26 December 2018

Λίλα Κίσσα - Φραγκομίχαλου



Η Λίλα Κίσσα-Φραγκομίχαλου αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) με πτυχίο γαλλικής φιλολογίας. Συγγραφέας και εικονογράφος του φανταστικού, δημιούργησε το 2011 τον "ονειρόκοσμο" Angel Eyes, συνδυάζοντας τις κλίσεις της. Πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής το Φεβρουάριο του 2015. Το πρώτο της εικονογραφημένο μυθιστόρημα φαντασίας, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο Ι: Φύλακες κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2016 και χαρακτηρίστηκε best seller. Τον Αύγουστο του 2017 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της σειράς, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο ΙΙ: Το Μονοπάτι και τον Οκτώβριο του 2018 κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημα της σειράς, με τίτλο Angel Eyes Βιβλίο ΙΙΙ: Προορισμός. Ζει με το σύζυγο και την κόρη της στη Χίο και το μεγάλο της κίνητρο για ζωή είναι το να κάνει τους συνανθρώπους της να ονειρεύονται περισσότερο. Τη Λίλα και τις λογοτεχνικές, όσο και εικαστικές και άλλες δημιουργίες της είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά τον Οκτώβριο που μας πέρασε, στην τέταρτη κατά σειρά διοργάνωση του FantastiCon, η οποία και φέτος φιλοξενήθηκε στους χώρους της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη φανταστική λογοτεχνία;

Καταρχάς σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας και την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για το έργο μου μέσα από αυτή τη συνέντευξη. Ο χώρος του φανταστικού ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι για μένα ένα τεράστιο κομμάτι της ίδιας μου της προσωπικότητας. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι συγκεκριμένο που να με οδήγησε προς τη φανταστική λογοτεχνία, όσο πίσω στο χρόνο κι αν ανατρέξω. Όμως θυμάμαι ότι ακόμα και τα πρώτα μου μικρά, ατελή και πειραματικά διηγήματα στα χρόνια της εφηβείας είχαν σαν κυρίαρχο στοιχείο αυτό του φανταστικού. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωγραφική, αλλά εκεί πάμε ακόμα πιο πίσω, στο Δημοτικό. Όλα τα θέματα με τα οποία καταπιανόμουν ανήκαν στο φανταστικό.

Με ποια αφορμή επιλέγετε το χώρο και το χρόνο της δράσης στα βιβλία σας; Σκοπεύετε να συνεχίσετε με ανάλογη θεματολογία ή μπορεί και να πειραματιστείτε με κάτι διαφορετικό;

Αυτή τη στιγμή στην πενταλογία του Angel Eyes ο χώρος είναι πολυδιαστασιακός, όπως και το ον άνθρωπος. Ως φυσικό πεδίο έχει επιλεχθεί ένα φαντασιακό φέουδο με τα γύρω χωριά, τις λίμνες, τα δάση, τα κοντινά λιμάνια του και τα βουνά του, που θα μπορούσε να είναι μια άλλη Ρουμανία. Και απ' την άλλη μεριά έχουμε έναν άυλο χώρο, το αστρικό πεδίο, με τους παραδείσους και τις κολάσεις του, όπου δρουν οι αλλόκοσμοι πρωταγωνιστές μου. Ο χώρος είναι μεγάλος και μου δίνει άνεση κίνησης, αλλά τον επέλεξα και για έναν άλλο πρωταρχικό λόγο: ήθελα να δώσω έμφαση στο αόρατο. Σε αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε με τις πέντε αισθήσεις μας. Να κάνω τους αναγνώστες μου να αναρωτηθούν: "Κι αν όντως υπάρχει κάτι πέρα από την ύλη;" Ως χρόνο, πάλι, έχω επιλέξει το Μεσαίωνα, πιθανότατα γιατί μου θυμίζει παραμύθι. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ταιριάζει νομίζω και σε κάτι ακόμα. Ήταν σκοτεινά χρόνια τότε, γεμάτα δεισιδαιμονίες... Και αυτό μου θυμίζει έντονα τα σκοτάδια που αντιμετωπίζουν οι χάρτινοι ήρωές μου. Μέσα από δοκιμασίες, αναζητήσεις, οδοιπορικά, γυρεύουν να φτάσουν σε μια αλήθεια και ένα φως, σαν αυτό της Αναγέννησης που ακολουθεί το Μεσαίωνα. Θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντικό παιδί του φανταστικού και θα ήθελα να το υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις. Δηλαδή δεν νιώθω ότι, για παράδειγμα, θα μου έβγαινε φυσικά να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα! Αλλά θα ήθελα να επεκταθώ στον ήδη αγαπημένο μου χώρο. Το Angel Eyes δεν είναι για μένα ένα ή δύο ή πέντε βιβλία. Είναι ένας πλήρης κόσμος ο οποίος σχηματίζεται συνεχώς, ολοένα και πιο λεπτομερώς. Μετά την ολοκλήρωση της πενταλογίας θα ακολουθήσει αυτό που ονομάζω "Το Βιβλίο των Αιώνων", το οποίο στην ουσία είναι η κοσμογονία του φανταστικού σύμπαντός μου. Αυτό το βιβλίο - του οποίου η έκταση μού είναι ακόμα άγνωστη - θα ανήκει ως είδος στο high fantasy και θα αγγίζει το επικό. Είναι αγαπημένο είδος και θα ήθελα οπωσδήποτε να βγω από τη... ζώνη ασφαλείας μου και να το τολμήσω!


Οι ήρωες και τα θέματά σας παραπέμπουν έντονα στα ιαπωνικά manga. Τι σας σας ελκύει σε αυτού του είδους την κουλτούρα; Θα μπορούσατε να φανταστείτε τους ήρωές σας να κινούνται σε έναν καθαρά ελληνικό χωροχρόνο;

Τα ιαπωνικά manga είναι μεγάλη ιστορία και λατρεία, η οποία αποτελεί και αυτή αναπόσπαστο κομμάτι μου. Η γενιά μου μεγάλωσε βλέποντας ιαπωνικά κινούμενα σχέδια ή - όπως τα λένε - anime, δίχως να ξέρουμε καν τότε εμείς σαν πιτσιρίκια τη χώρα προέλευσής τους! Όμως είχαν κάτι το μαγικό, κάτι το εθιστικό. Τα μεγάλα μάτια τους ήταν η πεπτουσία της εκφραστικότητας και οι θεματολογίες με τις οποίες καταπιάνονταν με άγγιζε με τρόπους ασύλληπτους. Ερωτευόμουν, αγωνιούσα, έκλαιγα, εμπνεόμουν... Η κουλτούρα των anime που αγάπησα με σημάδεψε. "Μην εγκαταλείπεις!", "Πάλεψε ενάντια στις προγνώσεις!", "Πόνεσε για το φίλο σου!", "Αν έκανες λάθη, ζήτα έμπρακτα συγγνώμη και ξαναξεκίνα!", "Αν απέτυχες και έπεσες, ξαναστήσου στα πόδια σου!", "Αν ερωτεύτηκες απόλυτα, ρίσκαρε τα πάντα!" είναι μόνο μερικά από τα μαθήματα που πήρα από την υπέροχη αυτή κουλτούρα και τολμώ να πω ότι ναι, με διαμόρφωσαν κιόλας ως προσωπικότητα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν οι ήρωές μου να ταιριάζουν με τον ελληνικό χωροχρόνο - δεν κάθισα ποτέ να το σκεφτώ, γιατί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνταν η ιστορία ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένο μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά ένα είναι το βέβαιο: ακόμα και στον ελλαδικό χωροχρόνο να εκτυλισσόταν το story, οι θεματολογίες που θα άγγιζα θα παρέμεναν οι ίδιες.

