21 September 2021

Katharina Bendixen: Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι

Εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητα, θύματα της ρουτίνας τις περισσότερες φορές, αλλά και δικών τους εμμονών και απωθημένων, οι ήρωες της Καταρίνα Μπέντιξεν μοιάζουν με μέλη ενός αλλόκοτου θιάσου, που κινούνται οριακά μεταξύ μιας ασφυκτικής πραγματικότητας και μιας ακόμα πιο νοσηρής, παράλογης φαντασίας. Ζουν καταστάσεις και γεγονότα τα οποία είναι, στη βάση τους, οικεία και συνηθισμένα, ωστόσο παίρνουν εξωπραγματικές, εξωφρενικές, ακόμα και εφιαλτικές προεκτάσεις ιδωμένα από απροσδόκητες, εντελώς αντισυμβατικές, οπτικές γωνίες. Αυτό ακριβώς είναι και το στίγμα των ιστοριών αυτών, που αποτελούν το συγγραφικό ντεμπούτο της Μπέντιξεν, κάτι που διαφαίνεται ήδη και από τον τίτλο της συλλογής, ο οποίος είναι και ο τίτλος ενός από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σ᾽αυτήν.

Η ολοένα αναβαλλόμενη επίσκεψη της κόρης που ζει στην Αφρική, η παρουσία παιδιών σε ένα σπίτι, η επιθυμία για απαλλαγή από μια κουραστική σχέση, η τραγική ανάμνηση ενός ατυχήματος, ο θάνατος μιας συναδέλφου στη δουλειά – πράγματα που μπορεί να τύχουν στον καθένα και που η απλή αναφορά και περιγραφή τους δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο, εντάσσονται εδώ σε έναν κόσμο που μοιάζει να υφίσταται παράλληλα με τον «πραγματικό» και φαντάζει σαν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της υπαρκτής καθημερινότητας. Σαν κάτι «κουνημένες» φωτογραφίες, όπου το περίγραμμα των ανθρώπων και των αντικειμένων είναι θολό, φαίνεται διπλό και τριπλό, και αλλοιώνει την αναμενόμενη και οικεία στο μάτι εικόνα που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας. Παραδόξως, ωστόσο, μέσα από αυτή τη διαστρέβλωση, αποκαλύπτονται ανατριχιαστικές αλήθειες, και αναδεικνύεται η τραγικότητα και η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ζωής όταν αμφότερες γίνονται έρμαια ανεξέλεγκτων καταστάσεων αλλά και άλλων ανθρώπων.

«[…] Εν τω μεταξύ είχε γεμίσει και η τραπεζαρία με δέκα παιδιά, και τα παιδιά κατακτάνε το δωμάτιό μας. Στο πάτωμα σέρνονται ήδη είκοσι, και στις γωνιές του κρεβατιού μας τη νύχτα κοιμούνται άλλα πέντε. Μόνο κάποια μέρη του κρεβατιού μας έχουνε μείνει ακόμα. Τα παιδιά δεν μας αφήνουνε να σηκωθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε, είμαστ’ αναγκασμένοι να φυλάμε μικροσκοπικά κομμάτια των σεντονιών.» (Το στενόχωρο σπίτι μας)

Είναι πολύ λεπτό το όριο ανάμεσα στην τετριμμένη καθημερινότητα και την τρέλα. Οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες της Μπέντιξεν είναι μπλεγμένοι στα γρανάζια μιας ρουτίνας, ανίκανοι να αντιδράσουν σε ό,τι τους καταπιέζει. Άλλοτε πάλι, εμπειρίες και βιώματα από το παρελθόν έρχονται και γαντζώνονται πάνω τους σαν χαμοδράκια – δεν τους αφήνουν στιγμή σε ησυχία και από ένα σημείο και πέρα αποκτούν τερατώδεις διαστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, τύψεις για τυχόν λάθη εξογκώνονται, κυριαρχούν στις μνήμες τους και μοιάζουν να ορίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τη ζωή τους.

Η Μπέντιξεν εισχωρεί στο μυαλό των ηρώων της και καταγράφει επακριβώς τις βαθύτερες ανησυχίες και τα πιο καλά κρυμμένα συναισθήματα και μυστικά τους. Όλες οι ιστορίες είναι σε πρώτο πρόσωπο, και κάθε φορά ο αφηγητής είναι διαφορετικός. Οι σύντομες αφηγήσεις τους θυμίζουν τους βραχνάδες – εκείνα τα εγκλωβιστικά άσχημα όνειρα από τα οποία είναι πολύ δύσκολο να ξυπνήσεις. Άλλωστε κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους ανθρώπους αυτούς. Η ζωή τους, η καθημερινότητά τους, φτάνουν σ᾽ένα σημείο όπου είτε τους καταπίνουν, είτε τους «αναγκάζουν» να προβούν σε πράξεις παράτολμες και επικίνδυνες  που, σε ένα άλλο επίπεδο, θα τις έλεγε κανείς και εγκληματικές. Τρόπον τινά, δηλαδή, τους αναγκάζουν – εξ ου και τα εισαγωγικά – γιατί οι πράξεις αυτές είτε παραμένουν τελικά στη σφαίρα της φαντασίας τους, είτε, αν πράγματι τελούνται, είναι ενέργειες που εκείνοι πάντα ήθελαν να τις κάνουν, αλλά για τον ένα ή τον άλλο λόγο δείλιαζαν. Κυρίως από το φόβο του τι θα πει ο κόσμος. 

«[…] Πολύ σύντομα δεν άντεχα πια τα παρακάλια της, και δεν μου έμενε τίποτ’ άλλο απ’ το να εξαφανίσω τα παρακάλια μαζί μ’ εκείνη τη γυναίκα στην πρέσα σιδερώματος. Τύλιξα τη γυναίκα στο σιδερόπανο στο ρολό και τη γύρισα πέρα δώθε, λίγο αντιστάθηκε μόνο. Λιώμα από το βάρος των κυλίνδρων, κατέβηκε τρέμοντας από την πρέσα. Έπεσε κάποιες φορές πάνω στην κάσα της πόρτας κι ύστερα βγήκε έξω σκοντάφτοντας στο κατώφλι.» (Προς το παρόν δεν θέλω σκοτούρες)

Στην πρώτη της αυτή συλλογή διηγημάτων, η Καταρίνα Μπέντιξεν εναλλάσσει τον ωμό ρεαλισμό με τις σουρεαλιστικές περιγραφές, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τον παραλογισμό της καθημερινότητας και φωτίζοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές του μυαλού και της ψυχής των ανθρώπων. Με γραφή άμεση, αυθόρμητη και συχνά – πυκνά ωμή και συνειρμική, η οποία έχει αποδοθεί εξαιρετικά στη γλώσσα μας από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, συνθέτει εικόνες οι οποίες, μέσα από τον αλληγορικό χαρακτήρα τους και τον δαιδαλώδη συμβολισμό τους, βγάζουν απόλυτα νόημα και βρίσκουν σημεία ταύτισης με στοιχεία της καθημερινότητας που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ίσως περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε οικεία.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Σεπτέμβριο του 2021

https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/16915-dentro-mpoukalia