24 March 2019

Τίτος Πατρίκιος – Ανδρέας Κατσιγιάννης: Πολιορκημένος χρόνος

Η ποίηση πάντα ήταν και θα είναι η αδελφή της μουσικής. Είτε έμμετρα είτε ελευθερόστιχα, τα ποιήματα εμπεριέχουν ρυθμό και μελωδία και η μετατροπή τους σε τραγούδια είναι κάτι σαν μια φυσική εξέλιξη. Ένα ποίημα είναι σαν μια πεταλούδα. Γεννιέται μέσα στο κουκούλι – το μυαλό του ποιητή. Όταν έρχεται η στιγμή να πάρει τον δρόμο της έκφρασής του, σπάει το κουκούλι και αποτυπώνεται στο χαρτί. Από εκεί και πέρα “ανεξαρτητοποιείται”, φεύγει από τον δημιουργό του και πετάει ελεύθερο, όπως η πεταλούδα. Όμως, σε αντίθεση με την πεταλούδα, ένα ποίημα δεν είναι εφήμερο. Μπορεί να ζήσει στην αιωνιότητα – ακόμα και να έχει πολλές ζωές. Μια από αυτές τις πολλές ζωές είναι η μελοποιημένη μορφή του. Όταν ένα ποίημα γίνεται τραγούδι, είναι σαν να ξαναγεννιέται. Ό,τι έχει εκφράσει ο ποιητής με τη γραφή του, το εξελίσσει ο συνθέτης εντάσσοντάς το μέσα σε μια μελωδία. Και στη συνέχεια έρχεται ο ερμηνευτής, σαν συνδετικός κρίκος, να τραγουδήσει το ποίημα ενώνοντάς το με την μουσική έκφανσή του.

Το βιβλίο-cd “Πολιορκημένος Χρόνος” αποτελεί μια ευτυχή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συγκυρία όπου ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, ο Τίτος Πατρίκιος, συναντά έναν νέο συνθέτη, τον Ανδρέα Κατσιγιάννη. Μια παρέα εκλεκτών ερμηνευτών, οι Γιάννης Κότσιρας, Γιώργος Περρής, Γιώργος Νταλάρας, Μίλτος Πασχαλίδης, Φοίβος Δεληβοριάς, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και Απόστολος Μόσιος, συμπληρώνουν αυτή την εξέχουσα συνάντηση, την τόσο ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη.

Ο Τίτος Πατρίκιος καλύπτει με τη ζωή και τη δημιουργία του ένα μεγάλο κομμάτι του 20ου αιώνα και συνεχίζει και τώρα στον 21ο να είναι ακμαίος και παραγωγικός. Γεννημένος Ιωάννης-Βαπτιστής το 1928, αποκτώντας στη συνέχεια το όνομα Βαπτιστής-Τίτος, μεγάλωσε μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια: οι νησιώτες γονείς του αλλά και οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας του ήταν ηθοποιοί. Είναι από τους ανθρώπους εκείνους που τα έχουν δει όλα και τα έχουν ζήσει όλα, έχουν βιώσει από πρώτο χέρι γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας. Αλλά και το μακρινό του παρελθόν έχει μεγάλη σημασία: όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό σημείωμα της Ελένης Αντωνιάδου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο-cd, ο Κεφαλλονίτης προπάππους του μετέφερε με το καράβι του εφόδια στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου. Στη συνέχεια η ζωή του σηματοδοτείται από αλλεπάλληλα γεγονότα που αφήνουν αναπόφευκτα το στίγμα τους. Αντίσταση, εξορίες, διωγμοί, ακραίες καταστάσεις (είχε καταδικαστεί σε θάνατο το 1944 από συνεργάτες των Γερμανών, με την εκτέλεσή του να ματαιώνεται την τελευταία στιγμή), έντονη πολιτική δραστηριότητα, αλλά και μια γεμάτη ζωή, κοινωνικά και δημιουργικά, διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να χρωματίζουν τον καμβά της ζωής του. Όλη αυτή η πλούσια εμπειρία, το παρελθόν, όλα όσα έζησε, περνούν άλλοτε πιο άμεσα και άλλοτε πιο φιλτραρισμένα στην ποίησή του.

Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, μουσικός με σημαντική προσωπική δισκογραφία και πολλές συμμετοχές, μελοποιεί εφτά ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, που καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονικό φάσμα, ενώ άλλα οχτώ τα απαγγέλλει ο ίδιος ο ποιητής με τον συνθέτη να αυτοσχεδιάζει στο πιάνο. Είτε πρόκειται για πολιτικό σχόλιο, είτε για ερωτική εξομολόγηση, είτε για αναδρομή στο παρελθόν, είτε για κοινωνικό προβληματισμό, το κάθε ποίημα και το κάθε τραγούδι προσθέτει κάτι ακόμα στη συνολική σύνθεση η οποία, όταν ολοκληρώνεται, φωτίζεται από όλα αυτά τα τόσο σημαντικά, αναπόσπαστα στοιχεία της και είναι σαν να συμπληρώνεται ένας χάρτης – ο χάρτης της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης νόησης.

Οι επτά ερμηνευτές που έχουν αναλάβει να καλύψουν το τραγουδιστικό μέρος δεν προέρχονται όλοι από τον ίδιο χώρο, ούτε ανήκουν και στην ίδια γενιά. Αυτή η διαφοροποίηση συμβάλλει στο να τονίζεται κάθε φορά και κάτι διαφορετικό μέσα από το εκάστοτε μελοποιημένο ποίημα. “Ένα ποίημα”, λέει ο Ρόμπερτ Φροστ, “ξεκινάει σαν ένας κόμπος στο λαιμό, μια αίσθηση ενοχής, μια νοσταλγία, μια ερωτική απουσία”. Έτσι λοιπόν κι εδώ φωτίζεται πότε μια πιο ευαίσθητη πλευρά (“Έφερες ξανά τις μπόρες / Του θαλασσινού φθινοπώρου / που ξέπλεναν την σκόνη / Από το πρόσωπό μου”, Γυναίκα, με τον Γιώργο Περρή), πότε μια πιο εξομολογητική (“Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου / Λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτώ”, Πρόφαση, με τον Μίλτο Πασχαλίδη), πότε μια πιο αισθαντική (“Υμνώ το πρόσωπο που η ομορφιά του σε θαμπώνει / Το πρόσωπο με τ’ ατίθασα μαλλιά του”, Υμνώ το σώμα, με τον Φοίβο Δεληβοριά). Κυριαρχεί η αίσθηση της αναπόλησης στο Τρεις Πόλεις (Γιάννης Κότσιρας): “Με γυναίκες σε τρεις πόλεις μίλησα με γλώσσες που ήξερα ή μάθαινα / Γυναίκες που έριχναν το φως τους / Την κάθε πόλη βύθιζαν στην ερημιά / Την κάθε πόλη σκοτεινή την έκαναν”. Σαν να είχε προβλέψει το μέλλον, σχολιάζει επίσης: “Δεν ξέρω μουσική, μονάχα να μιλώ” - και να που τα λόγια του τώρα βρήκαν τη μουσική. Η διάθεση γίνεται ελαφρώς σαρκαστική στις Συνεπαφές (Λαυρέντης Μαχαιρίτσας): “Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν άλλα πια ν’ αποκαλύψουν / Άπληστο κι έρημο προφασίζονται το σμίξιμο σωμάτων”. Όπως και στο Έρωτας και πολιτική (Απόστολος Μόσιος): “Η πιο δημοκρατική στιγμή / είναι του αμοιβαίου / ελάχιστα ετεροχρονισμένου οργασμού”. Στο γραμμένο στην εξορία Τέλος του καλοκαιριού (Γιώργος Νταλάρας) συνδέεται η αγωνία με τη νοσταλγία για τον άνθρωπο που έμεινε πίσω (“Δεν βλέπεις τον δρόμο που ξεκινάει πριν από μας / Που συνεχίζεται πέρα από μας / Ζούμε σε μια φωτιά που καίει και μέσα και έξω”). Η μεταμόρφωση των ποιημάτων του Τίτου Πατρίκιου σε τραγούδια από τον Ανδρέα Κατσιγιάννη είναι μοναδική. Οι εξαίσιες μουσικές αγκαλιάζουν τα υπέροχα ποιήματα λες και ήταν αυτός εξαρχής ο προορισμός και των δύο.

