25 December 2020

JD Salinger: Ο Φύλακας στη Σίκαλη

Σε μια κλινική της Καλιφόρνια, ο δεκαεφτάχρονος Χόλντεν αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν την αποβολή του από το περίβλεπτο σχολείο του στην Πεννσυλβάνια και την απόφασή του να φύγει νωρίτερα από την προγραμματισμένη μέρα, για να γυρίσει στη Νέα Υόρκη. Θέλοντας να αποφύγει την αντιπαράθεση με τους γονείς του, περιπλανιέται στην χειμωνιάτικη πόλη όπου διάφορες συναντήσεις ανασκαλεύουν αναμνήσεις από το παρελθόν, γίνονται αφορμή για δυσάρεστα επεισόδια και αινιγματικές εξομολογήσεις, φέρνουν στην επιφάνεια άγχη και αγωνίες, αλλά πάνω απ’ όλα σκιαγραφούν την δική του ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία. Ο Χόλντεν έρχεται από μία ευκατάστατη οικογένεια, με πατέρα μεγαλοδικηγόρο· έχει μια μικρότερη αδερφή, τη Φοίβη, κι έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Ντι Μπι, που είναι επιτυχημένος συγγραφέας. Είχε κι έναν μικρότερο αδελφό, τον Άλλι, που πέθανε από λευχαιμία τρία χρόνια πριν. Η μόνη πραγματική του φίλη είναι η Τζέιν, έχει όμως πολύ καιρό να τη δει. Ο Χόλντεν σκοπεύει να πάει να ζήσει με τον Ντι Μπι στην Καλιφόρνια όταν θα βγει από την κλινική, για να ξεφύγει από όλα όσα τον βασανίζουν: βιώνει μια μακρά περίοδο πένθους μετά τον θάνατο του Άλλι, κατατρύχεται από εφιάλτες του παρελθόντος, φοβάται να συμφιλιωθεί με την σεξουαλικότητά του, ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να διαφυλάξει όση αθωότητα του έχει απομείνει, αρνούμενος να προχωρήσει προς μια επώδυνη ενηλικίωση. 

Γραμμένο το 1951, το μυθιστόρημα του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» έχει ταυτιστεί κυρίως με την επαναστατικότητα της εφηβείας - αυτός όμως ο χαρακτηρισμός είναι εξαιρετικά μονομερής, τόσο για την πολυεπίπεδη ιστορία του όσο και για τον ακόμα πιο περίπλοκο (αντι)ήρωά του. Εξάλλου ο Σάλιντζερ, παρά την νεαρή ηλικία του πρωταγωνιστή του, δεν προόριζε το βιβλίο του για το εφηβικό κοινό. Κι αν ο Χόλντεν Κόλφιλντ θεωρείται σύμβολο της ανήσυχης εφηβείας, ο χαρακτήρας του είναι τόσο πολυσύνθετος που πραγματικά θα τον αδικούσε η κατάταξη σε μία μόνο κατηγορία λογοτεχνικού ήρωα. Και η ιστορία του είναι μια αγωνιώδης διαδρομή, με πρώτο επίπεδο το κυριολεκτικό ταξίδι από την Πεννσυλβάνια στη Νέα Υόρκη και τέλος στην Καλιφόρνια, και δεύτερο και πιο σημαντικό το μεταφορικό τρενάκι του τρόμου όπου οι συναισθηματικές μεταπτώσεις και οι ψυχολογικές εντάσεις εναλλάσσονται με αναμνήσεις που δεν λένε να τον αφήσουν ήσυχο.

