17 October 2022

Μάριον Χωρεάνθη: Obliqua

«Obliqua» θα πει «λοξή» ή αλλιώς «τα λοξά» - με άλλα λόγια, κάτι ή κάποιος όχι ακριβώς όπως φαίνεται, κάτι που παρεκκλίνει ελαφρώς από το «ίσιο», το αναμενόμενο, το άμεσα ορατό και αντιληπτό. Λοξή μπορεί να είναι η αίσθηση που έχουμε της πραγματικότητας, καμιά φορά όταν απροσδόκητα μας δημιουργείται η εντύπωση ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει «στραβώσει». Είναι εκείνη η αίσθηση που έχουμε όταν ξυπνάμε από ένα παράξενο όνειρο ή από έναν μεσημεριανό ύπνο που έχει συνοδευτεί από έναν βραχνά – και από εκείνο το σημείο και πέρα και για κάποια ώρα (αν και μπορεί η αίσθηση αυτή να διαρκέσει για μέρες), μας φαίνεται ότι η μέρα είναι «εξωγήινη», ότι ζούμε μια ελαφρώς διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας και τότε δημιουργούνται οι συνθήκες για να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα.

Η «Obliqua» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Μάριον Χωρεάνθη, και το τέταρτο βιβλίο της. Έχουν προηγηθεί το μυθιστόρημα «Βρείτε την Ορτανσία» (εκδόσεις Καστανιώτη 2002), και οι ποιητικές συλλογές «Η Εξορία των Αρχαγγέλων» (Ιωλκός 2005) και «Μαύρος Καθρέφτης» (Εκδόσεις των Φίλων 2015). Για τον τίτλο του βιβλίου, η συγγραφέας επέλεξε εσκεμμένα μία λέξη που η εκφορά της και μόνο δημιουργεί αυτήν ακριβώς την αίσθηση που περιγράφει. Έχει όμως και μία άλλη σημασία η λέξη αυτή. Obliqua λέγεται η ανάποδη κάθετος στις εσωτερικές διευθύνσεις των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μέσω της οποίας έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε ακόμα και στα «άδυτα» των συστημάτων, κάτι που βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τη δομή και το θέμα του βιβλίου.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Σπύρος, ένα παιδί που μεγάλωσε με μια θετή οικογένεια στην Ελβετία, έχοντας δοθεί για υιοθεσία από τη μητέρα του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Διαβάζοντας τυχαία σε ένα φύλλο εφημερίδας την αναγγελία της κηδείας της, ο Σπύρος επιστρέφει στην Ελλάδα με σκοπό να έρθει σε επαφή με τον Βαλέριο, τον σύζυγό της – και πλέον χήρο της – ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια, κακομεταχειριζόταν κι εκείνη αλλά και την μικρή τους κόρη. Φτάνοντας ωστόσο στο σπίτι του Βαλέριου, ο Σπύρος διαπιστώνει σιγά σιγά ότι όλα όσα ανέφερε η μητέρα του στα γράμματά της δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Αν και αυτό τελικά είναι το λιγότερο που έχει να διαχειριστεί, καθώς προκύπτουν απανωτά μυστήρια και ερωτήματα που αφορούν όχι μόνο τους ανθρώπους που ζουν στο σπίτι του Βαλέριου και της οικογένειάς του, αλλά και το ίδιο το σπίτι το οποίο μοιάζει να έχει δική του ζωή και να ρυθμίζει κατά κάποιον τρόπο τις καταστάσεις και τις εξελίξεις τους. 

Στο μυθιστόρημα της Μάριον Χωρεάνθη τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ξεκινώντας από τους ήρωες, έχουμε να κάνουμε με χαρακτήρες πολυδιάστατους: άλλοι πιο ξεκάθαροι, άλλοι πιο δυσερμήνευτοι, άλλοι εντελώς μυστηριώδεις, άλλοι κρυπτικοί, κρύβουν ή μεταμφιέζουν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Άλλωστε όλοι παίζουμε ρόλους ακόμα και στην πιο απλή καθημερινότητα, πόσο μάλλον σε ένα σύμπαν όπου κυριαρχούν το μυστήριο, τα αινίγματα και οι αμφιβολίες, όπως είναι αυτό της «Obliqua», και επιπλέον σε έναν χώρο δράσης που κι ο ίδιος αποτελεί έναν γρίφο: ένα σπίτι που μοιάζει με escape room, με πόρτες και περάσματα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, με αόρατες παρουσίες που γίνονται αισθητές μ’ έναν παράξενο και πολλές φορές ανατριχιαστικό τρόπο.

Τα 25 κεφάλαια συνοδεύονται από ισάριθμες κάρτες ταρώ που όχι μόνο τα «εικονογραφούν» κατά κάποιον τρόπο, αλλά και τα τιτλοφορούν. Η συγγραφέας, η οποία έχει συνθέσει η ίδια τις εικόνες αυτές συνδυάζοντας ψηφιακά και παραδοσιακά μέσα, επέλεξε τις γερμανικές ονομασίες των καρτών, κάτι που συνδέεται άμεσα και με τον πρωταγωνιστή της ο οποίος μεγάλωσε στην Ελβετία από γερμανόφωνους θετούς γονείς. Από εκεί και πέρα, η κάθε κάρτα συνδέεται με το κεφάλαιο που συνοδεύει είτε έμμεσα είτε άμεσα, ενώ η ίδια η εικόνα της κάθε κάρτας εμπεριέχει στοιχεία που από τη μία συνθέτουν ένα αίνιγμα αλλά από την άλλη κρύβουν είτε τη λύση είτε νύξεις για τη λύση των ανιγμάτων της πλοκής. Και όπως οι κάρτες αυτές μπορούν να ερμηνευθούν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, έτσι και τα πάντα σχεδόν μέσα στην ιστορία της «Obliqua» είναι ουσιαστικά αινίγματα: τα πρόσωπα, ο περιβάλλον χώρος, τα φαινομενικά άψυχα αντικείμενα, τα ζώα, οι μνήμες, οι αναμνήσεις. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, προκύπτουν καινούρια αινίγματα, καινούρια μυστήρια, εμφανίζονται πρόσωπα από το παρελθόν των ηρώων τα οποία σχετίζονται μαζί τους με δεσμούς πολύ πιο περίπλοκους απ’ όσο φαίνεται αρχικά.

