1 July 2019

John Connolly: Στο Λευκό Δρόμο

Ο Τζον Κόνολι κατέχει μια ξεχωριστή θέση στον χώρο της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, και όχι άδικα. Οι ιστορίες του είναι άρτιες, αριστοτεχνικά δομημένες, με δυνατούς χαρακτήρες και σφιχτοδεμένη πλοκή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος. Κατέχει επίσης μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές των αναγνωστών που αγαπούν (και) τα αστυνομικά μυθιστορήματα -  και πάλι όχι άδικα: η γραφή του είναι γοητευτική, με μια διάχυτη διακριτική ποιητικότητα και έχει τη σχεδόν μαγική ικανότητα να σε βάζει έντεχνα μέσα στον μύθο, κάνοντάς σε να συμπάσχεις με τους καλούς ήρωές του μ’ έναν τρόπο απόλυτα φυσικό, αποζητώντας τη δικαίωση μαζί τους.

Η πολυπρόσωπη, πολυεπίπεδη και λαβυρινθώδης ιστορία που διαδραματίζεται στον “Λευκό Δρόμο” αποτελεί την τέταρτη περιπέτεια της σειράς του Τζον Κόνολι με ήρωα τον βασανισμένο ντετέκτιβ Τσάρλι Πάρκερ. Συναντάμε κι εδώ, εκτός από τον κεντρικό αυτόν πρωταγωνιστή, τους τρεις χαρακτήρες που είναι, ανεπίσημα, η ομάδα του: τη σύντροφό του Ρέιτσελ – την βρίσκουμε τώρα έγκυο στο παιδί του – και τους δύο περιθωριακούς βοηθούς και φίλους του, τον πρώην επαγγελματία εκτελεστή Λούις και τον Έιντζελ, που ήταν κλέφτης. Τρία πρόσωπα που έχουν πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς είναι οι πιο στενοί φίλοι του Τσάρλι και ο ρόλος τους σε κάθε ιστορία, είτε μικρότερος είτε μεγαλύτερος, είναι σημαντικός.

Το βασικό αστυνομικό μυστήριο στρέφεται γύρω από τη δολοφονία της Μάριαν Λαρούς, μιας πλούσιας λευκής κοπέλας από ισχυρή οικογένεια, που αποδίδεται στον Έιτις Τζόουνς, τον μαύρο εραστή της από κατώτερη κοινωνική τάξη. Ωστόσο αυτή είναι μονάχα η απόληξη μιας περίπλοκης ιστορίας που οι ρίζες της πάνε πίσω στο παρελθόν και απλώνονται σε έκταση πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο φαίνεται αρχικά, επηρεάζοντας μοιραία ζωές και καταστάσεις. Κρυμμένα μυστικά έρχονται στην επιφάνεια, μυστήρια του παρελθόντος αποκαλύπτονται αναπάντεχα. Άλλωστε όπως διαπιστώνει (όχι και τόσο) σιβυλλικά ο Τσάρλι κάποια στιγμή: “Δεν είμαστε παγιδευμένοι μόνο στη δική μας ιστορία, αλλά και στην ιστορία όσων επιλέγουμε να μοιραστούν τη ζωή μαζί μας” (σ. 107). Μια φράση που δίνει απόλυτα το στίγμα της υπόθεσης και είναι σκόπιμο να την έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας καθώς τη βρίσκουμε μπροστά μας σε πολλές διαφορετικές εκφάνσεις. Γιατί στον απόηχο από το “Φονικό Είδος”, το συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ που είχε προηγηθεί και του οποίου ο εφιαλτικός κόσμος είχε θέσει σε δοκιμασία τα όρια της αντοχής του ευφυέστατου αλλά συναισθηματικά τσακισμένου ήρωα, αυτή εδώ η περιπέτεια μετατοπίζει μεν τη δράση σε έναν άλλο χώρο αρχικά, ωστόσο είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσουν να βγαίνουν σιγά – σιγά στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες που σχετίζονται άρρηκτα με το παρελθόν και το επαναφέρουν, όσο κι αν επιθυμούν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους να το ξεχάσουν. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα θύματα και τους θύτες των εγκληματικών πράξεων, αλλά και με τον ίδιο τον Τσάρλι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το μότο που έχει επιλέξει ο Κόνολι για το πρώτο μέρος του βιβλίου, το απόσπασμα από την ενότητα “Τι είπε ο κεραυνός” της “Έρημης Χώρας” του Έλιοτ (“Ποιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα στο πλάι σου; […] όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο / Υπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο πλάι σου [...]”), ένα κομμάτι που ταιριάζει απόλυτα στον Τσάρλι και την ικανότητά του – ευχή και κατάρα – να αντιλαμβάνεται γύρω του την φασματική παρουσία νεκρών ανθρώπων.

