παιδί της: ο μικρός πρόσεξε ένα κορίτσι που είχε μια εκ γενετής παραμόρφωση στο πρόσωπο, κι εκείνη, από φόβο για την αντίδραση του γιου της, προσπάθησε να τον απομακρύνει, με αποτέλεσμα να έρθουν όλοι σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτό το γεγονός της έδωσε το έναυσμα να καταπιαστεί με το ευαίσθητο θέμα του πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία τα άτομα που η εμφάνισή τους δεν ανταποκρίνεται στα στερεότυπα, ενώ όπως η ίδια έχει αναφέρει, το τραγούδι ‘Wonder’ (Θαύμα) της Νάταλι Μέρτσαντ (πρώην τραγουδίστριας του συγκροτήματος 10.000 Maniacs), το οποίο αφηγείται μια παρόμοια ιστορία, την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να περάσει ένα πολύ σημαντικό μήνυμα μέσω ενός βιβλίου.

Έτσι προέκυψε το ‘Θαύμα’ με ήρωα τον Αύγουστο ‘Όγκι’ Πούλμαν, ένα παιδί που γεννήθηκε με μια παραμορφωτική ασθένεια (πρόκειται προφανώς για το σύνδρομο Treacher Collins, αν και δεν κατονομάζεται μέσα στο βιβλίο), ο οποίος χρειάστηκε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και προκαταλήψεις ώσπου να γίνει αποδεκτός ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας.

Το ‘Θαύμα’ ήταν το πρώτο βιβλίο της Παλάσιο, η οποία, πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή, εργαζόταν ως γραφίστρια και σχεδιάστρια εξωφύλλων για διάφορους εκδοτικούς οίκους. Η μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση που είχε το μυθιστόρημά της, την ώθησε να γράψει αυτήν εδώ την εκδοχή για μικρότερα παιδιά, με τον τίτλο ‘Είσαι ένα θαύμα’, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση Μαρίζας Ντεκάστρο (από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί επίσης και το μυθιστόρημα). Σκοπός της ήταν να κάνει και τα παιδιά μικρότερων ηλικιών να έρθουν σε επαφή και να εξοικειωθούν με αυτό το τόσο σημαντικό και πάντα επίκαιρο θέμα.

Ο μικρός Όγκι αντιλαμβάνεται ότι η δυσμορφία που έχει στο πρόσωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά, ωστόσο ο ίδιος αισθάνεται πως είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα. Οι δραστηριότητές του, τα ενδιαφέροντά του και οι ενασχολήσεις του δε διαφέρουν από των άλλων παιδιών. Η ιδιαιτερότητα της εμφάνισής του είναι αυτή που από τη μια τον κάνει στόχο κοροϊδευτικών σχολίων, από την άλλη όμως τον καθιστά ξεχωριστό. Η μητέρα του, που μπορεί να δει πέρα από την επιφάνεια, του λέει πως είναι ένα θαύμα. Η σκυλίτσα του, που δρα με το ένστικτο και φυσικά αδιαφορεί για τα κοινωνικά στερεότυπα, έχει την ίδια άποψη γιατί τον αγαπάει γι’ αυτό που είναι.

Τα προβλήματα ξεκινούν έξω από το σπίτι, εκεί όπου ο κόσμος δεν αποδέχεται εύκολα την όποια διαφορετικότητα, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι τόσο εμφανής. Σχόλια στο δρόμο, πειράγματα στο σχολείο, αδιάκριτα βλέμματα αποδοκιμασίας, είναι λίγα μόνο από τα πράγματα που ο Όγκι είναι αναγκασμένος να ανέχεται στην καθημερινότητά του, και που κάνουν τη ζωή του μέσα στο κοινωνικό σύνολο ιδιαίτερα στενάχωρη.

Βρίσκει ωστόσο μια διέξοδο: φοράει το κράνος του και φαντάζεται πως ταξιδεύει στον Γαλαξία. Εκεί, στους άλλους πλανήτες, οι κάτοικοι τού μοιάζουν όλοι τόσο πολύ, ενώ η Γη φαίνεται, από ψηλά, απίστευτα μικρή.

