13 April 2020

André Aciman: Έλα να με βρεις

Το «Έλα να με βρεις» είναι η πολυαναμενόμενη συνέχεια στο υπέροχο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», ωστόσο είναι παράλληλα ένα μυθιστόρημα με τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα. Υπάρχει ένα μοτίβο που ξεκινάει σχεδόν ανεπαίσθητα μαζί με την αρχή της ιστορίας και σιγά σιγά κορυφώνεται ώσπου να κυριαρχήσει: αυτό της μουσικής. Οι τίτλοι των τεσσάρων κεφαλαίων του βιβλίου είναι μουσικοί όροι, απόλυτα σχετικοί και συνδεδεμένοι με τον ρυθμό, το κλίμα και την ατμόσφαιρα σε καθένα από αυτά. Στο κάθε κεφάλαιο έχουμε και διαφορετικό αφηγητή, που εξιστορεί γεγονότα από διαφορετικές χρονικές στιγμές, κάθε φορά και σε μια διαφορετική πόλη. 

Πιάνοντας το νήμα δέκα περίπου χρόνια μετά από το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», παρακολουθούμε στο πρώτο κεφάλαιο τον Σάμι, τον πατέρα του Έλιο – του νεαρού πρωταγωνιστή του πρώτου βιβλίου –, χωρισμένο πλέον, καθώς η ζωή του μπαίνει αναπάντεχα σε τροχιά αλλαγής. Ενώ ταξιδεύει με το τρένο για τη Ρώμη, γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα, τη Μιράντα, η οποία είναι διαφορετική από τις άλλες γυναίκες, και διαθέτει μια πρωτογένεια και έναν αυθορμητισμό που δεν αργούν να του τραβήξουν την προσοχή και το ενδιαφέρον. Το «Τέμπο», το πρώτο κεφάλαιο, εξελίσσεται με νωχέλεια και ραθυμία, κάτι που μπορεί να ξενίσει κάπως, ενώ ο Σάμι δίνει την εντύπωση ότι περνάει κρίση μέσης ηλικίας την οποία προσπαθεί να ξεπεράσει μέσα από τη σχέση του με την πολύ νεότερή του κοπέλα. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Όπως αρχίζει ήδη να διαφαίνεται προς το τέλος του κεφαλαίου, όταν μπαίνει στο προσκήνιο ο Έλιο, το κλίμα και ο ρυθμός αρχίζουν να αλλάζουν, και κατόπιν ο τελευταίος γίνεται ο δεύτερος αφηγητής στο επόμενο κεφάλαιο που διαδραματίζεται κάπου μια πενταετία μετά από το πρώτο. 

Στην «Καντέντσα», το δεύτερο κεφάλαιο, ο Έλιο αφηγείται τη σημαδιακή, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, γνωριμία του στο Παρίσι με έναν αρκετά μεγαλύτερό του άντρα, τον Μισέλ. Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου αυτού καλύπτει η αποκρυπτογράφηση ενός μουσικού γρίφου βασισμένου στην παρτιτούρα που είχε αφήσει σαν ιερό κληροδότημα στον Μισέλ ο πατέρας του, η οποία κρύβει πολλά μυστικά. Η επόμενη αλλαγή κλίματος συντελείται στο «Καπρίτσιο», το τρίτο κεφάλαιο, το οποίο εκτυλίσσεται λίγα χρόνια μετά την «Καντέντσα» και στο οποίο η δράση μεταφέρεται στη Νέα Αγγλία και η αφήγηση γίνεται από τον Όλιβερ, τον  δευτεραγωνιστή του «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», ο οποίος τόσα χρόνια μετά, και παρ’ όλο που παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, δεν φαίνεται να έχει ξεχάσει ούτε στιγμή από εκείνο το καλοκαίρι στην Ιταλία. Στο τελευταίο κεφάλαιο, το «Ντα Κάπο», τη σκυτάλη παίρνει και πάλι ο Έλιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ενώ τώρα έχουν πια συμπληρωθεί είκοσι χρόνια από την ιστορία του πρώτου βιβλίου και ήδη έχουν αλλάξει πάρα πολλά στις ζωές των ηρώων.

Τρεις αφηγητές λοιπόν, σε τέσσερα διαφορετικά μέρη του κόσμου, σε τέσσερις διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά πάντα σε συνάρτηση με τα όσα συνέβησαν στο πρώτο βιβλίο. Στο «Έλα να με βρεις», ο Αντρέ Ασιμάν ακολουθεί το ίδιο νοσταλγικό, λυρικό του ύφος, ωστόσο υπάρχει εδώ μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή που ίσως δεν φανεί με μία επιφανειακή ανάγνωση. Τους ήρωές του τους απασχολεί ο χρόνος, όχι όμως με την τετριμμένη και χιλιοειπωμένη έννοια του καιρού που περνάει, αλλά με αυτή της διατάραξης των ισορροπιών που συντελείται όταν κάτι, οτιδήποτε, μένει ανολοκλήρωτο. Και οι τρεις ήρωες έχουν αφήσει κάτι μισό: ο Σάμι την ίδια του τη ζωή, ο Έλιο τον έρωτά του για τον Όλιβερ, ο Όλιβερ τον έρωτά του για τον Έλιο. Όμως και οι συνοδοιπόροι τους στη ζωή, μόνιμοι ή περαστικοί, έχουν κι αυτοί κάτι που τους έχει μείνει ατελεύτητο. Η Μιράντα κουβαλάει ένα τρομερό μυστικό από το νεανικό της παρελθόν, ο Μισέλ ταλανίζεται από το αίνιγμα της παρτιτούρας του πατέρα του και την μόνιμη απορία γιατί σταμάτησε να παίζει πιάνο απότομα και τελεσίδικα, ενώ είχε ταλέντο σ’ αυτό, η Μίκολ, η γυναίκα του Όλιβερ, προφανώς πάντα ένιωθε ότι ο άντρας της δεν της ανήκε ποτέ στο εκατό τοις εκατό. Για κάποιους από αυτούς τους τρεις, θα έρθει η λύτρωση και η ευτυχία, για κάποιον άλλον ίσως όχι. 

