15 April 2018

John Krasinski: Ένα ήσυχο μέρος


Στο όχι και τόσο μακρινό 2020, η Γη έχει μετατραπεί σε ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, όπου τερατόμορφα αιμοβόρα πλάσματα λυμαίνονται τις ερειπωμένες περιοχές, απειλώντας με αφανισμό κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Τα πλάσματα αυτά δεν βλέπουν αλλά έχουν πολύ ευαίσθητη ακοή, με αποτέλεσμα οι ελάχιστοι επιζήσαντες άνθρωποι να είναι αναγκασμένοι να κινούνται και να ζουν αθόρυβα και σιωπηλά έτσι ώστε να μην τους τραβήξουν την προσοχή. Ο Λι και η Έβελιν Άμποτ (Τζον Κραζίνσκι και Έμιλι Μπλαντ) αγωνίζονται να επιβιώσουν μαζί με τα παιδιά τους με όποιον τρόπο μπορούν, επικοινωνώντας μεταξύ τους με νοήματα και βλέμματα, ενώ γύρω τους επικρατεί εγκατάλειψη και μια ανατριχιαστική σιωπή.

Με μια εξαιρετική ιδέα, και ένα θέμα ίσως όχι και τόσο πρωτότυπο κατά βάση (τέρατα που ‘ξυπνάνε’ με τους ήχους έχουμε συναντήσει κι άλλες φορές στη μυθοπλασία) αλλά δοσμένο εδώ με ύφος ιδιότυπα δεξιοτεχνικό, ο Τζον Κραζίνσκι, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής και συν-σεναριογράφος της ταινίας τρόμου «Ένα ήσυχο μέρος» μας βάζει κατευθείαν και χωρίς περιστροφές μέσα στην καρδιά της ιστορίας του από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Οι ήρωές του περιφέρονται σαν σκιές ανάμεσα σε παρατημένα αυτοκίνητα και έρημα μαγαζιά, ενώ η εξοχή γύρω τους είναι τόσο όμορφη και επιβλητική όσο και απειλητική, αφού εκεί είναι που τα ανελέητα τέρατα καραδοκούν, περιμένοντας να ακούσουν έστω και τον παραμικρό ήχο για να επιτεθούν.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η καθημερινότητα είναι πολύ διαφορετική. Η επιβεβλημένη και αναγκαστική σιωπή στερεί την έκφραση συναισθημάτων όπως η θλίψη, ο φόβος ή ακόμα και η χαρά, αφού το κλάμα και το γέλιο ισοδυναμούν αυτόματα με θανατική καταδίκη. Η Ρίγκαν (Μίλισεντ Σίμονς), η κόρη του ζευγαριού, κωφή εκ γενετής, είναι η μόνη που δεν αντιλαμβάνεται απόλυτα την έννοια των ήχων και της επικινδυνότητας που συνδέεται με αυτούς, κάτι που έχει σαν συνέπεια να γίνει, άθελά της, η αιτία για τον χαμό του μικρότερου αδελφού της. Οι τύψεις γι’ αυτό το δραματικό περιστατικό δεν την αφήνουν να ησυχάσει, και ζει συνεχώς με την αμφιβολία για το αν οι γονείς της εξακολουθούν να την αγαπούν.

Ο αγώνας για επιβίωση εδώ δεν έχει να κάνει με τα είδη πρώτης ανάγκης. Οι Άμποτς έχουν βρει διάφορους τρόπους για να βγάζουν πέρα την κάθε μέρα, με ελάχιστα μέσα αλλά χωρίς να τους λείπει η εφευρετικότητα. Το βασικό πρόβλημα είναι το να μείνουν ζωντανοί. Τα τέρατα, που είναι φαινομενικά ανίκητα, επιτίθενται τόσο γρήγορα και αιφνιδιαστικά ώστε να αποκλείουν κάθε πιθανότητα αντίδρασης. Η ενότητα της οικογένειας παίζει τον πλέον σημαντικό ρόλο για την αντιμετώπιση αυτής της εφιαλτικής κατάστασης, κάτι που ωστόσο δεν κρατάει για πολύ.

