19 May 2019

Georges Rodenbach: Μπρυζ, η νεκρή

Έτσι φασματικά όπως ξεπροβάλλει στο εξώφυλλο η εικόνα του Φερνάν Νοπφ – τόσο ανεπαίσθητα που μπορεί και να μην την δεις – με ανάλογο τρόπο στοιχειώνει και τον Υγκ Βιαν, τον μελαγχολικό ήρωα της νουβέλας του Βέλγου συμβολιστή Ζορζ Ρόντενμπαχ (1855 – 1898) Μπρυζ, η νεκρή, η αγγελική του αγαπημένη. Το σχέδιο του Νοπφ, φτιαγμένο για την έκδοση του 1892, αναπαριστά την νεκρή κοπέλα με τα πλούσια, ξανθά μαλλιά, ανάμεσα σε ανθισμένα λίλιουμ, με την Μπρυζ στο φόντο, και περικλείει στην εικόνα αυτή την πεμπτουσία του κειμένου: “Η Μπρυζ ήταν η νεκρή του. Η νεκρή του ήταν η Μπρυζ.”

Ο Υγκ Βιαν μένει αναπάντεχα χήρος και εγκαθίσταται στην Μπρυζ. Η βελγική πόλη, άλλοτε σημαντικό κέντρο εμπορίου και καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχει ήδη παρακμάσει από χρόνια και θεωρείται μια πόλη νεκρή. Από μια εσωτερική ανάγκη, ίσως και επηρεασμένος από τις αλλόκοτες σκέψεις που φέρνει καμιά φορά η επίπονη διαδικασία του πένθους, ο Υγκ αποφασίζει ότι στην αγαπημένη του γυναίκα αντιστοιχεί η Μπρυζ. Ζώντας στην πόλη αυτή, βιώνει το πένθος του απόλυτα και καθώς έχει ταυτίσει την γυναίκα του με την πόλη, είναι σαν να ζει μέσα στην ανάμνησή της. Βρίσκεται σε μια κατάσταση ιδιότυπης εντροπίας που τον κρατάει κλεισμένο στον εαυτό του – υπάρχει όμως ένα μεγάλο παράδοξο εδώ: αυτό που τον κάνει να μελαγχολεί είναι αυτό ακριβώς που τον κρατάει ζωντανό. Από τη μια περιμένει στωικά να έρθει η στιγμή που θα ξαναβρεί τη γυναίκα του στην άλλη ζωή, από την άλλη η ανάμνησή της, όσο κι αν τον πονάει, πυροδοτεί την κάθε του μέρα.

Αν ο νεαρός Βέρθερος δεν είχε παραδοθεί στην απελπισία που τον έκανε να βάλει τέλος στη ζωή του στην περίφημη νουβέλα του Γκαίτε, θα μπορούσε να είναι ο Υγκ σε μεγαλύτερη ηλικία: ένας ώριμος άνθρωπος που υπήρξε στην πρώτη του νιότη ρομαντικός και ερωτεύτηκε βαθιά και με πάθος. Ο Βέρθερος θρηνούσε για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Καρλότα, κι αυτό από ένα σημείο και πέρα έφτασε να καθορίζει όλη του την ύπαρξη. Σε μια αναλογία, λοιπόν, ο Υγκ θρηνεί για την αγαπημένη του, για έναν έρωτα που μπορεί μεν να εκπληρώθηκε και να κατέληξε σε έναν ευτυχισμένο γάμο, έπεσε ωστόσο θύμα των δυνάμεων της φύσης που καταδίκασαν σε ανίατη ασθένεια, και στη συνέχεια στο θάνατο, την αγαπημένη του γυναίκα.