Ποιες είναι οι προσωπικές σας προτιμήσεις σε βιβλία και καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες; Συμπίπτουν αποκλειστικά με τη δημιουργική σας ενασχόληση ή διαβάζετε/μελετάτε και άλλα είδη;

Από βιβλία προτιμώ κυρίως τις μελέτες που έχουν να κάνουν με τον εσωτερισμό, τη μαγεία, τη μυθολογία και όχι τόσο τα λογοτεχνικά, όμως για παράδειγμα μου αρέσουν ιδιαίτερα τα έργα του Dan Brown που συνδυάζουν πολλές φορές το story με μελέτες εσωτεριστικής θεματολογίας. Στη ζωγραφική λατρεύω τους ρομαντικούς γιατί απεικονίζουν ένταση και πάθος. Στην αρχιτεκτονική αγαπώ το γοτθικό που μου θυμίζει πόσο μικρή και ασήμαντη είμαι. Και στη μουσική, η οποία είναι και η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσής μου, με μαγεύουν είδη όπως η επική ορχηστρική, κέλτικη, το συμφωνικό metal, το power metal και λίγο το goth metal. Ακούω τη μουσική μου δυνατά, κυρίως μέσα στο αυτοκίνητο και τότε είναι που ο νους μου δομεί σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου σαν να ήταν αποσπάσματα μιας τέλειας ταινίας! Τα τελευταία χρόνια δεν προλαβαίνω να διαβάσω λογοτεχνία όσο ίσως θα ήθελα, καθότι εργάζομαι πάνω στο Angel Eyes αδιάκοπα, όμως στηρίζω Έλληνες λογοτέχνες του φανταστικού και του τρόμου, τους οποίους θεωρώ πάρα πολύ αξιόλογους.

Κατά πόσο θα λέγατε ότι σας έχουν εμπνεύσει δημιουργικά τα λογοτεχνικά και άλλα σας ενδιαφέροντα;

Όπως είπα και προηγουμένως, η μουσική είναι η νούμερο ένα πηγή έμπνευσής μου, όσο περίεργο κι αν ακούγεται! Ένας δυνατός στίχος θα μου αρκούσε για να στηρίξω πάνω του ολόκληρη ιστορία. Πίσω από τις νότες βλέπω χρώματα και φόρμες, περιβάλλοντα, φανταστικές πόλεις και επικές μάχες... Δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό, αλλά είναι μαγικό και παραδίνομαι σ' αυτό δίχως δεύτερη σκέψη. Ποιος ξέρει; Ίσως η μουσική να είναι ένα σύμπαν από μόνη της!


Εφόσον τα βιβλία σας απευθύνονται, σε αυτή τη φάση, στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, γιατί επιλέξατε έναν αγγλικό γενικό τίτλο για τη σειρά των μυθιστορημάτων σας που βρίσκεται σε εξέλιξη;

Είναι λίγο αστεία η απάντησή μου για τον αγγλικό τίτλο της σειράς, είναι η αλήθεια! Αρχικά ήθελα να γράψω στα αγγλικά, όμως αν και δίδασκα τη γλώσσα μέχρι και τα 30 μου και νόμιζα ότι την κατέχω επαρκώς, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Απέχει μίλια η χρήση μιας ξένης γλώσσας, ακόμα και άριστη, από τη συγγραφή σε ξένη γλώσσα! Έτσι επανήλθα στα ελληνικά με μεγάλη μου ανακούφιση. Ο τίτλος ξέμεινε εκεί. Μου άρεσε η γραμματοσειρά και προτού το καταλάβω είχαν κυκλοφορήσει στο εμπόριο - εκεί μετά το 2015 - και κάποια προϊόντα μου με την επωνυμία "Angel Eyes Fantasy Art", οπότε και έγινε κάτι σαν brand. Και ένα τέτοιο σήμα το οποίο τυγχάνει αναγνωρισιμότητας, δεν το αλλάζει κανείς δίχως να σκεφτεί δεύτερη φορά! Δεν με ανησυχεί που είναι αγγλικός ο τίτλος. Το ελληνικό κοινό, ειδικά το νεανικό στο οποίο απευθύνομαι είναι super στα Αγγλικά! Αλλά και γενικά η Ελλάδα σαν χώρα μαθαίνει ίσως περισσότερο από κάθε άλλη παγκοσμίως ξένες γλώσσες. Σκέφτομαι τον τίτλο της σειράς στα Ελληνικά... "Αγγελικά Μάτια" ή "Τα Μάτια των Αγγέλων"... Υπάρχουν πλέον τόσοι τίτλοι με αγγέλους που μοιάζουν μεταξύ τους. Ναι, χαίρομαι τελικά που ξέμεινα με τον ξένο τίτλο!

Κάνετε κάτι πολύ πρωτότυπο: γράφετε μυθιστόρημα το οποίο εικονογραφείτε η ίδια. Το ύφος των εικόνων σας παραπέμπει σε κόμικ. Θα μπορούσατε να φανταστείτε τις ιστορίες σας σε μορφή graphic novel αντί για καθαρά μυθιστορηματική, έτσι ώστε να αναδειχθεί περισσότερο η εικόνα, μια και το στυλ της ζωγραφικής σας είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα;

Ναι, το ύφος της εικονογράφησής μου παραπέμπει στο ιαπωνικό manga-anime στυλ με ολοένα και περισσότερα στοιχεία ημιρεαλισμού όσο εκπαιδεύεται το χέρι. Και ναι, θα μπορούσα να φανταστώ το Angel Eyes σαν graphic novel, manga ή ακόμα και anime σειρά, όμως επιλέγω να αναβιώσω με τον τρόπο μου το χαμένο είδος του illustrated novel (εικονογραφημένο μυθιστόρημα), όπου το λογοτεχνικό κείμενο κυριαρχεί, για λόγους μεγέθους κυρίως. Η ιστορία είναι μεγάλη. Και δεν έχω ιδέα αν θα ήταν εφικτό καν να πάρει υπόσταση σε κάποια άλλη μορφή. Αλλά επίσης υπάρχει και άλλος ένας λόγος αρκετά σοβαρός που επέλεξα το εικονογραφημένο μυθιστόρημα ως μέσον έκφρασής μου και αυτός είναι ο εξής: να είναι τα βιβλία μου προσβάσιμα και στο κοινό που δεν διαβάζει graphic novels ή κόμικ και να φτάσει η ιστορία μου να διαβαστεί από ακόμα μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων. Όχι για χάρη των αριθμών βέβαια, αλλά για να μοιραστώ τον ονειρόκοσμό μου με περισσότερους συνανθρώπους μου!