Για μια ακόμη φορά, το μεταφυσικό στοιχείο μπλέκεται με το ρεαλιστικό, με τα όρια να είναι, τις περισσότερες φορές, δυσδιάκριτα. Ο Τσάρλι βλέπει μπροστά του πράγματα που, είτε εν μέρει είτε συνολικά, είναι ανεξήγητα για τον κοινό νου. Πρόκειται για οράματα, για διαστρεβλωμένες εκδοχές της πραγματικότητας, για παραισθήσεις ενός ανθρώπου ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει ακόμα βγει από την περίοδο του πένθους και υποσυνείδητα αναζητά τρόπους για να επικοινωνήσει με τα αγαπημένα του πρόσωπα που έχουν χαθεί, ή μήπως ο άυλος κόσμος είναι πάντα εδώ, απλώς ορισμένοι μόνο έχουν το χάρισμα να τον βλέπουν και να επικοινωνούν μαζί του; Ένα πολύ αβανταδόρικο μοτίβο που επανέρχεται στις ιστορίες του Τσάρλι και ο Κόνολι εσκεμμένα το αφήνει κάπως αόριστο, ώστε να μην είναι ξεκάθαρο, μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον, τι ακριβώς συμβαίνει. Ο Τσάρλι ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στους δύο κόσμους, των ζωντανών και των νεκρών, και η κάθε περιπέτεια είναι γι’ αυτόν και μία κάθοδος στην Κόλαση, όχι μόνο επειδή οι κακοί αντιπροσωπεύουν το δαιμονικό στοιχείο, αλλά και επειδή κάποιες ψυχές περιμένουν απ’ αυτόν την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Ο Τσάρλι ενεργεί σαν ένας άγγελος – τιμωρός, αλλά ως εκπρόσωπος του καλού αναπόφευκτα δημιουργεί πολλούς εχθρούς. Η σατανική πλευρά των ανθρώπων ξεπερνάει κατά πολύ τους υπαρκτούς ή μη δαίμονες του Κάτω Κόσμου, αφού οι άνθρωποι κάνουν κακό συνειδητά, υπολογίζουν και προετοιμάζουν λεπτομερώς πράξεις εκδικητικές. Αυτό είναι κάτι που ο Τσάρλι το ξέρει πολύ καλά ήδη, και το βιώνει και πάλι σ’ αυτή την περιπέτεια. Καταδιώκεται ύπουλα από έναν ορκισμένο εχθρό του, ο οποίος φαίνεται να κινεί τα νήματα και του οποίου η δίψα για εκδίκηση είναι τόσο μεγάλη που κανένας νόμος, κανένας περιορισμός δεν μπορεί να τον κρατήσει μακριά από τα δυνητικά θύματά του.

Στο μυθιστόρημά του αυτό, ο Κόνολι ξεδιπλώνει επιδέξια πολλές ιστορίες και φέρνει στο προσκήνιο πολλά πρόσωπα, που συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους τρόπους που δεν είναι πάντα εμφανείς, υπενθυμίζοντάς μας συνεχώς ότι οι πράξεις μας επηρεάζουν αλυσιδωτά άλλα άτομα. Καμία πράξη δεν είναι χωρίς συνέπειες, και το κακό κάποια στιγμή αποκαλύπτεται. Μπορεί όμως να νικηθεί εντελώς; Και πόσο θεμιτό είναι να πολεμάς το κακό με αντίκακο; Είναι ερωτήματα που ουσιαστικά δεν έχουν απάντηση. Ανά πάσα στιγμή, μέσα στη φαινομενική ηρεμία, μπορεί να έρθει η καταστροφή, που συνήθως είναι πέρα από τον έλεγχό μας. “Ήταν ένας κόσμος ζωγραφισμένος σε γυαλί, ένας κόσμος που περίμενε να θρυμματιστεί από αόρατες δυνάμεις” (σ. 39). Όπως το φτεροκόπημα μιας πεταλούδας, που μπορεί να προκαλέσει έναν ανεμοστρόβιλο.

Με το γνωστό ελκυστικό του ύφος, ο Κόνολι αναπτύσσει τον κύριο όγκο της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, από την πλευρά του Τσάρλι, εντάσσοντας κάποια κομμάτια σε τρίτο, όλο το βιβλίο ωστόσο χαρακτηρίζεται από μια έντονη, υποβλητική ατμόσφαιρα, χωρίς να λείπει το χιούμορ σε μικρές, καλομελετημένες δόσεις, ενώ συγκεκριμένες σκηνές προς το τέλος διαθέτουν εξαιρετική δύναμη και καλό είναι να τους δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Όπως και στο “Φονικό Είδος”, έτσι κι εδώ κάνει πολλές και συχνές αναφορές σε έντομα, αρθρόποδα και ερπετά, πλάσματα με πολυσήμαντη αλληγορική και μυθολογική σημασία, αγαπημένα σύμβολα του Κόνολι. Ξεκινώντας από τον τίτλο, κυριαρχούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο και, κατ’ επέκταση, το σκοτάδι και το φως, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει πάντα ότι το σκοτάδι αντιπροσωπεύει το κακό και το φως το καλό. Οι οραματικές σκηνές του Τσάρλι είναι καθηλωτικές, ενώ υπάρχουν ορισμένα κομμάτια δοσμένα τόσο συγκινησιακά που δύσκολα φεύγουν απ’ το μυαλό.

Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση, και η πολύ καλή μετάφραση είναι της Παλμύρας Ισμυρίδου.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Ιούλιο του 2019