29 October 2019

Klaus Mann: Παθητική Συμφωνία

Η Συμφωνία της Ζωής, του Έρωτα και του Θανάτου



“Όλα είναι μαγευτικά, όπως ένα παραμύθι από τις χίλιες και μια νύχτες… Τι είναι όμως αυτό  στο οποίο οφείλεται όλη αυτή η λαμπρότητα και οι τόσες πολλές τιμές που μου γίνονται; Το ασήμαντο γεγονός ότι μπορώ να μετατρέπω τους πόνους μου και τις ταπεινώσεις μου σε ήχους.” (σ. 284-285)

“Ασήμαντο” χαρακτηρίζει το γεγονός ότι μπορεί να μετατρέπει τους πόνους και τις ταπεινώσεις του σε ήχους ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, δια στόματος του Κλάους Μαν, όμως ίσα ίσα αυτό είναι και το κλειδί για να κατανοήσει κανείς γιατί η μουσική του είναι τόσο καθηλωτική και επιδρά τόσο πολύ στο θυμικό και στο συναίσθημα. Με τον Ντοστογιέφσκι τον έχουν παρομοιάσει κάποιοι μελετητές, και όχι άδικα: οι μελωδίες του, γεμάτες εντάσεις αλλά και μια μελαγχολία που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά, δημιουργούν ολοζώντανες εικόνες, είναι σαν αφηγήσεις χωρίς λέξεις.

Η “Παθητική Συμφωνία” του Κλάους Μαν, μυθιστορηματική βιογραφία του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, εκδόθηκε για πρώτη φορά τo 1948. Ο Μαν επέλεξε για τον τίτλο του βιβλίου του το περίφημο έργο του Τσαϊκόφσκι, την 6η Συμφωνία που ήταν και η τελευταία ολοκληρωμένη συμφωνία που έγραψε ο συνθέτης ο οποίος, από ένα ειρωνικό γύρισμα της μοίρας, πέθανε λίγες μέρες μετά την επίσημη πρώτη παρουσίαση του έργου.

Άρρηκτα δεμένη με τη ζωή του Τσαϊκόφσκι, με έναν μυστηριώδη, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ακόμα και χρόνια πριν από τη σύλληψή της – θα λέγαμε ίσως και από την αυγή της ζωής του – η Παθητική Συμφωνία είναι περισσότερο από κάθε άλλο έργο του η “συμφωνία της ζωής” – όπως ο ίδιος άλλωστε την είχε περιγράψει κάποια στιγμή: το πρώτο μέρος συμβολίζει τα πάθη, τις παρορμήσεις, την εγρήγορση, το δεύτερο μέρος φωτίζει το ερωτικό στοιχείο, στο τρίτο μέρος έρχονται στο προσκήνιο οι απογοητεύσεις και το τέταρτο, το φινάλε, αναπόφευκτα φέρνει μαζί του το τέλος, τον θάνατο. Το όνομα της συμφωνίας, Paticheskaya, σημαίνει στην κυριολεξία “παθιασμένη”, “συναισθηματική”, και υπό αυτό το πρίσμα, περνάνε σε ένα άλλο επίπεδο όσα και όσοι σχετίζονται μαζί της.

Ο Τσαϊκόφσκι ήταν μια βασανισμένη ιδιοφυΐα, και σ’ όλη του τη ζωή παρέμενε ανένταχτος κοινωνικά, κάτι που ερχόταν σε μια παράδοξη αντίθεση με την επίδραση που είχε στον κόσμο η μουσική του, προκαλώντας ακόμα και υστερικές αντιδράσεις λατρείας. Έχοντας από μικρός δείξει ιδιαίτερη έφεση στη μουσική, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου από τα πέντε του χρόνια. Αργότερα ωστόσο οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης, προορίζοντάς τον για μια μελλοντική θέση δημοσίου υπαλλήλου. Εκείνος βέβαια δεν απομακρύνθηκε από τη μουσική, και όταν έχασε τη μητέρα του, έγραψε την πρώτη του σύνθεση – ένα βαλς αφιερωμένο στην μνήμη της. Ακολούθησαν βέβαια όλα τα άλλα σπουδαία έργα του που τον έκαναν διάσημο και τόσο δημοφιλή.

