12 February 2019

Andrew Lane: Πράκτορας δίχως άδεια - Η τελευταία ελπίδα

Ο Άντριου Λέιν, Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, είναι ιδιαίτερα γνωστός στους λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας, καθώς έχει γράψει βιβλία εμπνευσμένα από τις δημοφιλείς και συγγενείς μεταξύ τους τηλεοπτικές σειρές του BBC Doctor Who και Torchwood. Έχει επίσης ασχοληθεί επισταμένως με το fan fiction – λογοτεχνικό είδος που αφορά κείμενα μυθοπλασίας (fiction), τα οποία γράφονται από θαυμαστές (fans) βιβλίων, σειρών ή ταινιών, αλλά και από γνωστούς συγγραφείς, και που τοποθετούν τους ήρωες μέσα σε ιστορίες που ξεφεύγουν από την επίσημη θεματολογία των πρωτότυπων έργων. Ένα τέτοιο παράδειγμα fan fiction του Άντριου Λέιν είναι η πολύ ενδιαφέρουσα σειρά του Οι Περιπέτειες του νεαρού Σέρλοκ Χολμς, τα βιβλία της οποίας κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ο Λέιν έχει ακόμα συνεργαστεί με το BBC για την δημιουργία ραδιοφωνικών θεατρικών έργων.

Η Τελευταία ελπίδα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά με την πολύ καλή μετάφραση του Ανδρέα Μιχαηλίδη, είναι η πρώτη περιπέτεια της νεανικής σειράς κατασκοπείας Πράκτορας Δίχως Άδεια. Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Κίερον Μέλορ, ένας αντισυμβατικός νεαρός που, μαζί με τον κολλητό του φίλο Σαμ, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με την εφηβική ζωή βάφοντας τούφες των μαλλιών τους μοβ και φορώντας μπότες με καρφιά. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που θα γίνουν, αναπάντεχα, βοηθοί της μυστικής πράκτορα Μπεξ Γουίλσον και θα κληθούν να πάρουν πρωτοβουλίες και αποφάσεις που ίσως και να κρίνουν το μέλλον του κόσμου.

Μια συνηθισμένη μέρα στο εμπορικό κέντρο του Νιουκάσλ, ο Κίερον και ο Σαμ καταστρώνουν σχέδια για να τρυπώσουν σε μια συναυλία. Ελάχιστα υποψιάζονται την τροπή που θα πάρει η ζωή τους όταν γίνονται μάρτυρες μιας αλλόκοτης απαγωγής και στη συνέχεια έρχεται στην κατοχή τους ένα ζευγάρι γυαλιά κι ένα ακουστικό που ανήκαν στο θύμα. Σύντομα ο Κίερον θα διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένα αντικείμενα, αλλά για γκάτζετς εικονικής πραγματικότητας, χάρις στα οποία μπορεί να επικοινωνεί με την Μπεξ Γουίλσον, μια μυστική πράκτορα που βρίσκεται στο Μουμπάι της Ινδίας σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη αποστολή. Με τον Κίερον να είναι πλέον ο μοναδικός διαθέσιμος οδηγός της, η Μπεξ αναθέτει στους δύο φίλους να τη βοηθήσουν ώστε να σταματήσει μια επικίνδυνη ρατσιστική οργάνωση που θέλει να κλέψει ένα όπλο μαζικής καταστροφής.

Κάπου ανάμεσα στον Άλεξ Ράιντερ του Άντονι Χόροουιτς, τον Γκάρι “Έγκσι” Άνγουιν από τη σειρά κόμικς Kingsman του Μαρκ Μίλαρ, αλλά και έναν αυτοσχέδιο, νεαρό Τζέιμς Μποντ στο ξεκίνημά του, ο Κίερον Μέλορ γίνεται ο πρωταγωνιστής μιας απίστευτης κατασκοπικής περιπέτειας που τον βάζει στο κέντρο εξαιρετικά σημαντικών γεγονότων.

Ο Λέιν έχει ένα ύφος άμεσο και μοντέρνο, περιγράφει τις σκηνές δράσης με κέφι και ταχύτητα, δίνοντάς τους πάντα μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Τα στοιχεία που κάνουν, ωστόσο, την ιστορία αυτή και για έναν επιπλέον λόγο αξιοπρόσεκτη είναι κυρίως οι χαρακτήρες και ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσονται μέσα στην ιστορία. Από τη μια ο Κίερον και ο Σαμ, παιδιά μιας οριακά μέσης τάξης, στο βάθος συνηθισμένα παρά την εκκεντρική εμφάνισή τους, και από την άλλη η Μπεξ, πολυταξιδεμένη πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, αντιπροσωπεύουν δύο αντίθετους κόσμους και δύο πρακτικά ασύμβατες νοοτροπίες αλλά και κοσμοθεωρίες. Ο Κίερον και ο Σαμ, που είναι φίλοι κυριολεκτικά από τη μέρα που γεννήθηκαν, ζουν μια σχετικά βαρετή καθημερινότητα και η πιο συναρπαστική περιπέτεια που έχουν αρχικά στο μυαλό τους είναι να σοφιστούν ένα τέχνασμα για να παρακολουθήσουν τη συναυλία του αγαπημένου τους συγκροτήματος χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουν εισιτήριο. Η Μπεξ, από την άλλη, αν και δεν είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερή τους, ανήκει σε μία τελείως διαφορετική πλευρά της κοινωνίας και έχει να αντιμετωπίσει σε καθημερινή βάση επικίνδυνους εγκληματίες, μισθοφόρους, πληρωμένους δολοφόνους, σπιούνους και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Όταν αυτοί οι δύο κόσμοι θα αναγκαστούν να συνεργαστούν, θα φανεί ότι όσα τους ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από όσα τους χωρίζουν. Όποτε η Μπεξ συνομιλεί με τον Κίερον μέσω του υπερσύγχρονου γκάτζετ, δεν μπορούν καν να δουν ο ένας τον άλλον, αλλά ο συγκεκριμένος τρόπος επικοινωνίας τους φέρνει κοντά. Ο Κίερον είναι τα μάτια και τα αυτιά της Μπεξ επί της ουσίας. Την προειδοποιεί και την προφυλάσσει από πιθανούς κινδύνους και της δίνει πληροφορίες ζωτικής σημασίας. Παράλληλα η Μπεξ μοιράζεται μαζί του σημαντικά μυστικά, βάζοντάς τον αργά αλλά μεθοδικά στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Ωστόσο δεν μαθαίνουν μόνο ο Κίερον και ο Σαμ από τις γνώσεις και την εμπειρία της Μπεξ – έχει και η Μπεξ να μάθει πολλά από την ανεπηρέαστη ματιά και το καθαρό μυαλό των δύο παιδιών. Όπως λέει και η ίδια σε κάποια φάση, θα της ήταν αδύνατο να τα καταφέρει χωρίς τη βοήθειά τους.