Με επιρροές από εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως τα μυθιστορήματα του Τσαρλς Ντίκενς, τα αμερικανικά φιλμ νουάρ, τις αστυνομικές ταινίες και τις ταινίες μυστηρίου του Άλφρεντ Χίτσκοκ, τις cult ταινίες τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο, αλλά και αναφορές στον ελληνικό κινηματογράφο και σε σύγχρονα video games, η «Obliqua» συνδυάζει τη δομή ενός κλασικού μυθιστορήματος με τη μοντέρνα αφήγηση και υιοθετεί επίτηδες κλισέ της αστυνομικής λογοτεχνίας για να τα αποδομήσει, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον ούτως ώστε να συνυπάρξει το φανταστικό / μυστηριακό στοιχείο με την ρεαλιστική πραγματικότητα. Εξάλλου αυτή είναι και μία από τις πιο συναρπαστικές εκφάνσεις του φανταστικού στοιχείου: όταν προέρχεται από την πραγματικότητα και εντάσσεται μέσα σ’ αυτήν, προσδίδοντάς της διαστάσεις που μπορεί να μην γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι, ωστόσο είναι εκεί, και δίνοντάς της αυτή την αίσθηση του «λοξού», του αναπάντεχου, του απροσδόκητου, που σε κάνει να σκέφτεσαι αν αυτό που βλέπεις ή αυτό που νομίζεις πως είναι απτό και πραγματικό, είναι στ’ αλήθεια εκεί μπροστά στα μάτια σου ή είναι ένα αποκύημα της φαντασίας, ένα παιχνίδι του μυαλού και των αναμνήσεων ή κάτι άλλο, πέρα από το δεδομένο, το λογικό και το συνηθισμένο. 


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Οκτώβριο του 2022

https://www.fractalart.gr/obliqua/

3 May 2022

Η υπηρέτρια της κυρίας Μπλάχα (Rainer Maria Rilke)


Κάθε καλοκαίρι, η κυρία Μπλάχα, σύζυγος του χαμηλόβαθμου υπαλλήλου του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Τουρνάου Βένζελ Μπλάχα, πήγαινε στη γενέτειρά της για μερικές εβδομάδες. Πρόκειται για μια πόλη στην πεδινή και ελώδη Βοημία, στην περιοχή του Νίμπουργκ, μάλλον φτωχή και ασήμαντη. Βλέποντας τα μικρά, μίζερα σπιτάκια, η κυρία Μπλάχα, η οποία θεωρούσε ότι ήδη είχε γίνει αστή κατά κάποιον τρόπο, αποφάσισε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της για να κάνει μια θεάρεστη πράξη. Επισκέφθηκε λοιπόν τη γυναίκα ενός χωρικού την οποία γνώριζε λίγο και προσφέρθηκε να πάρει την κόρη της για υπηρέτρια στην πόλη. Κανόνισε να της δίνει έναν μικρό αλλά ικανοποιητικό μισθό, κι επιπλέον το κορίτσι θα είχε το προνόμιο ότι θα ζούσε στην πόλη και θα μάθαινε πολλά πράγματα. (Τι ήταν αυτό που μπορεί να μάθαινε, ούτε η κυρία Μπλάχα το είχε ξεκαθαρίσει με τον εαυτό της). Η σύζυγος του χωρικού κουβέντιασε το θέμα με τον άντρα της ο οποίος όλη την ώρα δυσανασχετούσε, και η πρώτη αυθόρμητη αντίδρασή του ήταν να φτύσει στο χώμα. Μετά από μισή ώρα, επέστρεψε στο δωμάτιο και ρώτησε: “Και δε μου λες, ξέρει η αυτή η γυναίκα ότι η Άννα είναι...;” κουνώντας το ρυτιδιασμένο του χέρι πέρα δώθε μπροστά από το μέτωπό του σαν να ήταν ξερό φύλλο καστανιάς. “Όχι βέβαια, ανόητε!” απάντησε η γυναίκα του, “εννοείται πως δεν θα κάνουμε κουβέντα!”