Ο Σάλιντζερ είχε μια ιδιότυπη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και έναν τρόπο γραφής εξαιρετικά μοντέρνο για τον καιρό του. Στον «Φύλακα στη Σίκαλη» ακολουθεί μια ιδιόμορφη συνειρμική μορφή αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, με τον νεαρό πρωταγωνιστή και αφηγητή να χρησιμοποιεί αφειδώς  την αργκό και γενικότερα ένα ύφος πολύ προχωρημένο για τα δεδομένα της λογοτεχνίας της εποχής. Ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα και του χάρισε αναπάντεχη δημοσιότητα, η οποία δεν ήταν πάντα θετική και τον έκανε να απομακρυνθεί από τον κόσμο και να αρνείται οποιουδήποτε είδους προβολή πέρα από την δημοσίευση των έργων του. Ένα κομμάτι του εαυτού του σίγουρα υπάρχει μέσα στον Χόλντεν – είχα πάντα την αίσθηση ότι έτσι κι αλλιώς ήταν ο αγαπημένος του ήρωας: αντικοινωνικός, βαριεστημένος και κυνικός στην επιφάνεια, στην ουσία όμως είναι ένα παιδί ευαίσθητο, τρομοκρατημένο και μπερδεμένο, που επιλέγει επίτηδες ακατάλληλα άτομα για παρέα, ανεγκέφαλους ανθρώπους που δεν τον καταλαβαίνουν, ακριβώς γιατί δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει ό,τι πραγματικά τον βασανίζει.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ, με το εμβληματικό κόκκινο κυνηγετικό καπέλο, είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ψυχογραφημένος υποδειγματικά από τον ιδιοφυή Σάλιντζερ. Είναι αντισυμβατικός, όχι όμως επειδή βιώνει μια δύσκολη εφηβεία – τουλάχιστον, όχι κυρίως γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα οικειοποιείται την περσόνα του επαναστατημένου έφηβου γιατί αυτή η ιδιότητα είναι κοινωνικά αποδεκτή. Προβάλλει δηλαδή αυτή την εικόνα γιατί μπορεί εύκολα να κρυφτεί πίσω της. Είναι όλο αντιφάσεις και η σκέψη του κάνει συνεχώς άλματα. Αν και ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη, ζει οριακά στο περιθώριο της κοινωνίας και την παρατηρεί από μακριά. Είναι ευφυέστατος στον τρόπο που επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του, είναι διανοούμενος αλλά αρνείται να το παραδεχτεί. Υποτίθεται ότι μισεί τους ανθρώπους, ωστόσο αποζητά τη συντροφικότητα. Δέχεται να να τον επισκεφθεί μια κοπέλα ελαφρών ηθών, όμως η παρουσία της του προκαλεί αποστροφή. Εκνευρίζεται με τον φαντασμένο συγκάτοικό του στο σχολείο, ταυτόχρονα όμως τον τραβάει το ωραίο παρουσιαστικό του. Παραδέχεται πως είναι ψεύτης, προειδοποιώντας έμμεσα πως όσα αφηγείται μπορούν ίσως και να ερμηνευθούν πέρα και πίσω από το προφανές.

Ο «Φύλακας στη Σίκαλη» κινείται σε ρεαλιστικά μονοπάτια, ωστόσο οι προεκτάσεις της ιστορίας του πάνε πολύ μακριά. Ξεκάθαρες εικόνες εναλλάσσονται με σύμβολα και αλληγορίες, κομμάτια της αφήγησης μοιάζουν με κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση ενός γρίφου. Στον τίτλο του βιβλίου, ο Σάλιντζερ παίζει με την ορολογία του μπέιζμπολ, κι αυτός ο συσχετισμός μόνο τυχαίος δεν είναι. Ο «φύλακας» της ελληνικής απόδοσης είναι ο «catcher» στο πρωτότυπο, όρος του μπέιζμπολ που σημαίνει τον λήπτη, τον πιο σημαντικό αμυντικό παίκτη που φυλάει την αρχική βάση και πιάνει τις ρίψεις με ένα ειδικό γάντι. Ένα τέτοιο γάντι είχε και ο Άλλι, που ήταν λήπτης στη δική του ομάδα, και συνήθιζε να γράφει στίχους από ποιήματα στο εσωτερικό μέρος. Από τότε που ο Άλλι πέθανε, ο Χόλντεν το έχει συνεχώς μαζί του. Όχι μόνο επειδή δεν έχει ξεπεράσει τον θάνατο του αδελφού του, αλλά και γιατί ο Άλλι συμβολίζει τη δική του χαμένη αθωότητα. Φαντάζεται ότι στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού ενώ μπροστά του απλώνεται ένα χωράφι με σίκαλη όπου, σαν σε μια ονειρική αναπαράσταση ενός αγώνα μπέιζμπολ, παίζουν ανέμελα πολλά μικρά παιδιά. Μόλις κάποιο πάει να πέσει στον γκρεμό, εκείνος επεμβαίνει και το σώζει την τελευταία στιγμή. Σημειολογικά, ο Χόλντεν είναι εξ ορισμού ο φύλακας των παιδιών: το επίθετό του στα αγγλικά (Caulfield) είναι σύνθεση των λέξεων caul, που είναι ο υμένας που προστατεύει τα έμβρυα, και field που σημαίνει χωράφι. Ταυτίζεται, δηλαδή, κατά μία έννοια με τον Άλλι ο οποίος ήταν λήπτης στο μπέιζμπολ και «έσωζε» τις ρίψεις όπως ο ίδιος σώζει τα παιδιά, αλλά στην ουσία είναι και ο Χόλντεν ένα από τα παιδιά αυτά, και ο δικός του φύλακας είναι ο Άλλι.