Με την τριτοπρόσωπη αφήγηση να αλλάζει συνεχώς οπτική – πότε από την πλευρά του Κίερον, ο οποίος βρίσκεται στην Αγγλία και χειρίζεται το γκάτζετ, και πότε από την Μπεξ, που είναι στο επίκεντρο της αποστολής στην Ινδία – ο Λέιν επιτυγχάνει μια ιδανική ισορροπία σκέψης και δράσης: ο Κίερον κατευθύνει την Μπεξ και της δίνει πληροφορίες, και η Μπεξ ενεργεί με ταχύτητα και έχοντας σε εγρήγορση τις αισθήσεις που σχετίζονται με το γκάτζετ: την όραση και την ακοή. Είναι, παρεμπιπτόντως, ένας χαρακτήρας με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Αν και εκπαιδευμένη άριστα στη χρήση όπλων, δρα κυρίως με το μυαλό της, αποφεύγοντας τη βία. Από την άλλη ο Κίερον αναγκάζεται κάποια στιγμή να καταφύγει, έστω και έμμεσα, στη χρήση βίας, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση το κάνει εφαρμόζοντας κάτι που θυμόταν από ένα μάθημα στο σχολείο. Ουσιαστικά δηλαδή αξιοποιεί ό,τι βρίσκει γύρω του, σε μια προσπάθεια να σώσει τη ζωή του. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι, και ο Κίερον αναγκάζεται να ξεπεράσει τον εαυτό του και να πάρει αποφάσεις που θα κρίνουν το μέλλον της ανθρωπότητας. Είναι η καλύτερη, η τελευταία ελπίδα της Μπεξ αλλά και του πλανήτη.

Άραγε σ’ έναν κόσμο όπου επικίνδυνες οργανώσεις επιβουλεύονται την ευημερία του κόσμου και δεν διστάζουν να την θυσιάσουν στο όνομα της επιβολής εξουσίας, και όπου οι μυστικές υπηρεσίες κόβουν και ράβουν το μέλλον της ανθρωπότητας, υπάρχει χώρος για τη φιλία και την εμπιστοσύνη; Σε ένα πρώτο επίπεδο, η Τελευταία ελπίδα είναι μια διασκεδαστική κατασκοπική περιπέτεια με καταδιώξεις, γρήγορη δράση, έξυπνο χιούμορ και την απαραίτητη δόση αγωνίας, που ωστόσο φωτίζει, σε ένα δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο, την αξία της φιλίας και της αλληλεγγύης. Ο Κίερον και ο Σαμ βασίζονται απόλυτα στη φιλία τους για να φέρουν εις πέρας το δικό τους κομμάτι της αποστολής. Η Μπεξ, αν και δικαιολογημένα επιφυλακτική αρχικά, ακούει το ένστικτό της και εμπιστεύεται τον Κίερον. Στην πορεία, θα βρει κι έναν ακόμα αναπάντεχο σύμμαχο, του οποίου ο ρόλος θα αποδειχτεί καταλυτικός. Η συνεργασία και το ομαδικό πνεύμα είναι που, τελικά, θα αποφέρουν καρπούς, ωστόσο αυτή θα είναι μόνο η αρχή, καθώς το κακό πάντα βρίσκει τρόπους να εισχωρεί στις κοινωνίες. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/11588-lane-teleutaia-elpida

10 February 2019

Ελεονόρα (Edgar Allan Poe)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Sub conservatione formae specificae salva anima
[Υπό την προστασία μιας συγκεκριμένης μορφής, η ψυχή μπορεί να σωθεί]
Ραϊμούνδος Λούλιος

