13 December 2021

Κιμ Μαν Τσουνγκ: Το νεφελώδες όνειρο των εννέα

Μέσα σ’ έναν κόσμο ονειρικό, στο μεταίχμιο ανάμεσα στη φαντασία και μια πραγματικότητα που κι εκείνη συμπεριέχει στοιχεία μυστηριακά και φαντασιακά, κινείται το «Νεφελώδες Όνειρο των Εννέα»,  γραμμένο από τον Κομφουκιανό λόγιο του 17ου αιώνα Κιμ Μαν Τσουνγκ. Εν μέρει παραμύθι, εν μέρει παραβολή, με στοιχεία φιλοσοφικά και υπαρξιακά, αφηγείται την ιστορία του Σονγκ-γι, ενός νεαρού βουδιστή μοναχού, ο οποίος, κατά τη διάρκεια μιας αποστολής, υποκύπτει σε δύο κοσμικούς πειρασμούς: πρώτα δέχεται να πιει κρασί, κάτι που του έχει απαγορευτεί ρητά, και στη συνέχεια ερωτοτροπεί με οχτώ νεράιδες που συναντάει στον δρόμο του. Αυτά τα δύο «παραπτώματα» οδηγούν στην αποπομπή του από το βουδιστικό τάγμα, και η τιμωρία που του επιβάλλεται είναι να ξαναγεννηθεί σαν κάποιος άλλος. Έτσι επιστρέφει στη γη ως  Σο-γιου, γιος ενός ερημίτη, ο οποίος μεγαλώνει και γίνεται ένας νέος πολύ όμορφος και πολύ χαρισματικός, μορφωμένος και ταλαντούχος, περιζήτητος γαμπρός που και ο ίδιος, ωστόσο, δεν μένει καθόλου ασυγκίνητος απέναντι στα θέλγητρα των κοριτσιών που γνωρίζει. Έχοντας την ευχέρεια, λόγω των ιδιοτήτων του αλλά και των ηθών της εποχής, να επιλέξει πάνω από μία συζύγους καθώς και ερωμένες, θα συνδεθεί διαδοχικά με οχτώ κοπέλες – υποψήφιες νύφες που προέρχονται από διαφορετικά μέρη και κοινωνικά στρώματα, όμως έχουν πολλά κοινά που τις συνδέουν. Η νέα του ζωή μοιάζει παραμυθένια, ωστόσο το γιατί του συμβαίνουν όλα αυτά και πού θα τον οδηγήσουν, θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να το ανακαλύψει.

Για να κατανοήσει κανείς το πνεύμα και τα βαθύτερα νοήματα του τόσο ξεχωριστού αυτού βιβλίου, πρέπει να λάβει καταρχάς υπόψη του την εποχή κατά τα την οποία γράφτηκε αλλά και την «καταγωγή» του. Η λογοτεχνία της Άπω Ανατολής χαρακτηρίζεται γενικά από τη βαθιά φιλοσοφική της φύση, η οποία ωστόσο διατρέχει τα κείμενα με απλότητα και πρωτογένεια, σαν ένα ακόμα κομμάτι της ζωής. Ο λυρισμός, οι ονειρικές περιγραφές, η έντονη, ανεπιτήδευτη ποιητικότητα είναι αναπόσπαστα στοιχεία της. Ο Κιμ Μαν Τσουνγκ ήταν Κορεάτης λόγιος και διανοούμενος και η ιστορία του βιβλίου του διαδραματίζεται στην Κίνα, σε έναν χωροχρόνο οριακά μυθικό, όπου οι άνθρωποι είναι σε συνεχή επικοινωνία με τη φύση και τον κόσμο των πνευμάτων. Οι κοπέλες που περιστοιχίζουν τον ήρωα του βιβλίου έχουν ονόματα πουλιών ή στοιχείων της φύσης (Χελιδόνα, Αγριόχηνα, Συννεφένια, Φεγγαρένια), και διαθέτουν διττή υπόσταση: παρουσιάζονται σαν πλάσματα που, πέρα από την ανθρώπινη οντότητά τους, έχουν και ιδιότητες που τις κατατάσσουν στον κόσμο των άυλων πλασμάτων. Αυτή η διττότητα άλλωστε εκφράζεται μέσα στο βιβλίο μέσα και από πολλές άλλες δυαδικότητες που αντικατοπτρίζουν την αρχέτυπη δυάδα γιν και γιανγκ με διάφορους τρόπους και εκφάνσεις. Πιο χειροπιαστά κατανοητές είναι οι δυαδικές σχέσεις που οι οχτώ κοπέλες συνάπτουν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ουσιαστικά τέσσερα «ζεύγη» από αγαπημένες φίλες, και στα οποία ζεύγη το ένα μέλος συμπληρώνει το άλλο, χωρίς κανένα από τα δύο να υστερεί σε κάτι ούτε να θεωρείται υποδεέστερο. Σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο, ο Σονκ-γι και ο Σο-γιου (ο ήρωας και η μετενσάρκωσή του) αποτελούν μια βασική δυάδα, τα μέλη της οποίας ωστόσο συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο και δεν εμφανίζονται ποτέ μαζί. Σε ένα κομβικό σημείο της ιστορίας, ωστόσο, ο Σο-γιου γίνεται για λίγο και ο ίδιος μέλος μιας ορατής δυάδας, όταν περνάει στο προσκήνιο ο πρίγκιπας αδελφός μιας από τις κοπέλες.

Σε άμεση συνάρτηση με το στοιχείο της δυαδικότητας, που εκ των πραγμάτων κυριαρχεί στην ιστορία, είναι και οι μεταμορφώσεις, μεταφορικές και κυριολεκτικές, που συντελούνται κατά τη διάρκειά της, με πρώτη απ’ όλες την αρχική, την μετενσάρκωση του Σονγκ-γι στον Σο-γιου, η οποία αποτελεί, από μόνη της, μια δοκιμασία εξέχουσας σημασίας για τον ήρωα και την εξέλιξή του. Οι οχτώ κοπέλες έχουν κι εκείνες περάσει από ένα στάδιο μεταμόρφωσης, κάτι που αποκαλύπτεται πολύ αργότερα μαζί με την πραγματική ταυτότητά τους. Βλέπουμε να γίνονται και άλλες μεταμορφώσεις, οι οποίες με μια πρώτη ματιά φαίνονται επιφανειακές: ο Σο-γιου μεταμφιέζεται σε ιέρεια για να μπορέσει να μπει στο σπίτι μιας κοπέλας και να τη δει από κοντά, μία από τις άλλες κοπέλες μεταμφιέζεται σε αγόρι για να τον πλησιάσει, κάποια άλλη υποδύεται την άλλη εκπρόσωπο της δικής της δυάδας. Ωστόσο και αυτές οι μεταμφιέσεις είναι μικρότερες δοκιμασίες, από τις οποίες περνάει ο ήρωας χωρίς πάντα να το αντιλαμβάνεται, και όλες μαζί λειτουργούν σαν επιμέρους εξεταστικές διαδικασίες μιας, πνευματικής κυρίως, τελετουργίας που διαρκεί πολλά χρόνια και εκτείνεται σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Υπό αυτό το πρίσμα, η ιστορία του βιβλίου είναι και κατά ένα μεγάλο μέρος της μια πορεία συναισθηματικής και πνευματικής ενηλικίωσης, καθώς ο ήρωας γίνεται ολοένα και σοφότερος μαθαίνοντας πράγματα για τον εαυτό του, χωρίς να παραλείπει βέβαια να παίρνει και τα ανάλογα μαθήματα ζωής, συνέπειες και απόρροιες τόσο των αξιέπαινων ενεργειών όσο και των ατοπημάτων του. 

Οι μυστηριώδεις ιδιότητες της δυαδικότητας επεκτείνονται και στη γενικότερη χρήση των αριθμών ως μαγικών στοιχείων. Το δύο έτσι κι αλλιώς θεωρείται μαγικός αριθμός, όπως και το εννέα που επίσης έχει μεγάλη σημασία στην ιστορία: οι οχτώ νεράιδες και ο Σονγκ-γι, και στη συνέχεια οι οχτώ υποψήφιες νύφες και ερωμένες και ο Σο-γιου, απαρτίζουν δύο ομάδες που αποτελούνται από εννέα άτομα. Οχτώ παιδιά απέκτησε ο ήρωας, ένα με κάθε μία από τις κοπέλες, ενώ το βιβλίο ξεκινάει απαριθμώντας τα πέντε όρη της Ανατολικής Ασίας. Η φιλοσοφία επίσης παίζει σημαντικό ρόλο: εκτός από τον Βουδισμό, ο Κιμ Μαν Τσουνγκ μνημονεύει επίσης τον Ταοϊσμό και τον Κομφουκιανισμό ως σημαντικούς φιλοσοφικούς κλάδους, κάτι που αντικατοπτρίζεται και μέσα στην ιστορία μέσα από διάφορα στοιχεία, όπως την προαναφερθείσα χρήση των αριθμών.

Ο ήρωας, αλλά και τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας, μιλούν με πνευματικότητα όπως και ο αφηγητής, που χρησιμοποιεί όμορφες λέξεις, ποιητικές αλληγορίες και συχνές αναφορές στη φύση, τα πλάσματα και τα λουλούδια της. Τα σκηνικά είναι εξίσου ονειρικά: ανθισμένα λιβάδια, ηλιόλουστες βουνοκορφές, παλάτια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Το βιβλίο του Κιμ Μαν Τσουνγκ διαβάζεται εύκολα χάρη στη ρέουσα, ανάλαφρη γλώσσα του, εδώ σε πολύ καλή μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη, που αφήνει στον αναγνώστη μια αίσθηση ευφορίας και ψυχικής ηρεμίας. Ωστόσο είναι γεμάτο περίπλοκες φιλοσοφικές σκέψεις και νοήματα που επιδέχονται πολλές ερμηνείες, μέσα από ένα πνεύμα πανανθρώπινο και διαχρονικό.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/17450-nefelodes-oniro-ennea

28 November 2021

Τάσος Γκρους - Μαρία Λαλιώτη: Τι να πάρω μαζί μου

Συνθέτης με διακριτική παρουσία αλλά πλούσιο και ιδιαίτερα αξιόλογο έργο, ο Τάσος Γκρους έχει βάλει τη μουσική του σφραγίδα σε ορισμένα από τα πιο όμορφα, αξιομνημόνευτα και ξεχωριστά τραγούδια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Πρωτοεμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1986, με τη συμμετοχή του στον 5ο Διαγωνισμό Ιθάκης, όπου διακρίθηκε με το 1ο βραβείο σύνθεσης. Έχει κυκλοφορήσει ως τώρα 8 προσωπικούς δίσκους (ανάμεσά τους και το «Λέξεις Μυστικές» του 1991 από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι) και έχει συμμετάσχει με τα τραγούδια του σε προσωπικά άλμπουμ ερμηνευτών όπως ο Μανώλης Λιδάκης και η Αργυρώ Καπαρού. Κατά τη μακρόχρονη και εξαιρετικά δημιουργική πορεία του συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς στιχουργούς αλλά και ερμηνευτές, ενώ έχει μελοποιήσει και ποιήματα Ελλήνων και ξένων ποιητών (Ελύτη, Βαλαωρίτη, Βάρναλη, Καρυωτάκη, Καβάφη, Γιάννη Ρίτσου, Νερούδα, Ελυάρ, Χικμέτ, Μπρεχτ, μεταξύ άλλων). Η μουσική του χαρακτηρίζεται από γλυκύτητα, ευαισθησία και αισθαντικότητα, αλλά και δυναμισμό όταν χρειάζεται, πότε ακολουθώντας πιο λαϊκότροπα μονοπάτια και πότε πιο έντεχνους και λυρικούς δρόμους. 

Τα στοιχεία αυτά τα διακρίνουμε και στην τελευταία του συλλογή τραγουδιών, σε στίχους της Μαρίας Λαλιώτη, κάτω από τον γενικό τίτλο: «Τι να πάρω μαζί μου». Τα τραγούδια του άλμπουμ εικονογραφούν τις εναλλαγές της ζωής: χαρά, μελαγχολία, λύπη, ευδαιμονία, απογοητεύσεις, εξομολογήσεις, προβληματισμοί, τα γυρίσματα της τύχης, τα πάντα έχουν θέση στον κόσμο και είναι κομμάτια της ζωής. Οι εναλλαγές της ζωής, πάλι, όπως και οι φάσεις του φεγγαριού, διαδέχονται η μία την άλλη ακατάπαυστα και ανεξάρτητα από τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες των ανθρώπων. Το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ, η καλή τύχη δίνει τη θέση της στην αναποδιά, ωστόσο τίποτα δεν κρατάει για πάντα, κι όπως μετά από μια περίοδο ευημερίας μπορεί να έρθει το σκοτάδι, έτσι και το σκοτάδι κάποια στιγμή θα διαλυθεί και θα λάμψει και πάλι το φως.

Μετά το συναισθηματικά φορτισμένο «Ό,τι αγαπάς, υπάρχει» (2018), το «Τι να πάρω μαζί μου» έρχεται σαν μια μορφή απολογισμού, που μπορεί να είναι κυριολεκτικός αλλά και συμβολικός, εξίσου προσωπικός και σε ευρύτερη κλίμακα. Οι στίχοι των τραγουδιών διακρίνονται από μουσικότητα και ποικιλία στη θεματολογία τους, η οποία είναι βαθιά ανθρωποκεντρική: εστιάζει στον ανθρώπινο στοιχείο, τις σχέσεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες. Υπάρχει διάχυτος λυρισμός, που πότε διοχετεύεται από τη μουσική στον στίχο και πότε έχει ως αφετηρία την αφήγηση και ξεδιπλώνεται μέσα από τη μελωδία. Μια επερχόμενη οριστική αποχώρηση, που ίσως δεν είναι πάντα για κακό (Τι να πάρω μαζί μου), η ελπίδα που πάντα υπάρχει (Όπου τελειώνει η θάλασσα), οι αναμνήσεις, οι παλιές αγάπες (Συνήθειες), η αναμονή για την καινούρια μέρα (Με τον άνεμο), η δύναμη της αγάπης (Τα ανθρώπινα, Η αγάπη σου είναι θάλασσα), η καθημερινότητα, η αξία των απλών πραγμάτων (Πριν ο ήλιος βγει), η πίκρα για πράγματα που δεν ειπώθηκαν, η νοσταλγία για όσα χάθηκαν, η μάταιη αναμονή για ό,τι προσμένουμε αλλά δεν πρόκειται να έρθει ποτέ (Η λέξη, Του ονείρου τα τρένα), οι ανοιχτές πληγές που αφήνουν πίσω τους οι αδικίες, οι ανεκπλήρωτες αγάπες που όμως μπορεί κάποτε να ευοδωθούν (Όνειρο, Το άδικο) είναι τα θέματα που, μέσα από τα τραγούδια, εξελίσσονται σαν μικρές, καθημερινές ιστορίες με τις οποίες ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγάλη αξία της τέχνης: ότι δημιουργείται σε στιγμές έμπνευσης, σε συνδυασμό με ερεθίσματα από προσωπικά βιώματα, αλλά τα αποτελέσματα, εν προκειμένω τα τραγούδια, έχουν αποδέκτες όλους.

