31 December 2019

Corrinne Averiss: Το δικό μου αστέρι

Με γλυκύτητα και ευαισθησία, η Κορίν Έιβερις, συγγραφέας γνωστή για τα τρυφερά και χαρούμενα βιβλία για παιδιά που γράφει τα τελευταία χρόνια, μπαίνει στο “Δικό μου αστέρι” στον ρόλο μιας μικρούλας που βρίσκει μια νύχτα ένα αστεράκι που έχει πέσει από τον ουρανό κι έχει χάσει όλη του τη λάμψη. Η μικρή αφηγείται με ενθουσιασμό πώς το περιμάζεψε, το φρόντισε, και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να γίνει το αστεράκι καλά. Η ζωή της γεμίζει με διάφορες ασχολίες και δραστηριότητες που έχουν κέντρο το αστέρι, γιατί εκείνο είναι που τώρα έχει ανάγκη και έχει γίνει η απόλυτη προτεραιότητά της. Το καθαρίζει, του γιατρεύει τις πληγές, του διαβάζει παραμύθια. Κάποια στιγμή το αστεράκι γίνεται καλά και οι δυο τους είναι πια αχώριστοι. Αρχίζει τότε κι εκείνο να μαθαίνει στη μικρή διάφορα πράγματα για τη ζωή του στον ουρανό. Με τον καιρό, οι συνήθειές του αλλάζουν. Κοιμάται την ημέρα και ξυπνάει τη νύχτα για να φωτίσει με τη λάμψη του το σκοτάδι, καθώς τότε είναι στο στοιχείο του. Σιγά σιγά η μικρή καταλαβαίνει πως μάλλον ήρθε η ώρα να αποφασίσει το αστεράκι αν ήθελε να μείνει μαζί της ή να επιστρέψει στον ουρανό. Αφήνει λοιπόν το παράθυρό της ανοιχτό για να δει τι θα γίνει.

Το ύφος της Κορίν Έιβερις είναι ανεπιτήδευτα ποιητικό, με μια ηθελημένη παιδική γλυκύτητα, κάτι που τονίζεται ακόμα περισσότερο από τις τρυφερές, πολύχρωμες ζωγραφιές της Ρόζαλιντ Μπίρντσο, όπου το κοριτσάκι απεικονίζεται στον μικρόκοσμό του που μοιάζει να έχει βγει από παραμύθι. Στις εικόνες εναλλάσσεται το φως με το σκοτάδι, με το αστεράκι να είναι παντού μια μόνιμη πηγή φωτός, προδιαθέτοντας για τη συνέχεια, οπότε θα αποκτήσει μια ξεχωριστή θέση στη ζωή του παιδιού. 

Πολλά είναι τα μηνύματα που περνούν αβίαστα μέσα από την όμορφη αυτή ιστορία, πολλά είναι και τα συναισθήματα. Η μικρή πρωταγωνίστρια βρίσκει το αστεράκι τραυματισμένο, μακριά από το φυσικό του περιβάλλον. Το παίρνει μαζί της για να το φροντίσει – μια πράξη αλληλεγγύης που στην πραγματικότητα, δυστυχώς, δεν είναι πάντα αυτονόητη. Τονίζεται όμως έτσι η μεγάλη αξία και σημασία της, χωρίς καμία διάθεση κηρύγματος ή διδακτισμού. Το παιδί είδε το χτυπημένο αστεράκι και θέλησε αυθόρμητα να του προσφέρει βοήθεια. Το αστεράκι, έχοντας χάσει τις δυνάμεις του από ό,τι ήταν αυτό που το έκανε να πέσει από τον ουρανό και να χτυπήσει, αρχίζει να ξαναβρίσκει τον εαυτό του μέσα στη θαλπωρή που του προσφέρει η αγάπη της μικρής. Στη συνέχεια, έχοντας αποκτήσει και πάλι τη λάμψη του, παραμένει κοντά στο κοριτσάκι και του κρατάει συντροφιά. Εδώ έρχεται στο προσκήνιο η φιλία και, κατ’ επέκταση, τα θετικά συναισθήματα που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τους ανθρώπους. Το κοριτσάκι δένεται με το αστέρι, το οποίο όμως δεν ανήκει στη γη και αναπόφευκτα θα έρθει η ώρα να γυρίσει στον δικό του κόσμο. Τι γίνεται λοιπόν όταν αναγκαστικά θα πρέπει να αποχωριστούμε κάποιον που αγαπάμε πολύ; 

Μέσα από τέτοιου ύφους και είδους αλληγορικά παραμύθια, που είναι γραμμένα απλά αλλά γεμάτα λυρισμό, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με έννοιες και συναισθήματα που είναι πολύ σημαντικά για τις κοινωνικές σχέσεις και την μετέπειτα ζωή τους. Μπορούν εύκολα να ταυτιστούν με το παιδί που έχει τον ρόλο του πρωταγωνιστή – στη συγκεκριμένη περίπτωση και του αφηγητή – ενώ η ιδιαίτερα έντονη παρουσία της φύσης – που εδώ εκπροσωπείται από το αστέρι – ευαισθητοποιεί διακριτικά για την αρχή της συνειδητοποίησης ότι δεν είμαστε μόνοι μας πάνω στη Γη. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2019

17 December 2019

«Science Bob» Pflugfelder – Steve Hockensmith: Νικ και Τέσλα: Αφηνιασμένος ρομποστρατός