Εξαιρετικά προχωρημένες και ριζοσπαστικές για την εποχή τους, οι συνθέσεις του έχαιραν μεν της εκτίμησης του κοινού, έβρισκαν όμως συχνά επικριτές στους κύκλους των συναδέλφων του αλλά και των κριτικών. Στη Ρωσία θεωρούσαν ότι είχε υπερβολικά πολλές δυτικές επιρροές, οι Γερμανοί δυσανασχετούσαν με τα “πρωτόγονα”, όπως τα χαρακτήριζαν, ανατολίτικα στοιχεία της, οι Γάλλοι έβρισκαν ότι είχε επηρεαστεί από τους Γερμανούς. Φυσικά δεν ήταν τυχαίες όλες αυτές οι αντικρουόμενες απόψεις – ένα πνεύμα τόσο ευφυές όσο του Τσαϊκόφσκι δεν θα μπορούσε παρά να αδιαφορεί παντελώς για τα στερεότυπα και τις περιγεγραμμένες νόρμες, με αποτέλεσμα να μην ανήκει σε καμία σχολή, σε κανένα ρεύμα απόλυτα. Αν και εντάσσεται στους Ρομαντικούς, και υπάρχουν κυρίαρχα στοιχεία στη μουσική του που το αναδεικνύουν αυτό, ουσιαστικά δεν περιορίζεται στα όρια κανενός κινήματος. Ο Τσαϊκόφσκι θαύμαζε τον Μότσαρτ, θεωρούσε τη μουσική του τέλεια. Συνδύαζε δυτικότροπα στοιχεία, αυθεντικά παραδοσιακά τραγούδια αλλά και πρωτότυπες μελωδικές γραμμές βασισμένες στην παραδοσιακή ρωσική μουσική. Χρησιμοποιούσε την αρμονία με δυσαρμονικό τρόπο, εφαρμόζοντας τους αρμονικούς κανόνες με τρόπο κάθε άλλο παρά αναμενόμενο. Μισούσε το μπαλέτο, αλλά η μουσική για μπαλέτα που συνέθεσε είναι εμβληματική. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις έβρισκαν τον δρόμο τους στη ζωή του – δεν τον άφηναν να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του αλλά και ήταν πιθανότατα υπεύθυνες για ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του.

Ο Μαν ακολουθεί τη ζωή και την καριέρα του Τσαϊκόφσκι σαν ένας αθέατος παρατηρητής. Δεν διστάζει να κάνει και τα δικά του κοινωνικά – πολιτικά σχόλια, πάντα όμως με έμφαση στον συνθέτη, τον περίγυρό του, το έργο του, τα πρόσωπα που ήταν σημαντικά γι’ αυτόν. Έχοντας πολλά κοινά με τον Τσαϊκόφσκι, ο Μαν αποδεσμεύεται από την κλασική βιογραφία και καταγράφει τη ζωή και το έργο του μέσα από οριακές στιγμές στην καριέρα του, αναμνήσεις που σχετίζονται με την οικογένεια, αλλά και αναφορές – λιγότερο ή περισσότερο εκτενείς – στα πρόσωπα που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στη ζωή του. Ο Απούχτιν, φίλος και συμφοιτητής του που τον παρέσυρε σε σκοτεινά μονοπάτια και είχε άσχημο τέλος, η Ντεζιρέ, η πριμαντόνα που νόμισε πως είχε ερωτευτεί, η κυρία φον Μεκ, η ευεργέτιδα που τον στήριζε οικονομικά αλλά επιθυμούσε να μην τη δει ποτέ, ο Αλεξάντερ Σιλότι, ο πιανίστας που του ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία, η Αντωνίνα Μιλιούκοβα, η άχαρη, αφελής μαθήτρια του Ωδείου της Μόσχας με την οποία τέλεσε έναν γάμο – παρωδία που κράτησε μόλις δυόμισι μήνες, ο αδελφός του Μόδεστος που τον βοηθούσε και του συμπαραστεκόταν συνεχώς, αλλά και οι μουσικές προσωπικότητες τις εποχής όπως ο Μπραμς ή ο Γκριγκ, ζωντανεύουν μέσα από την αφήγηση του Μαν μ’ έναν τρόπο αξέχαστο και ιδιαίτερα γλαφυρό.

