22 September 2017

E. M. Forster: Ένα Δωμάτιο Με Θέα

Ένα από τα ωραιότερα και αρτιότερα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, το  ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ του Ε. Μ. Φόρστερ δεν αποτέλεσε τυχαία τη βάση για την ομώνυμη και εξίσου υπέροχη ταινία του Τζέιμς Άιβορι. Εξαιρετικός τεχνίτης της γλώσσας και με ιδιαίτερη ικανότητα στη δημιουργία και εμβάθυνση χαρακτήρων, ο Φόρστερ είναι πάντα εύστοχος στους σχολιασμούς του - και οι περιγραφές του, αν και λιτές χωρίς περιττολογίες, είναι ολοζώντανες, γλαφυρές και δημιουργούν εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη αρμονικά, με εσωτερικό ρυθμό που διατηρείται ακέραιος από την αρχή ως το τέλος.

Ο Ε. Μ. Φόρστερ εξέδωσε το ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ το 1908. Αν και ήταν το τρίτο του μυθιστόρημα – είχαν προηγηθεί το ‘Where Angels Fear To Tread’ (Εκεί Όπου Οι Άγγελοι Φοβούνται Να Διαβούν’) και το ‘The Longest Journey’ (Το Πιο Μακρύ Ταξίδι) – μια πρώτη μορφή είχε ήδη γράψει από το 1901, με τον τίτλο ‘Λούσι’. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, με ιδιαίτερη έμφαση ωστόσο στην κριτική του κοινωνικού περίγυρου, κάτι που εντοπίζουμε σε όλα τα έργα του Φόρστερ. Ηρωίδα είναι η Λούσι Χάνιτσερτς, μια νεαρή Αγγλίδα που πηγαίνει διακοπές στη Φλωρεντία, συνοδευόμενη από την ξαδέρφη της Σάρλοτ. Αν και μεγαλωμένη σε μια σχετικά αντισυμβατική οικογένεια, αποτελούμενη από τη μητέρα της, τον μικρότερο αδερφό της και την ίδια (ο πατέρας έχει πεθάνει), μέσα στην οποία έχει μια κάποια ελευθερία, δεν μπορεί ούτε κι εκείνη να ξεφύγει εύκολα από τις συμβάσεις, τα στερεότυπα και τις τυπικότητες της αγγλικής κοινωνίας. Είναι ένα ‘φορτίο’ που κουβαλάει διαρκώς μαζί της, ανεξάρτητα από τη θέλησή της και τις προσωπικές της επιθυμίες. Αυτό το ‘φορτίο’ συμβολίζει αλληγορικά η Σάρλοτ, γεροντοκόρη και γεμάτη παραξενιές, η οποία έχει πάρει τόσο σοβαρά το ρόλο της ως κηδεμόνας της Λούσι ώστε τις περισσότερες φορές να ξεπερνάει τα όρια της προσωπικής ελευθερίας και επιλογής.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο εντελώς διαφορετικό κλίμα και περιβάλλον της ιταλικής επαρχίας, με τους αυθόρμητους και εκδηλωτικούς ντόπιους, η Λούσι ξετρυπώνει μια χαραμάδα ελευθερίας. Το δωμάτιο της ιταλικής πανσιόν, με την καθηλωτική θέα του στον Άρνο, αποτελεί το σημείο εκκίνησης της αντίστροφης μέτρησης για την απελευθέρωση της Λούσι από τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες. Η γνωριμία της με τον συμπατριώτη της Τζορτζ Έμερσον, ο οποίος βρίσκεται επίσης στην ίδια πανσιόν μαζί με τον πατέρα του, θα πυροδοτήσει την ερωτική αφύπνισή της, αν και θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα μέχρι να το παραδεχτεί στον εαυτό της.

