16 March 2019

Jules Barbay d' Aurevilly: Η κόκκινη κουρτίνα

Η εκκεντρικότητα που χαρακτήριζε την προσωπικότητα του Ζυλ Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ αποτυπώθηκε και στο έργο του με έναν πολύ ιδιαίτερο, καθ’ όλα αντισυμβατικό τρόπο. Οι ήρωές του φαίνονται αρχικά συνηθισμένοι, κάποιες φορές και καθημερινοί. Στην πορεία, ένα γεγονός – τυχαίο ή μη – φέρνει στην επιφάνεια μια κρυμμένη πλευρά τους, η οποία σταδιακά κερδίζει έδαφος και κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα. Ο Ωρεβιγύ παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του με ενδιαφέρον, και τον αποτύπωνε στις ιστορίες του μέσα από μια διαφορετική, αναπάντεχη τις περισσότερες φορές, οπτική. Συγγραφέας, κριτικός, εκπρόσωπος του κινήματος του Ρομαντισμού, ο Ζυλ Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ γεννήθηκε το 1808 στο Σαιν-Σωβέρ-λε-Βικόντ, κοινότητα της Μανς και σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Καέν. Όντας φιλελεύθερος και άθεος κατά την νεανική του ηλικία, στα πρώτα του κείμενα παρουσίαζε τη θρησκεία σαν ένα στοιχείο που παρεισφρέει στις ανθρώπινες υποθέσεις μόνο και μόνο για να περιπλέκει και να διαστρεβλώνει πράγματα και καταστάσεις. Τα επόμενα χρόνια, επηρεασμένος από τις συναναστροφές του, ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αν και ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής του δεν υπήρξε ποτέ.

Από το 1852 και μετά διέγραψε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πορεία στον χώρο της διανόησης, με τις κριτικές του στην εφημερίδα Le Pays να κάνουν αίσθηση και να ασκούν μεγάλη επιρροή. Ήταν αυτός που συνέβαλε στο να επανέλθει στο προσκήνιο ο Μπαλζάκ και να εκτιμηθεί εκ νέου το έργο του, ενώ προώθησε με επιτυχία τον Μποντλέρ, τον Μπαλζάκ και τον Φλομπέρ. Στο πρόσωπό του, ο Ρομαντισμός βρήκε έναν ιδανικό εκφραστή των πιο ακραίων στοιχείων του, γι’ αυτό και ο Ωρεβιγύ ήταν το αγαπημένο παιδί των παρακμιακών του fin-de-siècle. Είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του την περσόνα ενός δανδή, υιοθετώντας ένα αριστοκρατικό στιλ, ενώ φρόντιζε να αφήνει υπόνοιες για ένα μυστηριώδες παρελθόν με αρχοντικές καταβολές. Στην πραγματικότητα ωστόσο καταγόταν από μια συνηθισμένη μεγαλοαστική οικογένεια της επαρχίας και τα νεανικά του χρόνια ήταν μάλλον συμβατικά. Τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν στα κείμενά του ήταν κατά κανόνα τολμηρά – κυρίως ιστορίες μυστηρίου που εξερευνούσαν τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων και των ηρωίδων του, χωρίς απαραίτητα να αναζητούν ή να δίνουν μια ξεκάθαρη εξήγηση.

H Κόκκινη Κουρτίνα είναι ένα από τα έξι εκτενή διηγήματα τρόμου και μυστηρίου που απαρτίζουν τη συλλογή Οι Γυναίκες του Διαβόλου. Σε όλα πρωταγωνιστούν γυναίκες που καταφεύγουν σε πράξεις εγκληματικές, τολμηρές ή μη αποδεκτές κοινωνικά – μπορεί και όλα αυτά μαζί. Αν και το βιβλίο αυτό θεωρείται το αριστούργημα του Ωρεβιγύ, όταν πρωτοεκδόθηκε προκάλεσε σάλο. Κρίθηκε επικίνδυνο για την ηθική και κατηγορήθηκε για βλασφημία και χυδαιότητα. Απαντώντας στις κατηγορίες, ο Ωρεβιγύ ισχυρίστηκε με διάθεση (αυτο)σαρκασμού ότι, σαν καλός Χριστιανός που ήταν, ήθελε απλώς να συμβολίσει τη μάχη του καλού με το κακό. Η Αλμπερτίν, η ηρωίδα της Κόκκινης Κουρτίνας, δεν διαπράττει κάποιο έγκλημα με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ωστόσο η συμπεριφορά της είναι σε εγκληματικό βαθμό αινιγματική και αλλοπρόσαλλη, με απροσδόκητες συνέπειες, κυρίως και πρωτίστως για την ίδια.

