29 October 2019

Klaus Mann: Παθητική Συμφωνία

Η Συμφωνία της Ζωής, του Έρωτα και του Θανάτου



“Όλα είναι μαγευτικά, όπως ένα παραμύθι από τις χίλιες και μια νύχτες… Τι είναι όμως αυτό  στο οποίο οφείλεται όλη αυτή η λαμπρότητα και οι τόσες πολλές τιμές που μου γίνονται; Το ασήμαντο γεγονός ότι μπορώ να μετατρέπω τους πόνους μου και τις ταπεινώσεις μου σε ήχους.” (σ. 284-285)

“Ασήμαντο” χαρακτηρίζει το γεγονός ότι μπορεί να μετατρέπει τους πόνους και τις ταπεινώσεις του σε ήχους ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, δια στόματος του Κλάους Μαν, όμως ίσα ίσα αυτό είναι και το κλειδί για να κατανοήσει κανείς γιατί η μουσική του είναι τόσο καθηλωτική και επιδρά τόσο πολύ στο θυμικό και στο συναίσθημα. Με τον Ντοστογιέφσκι τον έχουν παρομοιάσει κάποιοι μελετητές, και όχι άδικα: οι μελωδίες του, γεμάτες εντάσεις αλλά και μια μελαγχολία που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά, δημιουργούν ολοζώντανες εικόνες, είναι σαν αφηγήσεις χωρίς λέξεις.

Η “Παθητική Συμφωνία” του Κλάους Μαν, μυθιστορηματική βιογραφία του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, εκδόθηκε για πρώτη φορά τo 1948. Ο Μαν επέλεξε για τον τίτλο του βιβλίου του το περίφημο έργο του Τσαϊκόφσκι, την 6η Συμφωνία που ήταν και η τελευταία ολοκληρωμένη συμφωνία που έγραψε ο συνθέτης ο οποίος, από ένα ειρωνικό γύρισμα της μοίρας, πέθανε λίγες μέρες μετά την επίσημη πρώτη παρουσίαση του έργου.

Άρρηκτα δεμένη με τη ζωή του Τσαϊκόφσκι, με έναν μυστηριώδη, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ακόμα και χρόνια πριν από τη σύλληψή της – θα λέγαμε ίσως και από την αυγή της ζωής του – η Παθητική Συμφωνία είναι περισσότερο από κάθε άλλο έργο του η “συμφωνία της ζωής” – όπως ο ίδιος άλλωστε την είχε περιγράψει κάποια στιγμή: το πρώτο μέρος συμβολίζει τα πάθη, τις παρορμήσεις, την εγρήγορση, το δεύτερο μέρος φωτίζει το ερωτικό στοιχείο, στο τρίτο μέρος έρχονται στο προσκήνιο οι απογοητεύσεις και το τέταρτο, το φινάλε, αναπόφευκτα φέρνει μαζί του το τέλος, τον θάνατο. Το όνομα της συμφωνίας, Paticheskaya, σημαίνει στην κυριολεξία “παθιασμένη”, “συναισθηματική”, και υπό αυτό το πρίσμα, περνάνε σε ένα άλλο επίπεδο όσα και όσοι σχετίζονται μαζί της.

Ο Τσαϊκόφσκι ήταν μια βασανισμένη ιδιοφυΐα, και σ’ όλη του τη ζωή παρέμενε ανένταχτος κοινωνικά, κάτι που ερχόταν σε μια παράδοξη αντίθεση με την επίδραση που είχε στον κόσμο η μουσική του, προκαλώντας ακόμα και υστερικές αντιδράσεις λατρείας. Έχοντας από μικρός δείξει ιδιαίτερη έφεση στη μουσική, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου από τα πέντε του χρόνια. Αργότερα ωστόσο οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης, προορίζοντάς τον για μια μελλοντική θέση δημοσίου υπαλλήλου. Εκείνος βέβαια δεν απομακρύνθηκε από τη μουσική, και όταν έχασε τη μητέρα του, έγραψε την πρώτη του σύνθεση – ένα βαλς αφιερωμένο στην μνήμη της. Ακολούθησαν βέβαια όλα τα άλλα σπουδαία έργα του που τον έκαναν διάσημο και τόσο δημοφιλή.