Τα τραγούδια ερμηνεύουν καταξιωμένοι τραγουδιστές: ο Μανώλης Μητσιάς, η Αργυρώ Καπαρού, η Ελένη Νόνη, ο Ανδρέας Σμυρνάκης, η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, αφήνοντας ο καθένας το δικό του προσωπικό στίγμα, προσαρμόζοντας τις εκφραστικές τους ερμηνείες στο ύφος του κάθε κομματιού. Ο Νίκος Βελώνιας υπογράφει την ενορχήστρωση των τραγουδιών, η οποία με ευελιξία αναδεικνύει τη χαρακτηριστική υφή του καθενός από αυτά: άλλοτε με έμφαση στο λαϊκό στοιχείο, άλλοτε πιο παραδοσιακή, κάποιες φορές πιο λιτή και άλλες πιο πλούσια. Δύο από τα κομμάτια (Το άδικο, Με τον άνεμο), υπάρχουν και σε ορχηστρική μορφή η οποία προβάλλει και μια διαφορετική πτυχή τους. Το CD συνοδεύεται από ένα καλαίσθητο βιβλίο που περιλαμβάνει τους στίχους των τραγουδιών και σημειώματα του συνθέτη και της στιχουργού, εικονογραφημένο με έργα του ζωγράφου Ηλία Λαλιώτη. Οι πολύχρωμες, ζωηρές εικόνες, συνδυάζοντας το αφαιρετικό, ονειρικό στοιχείο με το ρεαλιστικό, διαλέγονται με τα τραγούδια με έναν τρόπο μοναδικό: μελωδίες, στίχοι και εικόνες αλληλοσυμπληρώνονται και εμπλουτίζουν ακόμα περισσότερο την ακουστική εμπειρία. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/17338-paro-mazi-mou


11 November 2021

Arthur Rimbaud: Ποιήματα - Μια εποχή στην κόλαση - Εκλάμψεις - Επιστολές-Μαρτυρίες

Αν και η εποχή της δημιουργίας κράτησε πολύ λίγο για τον Αρτύρ Ρεμπώ στην έτσι κι αλλιώς σύντομη ζωή του (πέθανε σε ηλικία μόλις 37 ετών, χτυπημένος από ασθένειες με δυσμενείς επιπλοκές), πρόλαβε ωστόσο να αφήσει μια μοναδική παρακαταθήκη από ποιήματα και πεζά κείμενα τα οποία έμελλε να αποτελούν ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς και να παραμένουν αξεπέραστα. Πρόλαβε επίσης να ζήσει μια κυριολεκτικά θυελλώδη ζωή, κάτι που αναπόφευκτα πέρασε, με έμμεσο ή και λιγότερο έμμεσο τρόπο, στο συναρπαστικό του έργο.  Ο «καταραμένος» αυτός ποιητής έχει επίσης χαρακτηριστεί «Μότσαρτ της ποίησης»,  για τις ιδιοφυείς ποιητικές του συνθέσεις, αλλά και για το ότι ξεκίνησε να γράφει σε πολύ μικρή ηλικία, στα 15 του χρόνια. Η ποίηση του Ρεμπώ είναι ιμπρεσιονιστική – τα ποιήματα και τα κείμενά του είναι σαν μια σειρά από πίνακες, και συχνά πυκνά, μέσω αναπάντεχων διασκελισμών, παραπέμπουν σε πραγματικούς πίνακες ζωγραφικής. 

Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στις Αρδέννες το 1854, λίγα χρόνια πριν ο συμβολισμός εμφανιστεί ως κίνημα στην Ευρώπη όταν ο Σαρλ Μποντλέρ έγραψε τα «Άνθη του Κακού». Αν εξαιρέσουμε, ωστόσο, τον Μποντλέρ, ο συμβολισμός ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε βρει έναν εκφραστή πιο καίριο από τον Ρεμπώ: εμπλέκοντας στα έργα του ρεαλισμό, αλληγορίες, γρίφους και συνειρμούς, αλλά έχοντας τον απόλυτο έλεγχο όλων των εκφραστικών του μέσων, αντλούσε την έμπνευσή του από κάθε λογής πηγή και δεξαμενή και την μετέφερε σε ένα επίπεδο πέρα και πάνω από κάθε τι στερεοτυπικό και αναμενόμενο. Το ιστορικό παρελθόν, της πατρίδας του αλλά και άλλων λαών, οι μύθοι, τα παραμύθια, οι συνάδελφοί του ποιητές της εποχής, κάποιοι από τους οποίους δεν γλίτωναν από την αιχμηρή του πένα, οι τέχνες, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, η αγωνία της έμπνευσης και της δημιουργίας, αλλά και η επεισοδιακή και άκρως περίπλοκη σχέση του με τον Βερλέν – μια περίοδος που σημάδεψε όσο καμία άλλη τη ζωή του – καταγράφονται μέσα στα ποιήματα και τα πεζά κείμενά του με τη μορφή μιας σειράς εικόνων που παίζουν και συνδιαλέγονται συνεχώς με τη φαντασία και τα σύμβολα. Κάθε του ποίημα μπορεί να ερμηνευθεί με άπειρους τρόπους – ακόμα και οι συνδυασμοί των λέξεων είναι σαν να συνθέτουν γρίφους που άλλοτε σε οδηγούν σε ένα μονοπάτι, και άλλοτε σε άλλο. Το πιο γνωστό και δημοφιλές, ίσως, ποίημά του, για παράδειγμα, το «Μεθυσμένο Καράβι», θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συμβολίζει την αγωνία της δημιουργίας, αλλά από την άλλη, με μία διαφορετική ανάγνωση, μοιάζει να «απαντάει» με κάποιον τρόπο στον γερο-ναυτικό από το «Rime of the Ancient Mariner» του Κόλεριτζ.

Δε θα μπορούσε να είναι συμβατικό τίποτα που σχετίζεται με τον Ρεμπώ ή που πηγάζει από την έμπνευσή του. Από την πρώιμη εφηβεία του ακόμα, αποδοκίμαζε τα πάντα και εξέφραζε συχνά την αγανάκτησή του για ο,τιδήποτε τον ενοχλούσε και τον εκνεύριζε. Είχε μια χαρισματική, γοητευτική παρουσία που δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητη από κανέναν. Σε συνδυασμό με το κοφτερό πνεύμα του, πάντα σε δημιουργική ή σχολιαστική εγρήγορση, μπορούσε να κερδίσει εύκολα φίλους, αλλά και επικριτές. Η κοινωνική του συμπεριφορά, ασυνήθιστη και προκλητική χωρίς αναστολές, έθιγε συχνά τα «χρηστά ήθη» της συντηρητικής κοινωνίας, και ανάλογο αποτέλεσμα είχαν τα αιρετικά, και αθυρόστομα πολλές φορές, ποιήματά του. Από τα μισά της εφηβείας του μέχρι και τα είκοσί του χρόνια, οπότε και σταμάτησε να γράφει και άλλαξε εντελώς πορεία και τρόπο ζωής, έπαιζε την ποιητική γλώσσα και τη δημιουργική διαδικασία στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Ρεμπώ μετεξέλιξε τον συμβολισμό όπως τον καθόρισε, μέσα από το έργο του, ο Μποντλέρ, όχι απλά φέρνοντάς τον στα μέτρα της δικής του εποχής, αλλά ξεπερνώντας και τους μελλοντικούς εκφραστές του κινήματος, συνδέοντάς τον με τον μοντερνισμό. Ωστόσο τα ποιήματα και τα πεζά κείμενά του, παράλληλα με την «τρέλα» που τα διακατέχει, είναι ταυτόχρονα γεμάτα λυρισμό, ποιητικότητα και ομορφιά, και αντανακλούν συναισθηματικές αλλά και διανοητικές πτυχές που δεν εκφράζονταν εύκολα – ή και καθόλου – εκείνη την εποχή. 

Στην έκδοση αυτή, ιδιαίτερα καλαίσθητη και φροντισμένη, με τις πολύ καλές μεταφράσεις του ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος επίσης συνεισφέρει με μια κατατοπιστική εισαγωγή και μια σειρά από ιδιαίτερα αξιόλογα κείμενά του που συνόδευαν τις πρώτες εκδόσεις των μεταφράσεων αυτών, περιλαμβάνονται τα ποιήματα του Ρεμπώ που δεν εντάσσονται σε κάποια συλλογή, μαζί με τις γριφώδεις και εικονοκλαστικές «Εκλάμψεις» και τα εξίσου αινιγματικά κομμάτια που συνθέτουν το «Μια Εποχή Στην Κόλαση». Έχουν συμπεριληφθεί επίσης επιστολές από και προς τον Ρεμπώ, από μέλη της οικογένειάς του, συνεργάτες και φίλους καθώς και η αλληλογραφία του με τον Βερλέν. Τα γράμματά του ρίχνουν λίγο φως στην περίπλοκη και μυστηριώδη προσωπικότητά του, με τις διακυμάνσεις και τις κυκλοθυμίες, αλλά και την οξυδέρκεια και την παρατηρητικότητα με τις οποίες περιεργαζόταν τον κόσμο και τη φύση γύρω του. 

Η «Εποχή στην Κόλαση» αλλά και οι «Εκλάμψεις» συμπίπτουν χρονικά με την περίοδο που έζησε με τον Βερλέν, και τα περισσότερα – αν όχι και όλα – τα κείμενα και τα ποιήματα που απαρτίζουν τα δύο αυτά έργα εμπεριέχουν στοιχεία, άλλοτε πιο έντονα και εμφανή και άλλοτε δοσμένα αλληγορικά και συγκαλυμμένα, της ταραγμένης ερωτικής αλλά και καλλιτεχνικής τους σχέσης η οποία έληξε δραματικά όταν ο Βερλέν πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπώ και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης. Όσο για τον Ρεμπώ, αφού εγκατέλειψε οριστικά την ποίηση, ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ιάβα, την Κύπρο, την Υεμένη, την Αιθιοπία, και έκανε διάφορες δουλειές, από εμπορικός αντιπρόσωπος μέχρι έμπορος όπλων και μισθοφόρος. Όντας σε όλη του τη ζωή αντισυμβατικός, ούτε και στη διαδικασία της καλλιτεχνικής έκφρασης δεν ακολούθησε την πεπατημένη: έγραφε ενώ ακόμα δεν είχε, τυπικά τουλάχιστον, τόση πείρα της ζωής, και στη συνέχεια, όταν πια αποκόμιζε συνεχώς δυνατές εμπειρίες, οι δραστηριότητες και οι ασχολίες του είχαν πάψει πια να σχετίζονται με ο,τιδήποτε είχε να κάνει με την τέχνη. Ήταν λες και γεννήθηκε με έναν θησαυρό ιδεών, τον οποίο εξέθεσε καταιγιστικά στη διάρκεια ελάχιστων χρόνων, και από εκείνο το σημείο και πέρα γύρισε την πλάτη στην ποίηση. «Είμαι ένας εφευρέτης μ’ εντελώς άλλη αξία απ’ όση είχαν οι προκάτοχοί μου. Αλλά και μουσικός που βρήκε κάτι σαν το κλειδί της αγάπης. […] Δεν νοσταλγώ τον παλιό μου κλήρο στη θεϊκή χαρά: το απέριττο ύφος αυτής της άγριας εξοχής τροφοδοτεί σθεναρά τον τρομερό σκεπτικισμό μου. Μα καθώς δεν μπορεί πια να λειτουργήσει αυτός ο σκεπτικισμός κι αφού εξάλλου αφιερώθηκα σε μια καινούρια παραζάλη – το μόνο που μου μένει είναι να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος τρελός», είχε γράψει στις «Εκλάμψεις», σχεδόν προφητικά.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Νοέμβριο του 2021

9 November 2021

Ιωάννης Ψάρρας: Το Βλέμμα

«Τα πράγματα δεν χάνονται, τα παίρνει ο αέρας, τα μεταφέρει όπως τη γύρη, δεξιά κι αριστερά.» («Η εκκρεμότης»). Κάπως έτσι και οι ήρωες του Ιωάννη Ψάρρα χάνονται στο βλέμμα ενός νεογέννητου μωρού, ενός αγαπημένου νεκρού, ενός αθώου πτηνού. Αλλά και στο μεταφορικό βλέμμα της μνήμης, της ιστορίας, της λαϊκής σοφίας. Άνθρωποι σύγχρονοι αλλά και ερχόμενοι από το μακρινό παρελθόν, αναπολούν, θρηνούν, ελπίζουν, μελαγχολούν. Ζωντανοί που νοσταλγούν τους νεκρούς τους, ετοιμοθάνατοι που περιμένουν την τελευταία ώρα, νεκροί που αναλογίζονται την τραγικότητα της ζωής τους. Τα πάντα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου, όλα είναι μέρος της ζωης: η χαρά, η τραγωδία, η γέννηση, ο θάνατος. 

Τα κείμενα του Ιωάννη Ψάρρα έχουν κοινό παρονομαστή πάντα και παντού το βλέμμα. Το βλέμμα κυριαρχεί, καθορίζει και εξαγνίζει. Παρακολουθεί άγρυπνο όλες τις φάσεις της ζωής. Υφίσταται ακόμα και εκεί που δεν φαίνεται αμεσα: η ιδιότητα του βλέμματος, η όραση, "συγγενεύει" ηχητικά με την όρνιθα («Η όρνις, της όρνιθος») όπως και το λιμάνι του Οράν όπου ο ναυτικός ήρωας μπάρκαρε στο πρώτο του ταξίδι («Οράν»). Το βλέμμα μπορεί να ανήκει σε ένα μάτι αληθινό, τεχνητό, φανταστικό η υποθετικό. Είναι το μάτι του παρατηρητή στο γήπεδο, της μητέρας που περιμένει στο άδειο σπίτι, του νεκρού που δεν μπορεί με τίποτα να ξαναγυρίσει στη ζωή. Ο «δίκης οφθαλμός», το μάτι που βλέπει τα πάντα. Η «Γυφτοπούλα» του Ζεύγματος στο εξώφυλλο, το ψηφιδωτό που τόσο καίρια εικονογραφεί τον γενικό τίτλο "Το βλέμμα", δίνει το πλέον δυνατό και ανεξίτηλο στίγμα. 

Το βλέμμα, λένε, είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ίσως όχι μόνο. «[...]Πληροφορήθηκα ότι αυτός ο κόσμος ήταν γεμάτος από κάτι που ονομαζόταν καθρέφτες, ένα υλικό που εποπτεύει τα σώματα […], ότι ο κόσμος, ο συγκεκριμένος κόσμος αντανακλάται σε έναν άλλον ή και μεταξύ του, ότι χωρίς αυτή την αντανάκλαση δεν υφίσταται.» μονολογεί ο αφηγητής στην «Κρύα βρύση», ερμηνεύοντας με τον δικό του τρόπο την πλατωνική θεωρία για τον παράλληλο κόσμο, που ωστόσο είναι ο πραγματικός. Κι αν είναι εκείνος ο πραγματικός κόσμος, τότε όλα αυτά που ζούμε είναι μια ψευδαίσθηση. Το βλέμμα όμως είναι πάντα αληθινό, βλέπει πέρα και πίσω από τα κάτοπτρα, με τη βοήθεια αλεπάλληλων αντανακλάσεων φτάνει και στην μακρινή πραγματικότητα, αν και τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος δεν μπορεί να το αντιληφθεί.