Αδυνατώντας (και μη θέλοντας, στην ουσία) να ξεχάσει, ο Υγκ είχε πάει για τελευταία φορά στο νεκροκρέβατό της και έκοψε την πλεξούδα της για να τη φυλάξει σαν κειμήλιο, σαν ιερό φυλαχτό μέσα σε μια γυάλινη θήκη, σε μια περίοπτη θέση του σπιτιού. Η πλεξούδα είναι η ψυχή της νεκρής. Του υπενθυμίζει την ανάμνησή της και – εδώ μπαίνει και το στοιχείο του θρίλερ – τον παρακολουθεί με ακαθόριστο τρόπο σαν άγρυπνος φρουρός. Ο Υγκ αρχίζει και περιπλανιέται στην πόλη, παρατηρώντας τους δρόμους, τα κτίρια, την προκυμαία. Η τύχη – ή μήπως η μοίρα; - φέρνει στο δρόμο του την Τζέιν, μια νεαρή κοπέλα που μοιάζει εκπληκτικά με την γυναίκα του. Την πλησιάζει και αρχίζει να τη συναναστρέφεται, πρώτα φιλικά και στη συνέχεια ερωτικά, χωρίς ποτέ να της αποκαλύψει τι ήταν αυτό που τον τράβηξε κοντά της. Κάποιες στιγμές πιστεύει ότι είναι στ’ αλήθεια η γυναίκα του που βγαίνει από τον τάφο για να κάνει τον περίπατό της και να ξαναγυρίσει. Μια πλάνη, μια αυταπάτη που ο Υγκ εύχεται να κρατήσει για πάντα. Αυτό που κάνει, ωστόσο, είναι να προσπαθεί να διασώσει την εικόνα της νεκρής μέσα από έναν ραγισμένο καθρέφτη που είναι έτοιμος να θρυμματιστεί.

Αρχετυπικό έργο του συμβολιστικού κινήματος, το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες, η νουβέλα Μπρυζ, η νεκρή του Ζορζ Ρόντενμπαχ ήταν εξαιρετικά μοντέρνα για την εποχή της, με έναν ιδιάζοντα τρόπο καινοτόμος και τολμηρή. Στην πρώτη έκδοση του 1892, το κείμενο συνοδευόταν από 35 φωτογραφίες της Μπρυζ – κάτι που μπορεί μεν τώρα να εκτιμάται σαν ένα ριζοσπαστικό και πρωτότυπο στοιχείο, εκείνη την εποχή όμως δεν το είδαν με καλό μάτι. Η ένταξη των εικόνων είχε εκληφθεί τότε σαν συγγραφική αδυναμία: θεωρήθηκε ότι ο Ρόντενμπαχ δεν είχε εμπιστοσύνη στην περιγραφική του δεινότητα και κατέφυγε στην εύκολη λύση της εικόνας. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει, καθώς  οι περιγραφές είναι εκπληκτικής ομορφιάς και ιδιαίτερα παραστατικές – ο Ρόντενμπαχ είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια, καθώς και την πρώτη του νιότη, στη Φλαμανδία και οι αναμνήσεις του από τις περιοχές αυτές ήταν εικόνες ειδυλλιακές που είχαν μείνει αναλλοίωτες στη μνήμη του. Από την άλλη οι φωτογραφίες απλώς έθεταν το σκηνικό, αφήνοντας ελεύθερο τον αναγνώστη να δώσει μορφή, με το μυαλό του, στους χαρακτήρες, ακολουθώντας τη δράση. Στην ιδέα της νουβέλας βασίστηκε το πολύ μεταγενέστερο αστυνομικό μυθιστόρημα των Μπουαλό – Ναρσεζάκ Ανάμεσα στους νεκρούς (1954), το οποίο στη συνέχεια μετέφερε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στον κινηματογράφο με την ταινία Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου, 1958).

Πένθιμο κλίμα, γοτθική ατμόσφαιρα, μεταφυσικό μυστήριο, απρόσμενες τροπές, συνθέτουν την ολιγοπρόσωπη ιστορία. Τυπικά οι ήρωες είναι τρεις: ο Υγκ, η Τζέιν και η Μπαρμπ, η ηλικιωμένη υπηρέτρια του Υγκ. Κυριαρχεί ωστόσο το αόρατο τέταρτο πρόσωπο, η νεκρή, που έχει διττή παρουσία: είναι πανταχού παρούσα ακόμα και με την απουσία της, σαν ισχυρή ανάμνηση, και ταυτόχρονα η άυλη παρουσία της αποκτά μορφή στην Μπρυζ, την πόλη, η οποία επίσης πρωταγωνιστεί. Και υπάρχει και ένα αντικείμενο – κλειδί, που λειτουργεί σαν το λεγόμενο “όπλο του Τσέχωφ”: κάτι που εμφανίζεται αρχικά στην πλοκή για να παίξει καθοριστικό ρόλο αργότερα.