Ο Λι αποφασίζει να δείξει στον γιο του Μάρκους (Νόα Τζουπ) κάποιες βασικές στρατηγικές για να είναι σε θέση να προστατεύσει τόσο τον εαυτό του όσο και τη μητέρα του και την αδελφή του. Οι δυο τους φεύγουν για το δάσος, ενώ η Έβελιν, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, μένει στο σπίτι. Σ’ αυτό το σημείο, οι ρόλοι διαχωρίζονται και, ουσιαστικά, γυρίζουν πίσω στην αρχετυπική μορφή τους: η μητέρα προστατεύει το σπίτι, ενώ ο πατέρας βγαίνει έξω για να εξασφαλίσει ότι κανένας κίνδυνος δεν θα απειλήσει την οικογενειακή εστία. Ωστόσο από τη στιγμή που γίνεται αυτό, από τη στιγμή δηλαδή που η οικογένεια διασπάται, όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά γίνονται ευάλωτοι, εκτίθενται στους ανελέητους εχθρούς και καλούνται να επιβιώσουν, ο καθένας με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Και τότε ξεκινάει ένα τρομακτικό κυνήγι γάτας – ποντικιού, το οποίο θα έχει μεν τραγικές συνέπειες αλλά και ένα αναπάντεχο αισιόδοξο μήνυμα για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Η ταινία του Κραζίνσκι είναι, τυπικά, ένα θρίλερ επιβίωσης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα μονοπάτια, περισσότερο ή λιγότερο ευκρινή. Οι οικογενειακές αξίες, το βάρος της αυτοθυσίας, το πόσο τραγικά γεγονότα του παρελθόντος καθορίζουν τη συμπεριφορά μας αλλά και τη σχέση μας με τους άλλους, είναι θέματα που εξετάζονται διακριτικά σε δεύτερο επίπεδο, ενώ σε πρώτο πλάνο κυριαρχεί το στοιχείο του αγώνα για ζωή σε έναν εχθρικό μετα-αποκαλυπτικό κόσμο.

Το σκηνικό της ιστορίας είναι καθηλωτικό, και η ατμόσφαιρα που επιτυγχάνεται μέσω αυτού αλλά και των εξαιρετικά εκφραστικών πρωταγωνιστών – μεγάλων και μικρών – δημιουργεί ένα κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας ιδιαίτερα πειστικό. Αν και η έλλειψη ομιλίας είναι σχεδόν απόλυτη – με εξαίρεση πολύ συγκεκριμένες σκηνές -  οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τα εκάστοτε συναισθήματα των ηρώων με λιτότητα, χωρίς να καταφεύγουν σε υπερβολές. Η μουσική του Μάρκο Μπελτράμι, λυρική και συχνά συγκινητική, έρχεται ηθελημένα σε αντίθεση με τις σκοτεινές, απαισιόδοξες εικόνες. Ωστόσο η βασική ηχητική υπόκρουση είναι που συμβάλλει περισσότερο στο γενικότερο κλίμα, με μια σειρά από οξείς, ανησυχητικούς ήχους που, από τη μια υπενθυμίζουν συνεχώς την ύπαρξη των επικίνδυνων ‘άλλων’, ενώ από την άλλη είναι σαν να αναπαριστούν τις ηχητικές διεργασίες που υφίστανται μέσα στο μυαλό των ηρώων, καθώς για τους ίδιους είναι απαγορευμένο να εκφραστούν χρησιμοποιώντας ανάλογα μέσα.

Ίσως σε όσους αρέσουν οι αμιγείς ιστορίες επιβίωσης, η ταινία να φανεί κάπως χαλαρή, και η αλήθεια είναι ότι, σε κάποια σημεία, θα μπορούσε να ‘μαζευτεί’. Από την άλλη, πάλι, με ένα τόσο αβανταδόρικο θέμα, θα περίμενε κανείς κάτι παραπάνω από μόλις 90 λεπτά δράσης. Είναι όμως από εκείνα τα έργα στα οποία αναπόφευκτα ξαναγυρνάς κάποια στιγμή για να δεις πάλι μια σκηνή, να παρατηρήσεις με περισσότερη προσοχή κάτι στο οποίο, σε πρώτη θέαση, δεν έδωσες και τόση σημασία – και έχει τόσα πολλά καλά στοιχεία, και από σκηνοθετική αλλά και από καλλιτεχνική άποψη, και τόσες ενδιαφέρουσες αναφορές που μπορεί κανείς να εντοπίσει με λίγη παρατηρητικότητα, που τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις και με το παραπάνω.

Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 5 Απριλίου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Απρίλιο του 2018
http://diastixo.gr/allestexnes/kinimatografos/9633-ena-isixo-meros


11 April 2018

George A. Romero: Η νύχτα των ζωντανών νεκρών

Έρχονται να σε πιάσουν!