Τα σύντομα πεζά και τα ποιήματα του Ιωάννη Ψάρρα που αφηγούνται το καθένα μια δική τους ιστορία ενός ή περισσότερων βλεμμάτων, είναι γραμμένα με ένα ιδιότυπο ύφος συνειρμικών μνημών και αναμνήσεων. Πότε σε πρώτο πρόσωπο, πότε επιστρατεύοντας (και) έναν αφηγητή, ξετυλίγουν μια ιστορία η οποία, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, εμπεριέχει ένα στοιχείο τραγικότητας, μικρότερο ή μεγαλύτερο. Άλλοτε πάλι έρχεται στο τέλος η ανατροπή με τη μορφή μιας τραγικής ειρωνίας. Δεν έχει και τόση σημασία ποια ήταν ή είναι η ζωή των ανθρώπων αυτών, περισσότερο η λιγότερο συναρπαστική. Εξάλλου για τον καθένα, αυτό που ζει ο ίδιος και οι δικές του εμπειρίες και αναμνήσεις είναι που θα μετρήσουν όταν θα κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος, ένας μικρόκοσμος έστω. 

Ο συγγραφέας προσεγγίζει τους ήρωες και τα θέματά του με τρυφερότητα, συμπάθεια, ενσυναίσθηση, ενίοτε και με καλοπροαίρετη, διακριτικά σαρκαστική διάθεση. Όντας ψυχοθεραπευτής στο επάγγελμα, ρίχνει το δικό του βλέμμα στα μύχια της ψυχής όσων συμμετέχουν στις ιστορίες του. Αγαπάει τους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του, τους τόπους, τα αντικείμενα, τα σπίτια, τα έμβια όντα που τους περιβάλλουν. Ενδύεται κάθε φορά και κάποιον διαφορετικό χαρακτήρα, που όλοι όμως έχουν δικά του στοιχεία, ίσως και βιώματα. Γίνεται ο ίδιος ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τις ιστορίες μεταξύ τους, αποδεικνύοντας ότι μπορεί ο κάθε άνθρωπος είναι μέρος του συνόλου, αλλά και το σύνολο δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς τους ανθρώπους.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Νοέμβριο του 2021

https://www.fractalart.gr/to-vlemma/


22 October 2021

E.T.A. Hoffman: Τα ελιξίρια του διαβόλου

Αν και σαφώς επηρεασμένο από το κίνημα του ρομαντισμού και με προφανείς τις επιρροές από την γοτθική λογοτεχνία του ευρωπαϊκού βορρά, το σκοτεινό, μεταφυσικό και μυστηριακό μυθιστόρημα του Ε.Τ.Α Χόφμαν «Τα Ελιξίρια του Διαβόλου» είναι ουσιαστικά μια φιλοσοφική μελέτη που διεισδύει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Ο αδελφός Μεράρδος, κατά κόσμον Φραντς, κεντρικός ήρωας και βασικός αφηγητής, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είχε φαινομενικά όλες τις προδιαγραφές για να ζήσει μια φωτισμένη, εναρετη ζωή, ένας άνθρωπος χαρισματικός ο οποίος ωστόσο κουβαλάει στους ώμους του τη βαριά κληρονομιά των πράξεων των προγόνων του. Οι πράξεις αυτές επαναλαμβανονται από γενιά σε γενιά με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια και ο ήρωας, αδύναμος μπροστά στο προκαθορισμενο του πεπρωμένο, δεν μπορεί παρά να τις επαναλάβει με τη σειρά του και ο ίδιος.

Πολυπράγμων και πολυσχιδής, ο Έρνεστ Τέοντορ Αμαντεους Χόφμαν (1776-1822) ήταν, εκτός από λογοτέχνης, και νομικός, συνθέτης, σκηνογράφος, κριτικός μουσικής, διευθυντής ορχήστρας και δικαστής, μεταξύ άλλων. Προς τιμήν του Μότσαρτ, άλλαξε το όνομά του από Βίλχελμ σε Αμαντέους. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικους συγγραφείς του κινήματος του ρομαντισμού, καθώς επηρέασε και πολλούς μεταγενεστερους συγγραφείς, όπως τον Πόε, τον Μποντλέρ, τον Κάφκα, τον Ντίκενς και τον Ντοστογιεφσκι. Τα έργα του ενέπνευσαν συνθέσεις μπαλέτων όπως ο «Καρυοθραύστης» του Τσαϊκόφσκι και η «Κοπέλια» του Ντεμπισί, ενώ σε τρεις ιστορίες του βασίζεται η όπερα του Ζακ Όφενμπαχ «Τα παραμύθια του Χόφμαν» στην οποία μάλιστα πρωταγωνιστικός ήρωας είναι ο ίδιος ο Χόφμαν.

Τα «Ελιξίρια του Διαβόλου» είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο και στην δομή του ακόμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Χωρίζεται σε δύο εκτενή μέρη, γραμμένα με αρκετή χρονική απόσταση μεταξύ τους, από τα οποία το πρώτο αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια και το δεύτερο από τρία. Έχουμε αφήγηση μέσα στην αφήγηση – ο κύριος όγκος είναι η εξιστόρηση του Μεράρδου σε πρώτο πρόσωπο, η οποία παρατίθεται από τον εκδότη του χειρογράφου του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αφήγησης του Μεράρδου, τόσο ο ίδιος όσο και άλλα ατομα που συναντάει και συναναστεφεται αφηγούνται ιστορίες, κατά κανόνα μακροσκελείς και με έμφαση στις λεπτομέρειες. Οι ιστορίες αυτές σχετίζονται άμεσα η έμμεσα με τον Μεράρδο, άλλοτε φωτίζοντας πτυχές της δικής του ιστορίας και άλλοτε προσθέτοντας επιπλέον μυστήριο σε καίρια γεγονότα της ζωής του. 

Έχοντας μεγαλώσει σε ένα μοναστήρι προτού ακόμη αποφασίσει να γίνει μοναχός, ο Μεράρδος, στην πορεία της ζωής του, έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με ανατροπές, αποκαλύψεις και μοιραίες συναντήσεις με άτομα των οποίων η ζωή φαίνεται να συνδέεται με τη δική του με έναν μυστικό, άρρηκτο δεσμό. Η έννοια της μοίρας αλλά και του πεπρωμένου έπαιζε έτσι κι αλλιώς πολύ σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία του ρομαντισμού και ιδίως του σκοτεινού ρομαντισμού, του άμεσα επηρεασμένου από την γοτθική λογοτεχνία. Άλλωστε, και ο Χόφμαν είχε σαν αφετηρία για την σύνθεση της ιστορίας αυτής ένα παλιότερο κείμενο, τον «Καλόγερο», αρχετυπικό μυθιστόρημα γοτθικού τρόμου που ο συγγραφέας του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις είχε γράψει προτού καν κλείσει τα είκοσι. 

Από την αρχή της ζωής του, ο Μεράρδος είχε έντονη γύρω του την παρουσία της θρησκείας και των εκπροσώπων της. Στα 16 του αποφασίζει να ακολουθήσει την ιερατική σταδιοδρομία, όπου αποδεικνύεται ότι διαθέται έμφυτο ταλέντο. Γρήγορα εξελίσσεται σε χαρισματικό ρήτορα που συνεπαίρνει το ποίμνιό του, και είναι το καμάρι των ανωτέρων του στη μονή όπου ζει. Όλα αυτά μέχρι που μπαίνει στον πειρασμό και δοκιμάζει λίγο από το ελιξίριο του διαβόλου, ένα μυστηριώδες κρασί που φυλάσσεται στη μονή σαν κειμήλιο. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, αρχίζει η διαρκής αναμέτρησή του με την σκοτεινή πλευρά του. Από πιστός και αφοσιωμένος μοναχός και χαρισματικός ρήτορας, μετατρέπεται σε υποχείριο των πιο απαγορευμένων επιθυμιών του και εμπλέκεται σε μια αλυσίδα εγκληματικών και άνομων πράξεων από τις οποίες η παράξενη μοίρα του τον προστατεύει, απαλλάσσοντάς τον από την ενοχή του για ένα μεγαλο διάστημα. Ο Μεράρδος παίρνει διάφορες μορφές και ταυτότητες, όπως ο διάβολος. Άλλοτε με δική του πρωτοβουλία, άλλοτε εξαιτίας μιας παρεξήγησης, πότε μόνος του και πότε με κάποιον ακούσιο βοηθό, υποδύεται πρόσωπα που, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει ακόμα, συνδέονται μαζί του με τους πιο στενούς δεσμούς αίματος. Το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειάς του, που ο ίδιος το αγνοεί, έρχεται σιγά σιγά στο προσκήνιο και αρχίζει να κατευθύνει και να καθορίζει τη ζωή του. Ταυτίζοντας τη θρησκευτική ευλάβεια με την ερωτική επιθυμία, ερωτεύεται την αθώα Αυρηλία η οποία, από ένα ειρωνικό γύρισμα της τύχης, μετατρέπεται, εν μέρει άθελά της, στη νέμεσή του. 

Ο Μεράρδος  και ο «κακός» εαυτός του είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυαδικότητας που παίζει εξέχοντα ρόλο στο μυθιστόρημα και πολλές φορές κυριαρχεί, και τυχαίνει να είναι και το πιο σύνθετο. Όταν αποφασίζει να γίνει μοναχός, αποκτά τη θρησκευτική έκφανση του εαυτού του, σε αντιδιαστολή με την ήδη υπάρχουσα κοσμική. Στη συνέχεια, όταν αναδύεται από τα υπόγεια του μυαλού του η σκοτεινή πλευρά του, διχάζεται και πάλι ανάμεσα στην ενάρετη υπόσταση του μοναχού και μια ύπουλη προσωπικότητα που φαινομενικά καθοδηγείται από τον διάβολο. Αργότερα, για να καλύψει κάποιες από τις πράξεις του, δανείζεται το όνομα του Λεονάρδου, του ηγούμενου της μονής του, ενώ, καθώς μια αποκάλυψη από το παρελθόν φέρνει στο προσκήνιο ένα πρόσωπο – κλειδί, ο Μεράρδος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εκδοχή του εαυτού του που δεν περίμενε ποτέ να συναντήσει. Ανάλογες «δυάδες» συναντάμε και σε άλλα πρόσωπα, τα οποία είτε πιο ξεκάθαρα είτε πιο κρυπτικά αντικατοπτρίζουν το ένα το άλλο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το ένα από τα δύο είναι το ενάρετο, το «καθαρό», και το δεύτερο αποτελεί την κακή, ψυχικά και πνευματικά παραμορφωμένη εκδοχή του.

Χειμαρρώδες, συναρπαστικό, δαιδαλώδες και πολυεπίπεδο, το μυθιστόρημα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν, εδώ σε εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού, που υπογράφει και το ιδιαίτερα κατατοπιστικό Επίμετρο, αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της εποχής κατά την οποία γράφτηκε. Η δύναμη της θρησκευτικής εξουσίας, οι πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, οι προλήψεις και οι δυσειδαιμονίες, η τυφλή πίστη στις άυλες δυνάμεις, καλές και κακές, όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό, σχολιάζονται μέσα από την ιστορία του καταραμένου ήρωα Μεράρδου, ο οποίος, εν τέλει, υπέκυψε όχι τόσο στον πειρασμό της σάρκας όσο σε εκείνον της υπέρμετρης αλαζονείας. Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις πνευματικές του ικανότητες τον έκανε να θεωρεί ότι ήταν σε θέση να ελέγξει την επίδραση που θα είχε στο μυαλό και την ψυχή του του ελιξίριο του διαβόλου. Αλλά επρόκειτο όντως για ένα δαιμονικό ποτό; Ή τελικά ήταν απλά ένα παλιό κρασί που, μόνο και μόνο εξαιτίας της σκανδαλιστικής ονομασίας του, πρόσφερε σε όποιον το δοκίμαζε την ψευδαίσθηση ότι περιείχε κάτι ικανό να τον αλλάξει, δίνοντάς του έτσι το άλλοθι για να ακολουθήσει έναν δρόμο που, σε άλλη περίπτωση, θα δίσταζε να πάρει, έχοντας πλέον τη δικαιολογία ότι «δεν φταίω εγώ, ο διάβολος με παρέσυρε», θέτοντας παράλληλα σε δοκιμασία και την πίστη του; Όπως άλλωστε αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πάπας σε μια συνομιλία του με τον ήρωα, «το αιώνιο πνεύμα δημιούργησε έναν γίγαντα που μπορεί να δαμάσει και να αλυσοδέσει εκείνο το τυφλό κτήνος που μαίνεται μέσα μας. Αυτός ο γίγαντας ονομάζεται συνείδηση και από την πάλη του με το κτήνος γεννιέται η ελεύθερη βούληση. Η νίκη του γίγαντα είναι η αρετή, η νίκη του κτήνους η αμαρτία».


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Οκτώβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/17119-elixiria-diavolou

26 September 2021

Γιώργος Σταυριανός: Λύκε, λύκε, είσαι εδώ;

Ο Γιώργος Σταυριανός γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε στο Νανσύ της Γαλλίας, στη Σχολή Γραμμάτων και Ανθρωπιστικών Επιστημών, και κατέχει πτυχία ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας. Έχει διδακτορικό στην φιλοσοφία και διδάσκει ως Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών & Εφαρμοσμένων Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1982 με την «Έρημη πόλη», συλλογή τραγουδιών με ερμηνευτικές συμμετοχές της Μαρίας  Δημητριάδη, του Ανδρέα Μικρούτσικου και του Κώστα Θωμαΐδη. Κυκλοφόρησε στη  συνέχεια σειρά από δίσκους, στους οποίους συνεργάστηκε με γνωστούς τραγουδιστές, ενώ έχει μελοποιήσει στίχους καταξιωμένων στιχουργών της εποχής μας. Κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι τα «Φόβοι του Μεσημεριού» (1986), «Άνεμος είναι» (1990), «Καθαρός Ουρανός» (1991). Παράλληλα με την μακρόχρονη και αξιόλογη πορεία του στην μουσική, ασχολείται και με τη συγγραφή. Έχει εκδώσει έως τώρα τα βιβλία «Μητροπόλεις» (1996), «Το τρυφερό παραμύθι του κόσμου» (1998), «Πόρτες μισάνοιχτες» (2003), «Η αλήθεια της νύχτας» (2014), «Η δυναμική των πολιτισμών» (2007), «Η νέα αφήγηση του κόσμου» (2012) και «Απαγορευμένες περιοχές» (2018). Το «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;» είναι η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του, η οποία, όσον αφορά το πνεύμα και, εν μέρει, τη θεματολογία, έρχεται σαν συνέχεια της «Πηγής των θαυμάτων» που είχε κυκλοφορήσει το 2017. 