Κυριαρχεί όμως ο Βλαντιμίρ, ο “Μπομπ”, ο αγαπημένος του ανιψιός, γιος της αδερφής του Αλεξάνδρας, ο πιο θερμός και πιστός θαυμαστής του,  για τον οποίο ο Τσαϊκόφσκι έτρεφε αισθήματα που μόνο στις σκέψεις του τολμούσε να ομολογήσει και που για εκείνον ουσιαστικά γράφτηκε η Παθητική Συμφωνία, στον οποίο και είναι άλλωστε αφιερωμένη – αυτός που κατανοούσε σχεδόν στο εκατό τοις εκατό τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του Πιοτρ Ίλιτς που διοχετεύονταν στη μουσική του και που άθελά του ως έναν βαθμό, λειτουργούσε σαν ένας διάμεσος ανάμεσα στον θεϊκό/δαιμονικό Πιοτρ Ίλιτς και τους θνητούς ακροατές.

“Για τον νεαρό Βλαντιμίρ όλα στον Πιοτρ Ίλιτς ήταν αινιγματικά και συνάμα οικεία. Πολύ αινιγματικό ήταν γι’ αυτόν ότι ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος και επιπλέον τόσο στενός συγγενής θα μπορούσε πραγματικά να είναι όπως αυτά τα άτομα που σου προκαλούν δέος και που τα συναντά κανείς στα βιβλία. Προικισμένοι με φοβερές δημιουργικές δυνάμεις, βρίσκονται πάντοτε σε στενή και θαυμάσια επαφή με το διάβολο, όπως ακριβώς γινόταν και με τον Πιοτρ Ίλιτς, ο οποίος του φέρνει μελωδίες που αυτός ο χαρισματικός δεν είχε παρά να τις προωθήσει σε μια ανθρωπότητα που άκουγε συγκλονισμένη.” (σ. 221-222)

Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι πέθανε τον Νοέμβριο του 1893. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι κόλλησε χολέρα όταν ήπιε άβραστο νερό σε ένα εστιατόριο, ωστόσο πολλοί πιστεύουν ότι προκάλεσε τον θάνατό του ή ότι αυτοκτόνησε. Θεωρούν ότι η Παθητική Συμφωνία δίνει “κλειδιά” για την αποκρυπτογράφηση του αινίγματος του θανάτου του Τσαϊκόφσκι, χαρακτηρίζοντάς την “σημείωμα αυτοκτονίας”. Ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική σε συναυλίες μετά τον θάνατό του, κάποιοι κατάφεραν να εντοπίσουν σύντομα αλλά ευδιάκριτα μουσικά μοτίβα δανεισμένα από την νεκρώσιμη ακολουθία της ρωσικής εκκλησίας. Ο Μαν μένει πιστός στις επίσημες πηγές, όμως όλο το κομμάτι που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Τσαϊκόφσκι είναι γεμάτο με υπονοούμενα και συμβολικές εικόνες, σε ένα κρεσέντο όπου συνοψίζονται τα ενδόμυχα μαρτύρια της ταραγμένης του ψυχής. Ο άγγελος του θανάτου ταυτίζεται με τον Βλαντιμίρ και ο Πιοτρ Ίλιτς, μέσα στο παραλήρημα της αρρώστιας, θέλει να τον τραβήξει κοντά του σε μια ασυναίσθητη κίνηση απελπισίας που εκφράζει ωστόσο την πιο βαθιά, την πιο σκοτεινή του επιθυμία. Το τραγικό τέλος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει σαν υπόκρουση το φινάλε της Παθητικής Συμφωνίας – έτσι κι αλλιώς, μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η προδιαγεγραμμένη δραματική πορεία του Πιοτρ Ίλιτς: η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος.


Δημοσιεύτηκε στο Fractal τον Οκτώβριο του 2019
https://www.fractalart.gr/pathitiki-symfonia/

18 October 2019

JIm Helmore & Richard Jones: Χάρτινα Αεροπλανάκια

Η απλότητα που χαρακτηρίζει, μέσα από μια πρώτη ανάγνωση, την ιστορία του Μπεν και της Μία στα «Χάρτινα Αεροπλανάκια», των δύο παιδιών που ζουν στην όχθη μιας μεγάλης λίμνης και είναι αγαπημένοι φίλοι, φέρνει προοδευτικά στην επιφάνεια σημαντικές αλήθειες ζωής. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας και η δύναμη της φαντασίας μπορούν να κάνουν θαύματα όταν μένουν αναλλοίωτες από τον χρόνο και την απόσταση, όπως μας δίνουν να καταλάβουμε με συγκινητική ευαισθησία οι δύο μικροί φίλοι που οι συνθήκες τους αναγκάζουν να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον όταν η οικογένεια του Μπεν αποφασίζει να μετακομίσει. Ο αποχωρισμός από ένα αγαπημένο πρόσωπο σε μια τόσο τρυφερή ηλικία μπορεί να είναι κάτι οδυνηρό, ωστόσο έχοντας δημιουργήσει πολύτιμες αναμνήσεις αλλά και χειροπιαστά ενθύμια από την όμορφη φιλία τους, ο Μπεν και η Μία καταφέρνουν, έστω και νοερά, να είναι πάντα μαζί.