Προέρχομαι από μια γενιά που την χαρακτηρίζουν η αχαλίνωτη φαντασία και το άσβεστο πάθος. Ο κόσμος με λέει τρελό, ωστόσο το ερώτημα δεν έχει ακόμα διασαφηνιστεί, αν η τρέλα είναι τελικά ή όχι η πιο ευγενής έκφανση της ευφυΐας – αν κάποιες από τις σκέψεις τις ξεχωριστές, αν όλες οι βαθυστόχαστες ιδέες δεν πηγάζουν από την ασθένεια του πνεύματος – από τις διαθέσεις του μυαλού που κυριαρχούν εις βάρος της γενικότερης νοημοσύνης. Εκείνοι που βλέπουν όνειρα την ημέρα είναι γνώστες πολλών πραγμάτων τα οποία περνούν απαρατήρητα από όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα. Μέσα στα γκρίζα οράματά τους κατακτούν στιγμές της αιωνιότητας και καθώς ξυπνούν ανακαλύπτουν με δέος ότι είχαν βρεθεί μια ανάσα από την αποκάλυψη κάποιου μεγάλου μυστικού. Μέσα σε λίγες στιγμές μαθαίνουν κάτι από τη σοφία του καλού και κάτι περισσότερο από την απλή γνώση του κακού. Εισχωρούν, ωστόσο, χωρίς πηδάλιο και χωρίς πυξίδα, στον απέραντο ωκεανό του “αρρήτου φωτός” και πάλι, όπως στις περιπέτειες του Νουβιανού γεωγράφου, “agressi sunt mare tenebrarum, quid in eo esset exploraturi.” [“εισβάλλουν στη Θάλασσα του Σκότους για να ανακαλύψουν τι κρύβει”]

Ας πούμε λοιπόν ότι είμαι τρελός. Ή τουλάχιστον ας δεχτώ ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές καταστάσεις πνευματικής υπόστασης: η κατάσταση της διαυγούς λογικής η οποία είναι αδιαμφισβήτητη και σχετίζεται με την ανάμνηση των γεγονότων που αποτελούν την πρώτη εποχή της ζωής μου, και μια κατάσταση σκιάς και αμφιβολίας που αφορά το παρόν και την αναπόληση όλων όσων αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ύπαρξής μου. Επομένως ό,τι αφηγηθώ σχετικά με τα πρώτα χρόνια, να το πιστέψετε. Και ό,τι πιθανώς αναφέρεται σε μια μεταγενέστερη εποχή, δώστε του όση πίστη κρίνετε εσείς ή και αμφισβητείστε το εντελώς ή, αν δεν μπορείτε να το αμφισβητήσετε, να  αντιμετωπίσετε το αίνιγμά του όπως είχε κάνει κάποτε ο Οιδίποδας.

Εκείνη που αγάπησα στα νιάτα μου, και την ανάμνηση της οποίας τώρα καταγράφω με ηρεμία και σαφήνεια, ήταν η μοναχοκόρη της μονάκριβης αδελφής της μακαρίτισσας της μητέρας μου. Ελεονόρα ήταν το όνομα της ξαδέλφης μου. Ζούσαμε μαζί όλη μας τη ζωή, κάτω από τον τροπικό ήλιο, στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ήταν αδύνατο να φτάσει κανείς τυχαία σ’ αυτή την κοιλάδα – γιατί ήταν κρυμμένη πίσω από μια σειρά γιγάντιους λόφους που υψώνονταν γύρω της και δεν άφηναν τον ήλιο να φωτίσει τις πιο κρυφές γωνιές της. Τα μονοπάτια γύρω της ήταν απάτητα, και για να φτάσει κανείς στο ευτυχισμένο σπιτικό μας έπρεπε να παραμερίσει με όλη του τη δύναμη τα φυλλώματα εκατοντάδων δέντρων και να τσαλαπατήσει την ομορφιά εκατομμυρίων μυρωδάτων λουλουδιών. Έτσι λοιπόν ζούσαμε ολομόναχοι, κι όλος ο κόσμος μας ήταν αυτή η κοιλάδα – εγώ, η ξαδέλφη μου και η μητέρα της.

Από τις σκοτεινές εκτάσεις πέρα από τα βουνά, στo υψηλότερo σημείο της προφυλαγμένης ιδιοκτησίας μας, ξεκινούσε ένα στενό και βαθύ ποτάμι που η λάμψη του ξεπερνούσε τα πάντα εκτός από τα μάτια της Ελεονόρας - στην φιδωτή διαδρομή του, σχημάτιζε στα κλεφτά μικρούς λαβυρίνθους και ένα μεγάλο μέρος του διέσχιζε ένα σκοτεινό φαράγγι ανάμεσα σε λόφους πιο ζοφερούς ακόμα κι από αυτούς από τους οποίους ξεκινούσε. Το λέγαμε ‘το Ποτάμι της Σιωπής’ γιατί καθώς κυλούσε ήταν σα να επέβαλε γύρω του την απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν το παραμικρό μουρμουρητό από τον πυθμένα του και κυλούσε τόσο ήρεμα που τα μαργαριταρένια βότσαλα που μας άρεσε να χαζεύουμε κάτω χαμηλά στα βάθη του δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση, μόνο έστεκαν ακίνητα, το καθένα στη θέση του, να λάμπουν εκπληκτικά στην αιωνιότητα.

