28 August 2019

David Pastor & Alex Pastor: Οι τελευταίες μέρες

Οι τελευταίες μέρες της Γης

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ
(LOS ÚLTIMOS DÍAS / THE LAST DAYS, 2013)
Σενάριο και σκηνοθεσία: Νταβίντ Παστόρ & Άλεξ Παστόρ


Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές γιατί, σαν θεατές ή αναγνώστες, ελκυόμαστε τόσο πολύ από τις μετα-αποκαλυπτικές ιστορίες, και τι είναι αυτό που ωθεί τους δημιουργούς να καταπιάνονται με ανάλογα θέματα. Ίσως δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, ίσως δεν υπάρχει καν απάντηση, ίσως πάλι η αιτία να πηγαίνει πολύ βαθιά πίσω στους αιώνες, στην κοινή ιστορία που δένει αναπόφευκτα το ανθρώπινο είδος από τις πρώτες μέρες της ζωής του πάνω στη Γη. Όπως και η επιστημονική φαντασία, έτσι και το θέμα μιας γενικευμένης καταστροφής που οδηγεί στο τέλος του πολιτισμού όπως το ξέρουμε, γοητεύει και θα γοητεύει τους ανθρώπους παγκοσμίως – και δεν αναφέρω τυχαία αυτές τις δύο θεματικές: τόσο το άγνωστο σύμπαν όσο και η πιθανότητα μιας επανεκκίνησης από το μηδέν της ζωής πάνω στη Γη είναι ζητήματα που τρομάζουν και συναρπάζουν ταυτόχρονα.

Στην ισπανική ταινία “Οι τελευταίες μέρες”, η ιστορία ξεκινάει in medias res, με τον πρωταγωνιστή, τον Μαρκ, νεαρό προγραμματιστή σε μια μεγάλη εταιρεία της Βαρκελώνης, να σκάβει ένα υπόγειο τούνελ μαζί με άλλους ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, αγχωτική. Είναι προφανές ότι κάτι έχει συμβεί και ο μόνος τρόπος διαφυγής είναι αυτό το τούνελ που σκάβουν όλοι μαζί, σχεδόν με νύχια και με δόντια. Όταν επιτέλους καταφέρνουν να σπάσουν τον τοίχο, διαπιστώνουν με ενθουσιασμό ότι μόλις απέκτησαν πρόσβαση στο υπόγειο δίκτυο του μετρό, γιατί όπως φαίνεται μόνο υπογείως μπορούν να κινηθούν.


Παράλληλα μέσα από φλας μπακ, παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή του Μαρκ – τη συμβίωσή του με την αγαπημένη του Χούλια, τον τρόμο του μπροστά στο ενδεχόμενο απόκτησης ενός παιδιού που τον φέρνει σε αντιπαράθεση μαζί της, την ανήσυχη περιέργειά του απέναντι στην παράξενη συμπεριφορά ενός γείτονα που έχει μήνες να βγει από το διαμέρισμά του, την αγωνία του για την επαναλαμβανόμενη αποτυχία στη διόρθωση ενός σφάλματος στον κώδικα που προσπαθεί να συντάξει στη δουλειά του, τη συνάντησή του με τον Ενρίκε, τον επονομαζόμενο “Εξολοθρευτή”, έναν ειδικό στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, που έχει έρθει στην εταιρεία για να αποφασίσει ποιος πρέπει να παραμείνει και ποιος να απολυθεί.


Τα πάντα ανατρέπονται όταν αρχίζει και επιβεβαιώνεται μέσω της τηλεόρασης η φήμη ότι μια παράξενη πανδημία έχει ήδη αρχίσει να χτυπάει τον πληθυσμό της Γης με τη μορφή, αρχικά, μιας ιδιαίτερα σφοδρής κρίσης πανικού που κάνει τον εκάστοτε φορέα αυτού του αδιευκρίνιστου ιού να αναπτύσσει μια ακραία αγοραφοβία η οποία έχει σαν συνέπεια τον σχεδόν ακαριαίο θάνατό του με το που θα βρεθεί σε εξωτερικό χώρο. Καθώς τα κρούσματα του “Πανικού”, όπως βαφτίζεται η πανδημία, αρχίζουν να εκδηλώνονται στο κοντινό του περιβάλλον, ο Μαρκ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα προβλήματα της δουλειάς και τη ρήξη στη σχέση του με τη Χούλια ενώ παράλληλα ζει με το άγχος μην τυχόν ο “Εξολοθρευτής” αποφασίσει την απόλυσή του. Αναπάντεχα, ωστόσο, πέφτει και ο ίδιος θύμα του ιού ενώ βρίσκεται στην εταιρεία, και παγιδεύεται εκεί μαζί με άλλους συναδέλφους του αλλά και τον Ενρίκε, που είχαν την ίδια ατυχία.