Τη μουσική του Γιώργου Σταυριανού χαρακτήριζαν πάντα ο λυρισμός και η αισθαντικότητα, μαζί με μια αύρα νοσταλγίας και μια διάχυτη μελαγχολία. Αυτά τα στοιχεία ωρίμασαν με το πέρασμα του χρόνου, καθώς προσαρμόζονταν στο πνεύμα της εκάστοτε εποχής. Στο «Λύκε, λύκε είσαι εδώ;», ο συνθέτης καταθέτει τις σκέψεις του μέσα από ένα σύντομο συνοδευτικό σημείωμα όπου εκφράζει τους προβληματισμούς του για την πορεία του σύγχρονου και του μελλοντικού κόσμου. Ο τίτλος του CD δίνει κατά κάποιο τρόπο το στίγμα αυτών των προβληματισμών, αφού ο λύκος, ο γνωστός μας λύκος των παραμυθιών, αποτελεί το αρχέγονο σύμβολο του φόβου για το άγνωστο. Από την άλλη, είναι παράλληλα και μια οικεία μορφή, και πάλι εξαιτίας της παρουσίας του στα παραμύθια: η συμβολική, αλληγορική του έκφανση, ακόμα κι αν τις περισσότερες φορές ταυτίζεται με το κακό, προέρχεται από ένα πεδίο που όλοι μας το γνωρίζουμε καλά, και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς το οποίο πάντα κάτι έχει να πει στον καθένα από μας.

Άλλωστε και στο τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στο CD, σε στίχους του ίδιου του συνθέτη, ο αφηγητής είναι σαν να ταυτίζεται με τον λύκο, ο οποίος ίσως και να μην είναι τελικά – ή να μην είναι πάντα – η ακαθόριστη εξωτερική απειλή, αλλά η κακή πλευρά του κάθε ανθρώπου, ένας εαυτός που ίσως όλοι έχουμε και που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν εκδηλώνεται, ή τουλάχιστον δεν εκδηλώνεται στον βαθμό που μπορεί να γίνει αντιληπτός σε όλη του την έκταση. «Μόνο που ο λύκος ήταν πάντα εδώ», καταλήγει το τραγούδι με μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη διαπίστωση, ενώ σε ανάλογο μελαγχολικό μοτίβο το «Τραγούδι μου απόψε», πάλι σε στίχους του συνθέτη, η αφήγηση γίνεται πιο προσωπική, σε συνάρτηση πάντα με τον περιβάλλοντα κόσμο. Στις «Βουβές χοροεσπερίδες», σε στίχους του Κωνσταντίνου Μουδάτσου, κυριαρχεί η ερωτική διάθεση μέσα από μια σύντομη εξομολόγηση, ενώ το «Ήρθε ο πατέρας μου», σε στίχους του Μάκη Τσίτα, εκφράζει με λιτότητα και απέριττη ομορφιά την επιθυμία του αφηγητή να επανασυνδεθεί με ένα αγαπημένο πρόσωπο που έχει φύγει από τη ζωή. Το στοιχείο της προσωπικής εξομολόγησης συνεχίζεται και στο «Βαλς της λήθης», σε στίχους Πάνου Μπούσαλη, όπου ο αφηγητής, απομακρυσμένος από τον κόσμο, αναζητά τη συντροφικότητα ενώ παράλληλα δείχνει να θέλει να ξεχάσει όλα εκείνα που τον έχουν πληγώσει. Λίγο πριν το τέλος, ο «Αμαρτωλός», σε στίχους του συνθέτη, κάνει τον απολογισμό του και καταλήγει και πάλι μόνος του, «σα φεγγάρι γυμνό σ’ άδειο ουρανό». 

Οι μελωδίες του Γιώργου Σταυριανού είναι γεμάτες γλυκύτητα και μελωδικότητα σε πρώτο επίπεδο, ωστόσο οι λιτές ενορχηστρώσεις αναδεικνύουν μαγικά την περιπλοκότητα και την δυναμικότητά τους. Σαν εκφραστές της δικής του εσωτερικής φωνής, ο συνθέτης έχει επιλέξει τέσσερις εξαιρετικούς τραγουδιστές: ο Βασίλης Γισδάκης, ο Δώρος Δημοσθένους, ο Παντελής Θαλασσινός και ο Πάνος Μπούσαλης ερμηνεύουν με ευαισθησία, εκφραστικότητα και παραστατικότητα τα τραγούδια του CD, ενώ ανάμεσα στα τραγούδια παρεμβάλλονται υπέροχα ορχηστρικά κομμάτια που «εικονογραφούν» μελωδικά τις ιστορίες που αφηγούνται. Ο «αφηγητής» που ανέφερα παραπάνω είναι και δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τραγούδια: από τη μια είναι ο ίδιος, καθώς εκφράζει σκέψεις, ανησυχίες, επιθυμίες που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, από την άλλη πάλι δεν είναι ο ίδιος, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Ωστόσο τόσο οι στιχουργοί όσο και οι ερμηνευτές μοιάζουν να ταυτίζονται με τον συνθέτη και ο καθένας, αξιοποιώντας τα εκφραστικά μέσα του άλλου – ή και των άλλων – συμπληρώνει το μεγάλο παζλ που είναι τα ανθρώπινα συναισθήματα και η υπόσταση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/16943-like-like

21 September 2021

Katharina Bendixen: Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι

Εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητα, θύματα της ρουτίνας τις περισσότερες φορές, αλλά και δικών τους εμμονών και απωθημένων, οι ήρωες της Καταρίνα Μπέντιξεν μοιάζουν με μέλη ενός αλλόκοτου θιάσου, που κινούνται οριακά μεταξύ μιας ασφυκτικής πραγματικότητας και μιας ακόμα πιο νοσηρής, παράλογης φαντασίας. Ζουν καταστάσεις και γεγονότα τα οποία είναι, στη βάση τους, οικεία και συνηθισμένα, ωστόσο παίρνουν εξωπραγματικές, εξωφρενικές, ακόμα και εφιαλτικές προεκτάσεις ιδωμένα από απροσδόκητες, εντελώς αντισυμβατικές, οπτικές γωνίες. Αυτό ακριβώς είναι και το στίγμα των ιστοριών αυτών, που αποτελούν το συγγραφικό ντεμπούτο της Μπέντιξεν, κάτι που διαφαίνεται ήδη και από τον τίτλο της συλλογής, ο οποίος είναι και ο τίτλος ενός από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σ᾽αυτήν.

Η ολοένα αναβαλλόμενη επίσκεψη της κόρης που ζει στην Αφρική, η παρουσία παιδιών σε ένα σπίτι, η επιθυμία για απαλλαγή από μια κουραστική σχέση, η τραγική ανάμνηση ενός ατυχήματος, ο θάνατος μιας συναδέλφου στη δουλειά – πράγματα που μπορεί να τύχουν στον καθένα και που η απλή αναφορά και περιγραφή τους δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο, εντάσσονται εδώ σε έναν κόσμο που μοιάζει να υφίσταται παράλληλα με τον «πραγματικό» και φαντάζει σαν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της υπαρκτής καθημερινότητας. Σαν κάτι «κουνημένες» φωτογραφίες, όπου το περίγραμμα των ανθρώπων και των αντικειμένων είναι θολό, φαίνεται διπλό και τριπλό, και αλλοιώνει την αναμενόμενη και οικεία στο μάτι εικόνα που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας. Παραδόξως, ωστόσο, μέσα από αυτή τη διαστρέβλωση, αποκαλύπτονται ανατριχιαστικές αλήθειες, και αναδεικνύεται η τραγικότητα και η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ζωής όταν αμφότερες γίνονται έρμαια ανεξέλεγκτων καταστάσεων αλλά και άλλων ανθρώπων.

«[…] Εν τω μεταξύ είχε γεμίσει και η τραπεζαρία με δέκα παιδιά, και τα παιδιά κατακτάνε το δωμάτιό μας. Στο πάτωμα σέρνονται ήδη είκοσι, και στις γωνιές του κρεβατιού μας τη νύχτα κοιμούνται άλλα πέντε. Μόνο κάποια μέρη του κρεβατιού μας έχουνε μείνει ακόμα. Τα παιδιά δεν μας αφήνουνε να σηκωθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε, είμαστ’ αναγκασμένοι να φυλάμε μικροσκοπικά κομμάτια των σεντονιών.» (Το στενόχωρο σπίτι μας)

Είναι πολύ λεπτό το όριο ανάμεσα στην τετριμμένη καθημερινότητα και την τρέλα. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της Μπέντιξεν είναι μπλεγμένοι στα γρανάζια μιας ρουτίνας, ανίκανοι να αντιδράσουν σε ό,τι τους καταπιέζει. Άλλοτε πάλι, εμπειρίες και βιώματα από το παρελθόν έρχονται και γαντζώνονται πάνω τους σαν χαμοδράκια – δεν τους αφήνουν στιγμή σε ησυχία και από ένα σημείο και πέρα αποκτούν τερατώδεις διαστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, τύψεις για τυχόν λάθη εξογκώνονται, κυριαρχούν στις μνήμες τους και μοιάζουν να ορίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή τους.

Η Μπέντιξεν εισχωρεί στο μυαλό των ηρώων της και καταγράφει επακριβώς τις βαθύτερες ανησυχίες και τα πιο καλά κρυμμένα συναισθήματα και μυστικά τους. Όλες οι ιστορίες είναι σε πρώτο πρόσωπο, και κάθε φορά ο αφηγητής είναι διαφορετικός. Οι σύντομες αφηγήσεις τους θυμίζουν τους βραχνάδες – εκείνα τα εγκλωβιστικά άσχημα όνειρα από τα οποία είναι πολύ δύσκολο να ξυπνήσεις. Άλλωστε κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους ανθρώπους αυτούς. Η ζωή τους, η καθημερινότητά τους, φτάνουν σ᾽ένα σημείο όπου είτε τους καταπίνουν, είτε τους «αναγκάζουν» να προβούν σε πράξεις παράτολμες και επικίνδυνες  που, σε ένα άλλο επίπεδο, θα τις έλεγε κανείς και εγκληματικές. Τρόπον τινά, δηλαδή, τους αναγκάζουν – εξ ου και τα εισαγωγικά – γιατί οι πράξεις αυτές είτε παραμένουν τελικά στη σφαίρα της φαντασίας τους, είτε, αν πράγματι τελούνται, είναι ενέργειες που εκείνοι πάντα ήθελαν να τις κάνουν, αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο δείλιαζαν. Κυρίως από το φόβο του τι θα πει ο κόσμος. 

«[…] Πολύ σύντομα δεν άντεχα πια τα παρακάλια της, και δεν μου έμενε τίποτ’ άλλο απ’ το να εξαφανίσω τα παρακάλια μαζί μ’ εκείνη τη γυναίκα στην πρέσα σιδερώματος. Τύλιξα τη γυναίκα στο σιδερόπανο στο ρολό και τη γύρισα πέρα δώθε, λίγο αντιστάθηκε μόνο. Λιώμα από το βάρος των κυλίνδρων, κατέβηκε τρέμοντας από την πρέσα. Έπεσε κάποιες φορές πάνω στην κάσα της πόρτας κι ύστερα βγήκε έξω σκοντάφτοντας στο κατώφλι.» (Προς το παρόν δεν θέλω σκοτούρες)

Στην πρώτη της αυτή συλλογή διηγημάτων, η Καταρίνα Μπέντιξεν εναλλάσσει τον ωμό ρεαλισμό με τις σουρεαλιστικές περιγραφές, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τον παραλογισμό της καθημερινότητας και φωτίζοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές του μυαλού και της ψυχής των ανθρώπων. Με γραφή άμεση, αυθόρμητη και συχνά – πυκνά ωμή και συνειρμική, η οποία έχει αποδοθεί εξαιρετικά στη γλώσσα μας από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, συνθέτει εικόνες οι οποίες, μέσα από τον αλληγορικό χαρακτήρα τους και τον δαιδαλώδη συμβολισμό τους, βγάζουν απόλυτα νόημα και βρίσκουν σημεία ταύτισης με στοιχεία της καθημερινότητας που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ίσως περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε οικεία.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/16915-dentro-mpoukalia

15 September 2021

M.G. Leonard & Sam Sedgman: Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον

Η περιπέτεια μυστηρίου «Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον» ακολουθεί τη δομή ενός κλασικού παιδικού - εφηβικού βιβλίου του είδους, αλλά διαθέτει ένα πρωτότυπο χαρακτηριστικό: πρωταγωνιστής είναι, ουσιαστικά, ένα τρένο, μια ιστορική ατμομηχανή που πρόκειται να εκτελέσει το τελευταίο της δρομολόγιο σε μία πανηγυρική διαδρομή με υψηλούς προσκεκλημένους. Ο Χαλ Μπεκ, ο μικρός ήρωας της ιστορίας, βρίσκεται κι αυτός ανάμεσα στη λίστα των καλεσμένων κατ’ εξαίρεση, καθώς έχει δεχτεί να συνοδέψει στη διαδρομή αυτή τον θείο του, ο οποίος είναι διάσημος ταξιδιωτικός συντάκτης και συγγραφέας. Η αρχική δυσαρέσκεια του Χαλ για το επικείμενο ταξίδι αρχίζει σιγά σιγά να κάμπτεται καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο τρένο. Η ατμομηχανή του κινείται με τρόπους παραδοσιακούς, κι επιπλέον όλη του η κατασκευή είναι ασυνήθιστη, εντυπωσιακή και συναρπαστική. Στη συνέχεια, θα γνωρίσει τη Λένι, την κόρη του μηχανοδηγού, η οποία έχει τρυπώσει κρυφά στο τρένο γιατί δεν ήθελε με τίποτα να χάσει αυτή την τελευταία διαδρομή, ενώ μια σειρά από ύποπτες ληστείες θα μετατρέψουν το ταξίδι σε μια άκρως ενδιαφέρουσα αστυνομική έρευνα για τα δύο παιδιά που, στο μεταξύ, έχουν γίνει φίλοι.

Η Μάγια Λέοναρντ, συγγραφέας παιδικών και εφηβικών βιβλίων από το 2016, συνεργάστηκε με τον συνάδελφό της Σαμ Σέτζμαν για τη δημιουργία αυτής της διασκεδαστικής περιπέτειας, όταν αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που να είχε σχέση με τρένα. Η «Ληστεία στο Χάιλαντ Φάλκον» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Στις ράγες του μυστηρίου», ενώ για τον Σέτζμαν ήταν και το πρώτο βιβλίο εφηβικής λογοτεχνίας που έγραψε. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει στο ενεργητικό του, πέρα από τις άλλες προηγούμενες ενασχολήσεις και δραστηριότητές του, την ίδρυση μιας εταιρείας που οργάνωνε, κατά παραγγελία, κυνήγια θησαυρού σχετικά με μυστηριώδη εγκλήματα για λογαριασμό κατοίκων του Λονδίνου που αγαπούσαν τις περιπέτειες, κάτι που διαφαίνεται και στο βιβλίο, όπου κυριαρχεί το στοιχείο της αναζήτησης και της ανακάλυψης. 