Η κοίτη του ποταμού και των άπειρων λαμπυριστών ρυακιών που γλιστρούσαν αναπάντεχα μέσα στο κανάλι του, καθώς και τα κομμάτια εκείνα που ξεκινούσαν από την κοίτη και κατέληγαν κάτω χαμηλά στα βάθη του ρέματος φτάνοντας μέχρι τον πυθμένα με τα βότσαλα – αυτά τα σημεία, καθόλου λιγότερο από όλη την επιφάνεια της κοιλάδας, από το ποτάμι μέχρι και τα βουνά που την περιστοίχιζαν, ήταν σκεπασμένα όλα με απαλό, πράσινο γρασίδι, πυκνό, χαμηλό, τέλεια ευθυγραμμισμένο, που μύριζε βανίλια, πασπαλισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με κίτρινες νεραγκούλες, λευκές μαργαρίτες, μαβιές βιολέτες, κατακόκκινους ασφόδελους. Όλη αυτή η ασύλληπτη ομορφιά μιλούσε στις καρδιές μας με όλη της τη δύναμη για την αγάπη και τη δόξα του Θεού.

Εδώ κι εκεί, σε συστάδες μέσα στο γρασίδι, σαν ερημιές μέσα σε όνειρα, ξεπετάγονταν υπέροχα δέντρα των οποίων οι ψηλοί, λεπτοί κορμοί δεν έστεκαν ευθυτενείς, αλλά έγερναν με χάρη προς το φως που τρύπωνε τα μεσημέρια στη μέση της κοιλάδας. Η επιφάνειά τους ήταν χρωματισμένη με μια ζωηρή, μεγαλειώδη αλληλουχία από εβένινο μαύρο και ασημί, και ήταν ό,τι πιο απαλό υπήρχε στον κόσμο εκτός από τα μάγουλα της Ελεονόρας. Γι’ αυτό και, αν δεν υπήρχε το φωτεινό πράσινο των τεράστιων φύλλων που απλώνονταν από τις κορυφές τους σε μακριές, τρεμουλιαστές γραμμές παίζοντας με το αεράκι, μπορεί και να τα περνούσε κανείς για γιγάντια ερπετά της Συρίας που απέτειναν φόρο τιμής στον άρχοντά τους τον Ήλιο.

Για δεκαπέντε χρόνια τριγυρνούσα σ’ αυτή την κοιλάδα χέρι – χέρι με την Ελεονόρα προτού ο Έρωτας τρυπώσει στις καρδιές μας. Ήταν ένα απόγευμα, καθώς εκείνη κόντευε να κλείσει την τρίτη πενταετία της ζωής της κι εγώ την τέταρτη, που μείναμε αγκαλιασμένοι κάτω από τα δέντρα που έμοιαζαν με ερπετά, και κοιτούσαμε μέσα στο νερό του Ποταμιού της Σιωπής τις δικές μας αντανακλάσεις. Δεν είπαμε λέξη για όλο το υπόλοιπο εκείνης της υπέροχης μέρας, ενώ και οι κουβέντες μας το επόμενο πρωί ήταν βιαστικές και μετρημένες. Είχαμε ξυπνήσει τον Θεό Έρωτα μέσα από εκείνο το κύμα, και τώρα νιώθαμε ότι είχε ανάψει μέσα μας τις φλογερές ψυχές των προπατόρων μας. Τα πάθη που για αιώνες έκαναν τη γενιά μας τόσο ξεχωριστή ήρθαν ορμητικά φέρνοντας μαζί τους και κάθε λογής επιθυμίες, απλώνοντας μια παραληρηματική ευτυχία πάνω από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Κάτι άλλαξε τα πάντα γύρω μας. Παράξενα, πανέμορφα λουλούδια σε σχήματα αστεριών φύτρωναν φλογισμένα πάνω στα δέντρα όπου δεν υπήρχαν ποτέ έως τότε λουλούδια. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης έγιναν πιο σκούρες κι όταν, μία – μία, οι λευκές μαργαρίτες άρχισαν να μαραίνονται, εμφανίστηκαν αναπάντεχα στη θέση τους  κατακόκκινοι ασφόδελοι. Η ζωή ξύπνησε στο δρόμο μας – γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο, που έως τότε δεν το είχαμε δει ποτέ, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά, μας έδειξε το πορφυρό φτέρωμά του. Χρυσά και ασημιά ψαράκια στοίχειωναν το ποτάμι, μέσα από την αγκαλιά του οποίου ακουγόταν όλο και περισσότερο ένα μουρμουρητό το οποίο στη συνέχεια εξελισσόταν σε μια νανουριστική μελωδία πιο θεϊκή και από την άρπα του Αιόλου – πιο γλυκιά από ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας. Και τώρα ένα τεράστιο σύννεφο, το οποίο βλέπαμε εδώ και πολύ καιρό πάνω από τα λημέρια της Εσπερίας, κατευθύνθηκε προς το μέρος μας, πανέμορφο μέσα στα πορφυρά και χρυσαφένια χρώματά του, και αφού συνθηκολόγησε μαζί μας, πήρε να βυθίζεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο χαμηλά ώσπου το περίγραμμά του αγκάλιασε τις κορυφές των βουνών, μεταμορφώνοντας τη σκοτεινιά τους σε μεγαλείο και κλειδώνοντάς μας, για πάντα θαρρείς, μέσα σε ένα μαγικό σπίτι – φυλακή, που έσφυζε από δόξα και μεγαλοπρέπεια.

Η ομορφιά της Ελεονόρας ήταν αγγελική – αλλά ήταν ένα κορίτσι ακατέργαστο και αθώο, όπως άλλωστε και η σύντομη ζωή που έζησε ανάμεσα στα λουλούδια. Κανένας δόλος δεν απέκρυψε τη θέρμη του έρωτα που ζωντάνεψε την καρδιά της, και εξερεύνησε μαζί μου τις πιο κρυφές πτυχές του καθώς περιδιαβάζαμε στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, και κουβεντιάζαμε για τις τρομερές αλλαγές που είχαν συμβεί εκεί.