Αρχετυπική ταινία τρόμου, σημείο αναφοράς για όλη σχεδόν τη μεταγενέστερή της κινηματογραφική παραγωγή με παρόμοια θεματολογία, η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Α. Ρομέρο δεν είναι η πρώτη ταινία που γυρίστηκε με θέμα τους νεκροζώντανους (κοινώς: ζόμπι), εξακολουθεί όμως να είναι η καλύτερη. Γυρισμένη το 1968, με ασπρόμαυρο φιλμ και ελάχιστο προϋπολογισμό, καταφέρνει με την απλότητα των μέσων και την αμεσότητα των πλάνων να μεταδώσει ένα εφιαλτικό κλίμα αγωνίας και απομόνωσης που ακόμα και σήμερα σπάνια συναντά κανείς σε ταινίες του είδους,

Με σκηνικό τη φαινομενικά ειδυλλιακή εξοχή της Πενσιλβάνια, η ιστορία ξεκινάει με τους δύο αρχικούς πρωταγωνιστές, τον Τζόνι και την Μπάρμπρα Μπλερ (Ράσελ Στράινερ και Τζούντιθ Ο’Ντι), να κατευθύνονται με το αυτοκίνητό τους προς το κοιμητήριο της περιοχής. Είναι κάτι που κάνουν κάθε χρόνο την ίδια μέρα, αφού εκεί είναι θαμμένος ο πατέρας τους. Ενώ είναι μόνοι τους στο νεκροταφείο, και ο Τζόνι πειράζει κάπως κακόγουστα την Μπάρμπρα εκμεταλλευόμενος τη φοβία της για τον συγκεκριμένο χώρο («Έρχονται να σε πιάσουν!» της λέει περιπαικτικά, επαναλαμβάνοντας ένα «αστείο» από τα παιδικά τους χρόνια), ένας πανύψηλος άντρας που, από μακριά, φαινόταν απλώς να περπατάει αδιάφορα, επιτίθεται στην Μπάρμπρα και ο αδερφός της, στην προσπάθειά του να τη σώσει, τραυματίζεται θανάσιμα.

Σύντομα η Μπάρμπρα διαπιστώνει ότι ο άντρας αυτός βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση – έχει επάνω του διάφορα χαρακτηριστικά που δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν είναι ακριβώς ζωντανός – και φεύγει πανικόβλητη από το νεκροταφείο. Βρίσκει καταφύγιο σε ένα κοντινό έρημο αγροτόσπιτο, όπου την καταδιώκει ο νεκροζώντανος από το νεκροταφείο – και όχι μόνο – αλλά για καλή της τύχη σύντομα καταφεύγει εκεί και ο Μπεν (Ντουέιν Τζόουνς), τον οποίο επίσης καταδιώκουν νεκροζώντανοι αλλά έχει καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του και έχει ήδη αρχίσει να μηχανεύεται διάφορους τρόπους για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Λίγο αργότερα, ανακαλύπτουν ότι στο κελάρι του σπιτιού είναι κρυμμένοι ο Χάρι και η Έλεν Κούπερ (Καρλ Χάρντμαν και Μέριλιν Ίστμαν) μαζί με την κόρη τους Κάρεν (Κίρα Σον), η οποία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση γιατί ένα ζόμπι της επιτέθηκε και τη δάγκωσε πριν μπουν στο σπίτι. Σύντομα στο αγροτόσπιτο βρίσκει καταφύγιο και ένα νεαρό ζευγάρι, ο Τομ και η Τζούντι (Κιθ Ουέιν και Τζούντιθ Ρίντλεϊ).

Κι ενώ η ενημέρωση από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι ελλιπής και κανένας αρμόδιος δε φαίνεται να ξέρει – ή να είναι διατεθειμένος να πει – τι είναι αυτό που κάνει ξαφνικά τους πεθαμένους να ζωντανεύουν ως αιμοβόρα ζόμπι και να επιτίθενται στους ζωντανούς, αυτή η ετερόκλητη ομάδα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων θα κληθεί να συνεργαστεί κάτω από εξαιρετικά αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες μέσα στο αγροτόσπιτο, ενώ η κατάσταση γύρω τους γίνεται ολοένα και πιο έκρυθμη και ανεξέλεγκτη κάθε ώρα που περνάει. Ο λογικός και ψύχραιμος Μπεν προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, ενώ ο οξύθυμος Χάρι άθελά του υπονομεύει την ασφάλεια όλων με την επίμονη άρνησή του να συνεργαστεί για το κοινό καλό. Ο Τομ και η Τζούντι, θαρραλέοι και καλοπροαίρετοι, είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν για ό,τι τους ζητηθεί, ενώ η Μπάρμπρα, ανίκανη να διαχειριστεί όλες αυτές τις απανωτές και πρωτόγνωρες σοκαριστικές εμπειρίες, βυθίζεται σιγά σιγά στην κατάθλιψη και την κατατονία.