Ανάμεσα στα τραγούδια, οι δωρικές απαγγελίες του ποιητή συγκινούν με την αυθεντικότητα και την ειλικρίνειά τους – είναι σαν να παρακολουθείς έναν γονιό να παίρνει στην αγκαλιά του το παιδί του, με μιαν αγάπη απλή, απεριόριστη, πρωτογενή. Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου είναι υψηλή, αλλά γραμμένη με λόγια απλά, απόλυτα κατανοητά – γι’ αυτό άλλωστε είναι και τόσο προσιτή. Αυτή είναι μία από τις τόσο σημαντικές αρετές της. Στα κομμάτια αυτά, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης παίζει στο πιάνο αυθόρμητες, θαυμάσιες μελωδίες, συνοδεύοντας διακριτικά αλλά ιδανικά τον λόγο που άλλοτε σχολιάζει την μυθολογία και την ιστορική μνήμη (Η πύλη των λεόντων), άλλοτε τη σημασία της στιγμής, της μνήμης που μένει και συντηρείται (Υπόγειο τραίνο), την αληθινή ομορφιά που παραμένει στις αναμνήσεις όσο κι αν η επιφάνεια φθείρεται (Ρόδα αειθαλή), μια απλή αλλά τόσο ουσιαστική διαπίστωση (“Πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται / Το δύσκολο είναι ν’ αγαπάς”, Το δύσκολο), οικείες ή αναπάντεχες καλοκαιρινές εικόνες, με περιπαιχτική, ακόμα και αυτοσαρκαστική διάθεση (“Έτσι καθώς το πρόφτασα αυτό το καλοκαίρι / λέω να ελπίζω για προσεχή Χριστούγεννα / για κάποια επόμενη Πρωτοχρονιά - / άσε να δούμε και για παραπέρα”, Άλλο ένα καλοκαίρι), τη δυσκολία των αποχωρισμών κάθε είδους (Οδός Δερβενίων), τη ματαιότητα της ύπαρξης (Πολιορκημένος χρόνος), τις απώλειες και τις συνέπειές τους (“Πίσω απ’ την πλάτη μου / στέκεται ακοίμητος και μ’ ελέγχει / των πρώτων χρόνων μου ο εαυτός”, Οι μάρτυρες).

“Ζω όσο έχω και μια μέρα μέλλον. / Παίζω με κάποια δόση σιγουριάς / ακόμα και για μετά τον θάνατό μου.” Τα τόσο σημαντικά αυτά λόγια του Τίτου Πατρίκιου μοιάζουν να συνοψίζουν την πορεία της ζωής του. Βλέπω στο βιβλίο τη φωτογραφία του στην τρυφερή ηλικία των έξι χρόνων και αναρωτιέμαι αν αυτό το παιδί με τα φωτεινά χαμογελαστά μάτια μπορούσε να φανταστεί έστω και στο ελάχιστο την μετέπειτα εξέλιξή του. Η εικόνα αυτή τραβάει αμέσως το βλέμμα και αυτόματα θέτει σε μία εντελώς διαφορετική βάση το πώς θα αντιληφθεί κανείς την μελωδική αλληλουχία των ποιημάτων που ακολουθούν το ένα το άλλο, με το τραγούδι να διαδέχεται την απαγγελία σε έναν αρμονικό, λυρικό διάλογο. Έχω την αίσθηση πως αυτό το χαμογελαστό παιδί με την τόσο δυνατή παρουσία υπάρχει ακόμα μέσα στον ποιητή και είναι αυτό που τον παρακινεί συνεχώς να δημιουργεί, να ταξιδεύει, να ονειρεύεται.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάρτιο του 2019
https://diastixo.gr/allestexnes/mousiki/11853-patrikios-katsigiannis-xronos