Κάπως έτσι λοιπόν η Άννα πήγε να ζήσει με τους Μπλάχα. Τον περισσότερο καιρό, περνούσε όλη τη μέρα μόνη της. Ο Βένζελ Μπλάχα ήταν στη δουλειά του ενώ η γυναίκα του πήγαινε και έραβε σε άλλα σπίτια, και δεν είχαν παιδιά. Η Άννα καθόταν στη μικρή, σκοτεινή κουζίνα με το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή και περίμενε να περάσει ο πλανόδιος οργανοπαίκτης. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα πριν το σούρουπο. Τότε πήγαινε πολύ κοντά στο μικρό παράθυρο, με το λευκό της χέρι κρεμασμένο στον αέρα και χόρευε μέχρι που ζαλιζόταν τόσο πολύ ώστε οι ψηλοί και βρώμικοι τοίχοι να της φαίνονται πως πλησίαζαν επικίνδυνα ο ένας τον άλλον. Τρομαγμένη άρχιζε να κόβει βόλτες σε όλο το κτίριο –  κατέβαινε τις σκοτεινές και βρώμικες σκάλες κι έφτανε στην ταβέρνα, που ήταν πνιγμένη στους καπνούς και όπου συχνά πυκνά κάποιος τραγουδούσε υπό την επήρεια ενός αρχόμενου μεθυσιού. Πηγαίνοντας προς τα κει, πέρναγε ανάμεσα από τα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή μέρες ολόκληρες χωρίς κανένας να τα αναζητήσει. Περιέργως, τα παιδιά πάντα της ζητούσαν να τους λέει ιστορίες. Μερικές φορές μάλιστα την ακολουθούσαν μέχρι την  κουζίνα. Η Άννα όμως καθόταν κοντά στη φωτιά καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της και έλεγε: “Πρέπει να σκεφτώ”. Και τα παιδιά περίμεναν υπομονετικά για λίγο. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και η Αννούσκα ακόμα σκεφτόταν, η σκοτεινή κουζίνα βυθιζόταν στη σιωπή και γινόταν τρομακτική, και τότε τα παιδιά έπαιρναν δρόμο κι έτσι δεν ήταν πια κανένα εκεί για να δει ότι η κοπέλα άρχιζε ένα σιγανό, πονεμένο κλάμα και η νοσταλγία για το σπίτι της την έκανε να φαίνεται μικροσκοπική και αβοήθητη. Δεν ήταν ξεκάθαρο τι ήταν αυτό που της έλειπε. Μπορεί, μέσα σ’ όλα, να νοσταλγούσε και τις κατσάδες. Αλλά συνήθως επρόκειτο για κάτι ακαθόριστο που είχε υπάρξει στο παρελθόν ή που μπορεί απλά να ήταν ένα όνειρο. Με τα παιδιά να της απαιτούν τόσο πιεστικά να σκεφτεί, άρχισε σιγά σιγά να θυμάται. Θυμήθηκε πρώτα κάτι κόκκινο, πολύ κόκκινο, και μετά την πολυκοσμία. Μια καμπάνα, μια δυνατή καμπάνα και μετά: ένας βασιλιάς, ένας χωρικός και ένας πύργος. Και μιλούσαν: “Αγαπητέ βασιλιά”, είπε ο χωρικός… “¨Ναι” απάντησε ο βασιλιάς με τη φωνή του γεμάτη περηφάνια. “ξέρω”. Μα φυσικά, πώς ήταν δυνατό να μην ξέρει ήδη ένας βασιλιάς τι είχε να του πει ένας χωρικός;

Μετά από μερικές μέρες, η κυρία πήρε μαζί της την κοπέλα στην αγορά. Ήταν απόγευμα, παραμονές Χριστουγέννων, και οι βιτρίνες ήταν φωτισμένες και γεμάτες καλούδια. Σε ένα παιχνιδάδικο, η Άννα είδε ξαφνικά αυτό που είχε θυμηθεί. Ο βασιλιάς, ο χωρικός, ο πύργος… Και η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά και από τα βήματά της. Αμέσως όμως απέστρεψε το βλέμμα της και συνέχισε να περπατάει δίπλα στην κυρία Μπλάχα. Είχε την αίσθηση ότι δεν έπρεπε να προδώσει τίποτα. Κι έτσι άφησαν πίσω τους το κουκλοθέατρο, λες και δεν το είχαν δει ποτέ. Η κυρία Μπλάχα βέβαια όντως δεν το είχε προσέξει καθόλου. Έφτασε και η μέρα που η Άννα είχε το κυριακάτικο ρεπό της. Εκείνο το απόγευμα δεν γύρισε στο σπίτι. Ένας άντρας, τον οποίο είχε γνωρίσει νωρίτερα στην ταβέρνα, της έκανε παρέα. Δε θυμόταν πού ακριβώς την πήγε. Της φάνηκε πως έλειψε για έναν χρόνο ολόκληρο. Όταν τη Δευτέρα το πρωί γύρισε πίσω στην κουζίνα εξουθενωμένη, τα πάντα ήταν πιο κρύα και πιο γκρίζα από όσο συνήθως. Εκείνη τη μέρα έσπασε μια σουπιέρα και έφαγε μεγάλη κατσάδα γι’ αυτό. Η κυρία Μπλάχα δεν είχε καν προσέξει ότι η κοπέλα είχε περάσει έξω τη νύχτα. Μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έμεινε έξω άλλα τρία βράδια. Και μετά, ξαφνικά, σταμάτησε να κόβει βόλτες στο κτίριο και βάλθηκε να κλειδώνει το διαμέρισμα αγχωμένη. Ούτε που έβγαινε πια στο παράθυρο κάθε φορά που περνούσε ο πλανόδιος οργανοπαίκτης.

Έτσι ο χειμώνας έδωσε τη θέση του σε μια χλωμή, δειλή άνοιξη. Κάτω στην αυλή, αυτή η εποχή φάνταζε εντελώς διαφορετική. Τα σπίτια ήταν μέσα στην καπνιά και την υγρασία, και ο αέρας ήταν κουρελιασμένος, σαν λινά υφάσματα που έχουν γαριάσει από το πολύ πλύσιμο. Τα κακοκαθαρισμένα παράθυρα έτριζαν και αχνόφεγγαν, και μικροσκοπικά σκουπιδάκια χόρευαν στον αέρα στους ορόφους του κτιρίου. Οι ήχοι σε όλο το κτίριο ακούγονταν πιο καθαρά, τα κουζινικά κλάγγαζαν διαφορετικά, πιο έντονα, πιο διαπεραστικά, και τα μαχαίρια και τα κουτάλια κροτούσαν αλλόκοτα.