Τα «Χάρτινα Αεροπλανάκια» των Τζιμ Χέλμορ και Ρίτσαρντ Τζόουνς, σε μετάφραση της Αιμιλίας Γιασεμή, είναι ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο, από όλες τις απόψεις, βιβλίο για παιδιά – καλογραμμένο, όμορφο αισθητικά – από εκείνα όμως που με την δυναμική τους μπορούν να αγγίξουν αναγνώστες κάθε ηλικίας. Η φιλία, πάντα και σταθερά σε πρώτο πλάνο, αντικατοπτρίζεται στο παιχνίδι με τα χάρτινα αεροπλανάκια, την αγαπημένη απασχόληση του Μπεν και της Μία. Καθώς περνάει ο χρόνος, αρχίσει να διαμορφώνεται στο μυαλό των δύο παιδιών ένα κοινό όνειρο: να φτιάξουν ένα αεροπλανάκι που θα μπορέσει να πετάξει ως την αντίπερα όχθη της λίμνης. Μπαίνει δηλαδή η φιλία τους σε άλλη βάση, θέτοντας ακόμα πιο γερά θεμέλια για να γίνει σχέση ζωής. Μια σχέση που δοκιμάζεται όταν ο Μπεν μετακομίζει με την οικογένειά του πολύ μακριά. Τι μένει τότε λοιπόν για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο της φιλίας; Τα χάρτινα αεροπλανάκια που έφτιαχναν όλα αυτά τα χρόνια, και κυρίως τα δύο που αντάλλαξαν σαν ενθύμιο όταν ήρθε η δυσάρεστη ώρα του αποχαιρετισμού.

Ωστόσο αυτό το ανεκτίμητο όνειρο της φιλίας χρειάζεται δύο ακόμη όνειρα για να διατηρηθεί: το κοινό όνειρο του Μπεν και της Μία για την κατασκευή του δικού τους, μοναδικού αεροπλάνου που θα μπορέσει να πετάξει πέρα από τη λίμνη, και ένα όνειρο κυριολεκτικό, που θα δει στον ύπνο της η Μία και θα της δώσει την απάντηση για το πώς θα μπορέσει να έχει πάντα δίπλα της τον Μπεν, έστω κι αν είναι μακριά. Και μήπως άραγε είχε ταυτόχρονα και ο Μπεν το ίδιο όνειρο; Γιατί κάπου σαν να φαίνεται ότι οι δυο τους συναντήθηκαν επιστρατεύοντας τη φαντασία τους, και πολύ σύντομα, ακολουθώντας τον δρόμο που τους υπέδειξαν τα όνειρα, θα καταφέρουν να βρουν έναν δίαυλο επικοινωνίας, ο οποίος, ταυτόχρονα, τους δίνει και το έναυσμα για να πραγματοποιήσουν το κοινό τους όνειρο. Η ζωή προσφέρει πολλά εναλλακτικά μονοπάτια, φτάνει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να αντιλαμβανόμαστε τα μηνύματα που μας στέλνει, όπως έγινε στην περίπτωση της Μία με το όνειρο που είδε. Στην πραγματικότητα, ήταν η ίδια που έδωσε τη λύση στον εαυτό της, μ’ έναν τρόπο λίγο πιο έμμεσο. Από εκεί και πέρα, η ζωή των δύο φίλων παίρνει μια νέα, ευχάριστη τροπή καθώς διαπιστώνουν ότι ακόμα και τα νοερά ταξίδια μπορούν να είναι αληθινά.