Μετά από λίγο καιρό, κι ενώ είχαμε συζητήσει μια μέρα με δάκρυα στα μάτια για την τελευταία δραματική αλλαγή που είναι η μοίρα όλης της Ανθρωπότητας, από εκεί και πέρα μόνο αυτό το θλιβερό θέμα την απασχολούσε, και το έφερνε πάντα με κάποιο τρόπο μέσα στις συζητήσεις μας, έτσι όπως, στα τραγούδια του βάρδου του Σιράζ οι ίδιες εικόνες επανέρχονται ξανά και ξανά, σε όλες τις εντυπωσιακές παραλλαγές κάθε φράσης.

Είχε δει ότι το δάχτυλο του Θανάτου ήταν πάνω από το στέρνο της – ότι, σαν την πεταλούδα, είχε πλαστεί με τελειότητα μόνο και μόνο για να πεθάνει. Αλλά ο φόβος της για τον τάφο είχε να κάνει μόνο με μια σκέψη που μου αποκάλυψε ένα απόγευμα ενώ έπεφτε ο ήλιος, στις όχθες του Ποταμιού της Σιωπής. Την έθλιβε να σκέφτεται ότι, αφού θα την είχα θάψει στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού, θα εγκατέλειπα για πάντα τις χαρούμενες γωνιές της και θα μετέφερα την αγάπη που τώρα με τόσο πάθος της ανήκε, σε μια κοπέλα από τον έξω κόσμο, τον καθημερινό. Τότε λοιπόν έπεσα βιαστικά στα πόδια της Ελεονόρας και ορκίστηκα σ’ εκείνη και στον Ουρανό ότι δεν θα ενωνόμουν ποτέ με τα δεσμά του γάμου με καμία κόρη της Γης – ότι με κανέναν τρόπο δεν θα απαρνιόμουν την λατρευτή της μνήμη ή τη μνήμη της απόλυτης αφοσίωσης με την οποία με είχε ευλογήσει. Και επικαλέστηκα τον Μεγαλοδύναμο σαν μάρτυρα για την ευλάβεια και τη σοβαρότητα του όρκου μου. Και άφησα ευχή και κατάρα σ’ Εκείνον και σ’ εκείνη, που θα ήταν μια αγία στον Παράδεισο, έτσι και πρόδιδα αυτή μου την υπόσχεση, να μου επιβάλουν μια τιμωρία τόσο τρομακτική που δεν επιτρέπω καν στον εαυτό μου να την αναφέρω τώρα. Και τα φωτεινά μάτια της Ελεονόρας έγιναν ακόμα πιο φωτεινά ακούγοντας τα λόγια μου, αναστέναξε λες και της είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από το στήθος, κι άρχισε να τρέμει και να κλαίει πολύ πικρά. Ωστόσο αποδέχτηκε τον όρκο μου (δεν ήταν παρά ένα παιδί!) κι έτσι δεν ταλαιπωρήθηκε στις τελευταίες της στιγμές. Και μου είπε, λίγες μέρες αργότερα, ενώ πέθαινε γαλήνια, ότι γι’ αυτό που είχα κάνει για να ηρεμήσω την ψυχή της, θα με φύλαγε με το πνεύμα της όταν θα αποχωρούσε από τη ζωή, και αν της το επέτρεπαν, θα επέστρεφε τις νύχτες στην ανθρώπινη μορφή της. Αλλά αν κάτι τέτοιο ήταν πέρα από τις δυνάμεις των ψυχών του Παραδείσου, τουλάχιστον θα μου έδινε συχνά σήματα της παρουσίας της, φυσώντας επάνω μου με τον άνεμο του απογεύματος ή γεμίζοντας τον αέρα που ανέπνεα με άρωμα από τα θυμιατά των αγγέλων. Και με αυτά τα λόγια στα χείλια της, παρέδωσε την αθώα ζωή της, βάζοντας ένα τέλος στην πρώτη εποχή της δικής μου.