Τότε περίπου, η Αννούσκα γέννησε ένα μωρό. Ήταν κάτι που την αιφνιδίασε εντελώς. Ένιωθε βέβαια πρησμένη και βαριά για εβδομάδες ολόκληρες, ωστόσο ένα πρωί ξεπετάχτηκε ξαφνικά από μέσα της και έγινε μέρος του κόσμου. Ένας Θεός ξέρει από πού προέκυψε. Αυτό συνέβη μια Κυριακή ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του κτιρίου κοιμόνταν ακόμα. Το κοίταξε για λίγη ώρα χωρίς την παραμικρή έκφραση στο πρόσωπό της. Το παιδί ίσα που κουνιόταν, αλλά ξαφνικά μια τσιριχτή φωνή άρχισε να βγαίνει από το μικρό του στέρνο, ενώ ταυτόχρονα η κυρία Μπλάχα έβαλε μια φωνή και ένα κρεβάτι έτριξε στο καθιστικό. Εκείνη τη στιγμή, η Αννούσκα άρπαξε την μπλε ποδιά της που κρεμόταν πλάι στο κρεβάτι, έδεσε τη ζώνη της γύρω από το μικροσκοπικό λαιμουδάκι κι έχωσε αυτό το μπλε μπογαλάκι στον πάτο της βαλίτσας της. Μετά πήγε στο καθιστικό, άνοιξε τις κουρτίνες και άρχισε να φτιάχνει καφέ. Μετά από λίγες μέρες, η Αννούσκα βάλθηκε να μετρήσει πόσα λεφτά είχε μαζέψει ως εκείνη τη μέρα. Ήταν δεκαπέντε φιορίνια. Μετά κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε τη βαλίτσα και απόθεσε τη μπλε ποδιά, που ήταν βαριά και ακίνητη, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την ξεδίπλωσε αργά, κοίταξε το παιδί και μέτρησε το μήκος του από το κεφάλι μέχρι τα πέλματα με μια μεζούρα. Στη συνέχεια έκανε τις συνηθισμένες δουλειές της και βγήκε έξω. Δυστυχώς όμως ο βασιλιάς, ο χωρικός και ο πύργος είχαν πολύ μικρότερο μέγεθος. Παρ’ όλα αυτά, τους αγόρασε και πήρε και μερικές μαριονέτες ακόμα. Για την ακρίβεια: μια πριγκίπισσα με κόκκινες βούλες στα μάγουλά της, έναν γέρο και έναν άλλο γέρο που είχε έναν σταυρό στο στήθος του και η γενειάδα του τον έκανε να μοιάζει με τον Άγιο Νικόλαο, καθώς και δυο-τρεις ακόμα που δεν είχαν τίποτα ωραίο ή ενδιαφέρον. Πήρε κι ένα κουκλοθέατρο, την αυλαία του οποίου μπορούσες να ανεβάζεις και να κατεβάζεις ώστε ο κήπος πίσω της πότε να εμφανίζεται και πότε να εξαφανίζεται.

Τώρα πλέον η Αννούσκα είχε κάτι για να διασκεδάσει τη μοναξιά της. Πάει, πέρασε και η νοσταλγία για το σπίτι της. Έστησε το μεγάλο, πανέμορφο κουκλοθέατρο (δώδεκα φιορίνια της είχε κοστίσει) και πήγαινε και στεκόταν, όπως έπρεπε, στην πίσω πλευρά. Καμιά φορά ωστόσο, όταν η αυλαία ήταν σηκωμένη, έτρεχε γρήγορα στο μπροστινό μέρος και κοιτούσε τον κήπο, και η γκρίζα κουζίνα εξαφανιζόταν πίσω από τα ψηλά, επιβλητικά δέντρα. Μετά πήγαινε πάλι στην πίσω πλευρά, έπαιρνε δύο – τρεις μαριονέτες και τις άφηνε να λένε τα δικά τους. Οι διάλογοι αυτοί ποτέ δεν αναπτύσσονταν σε ένα πλήρες έργο, υπήρχαν ωστόσο συνομιλίες και καμιά φορά τύχαινε δυο μαριονέτες να κουρνιάσουν ξαφνικά η μια απέναντι στην άλλη, λες και κάτι τις είχε φοβίσει. Ή έσκυβαν και οι δύο για λογαριασμό του γέρου ο οποίος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο γιατί ήταν φτιαγμένος ολοκληρωτικά από ξύλο. Κι εκείνος κάθε φορά έπεφτε κάτω προσπαθώντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μάθει στο μεταξύ για το θέατρο της Αννούσκα και σιγά σιγά, στην αρχή με καχυποψία αλλά στη συνέχεια δείχνοντας όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, μαζεύονταν στην κουζίνα των Μπλάχα και παρακολουθούσαν καθώς έπεφτε το σούρουπο στις γωνίες, με τα μάτια τους κολλημένα στις όμορφες μαριονέτες που πάντα μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο. Μια φορά η Αννούσκα εμφανίστηκε με τα μάγουλά της κατακόκκινα και είπε: “Έχω και μια πολύ μεγάλη μαριονέτα”. Τα παιδιά έτρεμαν από αδημονία. Αλλά η Αννούσκα φάνηκε να ξεχνιέται πάλι. Τοποθέτησε όλες τις μαριονέτες στον κήπο και όσες δεν μπορούσαν να μείνουν όρθιες, τις έβαλε να στέκουν ακουμπισμένες στην κορνίζα του σκηνικού. Ανάμεσά τους, εμφανίστηκε κι ένας αρλεκίνος που τα παιδιά έβλεπαν για πρώτη φορά, με μεγάλο, στρογγυλό πρόσωπο. Με την ανυπομονησία τους ολοένα και να μεγαλώνει, τα παιδιά ζήτησαν να δουν και την “πολύ μεγάλη” μαριονέτα. Μια φορά μόνο, την “πολύ μεγάλη”. Μόνο για μια στιγμή: την “¨πολύ μεγάλη”.

Η Αννούσκα πήγε στο πίσω μέρος του δωματίου και άνοιξε τη βαλίτσα της. Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα παιδιά και οι μαριονέτες στέκονταν σε παράταξη αντικριστά, ακούνητοι όλοι και τόσο όμοιοι μεταξύ τους. Αλλά τα ορθάνοιχτα μάτια του αρλεκίνου, που έμοιαζαν σαν να περίμεναν να δουν κάτι φρικιαστικό, τόσο πολύ φόβισαν τα παιδιά που όλα ανεξαιρέτως το έβαλαν ξαφνικά στα πόδια ουρλιάζοντας.