Όλα λοιπόν είναι θέμα προοπτικής και διαφορετικής οπτικής. Ο Όγκι δεν μπορεί να αλλάξει την εμφάνισή του, αλλά ο τρόπος που οι άλλοι τον βλέπουν και σκέφτονται για εκείνον μπορεί να βελτιωθεί. Αν μπορέσουν να δουν πίσω από την επιφάνεια και επικεντρωθούν στην ουσία, θα συνειδητοποιήσουν ότι ο Όγκι είναι απλά ένα παιδί, ένα παιδί έξυπνο και χαρισματικό. Ο Όγκι θα χρειαστεί να προσπαθήσει λίγο περισσότερο για να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη, γιατί στην εποχή που έτυχε να ζήσει κυριαρχεί η εικόνα, και δίνεται τόση πολλή σημασία στην εξωτερική εμφάνιση χωρίς να εκτιμάται η ουσιαστική προσωπικότητα των ανθρώπων. Αν όμως καταφέρει έστω και έναν άνθρωπο να σκεφτεί διαφορετικά, θα είναι μία νίκη.

Η Παλάσιο έχει εικονογραφήσει η ίδια το βιβλίο, επιλέγοντας ένα λιτό, καρτουνίστικο ύφος με απλές, ξεκάθαρες γραμμές και ζωηρά χρώματα. Παρουσιάζει την εμφανισιακή ιδιαιτερότητα του Όγκι με έναν πολύ διακριτικό τρόπο, τονίζοντας έτσι ότι μπορεί μεν η παραμόρφωσή του να είναι εμφανής, στην ουσία όμως είναι απλά μια λεπτομέρεια στην οποία δεν υπάρχει λόγος να σταθεί κανείς.

Τόσο μέσω του άμεσου κειμένου όσο και των καλοστημένων εικόνων, το μήνυμα του βιβλίου μεταδίδεται στους μικρούς αναγνώστες με απλό και εύληπτο τρόπο, χωρίς να γίνεται κήρυγμα. Έτσι άλλωστε ο σκοπός του γίνεται πολύ πιο ουσιαστικός και αποτελεσματικός. Το παιδί μπορεί μόνο του να διαβάσει το βιβλίο κοιτάζοντας παράλληλα τις εικόνες, αλλά μπορεί εξίσου άνετα να μελετήσει τις εικόνες ενώ κάποιος μεγαλύτερος του διαβάζει το κείμενο.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/8302-eisai-ena-thavma

4 November 2017

Benjamin Lacombe: Μαντάμ Μπατερφλάι

Την ιστορία της Μαντάμ Μπατερφλάι, πάνω στην οποία βασίστηκε και η περίφημη ομώνυμη όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, αφηγείται με την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του ματιά και άποψη ο Μπενζαμέν Λακόμπ, σ’ ένα βιβλίο εξαιρετικής αισθητικής, εικονογραφημένο από τον ίδιο. Γεννημένος στο Παρίσι το 1982, ο Λακόμπ είναι εικονογράφος, κομίστας και συγγραφέας νεανικής, κυρίως, λογοτεχνίας. Η εικαστική του δουλειά έχει παρουσιαστεί σε πολλές εκθέσεις σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ έχει γράψει, διασκευάσει και εικονογραφήσει πάνω από εικοσιπέντε βιβλία, για νέους αλλά και για ενήλικες. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από την υποβλητική χρήση έντονων σκούρων χρωμάτων, ενώ μέσα από τις ανθρώπινες μορφές στα έργα του αναδεικνύεται τόσο η αθώα όσο και η σκοτεινή πλευρά των χαρακτήρων.

Η Μαντάμ Μπατερφλάι πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1898, όταν ο Αμερικανός Τζον Λούθερ Λονγκ έγραψε ένα διήγημα με αυτόν τον τίτλο, με πηγή έμπνευσης τις αφηγήσεις της αδελφής του η οποία είχε ζήσει στην Ιαπωνία μαζί με τον ιεραπόστολο σύζυγό της. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ωστόσο, και συγκεκριμένα το 1887, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος Πιερ Λοτί, είχε ήδη εκδώσει το μυθιστόρημα ‘Η κυρία Χρυσάνθεμο’, η ιστορία του οποίου παρουσιάζει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με αυτήν της Μπατερφλάι. Το 1904 παρουσιάστηκε επίσημα και η όπερα του Πουτσίνι, σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόσα. Το διήγημα του Λονγκ είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, ενώ στο μυθιστόρημα του Λοτί η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Ο Μπενζαμέν Λακόμπ, στη δική του εκδοχή, συνδυάζει στοιχεία από το μυθιστόρημα του Λοτί και το λιμπρέτο της όπερας και, ακολουθώντας το ύφος του βιβλίου, βάζει τον Αμερικανό αξιωματικό Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον να αφηγηθεί την ιστορία από την δική του πλευρά.