Το πρώτο και ιδιαίτερα σοκαριστικό βήμα προς την απελευθέρωσή της συμβαίνει όταν γίνεται μάρτυρας μιας άγριας και αιματηρής συμπλοκής στην πλατεία της Φλωρεντίας. Η ησυχία και η ηρεμία του υπέροχου τοπίου διαταράσσονται ανεπανόρθωτα, το ίδιο και η εσωτερική γαλήνη της Λούσι – ή μάλλον η εσωτερική γαλήνη που νόμιζε πως είχε. Εκείνη την ώρα της «μη πραγματικότητας», της ώρας «όπου ανοίκεια πράγματα γίνονται πραγματικά», η Λούσι βιώνει το πρώτο ξύπνημα, την πρώτη ουσιαστική επιφοίτηση, την καθοριστική εκείνη εμπειρία που της ανοίγει το δρόμο για την ενηλικίωση. Από κει και πέρα, τα γεγονότα είναι συνταρακτικά για τη Λούσι, είναι λες και όλα όσα συμβαίνουν την κατευθύνουν σ’ αυτόν τον προορισμό, κλείνοντας πίσω της όλες τις πόρτες που θα μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω.

Όπως και σε ένα ακόμα αξέχαστο μυθιστόρημα του Φόρστερ, το ‘A Passage To India’ (Πέρασμα Στην Ινδία), έτσι και εδώ μια εκδρομή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων αλλά και στην ταχύτητα της αλλαγής των πρωταγωνιστών. Η παρέα των Άγγλων τουριστών αποφασίζει μια μέρα να επισκεφθεί την πανέμορφη εξοχή, και φυσικά τίποτα δε θα είναι το ίδιο από κει και πέρα. Η ιταλική φύση με την οργιαστική, καταπράσινη βλάστηση και τον φωτεινό ήλιο έχει επιστρατευτεί σαν καταλυτικός παράγοντας και σε ένα άλλο βιβλίο του Φόρστερ, το ‘Where Angels Fear To Tread’ (‘Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν’). Εκεί ωστόσο η ηρωίδα του, η Λίλια, γοητεύεται από έναν νεαρό ντόπιο και αποφασίζει να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της και να μείνει μαζί του. Σε αντίθεση με τη Λίλια, η Λούσι στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ ελκύεται από τον συμπατριώτη της Τζορτζ, ο οποίος, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι λόγω ιδιοσυγκρασίας και χαρακτήρα αυθόρμητος και μποέμ και όχι επειδή παρασύρθηκε περιστασιακά από την μεσογειακή ραθυμία. Παράλληλα η Λούσι, η οποία εξαιτίας της ανατροφής της δεν εξωτερικεύει εύκολα τα συναισθήματά της, βιώνει μία εσωτερική μεταστροφή την οποία δεν προδίδει με τη συμπεριφορά της. Η δική της αλλαγή και απελευθέρωση είναι περισσότερο εγκεφαλική και έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα και πολύ λιγότερο με το πώς αντιδρά. Συνακόλουθα, οι αντιδράσεις της είναι άμεση απόρροια της αλλαγής στον τρόπο σκέψης της, κάτι που γενικά αποφεύγει να συζητήσει, επιλέγοντας επιπλέον να θολώνει τα νερά, κρύβοντας την αλήθεια μέχρι να καταλήξει στην τελική της απόφαση.