Με έμφαση περισσότερο στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τις αντιδράσεις των ηρώων – χωρίς βέβαια να λείπουν και ορισμένες ιδιαίτερα ανατριχιαστικές σκηνές – η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς και με τη δράση να μεταφέρεται σταδιακά από τον έναν (τη Μπάρμπρα) στους πολλούς (όλη την υπόλοιπη ομάδα). Αντλώντας την έμπνευσή του κυρίως από το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον «I Am Legend» (1954), που είχε σαν θέμα του έναν άντρα που μένει μόνος του πάνω στη γη ενώ όλοι οι υπόλοιποι γύρω του έχουν γίνει βρικόλακες, o Ρομέρο επιστρατεύει τα ζόμπι (αν και ποτέ δεν ονοματίζονται στην ταινία) και επάνω τους στηρίζει το στοιχείο του τρόμου. Ούτε καν η παρουσία τους – η αίσθηση και μόνο ότι βρίσκονται εκεί έξω, ότι πλησιάζουν το αγροτόσπιτο, ότι τίποτα δεν είναι ικανό να τα σταματήσει, φτάνει για να τρομοκρατήσει τους ταμπουρωμένους επιζήσαντες οι οποίοι άλλοτε πράττουν έξυπνα και αποτελεσματικά και άλλοτε παίρνουν λάθος αποφάσεις που μπορεί και να στοιχίσουν ακριβά. Κάποιοι, όπως ο Μπεν ή ο Τομ, δεν καταλαμβάνονται από πανικό και είναι συνεχώς σε εγρήγορση, κοιτώντας πώς το σχέδιο που προκύπτει κάθε φορά θα ωφελήσει όλη την ομάδα. Άλλοι, όπως ο Χάρι, βλέπουν μόνο το συμφέρον τους – ή αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι τους εξυπηρετεί – αδιαφορώντας και για τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στους άλλους αλλά και, μακροπρόθεσμα, στον εαυτό τους. Κάτι, που φυσικά, επεκτείνεται και γενικότερα μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο και εννοείται ότι ισχύει και για καταστάσεις λιγότερο δραματικές.

Είναι πολλά τα μηνύματα που μπορεί να «διαβάσει» κανείς πίσω από την βασική πλοκή: πολιτικά σχόλια, κοινωνικές αιχμές, ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα των μέσων ενημέρωσης, η αξιοπιστία ή μη των κυβερνήσεων παγκοσμίως, ακόμα και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Κυρίως όμως η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» είναι μια ιστορία επιβίωσης που, μέσα από τα καθαρόαιμα στοιχεία του τρόμου και της φαντασίας, ερευνά τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και ανοχής, της ετοιμότητας απέναντι σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, της αμφίβολης σταθερότητας των διαπροσωπικών και οικογενειακών σχέσεων.

Αυτοί οι εφτά άγνωστοι άνθρωποι, που κυριολεκτικά από τη μια στιγμή στην άλλη είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται ολοσχερώς, αναγκάζονται να συμβιώσουν σε έναν περιορισμένο χώρο κάτω από εξαιρετικά αγχωτικές συνθήκες. Κλειδαμπαρώνονται στο αγροτόσπιτο θεωρώντας ότι έχουν κρατήσει απ’ έξω το κακό, ωστόσο δεν θα αργήσουν να ανακαλύψουν ότι το ίδιο κακό καραδοκεί μέσα στα φαινομενικά ασφαλή όριά τους, και έχει πάνω από μία μορφές. Από τη μια είναι το κυριολεκτικό, προφανές κακό, το οποίο εκφράζεται μέσα από την κόρη του Χάρι Κούπερ που γίνεται ζόμπι στο κελάρι, αλλά από την άλλη είναι και το ύπουλο, καλυμμένο κακό που, σε κανονικές συνθήκες, θα μπορούσε να είναι και ανώδυνο: το υπερτονισμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης του Χάρι θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων ενώ τελικά δεν καταφέρνει να σώσει ούτε τον ίδιο. Παράλληλα, η ολοκληρωτική έλλειψη συμμετοχής της Μπάρμπρα στον αγώνα για επιβίωση την καθιστά τον πιο εύκολο στόχο όταν θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον χειρότερο εφιάλτη της. Η ζοφερή κατάληξη της ιστορίας είναι αναπόφευκτη, ενώ για τον Μπεν επιφυλάσσεται και η πλέον τραγική ειρωνεία.

Ο Τζορτζ Α. Ρομέρο, που έφυγε από τη ζωή το 2017, δικαιολογημένα θεωρείται ο εμπνευστής της έννοιας του «ζόμπι» με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που αυτό πήρε στη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση σε όλους τους τομείς. Η σειρά κόμικς «The Walking Dead», στην οποία βασίζεται η ομώνυμη και ιδιαίτερα δημοφιλής τηλεοπτική σειρά, έχει την πνευματική της απαρχή στην «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», ενώ τα κλασικά πλέον βιντεοπαιχνίδια της σειράς «Biohazard / Resident Evil» είναι κυριολεκτικά στοιχειωμένα από αναφορές στην εμβληματική ταινία του Ρομέρο – για να αναφέρω δύο μόνο από τα εκατοντάδες ανάλογα παραδείγματα.