Η αρχική αντιπάθεια ανάμεσα στον Μαρκ και τον Ενρίκε παραμερίζεται προσωρινά όταν αποφασίζουν να συνεργαστούν καθώς ο πρώτος έχει στη διάθεσή του έναν φακό και ο δεύτερος ένα GPS, απαραίτητα εξαρτήματα για να μπορέσουν μαζί να διασχίσουν το δαιδαλώδες υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο και να φτάσουν ο Μαρκ στο διαμέρισμά του για να βρει τη Χούλια και ο Ενρίκε σε κάποιον άλλον προορισμό για τον οποίο μιλάει αόριστα προς το παρόν. Ενώ από πάνω τους η Βαρκελώνη ερημώνει και διαλύεται και ο κόσμος, που έχει εγκλωβιστεί στα υπόγεια, στα διαμερίσματα και στα εμπορικά κέντρα, αγριεύει όλο και περισσότερο, η αναγκαστική συμπόρευση του Μαρκ και του Ενρίκε περνάει από σαράντα κύματα, ωστόσο, καθώς αναγκάζονται να αγωνιστούν για την επιβίωσή τους, μια πολύ δυνατή σχέση φιλίας αρχίζει να ανθίζει ανάμεσά τους.


“Οι τελευταίες μέρες” δεν είναι μια συνηθισμένη δυστοπική ταινία. Δεν έχει τέρατα, μεταλλαγμένους εχθρούς, όπλα μαζικής καταστροφής ή ατρόμητους πολεμιστές. Εδώ, η αιτία που προκαλεί την καταστροφή του πλανήτη είναι η ακραία μορφή μιας ανθρώπινης αντίδρασης που όμως αποκλείει κάθε παραγωγική ή δημιουργική δραστηριότητα και απαγορεύει την επαφή με τον έξω κόσμο. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να παραμείνουν κλεισμένοι μέσα, σε όποιο μέρος τους χτύπησε ο ιός ή στον κοντινότερο κλειστό χώρο που μπόρεσαν να εντοπίσουν. Είναι πλέον αναγκασμένοι να αντικρίζουν τον ήλιο μόνο μέσα από παράθυρα, αφού η άμεση έκθεση στο φως του είναι θανατηφόρα. Αυτό σημαίνει ότι το εξωτερικό περιβάλλον εγκαταλείπεται στην τύχη του και η πόλη παύει να υφίσταται με την οικεία της μορφή. Στους δρόμους της Βαρκελώνης περιφέρονται ελάφια ανάμεσα σε τρακαρισμένα ή παρατημένα αυτοκίνητα, αρκούδες κόβουν βόλτες μέσα σε εκκλησίες. Οι άνθρωποι χάνουν σταδιακά την συνείδησή τους και την συναίσθηση της υπόστασής τους και δεν διστάζουν να καταφύγουν στην ακραία βία προκειμένου να κρατήσουν για τον εαυτό τους προμήθειες, πολύτιμα εργαλεία ή καταφύγια που δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν με άλλους.