Η Αννούσκα επέστρεψε κρατώντας την πολύ μεγάλη μπλε μαριονέτα. Τα χέρια της έτρεμαν. Αφού έφυγαν τα παιδιά, η κουζίνα είχε βυθιστεί στη σιωπή και την ερημιά. Η Αννούσκα δε φοβήθηκε. Γέλασε σιγανά κι έδωσε μια κλωτσιά στο κουκλοθέατρο, ρίχνοντάς το κάτω. Τσαλαπάτησε τα λεπτά ξύλα που παρίσταναν τον κήπο, σπάζοντάς τα στη μέση. Και μετά, όταν πια η κουζίνα ήταν ολοσκότεινη, ξέσκισε στα δύο τα κεφάλια όλων των μαριονετών, μαζί κι εκείνο της μπλε, της πολύ μεγάλης.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάιο του 2022

https://www.fractalart.gr/i-ypiretria-tis-kyrias-mplacha/

15 February 2022

Συνέντευξη με τον James Norbury


Ο Τζέιμς Νόρμπουρι (γενν. 1976, Forest of Dean) είναι συγγραφέας και αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. Από μικρός αγαπούσε τη φύση και τα ζώα, και του άρεσε να σκαρφίζεται ιστορίες και να ζωγραφίζει. Σπούδασε Ζωολογία και μετά την αποφοίτησή του μετακόμισε στην Ιρλανδία. Ταξίδεψε σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, διαμένοντας για κάποια χρονικά διαστήματα στο Νιούκασλ, το Σουόνσι και το Τσέλτεναμ. Κάποια στιγμή που έφτασε σε προσωπικό αδιέξοδο, βρήκε απαντήσεις στις αναζητήσεις του σε πνευματικές διδασκαλίες από το παρελθόν, κάτι που έμελλε να γίνει σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Επέστρεψε στο Σουόνσι, όπου και εργάστηκε ως εθελοντής για τους «Σαμαρείτες», φιλανθρωπικό σωματείο που παρέχει συναισθηματική υποστήριξη μέσω τηλεφώνου σε ανθρώπους που υποφέρουν από κατάθλιψη, μοναξιά και απόγνωση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19, άρχισε να ανεβάζει στο Facebook και το Instagram εικόνες που ζωγράφιζε για να συνοδεύει τις σκέψεις του, που θα μετουσιώνονταν αργότερα στο βιβλίο Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος. Με την ευκαιρία της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Σοφίας Τάπα, είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί του.

Ποια ήταν η έμπνευσή σας πίσω από το βιβλίο Το Μεγάλο Πάντα και ο Μικρός Δράκος;

Στο παρελθόν, είχα ταλαιπωρηθεί από θέματα ψυχικής υγείας. Ανακάλυψα πως η ενασχόλησή μου με τον βουδισμό και την πνευματικότητα γενικότερα έκανε τη μεγάλη διαφορά και με έβαλε σε ένα ιδιαίτερα θετικό μονοπάτι. Ένιωσα τότε ότι όλα αυτά που έμαθα θα μπορούσαν να βοηθήσουν κι άλλους ανθρώπους, κι έτσι προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να τα μεταδώσω – το εν λόγω βιβλίο μου είναι ο τρόπος που βρήκα για να μοιραστώ τις σκέψεις αυτές με τον κόσμο.

Η εργασία σας στους «Σαμαρείτες» έπαιξε κάποιον ρόλο στη συγγραφή του βιβλίου;

Είχα ξεκινήσει να φτιάχνω τις εικόνες προτού εργαστώ στους «Σαμαρείτες», αλλά έχω την αίσθηση ότι η όλη διαδικασία τού να απαντάω στα τηλέφωνα εκεί επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό το πώς κατανοούσα πλέον τα προβλήματα των άλλων κι έμαθα πάρα πολλά για την επικοινωνία με τον κόσμο. Οπωσδήποτε λοιπόν αξιοποίησα στο βιβλίο όλα όσα έμαθα εκεί και νομίζω πως αυτός είναι κι ένας από τους λόγους για τους οποίους η ιστορία αυτή μπορεί να βοηθήσει όσους υποφέρουν.

Η φύση κατέχει σημαντικό κομμάτι στην ιστορία σας. Πιστεύετε ότι υπάρχει πιθανότητα ο σύγχρονος άνθρωπος, που έχει απομακρυνθεί πολύ από τη φύση, να αποκαταστήσει τον δεσμό του μαζί της;

Οπωσδήποτε. Νομίζω ότι θα χρειαστεί χρόνος και προσπάθεια, ωστόσο ακόμα και κάτι τόσο απλό, όπως το να παρατηρείς τις πάπιες σε μια λιμνούλα, είναι δυνατόν να επαναφέρει έστω και λίγο αυτή την επαφή με τη φύση. Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους στις μέρες μας, καθώς έχουμε την τάση να στρεφόμαστε συνεχώς στην τεχνολογία, και πάντα χρειάζεται να κάνουμε κάτι – π.χ. ελάχιστοι άνθρωποι θα ήταν ευχαριστημένοι απλώς παρατηρώντας τον αέρα να φυσάει τα κλαδιά ενός δέντρου (συνήθως προτιμάμε να τσεκάρουμε τα μηνύματά μας, κ.λπ.). Αλλά αν το πάρουμε απόφαση απλά να αφιερώνουμε ελάχιστα λεπτά στην επαφή μας με τη φύση, πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να ανακαλύψουμε εκ νέου την αναζωογονητική δύναμή της.