Ο πολύ χαμηλός προϋπολογισμός της ταινίας και τα περιορισμένα μέσα της εποχής, δεν επέτρεπαν τη δημιουργία εντυπωσιακών εφέ, κάτι που, παρ’ όλα αυτά, δεν επηρεάζει στο ελάχιστο το συνολικό αποτέλεσμα. Για τις σκηνές όπου ορδές από ζόμπι κατακλύζουν την εξοχή γύρω από το αγροτόσπιτο, ο Ρομέρο χρησιμοποίησε εθελοντές κομπάρσους οι οποίοι προσφέρθηκαν με ενθουσιασμό να συμμετάσχουν στα γυρίσματα. Το αγροτόσπιτο, όπου λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο κομμάτι της δράσης, ήταν υπό κατεδάφιση, κάτι που συνετέλεσε στην τόσο ρεαλιστική απεικόνιση της εξελισσόμενης καταστροφής. Η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» είναι μια ταινία καθηλωτική, υποβλητική μέσα από τα μελετημένα πλάνα της, τη χρήση των φωτοσκιάσεων, την καίρια αξιοποίηση του ατμοσφαιρικού κλίματος που δημιουργούν οι ασπρόμαυροι τόνοι. Είναι μια ταινία ανεπιτήδευτη, κι αυτό είναι που την κάνει αξέχαστη και μοναδική.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Απρίλιο του 2018
http://fractalart.gr/night-of-the-living-dead/

9 April 2018

Luis Prats: Χάτσικο, ο σκύλος που περίμενε

Είναι λίγο - πολύ γνωστή η αληθινή ιστορία του Χάτσικο, του πιστού σκύλου Ακίτα που είχε τόσο πολύ δεθεί με το αφεντικό του ώστε να εξακολουθεί να τηρεί την καθημερινή τους συνήθεια ακόμα και όταν ο θάνατος μπήκε ανάμεσά τους. Το 2009 γυρίστηκε η ταινία ‘Χάτσικο, η ιστορία ενός σκύλου’ με τη δράση να μεταφέρεται στην σύγχρονη Αμερική και πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Γκιρ, ενώ πολύ νωρίτερα είχε γυριστεί και μία γιαπωνέζικη εκδοχή, το ‘Hachico monogatori’ (1987). Έχουν επίσης γραφτεί και αρκετά βιβλία με θέμα τους αυτή την τόσο συγκινητική και βαθιά συναισθηματική ιστορία.

Το ‘Χάτσικο, ο σκύλος που περίμενε’ του Λουίς Πρατς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη, αφηγείται τα αυθεντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα ανάμεσα στα έτη 1924 και 1935 στο Τόκιο της Ιαπωνίας, διανθισμένα με τα απαραίτητα στοιχεία μυθοπλασίας.

Τον Ιανουάριο του 1924, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής αγρονομίας Χιντεσαμπούρο Ουένο παραλαμβάνει από τον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό ένα κουτάβι Ακίτα τριών μηνών για την κόρη του, ωστόσο ελάχιστος χρόνος χρειάζεται για να δεθεί ο ίδιος με το πανέμορφο, χιονάτο σκυλάκι, το οποίο, με τη σειρά του, τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή: «Υπήρχε κάτι πιο βαθύ και έξυπνο σε εκείνα τα θλιμμένα και μελαγχολικά μάτια. Ποτέ ο καθηγητής Χιντεσαμπούρο, ακόμα κι όταν είχε κάνει την πρακτική του στους κάμπους του Κιότο, κοντά στα αυτοκρατορικά παλάτια, και είχε χρειαστεί να εργαστεί με κάθε είδους ζώο, δεν είχε συναντήσει πλάσμα που να τον παρατηρεί χωρίς να περιμένει τίποτα, ενώ ταυτόχρονα έμοιαζε να περιμένει τα πάντα.» 

Για ένα διάστημα λίγων μηνών μέχρι τον Μάιο του 1924, ο καθηγητής Ουένο και ο Χάτσικο ακολουθούν μια εξαιρετικά ευχάριστη και ιδιότυπη ρουτίνα: ο Χάτσικο ξεκινάει κάθε μέρα μαζί με τον καθηγητή την ώρα που εκείνος φεύγει για να πάει στη δουλειά του και τον συνοδεύει μέχρι τον σταθμό του τρένου. Στη συνέχεια γυρίζει στο σπίτι και το απόγευμα, καθώς πλησιάζει η ώρα για την επιστροφή του καθηγητή, ο Χάτσικο βγαίνει και πάλι έξω, φτάνει στον σταθμό και περιμένει το αγαπημένο του αφεντικό να κατέβει από το τρένο για να γυρίσουν μαζί στο σπίτι.