Όλα αυτά τα αφηγήθηκα όπως έγιναν. Αλλά καθώς περνάω το φράγμα στο μονοπάτι του Χρόνου, που έχει σχηματιστεί από τον θάνατο της αγαπημένης μου, και προχωράω στη δεύτερη περίοδο της ύπαρξής μου, αισθάνομαι ότι μια σκιά γεμίζει το μυαλό μου και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι η καταγραφή των γεγονότων είναι απόλυτα αξιόπιστη. Αλλά ας συνεχίσω. Τα χρόνια περνούσαν οδυνηρά, κι εγώ εξακολουθούσα να ζω στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Ωστόσο μια δεύτερη αλλαγή συνέβη στα πάντα. Τα λουλούδια σε σχήματα αστεριών συρρικνώθηκαν στους κορμούς των δέντρων και δεν ξαναφάνηκαν. Οι αποχρώσεις της πράσινης χλόης θάμπωσαν, κι ένας – ένας οι κατακόκκινοι ασφόδελοι μαράθηκαν. Και στη θέση τους εμφανίστηκαν αναπάντεχα σκούρες βιολέτες, ίδιες με μάτια, που ξεραίνονταν όλο αγωνία και σκεπάζονταν από πάχνη. Η ζωή άρχισε να φεύγει από τον δρόμο μας, γιατί το ψηλόλιγνο φλαμίνγκο δεν μας έδειχνε πια το πορφυρό του φτέρωμα, μόνο πέταξε μελαγχολικά από την κοιλάδα προς τους λόφους, μαζί με όλα τα χαρούμενα, φανταχτερά πουλιά που είχε φέρει μαζί του. Και τα χρυσά και ασημιά ψαράκια έφυγαν προς το φαράγγι στο πιο μακρινό σημείο της ιδιοκτησίας μας και δεν ξαναστόλισαν ποτέ το όμορφο ποτάμι. Και η νανουριστική μελωδία, που ήταν πιο γλυκιά και από την άρπα του Αιόλου, και πιο θεϊκή απ’ όλα εκτός από τη φωνή της Ελεονόρας, άρχισε λίγο – λίγο να χάνεται μέσα σε μουρμουρητά όλο και πιο σιγανά, ώσπου το ρέμα επανήλθε με τον καιρό οριστικά στη σοβαρότητα της αρχικής του σιωπής. Και στο τέλος το τεράστιο σύννεφο υψώθηκε και, βυθίζοντας ξανά τις κορυφές των βουνών στο παλιό τους σκοτάδι, ξαναγύρισε στα λημέρια της Εσπερίας και πήρε μακριά από την Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού όλες τις χρυσαφένιες ομορφιές του.

Ωστόσο οι υποσχέσεις της Ελεονόρας δεν ξεχάστηκαν – γιατί άκουγα τον ήχο από τα θυμιατά των αγγέλων, και το άγιο άρωμα γέμιζε συνεχώς την κοιλάδα. Και τις ώρες της μοναξιάς μου, όταν η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ο άνεμος που χάιδευε το μέτωπό μου ήταν γεμάτος με απαλούς αναστεναγμούς, και αδιευκρίνιστα μουρμουρητά γέμιζαν τον νυχτερινό αέρα και μία φορά – αλίμονο, μόνο μία φορά! - ξύπνησα από έναν ύπνο ίδιο με τη νάρκη του θανάτου, από αόρατα χείλη που πίεζαν τα δικά μου.

Αλλά το κενό που είχα στην καρδιά μου αρνούνταν, ακόμα κι έτσι, να γεμίσει. Λαχταρούσα την αγάπη που παλιότερα την έκανε να ξεχειλίζει. Με τον καιρό, η κοιλάδα μ’ έκανε να υποφέρω εξαιτίας της ανάμνησης της Ελεονόρας και την εγκατέλειψα για πάντα για να αναζητήσω τις ματαιότητες και τους θορυβώδεις θριάμβους του κόσμου.

Βρέθηκα σε μια παράξενη πόλη, όπου τα πάντα μπορεί και να είχαν σκοπό να αμαυρώσουν τις αναμνήσεις και τα γλυκά όνειρα που έβλεπα για τόσα χρόνια στην Κοιλάδα του Πολύχρωμου Γρασιδιού. Το μεγαλείο και η επίδειξη πλούτου σε μια διακεκριμένη αυλή, οι μανιασμένες κλαγγές των όπλων, η ακτινοβόλα ομορφιά των γυναικών, μπέρδευαν και μεθούσαν το μυαλό μου. Η καρδιά μου, ωστόσο, παρέμενε πιστή στους όρκους μου και εξακολουθούσα να έχω ενδείξεις της παρουσίας της Ελεονόρας κατά τις σιωπηλές ώρες της νύχτας. Ξαφνικά αυτές οι εκδηλώσεις σταμάτησαν, ο κόσμος σκοτείνιασε μπροστά στα μάτια μου κι απόμεινα έντρομος μπροστά στις φλογισμένες σκέψεις που με κατέλαβαν, στους τρομακτικούς πειρασμούς που με κυρίεψαν. Γιατί από κάποια μακρινή, πολύ μακρινή και απομονωμένη γη, στη χαρούμενη αυλή του βασιλιά όπου υπηρετούσα, εμφανίστηκε μια κοπέλα στης οποίας την ομορφιά ολόκληρη η δειλή καρδιά μου παραδόθηκε αμέσως – και υποκλίθηκα μπροστά της χωρίς διαμαρτυρία, με την πιο παθιασμένη, την πιο αναίσχυντη λατρεία του έρωτα. Στ’ αλήθεια, τι ήταν το πάθος μου για εκείνο το κορίτσι της κοιλάδας σε σύγκριση με τη θέρμη, το ντελίριο και την χαροποιό έκσταση του θαυμασμού με τον οποίο απόθεσα όλη μου την ψυχή με δάκρυα στα μάτια μπροστά στα πόδια της αιθέριας Έρμενγκαρντ; Τι όμορφη που ήταν η αγγελική Έρμενγκαρντ! Και μ’ αυτή τη διαπίστωση, δεν άφησα χώρο για καμία άλλη. Τι θεϊκή που ήταν η Έρμενγκαρντ, ο άγγελός μου! και καθώς κοιτούσα στα βάθη των ματιών της, που ξυπνούσαν τόσες αναμνήσεις, σκεφτόμουν μόνο αυτά – κι εκείνη.