Η εξέλιξη της αφήγησης του Χόλντεν είναι περίπλοκη: σκέψεις μπλέκονται με αναμνήσεις, εικόνες γύρω του γεννούν συνειρμούς. Κάνει αναδρομές στο παρελθόν, θυμάται πρόσωπα από τα οποία έχει απομακρυνθεί, όπως η Τζέιν, η καλή του φίλη που θα μπορούσε να είναι η θηλυκή εκδοχή του. Βλέπει γνωστούς, πιάνει κουβέντα με αγνώστους, συναντάει τη Φοίβη κρυφά από τους γονείς του γιατί έχει ανάγκη την ανεπιτήδευτη σοφία της. Η εικόνα του χωραφιού της σίκαλης με τα παιδιά είχε προκύψει όταν παρερμήνευσε ένα ερωτικό ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς σαν παιδικό τραγουδάκι. Δηλαδή η παιδική αθωότητα έρχεται σε αντιπαράθεση με τη σεξουαλική αφύπνιση η οποία, για τον Χόλντεν, φαίνεται να έχει τελεστεί προ πολλού με κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό τρόπο. Όταν λοιπόν φοράει το κόκκινο κυνηγετικό καπέλο, έχει διττή υπόσταση: είναι μεν το παιδί με την αθωότητά του, αλλά ταυτόχρονα ενδύεται τον φύλακα και αποκτά μια άτυπη υπερδύναμη που τον κάνει συναισθηματικά άτρωτο. Το καπέλο άλλωστε, σαν αντικείμενο αλλά και λόγω χρώματος, παραπέμπει στην Κοκκινοσκουφίτσα, αρχετυπική αλληγορία για την απειλή της αθωότητας. Ωστόσο ο Χόλντεν είναι την ίδια στιγμή και ο κυνηγός του παραμυθιού που έρχεται να σώσει τον συναισθηματικά (και ίσως και σωματικά) κακοποιημένο εαυτό του από κάθε λογής «λύκους». Στο παρελθόν, είχε γίνει μάρτυρας μιας τραγωδίας όταν ένας συμμαθητής του έπεσε από το παράθυρο ύστερα από ένα επεισόδιο με κάποιους νταήδες, μια ανάμνηση που ενισχύει ακόμα περισσότερο το θέμα της πτώσης παιδιών στο κενό. Στο παρόν, γλιτώνει ο ίδιος την τελευταία στιγμή από έναν επίδοξο «λύκο» που έχει τη μορφή ενός παλιού του καθηγητή. 

Η ιστορία του «Φύλακα στη Σίκαλη» είναι μια εξομολογητική αφήγηση με άπειρες νοηματικές αφετηρίες και ακόμα περισσότερες διακλαδώσεις και απολήξεις. Και στην ουσία δεν έχει κατάληξη· είναι μια εκτεταμένη εισαγωγή, γεμάτη γρίφους και αινίγματα, γι’ αυτό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει όταν ο Χόλντεν βγει από την κλινική. Παράλληλα είναι μια κατάδυση στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής που τελικά παραμένει ανεξιχνίαστη. Κάθε φορά που ανατρέχεις στην ιστορία του Χόλντεν, σε διαφορετικές περιόδους και ηλικίες της ζωής σου, σίγουρα θα ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο, κάτι που δεν αντιλήφθηκες παλιότερα, κάτι που το προσπέρασες κι όμως είχε μεγάλη σημασία. Στην καινούρια αυτή έκδοση, η Αθηνά Δημητριάδου, με την έξοχη μετάφρασή της, έχει αποδώσει άψογα το ιδιαίτερο ύφος του βιβλίου, περίτεχνα όπου χρειάζεται και λιτά όπου η περίσταση το επιβάλλει, με την αμεσότητα της αυθόρμητης αφήγησης να κυριαρχεί μεν, αλλά σε απόλυτη ισορροπία με τη ροή και την ουσία του κειμένου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTXO τον Δεκέμβριο του 2020
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/15496-filakas-sikali