Το Χάιλαντ Φάλκον, το τρένο του τίτλου, είναι φανταστικό, ωστόσο αντιπροσωπεύει όλα εκείνα τα τρένα του παλιού καιρού που λειτουργούσαν χειροκίνητα, μέσω μιας σειράς αρκετά περίπλοκων και απαιτητικών βημάτων. Είναι μια διαδικασία που οι συγγραφείς έχουν την ευκαιρία να περιγράψουν λεπτομερώς σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, αποτίοντας έτσι έναν συγκινητικό φόρο τιμής στις ατμομηχανές που πλέον αποτελούν ένα ιστορικό, μουσειακό είδος.  Το όνομα που αποφάσισαν να δώσουν στο συγκεκριμένο τρένο δεν είναι τυχαίο: Χάιλαντ Φάλκον σημαίνει «Το γεράκι των Χάιλαντς» και παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο είδος πετρίτη που συναντάται στα υψίπεδα (highlands) της Σκοτίας και χαρακτηρίζεται από την εξαιρετικά εντυπωσιακή ταχύτητά του. Κάπως έτσι και η συγκεκριμένη ατμομηχανή μπορεί να τρέχει πολύ γρήγορα παρ’ όλο που βασίζεται αποκλειστικά σε ανθρώπινους χειρισμούς για να κινηθεί. Ιδιαίτερα εύστοχα, η πρόσοψη της ατμομηχανής έχει αποδοθεί από την εικονογράφο Ελίζα Παγκανέλι με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζει ακριβώς γεράκι, ενώ εξίσου παραστατικά και με έμφαση στη λεπτομέρεια, τα σχέδια που συνοδεύουν το κείμενο μοιάζουν να έχουν βγει από μπλοκ ζωγραφικής – καθόλου τυχαία, καθώς ο μικρός ήρωας ζωγραφίζει συνεχώς στο τετράδιο που του έχει δώσει ο θείος του για να απασχολείται, αλλά δεν ζωγραφίζει τυχαία. Σκιτσάρει ό,τι βλέπει γύρω του: αξιοθέατα από τη διαδρομή, χαρακτηριστικά βαγόνια του τρένου, όπως το παρατηρητήριο με τα φυτά και το γυάλινο ταβάνι που θυμίζει θερμοκήπιο, αλλά και τους αξιοπερίεργους συνεπιβάτες του οι οποίοι περιφέρονται από βαγόνι σε βαγόνι, ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, απαρτίζοντας έναν θίασο από ενδιαφέρουσες αλλά και μυστηριώδεις προσωπικότητες. 

Η αγάπη του Χαλ για το σχέδιο, αλλά και τα ίδια του τα σκίτσα θα αποτελέσουν ένα σημαντικό μέσο για την εξιχνίαση των παράξενων ληστειών, όταν κάποια στιγμή η αστυνομία, παραπλανημένη από ψεύτικες καταθέσεις, θα ρίξει την ευθύνη στον λάθος άνθρωπο. Έχοντας την τάση να απεικονίζει στο χαρτί σκηνές που εκτυλίσσονται μπροστά του, ο πρωταγωνιστής μας έχει άθελά του καταρτίσει έναν ιδιότυπο εικονογραφημένο οδηγό για τη λύση του μυστηρίου. Σίγουρος ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ο Χαλ, με τη βοήθεια της Λένι, θα ξεκινήσει μια εξερεύνηση στα κρυφά, αναζητώντας απαντήσεις στα βαγόνια του τρένου όπου συνήθως δεν πατάει κανείς. Και όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αποδεικνύεται ότι ο πραγματικός ένοχος είναι αυτός που συγκεντρώνει τις λιγότερες υποψίες.

Αν και γραμμένη στο τρίτο πρόσωπο, η αφήγηση είναι από την πλευρά του Χαλ, καθώς παρακολουθούμε τα πάντα μέσα από το δικό του βλέμμα. Το κείμενο ρέει ευχάριστα, χάρις και στην καλή μετάφραση της Ευγενίας Κολυδά, ενώ αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής τα πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια που περιέχουν έξυπνα ενταγμένες σημαντικές πληροφορίες για τα τρένα και τις ατμομηχανές. Κυκλοφορεί επίσης και το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τον τίτλο «Απαγωγή στο Καλιφόρνια Κόμετ».


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/efivika/16873-leonard-sedgman

16 June 2021

Radio Art: Ένα πρωτοποριακό ραδιόφωνο της νέας εποχής

Η μαγεία του ραδιοφώνου είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Είναι ένα μέσο το οποίο, όσα χρόνια κι αν περάσουν, εξακολουθεί να είναι και σίγουρα θα παραμείνει και στο μέλλον μια αγαπημένη συνήθεια για μια πάρα πολύ μεγάλη μερίδα του κοινού σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αντίθεση με την τηλεόραση, η οποία αποσπά την προσοχή χάρις στη δύναμη της εικόνας, το ραδιόφωνο έχει την ικανότητα να σε συντροφεύει ενώ παράλληλα επιδίδεσαι και σε άλλες δραστηριότητες. Γενιές ολόκληρες έχουν μεγαλώσει με τα ερτζιανά να έχουν τον πρωταρχικό ρόλο στους τομείς της ενημέρωσης αλλά και της ψυχαγωγίας, ακόμα και μετά την έλευση των τηλεοπτικών μέσων. Όπως και τα βιβλία, έτσι και το ραδιόφωνο είναι μια κλασική αξία που δεν φθείρεται με τον χρόνο. Στη νέα εποχή, έχει περάσει αναπόφευκτα και στον ψηφιακό κόσμο, ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, χωρίς ωστόσο να χάνει τίποτα από τη νοσταλγική γοητεία των περασμένων δεκαετιών που έτσι κι αλλιώς κουβαλάει μαζί του. 

Το Radio Art είναι ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο που δημιουργήθηκε με μεράκι και αγάπη για τη μουσική, από δύο νέους ανθρώπους με όραμα και δημιουργική διάθεση. Ο Λάμπρος Μητρόπουλος, ασχολούμενος για χρόνια με τη μουσική μέσα από σπουδές κλασικής κιθάρας, οραματιζόταν να δημιουργήσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό που θα ξεχώριζε για την υψηλής ποιότητας μουσική που θα έπαιζε, με έμφαση ωστόσο στις μελωδίες εκείνες που θα είχαν την ικανότητα να προσφέρουν χαλάρωση και ψυχική ανάταση. Με αφοσίωση και υπομονή, ο ίδιος και ο Αλέξανδρος Σεϊταρίδης, προγραμματιστής και εικαστικός, έδωσαν στο Radio Art σάρκα και οστά – και όχι μόνο αυτό. Πλέον το Radio Art αποτελείται από μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων από πολλούς και διαφορετικούς χώρους με κοινό όραμα και την ίδια αγάπη για τη μουσική, και έχει καταφέρει να ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας και να αγαπηθεί από ακροατές σε περισσότερες από 100 χώρες. Πρόσφατα συμπεριλήφθηκε από τους Times της Μεγάλης Βρετανίας ανάμεσα στα 10 καλύτερα ψηφιακά ραδιόφωνα και εφαρμογές – μια διάκριση που οπωσδήποτε δικαιώνει τις προσπάθειες των εμπνευστών αυτής της σημαντικής πολιτιστικής δραστηριότητας και σίγουρα επισφραγίζει το έργο τους με τον καλύτερο τρόπο.

Τι είναι όμως ακριβώς και στην πράξη το Radio Art; Πρόκειται ουσιαστικά για έναν διαδικτυακό χώρο με εξαιρετική αισθητική, ιδιαίτερα ευχάριστο στο μάτι, πολύ φιλικό στον ακροατή και εύχρηστο σαν υπηρεσία. Με την πρώτη ματιά, είναι μια ραδιοφωνική πλατφόρμα που προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία επιμέρους καναλιών, το κάθε ένα από τα οποία παίζει μουσική από μια προκαθορισμένη μουσική κατηγορία. Όλα τα κομμάτια ωστόσο έχουν σαν κοινό στοιχείο τον χαλαρωτικό – αντιστρεσογόνο παράγοντα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το tagline της πλατφόρμας είναι «The Art of Stress Relief Music» (Η τέχνη της χαλαρωτικής μουσικής). Αντίστοιχα, διατίθενται και εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα (iOS και Android), που λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, ούτως ώστε να μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του Radio Art από οπουδήποτε κι αν βρίσκεται.

Επιλέγοντας από μια ευρεία και πλούσια γκάμα μουσικών ειδών, ο ακροατής μπορεί να ακούσει ό,τι ταιριάζει με τη διάθεσή του κάθε στιγμή της ημέρας: κλασικά κομμάτια, new age, τζαζ, σουίνγκ, κέλτικη μουσική, μπόσα νόβα, μπλουζ αλλά και πιο εξειδικευμένες προτάσεις όπως classical crossover, μουσική για πιάνο και κιθάρα, μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη σε ξεχωριστό κανάλι, καθώς και χαλαρωτικοί ήχοι της φύσης ή μουσική ειδικά για χαλάρωση και υπνοθεραπεία, είναι ελάχιστες μόνο από τις επιλογές που διαθέτει το Radio Art. Το site αλλά και η εφαρμογή με τις βασικές τους υπηρεσίες είναι διαθέσιμα δωρεάν σε όλους, ωστόσο μπορεί κάποιος, δίνοντας ένα πολύ μικρό ποσό για ένα μήνα, έξι μήνες, ένα χρόνο ή δύο χρόνια (ανάλογα με το πρόγραμμα που θα επιλέξει) να εγγραφεί ως μέλος, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε επιπλέον υπηρεσίες, όπως τη δυνατότητα να δημιουργήσει τις δικές του λίστες κομματιών επιλέγοντας μουσική από τα διάφορα κανάλια, τις οποίες μπορεί να αποθηκεύει για να μπορεί να τις αναπαράγει τις ώρες της δικής του επιλογής, αλλά και, αξιοποιώντας ένα προηγμένο τεχνολογικό σύστημα, να συνδυάζει περιεχόμενο και να μπορεί να ακούει ταυτόχρονα, για παράδειγμα, κλασική μουσική μαζί με ήχους της φύσης.

Το Radio Art είναι προσβάσιμο στο https://www.radioart.com/, και η εφαρμογή για κινητά τηλέφωνα είναι διαθέσιμη για iOS και Android.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούνιο του 2021

https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/16474-radio-art

27 April 2021

Κι αυτό θα περάσει - Ένα περσικό παραμύθι

Από την ανεξάντλητη παγκόσμια δεξαμενή της λαϊκής σοφίας, η φράση «κι αυτό θα περάσει» ίσως είναι από τις πιο σοφές, αν και τόσο απλές, ρήσεις. Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που καλλιέργησε τη λογική και το συναίσθημά του αιώνες πριν, είχε και εξακολουθεί να έχει πάντα την τάση από τη μια να ενθουσιάζεται με ό,τι του προκαλεί ευδαιμονία και από την άλλη να απογοητεύεται με τις αναποδιές, τις περισσότερες φορές χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να εκλογικεύσει ούτε τη μία περίπτωση, ούτε την άλλη. 

Το αποτέλεσμα συνήθως είναι το ίδιο, καθώς τόσο ο άμετρος ενθουσιασμός όσο και η ολοκληρωτική απογοήτευση οδηγούν στην αδράνεια και την στασιμότητα. Ο ενθουσιασμός δίνει μια ψευδαίσθηση απόλυτης ευτυχίας, και η απογοήτευση την εντύπωση ότι όλα έχουν τελειώσει. Το υπερβολικά θετικό συναίσθημα κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι θα παραμείνει πανευτυχής για όλη του τη ζωή επομένως παύει να προσπαθεί για το καλύτερο, από την άλλη το βαθιά αρνητικό συναίσθημα τον κάνει απαισιόδοξο και αδιάφορο για το μέλλον. Ωστόσο και οι δύο αυτές ακραίες καταστάσεις, όσο έντονες κι αν είναι κάποιες φορές, δεν παύουν να είναι εφήμερες. Όση κι αν είναι η διάρκειά τους, έχουν ημερομηνία λήξης, και αποδεικνύεται συνεχώς από καθημερινά παραδείγματα, ότι η λύπη διαδέχεται τη χαρά και το αντίστροφο σε μια αδιάκοπη λούπα.

Η φράση «κι αυτό θα περάσει» έχει τις ρίζες της στα βάθη της Περσίας, αν και ρήσεις με παρόμοιο νόημα συναντάμε και στην Αρχαία Ελλάδα, την βουδιστική φιλοσοφία, αλλά και στην εβραϊκή παράδοση. Όπως διαβάζουμε στο κατατοπιστικό επίμετρο της παρούσας έκδοσης, οι πρώτες αναφορές εντοπίζονται, με μικρές παραλλαγές, σε έργα Περσών ποιητών του 11ου, 12ου και 13ου μ.Χ. αιώνα.

Ένας βασιλιάς ζητάει από τους σοφούς του παλατιού του να του βρουν το πιο πολύτιμο μήνυμα, που να είναι όμως αρκετά σύντομο ώστε να χωράει στο εξίσου πολύτιμο πετράδι που κοσμεί το δαχτυλίδι του. Καθώς κανένας από τους σοφούς δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι για την περίσταση, ο βασιλιάς στρέφεται στον γέρο υπηρέτη του ο οποίος τον ήξερε από μικρό παιδί. Εκείνος του δίνει το μήνυμά του, μαζί με τη συμβουλή να το διαβάσει μόνο όταν δεν θα έχει καμία άλλη διέξοδο. 

Πράγματι ο βασιλιάς διαβάζει το μήνυμα σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, και όντως αμέσως αρχίζει να διαφαίνεται μια αχτίδα φωτός. Σύντομα έρχονται ευτυχισμένες μέρες, και τότε ο υπηρέτης παροτρύνει τον βασιλιά να διαβάσει ξανά το μήνυμα. Ο βασιλιάς ξαφνιάζεται, παρ’ όλα αυτά ακολουθεί τη συμβουλή του υπηρέτη του και συνειδητοποιεί την πεμπτουσία αυτού του μηνύματος: όπως και το κακό, έτσι και το καλό είναι εξίσου εφήμερο, και ο άνθρωπος δεν πρέπει ούτε να επαναπαύεται αλλά ούτε και να απελπίζεται, παρά να αντιμετωπίζει τη ζωή με ψυχραιμία, καθαρό μυαλό και ελπίδα.