Ο Νικ και η Τέσλα είναι δύο δίδυμα αδέλφια που καταπιάνονται με τεχνολογικές κατασκευές. Είναι οι δυο τους λίγο σαν τον Άνγκους ΜακΓκάιβερ, τον ήρωα της διάσημης τηλεοπτικής σειράς της δεκαετίας του ’80, ο οποίος κατασκεύαζε γκατζετάκια για διάφορες χρήσεις με ό,τι έβρισκε γύρω του. Η παρατηρητικότητα και η εξυπνάδα τους δεν περιορίζονται μόνο σε θέματα επιστημονικά, αλλά τους δίνουν συχνά το έναυσμα για να ασχοληθούν ερασιτεχνικά με την αστυνομική έρευνα. Στην περιπέτεια Αφηνιασμένος ρομποστρατός μπλέκονται σε μια περίπλοκη ιστορία μυστηρίου που εκτυλίσσεται στην πόλη τους, καθώς στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν έναν φίλο τους έρχονται αντιμέτωποι με μια σειρά περίεργων ληστειών σε διάφορα καταστήματα. Στο μεταξύ ο ο Νιουτ, θείος τους και εκκεντρικός επιστήμονας, φαίνεται ιδιαίτερα γοητευμένος από τη Χιρόκο, τη νέα ιδιοκτήτρια της Καλύβας των Θαυμάτων, ενός μαγαζιού γεμάτου τεχνολογικούς θησαυρούς παντός είδους, το οποίο τα δύο αδέλφια επισκέπτονται συχνά. Ο Νικ και η Τέσλα, με τη βοήθεια των φίλων τους, ρίχνονται στην έρευνα και ανακαλύπτουν πράγματα και θαύματα, αποφασισμένοι να φτάσουν στη λύση του μυστηρίου.

Ο Αφηνιασμένος ρομποστρατός είναι το δεύτερο βιβλίο της σειράς των Μπομπ Πφλαγκφέλντερ και Στιβ Χόκενσμιθ «Νικ και Τέσλα». Ο Μπομπ Πφλαγκφέλντερ είναι δάσκαλος Φυσικής, αλλά και διάσημη τηλεπερσόνα με συχνές συμμετοχές σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως το σόου του Τζίμι Κίμελ, όπου μοιράζεται με το κοινό το πάθος του για τις επιστήμες. Ο Στιβ Χόκενσμιθ είναι συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου, ενώ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για τα μυθιστορήματα τρόμου – παρωδίες που έχει γράψει, βασισμένα στην Περηφάνια και προκατάληψη της Τζέιν Όστεν. Στη σειρά των βιβλίων «Νικ και Τέσλα», που απευθύνεται σε παιδιά 9 έως 12 ετών, επιχειρούν μια πρωτότυπη και χιουμοριστική προσέγγιση των επιστημών, με σκοπό την εξοικείωση των μικρών αναγνωστών με τα συναρπαστικά αυτά θέματα. Κάτι που, εκ των πραγμάτων, επιτελείται αρκετά εύκολα, καθώς η γοητεία που ασκεί σε τόσο πολύ κόσμο –και ιδιαίτερα στα παιδιά– η επιστήμη δεν είναι τυχαία. Η παρατήρηση του κόσμου γύρω μας οδηγεί συχνά σε συναρπαστικές ανακαλύψεις, κάτι που κεντρίζει σχεδόν πάντα το ενδιαφέρον των παιδιών τόσο σαν δραστηριότητα όσο και σαν γνώση.

Στις διασκεδαστικές ιστορίες μυστηρίου όπου πρωταγωνιστούν, οι δύο μικροί ήρωες έχουν την ευκαιρία να φτιάξουν ευρηματικές κατασκευές, τις οποίες χρησιμοποιούν στις περιπέτειές τους. Οι κατασκευές αυτές περιγράφονται λεπτομερώς στα βιβλία σε ξεχωριστές ενότητες που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, και καθώς φτιάχνονται συνήθως με αντικείμενα που μπορεί κανείς να βρει γύρω του ή να προμηθευτεί πολύ εύκολα, οι μικροί αναγνώστες μπορούν κι εκείνοι με τη σειρά τους, ακολουθώντας προσεκτικά τις οδηγίες, να φτιάξουν κάτι αντίστοιχο. Άλλωστε και οι πρώτες εφευρέσεις και ανακαλύψεις ξεκίνησαν από απλά ερεθίσματα του φυσικού κόσμου και του περιβάλλοντος, και μελετήθηκαν στη συνέχεια, στα αρχικά τους στάδια, με πειράματα που βασίζονταν στη χρήση απλών και βασικών υλών.

Έχει ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη σειρά η σημειολογία των ονομάτων, τα οποία δεν έχουν επιλεγεί τυχαία. Ο Νικ και η Τέσλα έχουν δανειστεί τα ονόματά τους από τον σπουδαιότερο επιστήμονα της σύγχρονης ιστορίας, τον Νίκολα Τέσλα, στον οποίο χρωστάμε τη συντριπτική πλειονότητα των τεχνολογικών εφευρέσεων και ανακαλύψεων που ακόμα και σήμερα διευκολύνουν την καθημερινότητά μας, που ο περισσότερος κόσμος αγνοεί ότι οφείλονται σε εκείνον ή που αποδίδονται σε άλλους. Ο Τέσλα ήταν μια αδικημένη μεγαλοφυΐα, ένα σπάνιο επιστημονικό μυαλό. Είναι καλό τα παιδιά να μαθαίνουν γι’ αυτόν, με οποιονδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε μέσο και να τους δίνεται κίνητρο να ψάξουν και να μάθουν μόνα τους ακόμα περισσότερα πράγματα. Ο θείος Νιουτ, από την πλευρά του, παραπέμπει στον Νεύτωνα (Νιούτον). Είναι ο κλασικός τρελούτσικος επιστήμονας που δεν χωράει στον εαυτό του και κυριολεκτικά ζει ανάμεσα στα παμπάλαια μηχανήματα και τους σωρούς από εξαρτήματα με τα οποία κατασκευάζει τις απίθανες εφευρέσεις του. Όλα αυτά βέβαια είναι μέσα στο βιβλίο δοσμένα με χιούμορ, Pflugfelder Hockensmithκαι με τέτοιον τρόπο ώστε να τραβήξουν και να κρατήσουν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των παιδιών τονίζοντας παράλληλα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, τη σπουδαιότητα των επιστημών στον σύγχρονο κόσμο.