3 December 2020

Στρατής Βογιατζής: Χίος, Τόπος Εντός

Όταν ακούς το όνομα της Χίου, σου έρχονται άπειρα πράγματα στο μυαλό. Η μαστίχα και οι σκίνοι, τα μανταρίνια και οι λεμονανθοί, οι πορτοκαλιές και οι τουλίπες, τα αρχοντικά με τα μαγγανοπήγαδα, τα καστροχώρια, οι παπαρούνες και τα κυκλάμινα. Αλλά και τοποθεσίες που το όνομά τους κουβαλάει μια ιδιαίτερη φόρτιση: ο Ανάβατος, η επιβλητική καστροπολιτεία του βορρά, ο Κάμπος, τα Μαστιχοχώρια, το Κάστρο της πόλης, τα Νοτιόχωρα, τα Βορειόχωρα. Ιστορικά γεγονότα που έχουν ρίξει βαριά τη σκιά τους στο νησί και που οι συνέπειές τους δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί, όπως το πέρασμα ξένων κατακτητών, οι λεηλασίες, οι σφαγές, η προσφυγιά. Η Χίος είναι ένα νησί με χαρακτήρα, όπως άλλωστε και όλα τα νησιά της πατρίδας μας, όμως έχει και κάτι που την καθιστά μοναδική. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου έναν πίνακα ζωγραφικής, ο οποίος συμπεριλαμβάνει στοιχεία από πολλές και διαφορετικές τεχνικές – κλασικές, σύγχρονες, φουτουριστικές – αλλά με έναν μαγικό τρόπο όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία συνδέονται, συνδυάζονται και δένουν αρμονικά μεταξύ τους. 

Η Χίος είναι το νησί των ναυτικών. Είναι η ιστορία της και οι άνθρωποί της, η αρχιτεκτονική και η ύπαιθρός της. Τα σπίτια στο Πυργί με τα περίτεχνα μοτίβα στους εξωτερικούς τοίχους, τα σχεδόν απόρθητα χωριά-κάστρα του Νότου, το Κάστρο με τα δρομάκια που χάνονται ανάμεσα στα απροσπέλαστα τείχη και καταλήγουν αναπάντεχα σε μια μικρή, πολύχρωμη πλατεία, οι μυρωδάτες εκτάσεις με τα μαστιχόδεντρα που ανάμεσά τους, τον παλιό καιρό, παραφύλαγαν οι Αγεραγίες – οι πονηρές νεράιδες του Κάμπου - , η ονειρική παραλία στο Λιθί όπου καραδοκούν σμήνη από σφήκες, τα καραβάκια που πηγαινοέρχονται καθημερινά από το λιμάνι στην απέναντι ακτή, τη Μικρασία, πηγαινοφέρνοντας επισκέπτες και από τις δύο πλευρές μαζί με αναμνηστικά, μνήμες και συναισθήματα. 

Από το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα αφιερωμένο στο πανέμορφο νησί του Βορείου Αιγαίου, το οποίο αποτυπώνει όλες αυτές τις εικόνες και ακόμα περισσότερες, με μια πολύ ξεχωριστή ματιά, μέσα από τον φακό του φωτογράφου Στρατή Βογιατζή. Το λεύκωμα περιλαμβάνει έναν μεγάλο όγκο φωτογραφιών που επικεντρώνονται στα τοπία του νησιού, σε εικόνες των χωριών και της εξοχής, αλλά και σε στοιχεία εσωτερικής και εξωτερικής αρχιτεκτονικής. Περίτεχνα αρχοντικά, εμπορικά καταστήματα με αντικείμενα και εργαλεία άλλων εποχών, διακοσμητικές λεπτομέρειες σε εσωτερικούς χώρους σπιτιών, υποβλητικά βουνά, μυστηριακές εκτάσεις της υπαίθρου πνιγμένες στο πράσινο, στενοί δρόμοι ανάμεσα σε σειρές από σπίτια, πέτρινες σκάλες, ορεινοί όγκοι και επιβλητικές ακτές, εναλλάσσονται και συνομιλούν σχηματίζοντας τη συνολική εικόνα ενός τόπου με μια ομορφιά άγρια και ανεπιτήδευτη, που σου δίνει την αίσθηση ότι, για να τον γνωρίσεις καλύτερα, πρέπει να τον αφήσεις να σου το επιτρέψει. 