Στο βιβλίο σας υπάρχει μια πολύ όμορφη αλληγορία του κύκλου της ζωής, που συμβολίζεται με την εναλλαγή των εποχών. Κάτι που, ταυτόχρονα, προσφέρει ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα σχετικά με το πώς τα πράγματα πάντα αλλάζουν προς το καλύτερο, ακόμα κι αν δεν είναι πάντα εμφανές αυτό. Ποιος θα μπορούσε να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να «συντονίσουμε» τον εαυτό μας με τέτοιον τρόπο ώστε πάντα να κοιτάμε μπροστά, χωρίς να νιώθουμε «ακρωτηριασμένοι» από τις δυσκολίες;

Εγώ προσωπικά, όταν περνάω δύσκολα, έχω δύο πράγματα που θυμάμαι και με βοηθάνε σημαντικά.

1. Έχω περάσει πολύ άσχημα στο παρελθόν, ωστόσο είμαι ακόμα εδώ, ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει και είμαι καλά. Επομένως κι αυτή την καταιγίδα θα την ξεπεράσω.

2. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζω κάθε φορά μπορεί να μην είναι το πρόβλημα που νομίζω εγώ, αν δω το θέμα πιο σφαιρικά. Έχασα πολύ χρόνο στο παρελθόν εξαιτίας κακών αποφάσεων, αλλά αυτή η απώλεια με έκανε να τραβήξω έναν καινούργιο δρόμο κι αυτός ο δρόμος με οδήγησε εδώ που είμαι σήμερα. Δεν είναι πάντα τόσο απλό να διακρίνεις τι είναι καλό και τι κακό, και μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία – αυτή η ιδέα είναι θεμελιώδης στον βουδισμό και είναι ιδιαίτερα δυνατή, αν και προφανώς δεν είναι εύκολο να την έχει κανείς πάντα στο μυαλό του, ιδίως όταν έχει να κάνει με καταστάσεις που μόνο ως αρνητικές μπορούν να εκληφθούν. Ακόμα κι έτσι όμως αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να δει τη ζωή μέσα από αυτή την οπτική.

Το βιβλίο σας είναι ξεκάθαρα επηρεασμένο από τη φιλοσοφία της Άπω Ανατολής: τόσο το Πάντα όσο και ο Δράκος είναι σύμβολα του κινεζικού πολιτισμού – και σε κάποιο σημείο αναφέρετε και την κερασιά, που έχει σχέση με την Ιαπωνία. Ποια είναι τα στοιχεία αυτών των χωρών που σας εμπνέουν;

Ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την κουλτούρα της Άπω Ανατολής, και ιδίως για εκείνη της Ιαπωνίας. Με ενθουσιάζει το πώς η ριζωμένη παράδοση βρίσκει σημεία συνάντησης με τον σύγχρονο κόσμο και πάρα πολλά έργα της παραδοσιακής αλλά και μοντέρνας καλλιτεχνικής παραγωγής αυτών των χωρών τα βρίσκω πανέμορφα, και αποτελούν πηγή έμπνευσης για μένα. Υπάρχουν τόσα συναρπαστικά στοιχεία στην ιαπωνική κουλτούρα, ώστε είναι αδύνατο να τα απαριθμήσω όλα, αλλά ας πούμε ότι είναι ένα μέρος για το οποίο επιθυμώ συνεχώς να μαθαίνω περισσότερα και θα ήθελα πραγματικά να το επισκεφτώ κάποια μέρα.

Το Πάντα έχει ιδιαίτερη δύναμη, και σαν σύμβολο και σαν εικόνα: η αντίθεση του άσπρου με το μαύρο στα χρώματά του αντιπροσωπεύουν τη σχέση του γιν με το γιανγκ. Στο βιβλίο σας εμφανίζεται σαν ένας σοφός συμβουλάτορας, που είναι σαν να εκπροσωπεί την κινεζική φιλοσοφία. Αισθάνεστε ότι ο Δυτικός πολιτισμός έχει κάπως χάσει τον δρόμο του κόβοντας τους δεσμούς του με την παράδοση;

Ως έναν βαθμό ναι, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι η παράδοση είναι πάντα κάτι καλό. Μόνο και μόνο επειδή κάνουμε κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο για χρόνια, δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και πολύτιμο ή ευεργετικό. Πιστεύω ωστόσο ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πρακτικές και τρόποι ζωής που έχουν χαθεί και μας έχουν αφήσει φτωχότερους, σωματικά και πνευματικά. Για να δούμε όμως και τη θετική πλευρά, αν υπάρχουν παραδόσεις ή συνήθειες που αισθανόμαστε ότι θα έκαναν τον κόσμο μας καλύτερο, δεν χάνουμε τίποτα να προσπαθήσουμε να τις αναβιώσουμε, έστω κι αν αυτό θα γίνει σε προσωπικό μονάχα επίπεδο.

Κάθε φορά που ο μικρός Δράκος εκφράζει τους φόβους και τις ανησυχίες του για τη ζωή και το μέλλον, το μεγάλο Πάντα σπεύδει να προσφέρει τη συμβουλή του με έναν ήρεμο, ήπιο τρόπο, σαν τη φωνή της λογικής που είναι τόσο σημαντική αλλά συνεχώς την αγνοούν. Γιατί θεωρείτε ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να εστιάζουν κυρίως στην αρνητική πλευρά των πραγμάτων;

Κάποιος μου είπε πρόσφατα πως άκουσε ότι, στο πλαίσιο της φυσικής εξέλιξης, η αρνητική κριτική μπορεί να μας φανεί πολύ χρήσιμη, καθώς μας αποτρέπει από το να κάνουμε κάτι επιζήμιο – όπως και τα ζώα, έχουμε την τάση να δίνουμε περισσότερη προσοχή σε κάτι που μας απειλεί. Στην εποχή μας, αυτή η απειλή μπορεί να αφορά το εγώ μας και όχι το σώμα μας, ωστόσο την παίρνουμε πολύ σοβαρά. Τείνω να συμφωνήσω μ’ αυτή την ιδέα – βγάζει νόημα σε μεγάλο βαθμό, κατά τη γνώμη μου.