Η επιστροφή στην Αγγλία δεν είναι εύκολη για κανέναν, πόσω μάλλον για τη Λούσι, που είναι αρραβωνιασμένη με τον λιμοκοντόρο Σέσιλ Βάις, και, εκτός των άλλων, είναι αναγκασμένη να ανέχεται την υποκρισία και την προσποίηση του δικού του κοινωνικού κύκλου. Για τη Λούσι, που προφανώς πάντα ήταν βαθιά μέσα της ένα ελεύθερο πνεύμα καταπιεσμένο από την ανατροφή της και τις συμβάσεις του περιγύρου, το ταξίδι στην Ιταλία ήταν σαν ξύπνημα από μια πνευματική και συναισθηματική χειμερία νάρκη – κάτι που, από τη στιγμή που το βίωσε, της ήταν αδύνατο να αποδεχτεί την προκαθορισμένη από την κοινωνία μοίρα της. Στο μεταξύ, ο Τζορτζ επανεμφανίζεται – και όχι μόνο αυτό, αλλά γίνεται και γείτονάς της. Ο ‘πειρασμός’ δεν την αφήνει στιγμή να ξεχαστεί και να συγκεντρωθεί, όχι τόσο επειδή είναι ερωτευμένη με τον Τζορτζ και δεν θέλει τον Σέσιλ, αλλά κυρίως επειδή η παρουσία του Τζορτζ της υπενθυμίζει ότι βαδίζει προς τη συναισθηματική ωρίμανση και οφείλει στον εαυτό της να πάρει μια καθοριστική απόφαση για το μέλλον της και, κατά συνέπεια, να πάρει επιτέλους τη ζωή της στα χέρια της.

Ένα άλλο βασικό θέμα που αναλύεται με διακριτικότητα στο βιβλίο είναι οι σχέσεις γονιών – παιδιών: μέσα από τη σχέση της Λούσι και του αδερφού της με τη μητέρα τους, του Τζορτζ με τον πατέρα του, του Σέσιλ με τη δική του μητέρα. Οι διαφορές που εντοπίζονται σ’ αυτές τις σχέσεις έχουν να κάνουν με την κοινωνική θέση που αντιπροσωπεύει ο καθένας από τους ήρωες και με το κατά πόσο αφήνεται να επηρεαστεί από τις συμβάσεις και τους άγραφους κοινωνικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, οι πράξεις και η συμπεριφορά των παιδιών αντικατοπτρίζουν τη σχέση τους με τους γονείς τους, και αναπόφευκτα το αν και πόση ειλικρίνεια χαρακτηρίζει την κάθε μία από αυτές.

Η συμπάθεια με την οποία ο Φόρστερ βλέπει τους ήρωές του είναι προφανής σε όλα του τα έργα, και το ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Λούσι είναι αξιολάτρευτη, το ίδιο και ο Τζορτζ. Ακόμα και οι εν δυνάμει αντιπαθείς χαρακτήρες, όπως η Σάρλοτ ή ο Σέσιλ, καταλήγουν συμπαθείς γιατί μπορεί κανείς να διακρίνει, χάρις στην ευαισθησία και την οξυδέρκεια του Φόρστερ, τα βαθύτερα κίνητρα και τις επιρροές που τους οδηγούν σε συγκεκριμένες προβληματικές συμπεριφορές.