Στην ίδια σειρά κυκλοφορούν και τα βιβλία Επικίνδυνο εργαστήριο υψηλής τάσης, Γκατζετομάχη μυστικών πρακτόρων και Γάντι σούπερ σάιμποργκ.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2019

9 December 2019

Barbara Cantini: Μορτίνα και ο ξινός ξάδελφος

Η Μορτίνα, το αξιολάτρευτο κοριτσάκι – ζόμπι, επιστρέφει για μία ακόμη περιπέτεια στην Ξεπεσμένη Έπαυλη, το στοιχειωμένο αρχοντικό όπου ζει με τους αλλόκοτους θείους, τα ασυνήθιστα κατοικίδια, και τα φαντάσματα συγγενών από το μακρινό παρελθόν. Τη Μορτίνα την είχαμε γνωρίσει στο πρώτο βιβλίο της σειράς της Ιταλίδας συγγραφέα και εικονογράφου Μπάρμπαρα Καντίνι, με τίτλο Μια ιστορία για να πεθάνεις από τα γέλια.  Επιφανειακά έμοιαζε σαν ένα πλάσμα ασύμβατο με τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, στην πραγματικότητα ωστόσο ήταν απλώς ένα παιδί που ήθελε να ζήσει μια κανονική ζωή παρέα με τους φίλους της. Κατάφερε τελικά να επιβάλει την ιδιαιτερότητα της εμφάνισής της – τη χλωμάδα, τα βαθουλωτά μάτια, ακόμα και το παράξενο ντύσιμό της που παρέπεμπε σε άλλες εποχές, παλιές ή παραμυθένιες – και απέκτησε μια μεγάλη παρέα, χωρίς να αναγκάζεται πλέον να υποκρίνεται ότι ήταν κάτι άλλο από αυτό που υπαγόρευε η ομολογουμένως ιδιότυπη φύση της. 

Στον Ξινό Ξάδελφο, την βρίσκουμε μια απλή καθημερινή μέρα στην Ξεπεσμένη Έπαυλη, όπου ενώ η θεία της μιλάει στον Φλύαρο Κισσό, μια εντυπωσιακή πρασινάδα που μεγαλώνει όταν ακούει κολακευτικά λόγια, εκείνη δέχεται την επίσκεψη ενός άγνωστου ξαδέλφου, του Διλβέρτου, ο οποίος έχει λάβει πρόσλκηση από τη θεία – κάτι που η Μορτίνα αγνοεί εντελώς. Ο Διλβέρτος είναι, φυσικά, κι αυτός ζόμπι, όμως δεν έχει τίποτα κοινό με τη Μορτίνα – είναι άλλο στιλ τύπου και χαρακτήρα: σνομπ, φαντασμένος, και ελαφρώς ξινισμένος. Ενώ η Μορτίνα απορεί για την αναπάντεχη άφιξη του μυγιάγγιχτου ξαδέλφου και ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να βρει τη θεία της πουθενά μέσα στο αρχοντικό, αρχίζουν σιγά σιγά να καταφθάνουν και οι φίλοι της, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έλαβαν κι αυτοί μια ανάλογη πρόσκληση για να επισκεφθούν την έπαυλη. Η υπόθεση εξελίσσεται σε μια μυστηριώδη αναζήτηση μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι, ενώ στην πορεία εξαφανίζεται και η Τερέζα, μία από της φίλες της Μορτίνα. Τι μπορεί άραγε να συμβαίνει στην Ξεπεσμένη Έπαυλη; Και τι σχέση έχει ο ξινός ξάδελφος με όλα αυτά;

Η Μπάρμπαρα Καντίνι επιλέγει ένα ιδιαίτερα δημοφιλές φανταστικό πλάσμα, το ζόμπι, το οποίο είναι συνδυασμένο με ιστορίες τρόμου, και το προσαρμόζει στα ανθρώπινα μέτρα, χρησιμοποιώντας το σαν ένα σύμβολο για όποιο άτομο μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο ξεχωρίζει για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο. Θέτει το σύμβολο αυτό μέσα σε ένα περιβάλλον που μπορεί να φαίνεται, και να είναι, ιδιόρρυθμο, όμως στην ουσία είναι μία εξογκωμένη, και δοσμένη με μαύρο χιούμορ και φαντασία, εκδοχή μιας οικογένειας με όλες τις παραξενιές και τις ιδιομορφίες της.