Ο βασιλιάς και ο σοφός υπηρέτης θα μπορούσαν να είναι εκφάνσεις του ίδιου ανθρώπου – η πλευρά που λειτουργεί με το συναίσθημα σε αντιδιαστολή με εκείνη που κινείται βάσει της λογικής. Αυτά τα δύο τόσο βασικά και αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης υπόστασης θα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία, ώστε να μην επικρατεί το ένα σε βάρος του άλλου στις περιπτώσεις εκείνες που απαιτούν ξεκάθαρες σκέψεις και αποφάσεις. Από την άλλη πάλι, ο σοφός υπηρέτης, με την πείρα της ζωής που κουβαλάει, αντιπροσωπεύει τη λαϊκή σοφία η οποία είναι μια σταθερή αξία όσοι αιώνες κι αν περάσουν, και αποτελεί πάντα μια πηγή γνωστικού πλούτου, ξεπερνώντας σύνορα και χρονικούς περιορισμούς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, για παράδειγμα, οι παροιμίες που έχουν γεννηθεί τόσα χρόνια πριν, όχι μόνο χρησιμοποιούνται ακόμα στην καθημερινότητα, αλλά και βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή, και περιγράφουν με ακρίβεια καταστάσεις που ζούμε ακόμα και σήμερα. Η ρήση «κι αυτό θα περάσει», απλή κι όμως βαθιά ουσιαστική και με πολύ μεγάλη σημασία, λειτουργεί, τόσο μέσα στην ιστορία, όσο και στην πρακτική της χρήση, σαν ένα μάντρα: μια μαγική φράση που την λες μέσα σου σαν ένα είδος προσευχής που σε προστατεύει και σου δίνει δύναμη, θυμίζοντάς σου παράλληλα ότι όλα είναι περαστικά.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις “Αιώρα”, με ωραία μετάφραση από την Νικολέττα Σαρρή. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα πολύ όμορφα σχέδια του Παναγιώτη Σταυρόπουλου που συνοδεύουν το κείμενο: διακριτικά, ασπρόμαυρα, με λεπτές γραμμές, άλλοτε πιο λιτά και άλλοτε με έμφαση στη λεπτομέρεια (όπως το εκπληκτικό αρχίγραμμα στο ξεκίνημα της ιστορίας), θυμίζουν φιλιγκράν και γκραβούρες – κοσμήματα παλιών εκδόσεων.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Απρίλιο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/16187-ki-auto-tha-perasei

28 March 2021

Νότης Μαυρουδής: Ξαφνικοί Επισκέπτες


Το «Μικρό Πολυτεχνείο» ιδρύθηκε στην Αθήνα το 2002 και από τότε φιλοξενεί σεμινάρια που καλύπτουν πολλούς τομείς της τέχνης και της δημιουργίας και απευθύνονται σε όλους, ακόμα και σε κοινό χωρίς προηγούμενη σχετική εμπειρία. Άνθρωποι ξεχωριστοί και καταξιωμένοι ο καθένας στον χώρο του, αναλαμβάνουν τα τμήματα αυτά, εφαρμόζοντας πρωτότυπες μεθόδους διδασκαλίας με σκοπό να βοηθήσουν όσο γίνεται περισσότερο τους σπουδαστές να εκφραστούν με τον δικό τους τρόπο, επεκτείνοντας τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες και ανακαλύπτοντας τη δική τους μοναδική δημιουργική ταυτότητα. Το τμήμα «Στιχοποίηση» του «Μικρού Πολυτεχνείου» περιλαμβάνει σεμινάρια σύνθεσης στίχων, ποιητικών έργων που στοχεύουν στο να μελοποιηθούν και να τραγουδηθούν. Ένας από τους βασικούς εισηγητές του συγκεκριμένου τμήματος είναι και ο Κώστας Φασουλάς, εξαιρετικός στιχουργός στον χώρο του έντεχνου και ποιοτικού λαϊκού τραγουδιού, ο οποίος έχει φιλοξενήσει ως καλεσμένους στα μαθήματα αυτά τόσο συναδέλφους του όσο και μουσικούς και λογοτέχνες, σαν μέρος της ευρύτερης εκπαιδευτικής διαδικασίας που ακολουθεί.

Το βιβλίο – CD «Ξαφνικοί Επισκέπτες» είναι το άκρως ενδιαφέρον και πολυσυλλεκτικό αποτέλεσμα της συνεργασίας της ομάδας του τμήματος «Στιχοποίηση» με τον σπουδαίο συνθέτη Νότη Μαυρουδή, ο οποίος ήταν και ένας από τους προσκεκλημένους εισηγητές κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων. Οι μαθητές του Κώστα Φασουλά που συμμετέχουν είναι οι νέοι στιχουργοί Δήμητρα Κουντουριώτη, Ιωάννα Κολλινάτη, Κέλλυ Αλεφάντου, Ειρήνη Παπαδοπούλου, Παναγιώτης Στράκαρης, Λυσάνδρα Αναστασοπούλου, Νάνσυ Φωτοπούλου, Μιχάλης Δήμας, Ανδρομάχη Δαμαλά, Βίβιαν Ματσούκα, Αντιγόνη Κολοβέντζου και Νίκη Ρουσοπούλου – Παππά. Στα 13 τραγούδια που αποτελούν το βιβλίο – CD  περιλαμβάνονται αξιόλογες στιχουργικές συνθέσεις τους που μελοποιήθηκαν από τον Νότη Μαυρουδή και έγιναν τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθηκαν κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, παρά τις δυσκολίες που είχαν προκύψει εξαιτίας της πανδημίας. Το συνοδευτικό βιβλίο περιλαμβάνει τους στίχους όλων των κομματιών, σημειώματα του Κώστα Φασουλά και του Νότη Μαυρουδή και ένα εμπνευσμένο κείμενο του ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου σχετικά με την εξέλιξη της μουσικής και του στίχου στην Ελλάδα μετά την Μεταπολίτευση. 

Στο ανατρεπτικό εξώφυλλο κυριαρχεί ένας πολύχρωμος ιπτάμενος δίσκος, που εικονογραφεί  επακριβώς και ευφυώς τον τίτλο «Ξαφνικοί Επισκέπτες», με έναν τρόπο, ωστόσο, ευφάνταστο και πρωτότυπο: υποδεικνύει ταυτόχρονα την αναπάντεχη σύμπραξη των συντελεστών και, κυρίως και πρωτίστως, το σύγχρονο στίγμα του όλου εγχειρήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια συλλογή τραγουδιών, τα οποία χαρακτηρίζει μεν η ομοιογένεια εφόσον η μουσική έχει γραφτεί από τον ίδιο συνθέτη, ωστόσο το κάθε ένα αφηγείται και μια διαφορετική ιστορία, με την μοναδική υπογραφή του κάθε δημιουργού, επομένως κουβαλάει και αναδεικνύει τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα, το ξεχωριστό του συναίσθημα, τη δική του αύρα. Κάτι που τονίζεται ακόμα περισσότερο χάρις στις πολύ όμορφες ερμηνείες των σημαντικών καλλιτεχνών (Δώρος Δημοσθένους, Μόρφω Τσαϊρέλη, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Ηλίας Λιούγκος, Βασίλης Λέκκας, Ειρήνη Τουμπάκη) που έχουν κληθεί να πουν τα τραγούδια. Όπως εύστοχα σημειώνει και ο ίδιος ο συνθέτης στο εισαγωγικό του σημείωμα, σκοπός του ήταν να έχει το κάθε τραγούδι την ταυτότητά του έτσι ώστε οι τραγουδιστές να μην εγκλωβιστούν σε ερμηνευτικούς μανιερισμούς. 

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με τραγούδια κατά κανόνα λυρικά, με λιτές ενορχηστρώσεις στις οποίες κυριαρχεί η κιθάρα – άλλωστε ο Νότης Μαυρουδής, εκτός από σημαντικός συνθέτης είναι και εξαίρετος βιρτουόζος κιθαρίστας. Το βάρος των μυστικών και των αναμνήσεων (Το φίδι), η αδημονία του έρωτα (Χωρίς όνομα) και η απώλειά του (Μοναχικό ταξίδι, Δεμένα χέρια), ο απολογισμός που έρχεται τις ώρες της μοναξιάς (Σβήσε το φως) ή στο κομβικό σημείο μιας διαδρομής ζωής (Στου ταξιδιού τη μέση, Στης μνήμης την αρένα, Λίγο μπλε), το ταξίδι της αυτογνωσίας (Η ρίζα), αλλά και κοινωνικοί προβληματισμοί (Λιποτάκτης) είναι τα θέματα που απασχολούν τους στιχουργούς. Δεν λείπει ωστόσο και το λαϊκό χρώμα, συνθέσεις πιο λαϊκότροπες, οι οποίες, με τον εκλεπτυσμένα χιουμοριστικό τους χαρακτήρα, τόσο όσον αφορά τον στίχο όσο και τις μελωδικές γραμμές, προσφέρουν μια ιδιότυπη ψυχική ανάταση μέσα από γλυκόπικρες ερωτικές  ή ηθογραφικές ιστορίες (Μαντόνα, Παραφορά, Του έρωτα το ριζικό). Θέματα το δίχως άλλο διαχρονικά, ιδωμένα όμως μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης εποχής που διανύουμε. Οι μελωδίες του Νότη Μαυρουδή είναι νοσταλγικές, αισθαντικές, γεμάτες ευαισθησία, λεπτοδουλεμένες με μεράκι. Αγκαλιάζουν τους στίχους με τρυφερότητα, αναδεικνύοντας τις συναισθηματικές τους εναλλαγές και αποχρώσεις. 

Δύο από τα χαρακτηριστικά του λαού μας είναι η δημιουργικότητα και η έμφυτη διάθεση προς την αισιοδοξία. Αυτό έχει δείξει η ιστορία μας, αλλά και το πολιτιστικό μας υπόβαθρο, που έχουν τις ρίζες τους αιώνες πίσω. Μέσα στις αντίξοες συνθήκες που καλούμαστε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε, είναι εξαιρετικά αισιόδοξο να βλέπουμε προσπάθειες όπως αυτή των «Ξαφνικών Επισκεπτών» να ευοδώνονται με τόσους καλούς οιωνούς. Είναι ένα χαρμόσυνο μήνυμα ότι η δημιουργία δεν σταματάει μπροστά σε κανένα εμπόδιο, και πάντα βρίσκει τρόπους έκφρασης, και ότι η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις  είναι η φωτεινή διέξοδος ακόμα και από τις πιο σκοτεινές καταστάσεις, μια διέξοδος που πάντα μένει ανοιχτή, ακόμα κι αν δεν είναι πάντα εμφανής η παρουσία της.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2021

https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/16015-xafniki-episkeptes

6 March 2021

Το μέλλον είναι εδώ: Οι προφητικές δυστοπίες του Τζορτζ Όργουελ


Από την 1η Ιανουαρίου του 2021, τα βιβλία του Τζορτζ Όργουελ είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων, και με την ευκαιρία αυτή, κυκλοφόρησαν στη χώρα μας πολλές και διαφορετικές εκδόσεις των έργων του. Ανάμεσά τους φυσικά δεν θα μπορούσαν να μην είναι τα δύο πιο εμβληματικά, η νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων και το μυθιστόρημα 1984, κλασικές αλληγορίες που τυχαίνει να είναι και πιο επίκαιρες από ποτέ.

Αν και τα δύο αυτά έργα γράφτηκαν μέσα σε συγκεκριμένες γεωπολιτικές – κοινωνικές συνθήκες, και με σκοπό να καυτηριάσουν στοχευμένα πολιτικές και καθεστώτα της εποχής, η αλληγορική τους δυναμική ξεπερνάει τυχόν χρονικά και τοπικά όρια και βρίσκει εφαρμογή και αντιστοιχία ακόμα και στις μέρες μας – και μάλιστα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Άλλωστε δεν έχει και τόση σημασία ποιο είναι το εκάστοτε καθεστώς και πώς ονομάζεται, καθώς η ιστορία έχει δείξει – και συνεχίζει, δυστυχώς, να αποδεικνύει καθημερινά – ότι όποιος αναλαμβάνει μια θέση κυριαρχική, δεν αργεί να ξεχάσει τις τυχόν λαϊκές καταβολές του και την όποια ιδεολογία τον έσπρωξε αρχικά να επιδιώξει ένα υψηλό πολιτικό πόστο, και τελικά καταλήγει σχεδόν αντίγραφο αυτού τον οποίο ανέτρεψε, με τις συνέπειες να είναι πάντα εξίσου δυσάρεστες για την πλειονότητα των ανθρώπων οι οποίοι υφίστανται οποιασδήποτε μορφής και πολιτικής κατεύθυνσης απολυταρχική εξουσία.

Η Φάρμα των Ζώων διαδραματίζεται σε ένα αγρόκτημα, όπου τα ζώα, αγανακτισμένα από την κακομεταχείριση των ανθρώπων, αποφασίζουν να επαναστατήσουν. Η ανταρσία τους στέφεται με απόλυτη επιτυχία, οι άνθρωποι εκδιώκονται κακήν κακώς, και σύντομα αρχίζει στη φάρμα μια περίοδος ευημερίας όπου κυριαρχούν η ισότητα και η δικαιοσύνη. Όμως σύντομα οι μέχρι πρότινος πρωτεργάτες της επανάστασης καλομαθαίνουν στην εξουσία, αρχίζουν να κοιτάζουν το προσωπικό τους συμφέρον και να αδιαφορούν για τα υπόλοιπα ζώα, τα οποία από ένα σημείο και πέρα μετατρέπονται ξανά σε υποτελείς και επανέρχονται σε συνθήκες ζωής και εργασίας που ελάχιστα διαφέρουν από την εποχή που είχαν τους ανθρώπους πάνω από το κεφάλι τους. Οι νόμοι που είχαν συντάξει όλοι μαζί, για να τηρούνται ευλαβικά από το σύνολο της κοινωνίας της Φάρμας, προοδευτικά διαστρεβλώνονται συστηματικά και μεθοδικά, έτσι ώστε κανείς τελικά να μη θυμάται τι είχε αρχικά συμφωνηθεί. Τα ζώα χωρίζονται σιγά σιγά σε κοινωνικές τάξεις, με τους προνομιούχους αρχηγούς να υιοθετούν όλο και περισσότερες ανθρώπινες συνήθειες, να έρχονται όλο και πιο συχνά σε επικοινωνία με τους ανθρώπους και στο τέλος να γίνονται κυριολεκτικά ίδια μ’ αυτούς. 

Το 1984 περιγράφει μια δυστοπική κοινωνία του μέλλοντος, όπου η αστυνόμευση και ο έλεγχος έχουν μπει κυριολεκτικά μέσα στα σπίτια, και οι άνθρωποι απαγορεύεται να έχουν συναισθήματα, να διαβάζουν, να ψυχαγωγούνται, να ερωτεύονται. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Μεγάλου Αδελφού, ο οποίος παρακολουθεί τα πάντα ασταμάτητα μέσα από οθόνες που είναι τοποθετημένες σε κάθε σπίτι, η ζωή είναι απόλυτα κατευθυνόμενη. Οι πολίτες του Λονδίνου είναι απλά γρανάζια μιας τεράστιας μηχανής, και όχι μόνο η ελεύθερη έκφραση, αλλά και η ελεύθερη σκέψη είναι αυστηρά απαγορευμένες. Το λεξιλόγιο έχει περιοριστεί σε συγκεκριμένες λέξεις, με προοπτική να συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο. Τόσο η μακρινή όσο και η σύγχρονη ιστορία διαστρεβλώνονται, η λογοτεχνία κατακρεουργείται από την λογοκρισία, κλασικά κείμενα ξαναγράφονται για να φύγει από τις σελίδες τους κάθε τι που θεωρείται επικίνδυνο ή απειλητικό για την υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων. Παρόμοια μεταχείριση έχουν και οι ειδήσεις, οι οποίες κυριολεκτικά κόβονται και ράβονται, ανάλογα με την περίσταση. Οι μνήμες των ανθρώπων χάνονται μέσα σε παραπλανητικές και εσκεμμένα λανθασμένες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν. Κόντρα σε όλα αυτά, ο Ουίνστον Σμιθ, ο ήρωας της ιστορίας, αρχικά μηχανεύεται έναν τρόπο ώστε η οθόνη παρακολούθησης που βρίσκεται στο διαμέρισμά του να μην μπορεί να τον δει κάθε στιγμή. Ανακαλύπτει ένα παλαιοπωλείο και αγοράζει ένα σημειωματάριο, όπου κρατάει ημερολόγιο. Αργότερα ερωτεύεται. Η Τζούλια, η κοπέλα με την οποία σχετίζεται ανήκει σε νεότερη γενιά κι έχει γαλουχηθεί σχεδόν αποκλειστικά με την προπαγάνδα του συστήματος, παρ’ όλα αυτά, εκείνη είναι που πρώτη εκφράζει τα συναισθήματά της απέναντί του. Ο Ουίνστον σκέφτεται ότι μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει την κατάσταση. Θεωρεί ότι βρίσκει έναν σύμμαχο στο πρόσωπο του Ο’ Μπράιεν, ενός χαρισματικού στελέχους του κυβερνώντος κόμματος, στον οποίο είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη παρ’ όλο που είναι άνθρωπος του συστήματος, καθώς ασκεί επάνω του μια ανεξήγητη γοητεία. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια, ο Ουίνστον μένει με ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης, αν και από την αρχή απόλυτη επίγνωση της έτσι κι αλλιώς προδιαγεγραμμένης εξέλιξης των πραγμάτων.