Αυτή η τόσο ξεχωριστή καθημερινότητα, η αφοσίωση του Χάτσικο και το δέσιμο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον σκύλο είναι στοιχεία που, φυσικά, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, και σύντομα ο μικρόκοσμος γύρω από τον σταθμό και τους γειτονικούς δρόμους μαθαίνει γι’ αυτήν την πρωτότυπη αλλά τόσο συγκινητική φιλία και ο Χάτσικο γρήγορα γίνεται η μασκότ και το σήμα κατατεθέν της περιοχής: «Ο Χάτσικο ήταν ήδη αρκετά γνωστός στη γειτονιά, αφού όσοι έπαιρναν το τρένο στον σταθμό της Σιμπούγια τον έβλεπαν να περιμένει τον καθηγητή Χιντεσαμπούρο, και εκείνος ανταποκρινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλους όσοι τον χαιρετούσαν ή τον χάιδευαν.»

Οι ώρες της ημέρας που ο καθηγητής περνάει με τον τετράποδο φίλο του είναι πολύτιμες και μαγικές: «Όταν έβγαιναν για περίπατο, ο καθηγητής εξηγούσε στον Χάτσικο όλα τα διαφορετικά είδη πεταλούδας, τι έτρωγαν και πού ζούσαν.»

Αντιμετωπίζει πλέον τον Χάτσικο σαν άνθρωπο, και ο σκύλος, με το ένστικτο και τη νοημοσύνη που χαρακτηρίζει τη ράτσα του, ανταποκρίνεται ανάλογα. Δεν πρόκειται πια για έναν άνθρωπο και έναν σκύλο – οι δυο τους γίνονται οι καλοί φίλοι που κάνουν την βόλτα τους και «κουβεντιάζουν» με έναν δικό τους μοναδικό κώδικα επικοινωνίας.

Μια μέρα ωστόσο ο καθηγητής δεν γυρίζει το απόγευμα στο σπίτι του. Παθαίνει εγκεφαλική συμφόρηση κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης και σύντομα πεθαίνει. Ο Χάτσικο αντιλαμβάνεται με το δυνατό του ένστικτο την τραγική αυτή εξέλιξη, αλλά μέσα του τίποτα δεν αλλάζει. Συνεχίζει να τηρεί ευλαβικά την αγαπημένη συνήθεια που τον συνέδεε με το αφεντικό του, επιστρέφοντας καθημερινά στον σταθμό, περιμένοντας τον κύριό του, για δέκα περίπου συνεχόμενα χρόνια.

Με λιτότητα, απλές αλλά ουσιαστικές περιγραφές, ενίοτε απέριττα λυρικές, ο Λουίς Πρατς, Καταλανός συγγραφέας δοκιμίων, μελετών τέχνης, εφηβικών και παιδικών βιβλίων καθώς και ιστορικών μυθιστορημάτων, με σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης και την Αρχαιολογία, ξεδιπλώνει την όμορφη αυτή ιστορία μέσα από μια καταγραφή των καθοριστικών γεγονότων που την συνέθεσαν. Εξίσου λιτές, φιλοτεχνημένες με ευαισθησία, οι εικόνες της Πολωνής εικονογράφου Ζουζάνα Τσελέι αποτυπώνουν το κλίμα της αφήγησης, με τον ασπρόμαυρο τόνο τους να παραπέμπει εύστοχα στην περασμένη εποχή όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα της ιστορίας. Μέσα από αυτήν την συνολική απλότητα, τα συγκινητικά και διαχρονικά μηνύματα που περνούν διακριτικά πίσω από τις λέξεις, γίνονται άμεσα αντιληπτά και απόλυτα κατανοητά σε όλη τους την ουσιαστική σημασία.

Η αγάπη, η αφοσίωση, η πίστη, οι συναισθηματικοί δεσμοί, είναι αξίες που δεν φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου. Οι άνθρωποι συνήθως έχουν την τάση να ξεχνούν και να μην αντιλαμβάνονται πόσο σημαντικές και πολύτιμες είναι οι φαινομενικά μικρές αλλά, στην ουσία, πέρα για πέρα σημαντικές χαρές τις καθημερινότητας.