Είστε συγγραφέας και εικονογράφος. Πώς λειτουργεί συνήθως για εσάς η διαδικασία της καλλιτεχνικής έκφρασης; Η κάθε ιδέα παίρνει πρώτα σχήμα σαν εικόνα ή σαν γραπτός λόγος;

Αρχικά έχω την ιδέα, την οποία καταγράφω στο σημειωματάριό μου. Στη συνέχεια, ύστερα από λίγες μέρες, αφιερώνω λίγο χρόνο στο να οργανώσω την ιδέα με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες και το πώς θα φτάσω στην ουσία του μηνύματος μέσα σε λίγες λέξεις. Αφού γίνει κι αυτό, ζωγραφίζω την εικόνα η οποία ελπίζω να συμπυκνώνει τη διάθεση και το θέμα του μηνύματος. Και μετά μπορεί να παίξω και πάλι με το κείμενο, όταν η εικόνα έχει πια ολοκληρωθεί.

Οι όμορφες εικόνες σας μοιάζουν να έχουν εμπνευστεί από τους κινέζικους και τους ιαπωνικούς παπύρους. Πρόκειται για μια συνειδητή στιλιστική επιλογή;

Ναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αγαπώ αυτό το είδος τέχνης και έχω την αίσθηση ότι δίνει στις εικόνες έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και τις κάνει ξεχωριστές. Ωστόσο, χρησιμοποιώ και τεχνικές που δεν είναι παραδοσιακές και δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί στο παρελθόν, αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι κιόλας που δίνει στη δουλειά μου το προσωπικό μου ύφος.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO στις 15 Φεβρουαρίου 2022

https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/17803-james-norbury


 

10 January 2022

Silvia Moreno - Garcia: Mexican Gothic

Το «Mexican Gothic» αυτοπροσδιορίζεται από τον τίτλο του σαν ένα γοτθικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο Μεξικό. Και είναι ακριβώς αυτό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό: ξεκινά σε ανάλαφρο κλίμα, τονίζοντας έτσι την ανεμελιά και τον πρόσχαρο χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας, της νεαρής κοσμικής Νοεμί, για να μετατραπεί προοδευτικά και με εντυπωσιακή μαεστρία σε μια ανατριχιαστική, σκοτεινή ιστορία γεμάτη τρόμο, μυστήριο αλλά και ακαταμάχητη γοητεία.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 στο Μεξικό, η Νοεμί πηγαίνει να επισκεφθεί την Καταλίνα, την αγαπημένη της εξαδέλφη με την οποία μεγάλωσαν μαζί, ύστερα από ένα αινιγματικό και φαινομενικά ασυνάρτητο γράμμα της τελευταίας όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο άντρας της προσπαθεί να τη δηλητηριάσει. Η Καταλίνα είναι παντρεμένη με τον Βέρτζιλ Ντόιλ, αριστοκράτη βρετανικής καταγωγής, ο οποίος, μετά τον γάμο τους, την πήρε μαζί του στην απομονωμένη έπαυλη της οικογένειάς του, κόβοντας έμμεσα την επικοινωνία με τους δικούς της. Η έπαυλη, που ονομάζεται «Το Ψηλό Μέρος», βρίσκεται σε μια επαρχία ξεχασμένη από τον χρόνο, απομακρυσμένη από κάθε στοιχείο πολιτισμού, σε μια αφιλόξενη και αγχωτική ορεινή ύπαιθρο. Φτάνοντας εκεί, η Νοεμί θα γνωρίσει για πρώτη φορά τα τρία μέλη της οικογένειας του Βέρτζιλ – την αυστηρή και εμμονική με τους κανόνες αδερφή του Φλόρενς, τον υπερήλικα πατριάρχη Χάουαρντ και τον Φράνσις, τον μοναχικό και συνεσταλμένο γιο της Φλόρενς. Βρίσκοντας την Καταλίνα απόμακρη και καταβεβλημένη, η Νοεμί αποφασίζει να παρατείνει την παραμονή της στην έπαυλη, ενώ αρχίζουν να συμβαίνουν στο σπίτι πράγματα παράξενα, σχεδόν ανεξήγητα με τη λογική. Καθώς οι μέρες περνάνε και σιγά σιγά τα σκοτεινά μυστικά της οικογένειας βγαίνουν σταδιακά στην επιφάνεια, η Νοεμί έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με έναν κόσμο που της ήταν παντελώς άγνωστος μέχρι τότε, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό.

Γεννημένη το 1981 και μεγαλωμένη στο Μεξικό, η Σίλβια Μορένο – Γκαρσία ζει στον Καναδά από το 2004. Έχει γράψει εφτά μυθιστορήματα και πάρα πολλά διηγήματα, κάποια από τα οποία έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές που έχει εκδώσει. Από τον 2019, γράφει για βιβλία στην εφημερίδα The Washington Post.

Με επιρροές από την κλασική γοτθική λογοτεχνία και τη μυθοπλασία τρόμου, το «Mexican Gothic» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που οφείλει μέρος της ομορφιάς και της μυστηριακής ατμόσφαιράς του στον τόπο καταγωγής της δημιουργού του. Το φολκλόρ της Κεντρικής Αμερικής, από τα πιο πλούσια και γοητευτικά παγκοσμίως, αν και δεν έχει, φαινομενικά, πρωταρχικό ρόλο, ενυπάρχει σε όλη την ιστορία με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Η Νοεμί, για παράδειγμα, έχει Ινδιάνικη καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας της. Κάτι που της προσδίδει ιδιότητες και χαρακτηριστικά, όχι μόνο όσον αφορά την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά και την ψυχοσύνθεσή της: είναι δεκτική σε ερεθίσματα, επικοινωνεί με τον χώρο γύρω της με έναν ιδιαίτερο τρόπο. 