Εκεί ωστόσο που ο Φόρστερ είναι ανελέητος, αλλά πάντα με το γάντι, είναι όταν σχολιάζει, άμεσα ή έμμεσα, τους ξιπασμένους μεγαλοαστούς. Έχοντας ζήσει από μέσα τη μεσαία τάξη και τις σχέσεις της με τα συναφή κοινωνικά στρώματα, και όντας ο ίδιος υπέρμαχος της ελεύθερης έκφρασης και της αποδοχής των προσωπικών επιλογών, είχε πάντα πολλά να πει για την υποκρισία που έβλεπε γύρω του. Ο μικρόκοσμος αυτών των κοινωνικών τάξεων όπως αποτυπωνόταν μέσα από τη ζωή τους στα προάστια είναι συχνά αγαπημένο θέμα του Φόρστερ. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα έργα του υπάρχει τουλάχιστον ένας εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης που συμβολίζει όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό: η μητέρα του Σέσιλ στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ θυμίζει την κυρία Ντέραμ από τον μεταγενέστερο ‘Maurice’ (Μόρις): και οι δύο θεωρούν πως η κοινωνική τους θέση είναι αρκετή για να τις καταστήσει άτομα αξιοσέβαστα και ότι τους δίνει το δικαίωμα να κρίνουν όσους θεωρούν κατώτερούς τους. Η μεγαλοαστή κυρία Ντέραμ, βέβαια, αν και θεωρούσε τον Μόρις φύσει και θέσει κατώτερο κοινωνικά, γιατί ανήκε στη μεσαία αστική τάξη, απέφευγε να εκφράσει ανοιχτά την άποψή της γιατί ο Μόρις ήταν συμφοιτητής του γιου της και επομένως στο ίδιο μορφωτικό επίπεδο μ’ αυτόν. Η κυρία Βάιζ στο ‘Ένα Δωμάτιο Με Θέα’ στοχεύει άμεσα τη Λούσι με την κριτική της και ενώ τη συμπαθεί σε γενικές γραμμές, και μετράει στα θετικά της μέλλουσας νύφης της τα καλλιτεχνικά της ταλέντα, θεωρεί πως χρειάζεται εκπαίδευση για να μπει στα μεγάλα σαλόνια και να γίνει αντάξια σύζυγος για το γιο της. Πράγμα που σημαίνει ότι αν η Λούσι επέλεγε να υποταχθεί στη μοίρα της καταπνίγοντας την σαρωτική αλλαγή που βίωνε μέσα της, θα ήταν διπλά χαμένη και ταπεινωμένη: από τη μια θα γινόταν μεν αποδεκτή στους κύκλους της μεγαλοαστικής τάξης χωρίς ωστόσο να θεωρηθεί ποτέ αξιόλογο μέλος της, και από την άλλη θα έχανε τη μοναδική της ευκαιρία να ζήσει ευτυχισμένη δίπλα στον Τζορτζ.

Ο Φόρστερ, βέβαια, που συνήθιζε να γράφει ανεπίσημους επιλόγους για τα μυθιστορήματά του, τους οποίους για διάφορους λόγους δεν συμπεριελάμβανε στις τελικές εκδόσεις (το έχει κάνει και στον ‘Μόρις’), σε έναν τέτοιο επίλογο για το ‘Ένα Δωμάτιο με Θέα’ επιφύλασσε κάπως άσχημα νέα για τη Λούσι: ο Τζορτζ πηγαίνει στον πόλεμο και κάνει τα γλυκά μάτια στις νοσοκόμες, ξεχνώντας για λίγο την αγαπημένη του. Έτσι απομυθοποιείται κάπως ακόμα και η φαινομενικά ιδανική αγάπη, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα: οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, έχουν αδυναμίες και είναι επιρρεπείς στο στραβοπάτημα και τη λάθος επιλογή. Και φυσικά είναι ίδιοι σε όλες τις εποχές, κάτι που τα διαχρονικά μυθιστορήματα του Φόρστερ περιγράφουν και αναλύουν με τόση ευστοχία και συνέπεια, που είναι σα να μην μας χωρίζει απ’ αυτά πάνω από ένας αιώνας.

Στην όμορφη έκδοση από το Μεταίχμιο, η πολύ καλή μετάφραση είναι της Ιωάννας Καρατζαφέρη, ενώ τον κατατοπιστικό πρόλογο υπογράφει η Κατερίνα Σχινά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/7879-ena-dwmatio-me-thea

20 September 2017

Neil Gaiman: Ευτυχώς, ο μπαμπάς έφερε το γάλα

«Σου έρχονται ιδέες όταν ονειροπολείς. Σου έρχονται ιδέες όταν βαριέσαι. Σου έρχονται ιδέες όλη την ώρα. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στους συγγραφείς και τον υπόλοιπο κόσμο είναι ότι εμείς το παίρνουμε είδηση όταν μας συμβαίνει.»
Νιλ Γκέιμαν

Τα παραπάνω λόγια του Νιλ Γκέιμαν εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς σκέφτεται ένας συγγραφέας και περιγράφουν ιδιαίτερα καίρια τη διαδικασία σύλληψης μιας ιδέας και τη μετουσίωσή της σε γραπτό λόγο. Ο αυθορμητισμός που χαρακτηρίζει τα κείμενά του καθρεφτίζει ακριβώς αυτή την απλή αλλά και τόσο αληθινή και ουσιαστική διαπίστωση. 