Σαν σε μια αναλογία με τους μικρούς ήρωές τους, ο Τζιμ Χέλμορ, που έγραψε την ιστορία, και ο Ρίτσαρντ Τζόουνς, που την έντυσε με την εικονογράφησή του, ένωσαν την ευαισθησία και την καλλιτεχνική τους έμπνευση δημιουργώντας ένα ονειρικό βιβλίο, όπως ήταν και το υπέροχο «Λευκό Λιοντάρι» τους, το οποίο επίσης κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος. Το κείμενο, σύντομο και απλό αλλά διακριτικά «ανεβασμένο», βρίσκεται σε αρμονική συνομιλία με τις απαλές εικόνες, όπου κυριαρχούν οι αποχρώσεις του κόκκινου, του πράσινου και του μπλε, ενώ απουσιάζουν τα περιγράμματα, τονίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο την αίσθηση του ονείρου και της αθωότητας.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/12993-helmore-hartina-aeroplanakia

1 October 2019

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ: Ο μετρ και η Μαργαρίτα

Ένας μυστηριώδης ξένος που συστήνεται ως καθηγητής Βόλαντ, ειδικός στη μαύρη μαγεία, εμφανίζεται στη Μόσχα του ‘30 μαζί με τη συνοδεία του, ισχυριζόμενος ότι έχει κλείσει παραστάσεις στο Βαριετέ της πόλης. Σε μια κεντρική πλατεία, πιάνει κουβέντα με δύο ντόπιους, τον Μπερλιόζ, διευθυντή ενός φημισμένου λογοτεχνικού περιοδικού και τον νεαρό ποιητή Ιβάν, που τυχαίνει να είναι και οι δύο μέλη ενός διάσημου σωματείου λογοτεχνών. Μετά από μια κουβέντα μαζί τους σχετικά με το αν υπήρξε ή όχι ο Ιησούς Χριστός, προβλέπει ότι ο Μπερλιόζ πρόκειται να πεθάνει με συγκεκριμένο τρόπο εντός της ημέρας. Οι συνομιλητές του τον περνάνε για τρελό, ωστόσο η πρόβλεψή του πραγματοποιείται λίγο αργότερα με τρομακτική ακρίβεια στις λεπτομέρειες, μπροστά στον έντρομο Ιβάν ο οποίος στη συνέχεια, στην μάταιη προσπάθειά του να πείσει τις αρχές αλλά και τους συντοπίτες του περί της επικινδυνότητας αυτού του ασυνήθιστου ξένου, καταλήγει στο ψυχιατρικό άσυλο. Εκεί, ο Ιβάν θα πιάσει φιλίες με έναν άλλο συγγραφέα, που αυτοαποκαλείται απλώς μετρ, ο οποίος θα του εξιστορήσει πώς έγραψε ένα αιρετικό μυθιστόρημα με θέμα τον Πόντιο Πιλάτο, εξαιτίας του οποίου χλευάστηκε από κριτικούς και διάφορους «ειδικούς» χωρίς καν να προλάβει να το εκδώσει, και στη συνέχεια έκαψε το χειρόγραφο και παραδόθηκε οικειοθελώς στο άσυλο. Ο μετρ όμως άφησε πίσω του και μια ερωμένη, τη Μαργαρίτα, η οποία, χωρίς αυτός καν να το υποψιάζεται, είναι αποφασισμένη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της και να αποκαταστήσει τη φήμη και την υπόληψή του.

Δεν είναι εύκολο να περιορίσει κανείς σε λίγες σειρές ούτε καν ακροθιγώς μια μικρή περίληψη της ιστορίας του μυθιστορήματος που επηρέασε όσο ελάχιστα άλλα τη μεταγενέστερη λογοτεχνική (και όχι μόνο) δημιουργία. Και φυσικά είναι αδύνατο, αλλά και περιττό, να επιχειρήσει να το κατατάξει σε κάποια κατηγορία. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» αφορά τους πάντες και τα πάντα, σε κάθε επίπεδο δράσης, κοινωνικής δραστηριότητας και καλλιτεχνικής έκφρασης, καθώς περιλαμβάνει, σχολιάζει και καυτηριάζει την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη, τις κοινωνικές εμμονές, τον έρωτα, τον καταναλωτισμό, την ψυχολογία της μάζας, τις λογοτεχνικές φατρίες, τη λογοκρισία. Θέματα σχεδόν όλα διαχρονικά από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να οργανώνει κοινωνίες και να δραστηριοποιείται μέσα σ’ αυτές. Γιατρός στο επάγγελμα, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (1891 - 1940) ασχολήθηκε πολύ ενεργά και με το θέατρο σαν θεατρικός συγγραφέας, σύμβουλος και λιμπρετίστας. Καθώς ήταν ανήσυχο πνεύμα, δεν δίσταζε να κριτικάρει τους σύγχρονούς του λογοτέχνες αλλά και πολιτικούς ηγέτες, ενώ στα έργα του συναντάμε ιδέες και συλλήψεις που όχι απλώς ήταν μπροστά από την εποχή τους αλλά άγγιζαν ή και ξεπερνούσαν τα όρια του φουτουρισμού και της επιστημονικής φαντασίας.