Ο Χάτσικο, ‘ο πιστός σκύλος’ – όπως καίρια τον χαρακτηρίζει η επιγραφή που συνοδεύει το άγαλμά του στην πλατεία έξω από τον σταθμό του τρένου, δίνει μαθήματα ζωής, τιμώντας για όλη την υπόλοιπη ζωή του τον άνθρωπο που του έδωσε όλη του την αγάπη και που τον έκανε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του. Έφτανε αυτό για να τον κάνει ευτυχισμένο και δεν ήθελε τίποτε άλλο. Και όταν ήρθε η ώρα να ανταμώσει με το αγαπημένο του αφεντικό, οι δυο τους έσμιξαν στον σταθμό του τρένου, εκεί όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί, ενώ τους περίμενε μια αιωνιότητα γεμάτη ατελείωτες βόλτες. Αυτό ήταν, κατά κάποιο τρόπο, και το μικρό τους μυστικό, κάτι που όλοι όσοι ήξεραν και είχαν αγαπήσει τον Χάτσικο δεν σκέφτηκαν όταν έμαθαν για τον θάνατό του: «Αυτό που κανείς τους δεν ήξερε ήταν ότι πολλά, πάρα πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη Σιμπούγια, πάνω στη χρυσή άμμο μιας ατέλειωτης παραλίας, περπατούσε ένας γέρος καθηγητής αγρονομίας και ότι δίπλα του, όπως ακριβώς του είχε ορκιστεί επισήμως το αφεντικό του, ένας σκύλος γάβγιζε χαρούμενος παίζοντας με τα κύματα.»



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Απρίλιο του 2018
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/9590-hachiko

4 April 2018

Μάκης Τσίτας: Δώρο Γενεθλίων

Έχοντας ασχοληθεί πολλές φορές, με ιδιαίτερη ευστοχία και ευαισθησία, με τις σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια, ο Μάκης Τσίτας στο «Δώρο Γενεθλίων» εστιάζει σε ένα θέμα με διαφορετική παράμετρο. Τι συμβαίνει όταν ο παράγοντας «χρήμα» μπαίνει στη μέση και πόσο εύκολο είναι να τον διαχειριστούν τα παιδιά; Αν κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα στις οικογενειακές σχέσεις και αξίες και τους «πειρασμούς» της καταναλωτικής κοινωνίας, θα είναι άραγε σε θέση να κάνουν το σωστό;

Η Τασία και ο αδελφός της αποφασίζουν να μαζέψουν χρήματα για να αγοράσουν ένα δώρο για τον μπαμπά τους. Σε λίγους μήνες είναι τα γενέθλιά του, και τα δύο αδέρφια θέλουν να του πάρουν κάτι πολύ καλό. Αρχίζουν λοιπόν την αποταμίευση. Σε πρώτη φάση όλα πάνε καλά, καθώς κανείς τους δεν έρχεται αντιμέτωπος άμεσα με την χειροπιαστή χρήση του χρήματος. Τα λεφτά μπαίνουν κατευθείαν στον κουμπαρά και αποτελούν μια αόριστη έννοια που, σε βάθος χρόνου, θα τους βοηθήσει να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους.

Ωστόσο το πράγματα αλλάζουν όταν έρχεται η ώρα της αγοράς. Τα χρήματα που έχουν μαζέψει είναι πάρα πολλά, είναι περισσότερα από όσα φαντάζονταν. Ο μικρός αφηγητής της ιστορίας κάνει τη σχετική διαπίστωση με αντικειμενικότητα, χωρίς να συσχετίζει το γεγονός αυτό με κάτι άλλο:

«Ήταν πολύ περισσότερα από ότι περιμέναμε! Σίγουρα έφταναν για να του πάρουμε κάτι πολύ ωραίο!»

Ο ήρωάς μας έχει εστιάσει στον σκοπό του σχεδίου και δεν αποκλίνει από αυτόν. Στο μυαλό του, δεν έχει θέση κάτι άλλο, εφόσον στόχος της αποταμίευσης ήταν εξαρχής η αγορά ενός πολύ ωραίου δώρου για τον μπαμπά τους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την αδελφή του, η οποία, σαν μεγαλύτερη, είναι από τη μια περισσότερο επιρρεπής στις «σειρήνες» του καταναλωτισμού, και από την άλλη το μυαλό της κάνει συσχετισμούς και κατεβάζει ιδέες που θα φαίνονταν ανήκουστες στον μικρό πρωταγωνιστή.

Η απόφαση της Τασίας να εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτόματα την απομακρύνει από τον αδελφό της, βάζοντας ανάμεσά τους ένα μυστικό το οποίο είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε και η ίδια να κρατήσει για πολύ. Ο μικρός το ανακαλύπτει εντελώς τυχαία και είναι γι᾽ αυτόν ένα μικρό πολιτισμικό σοκ. Η πρώτη του σκέψη είναι να ξεμπροστιάσει την Τασία, απαριθμώντας μάλιστα μια λίστα με πιθανούς τρόπους εκδίκησης. Χαρακτηριστικό όλων αυτών των εκδοχών είναι ότι η αδελφή του καταλήγει ντροπιασμένη, με την πονηρή και άστοχη πράξη της να γίνεται βούκινο, προκαλώντας άλλοτε γέλια και κοροϊδία (αν το μάθουν οι φίλες της) και άλλοτε θυμό και τιμωρία (αν το μάθουν οι γονείς).