Γεννημένος στην Αγγλία το 1960, ο Νιλ Γκέιμαν άρχισε να διαβάζει σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Έχοντας έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνία του φανταστικού από παιδί (μέρος της τριλογίας του ‘Άρχοντα των Δαχτυλιδιών’ του Τόλκιν, τα ‘Χρονικά της Νάρνια’ του Κ. Σ. Λιούις), ανέπτυξε από νωρίς την ιδιαίτερη έφεσή του στο γράψιμο με έμφαση σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος. Ωστόσο ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε πρώτη φάση, συγκεκριμένα με συνεντεύξεις και κριτικές βιβλίων, και το πρώτο βιβλίο που έγραψε ήταν η βιογραφία των Ντουράν Ντουράν, του διάσημου συγκροτήματος της δεκαετίας του ’80, προτού ασχοληθεί πιο ουσιαστικά με την καθαρόμαιμη λογοτεχνία και τα κόμικς.

Ίσως από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς, και από τους πλέον εμβληματικούς της λεγόμενης λογοτεχνίας ‘αστικής φαντασίας’ (urban fiction), με έργο πολυσύνθετο που περιλαμβάνει δεκάδες μυθιστορήματα, τα κόμικς της σειράς ‘Sandman’, βιβλία για παιδιά, παραμύθια, συνεργασίες με άλλους συγγραφείς (Τέρι Πράτσετ), κομίστες (Άλαν Μουρ, Ντέιβ Μακ Κιν) και μουσικούς (Τόρι Έιμος, Αμάντα Πάλμερ), o Νιλ Γκέιμαν διαθέτει μία μοναδική και αξιοθαύμαστη ικανότητα – μάλλον δύο ικανότητες που συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται: μπορεί να περιγράφει απλά περιστατικά σαν να είναι πρωτοφανή, αλλά και εντελώς αλλόκοτες καταστάσεις σα να είναι απόλυτα φυσιολογικές. Όλα αυτά με ένα ύφος λιτό και γλαφυρό, με μια μονίμως νεανική και παιχνιδιάρικη διάθεση, ακόμα και σε δραματικά μέρη, με περιγραφές καίριες που κεντρίζουν το ενδιαφέρον, πλάθοντας και στηρίζοντας μια ατμόσφαιρα παραμυθιού και αέρινης φαντασίας μέσα σ’ ένα πλαίσιο ρεαλιστικό και στιβαρό.  

Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει καλύτερα και σε βάθος το σύμπαν που δημιουργεί ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας στο ‘Ευτυχώς, ο μπαμπάς έφερε το γάλα’, ίσως θα ήταν σκόπιμο να έχει έρθει πρώτα σε επαφή με άλλα έργα του, πιο χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας και της ευφυΐας του, όπως το ‘Neverwhere’ (Ποτέ και Πουθενά) ή το ‘American Gods’ (Ο Πόλεμος Των Θεών) - μυθιστορήματα που αφορούν μεν το ενήλικο κοινό, αλλά είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά τόσο του ύφους του όσο και των κόσμων και των χαρακτήρων που κυριαρχούν στις ιστορίες του. Το ‘Ευτυχώς, ο μπαμπάς έφερε το γάλα’ μπορεί να απευθύνεται κυρίως σε αναγνωστικό κοινό μικρότερων ηλικιών, αλλά το ιδιότυπο χιούμορ, η απολαυστική μείξη πραγματικότητας και φαντασίας και η γεμάτη ζωντάνια γραφή του Γκέιμαν μπορεί ακόμα και σ’ αυτό το βιβλίο να εκτιμηθεί από αναγνώστες κάθε ηλικίας.