Ξεκίνησε να γράφει τον «Μετρ» το 1928, αντλώντας έμπνευση από πολλά πρόσωπα της εποχής του αλλά και παλαιότερων γενεών, από λογοτέχνες και κλασικά μυθιστορήματα (ο «Φάουστ» του Γκέτε είναι η πιο προφανής πηγή έμπνευσης, ωστόσο βρίσκουμε αναφορές και στον Πόε, τον Λάβκραφτ, ακόμα και τον Λιούις Κάρολ), από περιστατικά στα οποία ήταν ο ίδιος μάρτυρας, από προσωπικές του εμπειρίες. Δούλευε το κείμενό του γύρω στα δώδεκα χρόνια μέχρι να του δώσει την τελική, ολοκληρωμένη του μορφή, ενώ η συγγραφή του βιβλίου ήταν άκρως επεισοδιακή: το 1930 έκαψε το χειρόγραφο γιατί είχε απογοητευτεί από τις εξαιρετικά καταπιεστικές πολιτικές του σοβιετικού καθεστώτος. Έχοντας επίγνωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να εκδώσει το βιβλίο όσο ζούσε, άρχισε να το ξαναγράφει το 1931, και μέσα σε πέντε χρόνια είχε ολοκληρώσει μια νέα εκδοχή, όπου οι περισσότερες ιστορίες και υπο-ιστορίες καθώς και οι χαρακτήρες είχαν σχεδόν πάρει την οριστική τους μορφή. Συνέχισε ωστόσο να το δουλεύει και σταμάτησε ένα μήνα περίπου πριν πεθάνει, σε ηλικία μόλις 49 ετών εξαιτίας της επιβαρυμένης υγείας του. Το μυθιστόρημα είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1966, εικοσιέξι χρόνια μετά τον θάνατο του Μπουλγκάκοφ, όπου παρουσιάστηκε σε συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό Μοσκβά, έχοντας πρώτα περάσει από την επιτροπή λογοκρισίας. Τελικά εκδόθηκε ολόκληρο χωρίς περικοπές μόλις το 1973.

«Ο μετρ και η Μαργαρίτα», που διαβάζουμε σ’ αυτή την καινούρια έκδοση σε πολύ καλή μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, είναι ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί σε πολλές παραμέτρους, όχι μόνο όσον αφορά τις διαφορετικές ιστορίες που διασταυρώνονται μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα επίπεδα του χώρου, του χρόνου και των πραγματικοτήτων στα οποία διαδραματίζεται η σύνθετη πλοκή του. Το πεδίο του μεταφυσικού υφίσταται στο βιβλίο όχι απλώς σαν μια αλληγορική εκδοχή, αλλά σαν μια παράλληλη πραγματικότητα που συμπορεύεται με την ρεαλιστική καθημερινότητα – η οποία, κι αυτή με τη σειρά της, δεν είναι καθόλου μα καθόλου μια απλή, συνηθισμένη ρουτίνα, αφού κάποιες φορές η παράνοια των ανθρώπων προκαλεί καταστάσεις που ξεπερνούν τα κόλπα των δυνάμεων του κακού.