Σε μια αναλογία, όπως στην πρώτη ιστορία η Μορτίνα ήταν, τρόπον τινά, το «μαύρο πρόβατο», τώρα στον Ξινό Ξάδελφο έρχεται η σειρά της να μπει στη θέση των πολλών και να ξεκινήσει, άθελά της, την γνωριμία της με τον Διλβέρτο με μια μικρή δόση προκατάληψης. Μπορεί η Μορτίνα να είναι ένα παιδί αντισυμβατικό σε σχέση με τον στερεοτυπικό κοινωνικό περίγυρο, όμως ο ξάδελφός της δείχνει να είναι υπερβολικά ιδιόρρυθμος, ακόμα και για τα δικά της ανατρεπτικά δεδομένα. Ουσιαστικά δηλαδή, κανείς δεν είναι ίδιος με κανέναν άλλον – ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, και δεν είναι απαραίτητο ότι μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό που ξεπερνούν τα όρια του «κανονικού» είναι στοιχεία αρνητικά. Κάτι που μας φαίνεται οικείο, είναι επειδή το έχουμε συνηθίσει, όχι επειδή είναι ή θεωρείται αποδεκτό. Σε αντίθεση βέβαια με τη Μορτίνα, η οποία ένιωθε αρχικά ανασφάλεια για την ιδιαιτερότητά της και αυτό λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να κοινωνικοποιηθεί, ο Διλβέρτος εμφανίζεται στο προσκήνιο γεμάτος αυτοπεποίθηση, χωρίς να αναζητά τρόπους να προσαρμοστεί.

Οι περιπέτειες της Μορτίνα είναι πολύ ξεχωριστές ιστορίες για παιδιά, ωστόσο με το εμπνευσμένο, λεπτό τους χιούμορ απευθύνονται σίγουρα και σε ενήλικες και πιο ψαγμένους αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να παρατηρήσουν έξυπνες λεπτομέρειες στις φιλοτεχνημένες από την ίδια την Μπάρμπαρα Καντίνι πολύχρωμες και πανέμορφες ζωγραφικές συνθέσεις που κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου (για παράδειγμα, τα ψιλά γράμματα της σημείωσης που συνοδεύει μια φωτογραφία του Έντγκαρ Άλαν Πόε και λέει «ο ξάδελφος Έντγκαρ»). Η Μπάρμπαρα Καντίνι δημιουργεί έναν κόσμο όπου το φαντασιακό στοιχείο γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, μέσα όμως από χαριτωμένες, διασκεδαστικές καταστάσεις σχολιάζει θέματα απολύτως ρεαλιστικά, όπως είναι η διαφορετικότητα και η αποδοχή της, ή η συνειδητοποίηση ότι τα φαινόμενα απατούν πολλές φορές και ότι η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι φαίνεται.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2019

3 December 2019

Donald Margulies: Ο χρόνος σταματά

Στοπ καρέ στη ζωή και στη μνήμη


Ο χρόνος σταματά, του Ντόναλντ Μάργκιουλις
Θέατρο Κάτω Από Τη Γέφυρα (2η χρονιά)
Σκηνοθεσία: Νίκος Δαφνής
Μετάφραση: Ελένη Ρεπούσκου

Η Σάρα, πολεμική φωτορεπόρτερ με πολύ ιδιαίτερη ματιά στις λήψεις της, γυρίζει από μια αποστολή στη Μέση Ανατολή σοβαρά τραυματισμένη και ενώ έχει συνέλθει από κώμα δύο μηνών. Ψυχικά τραυματισμένος είναι ωστόσο και ο σύντροφός της, ο Τζέιμς, πολεμικός ανταποκριτής και επίδοξος συγγραφέας σεναρίων τρόμου, που ενώ την συνόδευε στο μεγαλύτερο μέρος της αποστολής, κάποια στιγμή λιποψύχησε και έφυγε αφήνοντάς την μόνη και από εκείνη τη στιγμή δεν έχει πάψει να νιώθει τύψεις γι’ αυτό. Η Σάρα όμως δεν ήταν εντελώς μόνη όταν τραυματίστηκε από έκρηξη βόμβας – ήταν μαζί της και ο Τάρεκ, ντόπιος διερμηνέας, του οποίου η παρουσία στάθηκε εξαιρετικά σημαντική για τη Σάρα για πολλούς λόγους. Πίσω στην Αμερική, το ζευγάρι πασχίζει να επιστρέψει στους ρυθμούς της καθημερινότητας, ωστόσο αυτό αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο, παραδόξως όχι εξαιτίας της ευαίσθητης κατάστασης της Σάρα, αλλά επειδή ο Τζέιμς δυσκολεύεται να διαχειριστεί από τη μια τη δειλία που επέδειξε στο παρελθόν και από την άλλη το γεγονός ότι η Σάρα, παρά τα όσα πέρασε, δεν δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει το “ζην επικινδύνως”. Παράλληλα ο Ρίτσαρντ, επιμελητής εκδόσεων και μακροχρόνιος φίλος και συνεργάτης τους, προσπαθεί να τους πείσει να εκδώσουν σε βιβλίο τις τελευταίες φωτογραφίες της Σάρα με τη συνοδεία κειμένων του Τζέιμς, ενώ φαίνεται να βλέπει πολύ σοβαρά τη σχέση του με την πολύ νεότερή του Μάντι, την τελευταία του κατάκτηση.