Έτσι και στο ‘Ευτυχώς, ο μπαμπάς έφερε το γάλα’ ξεκινάει από μια απόλυτα συνηθισμένη κατάσταση την οποία έντεχνα εξελίσσει σε μια ιστορία όπου η φαντασία και το ψαγμένο χιούμορ έχουν μεν τον κυρίαρχο ρόλο, ωστόσο η αφήγησή του είναι σοβαρή, περίτεχνη και πολυεπίπεδη: αν και το στοιχείο της φαντασίας είναι αυτό που κυριαρχεί περισσότερο - σε αντίθεση με άλλα έργα του όπου η φαντασία εισχωρεί στην πραγματικότητα και πολλές φορές την επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε να την αλλάζει εντελώς - το ρεαλιστικό υπόβαθρο δεν παύει στιγμή να κάνει την παρουσία του αισθητή. Ο μπαμπάς της ιστορίας πηγαίνει ν’ αγοράσει γάλα για το πρωινό των παιδιών του αλλά και για το δικό του τσάι. Αργεί λίγο να γυρίσει, και όταν επιστρέφει τα παιδιά θέλουν να μάθουν τι του πήρε τόση ώρα. 

Και τότε εκείνος αρχίζει να αφηγείται μια απίθανη ιστορία με αλλεπάλληλα ταξίδια στο χρόνο και το χώρο, όπου το φανταστικό στοιχείο δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή των καταστάσεων και των χαρακτήρων αλλά εκφράζεται και μέσα από τη γλωσσοπλασία: το αερόστατο ονομάζεται ‘ανθρωποφόρα αιωρόμπαλα’, οι καρύδες αποκαλούνται ‘μαλλιαρο-υγρόσκληρα λευκοροκανίδια’, τα σμαράγδια λέγονται ‘αστραφτο-πρασινο-πετραδάκια’ – όπως πολύ εύστοχα και με φαντασία αποδίδονται αυτοί και πολλοί άλλοι περίπλοκοι και απροσδόκητοι συνδυασμοί λέξεων στην πολύ καλή μετάφραση του Φίλιππου Μανδηλαρά. Ο μπαμπάς, επιδεικνύοντας απρόσμενο θάρρος και ηρωισμό, τα βάζει με αλλόκοτους εξωγήινους, αιμοβόρους πειρατές και αιμοσταγή τέρατα, αποφασισμένος να μεταφέρει με απόλυτη ασφάλεια το γάλα στα παιδιά του. 

Πρόκειται για ένα συνηθισμένο μοτίβο στα έργα του Γκέιμαν – η εμπλοκή ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου σε περιπέτειες απόκοσμες και αρκετές φορές παρανοϊκές. Το έναυσμα για την εμφάνιση του φανταστικού στοιχείου είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο, ωστόσο η δυναμική του είναι τόσο έντονη που ο ήρωας περνάει το σύνορο που διαχωρίζει την πραγματικότητα από τη φαντασία μέσα σε δευτερόλεπτα, και σχεδόν χωρίς να το αντιληφθεί. Οι περιπέτειες του μπαμπά της ιστορίας είναι απίστευτες, ωστόσο το κύριο μέλημά του είναι να μην πάθει τίποτα το γάλα που προορίζεται για τα παιδιά του. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ότι όλο αυτό είναι και μια αλληγορία για τον καθημερινό αγώνα των γονιών ώστε να μη λείψει τίποτα στα παιδιά τους, ωστόσο η ιστορία είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο και τόσο έντονα υπερβατική διάθεση που παίρνει άλλες διαστάσεις – το   κοινωνικό της μήνυμα μπαίνει σε άλλο υπόβαθρο και φιλτράρεται μέσα από τις εξωπραγματικές καταστάσεις που ξετυλίγονται και αναπαρίστανται με τόση ζωντάνια και γλαφυρότητα.