Η αρχοντική Βαρκελώνη μετατρέπεται σε ένα απέραντο νεκροταφείο έμψυχων όντων και άψυχων αντικειμένων, παραδομένη στα στοιχεία της φύσης και τις εναλλαγές των εποχών. Η πόλη που άλλοτε έσφυζε από ζωή είναι πια σαν ένα βομβαρδισμένο τοπίο όπου η ανθρώπινη ζωή παύει να έχει αξία. Πρώην φιλήσυχοι πολίτες οργανώνονται σε συμμορίες που ληστεύουν και λεηλατούν. Τα υλικά αγαθά δεν έχουν πια λόγο ύπαρξης, ενώ απλά αντικείμενα όπως ο φακός ή το GPS, τα οποία, στην συνηθισμένη καθημερινότητα, μπορεί να μην υπολογίζονται καν ή να θεωρούνται δεδομένα, γίνονται ξαφνικά εργαλεία ζωτικής σημασίας, που αξίζει ακόμα και να σκοτώσει κανείς για να τα διεκδικήσει.


Μέσα σ’ αυτές τις ασυνήθιστα επικίνδυνες συνθήκες, ο Μαρκ προσπαθεί να διατηρήσει την ανθρωπιά και την ψυχραιμία του απέναντι στις ακρότητες που συναντάει στο δύσκολο ταξίδι του. Ο Ενρίκε, από την άλλη, αποστασιοποιείται σταδιακά από τον ρόλο του ψυχρού “Εξολοθρευτή” και αφήνει να βγει στην επιφάνεια ο αληθινός, καλός εαυτός του. Οι δυο τους ανακαλύπτουν στην πορεία ότι όχι μόνο μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να δολοφονήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά και ότι η σχέση τους εξελίσσεται ολοένα και προς το καλύτερο, σαν μια σύνδεση πατέρα – γιου ή μεγαλύτερου – μικρότερου αδερφού, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον άτυπο εμφύλιο που φουντώνει καθημερινά γύρω τους.


Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές μετα-αποκαλυπτικές ταινίες, έτσι και στις “Τελευταίες μέρες” ο ψυχολογικός τρόμος υπερισχύει, αν και δεν λείπουν ορισμένες πραγματικά αξέχαστες σκηνές δράσης και αγωνίας. Η ταινία είναι εξαιρετικά κινηματογραφημένη, με έμφαση στα μουντά χρώματα που θυμίζουν ξεβαμμένες φωτογραφίες. Το υποβλητικό της κλίμα ενισχύεται από τις καθηλωτικές εικόνες της κατεστραμμένης Βαρκελώνης και από τη συναισθηματική ένταση των δύο πρωταγωνιστών, τον νεαρό Κιμ Γκουτιέρεθ και τον βετεράνο Χοσέ Κορονάδο, που έχουν απίστευτη χημεία μεταξύ τους. Οι σκηνές στο υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο, πνιγμένες στο σκοτάδι, αναδίδουν έναν εφιαλτικό αέρα αβεβαιότητας που δεν είναι μια απλή, γενική αίσθηση αλλά οφείλεται στις εχθρικές διαθέσεις άλλων εγκλωβισμένων που καραδοκούν με τα όπλα στα χέρια.


Πέρα από τα δευτερεύοντα θέματα που θίγονται με τρόπο αλληγορικό στην ταινία, όπως είναι η οικολογική καταστροφή που ο ίδιος ο άνθρωπος προκαλεί συνεχώς στο περιβάλλον με ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες επανόρθωσης ή η έλλειψη επικοινωνίας, η ιστορία εστιάζει κυρίως και με τρόπο ιδιαίτερα συγκινητικό στις ανθρώπινες σχέσεις, τη δύναμη της φιλίας και της αγάπης. Ο Μαρκ και ο Ενρίκε καταφέρνουν να μην αλλοτριωθούν, και το ίδιο διαπιστώνουμε αργότερα και για τη Χούλια. Κάπου μέσα στην καταστροφή, ανθίζει δειλά η ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να ξαναφτιαχτεί από την αρχή. Με μεγάλο κόστος βέβαια, και αργούς ρυθμούς, αλλά τελικά δεν χάθηκαν όλα. Με τα τελευταία συγκινητικά πλάνα αντιλαμβανόμαστε ότι, καθώς αγωνιζόμαστε για το παρόν, πάντα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας στραμμένα στο μέλλον, γιατί εκεί κρύβεται το κλειδί για την αναγέννησή μας.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Αύγουστο του 2019
https://www.fractalart.gr/oi-teleytaies-meres-tis-gis/