Εξαιρετικά προχωρημένες και ριζοσπαστικές για την εποχή τους, οι συνθέσεις του έχαιραν μεν της εκτίμησης του κοινού, έβρισκαν όμως συχνά επικριτές στους κύκλους των συναδέλφων του αλλά και των κριτικών. Στη Ρωσία θεωρούσαν ότι είχε υπερβολικά πολλές δυτικές επιρροές, οι Γερμανοί δυσανασχετούσαν με τα “πρωτόγονα”, όπως τα χαρακτήριζαν, ανατολίτικα στοιχεία της, οι Γάλλοι έβρισκαν ότι είχε επηρεαστεί από τους Γερμανούς. Φυσικά δεν ήταν τυχαίες όλες αυτές οι αντικρουόμενες απόψεις – ένα πνεύμα τόσο ευφυές όσο του Τσαϊκόφσκι δεν θα μπορούσε παρά να αδιαφορεί παντελώς για τα στερεότυπα και τις περιγεγραμμένες νόρμες, με αποτέλεσμα να μην ανήκει σε καμία σχολή, σε κανένα ρεύμα απόλυτα. Αν και εντάσσεται στους Ρομαντικούς, και υπάρχουν κυρίαρχα στοιχεία στη μουσική του που το αναδεικνύουν αυτό, ουσιαστικά δεν περιορίζεται στα όρια κανενός κινήματος. Ο Τσαϊκόφσκι θαύμαζε τον Μότσαρτ, θεωρούσε τη μουσική του τέλεια. Συνδύαζε δυτικότροπα στοιχεία, αυθεντικά παραδοσιακά τραγούδια αλλά και πρωτότυπες μελωδικές γραμμές βασισμένες στην παραδοσιακή ρωσική μουσική. Χρησιμοποιούσε την αρμονία με δυσαρμονικό τρόπο, εφαρμόζοντας τους αρμονικούς κανόνες με τρόπο κάθε άλλο παρά αναμενόμενο. Μισούσε το μπαλέτο, αλλά η μουσική για μπαλέτα που συνέθεσε είναι εμβληματική. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις έβρισκαν τον δρόμο τους στη ζωή του – δεν τον άφηναν να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του αλλά και ήταν πιθανότατα υπεύθυνες για ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του.

Ο Μαν ακολουθεί τη ζωή και την καριέρα του Τσαϊκόφσκι σαν ένας αθέατος παρατηρητής. Δεν διστάζει να κάνει και τα δικά του κοινωνικά – πολιτικά σχόλια, πάντα όμως με έμφαση στον συνθέτη, τον περίγυρό του, το έργο του, τα πρόσωπα που ήταν σημαντικά γι’ αυτόν. Έχοντας πολλά κοινά με τον Τσαϊκόφσκι, ο Μαν αποδεσμεύεται από την κλασική βιογραφία και καταγράφει τη ζωή και το έργο του μέσα από οριακές στιγμές στην καριέρα του, αναμνήσεις που σχετίζονται με την οικογένεια, αλλά και αναφορές – λιγότερο ή περισσότερο εκτενείς – στα πρόσωπα που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στη ζωή του. Ο Απούχτιν, φίλος και συμφοιτητής του που τον παρέσυρε σε σκοτεινά μονοπάτια και είχε άσχημο τέλος, η Ντεζιρέ, η πριμαντόνα που νόμισε πως είχε ερωτευτεί, η κυρία φον Μεκ, η ευεργέτιδα που τον στήριζε οικονομικά αλλά επιθυμούσε να μην τη δει ποτέ, ο Αλεξάντερ Σιλότι, ο πιανίστας που του ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία, η Αντωνίνα Μιλιούκοβα, η άχαρη, αφελής μαθήτρια του Ωδείου της Μόσχας με την οποία τέλεσε έναν γάμο – παρωδία που κράτησε μόλις δυόμισι μήνες, ο αδελφός του Μόδεστος που τον βοηθούσε και του συμπαραστεκόταν συνεχώς, αλλά και οι μουσικές προσωπικότητες τις εποχής όπως ο Μπραμς ή ο Γκριγκ, ζωντανεύουν μέσα από την αφήγηση του Μαν μ’ έναν τρόπο αξέχαστο και ιδιαίτερα γλαφυρό.