“Ο χρόνος σταματά” είναι ο τίτλος του πολυδιάστατου έργου του βραβευμένου με Πούλιτζερ Ντόναλντ Μάργκιουλις που παίζεται φέτος για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Θέατρο Κάτω Από τη Γέφυρα, και είναι μία φράση που λέει η ίδια η Σάρα αναφερόμενη στη διαδικασία λήψης ενός πλάνου με τη φωτογραφική της μηχανή. Θα ήταν λάθος ωστόσο να σταθούμε μόνο σ’ αυτή την ερμηνεία: το έργο, σε όλη του σχεδόν τη διάρκεια, “παίζει” έξυπνα και διακριτικά με την έννοια του στοπ καρέ, καθώς η Σάρα με το εκτόπισμά της δίνει τον τόνο μέσα από τη δική της οπτική σαν φωτογράφος που είναι – ασυναίσθητα “καδράρει” τους συνομιλητές της ακόμα κι αν δεν κρατάει στα χέρια της τη μηχανή, διαβάζει πρόσωπα, βλέμματα, κινήσεις, συναισθήματα – αλλά και γενικότερα με το καρέ σε διάφορες απεικονίσεις: από την γιγαντοοθόνη στο πίσω μέρος του σκηνικού, χωρισμένη σε μικρά τετράγωνα, όπου στην εισαγωγή βλέπουμε τις φωτογραφίες της Σάρα, μέχρι και τον αριθμό των προσώπων επί σκηνής: είναι τέσσερα, και μαζί συμπληρώνουν ένα κουαρτέτο – συνεκδοχικά, ένα ακόμα καρέ. Γραμμένο το 2009, το έργο του Μάργκιουλις έχει σαν μοναδικό χώρο δράσης το διαμέρισμα της Σάρα και του Τζέιμς, όμως τόσο τα θέματα που περνούν μέσα από τις συζητήσεις των προσώπων όσο και οι δικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις και αλλαγές διευρύνουν πολύ περισσότερο το σκηνικό που βλέπουμε μπροστά μας.

Ευρηματική και με γρήγορους ρυθμούς, η σκηνοθεσία του Νίκου Δαφνή δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, χορογραφώντας τους τέσσερις ηθοποιούς που ερμηνεύουν τους ρόλους με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκτά ο καθένας τον δικό του προσωπικό μικρόκοσμο μέσα στον εκ των πραγμάτων περιορισμένο χώρο του σκηνικού – διαμερίσματος. Η Σάρα κουβαλάει μαζί της όλες τις φρικιαστικές εμπειρίες που την σημάδεψαν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Με την ασκητική μορφή, το έντονο, διαπεραστικό βλέμμα και τις καλομελετημένες εκφράσεις του προσώπου της, η Έλενα Τυρέα ενσαρκώνει μία Σάρα  με ιδιαίτερη βαρύτητα, που θέλοντας και μη κυριαρχεί στον χώρο αλλά και στον χρόνο, καθώς η σκέψη της κάνει διαρκώς άλματα, γυρίζοντας πίσω εκεί όπου γράφτηκε η προηγούμενη δραματική πράξη της ζωής της. Η πολυσύνθετη και καμιά φορά αναγκαστικά σκληρή φύση της δουλειάς της έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της επάνω στη Σάρα και έχει διαμορφώσει την προσωπικότητά της. Ο άξονας της ζωής της είναι ο φακός της φωτογραφικής της μηχανής, η οποία έχει πάψει πια να είναι ένα εργαλείο και είναι πλέον προέκταση του βλέμματός της. Μπορεί με τον φακό της να απαθανατίζει τη φρίκη του πολέμου με σκηνές που σοκάρουν, όμως στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν ανάμεσα στην επιλογή του καρέ και το πάτημα του κουμπιού της λήψης, έχει ήδη προλάβει να δει τη ζωή πίσω από τον θάνατο: τους τσακισμένους ανθρώπους που μέσα σε δευτερόλεπτα είδαν τις οικογένειές τους να χάνονται, τα ετοιμοθάνατα παιδιά που ίσα που πρόλαβαν να ζήσουν μια βιαστική παιδική ηλικία. Γυρίζοντας πίσω στην καθημερινότητά της, δεν μπορεί να τα αφήσει πίσω της όλα αυτά. Απέναντί της, ο Τζέιμς μοιράζεται ως ένα βαθμό το ίδιο πάθος όμως στο τέλος της μέρας είναι πολύ πιο γήινος – ένας αστός στην κυριολεξία: θέλει να ζει στην πόλη με τις ανέσεις του, ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνει ηθικές θυσίες – κάτι που είναι πρακτικά αδιαπραγμάτευτο κατά τη συμβίωσή του με τη Σάρα. Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος αποδίδει με ακρίβεια και εσωτερικότητα τις μεταπτώσεις και την συναισθηματική αστάθεια του Τζέιμς, ο οποίος παλεύει συνεχώς να ισορροπήσει την αγάπη του για την ελεύθερη δημιουργία και την ανάγκη του για μία απλή, άνετη ζωή.

Ο Ρίτσαρντ, μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο συγκαταβατικός, λειτουργεί τρόπον τινά σαν ισορροπιστής ανάμεσά τους. Ο Κώστας Κλάδης δίνει μια στιβαρή ερμηνεία, πότε σαν πατρική φιγούρα, πότε σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής, πότε σαν πιστός και καλός φίλος. Ο Ρίτσαρντ μοιράζεται το πάθος της Σάρα, όμως θέτει τα πάντα σε ρεαλιστική βάση και δεν αφήνει τον συναισθηματισμό να τον παρασύρει. Ο δεσμός του με τη Μάντι μπορεί να ξεκίνησε σαν κάτι επιφανειακό, όμως η νεαρή κοπέλα, φαινομενικά αφελής αλλά με μια δική της, ιδιότυπη σοφία, άνοιξε άθελά της τον δρόμο για τη δημιουργία μιας νέας προοπτικής στη ζωή του που ίσως και να μην την είχε φανταστεί μέχρι τότε. Η Χριστίνα Σιώμου με την αέρινη και τρυφερή παρουσία της είναι μια ιδανική Μάντι: πρόσχαρη, οριακά υπερφίαλη και τυπικά η εύθυμη νότα, η Μάντι είναι ωστόσο ένας χαρακτήρας – κλειδί, σε πρώτο επίπεδο αταίριαστη με τους υπόλοιπους τρεις, αλλά στην ουσία με δράση καθοριστική για την εξέλιξη της ιστορίας. Εξίσου καθοριστική είναι και η παρουσία – απουσία του Τάρεκ, του πέμπτου προσώπου που δεν εμφανίζεται ποτέ αλλά μοιάζει να στοιχειώνει τη Σάρα και τον Τζέιμς καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Η Μάντι και ο Τάρεκ, τα δύο άκρα αντίθετα, η μία πολύχρωμη και ζωηρή και ο άλλος αφανής και μακρινός, σηματοδοτούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας την επανεκκίνηση του χρόνου που είχε σταματήσει για τη Σάρα όταν έπεσε σε κώμα μετά τον τραυματισμό της και κλήθηκε στη συνέχεια να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της, την ίδια περίοδο που ο Τζέιμς προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τις πραγματικές του επιθυμίες και ο Ρίτσαρντ έπρεπε να πάρει μια καθοριστική απόφαση για τη δική του ζωή.