Το κείμενο του Γκέιμαν θυμίζει κόμικ, κινούμενα σχέδια, ακόμα και τρισδιάστατο παιχνίδι δράσης, με τη γρήγορη εναλλαγή εικόνων, διαλόγων και χαρακτήρων να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα παρανοϊκού παραμυθιού – κάτι που εξάλλου τονίζεται ακόμα περισσότερο με τα υπέροχα σκίτσα του Σκότι Γιανγκ που φέρνουν στο νου τα έργα του Κρις Ρίντελ και μεταμορφώνουν σε εικόνες όλες αυτές τις απίστευτες περιγραφές του Γκέιμαν, με τις αξέχαστες, αστείες φυσιογνωμίες, τις γελοιογραφικές φιγούρες και τα αλλόκοτα αντικείμενα που παραπέμπουν στην κουλτούρα του ‘steampunk’ – το είδος εκείνο της επιστημονικής φαντασίας που αναπτύχθηκε κατά τη Βικτοριανή περίοδο και αποτέλεσε ουσιαστικά τη βάση για πολύ μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης καλλιτεχνικής παραγωγής αυτής της θεματολογίας. Τόσο ο Γκέιμαν όσο και ο Γιανγκ, ο καθένας από την πλευρά του και με τα δικά του μέσα, αποτίουν φόρο τιμής στην επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του φανταστικού, με το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους να είναι, παράλληλα, πρωτότυπο και μοναδικό.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2017
http://diastixo.gr/kritikes/paidika/7833-neil-gaiman-gala



14 September 2017

Μία Άνοιξη και άλλη μία: ένα μικρό αφιέρωμα στον Στρατή Ζαχαριάδη και τρία ανέκδοτα ποιήματά του


Ο Στρατής Ζαχαριάδης γεννήθηκε Απρίλιο και πέθανε Απρίλιο. Σαν να έκλεισε έναν σύντομο – αλλά παρ’ όλα αυτά πολύ πλούσιο σε δραστηριότητα και έργο – κύκλο ζωής και δημιουργίας. Γεννημένος στη Χίο την Άνοιξη του 1939, διακρίθηκε χάρη στη δημοσιογραφική του ιδιότητα, ενώ έγραφε ποιήματα και πεζά κείμενα από μικρή ηλικία, μαθητής γυμνασίου. Μάχιμος και σημαντικός δημοσιογράφος, εργάστηκε ως πολιτικός συντάκτης σε μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες και ακολουθούσε, ως ανταποκριτής, πρωθυπουργούς και άλλες πολιτικές προσωπικότητες στο εξωτερικό, με την πένα του να καταγράφει καίριες και αιχμηρές τοποθετήσεις από περιωπής.

Στα ποιήματά του βλέπει κανείς μια διαφορετική αν και όχι και τόσο μακρινή πλευρά, ίσως μια παράλληλη πτυχή της πολυσχιδούς και πληθωρικής προσωπικότητάς του. Αυθόρμητη και συναισθηματική αλλά μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ρωμαλέα και άμεση - θα τη χαρακτήριζα ‘αγορίστικη’, με την καλή και ευχάριστη έννοια του ανέμελου πνεύματος που, ωστόσο, κατά διαστήματα εκφράζει ανησυχίες και προβληματισμούς πάνω σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής – την καθημερινότητα, τις αγωνίες, τον έρωτα, την πολιτική.

Πρόλαβε να δει εκδομένη μία ποιητική του συλλογή, τον ‘Μουγγό Τελάλη’ - κυκλοφόρησε το 1985, λίγους μήνες πριν ο Στρατής Ζαχαριάδης χάσει τη μάχη με την επάρατο νόσο, στα 46 του μόλις χρόνια, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Το 1987, εκδόθηκε άλλη μία ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Καστανιώτη. που περιελάμβανε κάποια από τα ποιήματα της περιόδου 1955-1985, με την επιμέλεια του Κώστα Χωρεάνθη, με τον οποίο ήταν αδελφικοί φίλοι από τα εφηβικά τους χρόνια.