Αν και οι άνθρωποι απουσιάζουν από την πλειοψηφία των φωτογραφιών, το ανθρώπινο στοιχείο είναι σχεδόν πάντα παρόν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Άλλωστε η Χίος είναι ένας τόπος που δεν “βουλιάζει” από κόσμο όπως συμβαίνει στα κατ’ εξοχήν τουριστικά νησιά. Η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς όλες τις εποχές του χρόνου, και απλά προσαρμόζεται όταν είναι αναγκαίο, χωρίς όμως να αλλοτριώνεται ή να χάνει το νησί στοιχεία από την ταυτότητά του. Η Χίος παραμένει αυτό που ήταν πάντα: τρεις διαφορετικές γεωγραφικές ιδιοσυγκρασίες που η μία οδηγεί στην άλλη σε μια αδιάλειπτη διαδρομή από τον ορεινό, απόκρημνο βορρά στον ευωδιαστό, καταπράσινο Κάμπο του κέντρου κι από κει στον πεδινό, ευπρόσιτο νότο.

Ο Στρατής Βογιατζής γεννήθηκε στη Χίο το 1978, σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες καθώς και κοινωνική ανθρωπολογία. Έχει λάβει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί πέντε βιβλία του και ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ που έχουν βραβευθεί σε εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ. Το 2011 ξεκίνησε, μαζί με μια ομάδα δημιουργών και ερευνητών, το Caravan Project, μια δράση με πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, η οποία έχει σκοπό την καταγραφή ανθρώπινων ιστοριών και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων. Εκτός από φωτογράφος, είναι σκηνοθέτης και ανθρωπολόγος – δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι στήνει τις εικόνες του σαν πλάνα από ταινία, και στη συνέχεια τις συλλαμβάνει με τον φακό του σαν στιγμές στον χρόνο.  Δεν μιλάμε πλέον για στατικές φωτογραφίες που απλώς δείχνουν ένα αρχοντικό, μια αψίδα, ένα λιβάδι με παπαρούνες, ένα περιβόλι με μανταρινιές, ένα δέντρο σε μια αμμουδιά. Καθώς ο χρόνος περνάει, αφήνει πίσω του εικόνες που διαρκούν για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου προτού χαθούν εντελώς. Αυτές ακριβώς οι εικόνες αποτυπώνονται στις φωτογραφίες, αιχμαλωτίζοντας φευγαλέες στιγμές που πολλές φορές περνούν από το οπτικό μας πεδίο κι ακόμα κι αν προλάβουμε να τις δούμε με τα μάτια, δεν προλαβαίνουμε να τις συνειδητοποιήσουμε. Αργότερα αντικρίζουμε το ίδιο τοπίο, το οποίο μπορεί να έχει αλλάξει αλλά εμείς ίσως να μην καταλάβουμε τη διαφορά, ώσπου να ανατρέξουμε στη φωτογραφία και να το διαπιστώσουμε.

Το λεύκωμα περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο εισαγωγικό σημείωμα του φωτογράφου, με τίτλο “Το πνεύμα του τόπου”, με σημαντικές και διαφωτιστικές σκέψεις του σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται τη φωτογραφική απεικόνιση ενός τόπου, σε αντιδιαστολή αλλά και συνάρτηση με την απεικόνιση του τοπίου. Γενικά ο τόπος και το τοπίο είναι δύο έννοιες που κυριαρχούν στις φωτογραφίες, με τη μία να συμπληρώνει την άλλη με περισσότερους από έναν τρόπους. Τις ίδιες αυτές έννοιες σχολιάζει στο σημείωμα “ Ένα κρίσιμο γιώτα” ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, επιμελητής MOMus – ΜΦΘ, ενώ ο Μανώλης Βουρνούς, αρχιτέκτων ΕΜΠ, στο κείμενό του “Διαδρομές αρχιτεκτονικής” αναφέρεται στην ιστορία της χιώτικης αρχιτεκτονικής. Ο διευθυντής του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου Δημήτρης Τσούχλης αναλύει τη γεωγραφία της Χίου στο κομμάτι “Τοπία (του) τόπου”, και η φιλόλογος και δρ. Θεατρολογίας Στέλλα Τσιροπινά, στο “Βουβό κουβεντολόι μιας γεωγραφίας περαστικής” εστιάζει στην συνύπαρξη ανθρώπων και χώρων στις φωτογραφίες. Τον πρόλογο της έκδοσης, η οποία είναι δίγλωσση (ελληνικά και αγγλικά), υπογράφει ο Γιώργος Χατζηνικολάου, πρόεδρος του ΔΣ του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, ενώ οι μεταφράσεις των κειμένων στα αγγλικά είναι της Νερίνας Κιοσέογλου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2020