Ο Ωρεβιγύ ξετυλίγει την αφήγηση με τη μέθοδο της διήγησης μέσα στη διήγηση: δεν είναι ο αφηγητής του, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, αλλά ένας παλιός του γνωστός, τον οποίο συναντάει τυχαία σε μία ταξιδιωτική άμαξα, και που, με αφορμή την αναγκαστική στάση σε μια σκυθρωπή και ανιαρή πόλη, του εξομολογείται μια ιστορία που τον έχει στοιχειώσει από τα νεανικά του χρόνια. Ο Υποκόμης ντε Μπρασάρ, ο φίλος του αφηγητή, ένας “ωραίος ηλικιωμένος” αξιωματικός, ο οποίος στα νιάτα του δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος, γοήτευε γυναίκες και άντρες και εξακολουθεί να διατηρεί τη γοητεία του χρόνια αργότερα, επαναφέρει στη μνήμη του την μυστηριώδη Αλμπερτίν, κόρη του ζευγαριού που τον φιλοξενούσε την εποχή που, στα δεκαεφτά του χρόνια, ενώ μόλις είχε αποφοιτήσει από την Στρατιωτική Σχολή, τον κάλεσαν να παρουσιαστεί και να αναλάβει υπηρεσία σ’ αυτή την πόλη. Η Αλμπερτίν, ή Αλμπέρτ, όπως τη φώναζαν χαϊδευτικά, ήταν μια όμορφη, πανέξυπνη κοπέλα, που δεν μιλούσε πολύ αλλά όταν το έκανε, το λεξιλόγιό της ήταν προσεγμένο και τα σχόλιά της ουσιαστικά. Έμοιαζε να μην έχει σχέση, ούτε εμφανισιακά ούτε ιδιοσυγκρασιακά, με τους γονείς της, δύο συμπαθείς αλλά εντελώς συμβατικούς και οριακά βαρετούς αστούς.

Ο Υποκόμης γοητεύτηκε από την παρουσία της αλλά η αδιαφορία της τον αποθάρρυνε και τον απομάκρυνε, μέχρι που η απρόβλεπτη Αλμπερτίν άρχισε απροειδοποίητα να τον προσεγγίζει με έναν τρόπο ιδιαίτερα τολμηρό. Όταν εκείνος ανταποκρίθηκε και αποφάσισε να κάνει το επόμενο βήμα, η Αλμπερτίν τον έβαλε και πάλι στον πάγο. Δεν θα τη λέγαμε ακριβώς μοιραία γυναίκα, πάντως σίγουρα ήταν μια γυναίκα που ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις σχέσεις της, να κινεί τα νήματα όπως και όταν επιθυμούσε εκείνη. Ο χαρακτηρισμός “γυναίκα-αράχνη” ίσως να της ταίριαζε περισσότερο, ωστόσο δεν ξέρουμε τι ακριβώς ξύπναγε μέσα της αυτά τα ένστικτα ή ποια ήταν τα κίνητρά της. Υπάρχει εξάλλου και το πρίσμα της χρονικής απόστασης, που πολλές φορές διαστρεβλώνει τις αναμνήσεις και τους δίνει μια άλλη διάσταση. Η εφιαλτική ανατροπή που συνέβη στην ιστορία του Υποκόμη με την Αλμπερτίν ήταν αυτή που καθόρισε τις μνήμες του που αφορούσαν την κοπέλα, και κυρίως το ότι οι μετέπειτα εξελίξεις ήταν και παρέμειναν ένα θολό τοπίο, με τις αναπόφευκτες αμφιβολίες που προέκυψαν να αποτελούν στην ουσία ένα μυστήριο ίσως πιο ανατριχιαστικό από το γεγονός αυτό καθεαυτό.

Παρ’ όλο που η ιστορία είναι σχετικά σύντομη, ο Ωρεβιγύ την αναπτύσσει με ακρίβεια, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστηριακή. Ήταν άραγε τυχαίο ή ένα παιχνίδι της μοίρας το ότι η άμαξα έκανε αναγκαστική στάση κοντά στο σπίτι όπου ο Υποκόμης είχε γνωρίσει την Αλμπερτίν πριν από τριάντα χρόνια; Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, ο Ωρεβιγύ τοποθετεί τους δύο αυτούς χαρακτήρες - άξονες στις θέσεις που τους αντιστοιχούν, ωστόσο το τι αντιπροσωπεύουν δεν είναι απόλυτα καθορισμένο. Από τη μια ο Υποκόμης φαίνεται να ανήκει στον ρεαλιστικό κόσμο, είναι γήινος, ευθύς, ανοιχτό βιβλίο. Από την άλλη η Αλμπερτίν, ένα πλάσμα που μοιάζει αλλόκοσμο, με ένα ταμπεραμέντο ασυνήθιστο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, είναι σαν να κατευθύνεται από δυνάμεις πέρα από την ανθρώπινη φύση. Σε κάποιο οριακό σημείο της ιστορίας ωστόσο, ο Υποκόμης αρχίζει να την ζωγραφίζει, και τότε εκείνη εμφανίζεται μπροστά του. Είναι σαν να την επικαλέστηκε με μαγεία, λες και μέσω της ζωγραφιάς η Αλμπερτίν υπάκουσε σε κάποιο κάλεσμα υπερφυσικό. Ίσως τελικά κι εκείνος να είχε μέσα του δυνάμεις που δεν τις γνώριζε, που δεν υποψιαζόταν καν την ύπαρξή τους. Και ίσως και η Αλμπερτίν, που μέχρι ενός σημείου έδειχνε να ορίζει τη μοίρα της απόλυτα, να έκρυβε μέσα της μια αδύναμη πλευρά, η οποία μπορεί και να συνετέλεσε στην ανατροπή που συνέβη. Όπως και στις περισσότερες ιστορίες του Ωρεβιγύ, έτσι κι εδώ το μεταφυσικό στοιχείο υπάρχει, κάποιες στιγμές που είναι πολύ έντονο, αλλά δεν είναι αυτό που κυριαρχεί εν τέλει. Περισσότερο επιστρατεύεται σαν μια αλληγορία του μυστηρίου της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.

Η πολύ καλή μετάφραση είναι της Ελένης Γ. Γύζη, ενώ στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται και ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα του Ανδρέα Στάικου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2019 
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/11790-kokkinh-koyrtina