Όντας αξιωματικός του ναυτικού, ο Πίνκερτον παίρνει μετάθεση για την Ιαπωνία και, παρακινούμενος από συναδέλφους του, αποφασίζει να βρει μια ντόπια κοπέλα και να την παντρευτεί για όσο διάστημα θα μείνει εκεί. Ήταν μια τακτική ευρέως διαδεδομένη εκείνη την εποχή – οι δυτικοί από τη μια ελκύονταν από την εξωτική Ανατολή, ενώ από την άλλη επιδίδονταν σε διάφορες προσπάθειες εκδυτικοποίησής της. Το ενδιαφέρον του τραβάει η Μπατερφλάι, μια γκέισα σπάνιας ομορφιάς, η οποία επίσης τον ερωτεύεται και, αγνοώντας την αυστηρότητα ηθών, εθίμων αλλά και στερεοτύπων, αποφασίζει να τον παντρευτεί. Μετά από ένα διάστημα ευτυχίας, ωστόσο, ο γάμος τους αρχίζει να κλονίζεται, με αποκορύφωμα την αναπόφευκτη επιστροφή του Πίνκερτον στην Αμερική. Εκεί, ο άλλοτε τρελά ερωτευμένος με την εξωτική του νύφη αξιωματικός, ακυρώνει την προηγούμενη ζωή του στην Ιαπωνία και παντρεύεται μια συμπατριώτισσά του. Στο μεταξύ η Μπατερφλάι έχει φέρει στον κόσμο ένα παιδί, που θα γίνει η αιτία για μια ακόμη σύγκρουση όταν ο Πίνκερτον επιστρέψει με τη νέα του σύζυγο στην Ιαπωνία.

Η υπόθεση είναι λίγο πολύ γνωστή – αν και τόσο στην όπερα όσο και στην διασκευή του Λακόμπ, το φινάλε είναι πολύ πιο δραματικό από ότι στο διήγημα και το μυθιστόρημα. Αυτό που αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα σ’ αυτήν εδώ την έκδοση από την Κόκκινη Κλωστή Δεμένη, σε προσεγμένη μετάφραση της Εύης Γεροκώστα, είναι η υπέροχη εικονογράφηση από τον ίδιο τον συγγραφέα. Το πολύ ξεχωριστό στυλ του Λακόμπ συνδυάζει στοιχεία της κλασικής ζωγραφικής με τα κόμικς του δυτικού κόσμου και τις πολύχρωμες παραστάσεις που βλέπουμε σε παλαιότερες ιαπωνικές εικονογραφήσεις. Πολύ ιδιαίτερο είναι επίσης το όλο στήσιμο του βιβλίου, με τις σελίδες που ξεδιπλώνονται η μία πίσω από την άλλη αποκαλύπτοντας τις πραγματικά πανέμορφες ζωγραφιές, ευαίσθητες και έντονα δραματικές ταυτόχρονα, οι οποίες δεν εικονογραφούν απλά την ιστορία, αλλά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα παραμυθένια και ονειρική. Ουσιαστικά είναι πίνακες ζωγραφικής που συνοδεύουν την αφήγηση, και στους οποίους το μοτίβο που κυριαρχεί είναι αυτό της μπλε πεταλούδας, αφού ‘Μπατερφλάι’ σημαίνει, στα αγγλικά, πεταλούδα ενώ το μπλε είναι ένα από τα παραδοσιακά χρώματα της Ιαπωνίας, από αυτά που συναντάμε συχνότερα στα κιμονό και τα έργα τέχνης. Το πίσω μέρος των σελίδων κοσμούν σχέδια σε μπλε χρώμα – μια διαφορετική απόχρωση του μπλε αυτή τη φορά – που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο άλλοτε το ‘παρασκήνιο’ της ιστορίας, άλλοτε το σκηνικό της και άλλοτε υπογραμμίζουν λεπτομέρειες της πλοκής με συμβολικό τρόπο, όπως είναι η προσθήκη του κόκκινου χρώματος στα μπλε σχέδια, τέχνασμα που τονίζει την αίσθηση της τραγικότητας των προσώπων αλλά και της ιστορίας τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/8246-madame-butterfly-lacombe