Οι ήρωές σας κινούνται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Θα λέγατε ότι έχουν περισσότερα ρεαλιστικά ή φανταστικά στοιχεία;

Ναι, οι ηρωές μου κινούνται μεταξύ φυσικού πεδίου και αστρικού πεδίου, όμως θα έλεγα ότι το φανταστικό στοιχείο υπερισχύει. Μπορεί μετά από κάμποση ανάγνωση για παράδειγμα ο Φύλακας-άγγελος ή ο Φύλακας-δαίμονας της ιστορίας να μοιάζουν στον αναγνώστη σαν άτομα χειροπιαστά με τα οποία συναναστρέφεται η πρωταγωνίστριά μου, όμως δεν είναι! Τρανταχτό παράδειγμα ο Σεντ - ο δαίμονας του Angel Eyes που συμβολίζει το νου. Δρα στα διαυγή όνειρα της Αμόρια. Σαν φαντασίωση. "Όλα είναι μέσα στο νου σου", της λέει πολλές φορές χαρακτηριστικά, "αλλά ο νους είναι που τα κάνει και πραγματικότητα..." Είναι αλλόκοτο πράγματι το πώς μπλέκεται ο υλικός κόσμος με το φανταστικό στο Angel Eyes. Μόνο το χειροπιαστό είναι αληθινό; Το φαντασιακό είναι πράξη ή μόνο σκέψη; Ελπίζω το αναγνωστικό κοινό να παραμείνει στην ιστορία μου μέχρι το τέλος και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Πώς ανταποκρίνεται το κοινό στην ιδιαιτερότητα του ύφους σας; Τα βιβλία σας διαβάζονται κυρίως από φίλους του συγκεκριμένου είδους, ή έχετε κερδίσει και αναγνώστες με προηγουμένως διαφορετικά ενδιαφέροντα;

Αρχικά, ναι, το κοινό του φανταστικού κυρίως, αλλά και της αρκετά δυνατής manga-anime ελληνικής κοινότητας ήταν που αγκάλιασε με αγάπη τα βιβλία μου και τους ευχαριστώ από καρδιάς γι' αυτό. Όμως έχω feedback εξαιρετικά ευοίωνο και από ανθρώπους που απείχαν από αυτά τα ενδιαφέροντα. "Δεν ήξερα ότι είχα ανάγκη να διαβάσω κάτι τέτοιο", είπαν κάποιοι και άλλοι: "Ένιωσα ανακούφιση που ταξίδεψα σε έναν κόσμο φαντασίας". Με συγκίνησαν και με συγκινούν ακόμα έντονα τέτοιες ανατροφοδοτήσεις. Όταν ένα βιβλίο βγαίνει από το συρτάρι, ποτέ δεν ξέρεις μέχρι ποιον αναγνώστη θα "πετάξει" και τι θα έχει να του προσφέρει. Υπάρχουν άτομα ανάμεσα στους αναγνώστες μου που είναι καθηλωμένα στο κρεβάτι λόγω ασθένειας και βρίσκουν παρηγοριά στην ιδέα του ότι έχουμε μια ουσία, ένα αστρικό σώμα άφθαρτο που μπορεί να δράσει σε μια παράλληλη διάσταση... Γι' αυτό και μόνο είναι τόσο κρίμα να βάλω ταμπέλα στο κοινό μου.

Τι γνώμη έχετε για τη φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα σήμερα;

Η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα... Αυτό το ερώτημα μού έχει τεθεί αρκετές φορές και πάντα αναρωτιέμαι με μια σχετική λύπη το ίδιο ακριβώς πράγμα: Πώς κατέληξε η φαντασία και η λογοτεχνία της στη χώρα μας να είναι μια πορεία μόχθου για τους συγγραφείς του είδους; Πώς είναι δυνατόν να πασχίζουμε για την αναγνώριση; Πώς είναι δυνατόν να είμαστε στην προσπάθεια εδραίωσης ενός είδους που θεωρώ απόλυτα συνυφασμένο με τον ελλαδικό χώρο; Μοιάζουμε σαν να αντιγράφουμε μια τάση του εξωτερικού, ενώ στην πραγματικότητα το φανταστικό υπάρχει μέσα μας από τα αρχαία χρόνια. Η πλούσια ελληνική μυθολογία, οι τοπικοί παραδοσιακοί μύθοι, ακόμα και οι απλές αλλόκοτες ιστορίες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας στα χωριά τι είναι, αν όχι φανταστικό; Τα τελευταία χρόνια που παρακολουθώ τα πράγματα από κοντά, όμως, διαπιστώνω με μεγάλη μου χαρά ότι το φανταστικό ως είδος στην Ελλάδα παίρνει σιγά σιγά, χάρη και στο μεράκι και την αγάπη των φίλων του, τη θέση που πρέπει να έχει. Μεγαλώνει, σαν υπέροχο παιδί που είχε βάναυσα ξεχαστεί και γίνεται όμορφο και αξιαγάπητο από όλους... Και αποχαιρετώντας σας, θα αφήσω και ένα από τα αγαπημένα μου παιδιά να σας πει κάτι, γιατί τα λέει καλύτερα! "Ξέχνα το φυσιολογικό που προσπαθούν να σε κάνουν και γίνε το ασύλληπτο για το οποίο προορίζεσαι."

Ευχαριστούμε πολύ!

Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά.


Η συνέντευξη παραχωρήθηκε δι' αλληλογραφίας από τη Λίλα Κίσσα-Φραγκομίχαλου στη Μάριον και τη Βερίνα Χωρεάνθη και πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (26.12.18).


21 December 2018

Φίλια Δενδρινού: Αχ, τα καημένα τα άλιαστα

Αν υπάρχει κάτι που μένει αναλλοίωτο στους αιώνες – και ισχύει αυτό για κάθε έθνος – είναι η παράδοση, όπως μας έχει κληροδοτηθεί από τις προηγούμενες γενιές. Μπορεί να μην είναι πάντα εμφανές στην καθημερινότητά μας, καθώς οι ρυθμοί και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει δραματικά, ωστόσο εξακολουθούμε, και ευτυχώς, να είμαστε συνεχώς σε επαφή με τη λαϊκή μας παράδοση με διάφορους έμμεσους τρόπους. Μια λαϊκή παροιμία που θα χρησιμοποιήσουμε, για παράδειγμα, διάφορες εκφράσεις που λέμε και προέρχονται από τα δημοτικά τραγούδια, δείχνουν πόσο ριζωμένα είναι μέσα μας τα στοιχεία που αποτελούν μέρος του ευρύτερου χώρου των παραδόσεων του τόπου μας. 

Με το “Αχ, τα καημένα τα άλιαστα”, η Φίλια Δενδρινού, ηθοποιός, θεατρολόγος – θεατροπαιδαγωγός, πραγματοποιεί ένα αξιόλογο και εξαιρετικά ενδιαφέρον εγχείρημα: να συνδέσει, αρχικά στη σκηνή του θεάτρου και στη συνέχεια μέσα από τις σελίδες του ομότιτλου βιβλίου της, τα υπέροχα λαϊκά μας παραμύθια με τα δημοτικά τραγούδια και την ποίηση, αλλά και με τους αρχαίους μύθους. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει συγκεντρωμένο όλο το κυρίως αλλά και το συμπληρωματικό υλικό μιας σειράς από αφηγηματικές παραστάσεις βασισμένες στα λαϊκά παραμύθια, τις οποίες ξεκίνησε η Φίλια Δενδρινού το Ιούλιο του 2016.