Ωστόσο είναι αυτός ο ακριβώς ο χώρος που παίζει τoν σημαντικότερο ρόλο και κυριαρχεί: ο ευρύτερος σκηνικός χώρος – το φυσικό τοπίο της μυστηριώδους υπαίθρου – και ο πιο συγκεκριμένος, το Ψηλό Μέρος, η βικτοριανής αισθητικής έπαυλη των Ντόιλ, που είναι και ο βασικότερος «χαρακτήρας» της ιστορίας, μαζί με ό,τι καραδοκεί στα – κυριολεκτικά και μεταφορικά – θεμέλιά της: κάποτε ένα μεγαλοπρεπές αρχοντικό και πλέον άντρο παρακμής και αλλόκοτων συμβάντων, δρα και αντιδρά σαν ένας ζωντανός οργανισμός, του οποίου τα μέλη και τα ζωτικά όργανα είναι, εν μέρει, οι αινιγματικοί κάτοικοί του – και όχι μόνο, όπως θα αποκαλυφθεί στην πορεία. Εκεί μέσα η ηρωίδα καταδύεται σε μια Κόλαση που κρύβει ακόμα πιο φοβερά μυστικά, με την πραγματικότητα να διαστρεβλώνεται συνεχώς, σαν να παρεμβάλλονται στον χώρο και τον χρόνο της παραμορφωτικά κάτοπτρα. Το «Mexican Gothic» ακολουθεί μοτίβα που συναντάμε συχνά στη μυθοπλασία με διαφορετικές παραλλαγές – διαβάζοντάς το, έρχονται στο μυαλό εικόνες από κλασικά μυθιστορήματα (Ρεβέκκα της Δάφνης Ντι Μοριέ, Τζέιν Έιρ της Σαρλότ Μπροντέ, Μεγάλες Προσδοκίες του Τσαρλς Ντίκενς), από σύγχρονες κινηματογραφικές ταινίες (Πορφυρός Λόφος του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, Το Αντικλείδι του Ιέιν Σόφτλι) αλλά και βιντεοπαιχνίδια με συγγενικές θεματολογίες (Resident Evil 4, The Evil Within) – και μάς προσφέρει ένα υπέροχο θρίλερ με έντονο το στοιχείο του μεταφυσικού, με καθόλου τυχαίες αναφορές στη φύση (η Νοεμί παρομοιάζει μέλη της οικογένειας Ντόιλ με έντομα ή σαρκοβόρα φυτά, κάτι που, όπως αποδεικνύεται, είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό σχήμα λόγου), με μια πρωταγωνίστρια αξιολάτρευτη που εξελίσσεται κι εκείνη μέσα από τον εφιάλτη που βρέθηκε να ζει – και, υπό αυτό το πρίσμα, έχουμε να κάνουμε, εν μέρει και με ένα Bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης), που εδώ ωστόσο αφορά την συναισθηματική και πνευματική ωρίμανση της ηρωίδας – και ένα σύνολο χαρακτήρων, πρωταγωνιστικών και δευτερευόντων, που μένουν όλοι πραγματικά αξέχαστοι.

Μέσα σε ένα κλίμα σχεδόν μονίμως οριακά ανησυχητικό, η Νοεμί διαπιστώνει κάθε μέρα και περισσότερο ότι η γενική «προσταγή» που την αφορά είναι να πλησιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο την Καταλίνα. Προσπαθώντας αφενός να βοηθήσει την ξαδέρφη της και αφετέρου να λύσει το μυστήριο που μοιάζει να έχει δέσει την έπαυλη με κάτι που, αρχικά, εύκολα θα το ερμήνευε κανείς σαν στοίχειωμα ή μαγεία, ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό της και τα όριά της, ενώ σταδιακά αποκτά μια ζεστή, φιλική σχέση με τον Φράνσις. Από ένα σημείο και πέρα, η φιλία αυτή εξελίσσεται σε ένα τρυφερό, ερωτικό αίσθημα που προοδευτικά αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη για τις αποφάσεις αλλά και τις αντιδράσεις της Νοεμί, όταν πλέον το απίστευτο παρελθόν του πατριάρχη Χάουαρντ, μαζί με τα ανατριχιαστικά μυστικά της οικογένειας και τα εφιαλτικά σχέδιά της, αρχίζουν να έρχονται στο φως.

Η αφήγηση είναι γεμάτη ζωντάνια και γλαφυρότητα, κάτι που εντείνεται ακόμα περισσότερο στις σκηνές εκείνες όπου οι περιγραφές αφορούν εικόνες και καταστάσεις τρομακτικές. Η Σίλβια Μορένο – Γκαρσία έχει πετύχει μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο θρίλερ, το παραμύθι και τον ρεαλισμό, με τα τρία στοιχεία πότε να διαδέχονται το ένα το άλλο και πότε να μπλέκονται μεταξύ τους, καθιστώντας τα όρια ανάμεσά τους εσκεμμένα θολά και δυσδιάκριτα. Είναι δύσκολο – μέχρι και αδύνατο – να αφήσεις από τα χέρια σου το «Mexican Gothic» όταν αρχίσεις να το διαβάζεις. Σ’ αυτό συμβάλλει και η απολαυστική μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, η οποία έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Στο εξώφυλλο (έχει διατηρηθεί το πρωτότυπο της ξένης έκδοσης), η ζωηρόχρωμη και ατμοσφαιρική εικόνα σε βάζει αμέσως στο κλίμα: θυμίζει πίνακες της Φρίντα Κάλο και «παίζει» με τα χρώματα του Μεξικού, στον βικτοριανό φόντο και το φόρεμα της γυναικείας φιγούρας που το κοσμεί, με την υποψία της παρακμής που αποτυπώνεται στο ελαφρώς ξεραμένο μπουκέτο που κρατάει στα χέρια της να προδίδει την αίσθηση της παρακμής και της αποσύνθεσης που αποπνέει το Ψηλό Μέρος. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2022

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/17581-mexican-gothic