Το λειτουργικό σκηνικό όπου κυριαρχούν το κόκκινο και το πορτοκαλί χρώμα, είναι της Δέσποινας Βολίδη, ενώ την πολύ καλή μετάφραση έκανε η Ελένη Ρεπούσκου. Οι μουσικές επιλογές, καίριες και ταιριαστές με την ατμόσφαιρα του έργου, ανήκουν στην Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Δεκέμβριο του 2019

2 December 2019

Το σπίτι των στοιχειών (Ambrose Bierce)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Εκεί στον δρόμο που οδηγούσε από το Μάντσεστερ του ανατολικού Κεντάκι προς το Μπούνβιλ, είκοσι μίλια μακριά, υπήρχε το 1862 μια φυτεία με μια ξύλινη αγροικία που ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τις περισσότερες κατοικίες της περιοχής. Το σπίτι αυτό καταστράφηκε από φωτιά την επόμενη χρονιά – την προκάλεσαν πιθανότατα στρατιώτες του Στρατηγού Τζορτζ Γ. Μόργκαν που είχαν ξεστρατίσει από την φάλαγγά τους μετά την οπισθοχώρησή της, αφού ο Στρατηγός Κέρμπι Σμιθ την έτρεψε σε φυγή από το Κάμπερλαντ Γκαπ με προορισμό τον ποταμό του Οχάιο. Όταν καταστράφηκε, ήταν ήδη εγκαταλελειμμένο για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τα βάτα είχαν θεριέψει στα χωράφια γύρω του, οι φράχτες είχαν διαλυθεί, ακόμα και τα διαμερίσματα των νέγρων, και γενικά τα βοηθητικά κτίσματα, ήταν υπό κατάρρευση, παραδομένα στην εγκατάλειψη και τις λεηλασίες. Γιατί τόσο οι νέγροι όσοι και οι φτωχοί λευκοί των γύρω περιοχών είχαν ανακαλύψει στο κτίριο αλλά και στον περίβολό του μεγάλες ποσότητες καυσίμων, τα οποία και υπεξαιρούσαν χωρίς δισταγμό, απροκάλυπτα, μέρα – μεσημέρι. Πάντα στο φως της ημέρας, δηλαδή, γιατί όταν έπεφτε η νύχτα, δεν πλησίαζε ψυχή το μέρος αυτό, εκτός από περαστικούς ξένους. Ήταν γνωστό ως «το σπίτι των στοιχειών». Το ότι κατοικούσαν εκεί κακά πνεύματα σε πλήρη δραστηριότητα, που μπορούσες να τα δεις και να τα ακούσεις κανονικά, δεν το αμφισβητούσε κανείς στην περιοχή περισσότερο απ’ όσο αμφισβητούσε τα κυριακάτικα κηρύγματα του περαστικού εφημέριου. Όσο για την άποψη του ιδιοκτήτη, ήταν άγνωστη. Ο ίδιος και η οικογένειά του είχαν εξαφανιστεί μια νύχτα χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Είχαν παρατήσει τα πάντα – τα υπάρχοντά τους, τα ρούχα και τις προμήθειές τους, τα άλογα στους στάβλους, τις αγελάδες στο χωράφι, τους νέγρους στα διαμερίσματά τους – όλα και όλοι ήταν στη θέση τους, τίποτα δεν έλειπε – εκτός από έναν άντρα, μια γυναίκα, τρία κορίτσια, ένα αγόρι και ένα βρέφος. Ήταν αναμενόμενο να θεωρηθεί κάπως ύποπτη μια φυτεία από όπου είχαν εξαφανιστεί ταυτόχρονα εφτά άτομα χωρίς να έχει κανείς ιδέα για το τι συνέβη.