Παντρεύτηκα – δεν φοβήθηκα την κατάρα που είχα επικαλεστεί, ούτε και με κατέλαβε η πικρία της. Και μία φορά – και πάλι μόνο μία φορά μέσα στην ησυχία της νύχτας ήρθαν μέσα από τις γρίλιες οι απαλοί αναστεναγμοί που με είχαν ξεχάσει, και μεταπλάστηκαν σε μια οικεία, γλυκιά φωνή που έλεγε:

“Κοιμήσου ήσυχα! - γιατί το Πνεύμα της Αγάπης βασιλεύει και κυβερνά, και βάζοντας μέσα στην παθιασμένη σου καρδιά την Έρμενγκαρντ, απαλλάσσεσαι, για λόγους που θα μάθεις στον Παράδεισο όταν έρθει η ώρα, από τους όρκους σου προς την Ελεονόρα.”


Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809 -1849) δημοσίευσε για πρώτη φορά το διήγημα “Ελεονόρα” το 1842 στο ετήσιο λογοτεχνικό περιοδικό The Gift. Είναι ένα σχετικά ασυνήθιστο, για τα δεδομένα του βασιλιά του γοτθικού τρόμου, κείμενο, με την έννοια ότι αν και διατρέχεται από έντονο μεταφυσικό στοιχείο και την τόσο προσφιλή του σκοτεινή ατμόσφαιρα, το τέλος της ιστορίας είναι, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, σε γενικές γραμμές ευτυχισμένο. Η “Ελεονόρα” έχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία και είναι ένα από τα κείμενα που αγαπούν ιδιαίτερα οι λάτρεις της ρομαντικής λογοτεχνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια πρώτη γραφή το όνομα του αφηγητή, ο οποίος είναι ανώνυμος στην επίσημη εκδοχή, ήταν Πύρρος.



Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Φεβρουάριο του 2019
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/11574-eleonwra

5 February 2019

Γιώργος Καγιαλίκος - Δημήτρης Λέντζος: Μισοφέγγαρο Κυδώνι

Όπως το παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού, έτσι και το Μισοφέγγαρο κυδώνι συνδέεται με μνήμες από το παρελθόν, φέρνει αρώματα και ήχους από περασμένα χρόνια, θυμίζει τα αξεπέραστα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης. Λίγο σαν ονειροφαντασίες, λίγο σαν τις ιστορίες που αφηγούμαστε γύρω από μια φωτιά κάτω από το φεγγάρι, με τις σκιές ολόγυρα να δίνουν σχήμα και μορφή στα πλάσματα των ονείρων και των θρύλων που χορεύουν πάνω στις μελωδίες ή κρύβονται μέσα στους στίχους, τα τραγούδια του Γιώργου Καγιαλίκου και του Δημήτρη Λέντζου δημιουργούν εικόνες ατμοσφαιρικές, μαγικές σαν τα παραμύθια, γλυκιές σαν το γλυκό κυδώνι, που είναι σαν μικρό μισοφέγγαρο, σαν τις μυρωδιές και τις γεύσεις της μυστηριακής ελληνικής υπαίθρου.

Ο Αθηναίος Γιώργος Καγιαλίκος πρωτοεμφανίστηκε στην δισκογραφία το 2011 με το άλμπουμ Εννέα Κρυμμένα Τραγούδια και από τότε έχει μια πολύ ξεχωριστή παρουσία στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς ερμηνευτές της νεότερης γενιάς, και όχι μόνο. Με τον Δημήτρη Λέντζο, στιχουργό και ποιητή από την Ηλεία, έχουν συναντηθεί δισκογραφικά άλλη μία φορά, στο άλμπουμ Αιώνια Μέθη.

Τα τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται στο Μισοφέγγαρο κυδώνι έχουν πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα, τόσο στιχουργικά όσο και συνθετικά. Κινούνται στα όρια ενός  κόσμου ονειρικού όπου όλα μπορούν να συμβούν: η επικοινωνία με τη φύση είναι άμεση, η ερωτική εξομολόγηση παίρνει τη μορφή μιας μαγικής τελετής, τα αντικείμενα αποκτούν υπερφυσικές ιδιότητες, οι άνθρωποι το ίδιο. Υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία, μια έντονη νοσταλγία στο Μισοφέγγαρο κυδώνι. Με έμπνευση και οδηγό το δημοτικό τραγούδι και τα παραμύθια, δεν θα μπορούσε να είναι το κλίμα διαφορετικό: οι λαϊκές ιστορίες είναι πολλές φορές δραματικές, δίνουν έμφαση στη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων. Από την άλλη, μέσα από την ομορφιά των στίχων και την αυθόρμητη συγκίνηση που προκαλούν, έρχεται η κάθαρση, η ψυχική ανάταση. Σε αναλογία, λοιπόν, οι στίχοι ισορροπούν ιδανικά ανάμεσα στην παραδοσιακή στιχουργική και τα μοντέρνα εκφραστικά μέσα. Η ποιητικότητα του λόγου βρίσκεται σε διαρκές παιχνίδι με το παραμυθικό / αφηγηματικό στοιχείο. Η λιτή ενορχήστρωση, βασισμένη στο βιολί, το μαντολίνο και το πιάνο, στο κλαρινέτο, το φλάουτο, τα κρουστά και τη φυσαρμόνικα, όργανα παιγμένα όλα από δεξιοτέχνες μουσικούς, αφήνει να ξεδιπλωθούν οι μελωδίες, θέτοντάς τις σε πρώτο πλάνο.