«Να το πω στους γονείς μου, για να τη μαλώσουν πολύ. Και μετά να βάλω και τα κλάματα (αφού έτσι κι αλλιώς με πείραξε πολύ αυτό που έκανε), για να τη μαλώσουν ακόμη περισσότερο.»

Ο χρόνος, ωστόσο, που μεσολαβεί μέχρι την ημέρα των γενεθλίων δίνει στον μικρό την ευκαιρία να σκεφτεί πιο καθαρά. Με τον τρόπο που τελικά αποφασίζει να χειριστεί την κατάσταση, αποκαθιστά την διπλή αδικία – απέναντι τόσο στον ίδιο όσο και, κυρίως, στον πατέρα του – ενώ παράλληλα δίνει στην αδελφή του ένα μάθημα ζωής σχετικά με την υπευθυνότητα και την ωριμότητα, προσφέροντάς της στη συνέχεια την ευκαιρία να ζητήσει συγνώμη, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους με τις λιγότερες δυνατές συναισθηματικές απώλειες για όλους.

Καλογραμμένο, τρυφερό, με λεπτό, καλόγουστο χιούμορ, το βιβλίο του Μάκη Τσίτα προσεγγίζει τις οικογενειακές σχέσεις με φυσικότητα, στήνοντας εικόνες οικείες και καθημερινές, φιλτραρισμένες ωστόσο μέσα από το πρίσμα του παρατηρητή που τοποθετεί τους ήρωές του σε γνώριμες καταστάσεις με σκοπό τη λύση των προβλημάτων που προκύπτουν μέσα από λογικές αποφάσεις και πράξεις.

Τόσο η Τασία όσο και ο αδελφός της ξεκινούν με ενθουσιασμό να μαζεύουν χρήματα με σκοπό την αγορά του δώρου για τον πατέρα τους. Ο εαυτός τους είναι εντελώς απέξω σε πρώτη φάση και ο εγωισμός δεν έχει θέση. Παίρνοντας όμως τα χρήματα στα χέρια της, η Τασία παρασύρεται από την παρόρμηση της στιγμής και αμέσως ο κοινός στόχος ξεμακραίνει, διαστρεβλώνεται, και είναι θέμα χρόνου μέχρι να πάψει να είναι κοινός. Και καθώς το ένα φέρνει το άλλο, η παρορμητική πράξη της την αναγκάζει να λέει το ένα ψέμα μετά το άλλο.

Ο αδελφός της, νευριασμένος αρχικά με την υποκρισία της, επιδεικνύει τελικά ανωτερότητα και ωριμότητα και την φέρνει αντιμέτωπη με την ατασθαλία της. Η Τασία βρίσκεται προ τετελεσμένων γεγονότων, με τον αδελφό της να έχει κατευθύνει με τέτοιο τρόπο τις εξελίξεις ώστε να την αναγκάσει να παραδεχτεί το λάθος της και να αναλάβει τις ευθύνες της. Και εννοείται φυσικά ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο, σε βάθος χρόνου, θα τον ευγνωμονεί.

Η απλή αλλά τόσο ουσιαστική ιστορία εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό μέσα από σύντομα, απολαυστικά στιγμιότυπα που σκιαγραφούν τη σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια αλλά και τις ευρύτερες οικογενειακές τους σχέσεις μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο όλοι μας βρίσκουμε λίγο πολύ σημεία αναφοράς.

Ένα από τα πιο σημαντικά προσόντα του κειμένου είναι ότι είναι γραμμένο έτσι που να μπορεί πολύ άνετα να διαβαστεί από ένα παιδί, δίνοντάς του διακριτικά κατευθυντήριες γραμμές ώστε να εντοπίσει και να κατανοήσει τις βαθύτερες έννοιες που διαφαίνονται σε δεύτερο επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα είναι ανάλαφρο και ευχάριστο. Καθόλου τυχαία – αφού ο Μάκης Τσίτας έχει γράψει και βιβλία για ενήλικες, με πιο γνωστό το εξαιρετικό και πολύ επιτυχημένο «Μάρτυς μου ο Θεός», επομένως έχει μια ευρύτερη γνώση της αντίληψης του αναγνωστικού κοινού – η ώριμη και ανεπιτήδευτη παιδικότητα που χαρακτηρίζει το ύφος της γραφής κάνει το βιβλίο εξίσου διασκεδαστικό και για έναν ενήλικα. Πολύ όμορφη και ταιριαστά χιουμοριστική με το κείμενο, η πολύχρωμη εικονογράφηση του Νίκου Γιαννόπουλου αποτυπώνει τις σκηνές σε ζωντανές εικόνες, με έμφαση στα εκφραστικά πρόσωπα τα οποία με τις καθαρές γραμμές τους μεταδίδουν με αμεσότητα τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Απρίλιο του 2018
http://fractalart.gr/doro-genethlion/