Μια νύχτα του Ιουνίου του 1859, δύο πολίτες από το Φράνκφορτ, ο Συνταγματάρχης Τζ. Σ. ΜακΑρντλ, δικηγόρος, και ο Δικαστής Μάιρον Βι, της Πολιτοφυλακής, πήγαιναν από το Μπούνβιλ στο Μάντσεστερ. Η δουλειά τους ήταν τόσο σημαντική που αποφάσισαν να μην σταθούν, παρ’ όλο που είχε πέσει το σκοτάδι και ήδη ακουγόταν η βοή μιας καταιγίδας η οποία τελικά ξέσπασε με το που έφτασαν απέναντι από το «το σπίτι των στοιχειών». Οι αστραπές έπεφταν με τέτοια συχνότητα, που χάρις στο φως τους οι δύο ταξιδιώτες μπόρεσαν να περάσουν μέσα από την πύλη και να φτάσουν σ’ ένα υπόστεγο όπου ξεπέζεψαν και έλυσαν τα άλογά τους. Στη συνέχεια προχώρησαν προς το σπίτι μέσα στη βροχή, και χτύπησαν όλες τις πόρτες χωρίς να πάρουν απάντηση. Πιστεύοντας ότι αυτό οφειλόταν στον ασταμάτητο βόμβο από τις βροντές, έσπρωξαν μια πόρτα, η οποία και άνοιξε. Μπήκαν μέσα χωρίς χρονοτριβή κι έκλεισαν την πόρτα. Την ίδια στιγμή βρέθηκαν μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ούτε η παραμικρή υποψία από την αδιάκοπη λάμψη των αστραπών δεν διαπερνούσε τα παράθυρα ή τις χαραμάδες. Ούτε ο παραμικρός ψίθυρος από την θεομηνία που μαινόταν απ’ έξω δεν τους έφτανε εκεί. Ήταν λες και είχαν αίφνης τυφλωθεί και κουφαθεί, και ο ΜακΑρντλ είπε αργότερα ότι για μια στιγμή πίστεψε ότι τον είχε σκοτώσει μια αστραπή καθώς περνούσε το κατώφλι. Για τη συνέχεια του επεισοδίου, μπορούμε κάλλιστα να συμβουλευτούμε τη δική του μαρτυρία, όπως καταγράφηκε στον Συνήγορο του Φράνκφορτ στις 6 Αυγούστου του 1876:

«Όταν είχα κάπως συνέρθει από τη ναυτία που μου προκάλεσε η μετάβαση από τον ορυμαγδό στη νεκρική σιγή, η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να ξανανοίξω την πόρτα που είχα κλείσει, ενώ εξακολουθούσα να έχω την αίσθηση ότι το χέρι μου ήταν στο πόμολό της. Ένιωθα να το κρατάω ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Η σκέψη μου ήταν πως αν έβγαινα και πάλι έξω στην καταιγίδα, θα διαπίστωνα αν όντως είχα χάσει την όραση και την ακοή μου. Γύρισα το πόμολο και άνοιξα την πόρτα. Είδα μπροστά μου ένα άλλο δωμάτιο!

Στον χώρο αυτόν ήταν διάχυτο ένα ασθενικό, πρασινωπό φως, την πηγή του οποίου δεν μπορούσα να εντοπίσω και που έκανε τα πάντα τριγύρω να διακρίνονται σε γενικές γραμμές, αν και τίποτα δεν φαινόταν να έχει συγκεκριμένο περίγραμμα. Είπα βέβαια τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα τα μοναδικά στερεά σώματα ανάμεσα στους άδειους, πέτρινους τοίχους αυτού του δωματίου ήταν πτώματα ανθρώπων. Θα πρέπει να ήταν οχτώ ή δέκα – όπως καταλαβαίνετε, δεν ήμουν σε θέση να κάτσω να τα μετρήσω. Ήταν όλων των ηλικιών, μωρά, παιδιά και ενήλικες, εκπρόσωποι και των δύο φύλων. Όλα ήταν πεσμένα μπρούμυτα στο πάτωμα εκτός από ένα πτώμα που φαινόταν να είναι μιας νεαρής κοπέλας η οποία ήταν καθισμένη κάτω με την πλάτη της ν’ ακουμπάει σε μια γωνία του τοίχου. Ένα βρέφος ήταν στην αγκαλιά μιας άλλης, μεγαλύτερης γυναίκας. Ένα αγόρι ήταν πεσμένο μπρούμυτα πάνω στα γόνατα ενός άντρα με πλούσια γενειάδα. Ένα ή δύο πτώματα ήταν μισόγυμνα, και το χέρι ενός κοριτσιού κρατούσε ένα κομμάτι από το φόρεμά της που το είχε σκίσει από το μπούστο της. Τα πτώματα ήταν σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης, με ζαρωμένα πρόσωπα και σώματα. Κάποια κόντευαν να αποσκελετωθούν.

Καθώς στεκόμουν πετρωμένος από τον τρόμο αντικρίζοντας αυτό το φρικιαστικό θέαμα κι ενώ ακόμα κρατούσα την πόρτα ανοιχτή, μια ανεξήγητη νοσηρή περιέργεια πήρε την προσοχή μου από την σοκαριστική εικόνα και την έστρεψε σε άσχετες λεπτομέρειες. Ίσως το μυαλό μου, προσπαθώντας από ένστικτο να μη σαλέψει, αναζήτησε παρηγοριά σε πράγματα που θα το χαλάρωναν από αυτή την επικίνδυνη ένταση. Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, παρατήρησα ότι η πόρτα που κρατούσα ανοιχτή αποτελούνταν από βαριές, βιδωμένες μεταλλικές πλάκες. Σε ίση απόσταση μεταξύ τους και από πάνω μέχρι κάτω, τρία χοντρά μπουλόνια έβγαιναν από το γυριστό πλαίσιο. Γύρισα το πόμολο και ευθυγραμμίστηκαν με το πλαίσιο, το άφησα και πετάχτηκαν έξω. Ήταν μια κλειδαριά με ενισχυμένο οπλισμό. Στην μέσα πλευρά δεν είχε πόμολο, ούτε τίποτ’ άλλο που να εξέχει – έβλεπες απλώς μια λεία σιδερένια επιφάνεια.