Μελετώντας με μεγαλύτερη προσοχή τις επιμέρους συνισταμένες των παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών, θα διαπιστώσουμε ότι και τα δύο όντως έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τις ιστορίες της μυθολογίας μας. Στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, ο ζωντανός Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω την νεκρή Ευρυδίκη, στην παραλογή “Το τραγούδι του νεκρού αδερφού”, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα παγκοσμίως, ο νεκρός Κωνσταντίνος ανεβαίνει στη γη για να πραγματοποιήσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του, φέρνοντάς της την μονάκριβη κόρη που είναι παντρεμένη στην ξενιτιά. Τόσο στους μύθους όσο και στα παραμύθια η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση, κάποιες φορές και σε συνύπαρξη. Δεν είναι πάντα ευδιάκριτο το όριο που χωρίζει την πραγματικότητα από τον άυλο κόσμο. Κάποιες φορές το τέλος είναι καλό, άλλοτε πάλι οι λύσεις που δίνονται μπορεί να φαίνονται τραγικές, ωστόσο αν το καλοσκεφτούμε, ίσως είναι και οι μοναδικές. Άραγε αν ο Ορφέας δεν κοιτούσε πίσω του και έβγαινε αισίως από τον Κάτω Κόσμο με την Ευρυδίκη θα τους περίμενε ένα ευτυχισμένο τέλος ή θα τους στοίχειωναν για πάντα οι μνήμες της Ευρυδίκης από τον κόσμο των νεκρών; Αν ο Κωνσταντίνος δεν κατάφερνε να βρει την Αρετή, θα ξαναγύριζε άπραγος στον Κάτω Κόσμο ή θα ήταν καταδικασμένος να περιπλανιέται σαν φάντασμα στον κόσμο των ζωντανών, δεμένος από την κατάρα της μητέρας του; Η Ευρυδίκη και ο Κωνσταντίνος ανήκουν στην κατηγορία των ηρώων τους οποίους η Φίλια Δενδρινού  τόσο συγκινητικά χαρακτηρίζει στο βιβλίο της “άλιαστα πλάσματα”. Νέοι, όμορφοι, καταδικασμένοι ωστόσο να παραπαίουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Όπως άλλωστε, σε ένα άλλο επίπεδο, και η Περσεφόνη – ίσως ακόμα πιο τραγική περίπτωση, αφού τον μισό χρόνο χαιρόταν τη ζωή και τον άλλο μισό την έπνιγε το σκοτάδι του Κάτω Κόσμου. 

Τα παραμύθια διαθέτουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τα καθιστούν ιδανικό υλικό για αξιοποίηση στις παραστατικές τέχνες. Η πλούσια φαντασία, οι ζωντανές εικόνες, οι αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, όσον αφορά το τεχνικό κομμάτι, αλλά και θεματολογικά: η μόνιμη αντιπαράθεση του καλού με το κακό, η έντονη και σημαντική για την πλοκή συμμετοχή της φύσης, η συνύπαρξη του ρεαλισμού με το μεταφυσικό στοιχείο και, κατά συνέπεια, η συνδιαλλαγή των ανθρώπων με τις νεράιδες, τις λάμιες και τα υπόλοιπα πλάσματα του φανταστικού κόσμου. Διαθέτουν επίσης θεατρικότητα η οποία δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς τα παραμύθια είναι φύσει προορισμένα για να τα αφηγηθούν. Η Φίλια Δενδρινού επιλέγει δύο παραμύθια, το “Η Πεντάμορφη και ο Κύκνος” και το περισσότερο γνωστό “Πούλια και Αυγερινός”, τα οποία διασκευάζει εντάσσοντας στην αφήγηση αποσπάσματα από παραλογές (αυτούσια ή προσαρμοσμένα) και στίχους από ποιήματα. Κοινά χαρακτηριστικά των δύο παραμυθιών είναι η έμφασή τους στη δύναμη της αγάπης (της συντροφικής και της αδελφικής), και το γεγονός ότι και στα δύο πρωταγωνιστούν κοπέλες που κάνουν τα αδύνατα δυνατά, στην κυριολεξία, για να βρουν ή να σώσουν η μία τον αγαπημένο της και η άλλη τον αδελφό της. Τόσο ο σύντροφος της Πεντάμορφης  όσο και ο Αυγερινός, ο αδελφός της Πούλιας, είναι δεμένοι με μάγια που τους κάνουν να αλλάζουν μορφές. Κάνοντας μια γρήγορη ρεαλιστική ερμηνεία, θα λέγαμε ότι αυτό σημαίνει πως παράγοντες έξω από τη θέληση και τις δυνάμεις τους ορίζουν, ουσιαστικά, τη ζωή τους. Η Πεντάμορφη στην πρώτη περίπτωση και η Πούλια στην δεύτερη είναι αποφασισμένες να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο, όσο ανυπέρβλητο κι αν φαίνεται, ώστε να ξανασμίξουν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Το τέλος και στις δύο ιστορίες είναι διφορούμενο και, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σχεδόν στα παραμύθια που κρύβουν τόσα πολλά νοήματα μέσα στα απλά τους λόγια, μπορεί να ερμηνευθεί με διάφορους τρόπους.

Με αφηγηματική δεξιοτεχνία παρεμβάλλονται στις ιστορίες  αποσπάσματα από ποιήματα του Κωστή Παλαμά, του Γεωργίου Δροσίνη, του Γεωργίου Βιζυηνού, του Διονυσίου Σολωμού, και δένουν μαζί τους αρμονικά. Είναι γνωστή η επίδραση των δημοτικών τραγουδιών, των μύθων και των παραμυθιών στο έργο των ποιητών αυτών, και από άποψη τεχνική αλλά και όσον αφορά τη θεματολογία, και εδώ υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο. Μέσα στα πλαίσια του θεατρικού δρώμενου, η αφήγηση του παραμυθιού εναλλάσσεται με τα αποσπάσματα αυτά καθώς και με τα σπαράγματα από παραλογές και μοιρολόγια. Το κάθε ένα από τα δύο παραμύθια μεταλλάσσεται ουσιαστικά σε μια εκτενή σύνθεση η οποία αποτελείται από όλα αυτά τα διαφορετικά αλλά τόσο συναφή και συγγενικά μεταξύ τους στοιχεία.

Ακόμα και αποσυνδεδεμένο από τις παραστάσεις, το “Αχ, τα καημένα τα άλιαστα” λειτουργεί εξαιρετικά και σαν αυτόνομο βιβλίο. Η μυστηριακή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα παραμύθια, η μαγεία τους, είναι έτσι κι αλλιώς δεδομένες, και αποδίδονται με ακρίβεια μέσα από τις λεπτοδουλεμένες, γεμάτες ευαισθησία και ανεπιτήδευτη ποιητικότητα, διασκευές – αφηγηματικές αποδόσεις της Φίλιας Δενδρινού. Τονίζεται ο λυρισμός του εν μέρει ρεαλιστικού, εν μέρει φανταστικού κόσμου όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες, αλλά και η τραγικότητα των ηρώων, η οποία λες και γεννιέται μαζί τους και συμπορεύεται στη διάρκεια της ζωής τους ύπουλα, δίνοντας μόνο ανεπαίσθητες υπόνοιες της παρουσίας της, αφήνοντάς τους να πιστεύουν για διαστήματα ότι είναι ευτυχισμένοι. Τα διακριτικά, ασπρόμαυρα σχέδια της Σουζάνας Παπαχρήστου, που θυμίζουν γκραβούρες, παραπέμπουν στις παλιές εικονογραφήσεις βιβλίων με παραμύθια, με την απαραίτητη, ωστόσο, μοντέρνα οπτική. Συνολικά το έργο αυτό προβάλλει την διαχρονικότητα των παραμυθιών και την δυναμική που μπορούν να έχουν ως μέρη καλλιτεχνικών / διαδραστικών δραστηριοτήτων, υπενθυμίζοντάς μας παράλληλα πόσο σημαντικά είναι για τη ζωή μας: μάς φέρνουν πίσω στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, ωστόσο ως ενήλικες είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε πολύ περισσότερο τον συμβολικό τους χαρακτήρα και να αναζητήσουμε ερμηνείες σε ένα δεύτερο επίπεδο.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2018https://diastixo.gr/kritikes/diafora/11248-dendrinou-ax-kahmena-aliasta