Η Φάρμα των Ζώων και το 1984 ολοκληρώθηκαν με σχετικά μικρή χρονική διαφορά – το πρώτο το 1945, και το δεύτερο τρία χρόνια αργότερα (αν και εκδόθηκε το 1949). Το κίνητρο για την σύνθεσή τους ήταν για τον Όργουελ πάνω – κάτω το ίδιο, τα έργα ωστόσο έχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες τα κάνουν να αλληλοσυμπληρώνονται: Η Φάρμα των Ζώων εστιάζει κυρίως στους εκπροσώπους της εξουσίας, ενώ το 1984 μεταφέρει τον βασικό χώρο δράσης του στα λαϊκά – εργατικά στρώματα. Επιπλέον, Η Φάρμα των Ζώων παρακολουθεί την «επανάσταση» από τη γέννησή της μέχρι και κάποια στάδια της εξέλιξής της, ενώ στο 1984 βλέπουμε τις συνέπειες μιας ανάλογης ενέργειας σε βάθος χρόνου. Τα στοιχεία του μύθου, του παραμυθιού και της παραβολής που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στη Φάρμα των Ζώων (καθόλου τυχαία, ο Όργουελ συνόδευε αρχικά τον τίτλο του έργου με τον υπότιτλο «Ένα παραμύθι», ο οποίος στη συνέχεια απορρίφθηκε όταν ήταν να εκδοθεί το βιβλίο) μετεξελίσσονται στο απογυμνωμένο και αφιλόξενο δυστοπικό κλίμα του 1984. Από το ακαθόριστο τοπικά και χρονικά σκηνικό της Φάρμας των Ζώων, περνάμε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο στο 1984, όπου η κοινωνική-πολιτική-γεωγραφική κατάσταση είναι πλέον παγιωμένη. Προφανώς το 1984 φάνταζε σαν πολύ μακρινό μέλλον στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 (παρεμπιπτόντως υπάρχει η άποψη ότι ο Όργουελ επέλεξε αυτή τη χρονολογία σαν αριθμοπαίγνιο με το 1948, χρονιά που ολοκλήρωσε το 1984), αλλά δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι σχεδόν τα πάντα που περιγράφονται στο βιβλίο έχουν αποδειχτεί ανατριχιαστικά προφητικά. Όχι τόσο όσον αφορά την πολιτική πτυχή, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό την παγκόσμια κοινωνία όπως έχει διαμορφωθεί κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μέσα στη δεκαετία του ‘80 μπορούμε να εντοπίσουμε μεμονωμένα τις απαρχές των κοινωνικών φαινομένων που κυριαρχούν στις μέρες μας και που κατά κάποιον τρόπο δικαιώνουν τις δυστοπικές προβλέψεις του Όργουελ. Ο φόβος του αόρατου εχθρού, η υπερβάλλουσα πολιτική ορθότητα, ο αναθεωρητισμός που ουσιαστικά αναιρεί σημαντικό μέρος της κλασικής λογοτεχνίας και, κατ’ επέκταση, της ιστορίας της ανθρωπότητας, ο συστηματικός έλεγχος και η έμμεση αστυνόμευση, όχι μόνο δεν προάγουν την ελεύθερη σκέψη αλλά την περιορίζουν σε εγκληματικό βαθμό, κάτι που έρχεται σε άκρα αντίθεση με την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας η οποία, υπό ιδανικές συνθήκες, θα εξέλισσε τον κάθε άνθρωπο σε ένα απόλυτα αυτόνομο, ανεξάρτητο και ελεύθερο άτομο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2021

9 February 2021

Georges Simenon: Ο πάτος του μπουκαλιού

Στην άγρια και αφιλόξενη έρημο της Αριζόνα, στα σύνορα με το Μεξικό, διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν “Ο πάτος του μπουκαλιού”, με κεντρικούς ήρωες δύο αποξενωμένα αδέρφια, τον Πατ και τον Ντόναλντ, που ξαναβρίσκονται μετά από χρόνια κάτω από συνθήκες πρωτόγνωρες και άκρως αγχωτικές. Ο Πατ, που προτιμά να τον φωνάζουν Π.Μ., έχει ένα ράντσο στην περιοχή, κληρονομιά της δεύτερης γυναίκας του, και είναι δικηγόρος και βοηθός σερίφη. Είναι ευκατάστατος και πηγαίνει πάντα με το γράμμα του νόμου, σε αντίθεση με τον Ντόναλντ, ο οποίος είναι άνθρωπος λαϊκός, οριακά φτωχός και πρόσφατα καταδικασμένος για απόπειρα δολοφονίας. Με τη βοήθεια της αδερφής τους, καταφέρνει να δραπετεύσει από τη φυλακή και καταφεύγει στο ράντσο του Π.Μ. με σκοπό να περάσει τα σύνορα και να φτάσει στο Μεξικό όπου βρίσκονται η γυναίκα και τα παιδιά του. Αν και πιστός τηρητής του νόμου και υπέρμαχος της κυριαρχίας των ισχυρών, ο Π.Μ. δέχεται να τον βοηθήσει, παρέχοντάς του καταφύγιο προσωρινά καθώς, εξαιτίας των αντίξοων καιρικών συνθηκών, ο ποταμός που πρέπει να διασχίσει ο Ντόναλντ για να περάσει στο Μεξικό είναι απροσπέλαστος. Στη γυναίκα του, που δεν ξέρει ότι ο άντρας της έχει αδελφό, αλλά και στους γείτονες, τον συστήνει σαν έναν παλιό του φίλο. Στο μεταξύ, η κακοκαιρία μαίνεται στην περιοχή, αναγκάζοντας τον Ντόναλντ να παραμείνει στο ράντσο, υπομένοντας την παρέα των εύπορων ντόπιων, στους οποίους ωστόσο γίνεται απροσδόκητα συμπαθής, και ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες τον θεωρούν αδύναμο και απροστάτευτο, συγκινημένες από το θλιμμένο του βλέμμα. 

Πολυγραφότατος και με πολυτάραχη ζωή (έχει γράψει, μεταξύ άλλων, γύρω στα 200 μυθιστορήματα, πάνω από 150 νουβέλες, άρθρα, αυτοβιογραφικά κείμενα καθώς και λαϊκά αναγνώσματα με διάφορα ψευδώνυμα), ο Ζορζ Σιμενόν είναι κυρίως γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως δημιουργός του Επιθεωρητή Μαιγκρέ και των αστυνομικών περιπετειών του. Στη λεγόμενη Αμερικανική περίοδό του ανήκει ο “Πάτος του Μπουκαλιού”, μαζί με άλλα έργα τα οποία έγραψε το διάστημα που είχε καταφύγει στην Αμερικανική Ήπειρο για να αποφύγει διάφορες παρενέργειες, απόρροια της αμφιλεγόμενης συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εποχή που έζησε στο Νογάλες, στα σύνορα της Αριζόνα με το Μεξικό, ενέπνευσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σύλληψη της ιδέας για το βιβλίο αυτό, που είναι ένα ιδιότυπο είδος γουέστερν με έμφαση στον ψυχολογικό παράγοντα. Γράφτηκε το 1949, ενώ το 1956 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Χένρι Χάθαγουεϊ. Κυκλοφορεί σε ωραία μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ από τις εκδόσεις Άγρα, στη σειρά με τα έργα του Σιμενόν που ξεκίνησε το 2002 και περιλαμβάνει τα αστυνομικά με τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ και τα “σκληρά” μυθιστορήματά του.

Μια κλειστή κοινωνία από χαρακτήρες με έντονη προσωπικότητα – ο καθένας με τον τρόπο του – απαρτίζουν το σύνολο των προσώπων που παίρνουν μέρος στην παράξενη αυτή ιστορία. Στο κέντρο είναι φυσικά τα δύο αδέρφια, σε άκρα αντίθεση μεταξύ τους, χωρίς τίποτα να τους συνδέει πέρα από τον δεσμό αίματος. Σαν ένας άλλος άσωτος υιός, ο παράνομος Ντόναλντ εισβάλλει στην ήρεμη ζωή του αδελφού του και την κάνει άνω-κάτω χωρίς ουσιαστικά να είναι αυτή η πρόθεσή του. Κερδίζει τη συμπάθεια όλων χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, ωστόσο εξαιτίας του ψέματος του Π.Μ. σχετικά με την ταυτότητά του αναγκάζεται να προσποιείται συνεχώς και να ανέχεται προσεγγίσεις που όχι μόνο δεν είναι του γούστου του, αλλά και για τις οποίες αδιαφορεί παντελώς στην πραγματικότητα. Σε αντίθεση με την συντριπτική πλειονότητα των παράνομων που επιθυμούν να περάσουν από το Μεξικό στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ θέλει πάση θυσία να φύγει από τις ΗΠΑ για να φτάσει στο Μεξικό. Από μόνο του αυτό το γεγονός τον κάνει να διαφέρει από τον υπόλοιπο κόσμο. Μοναδικός του στόχος είναι να ξανασμίξει με την οικογένειά του, η οποία ζει σε απόλυτη φτώχεια στην άλλη πλευρά. Ο Π.Μ., νιώθοντας αίφνης τύψεις που, ως δικηγόρος, δεν είχε αναλάβει την υπεράσπισή του όταν επρόκειτο να δικαστεί, αποφασίζει να δείξει καλή θέληση και να τον βοηθήσει αυτή τη δύσκολη στιγμή. Δεν είναι όμως σίγουρο πως είναι έτοιμος να το κάνει, ούτε αν τελικά το θέλει πραγματικά. Τα αισθήματα συμπάθειας και τρυφερότητας που προκαλεί ο Ντόναλντ τον εκνευρίζουν αφόρητα, γιατί ξέρει ότι τον ίδιο, όσο κι αν προσπαθήσει, όση καλή διάθεση κι αν δείξει, δεν πρόκειται ποτέ να τον αντιμετωπίσουν ανάλογα οι φίλοι και οι γνωστοί του. Δεν είναι ακριβώς ζήλεια, είναι περισσότερο το αίσθημα της αδικίας που τον κρατάει δέσμιο, και στην ουσία δεν τα έχει με τον αδελφό του, αλλά με τον τρόπο που η κοινωνία κατατάσσει τους ανθρώπους σε αδύναμους και δυνατούς, σε ανίσχυρους και ισχυρούς, με ό,τι συνέπειες συνεπάγεται αυτός ο διαχωρισμός.

Ο Σιμενόν ακολουθεί τον Π.Μ. σε όλη τη διάρκεια της δικής του προσωπικής καθόδου στην Κόλαση, συμμετέχοντας και ταυτόχρονα κρατώντας απόσταση από τις μεταστροφές στη σκέψη και τα συναισθήματά του. Η ιστορία αυτή είναι κατ’ ουσίαν μια ψυχογραφία με φόντο το απογυμνωμένο τοπίο της Αριζόνα και με συχνές αναφορές στον υπερχειλισμένο ποταμό που αποτελεί και το φυσικό σύνορο με το Μεξικό. Τα στοιχεία της φύσης συνδέονται με την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, ο οποίος προσπαθεί συνεχώς να διατηρήσει την καλή εικόνα του απέναντι στους άλλους, ενώ την ίδια στιγμή μέσα του μαίνεται μια καταιγίδα ίσως χειρότερη απ’ αυτήν που έχει αναγκάσει τους ντόπιους να παραμείνουν κλεισμένοι μέσα, αντιμέτωποι κι εκείνοι ο καθένας με τα δικά του θέματα. Ο Π.Μ. κρατάει κρυφή την ταυτότητα του Ντόναλντ όχι για να προφυλάξει τον αδελφό του, αλλά τον εαυτό του, όμως αυτή η απόκρυψη της αλήθειας αφ’ ενός δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί για πολύ, και αφ΄ετέρου δεν μπορεί να έχει καλά αποτελέσματα. Ώρα με την ώρα, το ψέμα του Π.Μ. τον φέρνει όλο και πιο κοντά στο μάτι του κυκλώνα που θέλει τόσο πολύ να αποφύγει, εγκλωβίζοντάς τον σε μια κατάσταση από την οποία είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει – και όσο περισσότερο μπλέκεται σ’ αυτήν, τόσο λιγότερο μπορεί πια να την ελέγξει.

Είναι καθηλωτικός και τεχνικά εντυπωσιακός ο τρόπος που επιλέγει ο Σιμενόν για να εξελίξει την αφήγηση, χρησιμοποιώντας ήρεμες περιγραφές για να αποδώσει τη μανία και την αγριότητα των φυσικών φαινομένων. Αυτή η αντίθεση είναι ακριβώς που κάνει το κείμενο τόσο συναρπαστικό και τόσο δυνατό. Από την άλλη η εσωτερική σύγχυση των ηρώων διαφαίνεται πολλές φορές μέσα από τις αντιδράσεις όσων τους περιβάλλουν και ιδίως στις φάσεις εκείνες κατά τις οποίες οι υπόλοιποι ζουν ακόμα μέσα στην αυταπάτη και ο τρόπος που φέρονται στον Ντόναλντ έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την συμπεριφορά που θα έδειχναν απέναντί του αν ήξεραν την αλήθεια. Αυτή η διαστρέβλωση της πραγματικότητας είναι ο πιο έντονα αγχωτικός παράγοντας, κι όταν με αναπάντεχο τρόπο η αλήθεια βγει εν μέρει στο φως, οι συνέπειες είναι απείρως πιο δραματικές απ’ όσο θα ήταν αν ο Π.Μ. είχε επιλέξει να είναι ειλικρινής με τη γυναίκα και τους φίλους του από την αρχή. Το γεγονός ότι πληρώνουμε τις επιλογές μας επανέρχεται σαν θέμα πολλές φορές μέσα στην ιστορία, άλλοτε με πιο ανώδυνο τρόπο και άλλοτε πιο δραματικά, ενώ οι αστάθμητοι παράγοντες, ανθρώπινοι και φυσικοί, πουν μπαίνουν στη μέση, περιπλέκουν τις καταστάσεις και τις οδηγούν σε απρόβλεπτες καταλήξεις, τόσο για τους κεντρικούς χαρακτήρες, όσο και για το περιβάλλον τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2021

22 January 2021

Charlie Mackesy: Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο

Μέσα σ’ ένα ονειρικό τοπίο, αποτυπωμένο στο χαρτί άλλοτε με ασπρόμαυρες εικόνες και άλλοτε με απαλούς χρωματικούς τόνους, ένα μικρό αγόρι συνομιλεί διαδοχικά με έναν τυφλοπόντικα, μια αλεπού και ένα άλογο, πλάσματα που συναντάει καθώς χαράζει τον δικό του δρόμο στη ζωή, αποκομίζοντας εμπειρίες και συναισθήματα. Είναι μια πορεία αλληγορική αλλά και κυριολεκτική, στη διάρκεια της οποίας το παιδί μαθαίνει να εκτιμά σημαντικές αξίες που σχετίζονται με τη συνύπαρξη στην ευρύτερη κοινωνία, όπως είναι η καλοσύνη, η ευγένεια, η αλληλεγγύη, αλλά και άλλες που έχουν να κάνουν με τον εαυτό του καθενός προσωπικά, όπως η επιμονή στην πραγμάτωση των στόχων και η ικανότητα του να μπορεί κανείς να μαθαίνει από τις δυσκολίες, να μην τις αφήνει να τον απογοητεύουν και να τις χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο για μια καινούρια αρχή.

