11 April 2018

George A. Romero: Η νύχτα των ζωντανών νεκρών

Έρχονται να σε πιάσουν!



Αρχετυπική ταινία τρόμου, σημείο αναφοράς για όλη σχεδόν τη μεταγενέστερή της κινηματογραφική παραγωγή με παρόμοια θεματολογία, η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Α. Ρομέρο δεν είναι η πρώτη ταινία που γυρίστηκε με θέμα τους νεκροζώντανους (κοινώς: ζόμπι), εξακολουθεί όμως να είναι η καλύτερη. Γυρισμένη το 1968, με ασπρόμαυρο φιλμ και ελάχιστο προϋπολογισμό, καταφέρνει με την απλότητα των μέσων και την αμεσότητα των πλάνων να μεταδώσει ένα εφιαλτικό κλίμα αγωνίας και απομόνωσης που ακόμα και σήμερα σπάνια συναντά κανείς σε ταινίες του είδους,

Με σκηνικό τη φαινομενικά ειδυλλιακή εξοχή της Πενσιλβάνια, η ιστορία ξεκινάει με τους δύο αρχικούς πρωταγωνιστές, τον Τζόνι και την Μπάρμπρα Μπλερ (Ράσελ Στράινερ και Τζούντιθ Ο’Ντι), να κατευθύνονται με το αυτοκίνητό τους προς το κοιμητήριο της περιοχής. Είναι κάτι που κάνουν κάθε χρόνο την ίδια μέρα, αφού εκεί είναι θαμμένος ο πατέρας τους. Ενώ είναι μόνοι τους στο νεκροταφείο, και ο Τζόνι πειράζει κάπως κακόγουστα την Μπάρμπρα εκμεταλλευόμενος τη φοβία της για τον συγκεκριμένο χώρο («Έρχονται να σε πιάσουν!» της λέει περιπαικτικά, επαναλαμβάνοντας ένα «αστείο» από τα παιδικά τους χρόνια), ένας πανύψηλος άντρας που, από μακριά, φαινόταν απλώς να περπατάει αδιάφορα, επιτίθεται στην Μπάρμπρα και ο αδερφός της, στην προσπάθειά του να τη σώσει, τραυματίζεται θανάσιμα.

Σύντομα η Μπάρμπρα διαπιστώνει ότι ο άντρας αυτός βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση – έχει επάνω του διάφορα χαρακτηριστικά που δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν είναι ακριβώς ζωντανός – και φεύγει πανικόβλητη από το νεκροταφείο. Βρίσκει καταφύγιο σε ένα κοντινό έρημο αγροτόσπιτο, όπου την καταδιώκει ο νεκροζώντανος από το νεκροταφείο – και όχι μόνο – αλλά για καλή της τύχη σύντομα καταφεύγει εκεί και ο Μπεν (Ντουέιν Τζόουνς), τον οποίο επίσης καταδιώκουν νεκροζώντανοι αλλά έχει καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του και έχει ήδη αρχίσει να μηχανεύεται διάφορους τρόπους για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Λίγο αργότερα, ανακαλύπτουν ότι στο κελάρι του σπιτιού είναι κρυμμένοι ο Χάρι και η Έλεν Κούπερ (Καρλ Χάρντμαν και Μέριλιν Ίστμαν) μαζί με την κόρη τους Κάρεν (Κίρα Σον), η οποία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση γιατί ένα ζόμπι της επιτέθηκε και τη δάγκωσε πριν μπουν στο σπίτι. Σύντομα στο αγροτόσπιτο βρίσκει καταφύγιο και ένα νεαρό ζευγάρι, ο Τομ και η Τζούντι (Κιθ Ουέιν και Τζούντιθ Ρίντλεϊ).