Κυριαρχεί όμως ο Βλαντιμίρ, ο “Μπομπ”, ο αγαπημένος του ανιψιός, γιος της αδερφής του Αλεξάνδρας, ο πιο θερμός και πιστός θαυμαστής του,  για τον οποίο ο Τσαϊκόφσκι έτρεφε αισθήματα που μόνο στις σκέψεις του τολμούσε να ομολογήσει και που για εκείνον ουσιαστικά γράφτηκε η Παθητική Συμφωνία, στον οποίο και είναι άλλωστε αφιερωμένη – αυτός που κατανοούσε σχεδόν στο εκατό τοις εκατό τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του Πιοτρ Ίλιτς που διοχετεύονταν στη μουσική του και που άθελά του ως έναν βαθμό, λειτουργούσε σαν ένας διάμεσος ανάμεσα στον θεϊκό/δαιμονικό Πιοτρ Ίλιτς και τους θνητούς ακροατές.

“Για τον νεαρό Βλαντιμίρ όλα στον Πιοτρ Ίλιτς ήταν αινιγματικά και συνάμα οικεία. Πολύ αινιγματικό ήταν γι’ αυτόν ότι ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος και επιπλέον τόσο στενός συγγενής θα μπορούσε πραγματικά να είναι όπως αυτά τα άτομα που σου προκαλούν δέος και που τα συναντά κανείς στα βιβλία. Προικισμένοι με φοβερές δημιουργικές δυνάμεις, βρίσκονται πάντοτε σε στενή και θαυμάσια επαφή με το διάβολο, όπως ακριβώς γινόταν και με τον Πιοτρ Ίλιτς, ο οποίος του φέρνει μελωδίες που αυτός ο χαρισματικός δεν είχε παρά να τις προωθήσει σε μια ανθρωπότητα που άκουγε συγκλονισμένη.” (σ. 221-222)

Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι πέθανε τον Νοέμβριο του 1893. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι κόλλησε χολέρα όταν ήπιε άβραστο νερό σε ένα εστιατόριο, ωστόσο πολλοί πιστεύουν ότι προκάλεσε τον θάνατό του ή ότι αυτοκτόνησε. Θεωρούν ότι η Παθητική Συμφωνία δίνει “κλειδιά” για την αποκρυπτογράφηση του αινίγματος του θανάτου του Τσαϊκόφσκι, χαρακτηρίζοντάς την “σημείωμα αυτοκτονίας”. Ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική σε συναυλίες μετά τον θάνατό του, κάποιοι κατάφεραν να εντοπίσουν σύντομα αλλά ευδιάκριτα μουσικά μοτίβα δανεισμένα από την νεκρώσιμη ακολουθία της ρωσικής εκκλησίας. Ο Μαν μένει πιστός στις επίσημες πηγές, όμως όλο το κομμάτι που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Τσαϊκόφσκι είναι γεμάτο με υπονοούμενα και συμβολικές εικόνες, σε ένα κρεσέντο όπου συνοψίζονται τα ενδόμυχα μαρτύρια της ταραγμένης του ψυχής. Ο άγγελος του θανάτου ταυτίζεται με τον Βλαντιμίρ και ο Πιοτρ Ίλιτς, μέσα στο παραλήρημα της αρρώστιας, θέλει να τον τραβήξει κοντά του σε μια ασυναίσθητη κίνηση απελπισίας που εκφράζει ωστόσο την πιο βαθιά, την πιο σκοτεινή του επιθυμία. Το τραγικό τέλος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει σαν υπόκρουση το φινάλε της Παθητικής Συμφωνίας – έτσι κι αλλιώς, μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η προδιαγεγραμμένη δραματική πορεία του Πιοτρ Ίλιτς: η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος.


Δημοσιεύτηκε στο Fractal τον Οκτώβριο του 2019
https://www.fractalart.gr/pathitiki-symfonia/