Το κάθε ένα από αυτά τα πλάσματα έχει και κάτι διαφορετικό να προσφέρει στο παιδί. Ο τυφλοπόντικας ζει κάτω από τη γη και δεν μπορεί να δει με τα μάτια, μπορεί ωστόσο να αισθάνεται και να διαισθάνεται ό,τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Η αλεπού, γνωστή για την πονηριά της, είναι παράλληλα ένα πλάσμα πανέξυπνο που μηχανεύεται συνεχώς τεχνάσματα για να μπορέσει να επιβιώσει. Το άλογο, ζώο αρχοντικό που από τα πολύ παλιά χρόνια συντροφεύει τον άνθρωπο, κουβαλάει μια δική του σοφία, χάρη στην ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοημοσύνη του, τη σωματική δύναμη και την προσαρμοστικότητά του.

Ο Τσάρλι Μάκεσι, δημιουργός του πανέμορφου αλληγορικού παραμυθιού Το αγόρι, ο τυφλοπόντικας, η αλεπού και το άλογο, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος σε εξαιρετική μετάφραση της Άννας Παπασταύρου, είναι ένας καλλιτέχνης πολυπράγμων, που συνεχώς ψάχνει και ανακαλύπτει καινούρια πράγματα. Γεννήθηκε στο Νορθάμπερλαντ της Αγγλίας, έναν πολύ κρύο χειμώνα, όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. Κατά βάση αυτοδίδακτος, αφού δεν φοίτησε σε κάποια σχολή Καλών Τεχνών, μαθήτευσε ωστόσο για τρεις μήνες κοντά σε έναν ζωγράφο προσωπογραφιών στην Αμερική, κι εκεί έμαθε τα πάντα για την ανατομία. Εργάστηκε ως σκιτσογράφος για την εφημερίδα The Spectator, ενώ εικονογραφούσε βιβλία για τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Αργότερα άρχισε να εκθέτει τη δουλειά του σε γκαλερί και να γίνεται ευρύτερα γνωστός ως αυτόνομος καλλιτέχνης. Έχει πάθος με τη μουσική και για ένα διάστημα εμπνεόταν συστηματικά από την τζαζ και γκόσπελ σκηνή της Νέας Ορλεάνης.

Το έναυσμα για να ξεκινήσει το όμορφο ταξίδι της παρέας αυτού του βιβλίου ήταν μια συζήτηση που είχε ο ίδιος με έναν φίλο του σχετικά με το θάρρος και τη γενναιότητα. Ήταν μονάχα δυο απλές κουβέντες, στις οποίες έδωσε αμέσως σχήμα και μορφή, πλάθοντας ταυτόχρονα τους χαρακτήρες του αγοριού και του αλόγου. Στη συνέχεια προστέθηκαν και οι υπόλοιποι ήρωες και ακολούθησε μια σειρά από εικόνες, τις οποίες ο Μάκεσι ανέβαζε στο Instagram. Είχαν τόση ανταπόκριση, ώστε ήταν πια θέμα χρόνου να τον προσεγγίσει ένας εκδοτικός οίκος. Έτσι, οι εικόνες αυτές συνέθεσαν μια ιστορία μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου με vintage αισθητική που θυμίζει παλιότερες εποχές.

Οι μορφές είναι ταυτόχρονα αφηρημένες και δυνατές – χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αλλά με εύπλαστα, σκούρα περιγράμματα που τραβούν το βλέμμα. Το κείμενο είναι γραμμένο με ειλικρίνεια και αμεσότητα, και θίγει σημαντικά ζητήματα με απλό τρόπο που δίνει τροφή για σκέψη. Ο τυφλοπόντικας εκμυστηρεύεται στο αγόρι πώς έμαθε να ζει στο παρόν: «Βρίσκω ένα ήσυχο μέρος, κλείνω τα μάτια κι ανασαίνω». Η ομορφιά και η σοφία κρύβονται στα μικρά, καθημερινά πράγματα και ο καθένας από μας το μυστικό της προσωπικής του ευτυχίας το έχει μέσα του. Όταν το αγόρι ρωτάει το άλογο πότε φάνηκε πιο δυνατό, εκείνο απαντάει: «Όταν τόλμησα να δείξω την αδυναμία μου». Γιατί η αποδοχή του εαυτού μας όπως είναι, αποτελεί το πρώτο βήμα για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Αν κάποιος μισεί τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει κανέναν άλλον. Και πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει ποτέ να χάνει κανείς την αισιοδοξία του και την αγάπη για τη ζωή: «Όταν έρχονται τα μαύρα σύννεφα, εσύ να προχωράς».

Καθόλου τυχαία το παιδί, που εκπροσωπεί τους ανθρώπους, συναναστρέφεται τρία πλάσματα που ζουν στη φύση. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη φύση για να είναι ένα ολοκληρωμένο ον και από τότε που έχασε την επαφή μαζί της, άρχισε να χάνει ταυτόχρονα και μέρος από την ανθρωπιά του. Όταν ζούσε κοντά στην εξοχή, νοιαζόταν για τα ζώα που είχε στη φροντίδα του, για τη γη και τους καρπούς της. Αργότερα απομακρύνθηκε από όλα αυτά, περιορίστηκε στον εαυτό του και άρχισε ν’ αδιαφορεί για το περιβάλλον. Το άλογο, ο τυφλοπόντικας και η αλεπού αντιπροσωπεύουν τη φύση και όλα όσα ο Ch Mackesyάνθρωπος έχει αποκλείσει από τη ζωή του, τα οποία όμως έχουν πολύ μεγάλη σημασία και ο ίδιος τα έχει ανάγκη πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζει. Το παιδί παίρνει μαθήματα ζωής μέσα από τη σοφία αυτών των πλασμάτων, την οποία θα χρησιμοποιήσει στη ζωή του, καθώς χάρη σ’ αυτήν θα γίνει και το ίδιο σοφότερο, ανακαλύπτοντας πτυχές του εαυτού του και του μυαλού του που ίσως δεν υποψιαζόταν καν ότι διέθετε.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2021

15 January 2021

Σπύρος Καρυδάκης: Χ.Τ. 1985 μ.Χ. μια νέκυια

Η ιστορία του Χρήστου Τσουτσουβή είναι λίγο-πολύ γνωστή: αντιστασιακός κατά της Χούντας των συνταγματαρχών, έγινε μέλος του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα κατά τη Μεταπολίτευση και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ίδρυσε την Αντικρατική Πάλη, οργάνωση που συνδέθηκε με ένοπλες τρομοκρατικές δράσεις. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικές δυνάμεις στις 15 Μαϊου του 1985, στην περιοχή του Γκύζη. Ο άνθρωπος αυτός, με την τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, είναι με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ήρωας του βιβλίου του Σπύρου Καρυδάκη «Χ.Τ. 1985 μ.Χ. μια νέκυια». Είναι ο αφηγητής σε εικοσιτέσσερις «ραψωδίες», όσες και τα γράμματα του αλφαβήτου, που όλες τιτλοφορούνται «Νέκυια» και συνοδεύονται από το αντίστοιχο γράμμα, από το α ως το ω.

Ο Σπύρος Καρυδάκης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1961, έχει εξασκήσει πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα, και είναι ποιητής και συγγραφέας. Έως τώρα έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, και μεταφράσεις αρχαιοελληνικών και γερμανικών ποιημάτων, και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις με διηγήματα.

Η Νέκυια είναι η λ’ ραψωδία της Οδύσσειας, η οποία αφηγείται την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, εκεί όπου ο ομηρικός ήρωας συναντά, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του και ήρωες του Τρωϊκού πολέμου, αλλά βασικός του σκοπός είναι να μιλήσει με τον μάντη Τειρεσία για να του φανερώσει το μέλλον. Μια από τις σημασίες της λέξης «νέκυια», άλλωστε, υποδήλωνε ακριβώς αυτό: μια μαγική τελετή για την επίκληση του πνεύματος ενός νεκρού από τον Άδη, ο οποίος θα έδινε χρησμούς για το μέλλον. Μια άλλη της ερμηνεία, ωστόσο, είναι η επιτάφια τελετή. Έχοντας αυτά κατά νου, και βλέποντας το εξώφυλλο του βιβλίου του Σπύρου Καρυδάκη, ίσως και να πάει το μυαλό σε κάτι διαφορετικό. Η συμπερίληψη, στον τίτλο, των αρχικών «Χ.Τ.» και της χρονιάς 1985 δίνει κάποια στοιχεία, ωστόσο η εικόνα του χεριού που ρίχνει σποράκια από ρόδι παραπέμπει σε αρχαίες, τελετουργικές σπονδές που συνδέονταν με ταφικά έθιμα.

Δεν είναι εύκολο να καταγράφονται γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας μέσω της μυθοπλασίας, καθώς κάτι τέτοιο επιβάλλει έναν ικανό βαθμό αποστασιοποίησης ώστε τα γεγονότα αυτά καθαυτά να ανεξαρτητοποιούνται από τον αρχικό τους περιβάλλοντα χρόνο και χώρο. Ένα τέτοιο εγχείρημα εμπεριέχει επίσης ένα μεγάλο ρίσκο, καθώς οι μνήμες μπορεί να είναι σχετικά πρόσφατες όσον αφορά τόσο τα εμπλεκόμενα μέρη όσο και το σύνολο της κοινωνίας. Δεν παύει ωστόσο να έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν ο χειρισμός του θέματος γίνεται με την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση που χαρακτηρίζουν την προσέγγιση του Σπύρου Καρυδάκη. Και οι παραπομπές στο Ομηρικό έπος και την Αρχαία Ελλάδα γενικότερα, καθόλου τυχαίες δεν είναι, και το «διαφορετικό» που ανέφερα παραπάνω, αποδεικνύεται τελικά απρόσμενα συγγενικό με το θέμα του βιβλίου.

Στο κατεξοχήν λογοτεχνικό επίπεδο, ο συγγραφέας δανείζει τα δικά του εκφραστικά μέσα στον ήρωά του, ο οποίος μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και ξεδιπλώνει μια σειρά από σκέψεις, φιλοσοφικές αναζητήσεις και αναμνήσεις, την ημέρα που πρόκειται να είναι και η τελευταία της ζωής του. Σαν να έχει προβλέψει το μέλλον του, περνάει κυριολεκτικά και απόλυτα συνειδητά τη ζωή του μπροστά από τα μάτια του - αυτό που λένε ότι γίνεται αυθόρμητα όταν κάποιος είναι κοντά στον θάνατο. Η νέκυια λοιπόν με την έννοια της μαγικής τελετής είναι εδώ μια αμφίδρομη διαδικασία: ο συγγραφέας «καλεί» τον νεκρό ήρωά του και ο ήρωάς του μιλάει μέσω αυτού. Γίνεται δηλαδή ο συγγραφέας ένα είδος μέντιουμ (με την κυριολεκτική έννοια του διάμεσου) για να δώσει φωνή σε κάποιον που πλέον ανήκει στον κόσμο των νεκρών.

Ο ήρωάς του δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά του και κάλλιστα θα μπορούσε να είναι συμβολική η παρουσία του η οποία είναι έτσι κι αλλιώς φασματική και κινείται ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, όπως εξάλλου ήταν και όλη του η ζωή, σαν απόρροια των επιλογών του. Ανήκει στο περιθώριο και έχει έναν τρόπο σκέψης που δεν συνάδει με τα κοινωνικά στερεότυπα και δεδομένα. Έχει επομένως ένα επιπλέον ενδιαφέρον να εμβαθύνει κανείς λίγο περισσότερο και στην άλλη πλευρά, εκεί όπου ισχύουν διαφορετικοί κανόνες, έξω από την συνηθισμένη καθημερινότητα και τους επίσημους νόμους, πρόκειται ωστόσο για άγραφους όρκους τους οποίους, όσοι ανήκουν στην πλευρά αυτή, τηρούν με απόλυτη συνέπεια και πίστη στον εκάστοτε σκοπό. Ο άνθρωπος αυτός θυμίζει μισθοφόρο της αρχαιότητας, και μέχρι ένα σημείο ο τρόπος που μιλάει και όσα λέει παραπέμπουν έντονα σ’ αυτή την εικόνα. Έχει τα ιδανικά του τα οποία ακολουθεί με σεβασμό, έχει κι ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τους συντρόφους του καθώς τους συνδέουν τόσα πολλά. Για να φτάσει άλλωστε κανείς στο σημείο να ξεπεράσει τα κοινωνικά όρια και να ενταχθεί σε μια περιθωριακή παρακρατική ομάδα, εκεί από όπου σπάνια έως ποτέ μπορεί να υπάρξει γυρισμός, σημαίνει ότι είναι αποφασισμένος να παραμείνει πιστός στον σκοπό του μέχρι το τέλος, χωρίς μεταστροφές ή πισωγυρίσματα.

Πρόκειται για ένα κείμενο πολύ ξεχωριστό, με μια ιδιαίτερη γοητεία και λογοτεχνική αξία, που μέσα από το πρίσμα της μυθοπλασίας αναδεικνύει διαφορετικά επίπεδα της πραγματικότητας τα οποία συμπληρώνουν τα καταγεγραμμένα γεγονότα. Ο Σπύρος Καρυδάκης διατηρεί σε όλη την αφήγηση ένα ύφος στιβαρό και συνάμα βαθιά λυρικό, εναλλάσσοντας την ξεκάθαρη, χωρίς περιστροφές εξιστόρηση με κομμάτια γεμάτα συναισθηματισμό, που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές και συγκινούν με την αμεσότητα, την πρωτογένεια και την λανθάνουσα ποιητικότητά τους.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2021
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/15583-nekyia