20 December 2018

Η ναυτοσύνη στο έργο του Πιερ Λοτί όπως αποτυπώνεται στη νουβέλα “Ένας Γέρος”


Συγγραφέας – ταξιδιώτης, ένας περιπλανώμενος που επισκεπτόταν μέρη μακρινά, γοητευμένος από τους άγνωστους στον δυτικό κόσμο πολιτισμούς – αυτός ήταν ο Πιερ Λοτί, μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση και όσον αφορά το λογοτεχνικό του έργο, αλλά και όσον αφορά την προσωπικότητά του. Ευφυής και ασυμβίβαστος, τολμούσε να πραγματοποιεί ό,τι πιο απίθανο συνελάμβανε με το μυαλό του. Είχε διαμορφώσει δωμάτια του σπιτιού του με βάση διάφορα πολιτιστικά ύφη και τεχνοτροπίες – γιαπωνέζικο, γοτθικό, τουρκικό στιλ. Στις σάλες αυτές διοργάνωνε θεματικές βραδιές με ανάλογες μεταμφιέσεις.

Υπάρχουν φωτογραφίες του όπου είναι ντυμένος, μεταξύ άλλων, Άραβας, Φαραώ, Κινέζος αυτοκράτορας – για να αναφέρω μερικές από τις πιο συμβατικές του μεταμφιέσεις. Υπάρχει επίσης πίνακας του Ανρί Ρουσό που τον απεικονίζει με τούρκικο φέσι. Τον χαρακτήριζε μια ασυνήθιστη για τα δεδομένα της εποχής του εκκεντρικότητα, και μια πολύ ιδιαίτερη εφευρετικότητα. Το εξωτικό στοιχείο κυριαρχεί στα έργα του, ενώ εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζει και η θάλασσα στις ιστορίες του. Στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, “Η Κυρία Χρυσάνθεμο”, ιστορία στην οποία βασίστηκε η μεταγενέστερη “Μαντάμ Μπατερφλάι”, ο ρόλος της θάλασσας είναι καθοριστικός: είναι ο παράγοντας που φέρνει κοντά τους δύο πρωταγωνιστές.

Πίστευε ότι η θάλασσα ήταν μοίρα του και προορισμός του. Ένας συγγενής του, έλεγε, ήταν μέλος του πληρώματος στη φρεγάτα “Μέδουσα”, το πολεμικό πλοίο που ναυάγησε το 1816 ενώ ταξίδευε με προορισμό τη Σενεγάλη. Είναι το ίδιο δραματικό περιστατικό που τόσο συγκλονιστικά έχει αναπαραστήσει ο πρωτοπόρος ζωγράφος του Ρομαντισμού Τεοντόρ Ζερικό στον περίφημο πίνακά του “Η σχεδία της Μέδουσας”. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν αυτό που ενέπνευσε το πασίγνωστο παραδοσιακό γαλλικό τραγουδάκι “Ήταν ένα μικρό καράβι”.

Αλλά και σε διάφορα άλλα ιστορικά ναυτικά επεισόδια έλεγε ο Λοτί ότι συμμετείχαν συγγενείς και πρόγονοί του. Αυτό το παρελθόν τον στοίχειωνε, τον έκανε να αισθάνεται έναν πολύ ισχυρό δεσμό με τη θάλασσα. Ο αδελφός του υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό, έτσι λοιπόν ο Λοτί είχε ένα επιπλέον έναυσμα για να ακολουθήσει και ο ίδιος ανάλογη σταδιοδρομία. Ήθελε να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει όσο περισσότερα εξωτικά μέρη μπορούσε.

Σπούδασε στη ναυτική σχολή της Βρέστης και είχε γρήγορη και εντυπωσιακή εξέλιξη στην καριέρα του. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπως στην διεθνή εκστρατεία εναντίον της Επανάστασης των Μπόξερς στην Κίνα το φθινόπωρο του 1900. Ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα ύστερα από παρότρυνση συναδέλφων του που είχαν διαβάσει αποσπάσματα από το ημερολόγιό του. Περιέγραφε εκεί παράξενες εμπειρίες του από την Κωνσταντινούπολη. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε ανώνυμα το 1879 με τον τίτλο Αζιγιαντέ, και ήταν μια ερωτική ιστορία με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, με έμπνευση μάλλον μια γυναίκα που γνώρισε σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Τουρκία.

Στη συνέχεια έγραψε το βιβλίο που τον έκανε πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, Ο γάμος του Λοτί. Εκεί περιγράφει πώς απέκτησε το όνομα Λοτί – το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Λουί Μαρί Ζιλιέν Βιο. “Λοτί” τον βάφτισαν οι ιθαγενείς της Πολυνησίας όταν πρόφερε λάθος τη λέξη roti – το  όνομα ενός κόκκινου λουλουδιού της πατρίδας τους.

Ακολούθησαν πολλά άλλα έργα, με βασικό κοινό άξονα το εξωτικό στοιχείο, τα οποία πάντα εμπλούτιζε με προσωπικές του εμπειρίες. Από τους τίτλους και μόνο των έργων του μπορούμε να καταλάβουμε πόση γοητεία ασκούσαν πάνω του οι εξωτικοί πολιτισμοί. Αναφέρω ενδεικτικά:

Οι τρεις γυναίκες της Κάσμπας
Η Ιαπωνία το φθινόπωρο
Στο Μαρόκο
Το φάσμα της Ανατολής
Ιερουσαλήμ
Οι τελευταίες μέρες του Πεκίνου
Προς το Ισπαχάν
Ένας προσκυνητής του Άνγκορ

και πολλά άλλα.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη ναυτοσύνη ο Πιερ Λοτί, καθώς είχε πάθος με τα μακρινά ταξίδια, με τις εξερευνήσεις άγνωστων περιοχών. “Στο μέλλον η γη δεν θα έχει κανένα ενδιαφέρον”, συνήθιζε να λέει. “Θα είναι από τη μια άκρη ως την άλλη ομοιόμορφη και δεν θα έχει νόημα πια να επιχειρήσει κανείς να ταξιδέψει οπουδήποτε.” Γι’ αυτό και ο ίδιος ήθελε να προλάβει να πάει παντού, σε όλο τον κόσμο. Και κατέγραφε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια αυτά μέσα στις ιστορίες του.

Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο και βίωνε τις εμπειρίες του δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθεί και στα έργα του, κάτι που έχει να κάνει με την πλοκή των ιστοριών, το ύφος της γραφής, αλλά και τις ευφυείς και μοντέρνες τεχνικές που υιοθετούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και, πιο πρόσφατα, την τηλεόραση.

Στον “Ψαρά της Ισλανδίας” (1886), χαρακτηριστικό μυθιστόρημά του με ναυτική θεματολογία όπου εξιστορεί τη ζωή των Ισλανδών ψαράδων, καταφέρνει να αποδώσει με τον γραπτό λόγο τις τεχνικές των Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων της εποχής του.

Στο άλλο του σημαντικό ναυτικό μυθιστόρημα, “Ο αδερφός μου ο Υβ”  (1883), έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, εξερευνά την ανδρική φιλία με έναν τρόπο αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, μέσα από την σχέση του αφηγητή με έναν Βρετόνο ναύτη, τον Ιβ Κερμαντέκ. Παράλληλα περιγράφει με ζωηρά χρώματα τη ζωή των ναυτικών στα καράβια αλλά και τη στεριά.

Τη νουβέλα “Ένας γέρος” τη δημοσίευσε το 1884. Είναι μια σύντομη ψυχογραφία ενός ηλικιωμένου θαλασσόλυκου, πλούσια ωστόσο σε εικόνες και, κυρίως, συναισθήματα. Χώρος δράσης της, καθόλου τυχαία, μια απόμερη παραθαλάσσια τοποθεσία. Εκεί ζει ο Ζαν Κερβελλά, συνταξιούχος ναυτικός, που έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι, έχοντας περάσει σχεδόν όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Η καθημερινότητά του στην στεριά είναι λιτή, χωρίς συγκινήσεις ή απρόοπτα. Το ακριβώς αντίθετο από τη ζωή στα καράβια. Περνούν μπροστά από τα μάτια του σκηνές και στιγμιότυπα από το παρελθόν με σκηνικό ή φόντο πάντα το θαλασσινό τοπίο – είτε πρόκειται γι’ αυτό που επανέρχεται στις αναμνήσεις του, είτε γι’ αυτό που αντικρίζει από το ταπεινό του σπίτι.

Κάποια στιγμή στο μακρινό του παρελθόν παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Ήταν ο ένας και μοναδικός δεσμός του με τον κόσμο της στεριάς. Ωστόσο ακόμα και τότε τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τη θάλασσα. Αυτό είχε συνέπειες άμεσες αλλά και σε βάθος χρόνου, όπως φάνηκε αργότερα. Και ήταν οι συνέπειες αυτές μη αναστρέψιμες, ανεπανόρθωτες: η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και χρόνια αργότερα έχασε και την αγαπημένη του κόρη – την πρόλαβε ζωντανή στις τελευταίες της στιγμές, γυρίζοντας από ένα ταξίδι. Από τότε είχε τη φωτογραφία της μικρής από την πρώτη της μετάληψη, τοποθετημένη μέσα σε μια κορνίζα με κοχύλια. Και πάλι δηλαδή, όπως δείχνουν μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτήν, η θάλασσα κυριαρχεί, ακόμα και σε ό,τι έχει να κάνει με την οικογενειακή ζωή του.

Ως στεριανός, συνταξιούχος πια, εξακολουθεί να διατηρεί τη θαλασσινή του αύρα, τα στοιχεία εκείνα που τον συνδέουν με τον κόσμο των καραβιών: η γκριζόλευκη γενειάδα, τα χρυσά σκουλαρίκια, τον κάνουν να μοιάζει με τους ναυτικούς που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα του είναι εντυπωσιακή, επιβλητική. Μοιάζει με μια γερασμένη θάλασσα με ανθρώπινη μορφή. Σαν μια παλιά θαλασσογραφία που με τα μουντά χρώματά της αναδίνει μια συνταρακτική αίσθηση νοσταλγίας. Ο Ζαν Κερβελλά κουβαλάει μαζί του όλες τις μνήμες από το θαλασσινό του παρελθόν. Μοιάζει να μην ανήκει καν στον κόσμο μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένος να ζήσει από εδώ και πέρα.

Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με τον ίδιο τρόπο που κυλούν οι μέρες για τον Ζαν Κερβελλά: με μια φαινομενική ηρεμία κάτω από την οποία, ωστόσο, παραφυλάει για να ξεσπάσει η τρικυμία. “Η καρδιά του ανθρώπου” έχει πει ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ “μοιάζει πολύ με τη θάλασσα: έχει τις τρικυμίες της, έχει τις παλίρροιές της και τα βάθη της, έχει και τα μαργαριτάρια της.” Και μοιάζει πάρα πολύ η ψυχοσύνθεση του Ζαν Κερβελλά με τη θάλασσα. Έχοντας αποσυρθεί από τα καράβια, ζει σε ένα σπίτι που “το σφυροκοπούσαν οι ζέφυροι, οι μαύρες κακοκαιρίες, τα μπουρίνια των ισημεριών ή οι χειμωνιάτικες καταιγίδες”. Μήπως άραγε αυτό είναι κάτι που το αποζητούσε για την ζωή του μακριά από τη θάλασσα; Θα έλεγε κανείς ότι ζώντας στη στεριά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ίσως και να είχε καμιά φορά την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε ένα καράβι στη μέση ενός αφιλόξενου ωκεανού, με τα στοιχεία της φύσης να μαίνονται ανελέητα γύρω του. Καταστάσεις που σίγουρα είχε βιώσει πολλές φορές όντας εν ενεργεία ναυτικός, οι οποίες, παρά την επικινδυνότητά τους, όταν έγιναν μέρος των αναμνήσεών του έμειναν καταγεγραμμένες σαν περιπέτειες συναρπαστικές.

Τώρα βρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έζησε, και νιώθει καταδικασμένος να περάσει από εδώ και στο εξής έναν βίο αδιάφορο, χωρίς συγκινήσεις. Και είναι πράγματι σαν καταδίκη η ζωή του ναυτικού στη στεριά. Όσοι έχουμε ναυτικούς στο κοντινό περιβάλλον μας, το ξέρουμε καλά: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν στη στεριανή ζωή. Κάθε φορά που βρίσκονται σε στέρεο έδαφος, είναι έξω από τα νερά τους στην κυριολεξία – ένα κομμάτι του εαυτού τους, η σκέψη τους, είναι πάντα εκεί έξω στο υδάτινο στοιχείο.

Ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους ναυτικούς και τη θάλασσα εμπεριέχει κάτι μαγικό. Είναι σαν να τους δένει κάτι για πάντα μαζί της. Ο Ζαν Κερβελλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ζωή του ουσιαστικά σταματάει από τη στιγμή που συνταξιοδοτείται, καθώς από εκεί και πέρα η επαφή που έχει με την “αιώνια αγαπημένη του” είναι μόνο οπτική: βλέπει τη θάλασσα από μακριά και θυμάται όσα έζησε εκεί, αλλά και όσα σχετίζονται με εκείνες τις περασμένες εποχές. Και καθώς είναι πλέον μόνος και άπραγος, έρχονται και τον στοιχειώνουν οι θλιβερές αναμνήσεις της αποτυχημένης οικογενειακής ζωής, αναμνήσεις περιορισμένες πια σε ελάχιστα αντικείμενα – αναθήματα. Εκεί ανατρέχει κατά διαστήματα, αλλά κι αυτά ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις, μαζί με τον ίδιο τον γέρο ναυτικό καθώς περνάει ο καιρός.