Χάρη σ’ αυτή τη φιλία, είχα την τύχη να συνδεθώ κι εγώ με τον Στρατή Ζαχαριάδη – ο Κώστας Χωρεάνθης ήταν πατέρας μου και ο Στρατής Ζαχαριάδης έγινε νονός μου, του οφείλω το όνομά μου.

Τα τρία ποιήματα που ακολουθούν είναι ανέκδοτα και επρόκειτο να κυκλοφορήσουν σε μια άλλη έκδοση. Αποτελούν ένα μικρό δείγμα της πνευματικής παραγωγής που άφησε πίσω του. Έχουν τηρηθεί η ορθογραφία και οι ιδιωματισμοί που είχε χρησιμοποιήσει.


Στρατής Ζαχαριάδης
Τρία Τραγούδια Ερωτικά

Ι

Αυτό τ’ ωραίο που λάτρεψα
με πάθος άγριο και μ’ ορμή
στα έρμα τα μονοπάτια
που τράβαγε άζωη μια ζωή
σε κουρασμένα μάτια,
π’ απλώνονταν στους θαλερούς
τους ήλιους σκοτεινές σκιές
στην πονεμένην ώρα,
στα γούρμα χείλια σου
ένα φως μερμήδισε, και τώρα
μέσα ένα χάος ανοίγονταν
η απύθμενη ψυχή σου
πού’ χει για μένα τη γητειά
τον πόθο της αβύσσου

ΙΙ

Σ’ ένα θλιμμένο απόβροχο
της μοναξιάς που κουράστηκε να περιμένει
ένα βραδάκι
που μαχαίρωνα
τις πεντάλφες
τα ονόματα που σβηόνταν στα χρόνια
τα καρδιοχτύπια, τις αγρύπνιες,
τις αγρύπνιες και τις λαχτάρες…
Την τραχειά σου γνώρισε κόψη
το μαχαίρι που αχρήστεψε η θύελλά σου.
Κι εγώ σαν έκρυβα τις δροσοσταλίδες
έτσι ξαφνικές μες στα χέρια μου
έτσι χαρούμενες,
τις απίθωσα πάνω στην έκταση της κόμης σου
π’ άρχιζε από τ’ άστρα και δένονταν στα δέντρα
δρόμος στους ουρανούς, όπου ταξίδεψα πολύ…

ΙΙΙ

Όλη η χαρά του δειλινού, ξεχείλισμα ήταν χοϊκό
στ’ αυτί τραγούδι θριαμβικό, στα χείλα ακρόαση του βουνού
γύρω σου ανάκρουσμα χαράς δοσμένο σε κορμί φτελιάς
γύρω σου φλόγα παρθενιάς, της ερημιάς, της ξεχασιάς…
Τη γέμιζες ω Ευγενική τη νύχτα την ερωτική…
Πειθήνιο κάλεσμα ο βραχνός, ο νέος κι ο παλιός αχός
που βούιζε τραγουδιστικά, τα ηδονικά, μαυλιστικά.
Στην πόρτα σου κυλάει βαρύς μέρα και νύχτα κάποιος δρυς
ρόδα στον ουράνιο δρόμο το γαλάζιο κόβει νόμο.
Δροσούλα στον ωκεανό, μπροστά στην πόρτα ένα βουνό
τώρα τ’ ακούμπησα στον ώμο, και δεν τ’ ανοιώνω μες στον τρόμο.

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ΣΧΕΔΙΑ ΡΥΘΜΟΥ (Ποιήματα 1955-1985)

Παλαιό Φάληρο, 8 Σεπτεμβρίου 2017



Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Σεπτέμβριο του 2017
http://fractalart.gr/stratis-zaxariadis/