Κι ενώ η ενημέρωση από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι ελλιπής και κανένας αρμόδιος δε φαίνεται να ξέρει – ή να είναι διατεθειμένος να πει – τι είναι αυτό που κάνει ξαφνικά τους πεθαμένους να ζωντανεύουν ως αιμοβόρα ζόμπι και να επιτίθενται στους ζωντανούς, αυτή η ετερόκλητη ομάδα άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων θα κληθεί να συνεργαστεί κάτω από εξαιρετικά αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες μέσα στο αγροτόσπιτο, ενώ η κατάσταση γύρω τους γίνεται ολοένα και πιο έκρυθμη και ανεξέλεγκτη κάθε ώρα που περνάει. Ο λογικός και ψύχραιμος Μπεν προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, ενώ ο οξύθυμος Χάρι άθελά του υπονομεύει την ασφάλεια όλων με την επίμονη άρνησή του να συνεργαστεί για το κοινό καλό. Ο Τομ και η Τζούντι, θαρραλέοι και καλοπροαίρετοι, είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν για ό,τι τους ζητηθεί, ενώ η Μπάρμπρα, ανίκανη να διαχειριστεί όλες αυτές τις απανωτές και πρωτόγνωρες σοκαριστικές εμπειρίες, βυθίζεται σιγά σιγά στην κατάθλιψη και την κατατονία.

Με έμφαση περισσότερο στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τις αντιδράσεις των ηρώων – χωρίς βέβαια να λείπουν και ορισμένες ιδιαίτερα ανατριχιαστικές σκηνές – η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς και με τη δράση να μεταφέρεται σταδιακά από τον έναν (τη Μπάρμπρα) στους πολλούς (όλη την υπόλοιπη ομάδα). Αντλώντας την έμπνευσή του κυρίως από το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον «I Am Legend» (1954), που είχε σαν θέμα του έναν άντρα που μένει μόνος του πάνω στη γη ενώ όλοι οι υπόλοιποι γύρω του έχουν γίνει βρικόλακες, o Ρομέρο επιστρατεύει τα ζόμπι (αν και ποτέ δεν ονοματίζονται στην ταινία) και επάνω τους στηρίζει το στοιχείο του τρόμου. Ούτε καν η παρουσία τους – η αίσθηση και μόνο ότι βρίσκονται εκεί έξω, ότι πλησιάζουν το αγροτόσπιτο, ότι τίποτα δεν είναι ικανό να τα σταματήσει, φτάνει για να τρομοκρατήσει τους ταμπουρωμένους επιζήσαντες οι οποίοι άλλοτε πράττουν έξυπνα και αποτελεσματικά και άλλοτε παίρνουν λάθος αποφάσεις που μπορεί και να στοιχίσουν ακριβά. Κάποιοι, όπως ο Μπεν ή ο Τομ, δεν καταλαμβάνονται από πανικό και είναι συνεχώς σε εγρήγορση, κοιτώντας πώς το σχέδιο που προκύπτει κάθε φορά θα ωφελήσει όλη την ομάδα. Άλλοι, όπως ο Χάρι, βλέπουν μόνο το συμφέρον τους – ή αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι τους εξυπηρετεί – αδιαφορώντας και για τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στους άλλους αλλά και, μακροπρόθεσμα, στον εαυτό τους. Κάτι, που φυσικά, επεκτείνεται και γενικότερα μέσα στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο και εννοείται ότι ισχύει και για καταστάσεις λιγότερο δραματικές.

Είναι πολλά τα μηνύματα που μπορεί να «διαβάσει» κανείς πίσω από την βασική πλοκή: πολιτικά σχόλια, κοινωνικές αιχμές, ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα των μέσων ενημέρωσης, η αξιοπιστία ή μη των κυβερνήσεων παγκοσμίως, ακόμα και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Κυρίως όμως η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» είναι μια ιστορία επιβίωσης που, μέσα από τα καθαρόαιμα στοιχεία του τρόμου και της φαντασίας, ερευνά τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και ανοχής, της ετοιμότητας απέναντι σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, της αμφίβολης σταθερότητας των διαπροσωπικών και οικογενειακών σχέσεων.