Περιγράφει χαρακτηριστικά ο Λοτί:

“Οι ώρες του ύπνου του δεν περιείχαν ωστόσο τ’ αλλοτινά ταραγμένα όνειρα. Ήταν απλώς αναθυμήσεις χώρου και ήλιου. Ήταν μεγάλα κυανά κενά μπροστά του ή μάλλον μεταβαλλόμενες εκτάσεις, όπως είναι τα μακρινά βάθη των υδάτων. Και στο πρώτο πλάνο διαγραφόταν πάντοτε κάποια πολύ κοντινή λεπτομέρεια αρματωσιάς ή αρμποραδούρας, μια αντένα, ένα άρμενο ή ξάρτια. Στο βάθος του μυαλού του που αλάργευε, οι τελευταίες αυτές εικόνες τού είχαν απομείνει απ’ τη νεότητά του, που την πέρασε στις κόφες ή ίσως τού έρχονταν από ακόμα πιο παλιά μέσω μιας μυστηριώδους μετάδοσης από τους ναυτικούς σαν κι αυτόν προγόνους του.” (σ. 48)

Τα όνειρα λοιπόν μπλέκονται με τις αναμνήσεις, γίνονται ένα συνονθύλευμα από εικόνες μιας άλλης εποχής, αγαπημένης του αλλά τόσο μακρινής.

Ο Πιερ Λοτί ήταν ακόμη στην ενεργό δράση όταν έγραψε την ιστορία του Ζαν Κερβελλά. Ταξίδευε, γνώριζε συνεχώς καινούρια μέρη και ήθη. Παρ’ όλα αυτά μέσα στο κείμενό του διαφαίνεται μια αδιόρατη αίσθηση ανησυχίας από την οπτική του αντικειμενικού αφηγητή. Ξέροντας την μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα και τα ταξίδια, θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε ότι με αυτόν τον τρόπο εξέφραζε πάνω απ’ όλα τη δική του αγωνία για τα χρόνια που θα έρχονταν - χρόνια κατά τα οποία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ταξιδεύει.

Η μελαγχολία που καταλαμβάνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα τον Ζαν Κερβελλά δεν έχει να κάνει τόσο με την προχωρημένη ηλικία και τις τραγικές αναμνήσεις όσο με τη νοσταλγία για τη θάλασσα. Είναι ένα συναίσθημα που δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψει μέχρι το τέλος της ζωής του, που εντείνεται καθώς περνά ο καιρός. Υπομένει την ανιαρή καθημερινότητα περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα περάσει στην άλλη διάσταση. Ο Λοτί, με την διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, ίσως και να φοβόταν ότι κάτι ανάλογο θα του συνέβαινε στο μέλλον. Μπορεί να είχε αποκτήσει αξιώματα στην πορεία του, να ήταν ένας διακεκριμένος αξιωματικός, όμως κάτω από όλα αυτά παρέμενε ναυτικός – και κυρίως, στην ψυχή. Και σαν γνήσιος ναυτικός, ήξερε πως θα του ήταν αδύνατον να φανταστεί τη ζωή του μακριά από τη θάλασσα.

“Φέρε τις και τις δύο στο μυαλό σου, τη θάλασσα και τη στεριά”, λέει ο Χέρμαν Μέλβιλ στον Μόμπι Ντικ. “Δεν βρίσκεις ότι υπάρχει μια παράξενη αναλογία με κάτι από τον εαυτό σου; Όπως αυτός ο τρομακτικός ωκεανός περικυκλώνει την εύφορη γη, έτσι και κάπου μέσα στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει ένα νησί, όπως η Ταϊτή, γεμάτη με ηρεμία και χαρά, που, ωστόσο, περιτριγυρίζεται από όλα τα τέρατα του μισού κόσμου που γνωρίζουμε. Ο Θεός να σε φυλάει! Έτσι και ξεμυτίσεις από αυτό το νησί, δεν θα μπορέσεις ποτέ ξανά να γυρίσεις.”


Ομιλία που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θίνες για τον Πιερ Λοτί στο MatchPoint (Πλατεία Βικτωρίας) στις 19 Δεκεμβρίου 2018.

7 December 2018

Pierre Loti: Ένας Γέρος

“Η καρδιά του ανθρώπου μοιάζει πολύ με τη θάλασσα: έχει τις τρικυμίες της, έχει τις παλίρροιές της και τα βάθη της, έχει και τα μαργαριτάρια της.” 
Βίνσεντ Βαν Γκογκ

Ο Ζαν Κερβελλά είναι συνταξιούχος ναυτικός. Έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι κοντά σε μια απόκρημνη ακτή, αφού πέρασε σχεδόν όλη τη ζωή του ταξιδεύοντας στη θάλασσα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Περνούν μπροστά από τα μάτια του σκηνές, επεισόδια, στιγμιότυπα από το παρελθόν με σκηνικό ή φόντο το θαλασσινό τοπίο. Η ζωή του κρύβει μια μεγάλη τραγωδία, για την οποία μαθαίνουμε καθώς ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις του, με σημείο αναφοράς πάντα τη θάλασσα. Η δημιουργία οικογένειας κάποια στιγμή στη ζωή του ήταν ο ένας και μοναδικός συνδετικός κρίκος με τον κόσμο της στεριάς. Ωστόσο ακόμα και τότε τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τη θάλασσα, κάτι που αναπόφευκτα είχε συνέπειες άμεσες αλλά και σε βάθος χρόνου, όπως φάνηκε αργότερα. Και ήταν οι συνέπειες αυτές μη αναστρέψιμες, ανεπανόρθωτες. Ουσιαστικά βέβαια η μεγαλύτερη τραγωδία του είναι ότι αναγκάζεται να μείνει μακριά από τη θάλασσα για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ακόμα και στη στεριά, διατηρεί τη θαλασσινή του αύρα και υπόσταση, τα στοιχεία εκείνα που τον συνδέουν με τον κόσμο των καραβιών: η γκριζόλευκη γενειάδα, τα χρυσά σκουλαρίκια, τον φέρνουν συνεχώς πίσω στις εποχές που νοσταλγεί και τον κάνουν να μοιάζει με τους ναυτικούς που βλέπουμε σε παλιές φωτογραφίες ή καρτ ποστάλ, σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Η εικόνα του είναι εντυπωσιακή, επιβλητική. Κουβαλάει μαζί του όλες τις μνήμες από το θαλασσινό του παρελθόν, μοιάζει να μην ανήκει στον κόσμο μέσα στον οποίο είναι αναγκασμένος να ζήσει από εδώ και πέρα.