Ο Ρόντενμπαχ αξιοποιεί στο έπακρο το υποβλητικό, γοητευτικό σκηνικό της Μπρυζ, χρησιμοποιώντας την και σαν περιβάλλον δράσης αλλά και σαν σύμβολο: είναι το βασικό σύμβολο που εμπεριέχει τον μύθο. Ο μύθος εξελίσσεται σε απόλυτη συνάρτηση με το σύμβολο, ενώ μέσα στον μύθο εντάσσονται και άλλα επιμέρους σύμβολα. Το ρεαλιστικό στοιχείο αφορά την εξέλιξη της ιστορίας, όμως καθορίζεται και κατευθύνεται συνεχώς από το κυριαρχικό σύμβολο: την πόλη που περιβάλλει τον ήρωα. Η Μπρυζ είναι η νεκρή. Όμως και ο Υγκ ταυτίζεται κατά διαστήματα με τη Μπρυζ, καθώς είναι ψυχικά νεκρός και περιμένει να πεθάνει και το σώμα του για να ξανασμίξει με τη γυναίκα του. Ήδη, ωστόσο, η νεκρή γυναίκα και ο Υγκ ενώνονται και, επακολούθως, ταυτίζονται μέσω του κοινού συμβόλου: της πόλης. Η Μπρυζ παίρνει τα χαρακτηριστικά της νεκρής και ο Υγκ παίρνει τα χαρακτηριστικά της Μπρυζ. Από τη στιγμή που εισβάλλει στην ιστορία η Τζέιν, είναι σαν να συναγωνίζεται την πόλη για τον Υγκ. Η Τζέιν ζει στην Μπρυζ, έστω και περιστασιακά, αλλά δεν ταυτίζεται ποτέ μαζί της, παρά την εμφανή ομοιότητά της με τη νεκρή.

Εκτός από ψυχογραφία των χαρακτήρων, ο Ρόντενμπαχ κάνει και μια ψυχογραφία της πόλης. Η Μπρυζ έχει, όπως κάθε πόλη, τη δική της ζωή. Από ένα σημείο και πέρα, φαίνεται να κατευθύνει τον Υγκ –  λόγω της επιβλητικής της παρουσίας και λόγω της ταύτισής της με την νεκρή – και να καθορίζει, κατά κάποιον τρόπο, τις σκέψεις αλλά και τις πράξεις του. Κυριαρχεί το γκρίζο χρώμα, “ο ήχος από τις καμπάνες δίνει την εντύπωση ότι είναι μαύρος.” Η Μπρυζ εκφράζει απόλυτα το πένθος του Υγκ με μια ανατριχιαστική ακρίβεια. Πού παύει να υφίσταται το ρεαλιστικό στοιχείο και πού παίρνει τα ηνία το μεταφυσικό, δεν είναι απόλυτα σαφές. Άλλωστε και ο ίδιος ο Υγκ, ζώντας κυριολεκτικά μέσα στις αναμνήσεις, δεν έχει και τόσο ξεκάθαρη εικόνα του κόσμου που κινείται γύρω του. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, ωστόσο, δεν θα είναι και τόσο ανώδυνη.

Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μια εξαιρετική εισαγωγή της Ιωάννας Αβραμίδου, που υπογράφει και την ωραία μετάφραση, δύο ποιήματα για την Μπρυζ, ένα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ένα του Στέφαν Τσβάιχ, αντί για επίμετρο και επιλεγμένες φωτογραφίες από την πρωτότυπη έκδοση.


Δημοσιεύτηκε στο DIASTIXO τον Μάιο του 2019
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12177-rodenbach-mpryz-nekri