«Η ζωή», λέει ο Μισέλ, «έχει απίθανους τρόπους να μας θυμίζει ότι […] μια λάμψη αναδρομικής ευφυίας υπάρχει στον τρόπο που παίζει τα χαρτιά της η μοίρα. Δεν μας μοιράζει πενήντα δύο χαρτιά: μοιράζει, ας πούμε, τέσσερα, πέντε, κι αυτά τυχαίνει να είναι όμοια με εκείνα που είχαν παίξει οι γονείς μας και οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. […] Η επιλογή των κινήσεων είναι περιορισμένη: κάποια στιγμή η τράπουλα επαναλαμβάνει το παιχνίδι, σπάνια με την ίδια σειρά, αλλά πάντα με ένα μοτίβο που μοιάζει καταπληκτικά γνώριμο. Ορισμένες φορές το τελευταίο χαρτί δεν παίζεται καν από εκείνον που η ζωή του τελειώνει. Η μοίρα […] θα δώσει το τελευταίο σου χαρτί σε κάποιον άλλον.»
Αυτό το τελευταίο χαρτί είναι που καθορίζει και τις πορείες των τριών ηρώων, οι οποίοι αλληλοσυνδέονται με δεσμούς που δεν είναι μόνοι οι συγγενικοί ή οι ερωτικοί. 

Οι ζωές οι δικές τους και των συντρόφων τους είχαν μείνει ξεκρέμαστες επειδή κάπου, κάποτε, σε κάποιες άλλες χρονικές συνθήκες, κάτι άλλο είχε μείνει ανολοκλήρωτο. Στη συνέχεια, ο Έλιο και ο Όλιβερ διατάραξαν το μοτίβο του παιχνιδιού της μοίρας όταν έπαψαν να είναι μαζί. Όσο ζουν ωστόσο, οι δυο τους, και μαζί όσοι επηρεάζονται από την παρουσία τους, είναι «καταδικασμένοι» να αναζητούν τη δικαίωση. Υπάρχουν κοινά σημεία στις πορείες τους αλλά και στην ύπαρξή τους γενικότερα, τα οποία ακόμα κι αν δεν αφορούν πάντα και τους δύο, τους αφορούν με κάποιον τρόπο. Ο Έλιο, ας πούμε, είναι πολύ δεμένος με τον πατέρα του, όπως μαθαίνουμε ότι ήταν και ο Μισέλ με τον δικό του πατέρα. Ο πατέρας του Μισέλ, από την άλλη, ήταν ταλαντούχος πιανίστας, όπως είναι και ο Έλιο. Ο Όλιβερ είναι καθηγητής Πανεπιστημίου, όπως είναι και ο πατέρας του Έλιο, και ήταν και ο πατέρας της Μιράντα. Ο Σάμι, ο Έλιο και ο Όλιβερ έχουν συντρόφους που το όνομά τους αρχίζει από το ίδιο γράμμα (Μιράντα, Μισέλ, Μίκολ). Όμως το πιο δυνατό τελευταίο χαρτί είναι ο γρίφος της παρτιτούρας του Μισέλ, τον οποίο καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο Έλιο. Είναι ένα κομμάτι στο βιβλίο πολύ ξεχωριστό και ενδιαφέρον τόσο σαν σύλληψη όσο και σαν διεκπεραίωση, με τη λύση του να σχετίζεται με κάτι που αναφέρεται στις πρώτες σελίδες, χωρίς τότε να υπάρχει η παραμικρή υποψία ότι μπορεί να παίξει ρόλο στη συνέχεια. 

Ο Ασιμάν τα εκθέτει όλα αυτά με μαεστρία, εναλλάσσοντας ανάλαφρες περιγραφές, καλαίσθητες ερωτικές σκηνές, τρυφερές στιγμές γεμάτες ευαισθησία, άλλοτε χαρούμενες, άλλοτε μελαγχολικές και άλλοτε βαθύτατα συγκινητικές, που είναι και το φόρτε του άλλωστε, και φιλοσοφικές ανησυχίες για τη ζωή, τον χρόνο και τις αλλαγές που έρχονται με το πέρασμά του, την ανθρώπινη ύπαρξη, τα συναισθήματα. Ωστόσο αυτό που κερδίζει είναι η αγνή, αληθινή αγάπη, που δεν χάνεται ούτε αλλοιώνεται ποτέ. Όπως και στο «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», έτσι κι εδώ ο Νίκος Α. Μάντης έχει κάνει  για μια ακόμη φορά εξαιρετική δουλειά με την μετάφραση. 


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Απρίλιο του 2020