Όλο αυτό το άρτιο σύνολο αποδίδεται άψογα από δύο ερμηνευτές με αξιοπρόσεκτη παρουσία στην ελληνική μουσική σκηνή: την Ιφιγένεια Κορολόγου, η οποία έχει συνεργαστεί με τον Σταμάτη Κραουνάκη και έχει λάβει το Βραβείο Κοινού στους Α΄ Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για το τραγούδι της Κορμί μου αντέχεις (2011), και τον Γιώργο Φλωράκη, πρώην τραγουδιστή του εμβληματικού ελληνικού χαρντ ροκ συγκροτήματος Raw Silk, με πολλές αξιόλογες συμμετοχές και μια σημαντική συνεργασία με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τον Διονύση Καψάλη στο άλμπουμ Οι Μπαλάντες της Οδού Ατθίδων (2016). Και οι δύο καλλιτέχνες διαθέτουν πολύ όμορφες, εκφραστικές φωνές και μια διακριτική θεατρικότητα στην ερμηνεία τους, κάτι που ακούμε σε απόλυτη αρμονία στο τραγούδι Στο όνειρό μου είδα, το οποίο τραγουδούν μαζί και κλείνει το άλμπουμ. Στο πρώτο κομμάτι, το Δεντράκι μου χωρίς κλαριά συμμετέχει με τρόπο συγκινητικό και απόλυτα ταιριαστό η παιδική χορωδία του Ωδείου Μυθωδία της Μαρουλίας Κοντού.

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης, ποιητής της νέας γενιάς, στιχουργός και ζωγράφος, έχει φιλοτεχνήσει το έργο του εξωφύλλου που απεικονίζει ένα κυδώνι και μια φέτα από τον καρπό του φρούτου με τη χρυσαφένια φλούδα, ίδια με μισό φεγγάρι πάνω στο σκούρο μπλε φόντο που προσομοιάζει στον ουρανό. Εικονογραφεί, δηλαδή, ρεαλιστικά τον τίτλο του έργου, αποδίδοντας παράλληλα την ποιητική αλλά και την αλληγορική διάστασή του. Το κυδώνι είναι συνυφασμένο με την παράδοση και τη μυθολογία, είναι σύμβολο του έρωτα, είναι το “χρυσό μήλο”. Παράγει κρασί, άρα είναι και μεθυστικό. Κάποιοι πιστεύουν πως το χρυσό μήλο που έδωσε ο Πάρης στην Ωραία Ελένη ήταν ένα κυδώνι. Είναι λοιπόν ένας καρπός του οποίου ο συμβολισμός έχει πολύπλευρη σημειολογία. Φορτισμένο με ακόμα πιο πολλούς αλλά και έντονους συμβολισμούς, το φεγγάρι πάντα ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία στον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο το ότι το συναντάμε τόσο συχνά στα δημοτικά τραγούδια. Σαν ‘μισοφέγγαρο’ στον τίτλο, με τη μορφή δηλαδή που έχει σε μια φάση του η οποία είναι και η πιο μαγική για τον άνθρωπο αλλά και η πιο αγαπητή μαζί με εκείνη της πανσελήνου, φέρνει μαζί του όλες τις μυστηριακές δυνάμεις των παραμυθιών και των θρύλων.

Τα τραγούδια στο Μισοφέγγαρο κυδώνι είναι τρυφερά αλλά και σκοτεινά, όπως και οι άνθρωποι, όπως και η ίδια η ζωή. Το κάθε ένα είναι μια ιστορία αλλά και όλα συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κορδέλες από το γαϊτανάκι γύρω από το κοντάρι. Mου έρχεται στο μυαλό ένα παιχνίδι που παίζαμε παλιότερα, που φτιάχναμε ιστορίες χρησιμοποιώντας στίχους  τραγουδιών. Θα μπορούσε να πάει κάπως έτσι με το Μισοφέγγαρο κυδώνι: “Τις ρίζες σου ρίξε βαθιά δεντράκι μου μες την καρδιά”, εκεί όπου “η αγάπη λένε […] ζει στον κόσμο δυο φορές” και θέλει δώρα μεγάλα όπως “βανίλια γλυκό κερασάκι, μια διάφανη μπίλια με μπλε καραβάκι […], μια στάλα φεγγάρι και μέλι”. Ίσως γι’ αυτό και τα αγόρια κοιτάζουν τη μυλωνού και βλέπουν να “έχει στα μαλλιά της τις πυγολαμπίδες” - ρίχνουν λοιπόν ένα βότσαλο μες τη λίμνη και λένε “να γίνει μια πέτρινη καρδιά”. Κάπου αλλού, μια μικρή βασιλοπούλα “χαρτί παίρνει και φτιάχνει βαρκούλα και πανιά” που “έμοιαζε με άχνη στη μαύρη σκοτεινιά”, μέσα στη “μάγισσα θάλασσα”, ενώ “ένα αστέρι νιόφωτο […] ξαγρυπνάει στα νερά για μια μικρή νεράιδα”. Κι αν “στον κόσμο […] μια φορά σμίγει η λύπη κι η χαρά”, ωστόσο στα όνειρα ο μικρός αητός “πετάει μόνος […], τραγουδάει και κλαίει και μοιρολογεί” πάνω από ένα “κόκκινο ποτάμι αίμα σκοτεινό”, το “όνειρο που βγήκε […] αληθινό” - γιατί δεν βγαίνουν πάντα αληθινά μόνο τα ευχάριστα όνειρα, αλλά πολλές φορές και τα δυσοίωνα.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιανουάριο του 2019
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/11545-lentzos-kagialikos