7 March 2018

Ιστορία της μιας ώρας (Kate Chopin)


Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη


Επειδή η κυρία Μάλαρντ είχε σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά της, έπρεπε να της το φέρουν με τρόπο ότι ο άντρας της ήταν νεκρός.

Η αδερφή της Τζόζεφιν ανέλαβε να της το πει, με μισόλογα που περισσότερο έκρυβαν παρά αποκάλυπταν την αλήθεια. Ο φίλος του άντρα της, ο Ρίτσαρντς, ήταν εκεί, στο πλευρό της. Ήταν αυτός που βρισκόταν στα γραφεία της εφημερίδας όταν ήρθε η αναφορά για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, με το όνομα του Μπρέντλυ Μάλαρντ πρώτο - πρώτο στη λίστα των «νεκρών». Και αφού βεβαιώθηκε μ’ ένα δεύτερο τηλεγράφημα, έτρεξε να προλάβει προτού κάποιος άλλος φίλος, λιγότερο προσεκτικός ή πονετικός, της πήγαινε τα κακά μαντάτα.

Η αντίδρασή της μόλις άκουσε την ιστορία δεν ήταν η συνηθισμένη, δεν παρέλυσε δίχως να μπορεί να δεχτεί τη σημασία της. Ξέσπασε σε λυγμούς και ρίχτηκε απότομα και βίαια στην αγκαλιά της αδερφής της. Όταν η θύελλα της θλίψης κόπασε, η κυρία Μάλαρντ ανέβηκε μόνη στο δωμάτιό της. Δεν ήθελε κανέναν μαζί της.

Απέναντι από το ανοιχτό παράθυρο βρισκόταν μια άνετη και ευρύχωρη πολυθρόνα. Βούλιαξε μέσα της, καθηλωμένη από μια σωματική εξάντληση που στοίχειωνε το κορμί της κι έφτανε σχεδόν ως την ψυχή της.

Στην ανοιχτή πλατεία μπροστά στο σπίτι της μπορούσε να δει τις κορυφές των δέντρων που αναρριγούσαν με τη δροσερή πνοή της Άνοιξης. Στον αέρα πλανιόταν η εξαίσια ανάσα της βροχής. Κάτω στο δρόμο ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε το εμπόρευμά του. Οι νότες από ένα μακρινό τραγούδι ίσα που έφταναν στ' αυτιά της και αμέτρητα σπουργίτια κελαηδούσαν στα γείσα των παραθύρων.

Κομμάτια γαλανού ουρανού ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα σύννεφα που είχαν μαζευτεί το ένα πάνω στο άλλο στη δυτική πλευρά του παραθύρου της.

Καθόταν με το κεφάλι της ριγμένο πίσω στο μαξιλάρι της πολυθρόνας, σχεδόν ακίνητη αλλά που και που ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό της και την τράνταζε, όπως ένα παιδί που, αφού έκλαψε ώσπου να κοιμηθεί, συνεχίζει τα αναφιλητά και στο όνειρό του.

Ήταν νέα και τα χαρακτηριστικά του ωραίου και ήρεμου προσώπου της πρόδιδαν αυτοσυγκράτηση, ίσως και μια εσωτερική δύναμη. Αλλά τώρα τα μάτια της κοίταζαν απλανώς κάπου μακριά προς μια λωρίδα γαλανού ουρανού. Δεν ήταν βλέμμα στοχασμού, ήταν σαν να της είχε διακοπεί μια βαθιά σκέψη.

Κάτι την πλησίαζε και με φόβο το περίμενε. Τί να ήταν άραγε; Δεν ήξερε - ήταν τόσο φευγαλέο και απατηλό που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Το αισθανόταν όμως να έρχεται ύπουλα από τον ουρανό και να την πλησιάζει μέσα από τους ήχους, τα αρώματα και τα χρώματα που γέμιζαν τον αέρα.
Τώρα η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. Είχε αρχίσει να προσδιορίζει εκείνο που την πλησίαζε για να την κυριεύσει και επιστράτευε όλη της τη θέληση για να το διώξει - μια θέληση όμως τόσο αδύναμη όσο και τα λευκά, λεπτά της χέρια.

Μόλις εγκατέλειψε την προσπάθεια, μια λεξούλα ξέφυγε ψιθυριστά από τα μισάνοιχτα χείλη της. Την είπε ξανά και ξανά από μέσα της: «Ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη!» Το κενό βλέμμα και η επακόλουθη έκφραση του τρόμου έφυγαν από τα μάτια της που απέμειναν ζωηρά και λαμπερά. Ο σφυγμός της ήταν γρήγορος και το αίμα κυλούσε ζεστό και ήρεμο σε κάθε γωνιά του κορμιού της. Δεν έπαψε να αναρωτιέται μήπως επρόκειτο για κάποιο φριχτό αστείο. Το μυαλό της, όμως, ξεκάθαρο πια και δυναμωμένο, τη βοήθησε να απορρίψει την απίθανη αυτή εκδοχή.