Το στοιχείο του φανταστικού εισβάλλει και εγκαθίσταται σε ανύποπτες πτυχές της κοινωνικής δραστηριότητας, δημιουργώντας ένα αχαλίνωτο, κυριολεκτικά σατανικό, αλλά πέρα για πέρα γοητευτικό χάος. Από ένα σημείο και μετά είναι αυτό που καθορίζει τα πάντα, διεκδικώντας τον ρόλο του αδιαμφισβήτητου ρυθμιστή. Απλοί πολίτες, λογοτέχνες και θεατράνθρωποι, δαιμονικές δυνάμεις, πλάσματα αλλόκοσμα, ιστορικές προσωπικότητες αλλά και πρόσωπα μυθιστορηματικά διασταυρώνουν τις πορείες τους, ενώ το έργο του μετρ που τον οδήγησε στην αυτοαπομόνωση δεν περιορίζεται απλά στις σελίδες του καμμένου χειρογράφου του. Άλλωστε, όπως λέει και ο Βόλαντ, «τα χειρόγραφα δεν καίγονται», και έχουμε κάθε λόγο να τον πιστέψουμε αφού, ως άρχων του σκότους που είναι, κάτι θα ξέρει παραπάνω. Μαζί με την ετερόκλητη ακολουθία του – τον Κορόβιεφ, που είναι σαν γκροτέσκος αρλεκίνος ο οποίος ξεπήδησε από το τσίρκο του τρόμου, τον Αζαζέλο, που μοιάζει με υβρίδιο βρικόλακα της ελληνικής παράδοσης και παλαιστή της δεκαετίας του ‘20, τον Μπεγκεμότ, τον θεόρατο γάτο που μιλάει και οπλοφορεί, και την Γκέλα, το κορίτσι – ζόμπι που επιστρατεύεται για ειδικές αποστολές – έχει έρθει στη γη για έναν συγκεκριμένο σκοπό που σχετίζεται άμεσα με το έργο του μετρ, αλλά καθώς είναι ένας πολυμήχανος δαίμονας με ένα ανεξάντλητο οπλοστάσιο από κόλπα στη διάθεσή του, ανακατεύει στο σχέδιό του όποιον έχει την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο του.

Πότε σαν αλληγορία της χειραγώγησης της μάζας από τους πολιτικούς, πότε σαν κριτική απέναντι στις γενικότερες αντιλήψεις του σοβιετικού καθεστώτος σχετικά με τη θρησκεία, πότε σαν σάτιρα των εξεζητημένων λογοτεχνικών συλλόγων και των αξιοπερίεργων μελών τους, «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» θέτει πολλά ζητήματα, άλλοτε με καυστικό χιούμορ και άλλοτε με απολύτως σοβαρή διάθεση, ξαναγυρίζει ωστόσο συχνά στον πυρήνα της θεματολογίας του, που είναι η λογοκρισία και οι συμβιβασμοί που αναγκάζεται να κάνει συχνά ένας συγγραφέας σε εξωγενείς παράγοντες και αυτόκλητους ειδήμονες προκειμένου να δει το έργο του δημοσιευμένο. Ο ίδιος ο Μπουλγκάκοφ είχε ανάλογη προσωπική εμπειρία, και μάλιστα όχι μόνο μία φορά στη ζωή και την λογοτεχνική του καριέρα. Στις μέρες μας, που η λογοκρισία έχει επανέλθει συγκαλυμμένα και εισχωρεί ύπουλα σε όλες τις εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας, είτε στο όνομα της περίφημης πολιτικής ορθότητας που φτάνει στο σημείο να φιμώνει την ελευθερία έκφρασης και να ακυρώνει κορυφαία έργα, είτε με τη μορφή του αναθεωρητισμού που επιχειρεί να εκσυγχρονίσει από κλασικά μυθιστορήματα μέχρι καθιερωμένες κινηματογραφικές ταινίες κατασκευάζοντας, τις περισσότερες φορές, ανοσιουργήματα, το κείμενο του Μπουλγκάκοφ είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και, όπως φαίνεται να εξελίσσονται οι νοοτροπίες παγκοσμίως, έτσι θα παραμείνει.

Όσο για τους ήρωες του Μπουλγκάκοφ, άλλοι αποκαθίστανται, άλλοι τιμωρούνται, άλλοι μένουν μετέωροι και προβληματισμένοι, άλλοι αναθεωρούν τη στάση ζωής τους και ενηλικιώνονται συναισθηματικά, άλλοι βρίσκουν τη γαλήνη με λίγη μεταφυσική βοήθεια από τους κερασφόρους φίλους τους. Όπως λέει χαρακτηριστικά το απόσπασμα από τον «Φάουστ» που ο Μπουλγκάκοφ έχει επιλέξει σαν μότο για το μυθιστόρημά του: «[…] Είμαι της δύναμης κομμάτι / που πάντα θέλει το κακό / και πάντα κάνει το καλό.» Γιατί τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, και καμιά φορά το κακό κρύβεται εντέχνως πίσω από τη μάσκα του καλού, ή και το αντίστροφο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12874-michail-mpoylgkakof-mert-margarita