Αυτοί οι εφτά άγνωστοι άνθρωποι, που κυριολεκτικά από τη μια στιγμή στην άλλη είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται ολοσχερώς, αναγκάζονται να συμβιώσουν σε έναν περιορισμένο χώρο κάτω από εξαιρετικά αγχωτικές συνθήκες. Κλειδαμπαρώνονται στο αγροτόσπιτο θεωρώντας ότι έχουν κρατήσει απ’ έξω το κακό, ωστόσο δεν θα αργήσουν να ανακαλύψουν ότι το ίδιο κακό καραδοκεί μέσα στα φαινομενικά ασφαλή όριά τους, και έχει πάνω από μία μορφές. Από τη μια είναι το κυριολεκτικό, προφανές κακό, το οποίο εκφράζεται μέσα από την κόρη του Χάρι Κούπερ που γίνεται ζόμπι στο κελάρι, αλλά από την άλλη είναι και το ύπουλο, καλυμμένο κακό που, σε κανονικές συνθήκες, θα μπορούσε να είναι και ανώδυνο: το υπερτονισμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης του Χάρι θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων ενώ τελικά δεν καταφέρνει να σώσει ούτε τον ίδιο. Παράλληλα, η ολοκληρωτική έλλειψη συμμετοχής της Μπάρμπρα στον αγώνα για επιβίωση την καθιστά τον πιο εύκολο στόχο όταν θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον χειρότερο εφιάλτη της. Η ζοφερή κατάληξη της ιστορίας είναι αναπόφευκτη, ενώ για τον Μπεν επιφυλάσσεται και η πλέον τραγική ειρωνεία.

Ο Τζορτζ Α. Ρομέρο, που έφυγε από τη ζωή το 2017, δικαιολογημένα θεωρείται ο εμπνευστής της έννοιας του «ζόμπι» με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που αυτό πήρε στη σύγχρονη καλλιτεχνική έκφραση σε όλους τους τομείς. Η σειρά κόμικς «The Walking Dead», στην οποία βασίζεται η ομώνυμη και ιδιαίτερα δημοφιλής τηλεοπτική σειρά, έχει την πνευματική της απαρχή στην «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», ενώ τα κλασικά πλέον βιντεοπαιχνίδια της σειράς «Biohazard / Resident Evil» είναι κυριολεκτικά στοιχειωμένα από αναφορές στην εμβληματική ταινία του Ρομέρο – για να αναφέρω δύο μόνο από τα εκατοντάδες ανάλογα παραδείγματα.

Ο πολύ χαμηλός προϋπολογισμός της ταινίας και τα περιορισμένα μέσα της εποχής, δεν επέτρεπαν τη δημιουργία εντυπωσιακών εφέ, κάτι που, παρ’ όλα αυτά, δεν επηρεάζει στο ελάχιστο το συνολικό αποτέλεσμα. Για τις σκηνές όπου ορδές από ζόμπι κατακλύζουν την εξοχή γύρω από το αγροτόσπιτο, ο Ρομέρο χρησιμοποίησε εθελοντές κομπάρσους οι οποίοι προσφέρθηκαν με ενθουσιασμό να συμμετάσχουν στα γυρίσματα. Το αγροτόσπιτο, όπου λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο κομμάτι της δράσης, ήταν υπό κατεδάφιση, κάτι που συνετέλεσε στην τόσο ρεαλιστική απεικόνιση της εξελισσόμενης καταστροφής. Η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» είναι μια ταινία καθηλωτική, υποβλητική μέσα από τα μελετημένα πλάνα της, τη χρήση των φωτοσκιάσεων, την καίρια αξιοποίηση του ατμοσφαιρικού κλίματος που δημιουργούν οι ασπρόμαυροι τόνοι. Είναι μια ταινία ανεπιτήδευτη, κι αυτό είναι που την κάνει αξέχαστη και μοναδική.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Απρίλιο του 2018
http://fractalart.gr/night-of-the-living-dead/