Ήξερε ότι θα έκλαιγε ξανά και ξανά όταν θα έβλεπε τα ευγενικά, τρυφερά χέρια του σταυρωμένα, το πρόσωπό του, που ποτέ δεν είχε πάψει να την κοιτάζει με αγάπη, τώρα ακίνητο, γκρίζο και άψυχο. Αλλά πίσω απ' αυτήν την πικρή στιγμή έβλεπε την ατέλειωτη παρέλαση των χρόνων που θα έρχονταν και θα της ανήκαν ολοκληρωτικά. Κι εκείνη τα καλοδεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά.

Δεν θα ζούσε για κανέναν άλλον από ‘δω και στο εξής παρά μόνο για τον εαυτό της. Η δύναμη καμιάς θέλησης δεν θα την λύγιζε πια μ’ εκείνο το τυφλό πείσμα που οι άντρες κι οι γυναίκες πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν στους συνανθρώπους τους. Η καλή ή η κακή πρόθεση έκανε τις πράξεις να μη φαίνονται πια εγκληματικές καθώς τις έβλεπε τη σύντομη εκείνη στιγμή της φώτισης.

Κι όμως, κάποιες φορές τον είχε αγαπήσει. Άλλες πάλι, όχι. Μα τί σημασία είχε; Πόσο μετρούσε η αγάπη, αυτό το άλυτο μυστήριο, μπροστά στην αυτοπεποίθηση που η ίδια κατείχε και που ξαφνικά αναγνώριζε σαν το πιο δυνατό συναίσθημα της ύπαρξής της;

«Ελεύθερη! Στην ψυχή και το σώμα μου, ελεύθερη!» συνέχισε να ψιθυρίζει.

Η Τζόζεφιν είχε γονατίσει μπροστά στην κλειστή πόρτα με τα χείλη της στην κλειδαρότρυπα και παρακαλούσε την αδερφή της να την αφήσει να μπει. «Λουίζ, άνοιξε την πόρτα, σε ικετεύω, άνοιξε την πόρτα – θα αρρωστήσεις. Τί κάνεις, Λουίζ; Για τ’ όνομα του Θεού, άνοιξε την πόρτα!» «Φύγε, δεν παθαίνω τίποτα!»  Όχι, γιατί έπινε το ίδιο το ελιξήριο της ζωής από το ανοιχτό παράθυρο.

Η φαντασία της κάλπαζε στις μέρες που την περίμεναν. Μέρες ανοιξιάτικες και μέρες καλοκαιρινές κι όλων των ειδών οι μέρες θα ήταν δικές της. Είπε με μια ανάσα μια γρήγορη προσευχή για να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα. Και μόλις χτες είχε φρίξει στη σκέψη ότι μπορεί και να ζούσε πολλά χρόνια ακόμα.

Σηκώθηκε με την ησυχία της και, μπροστά στη φορτικότητα της αδερφής της, άνοιξε την πόρτα. Ένας φλογερός θρίαμβος έλαμπε στα μάτια της καθώς στεκόταν απερίσκεπτη, σαν τη θεά της Νίκης. Αγκάλιασε τη Τζόζεφιν από τη μέση και κατέβηκαν τις σκάλες. Ο Ρίτσαρντς στεκόταν κάτω και τις περίμενε. Κάποιος άνοιγε την πόρτα μ' ένα αντικλείδι. Ήταν ο Μπρέντλυ Μάλαρντ που έμπαινε, λίγο κουρασμένος απ' το ταξίδι, κρατώντας ήρεμα το σάκο και την ομπρέλα του. Είχε βρεθεί μακριά απ' τον τόπο του δυστυχήματος κι ούτε ήξερε καν ότι είχε συμβεί το περιστατικό. Η διαπεραστική κραυγή της Τζόζεφιν του έκοψε την ανάσα καθώς ευθύς ο Ρίτσαρντς μπήκε μπροστά του για να τον κρύψει από τη γυναίκα του.

Αλλά ήταν πια πολύ αργά.

Όταν ήρθαν οι γιατροί, είπαν ότι η κυρία Μάλαρντ πέθανε από την καρδιά της - από τη χαρά που σκοτώνει.


Η Κέιτ Σοπέν (1850-1904) ήταν Αμερικανίδα πεζογράφος και διηγηματογράφος. Τα διηγήματά της, τα οποία δημοσίευε σε περιοδικά, γίνονταν συχνά αντικείμενα διαμάχης, εξαιτίας της θεματολογίας αλλά και της διεκπεραίωσής τους. Κάποια μάλιστα χαρακτηρίστηκαν ‘ανήθικα’ από κριτικούς της εποχής. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Λουιζιάνα, μέρος που είναι συχνά σημείο αναφοράς και χώρος δράσης στις ιστορίες της. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς της εποχής της.


Δημοσιεύτηκε στο FRACTAL τον Μάρτιο του 2018
http://fractalart.gr/kate-chopin/