Καθώς παρατηρούσα αυτά τα πράγματα με ενδιαφέρον και μια προσοχή που τώρα με ξαφνιάζει όταν την αναλογίζομαι, ένιωσα ένα σπρώξιμο, και ο Δικαστής Βι, τον οποίο είχα εντελώς ξεχάσει μέσα στην ένταση και τις συναισθηματικές μου διακυμάνσεις, με προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιο. Για το Θεό, φώναξα, μην μπαίνεις μέσα! Πάμε να φύγουμε απ’ αυτό το καταραμένο μέρος!

Δεν έδωσε καμία σημασία στις παρακλήσεις μου αλλά (σαν σωστός ατρόμητος άντρας του Νότου που ήταν) προχώρησε βιαστικά στο κέντρο του δωματίου, γονάτισε δίπλα σε ένα από τα πτώματα για να το δει καλύτερα και πήρε με προσοχή στα χέρια του το μαυρισμένο και ζαρωμένο κεφάλι. Μια δυνατή, δυσάρεστη οσμή έφτασε μέχρι την είσοδο και με παρέλυσε εντελώς. Έχασα τις αισθήσεις μου, ένιωσα να πέφτω και καθώς προσπαθούσα να πιαστώ από την άκρη της πόρτας για να στηριχτώ, άθελά μου την έσπρωξα και την έκλεισα με έναν εκκωφαντικό κρότο.

Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Έξι εβδομάδες αργότερα, βρέθηκα να πασχίζω να ξαναβρώ τα λογικά μου σε ένα ξενοδοχείο στο Μάντσεστερ, όπου με μετέφεραν άγνωστοι την επόμενη μέρα. Όλες αυτές τις εβδομάδες υπέφερα από νευρικό πυρετό και είχα συνέχεια παραληρήματα. Με είχαν βρει πεσμένο στον δρόμο αρκετά μίλια μακριά από το σπίτι, αλλά δεν είχα ιδέα πώς κατάφερα να φύγω για να φτάσω μέχρι εκεί. Όταν συνήλθα, ή όταν οι γιατροί μού επέτρεψαν να μιλήσω, και ρώτησα να μάθω για τον Δικαστή Βι, με πληροφόρησαν (για να με καθησυχάσουν, όπως διαπίστωσα μετά) ότι ήταν καλά και βρισκόταν ήδη στο σπίτι του.

Κανείς δεν πίστεψε ούτε λέξη από την ιστορία μου, και δεν μου κάνει εντύπωση. Κι αναρωτιέμαι αν μπορεί άραγε κανείς να διανοηθεί τη θλίψη που ένιωσα όταν, φτάνοντας στο σπίτι μου στο Φράνκφορτ δύο μήνες αργότερα, έμαθα ότι τα ίχνη του Δικαστή Βι είχαν χαθεί από κείνη τη νύχτα. Τότε μετάνιωσα πικρά για την ψωροπερηφάνεια που με είχε αποτρέψει από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανάρρωσής μου να επαναλάβω την αμφισβητούμενη ιστορία μου και να επιμείνω μέχρι να με πιστέψουν.

Όλα όσα συνέβησαν στη συνέχεια – ότι έγινε έρευνα στο σπίτι και δεν βρέθηκε ποτέ κανένα δωμάτιο που να συμφωνεί με την περιγραφή που είχα δώσει, κι ότι κάποιοι επιχείρησαν να με βγάλουν τρελό αλλά εγώ κατάφερα να κατατροπώσω αυτούς τους επικριτές μου – οι αναγνώστες του Συνηγόρου τα ξέρουν ήδη. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είμαι ακόμα πεπεισμένος ότι αν ποτέ γίνουν ανασκαφές, τις οποίες δεν έχω ούτε τη νόμιμη εξουσία αλλά ούτε και τα χρήματα να πραγματοποιήσω, θα αποκαλύψουν το μυστικό της εξαφάνισης του άτυχου φίλου μου, και ίσως και των παλιών ενοίκων και ιδιοκτητών του εγκαταλελειμμένου και καταστραμμένου πλέον σπιτιού. Δεν έχω χάσει τις ελπίδες μου για την πιθανότητα μιας τέτοιας έρευνας, και μου προκαλεί μεγάλη θλίψη το γεγονός ότι έχει καθυστερήσει εξαιτίας της εχθρότητας και της βλακώδους δυσπιστίας της οικογένειας και των φίλων του μακαρίτη Δικαστή Βι.»

Ο Συνταγματάρχης ΜακΑρντλ πέθανε στο Φράνκφορτ την δέκατη τρίτη μέρα του Δεκεμβρίου, το έτος 1879.


Ο Ambrose Bierce (1842 – περίπου 1914) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και βετεράνος του Εμφυλίου πολέμου. Όσον αφορά τον πεζό λόγο, έγραψε κυρίως διηγήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα πρωτότυπη και ασυνήθιστη για την εποχή θεματολογία τους, κάτι που τον καθιέρωσε ως πρωτοπόρο στον χώρο της λογοτεχνίας ρεαλιστικής φαντασίας. Τα έργα του έχουν κριθεί ισάξια εκείνων του Πόε και του Λάβκραφτ, ενώ επηρέασε πολλούς μεταγενέστερούς του συγγραφείς όπως τον Στίβεν Κρέιν ή τον Χέμινγουέι. Τον Δεκέμβριο του 1913 πήγε στο Μεξικό για να ζήσει από κοντά την Μεξικανική επανάσταση. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του και δεν τον είδε ποτέ ξανά κανείς. Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες «Ο γερο-Γκρίνγκο», που αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το περιστατικό από τη ζωή του Μπιρς. Το διήγημα «Το σπίτι των στοιχειών» είναι μια γοτθική ιστορία τρόμου που διαδραματίζεται στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The San Francisco Examiner στις 7 Ιουλίου του 1889.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Δεκέμβριο του 2019