Με φόντο μια απόμερη, παραθαλάσσια τοποθεσία, ο Πιερ Λοτί στήνει το σκηνικό της σύντομης αλλά τόσο πλούσιας σε εικόνες και συναισθήματα ψυχογραφίας του με κεντρικό άξονα τον ηλικιωμένο θαλασσόλυκο Ζαν Κερβελλά και κινητήρια δύναμη τον δεσμό του με τη θάλασσα. Οι περιγραφές των σκηνών που διαδέχονται η μία την άλλη χαρακτηρίζονται από ηρεμία κάτω από την οποία, ωστόσο, παραφυλάει για να ξεσπάσει η τρικυμία. Έχοντας αποσυρθεί από τα καράβια, ο Ζαν Κερβελλά ζει σε ένα σπίτι που “το σφυροκοπούσαν οι ζέφυροι, οι μαύρες κακοκαιρίες, τα μπουρίνια των ισημεριών ή οι χειμωνιάτικες καταιγίδες”. Μήπως άραγε αυτό είναι κάτι που το αποζητούσε για την ζωή του μακριά από τη θάλασσα; Θα έλεγε κανείς ότι ζώντας στη στεριά μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ίσως και να είχε καμιά φορά την ψευδαίσθηση ότι βρισκόταν πάνω σε ένα καράβι στη μέση ενός αφιλόξενου ωκεανού, με τα στοιχεία της φύσης να μαίνονται ανελέητα γύρω του. Καταστάσεις που σίγουρα είχε βιώσει πολλές φορές όντας εν ενεργεία ναυτικός, οι οποίες, παρά την επικινδυνότητά τους, όταν έγιναν μέρος των αναμνήσεών του έμειναν καταγεγραμμένες σαν περιπέτειες συναρπαστικές. 

Τώρα λοιπόν βρίσκεται στον αντίποδα όλων όσων έζησε, και νιώθει καταδικασμένος να περάσει από εδώ και στο εξής έναν βίο αδιάφορο, χωρίς συγκινήσεις. Και είναι πράγματι σαν καταδίκη η ζωή του ναυτικού στη στεριά. Όσοι έχουμε ναυτικούς στο κοντινό περιβάλλον μας, το ξέρουμε καλά: τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσαρμοστούν στη στεριανή ζωή. Κάθε φορά που βρίσκονται σε στέρεο έδαφος, είναι έξω από τα νερά τους στην κυριολεξία – ένα κομμάτι της ψυχής, του μυαλού, του εαυτού τους είναι πάντα εκεί έξω στο υδάτινο στοιχείο. Ο δεσμός που δημιουργείται ανάμεσα στους ναυτικούς και τη θάλασσα εμπεριέχει κάτι μαγικό, είναι σαν κάτι να τους δένει για πάντα μαζί της. Ο Ζαν Κερβελλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ζωή του ουσιαστικά σταματάει από τη στιγμή που συνταξιοδοτείται, καθώς από εκεί και πέρα η επαφή που έχει με την “αιώνια αγαπημένη του” είναι μόνο οπτική: βλέπει τη θάλασσα από μακριά και θυμάται όσα έζησε εκεί, αλλά και όσα σχετίζονται με εκείνες τις περασμένες εποχές. Και καθώς είναι πλέον μόνος και άπραγος, έρχονται και τον στοιχειώνουν οι θλιβερές αναμνήσεις της αποτυχημένης οικογενειακής ζωής, αναμνήσεις περιορισμένες πια σε ελάχιστα αντικείμενα – αναθήματα στα οποία ανατρέχει κατά διαστήματα και τα οποία ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις, μαζί με τον ίδιο τον γέρο ναυτικό καθώς περνάει ο καιρός.

Κατ’ εξοχήν συγγραφέας εξωτικών μυθιστορημάτων, ο Πιερ Λοτί (1850 – 1923) δημοσίευσε τη νουβέλα “Ένας γέρος” το 1884, ωστόσο δεν ήταν αυτή η μοναδική φορά που η θεματολογία του είχε να κάνει με τη ναυτοσύνη. Σε όλη του τη ζωή, είχε ιδιαίτερη αγάπη για τη θάλασσα, τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις άγνωστων περιοχών – συνήθιζε μάλιστα να λέει ότι στο μέλλον η γη θα καταντούσε ομοιόμορφη και δεν θα είχε νόημα πια να ταξιδεύει κανείς αφού όλα τα μέρη θα ήταν ίδια. Επηρεασμένος από το παρελθόν της οικογένειάς του – ήταν πεπεισμένος ότι ένας συγγενής του ήταν πάνω στη φρεγάτα “Μέδουσα” όταν ναυάγησε το 1816 ενώ ταξίδευε με προορισμό τη Σενεγάλη (πρόκειται για το δραματικό περιστατικό που τόσο συγκλονιστικά έχει αναπαραστήσει ο Ζερικό στον περίφημο πίνακά του “Η σχεδία της Μέδουσας”) καθώς και ότι διάφοροι άλλοι πρόγονοί του είχαν συμμετάσχει σε ιστορικά ναυτικά επεισόδια – αλλά και από τον αδελφό του που υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε στη συνέχεια και ο ίδιος ανάλογη σταδιοδρομία. Ήθελε να ταξιδέψει παντού, να γνωρίσει όσο περισσότερα εξωτικά μέρη μπορούσε, και χάρη στο επάγγελμα που επέλεξε να υπηρετήσει, κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του.

Ήταν ευφυής, με εκκεντρική προσωπικότητα, έβλεπε μπροστά από την εποχή του και τολμούσε να πραγματοποιεί ό,τι απροσδόκητο συνελάμβανε με το μυαλό του: φωτογραφιζόταν με ανατολίτικα ρούχα, είχε διαμορφώσει δωμάτια του σπιτιού του με βάση διάφορα πολιτιστικά ύφη και τεχνοτροπίες, στα οποία διοργάνωνε θεματικές βραδιές με ανάλογες μεταμφιέσεις. Την αγάπη του για τη θάλασσα, τα μεγάλα ταξίδια, τους άγνωστους και εξωτικούς πολιτισμούς την εξέφραζε συχνά μέσα από τα κείμενά του. Στον Λοτί άλλωστε ανήκει και η πρωτότυπη ιστορία της πολύ μεταγενέστερης Μαντάμ Μπατερφλάι, όπως την αφηγήθηκε στο μυθιστόρημά του “Η κυρία Χρυσάνθεμο”. 

Αν και ήταν ακόμη στην ενεργό δράση όταν έγραψε το “Ένας Γέρος”, ίσως και να ήθελε μέσα από αυτή την ιστορία να εκφράσει τη δική του ανησυχία για τα χρόνια που θα έρχονταν αναπόφευκτα κάποια στιγμή κατά τα οποία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να ταξιδεύει. Η μελαγχολία που καταλαμβάνει μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα τον Ζαν Κερβελλά δεν έχει να κάνει τόσο με την προχωρημένη ηλικία και τις τραγικές αναμνήσεις  όσο με τη νοσταλγία για τη θάλασσα. Απλώς υπομένει τη ζωή του περιμένοντας να έρθει η ώρα που θα περάσει στην άλλη διάσταση. Κάτι ανάλογο δηλαδή που ο Λοτί, με την διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, ίσως και να φοβόταν για τον μελλοντικό εαυτό του.

Η πολύ αξιόλογη, εξόχως ποιητική μετάφραση της ελληνικής έκδοσης ανήκει στον Φοίβο Ι. Πιομπίνο, ο οποίος έχει γράψει και την εισαγωγή αλλά και το λεπτομερέστατο και εξαιρετικά ενδιαφέρον χρονολόγιο που συνοδεύει το κείμενο, όπου αναγράφονται σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν ανά τον κόσμο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του Πιερ Λοτί.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2018
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11146-enas-geros-loti